Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

ΑΝΤΙ–ΘΕΣΕΙΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

 

ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ

ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑΣ  ΚΑΙ  ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗΣ  ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

 


 

        - «Το δόγμα του Αριστοτέλη είναι η κυρίαρχη αλήθεια και η ευφυΐα του το όριο της ανθρώπινης νοημοσύνης».                                                                                      Αβερρόης

        - «Εσύ πατέρα Επίκουρε μας φώτισες την αλήθεια…».     Λουκρήτιος (DRN III, 9-13)     

 

Εισαγωγή       

       Στο άρθρο μας επισημαίνονται οι σημαντικότερες αντι-θέσεις Επικούρειας και  Αριστοτελικής φιλοσοφίας. Σε επιμέρους, κατά θέμα, κεφάλαια, καταγράφουμε συνοπτικά τις βασικές θέσεις των Αριστοτέλη και Επίκουρου σε καθ’ ένα από τα μεγάλα ζητήματα που τους απασχόλησαν,  παραθέτοντας  χαρακτηριστικά αποσπάσματα έργων τους.

       Περιμένουμε από αυτήν την αντιπαράθεση, να αναδειχτούν τόσον οι  ομοιότητες, όσον και οι διαφορές των δύο φιλοσοφικών συστημάτων, τα οποία -υπ’ όψιν- είναι ριζικά διαφορετικά. Ευδιάκριτες είναι οι ομοιότητες, όμως περισσότερες, σημαίνουσες και ουσιαστικές είναι οι διαφορές του Αριστοτέλη με τον Επίκουρο, και αυτές έχουν τις ρίζες τους στην θεμελιακή διαφορά των φιλοσοφιών τους, αφού η μεν Αριστοτελική φιλοσοφία υπάγεται στις ιδεαλιστικές, η δε του Επίκουρου, αντίθετα, στις υλιστικές.   

       Ο Επίκουρος (341-270), ως νεότερος (κατά -περίπου- μια γενιά) του Αριστοτέλη (384-322), ήταν βαθύς γνώστης των δογμάτων που είχε διατυπώσει ο Σταγειρίτης, όπως και μια σειρά προγενέστερων φιλοσόφων …… Πλάτωνας (427-347),  Δημόκριτος (460-370), Εμπεδοκλής (495-435), Πρωταγόρας (490-420), Αναξαγόρας (500-428), Παρμενίδης (520-460), Ηράκλειτος (544-484), Πυθαγόρας (560-496), Αναξίμανδρος (610-546)….. κ.ά. 

       Απ’ αυτούς - αναπόφευκτα αλλά όχι άκριτα - ο Επίκουρος άντλησε όσα στοιχεία θεώρησε ότι καλώς ελέχθησαν και συμφωνούσαν με απόψεις του. Τα ανέπτυξε και  ενέταξε στο με τις δικές του (υλιστικές) αρχές φιλοσοφικό σύστημα. Ως παραδείγματα, η αποδοχή της ατομικής θεωρίας, η της περί  ευδαιμονίας - σκοπού της ζωής κ.ά., θεωρίες τις οποίες, όπως είπαμε, επεξεργάστηκε και εξέλιξε. Ο Επίκουρος ήταν επικριτικός, έως απορριπτικός, σε καθαρά ιδεαλιστικές  απόψεις, όπως  στην περί Ιδεών / Ειδών - Όντος – Ουσίας – Ψυχής, κ.ά. 

       Είναι φιλόδοξο το να καταπιαστεί κανείς με το απαιτητικό και επίμοχθο έργο μελέτης των δύο  φιλοσοφιών, σε όλο τους το -απέραντο-  πλάτος και βάθος, και ύστερα, να συντάξει μια άξια λόγου συγκριτική πραγματεία. Στο παρόν επιχειρώ να περιγράψω, χωρίς μεγάλες προεκτάσεις, αναλύσεις, σχολιασμούς και πολλές υποδείξεις στους αναγνώστες - και όπως εγώ τις έχω κατανοήσει – περιλήψεις από βασικές θεωρίες των Αριστοτέλη και Επίκουρου, που εκτείνονται σε όλο το φάσμα  των ιδεολογιών τους: Γνωσιολογία, Φυσική, Ηθική.

       Η επιλογή λίγων κατάλληλων χωρίων, από ένα μέγα πλήθος συγγραφών είναι έργο δύσκολο, και δεν είναι πάντα ασφαλές από αποσπάσματα βαθύνοων κειμένων, που βρίθουν δυσκολονόητων εννοιών, ή από μικρές αποφθεγματικές φράσεις, να βγαίνουν  καταληκτικά συμπεράσματα. Πολλά κείμενα είναι όντως, και όχι μόνον από την ταπεινότητα μου, εξαιρετικά δυσνόητα έως εντελώς ακατανόητα, ή, επιδέχονται  περισσότερες ερμηνείες. Άλλα κείμενα, παρ’ όλο που δείχνουν εναργή, πιο κάτω μπερδεύουν, και η ερμηνεία τους δυσκολεύει, γιατί είτε  τροποποιούνται είτε τίθενται όροι και προϋποθέσεις για να ισχύουν.

       Τέτοιες δυσκολίες παρουσιάζουν κυρίως τα άφθονα εννοιολογικά γυμνάσματα και οι εκτεταμένες, ανεξάντλητες και εξαντλητικές, ιδεαλιστικές μελέτες και αναλύσεις του πανεπιστήμονα Σταγειρίτη.

           Ο Αβικέννας ομολογεί ότι είχε αναγνώσει τα “Μετά τα Φυσικά” του Αριστοτέλη σαράντα φορές, χωρίς να τα κατανοήσει! Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς (3ος αι. μ.Χ.), ο Πέρσης Αβικέννας (11ος αι.) και ο Μαυριτανός Αβερρόης (12ος αι.) υπήρξαν το πάλαι οι σπουδαιότεροι ερμηνευτές του Σταγειρίτη.

 

       Ο Αθηναίος σοφός Επίκουρος, «πολυγραφότατος και πάντας υπερβαλλόμενος πλήθει βιβλίων» (Δ.Λ. Χ 26) είναι εναργής, και τα λίγα έργα του που έφτασαν ως τις ‘μέρες μας κι’ αυτά  ως επιτομές έργων ή γνωμικά, δεν αφήνουν πολλές αμφιβολίες στην ερμηνεία τους. Στη φτωχή σε διασωθέντα έργα Επικούρεια φιλοσοφία συγκαταλέγεται και το έργο “De Rerum Natura”(DRN) του Ρωμαίου ποιητή και φιλόσοφου Λουκρήτιου (1ος αι. π.Χ.), μεγίστης αξίας, διότι διασώζει -έγκυρα- όλα τα δόγματα του Επίκουρου.

       Στόχος του άρθρου μας είναι να συμβάλει στην κατανόηση  των  δογμάτων των δύο φιλοσόφων, αλλά και των μεγάλων αντιθέσεων των δύο αντίπαλων φιλοσοφικών συστημάτων, Ιδεαλισμού – Υλισμού. Από τη γνώση και τις αντιπαραβολές των απόψεων θα προκύψουν γόνιμοι προβληματισμοί, θα  συναχθούν επωφελή συμπεράσματα. Υπάρχουν ζητήματα στα οποία οι διαφωνίες δεν απλά μεγάλες, είναι έως και τελείως ασύμβατες, ακόμα κι’ αν αρχικά διαφαίνεται κάποια σύγκλιση, όπως φερ’ ειπείν στις περί της ηδονής και της ευδαιμονίας απόψεις τους.

       Θέματα, αγεφύρωτων διαφωνιών, είναι οι υπερβατικές, οι έξω από κάθε διαδικασία παρατήρησης και πειραματισμού, αρχές στη Φυσική επιστήμη, την  Κοσμολογία (Σύμπαν), Ψυχολογία, η όλη Μεταφυσική - θεολογία, κ.ά.

       Σε τέτοιες περιπτώσεις, και είναι πολλές, μόνο η αντί-παράθεση των δογμάτων χωρεί και κάθε άνθρωπος ας βγάλει τα συμπεράσματά του, έχοντας υπ’ όψιν ότι:        

    “ Η διανόηση  του Επίκουρου μορφώθηκε σε φλογερό αγώνα με την Περιπατητική σχολή”    

                                                      (Χ. Θεοδωρίδης: Επίκουρος. Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου, σελ. 112)

       Επιδιώκουμε το πόνημα μας να είναι βασισμένο στα αυθεντικά κείμενα των Αριστοτέλη και Επίκουρου, όμως σε κάποιες πολύ λίγες περιπτώσεις θα αναφερθούμε και σε άλλους, στον Λουκρήτιο πιο πολύ, εκεί όπου τα αυθεντικά κείμενα του Επίκουρου είναι ελλιπή. Επιχειρούμε, λοιπόν, παρ’ όλες τις -αντικειμενικές και υποκειμενικές- δυσκολίες του εγχειρήματος, εκθέτοντας τις βασικές θέσεις των δύο φιλοσόφων, να αναδείξουμε τις γενικές αρχές της φιλοσοφίας τους, και τα σημεία που παρουσιάζουν αντιθέσεις μεταξύ τους. Κατ’ επέκτασιν και τον ασυμφιλίωτο χαρακτήρα της ρεαλιστικά ιδεοκρατικής Αριστοτελικής φιλοσοφίας και της ακραιφνώς υλιστικής Επικούρειας.

 

Ιστορική  αναδρομή                            

 

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ:

        ….. Από το 346 ο Ισοκράτης προτρέπει τον Φίλιππο να ενώσει την Ελλάδα κατά των Περσών……Η μάχη της Χαιρώνειας (338) και το «συνέδριο της Κορίνθου» (338/337) σηματοδοτούν την απαρχή της Μακεδονικής κυριαρχίας στα πολιτικά πράγματα της νότιας Ελλάδας («πλην Λακεδαιμονίων»), για σχεδόν έναν αιώνα. Ο Φίλιππος («στρατηγός αυτοκράτορας») είχε επιβάλει όρκους αφοσίωσης στο πρόσωπό του και στους διαδόχους του, και όρκους πίστης για ειρήνη μεταξύ των Ελληνικών πόλεων, όμως τοποθέτησε στρατιωτικές του φρουρές στην Κόρινθο, τη Θήβα, τη Πύδνα και την Αμβρακία…….  Η Θήβα (335) ισοπεδώθηκε από τον νεαρό και νέο βασιλιά Αλέξανδρο, γιατί τόλμησε να αποστατήσει, όταν ανακοινώθηκε η δολοφονία του Φιλίππου….

      Ο Αριστοτέλης, προσκείμενος στον μακεδονικό θρόνο (ο πατέρας του Νικόμαχος υπήρξε γιατρός της αυλής, κι ο ίδιος δάσκαλος του διαδόχου του θρόνου Αλέξανδρου) και σχετιζόμενος με μακεδονικούς κύκλους, αμέσως μετά την καταστροφή της Θήβας το 335, ίδρυσε και λειτούργησε τη σχολή του, το “Λύκειο” στην Αθήνα επί 13 χρόνια, ως το 323…..  Ο Σταγειρίτης είχε θητεύσει στην Πλατωνική “Ακαδημία” επί μια 20ετία (368-348).  Ήταν ο καλλίτερος ίσως μαθητής, ωστόσο, μετά τον θάνατο του Πλάτωνα (347), πρώτος σχολάρχης της Ακαδημίας ορίστηκε από τον ίδιο τον Πλάτωνα  ο ανιψιός από την αδελφή του, ο  Σπεύσιππος (60 ετών), με το σκεπτικό ότι δεν ήταν “ξένος”, αλλά Αθηναίος πολίτης.  Ο Αριστοτέλης, 12 χρόνια αργότερα, το έτος 335 (50άρης), ίδρυσε δική του Σχολή, το “Λύκειο”, ή “Περιπατητική” όπως έγινε γνωστή διότι τα μαθήματα γινόντουσαν δια περιπάτου….. 

                Το πρωί ("εωθινός περίπατος") ήταν για τους προχωρημένους και αφορούσαν την καθαρή φιλοσοφία ("ακροαματική"), το απόγευμα για τους αρχάριους ("δειλινός περίπατος") και αφορούσαν την "ρητορική" ("εξωτερική").

      Το 323 τα πράγματα αλλάζουν. Στην Αθήνα πληροφορούνται το θάνατο του Αλέξανδρου και στη πόλη υπήρξε εξέγερση της αντιμακεδονικής παράταξης. Ο Σταγειρίτης κατηγορήθηκε για ασέβεια ("γραφή ασεβείας"). Μηνυτές ιερατικοί κύκλοι και η σχολή του Ισοκράτη. Πριν τη δίκη, ο Αριστοτέλης διέφυγε στη Χαλκίδα, όπου απεβίωσε τον επόμενο χρόνο 322…..

 

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ:

       …… Μετά την νικηφόρα για τους Μακεδόνες έκβαση του «Λαμιακού πολέμου» (323-322), ο νικητής στρατηγός Αντίπατρος, τοποτηρητής του Αλέξανδρου στη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ασία (επιμελητής του κράτους τά κατά Μακεδονίαν τε καί τούς Έλληνας) βάδισε κατά της Αθήνας και απαίτησε να παραδοθούν οι Αθηναίοι άνευ όρων, όπως του είχαν απαντήσει οι Αθηναίοι όταν είχε ζητήσει κι αυτός ειρήνη, πολιορκημένος στη Λαμία.  Οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να υποκύψουν και οι όροι που έθεσε, και αναγκάστηκαν να δεχτούν οι Αθηναίοι, ήταν βαρύτατοι:

- Το δημοκρατικό πολίτευμα καταργείται και γίνεται τιμοκρατικό (βλ. κεφ. 10.5). Πολιτικά δικαιώματα και θέσεις εξουσίας θα έχουν πλέον μια μειοψηφία πλουσίων.

              - Η Αθήνα θα πληρώσει τα πολεμικά έξοδα και πρόστιμο. Μακεδονική φρουρά θα    

              εγκατασταθεί στη Μουνυχία. Αφαιρούνται από τους Αθηναίους οι περισσότερες νησιωτικές τους κτήσεις. 

             Οι αντιμακεδόνες αρχηγοί θα παραδοθούν στους νικητές.

 

      Όλοι οι όροι της συνθήκης εφαρμόστηκαν. Οι αντιμακεδόνες ηγέτες εξοντώθηκαν: Ο Υπερείδης και τρεις ακόμη συνελήφθησαν στην Αίγινα και θανατώθηκαν, ο  Δημοσθένης αυτοκτόνησε στον Πόρο. Η πόλη έκτοτε έχασε τη πολιτική της ανεξαρτησία και τη στρατιωτική της δύναμη, ωστόσο, παραμένει μεγάλη και σπουδαία πόλη, όπως και σημαντικό πολιτιστικό κέντρο……

        Το 317,την Ελλάδαν πάσαν υπό Κασσάνδρου και Πτολεμαίου καταδεδουλωμένη”, (Πλούταρχου: “Δημήτριος” 8.1) στην Αθήνα ορίζεται κυβερνήτης ο επιφανής Αριστοτελικός και  φίλτατος μαθητής του Θεόφραστου Δημήτριος Φαληρεύς. Με το τίτλο “επιμελητής της πόλεως” κυβέρνησε διχτατορικά την Αθήνα σωστά δέκα χρόνια (317-217) έχοντας στήριγμα τη μακεδονική φρουρά……. Το 307 η Αθήνα ζει μεθυστικές ημέρες. Ο Δημήτριος (ο μετά την πολιορκία της Ρόδου το 305 π.Χ. επονομαστείς  Πολιορκητής), ο νεαρός γιος του άρχοντα της Ασίας Αντίγονου του Μονόφθαλμου,  στα πλαίσια των ατελείωτων πολέμων των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου,  κατέπλευσε με 25 καράβια στον Πειραιά και διακήρυξε ότι εξ ονόματος του βασιλιά-πατρός του απελευθερώνει την Αθήνα και επαναφέρει το πατρικό της πολίτευμα.

         Ο Δ. Φαληρέας ανατρέπεται και καταφεύγει στην Αίγυπτο, ο δημοκρατικός λαός πανηγυρίζει, οι συνεργάτες της 10χρονης δικτατορίας του διώκονται, μεταξύ αυτών οι Περιπατητικοί, όπως ακριβώς είχε γίνει, πριν σχεδόν 100 χρόνια, με τη καταδίκη του Σωκράτη, μετά την κατάλυση του καθεστώτος των Τριάκοντα τυράννων….

        Η χαρά του δημοκρατικού λαού δεν θα βαστούσε πολύ, γιατί, στη πραγματικότητα, φυσικοί σύμμαχοι των κατακτητών είναι η ολιγαρχία και η ιδεαλιστική φιλοσοφία……..  Όταν ο Επίκουρος ιδρύει τη σχολή του, τον «Κήπο» (306), και άρχισε τη διδασκαλία του, η Ελλάδα είχε καταντήσει προτεκτοράτο των Διαδόχων, που κουβάλησαν από την Ασία τον ανατολικό δεσποτισμό. Στα μάτια τους η Αθήνα, και μαζί της η Ελλάδα, ήταν μια σατραπεία και σαν τέτοια έπρεπε να κυβερνηθεί……».

                                                (Χαρ. Θεοδωρίδης: «Επίκουρος, Η αληθινή όψη του Αρχαίου κόσμου»  σελ. 86-99)

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

- Εισαγωγή

- Ιστορική  αναδρομή

1)  Γενικές Αρχές

1.1) Αριστοτέλης:  Τί τὸ ὄν”

1.2) Επίκουρος:  “Τί χρὴ μελετᾶν”

2)  Γνωσιολογία

2.1) Αριστοτέλους “Αναλυτικά”

2.2) Οι Αισθήσεις στον Αριστοτέλη

2.3) Ο Επικούρειος “Κανόνας”

3)  Φυσική

Στον Αριστοτέλη:

3.1) “Φυσική ακρόαση”

3.2) Η Κίνηση στον Αριστοτέλη

3.3) Ο τόπος και ο χρόνος στον Αριστοτέλη

3.4) Η αντίθεση στην “Ατομική θεωρία”

3.5) Ο Αριστοτέλης - Η Περιπατητική Σχολή

Στον Επίκουρο:

3.6) “Φυσιογνωσία”

3.7) Η ατομική θεωρία

                  3.7.1) Ιδιότητες και ενώσεις των ατόμων

                  3.7.2) Πλήθος, είδη, μέγεθος των ατόμων

                  3.7.3) Οι κινήσεις των ατόμων

                  3.7.4) Διαφορές της Επικούρειας από τη Δημοκρίτεια φυσική

                  3.7.5) Η φύση και η ταχύτητα του φωτός

 4)  Αιτιότητα

                   4.1) Αριστοτέλης: Αιτιότητα – Τύχη

                   4.2) Η Τελολογία

                   4.3) Η ελεύθερη βούληση στον Αριστοτέλη

                   4.4) Επίκουρος: Αιτιότητα – Τυχαιότητα

                   4.5) “Παρέγκλιση”

                  4.6) Η ελεύθερη βούληση στον Επίκουρο

5)  Μαθηματικά

5.1) Αριστοτέλης / Γενικές αρχές

5.2) Το “Άπειρο” στον Αριστοτέλη

5.3) “Εφαρμοσμένα μαθηματικά” στον Αριστοτέλη

5.4) Επικούρειες θέσεις στη μαθηματική επιστήμη

5.5) Επικούρειοι μαθηματικοί

6)  Ψυχή / Νους

6.1) Αριστοτέλης / Περί της Ψυχής

6.2) Παθητικός και Ποιητικός Nους

6.3) Επίκουρος, για τη Ψυχή, τον Νου

6.4) Επίκουρος, για τον θάνατο

7)  Μεταφυσική / Θεολογία

7.1) Αριστοτέλης / Η ουσία

7.2) Η Αριστοτελική θεολογία

7.3) Το “Ακίνητο Κινούν

7.4) Οι θεοί του Επίκουρου

8)  Σύμπαν

8.1) Το Αριστοτελικό (θεϊκό) σύμπαν

8.2) Το Επικούρειο (υλικό) σύμπαν

9)  Ηθική

Στον Αριστοτέλη:

9.1) “Αρετή” και “θεωρητικός βίος”

9.2) Οι πέντε Νοητικές καταστάσεις

9.2.1) Επιστήμη

9.2.2) Τέχνη

 9.2.3) Φρόνηση

9.2.4) Νους

9.2.5) Σοφία

9.3) Η Δικαιοσύνη

9.4) Η Φιλία

9.5) Η Ηδονή

9.6) Η Ευδαιμονία

Στον Επίκουρο:

9.7) Δικαιοσύνη

9.8) Φιλία και Ανθρωπισμός

9.9) Ο «Κήπος» - Ο άνθρωπος Επίκουρος

                  9.10) Ηδονή και Ευδαιμονία

                  9.11)Αυτάρκεια και λιτότητα βίου

10) Πολιτική

Στον Αριστοτέλη:

10.1) H Πολιτική

10.2) Η δουλεία

10.3) H Κτητική χρηματιστική

10.4) Το κράτος και ο πολίτης

10.5) Η κατάταξη των πολιτευμάτων

Στον Επίκουρο:

10.6) Επίκουρος  & Πολιτική

11) Ρητορική

11.1) Αριστοτέλης και Ρητορική

11.2) Επίκουρος  και Ρητορική

12) Ποιητική

12.1) Αριστοτέλους, η “Ποιητική

12.2) Επίκουρου, περί μουσικής και ποιητικής

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Κεφ. 1)  Γενικές Αρχές

 

1.1) Αριστοτέλης: Τί τὸ ὄν

 

       «Το ότι ανέκαθεν οι άνθρωποι φιλοσοφούν, όχι για κάποιο πρακτικό σκοπό αλλά από  θαυμασμό, είναι φανερό ήδη από τους πρώτους φιλοσοφήσαντες».

      “Ότι δ’ ου ποιητική, δήλον εκ των πρώτων φιλοσοφησάντων. Διὰ γὰρ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι καὶ νῦν καὶ τὸ πρῶτον ἤρξαντο φιλοσοφεῖν”.                            

                                                                                                                     (“Μετά τα φυσικά” Α, 2 982 b 14-16)

       «Φιλοσοφούν και από  έμφυτη επιθυμία απόκτησης της γνώσης, κι αυτό το δείχνει η αγάπη προς τις αισθήσεις».

     “Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει. Σημείον δ’ η των αισθήσεων αγάπησις….”      

                                                                                                                                        (“Μετά τα Φυσικά” Α, 980 a 21-22)

       Ο Αριστοτέλης θεωρεί πρώτιστη και αποκλειστική (“καὶ πρῶτον καὶ μόνον”) αναζήτηση της φιλοσοφίας του: Το να μάθουμε τι είναι το ον, δηλ. αυτό που αληθινά (πραγματικά) υπάρχει.     

                   …. Το δ’ ως αληθές ον, και το μη ον ως ψεύδος ….”               (“Μετά τα φυσικά” Ε, 21-22). 

 

         Είναι δε το ον  ταυτόσημο με την ουσία των πραγμάτων (“ τί τὸ ὄν, τοῦτό ἐστι τίς ἡ οὐσία ).

       “Καὶ δὴ καὶ τὸ πάλαι τε καὶ νῦν καὶ ἀεὶ ζητούμενον καὶ ἀεὶ ἀπορούμενον, τί τὸ ὄν, τοῦτό ἐστι τίς ἡ οὐσία. Τοῦτο γὰρ οἱ μὲν ἓν εἶναί φασιν, οἱ δὲ πλείω ἢ ἕν, καὶ οἱ μὲν πεπερασμένα οἱ δὲ ἄπειρα. Διὸ καὶ ἡμῖν καὶ μάλιστα καὶ πρῶτον καὶ μόνον ὡς εἰπεῖν περὶ τοῦ οὕτως ὄντος θεωρητέον τί ἐστιν”.                                      (“Μετά τα φυσικά” Z, 1028b, 3-9)

       

       Εξετάζουμε τα αίτια και τις αρχές του όντος ως Όντος (“Μετά τα φυσικά” Ε 1028 a 3-6), κι’ αν είναι πολλές οι έννοιες που αποδίδουμε στο ον, πολλές θα είναι και οι σημασίες του.

       Ωστόσο, ου πάν το φαινόμενον αληθές”.                         (“Μετά τα φυσικά” Γ, 10210 b, 1)

      

      Και είναι, της μεν  Θεωρητικής (καθ’ αυτό) φιλοσοφίας τέλος (σκοπός) η αλήθεια, της δε πρακτικής (αφορά τους εφαρμοσμένους κλάδους, πολιτική και ηθική) το έργο.

        Σωστά, λοιπόν, καλούμε την φιλοσοφία επιστήμη της αληθείας. Εντούτοις, πρέπει να γνωρίσουμε και τις “αιτίες”, καθόσον δεν επιστάμεθα το αληθές χωρίς την αιτία του.

      Ορθώς δ’ έχει και το καλείσθαι την φιλοσοφίαν επιστήμην της αληθείας. Θεωρητικής μεν τέλος αλήθεια, πρακτικής δε έργον…….Ουκ ίσμεν δε το αληθές άνευ της αιτίας              (“Μετά τα φυσικά” Α, 993 b,21-26)

                                                                                                                                                                                                                      

       Ορίζεται δε αλήθεια ως η εξίσωση της σκέψης προς τα πράγματα.

 

      Οι Επιστήμες, σύμφωνα με την Αριστοτελική ταξινόμηση, κατ’ ανταπόκριση στα τρία γένη οντότητας (πραγμάτων), διακρίνονται σε:

        1) Θεωρητικές καθαυτό φιλοσοφία). Είναι αυτές που αποσκοπούν στη γνώση χάριν της ίδιας της γνώσης, που έχουν ως αντικείμενο το καθόλου, το γένος.

        Και αυτές είναι η  φυσική, η μαθηματική, και η θεολογική……

         «Δήλον τοίνυν ότι τρία γένη των θεωρητικών επιστημών εστί, φυσική, μαθηματική, θεολογική».                                      

                                                                                                                                             (“Μετά τα φυσικά” Κ, 1064 b 1-2)

          1.1) Μαθηματική. Ασχολείται με πράγματα (αριθμούς και σχήματα) αμετάβλητα και «ακίνητα μεν, ου χωριστά δ’ ίσως, αλλ’ ως εν ύλη».  Βλ. κεφ. 5

          1.2) Φυσική. Ασχολείται με πράγματα που έχουν χωριστή ύπαρξη και είναι μεταβλητά, μελετώντας την κίνηση, την μορφή και την ύλη τους.  Βλ. κεφ. 3  

          1.3) Θεολογική, ή Πρώτη φιλοσοφίαΜεταφυσική). Ασχολείται με πράγματα που έχουν χωριστή ύπαρξη και είναι αμετάβλητα, δηλ. ουσίες που υπάρχουν, ανεξάρτητες από κάθε σύνδεση τους με την ύλη. Μελετά πραγματικά χωριστές μορφές μη υπενδεδυμένες ύλης. Οφείλει το όνομά της στο γεγονός ότι υπέρτατη καθαρή ουσία είναι ο Θεός.

          Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει ότι η Μεταφυσική είναι τόπος προβλημάτων και αποριών. Σε ορισμένα θέματα της έχουν διαμορφωθεί απόψεις, χωρίς να εντάσσονται σε κάποιο γενικότερο σύστημα, όμως υπάρχουν περιοχές της εξαιρετικά σκοτεινές. Πάντως, αποφαίνεται ότι, είναι δυνατή μια επιστήμη της Μεταφυσικής.

         2)   Πρακτικές. «Η περί τα ανθρώπινα φιλοσοφία», όσες αποσκοπούν στη γνώση ως γνώμονα συμπεριφοράς. Στον Αριστοτέλη, Ηθική και Πολιτική συνιστούν ενιαίο σύνολο.

         3)  Ποιητικές. Αποσκοπούν στη γνώση ως εργαλείο για την κατασκευή αντικειμένων χρήσιμων (κατασκευές), είτε ωραίων (τέχνη). Βλ. κεφ. 9.2                                                   (“Μετά τα φυσικά” Ε, 1025b, 18-1026 a 19)

 

      Ο Αριστοτέλης, πέραν των Επιστημών (ξεκομμένων από τις άμεσες ανάγκες της ζωής), μελέτησε και την Διαλεκτική. Διαλεκτική δε  ονόμαζε την γενική μάθηση, που συνεπάγεται η από κοινού εξέταση μεταφυσικών και λογικών ζητημάτων, καθώς και την Αναλυτική (Λογική, βλ. κεφ. 2.1), καθόσον τις θεωρούσε και προπαιδευτικές για την μάθηση.

        Επίσης, την Ρητορική (βλ. κεφ. 11.1), που ήλεγχε ως δύναμη, δηλ. τεχνική δεξιότητα.

        Για τα συγγράμματα του ο Σταγειρίτης, είχε συλλέξει, τις αναφέρει, κι έτσι διέσωσε, πολλές προγενέστερες κοινές-λαϊκές αντιλήψεις και γνωμικά σοφών, όπως και σημαντικό  λαογραφικό - εθνογραφικό υλικό προηγούμενων  πολιτισμών και της εποχής του. 

         

      Η  Επιστήμη, για τον Αριστοτέλη, είναι - συγχρόνως - η καθαρή γνώση των αιτιών και των αρχών, και δεν εξυπηρετεί άλλο οποιοδήποτε σκοπό, είναι αυτοσκοπός.

      Για να συγκροτηθεί η επιστημονική γνώση χρειάζεται αφ’ ενός η ενορατική δύναμη του νου (=ικανότητα να γίνεται αντιληπτό κάτι πέραν των αισθήσεων), αφ’ ετέρου η διασκεπτική (=προσεκτική, συνετή)  ενέργεια του λόγου (διάνοια/λογισμός).  

       Επιστήμη, άρα, είναι - ταυτόχρονα - ενόραση και διασκεπτικός λόγος.

      Για τον Αριστοτέλη, επαναλαμβάνουμε, ολοκληρωμένη μορφή γνώσης είναι «η Θεωρητική γνώση των πρώτων αρχών και αιτίων». Η “Θεωρητική”, ή καθ’ αυτό φιλοσοφία, είναι η επιστήμη της αληθείας, διότι αυτήν (δηλ. την αλήθεια) έχει τέλος (δηλ. σκοπό).

      Ο φιλόσοφος απαιτείται να διαθέτει δύναμη για έρευνα, ενόραση, και ικανότητα προς διανοητική-λογική σκέψη. Ο σοφός, πρέπει να είναι και γνώστης των επιστημών.

      Σοφία είναι η γνώση των πρώτων και γενικότατων αιτίων, η ευρύτερη δυνατή γνώση. 

         «Ότι μεν ουν η σοφία περί τίνας αιτίας και αρχάς εστίν επιστήμη, δήλον».                                                                 

                                                                                                                                                       (“Μετά τα φυσικά” Α, 982a,1)

      Ανώτατο στάδιο που μπορεί να φτάσει  άνθρωπος - με υπέρβαση - είναι η εξιχνίαση του οντολογικού νοήματος του κόσμου, ήτοι η θεώρηση (= παρατήρηση, μελέτη, στοχασμός, άποψη) των ειδών”…….

       Η Αριστοτελική έννοια: Είδοςαντιστοιχεί στην ΠλατωνικήΙδέα (βλ. πιο κάτω).

       Οι  δε θεωρητικές επιστήμες είναι ανώτερες των εμπειρικών – χειροτεχνικών.

         «…. διό καί τούς άρχιτέκτονας περί έκαστον τιμιωτέρους καί μάλλον είδέναι νομίζομεν τών  χειροτεχνών καί σοφωτέρους, ότι τάς αίτίας τών ποιουμένων ίσασιν».                                 (“Μετά τα φυσικά” Α, 981a,33)

     

        Άρα…  Φιλοσοφία είναι, η ειδητική (= η αφορώσα το “είδος”) θεώρηση (άποψη) του κόσμου, η απαλλαγμένη κάθε πρακτικού - ωφελιμιστικού σκοπού.

      Ο Αριστοτέλης κατατάσσει όλα τα δεδομένα της πραγματικότητας σε δέκα καθολικότατα γένη, τα οποία ονομάζει Κατηγορίες. Οι “Κατηγορίες” είναι λογικά, συγχρόνως και οντολογικά, στοιχεία που καθορίζουν την υφή των αντικειμένων της εμπειρίας.

      Οι 10 Κατηγορίες  είναι:  Ουσία, Ποσόν, Ποιόν, Προς τι, Που, Πότε, Κείσθαι, Έχειν, Ποιείν, Πάσχειν. 

         

      Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη είναι ιδεαλιστική, με επιρροές από την Πλατωνική, της οποίας - κατά πολλούς - αποτελεί συνέχεια και συμπλήρωμα. Ο Χέγκελ (Georg W. F. Hegel, 1770-1831) έγραψε ότι υπήρξε περισσότερο ιδεοκράτης από τον δάσκαλό του……

        Ο Πλάτων πίστευε ότι οι Ιδέες αποτελούν την ουσία των όντων και τις διέκρινε από τα αισθητά όντα, για τα οποία έλεγε ότι έχουν κατασκευαστεί από τον Δημιουργό με πρότυπα τις “Ιδέες”, τις οποίες τοποθετούσε σε υπερουράνιο τόπο.

 

      Ο Αριστοτέλης απέρριπτε το χωρισμό των αισθητών από τις αντίστοιχες Ιδέες, δεν πίστευε δηλ. στην αυτοτελή υπόσταση τους, θεωρώντας ότι οι τελευταίες ενυπάρχουν στα αισθητά αντικείμενα ως Είδη…… Διότι, αφού η «ιδέα» αποτελεί το «είναι» για κάθε αισθητό ον, πρέπει να έχει άμεση παρουσία μέσα σ’ αυτό. Μια γενική έννοια, έλεγε, στερείται οντολογικής υποστάσεως, επομένως δεν νοείται ξέχωρα από το αντικείμενο στο οποίον αναφέρεται. Και πως; οι  «ιδέες», απόμακρες, απρόσιτες, ακίνητες, άφθαρτες κλπ. μπορούν μέσα στον αισθητό κόσμο να προκαλούν την κίνηση και μεταβολή;   

           Στη νωπογραφία του Ραφαήλ: «Η σχολή των Αθηνών» (Βατικανό), ο “προσγειωμένος” Αριστοτέλης δείχνει τη γη, σε αντίθεση με τον “αιθεροβάμονα” Πλάτωνα που δείχνει τους ουράνιους τόπους των  Ιδεών του.  Η νωπογραφία φέρει υπογραφή: “Causarum Cognitio” / «Αιτίες Γνώριζε».

 

     Η περί των “ειδών”  Αριστοτελική αντίληψη (δηλαδή ότι τα “είδη” ενυπάρχουν στα αισθητά αντικείμενα), χαρακτηρίζεται σαν “κατέβασμα” των ιδεοκρατικών στοιχείων στον πραγματικό κόσμο, στη γη, από τα επουράνια όπου τα είχε ανεβάσει ο Πλάτωνας, και συνιστά την σημαντικότερη διαφοροποίηση των φιλοσοφιών του μαθητή από τον δάσκαλο……. Ανάλογα λένε (o Κικέρων) και για το Σωκράτη, που “κατέβασε” τη φιλοσοφία από τον Ουρανό στη Γη Τρανταχτή εξαίρεση απ’ αυτό το “κατέβασμα” αποτελούν οι ιδέες της καθαρής νόησης και της θεότητας, απαλλαγμένες πάσης υλικότητας. Οπωσδήποτε δε, ο Θεός  κατέχει την ύψιστη θέση μεταξύ των πάντων, Πλατωνικών “ιδεών” - Αριστοτελικών “ειδών”.

 

 

1.2) Επίκουρος: “Τί χρὴ μελετᾶν

 

       «Επίκουρος έλεγε την φιλοσοφίαν ενέργειαν είναι λόγοις και διαλογισμοίς τον ευδαίμονα βίον περιποιούσαν».         (Σέξτος Εμπειρικός, “Προς μαθηματικούς” ΧΙ 169)

      Η Επικούρεια φιλοσοφία, στοχεύοντας προς άλλη κατεύθυνση, απαντά διαφορετικά στο πρωταρχικό ερώτημα της φιλοσοφίας «Γιατί να φιλοσοφούμε»; Αντιπαρέρχεται Πλατωνικούς και Αριστοτελικούς μεταφυσικούς διαλογισμούς για τη θεωρητική γνώση του ειδέναι, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, απορρίπτει στοχαστικές αναζητήσεις, κενών περιεχομένου εννοιών (δηλ. ιδεών που βρίσκονται έξω από  αισθητηριακή παρατήρηση και εμπειρία) και αγνοεί την προερχόμενη θεωρητική γνώση απ’ αυτές.

                        «Οὐ προσποιεῖσθαι δεῖ φιλοσοφεῖν, ἀλλ ὄντως φιλοσοφεῖν οὐ γὰρ προσδεόμεθα τοῦ δοκεῖν ὑγιαίνειν, ἀλλὰ τοῦ κατ’ ἀλήθειαν ὑγιαίνειν».                                                                                                                           (Επ. Προσφώνησις 54)

       Τέτοιες (υπερβατικές) έννοιες είναι: “πρώτες αρχές και αίτια, όν. ουσία,  ιδέες/είδη,  λόγος, νους, θεία δημιουργία και πρόνοια… κ.ά.”…. Στα νεώτερα χρόνια, ο Alfred North Whitehead (1861-1947)‎‎ έγραψε:   

                          Η σύγχρονη επιστήμη και φιλοσοφία δεν έχουν θέση για την έννοια της ουσίας”.           

 

       Ο Επίκουρος ήταν πεπεισμένος ότι: «Αρχάς είναι των όλων ατόμους και κενόν, τα δ’ άλλα πάντα νενομίσθαι» (Δημόκριτος), και πάνω στη Δημοκρίτεια “Ατομική θεωρία” πραγματοποίησε πρωτοπόρες εργασίες…… “Αρχές και αίτια”, στα φυσικά φαινόμενα, ας μην αναζητούμε πέραν των  ατόμων και του κενού…        «Ἀρχὴ δὲ τούτων οὐκ ἔστιν, αἰτίων τῶν ἀτόμων οὐσῶν καὶ τοῦ κενοῦ»  (Προς Ηρόδοτο, 44)

 

      Στην επιστολή “Προς Μενοικέα” (Επ.Μ.) διαβάζουμε ότι πρέπει να φιλοσοφούμε (να μελετούμε, να ασχολούμαστε) για πράγματα που φέρνουν  ευδαιμονία, αφού, όταν έχουμε αυτή έχουμε τα πάντα, ενώ όταν απουσιάζει  κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε. 

          «……μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴ περ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν»   (Επ.Μ. 122).

 

      Παρακάτω, ο Επίκουρος διαχωρίζει μεταξύ των ανθρωπίνων  επιθυμιών τις φυσικές, και εξ αυτών τις αναγκαίες, από τις επί ματαίωι επιθυμίες. Από δε τις φυσικές και αναγκαίες επιθυμίες ξεχωρίζει ως υπέρτερες την υγεία του σώματος και την αταραξία της ψυχής, επειδή αυτές ακριβώς συνιστούν τον σκοπό (= το τέλος) της ευτυχισμένης ζωής.

       «…… Και για το λόγο αυτό λέμε ότι η ηδονή (η ευχαρίστηση που είναι συνέπεια μιας ευτυχισμένης ζωής) συνιστά αρχή και τέλος (σκοπό) της μακάριας ζωής. Διότι έχουμε συμπεράνει ότι η ηδονή είναι  πρωταρχικό και σύμφυτο αγαθό μέσα της….».

 

      Θα διευκρινίσει ο Επίκουρος ότι όταν λέμε για τις ηδονές που συνιστούν σκοπό της ζωής, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και αυτές που έχουν μόνο αισθησιακή απόλαυση, όπως νομίζουν μερικοί από άγνοια και επειδή διαφωνούν με εμάς, ή είναι κακώς πληροφορημένοι, αλλά εννοούμε να μην πονά το σώμα και να μην ταράσσεται η ψυχή.

    

         «…..τὴν τοῦ σώματος ὑγίειαν καὶ τὴν τῆς ψυχῆς ἀταραξίαν, ἐπεὶ τοῦτο τοῦ μακαρίως ζῆν ἐστι τέλος……  καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἡδονὴν ἀρχὴν καὶ τέλος λέγομεν εἶναι τοῦ μακαρίως ζῆν· ταύτην γὰρ ἀγαθὸν πρῶτον καὶ συγγενικὸν ἔγνωμεν…..»                                                                                                                      

                                                                                                                                                                                              (Επ.Μ. 128-129)

        «……. Ὅταν οὖν λέγωμεν ἡδονὴν τέλος ὑπάρχειν, οὐ τὰς τῶν ἀσώτων ἡδονὰς καὶ τὰς ἐν ἀπολαύσει κειμένας λέγομεν, ὥς τινες ἀγνοοῦντες καὶ οὐχ ὁμολογοῦντες ἢ κακῶς ἐκδεχόμενοι νομίζουσιν, ἀλλὰ τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψυχήν….»                                                                                                                                                                              (Επ.Μ. 131-132)

 

      Επομένως, στο θεμελιακό ερώτημα της φιλοσοφίας για τον σκοπό της, δίδονται τελείως διαφορετικές απαντήσεις από τους δύο φιλοσόφους. Ο μεν Αριστοτέλης βλέπει την ανθρώπινη λαχτάρα για (καθαρή, υπερβατική και βαθιά κρυμμένη) γνώση των πρώτων ουσιών και αιτίων, ο δε Επίκουρος την φυσική και αναγκαία επιθυμία του ανθρώπου για ηδονή και ευδαιμονία, στη παρούσα μοναδική ζωή του.

 

 

Κεφ. 2) Γνωσιολογία

 

2.1) Αριστοτέλους:  “Αναλυτικά

 

      Ο Αριστοτέλης, επισημαίνει πιθανά αντικείμενα της επιστημονικής διερεύνησης το ότι, το διότι, το ει εστίν, το τι εστίν, κ.ά., Διεξοδικά αυτά κ.ά., αναλύονται στα «Αναλυτικά πρότερα», «Αναλυτικά ύστερα», «Τοπικά», κ.ά. έργα αξιοθαύμαστα που αποτελούν τον κορμό της Αριστοτέλειας γνωσιοθεωρίας (αυτής που αργότερα ονομάστηκε «λογική») και συνιστούσε  προπαιδευτικό μάθημα της κυρίως φιλοσοφίας.

       Τα Αριστοτελικά «Αναλυτικά» είναι μια φορμαλιστική κατασκευή με συνέπεια και λογική. Η μεθοδολογία και τα πορίσματα της έως σήμερα διατηρούν την σπουδαιότητα τους. 

       Οι όροι και οι κλάδοι: Γνωσιοθεωρία και Λογική δημιουργούνται μεταγενέστερα του Αριστοτέλη.

 

       Κατά τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, υπάρχουν  δύο κύριοι,  θεμελιακά διαφορετικοί τρόποι κίνησης της σκέψης μέχρι το τελικό συμπέρασμα, και αυτοί είναι:

     1) Ο Συλλογισμός, ή  Παραγωγή, ή  Απαγωγή), πορεία από το καθολικό στο επιμέρους.

«Ἔστι δὴ συλλογισμὸς λόγος ἐν ᾧ τεθέντων τινῶν ἕτερόν τι τῶν κειμένων ἐξ ἀνάγκης συμβαίνει διὰ τῶν κειμένων».                                  

                                                                                                                                                        (“Τοπικά” Α΄, Κεφ. 1, 100 a)

      2) Η Επαγωγή, πορεία, εξ αντιθέτου, από το επιμέρους στο καθολικό.

 

       Η απόδειξη, θεωρεί ο Αριστοτέλης, είναι επιστημονικός συλλογισμός και από κάθε άποψη συνιστά γνώση και όχι γνώμη. Η δε επιστήμη μεταβαίνει από το λιγότερο γνωστό αλλά περισσότερο κατανοητό, στο περισσότερο γνωστό αλλά λιγότερο κατανοητό.

        Κάθε διερεύνηση, με βάση την παραγωγική συλλογιστική (Απαγωγή), ξεκινά από μια προϋποτιθέμενη γνώση (“προκείμενη”), για την οποίαν δεν υπάρχει προγενέστερη γνώση και συνεχίζεται αλυσιδωτά έως το συμπέρασμα. 

        «Πάσα διδασκαλία και πάσα μάθησις διανοητική εκ προϋπαρχούσης γίνεται γνώσεως»       

                                                                                                                                                                            (“Αναλυτικά Ύστερα” Α 71 a 1)

       Η “Απαγωγή” είναι λογική “δίτιμη”, σημαίνει ότι κάτι είναι -οπωσδήποτε- είτε σωστό, είτε λάθος. 

       Ως προς τον ορισμό της «αλήθειας» θεωρεί ότι είναι η συμφωνία της νόησης προς τα πράγματα. Ο Κόσμος κατά τον Αριστοτέλη, εφ’ όσον δεν μεσολαβεί διανοητικό λάθος ή παθολογική διατάραξη της αισθησιακής και διανοητικής λειτουργίας, είναι ακριβώς έτσι όπως μας τον αποκαλύπτει η αίσθηση και ο “διασκεπτικός λόγος”.

       Ο “διασκεπτικός λόγος (νόηση), καθοδηγείται από κανόνες που υποδεικνύει η επιστήμη της Λογικής, οι οποίοι βασίζονται σε τρεις (3) υπέρτατες (πρώτες) Αρχές (Νόμους), οι οποίες, αν και αναπόδεικτες (ως πρώτες), έχουν αδιαμφισβήτητη ισχύ και αποτελούν την βάση κάθε αποδεικτικής διαδικασίας.

        Και αυτές, οι τρεις πρώτες αρχές, είναι:

      1) Η «Αρχή της ταυτότητας». Ανώτατη και θεμελιώδης αρχή κάθε φιλοσοφικού (επιστημονικού) δόγματος. Σημαίνει ότι κάθε έννοια νοείται ίση προς εαυτήν, ή, προς το σύνολο των γνωρισμάτων της.

       2) Η «Αρχή της μη αντίφασης». Η ίδια ιδιότητα δεν μπορεί να ανήκει και να μην ανήκει στο ίδιο πράγμα κατά τον ίδιο χρόνο και από την ίδια άποψη.

       3) Η «Αρχή της του μέσου ή τρίτου αποκλίσεως». Μια πρόταση, είτε είναι αληθής, είτε όχι αληθής (αναληθής). Τρίτον τι αποκλείεται. 

Οι δύο τελευταίες αρχές (αλληλοσυμπληρώμενες) σημαίνουν ότι:

        «Τὸ γὰρ αὐτὸ ἅμα ὑπάρχειν τε καὶ μὴ ὑπάρχειν ἀδύνατον τῷ αὐτῷ καὶ κατὰ τὸ αὐτό»        

                                                                                                                       (“Μετά τα Φυσικά”, βιβλ. Γ, κεφ. 3, 1005 b 19-20)          Οι προκείμενες οφείλουν να είναι αληθείς, προγενέστερες, γνωριμότερες (πιο κατανοητές), πρώτες (αφού είναι αρχές), δηλ. άμεσες και αναπόδεικτες, και -βέβαια- να συνιστούν αίτια του συμπεράσματος. Ούτε χρειάζονται, ούτε αποδέχονται απόδειξη οι “πρώτες αρχές”. Αν μπορούσαμε να της αποδείξουμε, δεν θα της χαρακτηρίζαμε “πρώτες”.

       Οπωσδήποτε, το επισημαίνει ο Αριστοτέλης, το να ζητά κανείς μιαν απόδειξη για τα πάντα σημαίνει ότι ζητά μιαν αναγωγή στο άπειρο, αξίωση η οποία από την φύση της περίπτωσης της είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί, δεν πρέπει να προβάλλεται, προδίδει έλλειψη λογικής παιδείας. Πρέπει, λοιπόν, αναγκαίως, να αποδεχτούμε κάποιες (άγνωστες-αναπόδεικτες λόγω αδυναμίας αποδείξεως) προτάσεις ως αληθείς, προκειμένου να μην συμπεράνουμε ότι η γνώση είναι αδύνατη. Έτσι, με της πιο πάνω προϋποθέσεις, φαίνεται η γνώση να είναι εφικτή.  Πάντως, κατά την διαδικασία απόκτησης της διαγράφει έναν κύκλο κατά το….. «έσχατον εν τη αναλύσει, πρώτον είναι εν τη γενέσει».

 

       Παραμένει, ωστόσο, το ερώτημα: Με ποιο τρόπο η νόηση συλλαμβάνει, αυτές τις “πρώτες  αρχές”, τις άμεσες και αναπόδεικτες; Οι οποίες μάλιστα χρησιμοποιούνται ως  “προκείμενες”  στους παραγωγικούς (απαγωγικούς) συλλογισμούς;

       Κατά τον Αριστοτέλη οι “πρώτες  αρχές της επιστήμης συλλαμβάνονται με την Επαγωγή, ή με την κατ’ αίσθησιν αντίληψη …..

 

       ……. «Και ούτε πρέπει να ζητούμε σε όλα τα θέματα με τον ίδιο τρόπο την αιτία· Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αρκετό να αποδειχθεί και να παρουσιαστεί με σωστό τρόπο το “ότι”, όπως π.χ. στη περίπτωση των πρώτων αρχών το “ότιείναι η αφετηρία, η πρώτη αρχή. Από τις πρώτες, τώρα, αρχές άλλες λαμβάνουμε (εννοούνται) με την επαγωγή, άλλες με την αισθησιακή αντιληπτική  ικανότητα, άλλες με ένα είδος εθισμού (εξάσκησης) και άλλες με κάποιον άλλο τρόπο.

        Την κάθε, πάντως, κατηγορία πρέπει να προσπαθούμε να τη ερευνήσουμε με τον τρόπο που προσιδιάζει στη φύση της· πρέπει επίσης να προσπαθούμε να την καθορίζουμε σωστά, γιατί αυτά έχουν μεγάλη σημασία για ό,τι επακολουθεί. Όλοι ξέρουν ότι η αρχή είναι κάτι παραπάνω από το ήμισυ του όλου, και πολλά από τα ερωτήματα που θέτουμε διαφωτίζονται με την βοήθειά της».

       Oὐκ ἀπαιτητέον δ᾽ οὐδὲ τὴν αἰτίαν ἐν ἅπασιν ὁμοίως, ἀλλ᾽ ἱκανὸν ἔν τισι τὸ ὅτι δειχθῆναι καλῶς, οἷον καὶ περὶ  τὰς ἀρχάς· τὸ δ᾽ ὅτι πρῶτον καὶ ἀρχή. τῶν ἀρχῶν δ᾽ αἳ μὲν ἐπαγωγῇ θεωροῦνται, αἳ δ᾽ αἰσθήσει, αἳ δ᾽ ἐθισμῷ τινί, καὶ ἄλλαι δ᾽ ἄλλως. Μετιέναι δὲ πειρατέον ἑκάστας ᾗ πεφύκασιν, καὶ σπουδαστέον ὅπως διορισθῶσι καλῶς· μεγάλην γὰρ ἔχουσι ῥοπὴν πρὸς τὰ ἑπόμενα. Δοκεῖ γὰρ πλεῖον ἢ ἥμισυ τοῦ παντὸς εἶναι ἡ ἀρχή, καὶ πολλὰ συμφανῆ γίνεσθαι δι᾽ αὐτῆς τῶν ζητουμένων.                                                                                                                            (“Ηθικά Νικομάχεια” 1098 b 1-5)              

 

        Παρατηρείται ότι, η περίπτωση της κατ’ αίσθησιν αντίληψης πρώτων αρχών  βρίσκεται σε ασυμφωνία με την πιο κάτω βασική Αριστοτέλεια θέση: Περί δε της αληθείας ως ου παν το φαινόμενον αληθές   (“Μετά τα φυσικά” Γ, 1010 b-1).   Και αυτή η ασυνέπεια κλονίζει την αξιοπιστία των “προκείμενων”, που οφείλουν να είναι πάντα ακράδαντες, και καθιστά την απαγωγήέναν συλλογισμό εξ υποθέσεως.

       Ο Αριστοτέλης, όμως, εξηγεί:   «…… Σε περιοχές όπου η σκέψη διαχωρίζει με ευκολία την μορφή από την ύλη, όπως στα Μαθηματικά, ο νους αφού αντιληφθεί την αλήθεια, και σε μια μόνο περίπτωση, μπορεί να συλλάβει την δυνατότητα εφαρμογής της αλήθειας σε όλες περιπτώσεις του είδους.  Σε περιοχές όπου ο διαχωρισμός της μορφής από την ύλη είναι λιγότερο εύκολος είναι αναγκαία η “Επαγωγή στις περισσότερες περιπτώσεις. Ωστόσο, και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, προϋποτίθεται η ίδια ενέργεια της νοήσεως”».

      Πρέπει, λένε έγκυροι μελετητές της Αριστοτελικής φιλοσοφίας, να έχει προηγηθεί πρόσληψη (επαγωγικώς) πολλών παραστάσεων και αναμνήσεων στο Νου, προκειμένου, κατά την αφύπνιση του πνεύματος, σχηματιστούν απ’ αυτές δι’ αφαιρέσεως οι γενικές (καθολικές) έννοιες-καθόλου- πρώτες αρχές.

      Πάντως, οι με την επαγωγή από τα επιμέρους δημιουργούμενες (στη διανοητική σφαίρα του Νου), καθολικές έννοιες (καθόλου, πρώτες αρχές), στη συνέχεια με απαγωγή, παράγουν από τα καθόλου νέα επιμέρους!

      Ο Αριστοτέλης ωστόσο, αναφορικά με την Ενέργεια της νοήσεως”, δεν είναι απόλυτα συνεπής,  όπως σημειώνει ο καθηγητής David Ross (1877-1971), σελ.64.  Άλλοτε η “ενέργεια της νοήσεως” παρουσιάζεται ως έργο του “νου”  που, ενώ βρίσκεται στην ψυχή, δεν προέρχεται απ’ αυτόν αλλά εισάγεται  στην εμβρυακή ψυχή έξωθεν ….( και είναι προφανής ο επηρεασμός της θέσης αυτής από την Πλατωνική θεωρία της “ανάμνησης……. άλλοτε πάλι παρουσιάζεται ως η τελική φάση μιας συνεχούς ανάπτυξης, με αφετηρία την αίσθηση, δια της μνήμης και της εμπειρίας».                                                               

                                                                                                                        (“Αναλυτικά ύστερα” Β 19, “Μετά τα φυσικά” Α 1)

 

 ΣΗΜΕΙΩΣΗ για την Πλατωνική θεωρία της “Ανάμνησης

      Στον διάλογο ΜένωνΠερί αρετής πειραστικός), ο Πλάτωνας…….αυτός ο μέγας δεξιοτέχνης στη δραματουργία (Α. Ε. Taylor) έχει τον Σωκράτη να αφηγείται διδασκαλία, που έμαθε «…….από ιερείς και ιέρειες που μπήκαν στο κόπο να κατανοήσουν τα καθήκοντα που ασκούν» (“Μένων” 81α),  ακόμα από τον Πίνδαρο (522 - 443) και άλλους ποιητές….. Σύμφωνα με την διδασκαλία αυτή, η ψυχή μας είναι αθάνατη και η τωρινή ζωή μας δεν είναι παρά ένα απλό επεισόδιο στην ιστορία της!

     Κατόπιν τούτου, ο Σωκράτης συμπεραίνει ότι η ψυχή πρέπει να «έμαθε τα πάντα πριν από πολύ καιρό». Συνεπώς για να ξαναποκτήσει τώρα τη γνώση κάποιου στοιχείου που λησμόνησε προσωρινά, χρειάζεται μόνο να «συγκεντρωθεί» και να ακολουθήσει με επιμέλεια τις ενδείξεις που τις παρέχει η «ανάμνηση». 

     Η ανθρώπινη ψυχή, λοιπόν, πριν ενσαρκωθεί, είχε γνωρίσει και τις «Ιδέες» στην καθαρότητά τους, αλλά (φευ!), ενσαρκωθείσα και υποταχθείσα στους φυσικούς νόμους, τις  λησμόνησε. Η μάθηση, άρα, για την απόκτηση γνώσης σε τούτο το κόσμο, ερμηνεύεται σαν διεργασία «ανάκλησης στην μνήμη» , μια διαδικασία ανάμνησης.

 

     «…… Επειδή λοιπόν η ψυχή είναι αθάνατος, και έχει γεννηθεί επανειλημμένως, και έχει ιδεί όλα τα πράγματα, και εδώ και εις τον Άδην, δεν υπάρχει τίποτε που να μη το έχει μάθει· ώστε δεν πρέπει ν' απορήσωμεν εάν της είναι δυνατόν να ενθυμηθεί και ως προς την αρετή, και ως προς άλλα πράγματα, αυτά που γνώριζε και από πριν…..».

      «Ἅτε οὖν ἡ ψυχὴ ἀθάνατός τε οὖσα καὶ πολλάκις γεγονυῖα, καὶ ἑωρακυῖα καὶ τὰ ἐνθάδε καὶ τὰ ἐν Ἅιδου καὶ πάντα χρήματα, οὐκ ἔστιν ὅτι οὐ μεμάθηκεν· ὥστε οὐδὲν θαυμαστὸν καὶ περὶ ἀρετῆς καὶ περὶ ἄλλων οἷόν τ’ εἶναι αὐτὴν ἀναμνησθῆναι, ἅ γε καὶ πρότερον ἠπίστατο».                                                                               (Πλάτωνος, Μένων 81c)

                                                          

          Ο Αριστοτέλης, λοιπόν, αν (ή εφόσον), πραγματικά πιστεύει ότι η ψυχή προϋπάρχει και  είναι κάτοχος γνώσεων, αλλά κατά την είσοδό της στο σώμα λησμονεί τα πάντα, θα στοχάσθηκε ότι  μέσω ερωτήσεων, ή διά του συνειρμού, μπορούν να ενεργοποιούνται ξανά γνώσεις που αυτή (η ψυχή) κατέχει. Έτσι δικαιολογείται πως ο άνθρωπος αποκτά τη γνώση για πράγματα που δεν αποτελούν  αντικείμενο αισθητηριακής αντίληψης.

          Η πιο πάνω θεωρία της ανάμνησης, έγινε σημείο εκκίνησης στη Δυτική φιλοσοφία για ενδελεχή μελέτη του ζητήματος της ανεξάρτητης από την εμπειρία γνώσης, της a priori γνώσης, την οποίαν ο μεγάλος  φιλόσοφος από το Καίνισμπεργκ, ο  Immanuel Kant (1724 – 1804), σημαντικά προήγαγε.

 

       Βέβαια, και η ίδια η αίσθηση πραγματεύεται το καθόλου, δηλ. συλλαμβάνει τον καθολικό χαρακτήρα του αντικειμένου της, μολονότι δεν διαχωρίζει το “καθόλου” από την “επί μέρους” εκδήλωση του.        (“Αναλυτικά ύστερα” 87b 28, 100a 17). Ο Αριστοτέλης, ενώ αρχικά θεωρεί την Επαγωγήδιαδικασία όχι Συμπερασμού αλλά άμεσης εποπτείας, σύντομα οδηγείται να την αναγνωρίσει και ως Συμπερασματική.

       Ωστόσο, η “Απαγωγή”, σταθερά,  παραμένει ν’ αντιστοιχεί στην αναλυτική μέθοδο, όπως είναι αυτή των Μαθηματικών, διότι ο μαθηματικός, προκειμένου να αποδείξει ένα θεώρημα, καταπιάνεται πρώτα από ένα άλλο θεώρημα, που αποδεικνύεται ευκολότερα και το οποίον  ανάγεται σε κάποια πρώτη αρχή, προκείμενη, ή  αξίωμα, όπως θα έλεγε ο Ευκλείδης.  

 

 

 

 

2.2) Οι Αισθήσεις στον Αριστοτέλη     

 

       Η Αίσθηση είναι η ικανότητα με την οποίαν αντιλαμβανόμαστε την επενδεδυμένη με ύλη ουσία, και είναι η μία από της τέσσερις κύριες λειτουργίες της ψυχής, που είχε αναγνωρίσει αρχικά ο Αριστοτέλης. Οι άλλες τρείς είναι η θρέψη, η κίνηση και η σκέψη…..

       Η σκέψη είναι εντελώς ανεξάρτητη από το σώμα, οι άλλες όχι, και δι’ αυτής (δηλ. της σκέψης ή  νόησης) συλλαμβάνουμε την έννοια της ουσίας.    Βλ. κεφ. 6 κ 7                                                  

 

       Την Αίσθηση ενός πράγματος, ο Αριστοτέλης εννοεί ως πραγμάτωση ενός δυνάμει, της προόδου ενός πράγματος προς τον εαυτόν του και την εντελέχεια”, αυτό που στα “Φυσικά” ονομάζειτελείωση”. 

       Η εντελέχεια της αντίληψης συνιστά ταυτόχρονα και εντελέχεια του αντικειμένου. Με την αίσθηση, ως διακριτική ικανότητα, με συνεχή εξέλιξη, οδηγούμαστε στα ανώτατα γνωστικά ενεργήματα.

       Το αισθητήριο όργανο δεν αντιλαμβάνεται την ύλη των αντικειμένων, αλλά την (επενδεδυμένη με ύλη) μορφή αυτών. Τα πέντε αισθητήρια όργανα μεταδίδουν τις, από τον έξω κόσμο, εντυπώσεις που λαμβάνουν σε κεντρικό όργανο που βρίσκεται στην καρδιά, το οποίον διαμορφώνει την καθολική εικόνα του αντικειμένου - αισθησιακή αντίληψη (βλ. και πιο κάτω), η οποία είναι υποκειμενική. Ο Αριστοτέλης ερευνά και αναλύει  διάφορες λειτουργίες του νου προερχόμενες από τις αισθήσεις…..

       Πρώτο αισθητικό,  η αντίληψη των κοινών αισθητών – κοινή αίσθηση” (sensus communis), την οποίαν αντιλαμβάνεται, όχι σαν μια αίσθηση πέραν των γνωστών πέντε, αλλά ως μια ενιαία ικανότητα - κοινή φύση και των πέντε αισθήσεων, η οποία δρα με τρόπο μη εξειδικευμένο.

       Κάτι σαν παραπροϊόν της “αίσθησης” είναι η φαντασία”, η οποία συνήθως λειτουργεί σαν χαθεί το αισθητό αντικείμενο, από την οποίαν (“φαντασία”) προκύπτουν η μνήμη και η ανάμνηση. Παραπροϊόν της “φαντασίας” είναι τα όνειρα”, στην θεωρία των οποίων αναφέρει την κατά τον ύπνο μαντική, όπου ο Αριστοτέλης ισορροπεί  μεταξύ ευπιστίας και σκεπτικισμού, ενώ ο Επίκουρος την (μαντική) απορρίπτει τελείως.

      Τις “αισθήσεις” ο Αριστοτέλης εννοεί και με ευρύτερη έννοια, π.χ. με την όραση (ως αντίληψη) αντιλαμβανόμαστε και πράγματα που δεν βλέπουμε, όπως το σκοτάδι. Πάντως, δεν μένει απόλυτα συνεπής στην ιδέα της αίσθησης ως καθαρά νοητικής λειτουργίας χωρίς σύνδεση με φυσικά πράγματα, διότι, συνεχίζοντας, περιγράφει την αντίληψη ως διαδικασία κατά την οποίαν τα ανόμοια γίνονται όμοια και το αισθητήριο όργανο εξομοιώνεται με το αντικείμενο    λ. και κεφ. 6  Ψυχή - Νους).

       Διαιρεί τα αντικείμενα της αντίληψης σε τρείς κατηγορίες: Στα αισθητά καθαυτά, τα  ιδιαίτερα σε κάθε αίσθηση, στα  κοινά σε όλες τις αισθήσεις, και στα αισθητά κατά συμβεβηκός,  συνακόλουθα ενός ιδιαίτερου αισθητού.

       Ο Αριστοτέλης, μελετώντας την φύση και  τον πιο πάνω αποδεικτικό νόμο της αντίφασης, κατέληξε να οδηγηθεί και σε θέσεις, που ξεφεύγουν από αυτές της απόλυτης αισθησιαρχίας, δηλ. ενός υποκειμενικού  ιδεαλισμού.  Έτσι, οδηγημένος από επαγωγικές διερευνήσεις της αισθητής πραγματικότητας, αποδέχεται ότι η αισθητηριακή αντίληψη, όταν δεν περιέχει συνειρμό και ερμηνεία (και δεν μεσολαβεί παθολογική διατάραξη), είναι αλάθητη, πάντως, συνιστά μια έμμεση γνώση της ουσίας, θέση, που μπορεί να χαρακτηριστεί “ιδεοκρατικός ιδεαλισμός”……

       Και ο Πλάτων, στα έργα της γεροντικής του ηλικίας: «Τίμαιο» και «Νόμους», είχε στρέψει την προσοχή του στον αισθητό κόσμο. Στη σύγχρονη εποχή, η  Φαινομενολογία του Edmund Husserl (1859 –1938).

       Διότι, πρωτίστης σημασίας ζήτημα είναι το: «Σώζειν τα φαινόμενα»!, που σημαίνει ότι προέχει να εξηγηθούν τα (εμπειρικά) δεδομένα του αισθητού κόσμου. Την αρχή: «Σώζειν τα φαινόμενα» εφάρμοσε στη πράξη ο αστρονόμος Κλαύδιος Πτολεμαίος (100-170 μ.Χ.), για να αιτιολογήσει το αστρονομικό του μοντέλο των έκκεντρων κύκλων και επικύκλων στο  μνημειώδες έργο του: Η Μεγίστη ή Μαθηματική Σύνταξις, ή όπως σώθηκε στα αραβικά Αλμαγέστη.

 

       Για τον Αριστοτέλη, πάντως, η γνώση για ένα πράγμα που προκύπτει με αυτόν τον τρόπο, δηλ. με επαγωγική μεθοδική αρχή, είναι πάθος του υποκειμένου, ξέχωρο από την ίδια τη γνώση, είναι άρα μια υποκειμενική αντίληψη, όπως σημειώσαμε και πιο πάνω……

 

 

2.3) Ο Επικούρειος “Κανόνας”

 

Εισαγωγικά, τρία χωρία από την Επιστολή προς Ηρόδοτο (Επ.Η, 37, 38, 36):

 

      1) «……Πρώτα Ηρόδοτε, πρέπει να αντιληφθούμε τις έννοιες που συνδέονται με τις λέξεις, ώστε, ανάγοντας σ’ αυτές τις έννοιες τις γνώμες, ή τα προβλήματα της έρευνας ή της σκέψης, να μπορούμε να κρίνουμε και να μην μένουν όλα τα πράγματα αβέβαια για ‘μας και να χανόμαστε σε ατέρμονες ερμηνείες, ή να χρησιμοποιούμε λέξεις κενές νοήματος……».

       «Πρῶτον μὲν οὖν τὰ ὑποτεταγμένα τοῖς φθόγγοις, ὦ Ἡρόδοτε, δεῖ εἰληφέναι, ὅπως ἂν τὰ δοξαζόμενα ἢ ζητούμενα ἢ ἀπορούμενα ἔχωμεν εἰς ταῦτα ἀναγαγόντες ἐπικρίνειν, καὶ μὴ ἄκριτα πάντα ἡμῖν < ᾖ > εἰς ἄπειρον ἀποδεικνύουσιν ἢ κενοὺς φθόγγους ἔχωμεν».                                                                                                                                               (Επ.Η, 37)

        2) «Για το λόγο αυτό είναι αναγκαίο η αρχική νοητική εικόνα που συνδέεται με την κάθε λέξη να είναι φανερή και να μην χρειάζεται καθόλου απόδειξη, εάν βέβαια θέλουμε να έχουμε κάποιο κριτήριο στο οποίο να μπορούμε να ανάγουμε το αντικείμενο της έρευνας ή το θέμα της σκέψης ή τον σχηματισμό της γνώμης».

      «Ανάγκη γὰρ τὸ πρῶτον ἐννόημα καθ' ἕκαστον φθόγγον βλέπεσθαι, καὶ μηθὲν ἀποδείξεως προσδεῖσθαι, εἴπερ ἕξομεν τὸ ζητούμενον ἢ ἀπορούμενον καὶ δοξαζόμενον ἐφ' ὃ ἀνάξομεν».                                                               (Επ.Η, 38)

      3)  «…….το πιο βασικό γνώρισμα σε κάθε ακριβή γνώση είναι η ικανότητα να κάνει ταχεία χρήση της παρατήρησης και της κατανόησης και αυτό μπορεί να γίνεται εάν όλα μπορούν να αναχθούν σε στοιχειώδεις αρχές και τύπους».

                        «….. ἐπεὶ καὶ τοῦ τετελεσιουργημένου τοῦτο κυριώτατον τοῦ παντὸς ἀκριβώματος γίνεται, τὸ ταῖς ἐπιβολαῖς ὀξέως δύνασθαι χρῆσθαι, καὶ < τοῦτο γίνοιτ’ ἂν ἇπάντων > πρὸς ἁπλᾶ στοιχειώματα καὶ φωνὰς συναγομένων».                                                                                                                                                                   

                                                                                                                                                                                                                   (Επ.Η, 36)

       Με αυτές τις κατευθυντήριες θέσεις, στην Επικούρεια φιλοσοφία, οικοδομείται ολόκληρο το γνωσιολογικό της σύστημα, που ονομάζεται «Κανονικόν», ή «Κανών»….. Κάθε θεωρία, ή κοσμοαντίληψη, εξάγει ασφαλή συμπεράσματα για τον άνθρωπο, μόνο στον βαθμό που χρησιμοποιεί τον Επικούρειο Κανόνα.  Ένα κανόνα χωρίς εξαιρέσεις!

       Και βέβαια, πρώτιστο ζήτημα το ξεκαθάρισμα των εννοιών των λέξεων, ειδάλλως η παρανόηση είναι αναπόφευκτη…..

            Φερ’ ειπείν, μπορεί να εκλάβουμε ότι η φυσική, η αρετή, η ηδονή, η ευδαιμονία και άλλες έννοιες έχουν  στον Επίκουρο, όπως περίπου στον Αριστοτέλη, ενώ στην πραγματικότητα έχουν έως και τελείως διαφορετικές σημασίες στον καθένα τους….. Κι’ ο Επίκουρος θα θεωρηθεί “αντιγραφέας”, όντας μεταγενέστερος του Αριστοτέλη.  

 

      Ο «Επικούρειος Κανόνας» μας διδάσκει τα κριτήρια, δηλ. του κανόνες τους οποίους πρέπει να ακολουθεί η γνώση, για να είναι ορθή. Συγκροτεί μεθοδολογία επιστημονικής έρευνας, που στοχεύει στη συναγωγή γνώσεων και συμπερασμάτων. Με εξαιρετικά αποτελέσματα εφαρμόζεται στην έρευνα φυσικών φαινομένων. Και αυτή η χρησιμότητα είναι καίρια στον Επικουρισμό, γιατί ο Επίκουρος πίστευε ότι χωρίς την επιστημονική γνώση της Φύσης, δεν είναι δυνατόν να απαλλαγεί ο  άνθρωπος από το φόβο των θεών, από την διαταραχή που ασκούν στην ψυχή του οι δεισιδαιμονίες και ο φόβος του θανάτου, ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός της φιλοσοφίας του, που δεν ήταν άλλος παρά η ανθρώπινη ευδαιμονία. 

     Η μέθοδος του “Κανόνα” είναι - κατά βάσιν - μια  Επαγωγική” λογική (Inductive logic)  δηλ. πηγαίνει “από το μερικό στο γενικό”, ή, “από κάτω προς τα πάνω” (botton – up logic),  και βασίζεται στην παρατήρηση με τις αισθήσεις. Ενδεχομένως, χρησιμοποιείται και η βοήθεια της “αναλογίας” ως προς παρόμοια φαινόμενα των οποίων καλώς γνωρίζομε τις αιτίες.

 

          Όπως είδαμε πιο πάνω, η  Αριστοτέλεια λογική είναι, κυρίως και εξ αντιθέτου, “παραγωγική ή απαγωγική (Deductive logic,  top – down logic),  στηρίζεται σε “καθολικές αρχές”, ξεκινά από δεδομένες αρχικές έννοιες - “θέσεις / προκείμενες”.  Πάντως, ο Αριστοτέλης στις φυσικές του έρευνες, εκτιμά δεόντως και την “επαγωγική” διαδικασία, ενώ και στις δύο ως περιπτώσεις, “απαγωγική” και  “επαγωγική ” προϋποθέτει και την (επ)“ενέργεια της νοήσεως”».

 

    Ο Επικούρειος “Κανόνας” περιλαμβάνει:

    1. Τις δύο βασικές αρχές. 

    2. Τα τέσσερα κριτήρια αλήθειας:  Αισθήσεις – προλήψεις – πάθη – φανταστικές επιβολές της διανοίας.

    3. Την μεθοδολογία της επιμαρτύρησης ή αντιμαρτύρησης, και

    4. Την αποδοχή περισσότερων της μιας θεωριών.

 

1. Οι Δύο βασικές αρχές (ή αξιώματα):

- Η Αρχή διατηρήσεως της ύλης:

                 «Πρῶτον μὲν ὅτι οὐδὲν γίνεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος»  (Επ. προς Ηρόδοτο, 38)

             - Η Αρχή της αναλογίας: Αν όλα τα γνωστά επιμέρους στοιχεία δύο σωμάτων είναι  όμοια,

              τότε θα είναι όμοια και τα άγνωστα στοιχεία τους.          

               

              2. Τα  Τέσσερα κριτήρια της αλήθειας:

       Αισθήσεις – προλήψεις – πάθη – φανταστικές επιβολές της διανοίας.  

Από την επιστολή προς Ηρόδοτο (Επ.Η, 38):

           «Και επιπλέον πρέπει οπωσδήποτε να κάνουμε τις έρευνες μας σύμφωνα με τις αισθήσεις μας και συγκεκριμένα σύμφωνα με τις άμεσες παραστάσεις που μας δίνουν είτε ο νους (επιβολές της διανοίας) είτε οποιοδήποτε άλλο από τα κριτήρια, καθώς επίσης και σύμφωνα με τα συναισθήματα που υπάρχουν μέσα μας, ώστε να μπορούμε με τη βοήθειά τους να βγάζουμε συμπεράσματα γι’ αυτά που προσμένουν επιβεβαίωση και γι’ αυτά που είναι αφανή»

               «Ἔτι τε κατὰ τὰς αἰσθήσεις δεῖ πάντα τηρεῖν καὶ ἁπλῶς <κατὰ> τὰς παρούσας ἐπιβολὰς εἴτε διανοίας εἴθ' ὅτου δήποτε τῶν κριτηρίων, ὁμοίως δὲ <κατά> τὰ ὑπάρχοντα πάθη, ὅπως ἂν καὶ τὸ προσμένον καὶ τὸ ἄδηλον ἔχωμεν οἷς σημειωσόμεθα».                                                                                                                                                               (Επ.Η, 38)

   

- Οι αισθήσεις 

      Στην Επικούρεια Ηθική, οι αισθήσεις μπορούν να θεωρηθούν ως  φορείς της ζωής, αφού θάνατος είναι η  στέρηση των αισθήσεων (Προς  Μενοικέα, 124)……

    «……ἐπεὶ πᾶν ἀγαθὸν καὶ κακὸν ἐν αἰσθήσει· στέρησις δέ ἐστιν αἰσθήσεως ὁ θάνατος….».                                                                     

                                                                                                                                                          

       Από τις «Κύριες Δόξες» (23 και 24):

      «Αν αντιμάχεσαι όλες τις αισθήσεις, δεν θα έχεις ούτε εκείνες στις οποίες (στηριζόμενος) θα κρίνεις ότι διαψεύσθηκες σε κάτι, κάνοντας την αναγωγή».

      «Εἴ μάχῃ πάσαις ταῖς αἰσθήσεσιν, οὐχ ἕξεις οὐδ' ἃς ἂν φῇς αὐτῶν διεψεῦσθαι πρὸς τί ποιούμενος τὴν ἀναγωγὴν κρίνῃς».                                                                                                                                                                               (Κ.Δ. 23)

      «Αν απορρίπτεις γενικά την αίσθηση και δεν διαχωρίσεις την γνώμη για κάτι, που περιμένει επιβεβαίωση από αυτό που είναι ήδη παρόν (και επομένως αισθητό) στην αίσθηση, στα πάθη, και στην κάθε φανταστική επιβολή της διανοίας, θα συνταράξεις και τις υπόλοιπες αισθήσεις με μια λάθος γνώμη, έτσι ώστε θα οδηγηθείς να απορρίψεις κάθε κριτήριο.

        Εάν θεωρήσεις βέβαιο και κάθε τι που περιμένει επαλήθευση πάνω στις υποκειμενικές έννοιες και αυτό που δεν έχει την επιμαρτύρηση, δεν θα αποφύγεις την διάψευση, επειδή θα έχεις διατηρήσει κάθε αμφισβήτηση σε κάθε σου κρίση περί του ορθού ή του μη ορθού».

           «Εἴ τιν' ἐκβαλεῖς ἁπλῶς αἴσθησιν καὶ μὴ διαιρήσεις τὸ δοξαζόμενον κατὰ τὸ προσμένον καὶ τὸ παρὸν ἤδη κατὰ τὴν αἴσθησιν καὶ τὰ πάθη καὶ πᾶσαν φανταστικὴν ἐπιβολὴν τῆς διανοίας, συνταράξεις καὶ τὰς λοιπὰς αἰσθήσεις τῇ ματαίῳ δόξῃ, ὥστε τὸ κριτήριον ἅπαν ἐκβαλεῖς. εἰ δὲ βεβαιώσεις καὶ τὸ προσμένον ἅπαν ἐν ταῖς δοξαστικαῖς ἐννοίαις καὶ τὸ μὴ τὴν ἐπιμαρτύρησιν, οὐκ ἐκλείψεις τὸ διεψευσμένον· ὡς τετηρηκὼς ἔσῃ πᾶσαν ἀμφισβήτησιν κατὰ πᾶσαν κρίσιν τοῦ ὀρθῶς ἢ μὴ ὀρθῶς».                                                                           

                                                                                                                                                                                                                (Κ.Δ. 24)

Στην επιστολή προς Ηρόδοτο (50) διαβάζουμε: 

             «……. Και κάθε εικόνα που προσλαμβάνουμε με ενεργητική αντίληψη από μέρους του νου ή από μέρους των αισθήσεων, είτε πρόκειται για το σχήμα ή για τις ιδιότητες, αυτή η εικόνα είναι (εννοεί: αυτή η εικόνα  είναι η πραγματική, ως προς) το σχήμα ή οι ιδιότητες του στερεού αντικειμένου και παράγεται από την συνεχή επανάληψη της εικόνας ή του αποτυπώματος που έχει αφήσει.……..

    Το σφάλμα ή η πλάνη βρίσκεται πάντοτε στην προσθήκη της γνώμης σε σχέση με αυτό που προσμένει είτε επιβεβαίωση είτε μη διάψευση. Το σφάλμα ή η πλάνη βρίσκεται πάντοτε στην προσθήκη της γνώμης σε σχέση με αυτό που προσμένει είτε επιβεβαίωση είτε μη διάψευση, και ύστερα δεν επιβεβαιώνεται ή διαψεύδεται……».

       «…… Καὶ ἣν ἂν λάβωμεν φαντασίαν ἐπιβλητικῶς τῇ διανοίᾳ ἢ τοῖς αἰσθητηρίοις εἴτε μορφῆς εἴτε συμβεβηκότων, μορφή ἐστιν αὕτη τοῦ στερεμνίου, γινομένη κατὰ τὸ ἑξῆς πύκνωμα ἢ ἐγκατάλειμμα τοῦ εἰδώλου· τὸ δὲ ψεῦδος καὶ τὸ διημαρτημένον ἐν τῷ προσδοξαζομένῳ ἀεί ἐστιν <ἐπὶ τοῦ προσμένοντος> ἐπιμαρτυρηθήσεσθαι ἢ μὴ ἀντιμαρτυρηθήσεσθαι, εἶτ' οὐκ ἐπιμαρτυρουμένου <ἢ ἀντιμαρτυρουμένου>…..».

        

       Η αντίληψη, λοιπόν, που αποκτούμε για τα πράγματα, μέσω των αισθητηρίων οργάνων μας, δηλ. η εικόνα που μας δίνουν οι  αισθήσεις (μετά το φιλτράρισμα τους στην νόηση) - σε σχέση με την ανθρώπινη υπόσταση - αυτή είναι και η ουσία των πραγμάτων.

       ……. Η ιδεαλιστική φιλοσοφία, από τον Ηράκλειτο, έως τον Πυθαγόρα, τον Παρμενίδη, τον Πλάτωνα (ο οποίος έφτασε μέχρι του σημείου να θεωρεί τα επίγεια σαν ξεπεσμό και άτεχνη απομίμηση αντίστοιχων ουράνιων Ιδεών) και τον Αριστοτέλη, θεωρούν ότι οι αισθήσεις  ξεγελούν τον άνθρωπο, άρα, δεν μπορούμε να βασιζόμαστε σ’ αυτές.

        Και σ’ αυτή την άποψη, όπως δεν θα περίμενε ίσως κανείς, συμφώνησε και ο υλιστής Δημόκριτος…..

 

       Την εγκυρότητα των αισθήσεων, ο Επίκουρος υποστήριξε ανεπιφύλακτα και μετ’ επιτάσεως, μάλιστα σε σφοδρή αντιπαράθεση με τις άλλες φιλοσοφικές σχολές. Και δεν υπάρχει σφάλμα στις αισθήσεις…..  μηδέποτε ψευδομένης της αισθήσεως…”  (Σέξτος Εμπειρικός “Προς λογικούς” Β΄ 185), παρεκτός αν δημιουργηθεί μέσα μας, κατά την νοητική ενεργητική επεξεργασία των εικόνων, και έτσι δημιουργηθεί πλάνη, αν δεν υπάρξει επιβεβαίωση ή διάψευση.

 

        «Ο Καρλ Μαρξ και ο Λένιν, ως προς το πρόβλημα της γενέσεως της γνώσεως απεδέχθησαν άνευ της παραμικράς τροποποιήσεως τας διδασκαλίας του Επικούρου. Ας σημειωθεί και ότι, ως προς την εκτίμησιν της γνωσιολογικής αξίας των δεδομένων των αισθήσεων, διαφωνεί ο Επίκουρος προς τον Δημόκριτον, όστις είχε τονίσει τον υποκειμενικόν χαρακτήρα ωρισμένων αισθησιακών δεδομένων».

(Κ. Δ. ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ: Ιστορία της Ελ. Φιλοσοφίας, σελ. 426-427)

 

- Οι προλήψεις:

         Οι προλήψεις (όρος που εισήχθη στη φιλοσοφική ορολογία, το πρώτον, από τον Επίκουρο) είναι έννοιες αποθηκευμένες στου νου, προερχόμενες από επανειλημμένες αισθητηριακές αντιλήψεις… «μνήμην του πολλάκις έξωθεν φανέντος…»        (Δ.Λ. Χ, 31)

 

- Τα πάθη:  Είναι τα συναισθήματα: Πόνος - Ηδονή……(Βλ. κεφ. 9.10)

 

- Οι φανταστικές επιβολές της διανοίας:

       Είναι διορατικές συλλήψεις του νου, χωρίς αισθητηριακή παρεμβολή – διαμεσολάβηση, είτε εστιάσεις του νου σε νοητικές εικόνες. Συμβαίνει, όταν λεπτοφυή είδωλα ατόμων αδυνατούν να παραληφθούν από τις αισθήσεις μας, και τα αντιλαμβάνεται μόνον ο νους (κι’ αυτό δύσκολα, στον ύπνο ευκολότερα), ενεργώντας σαν αισθητήριο όργανο.

      Η φανταστική επιβολή της διανοίας μπορεί να θεωρηθεί ως διανοητική ενόραση, δια της οποίας αποκτούμε αντίληψη πραγμάτων-όντων κειμένων πέραν των ορίων της εποπτείας.

Από την επιστολή προς Ηρόδοτο (Επ.Η, 51):

       «Διότι και η ομοιότητα μεταξύ των πραγμάτων που υπάρχουν, και τα οποία ονομάζουμε πραγματικά, και των εικόνων που λαμβάνουμε ως ομοιώματα των πραγμάτων και παράγονται είτε στο ύπνο είτε μέσω κάποιων άλλων πράξεων αντίληψης από μέρους του νου ή των άλλων κριτηρίων, δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει, εκτός αν υπήρχαν κάποιες εκπομπές με αυτή τη φύση που πραγματικά να έρχονται σε επαφή με τις αισθήσεις μας.

        Και δεν θα υπήρχε σφάλμα, εκτός εάν και κάποιο άλλο είδος κίνησης δημιουργείτο μέσα μας, συνδεδεμένο στενά με την νοητική ενεργητική αντίληψη των εικόνων, αλλά που διαφέρει από αυτήν. Και αυτό [που συνδέεται με την ενεργητική αντίληψη, αλλά διαφέρει από αυτήν] εάν δεν επιβεβαιώνεται ή διαψεύδεται, δημιουργεί την πλάνη, αλλά εάν επιβεβαιώνεται, ή δεν διαψεύδεται, είναι το αληθές».

               «Ἥ τε γὰρ ὁμοιότης τῶν φαντασμῶν οἱον εἰ ἐν εἰκόνι λαμβανομένων ἢ καθ' ὕπνους γινομένων ἢ κατ' ἄλλας τινὰς ἐπιβολὰς τῆς διανοίας ἢ τῶν λοιπῶν κριτηρίων οὐκ ἄν ποτε ὑπῆρχε τοῖς οὖσί τε καὶ ἀληθέσι προσαγορευομένοις, εἰ μὴ ἦν τινα καὶ τοιαῦτα προσβαλλόμενα· τὸ δὲ διημαρτημένον οὐκ ἂν ὑπῆρχεν εἰ μὴ ἐλαμβάνομεν καὶ ἄλλην τινὰ κίνησιν ἐν ἡμῖν αὐτοῖς συνημμένην μὲν <τῇ φανταστικῇ ἐπιβολῇ,> διάληψιν δὲ ἔχουσαν· κατὰ δὲ ταύτην [τὴν συνημμένην τῇ φανταστικῇ ἐπιβολῇ, διάληψιν δὲ ἔχουσαν], ἐὰν μὲν μὴ ἐπιμαρτυρηθῇ ἢ ἀντιμαρτυρηθῇ, τὸ ψεῦδος γίνεται· ἐὰν δὲ ἐπιμαρτυρηθῇ ἢ μὴ ἀντιμαρτυρηθῇ, τὸ ἀληθές».                                                                                                     (ΕπΗ, 51)

                                                                                         

         Επικούρειοι δάσκαλοι του 1ου π.Χ. αι. περιγράφουν τις περιπτώσεις όπου φαινόμενο, ως ένδειξη ενός αδήλου  πράγματος (δηλ. αντικειμένου έξω της εμπειρίας) και όχι ως το πραγματικό είδωλο του, συν-εδρεύει σταθερά στο νου (“συνεδρεύον αχωρίστως”). Ερευνούν (και αντιπαρατίθενται με τους Στωικούς) Ζήνων ο Σιδώνιος, με μεθοδολογία αναλογική και επαγωγικούς συλλογισμούς, καθώς και (ο μαθητής του) Φιλόδημος ο Γαδαρηνός, στο σύγγραμμά του Περί σημείων)”, μεταχειριζόμενος το «κριτήριο της αδιανοησίας»…..   «Κάτι που στερείται κάθε ομοιότητας με το φαινόμενο είναι αδιανόητο»   (Φιλόδημος)

                     Η  “Περί σημείων” θεωρία -υπόθεση θα αποδειχθεί γόνιμη, μάλιστα στη νεώτερη φιλοσοφική έρευνα δημιούργησε, ως κλάδο της, την «Σημειωτική ή Σημειολογία».                      

 

3. Η Μεθοδολογία της επιμαρτύρησης ή της αντιμαρτύρησης:

        Συνιστά εμπειρική μέθοδο,  απαραίτητη προϋπόθεση, στον έλεγχο και για την αποδοχή (ή την απόρριψη) κάθε πρότασης…. «ἂν μὲν γὰρ ἐπιμαρτυρῆται ἢ μὴ ἀντιμαρτυρῆται, ἀληθῆ εἶναι· ἐὰν δὲ μὴ ἐπιμαρτυρῆται ἢ ἀντιμαρτυρῆται, ψευδῆ τυγχάνειν».                                                             (Δ.Λ. Χ, 34)

      

4. Η Αποδοχή περισσότερων της μιας θεωριών:

       «Ενδέχεται πλεοναχώς γενέσθαι».                                     (Επ. προς Πυθοκλή, 87)

       Η άποψη αναφέρεται στη δυνατότητα ερμηνείας φαινομένων και με διαφορετικούς τρόπους εάν δεν διαπιστώνεται “αντιμαρτύρησις”. Και συμφωνεί με την τυχαιότητα, την απροσδιοριστία,  καταστάσεις που έχουν μελετηθεί από τον Επίκουρο, συσταίνει δε λογική “πλειότιμη”, σχετιζόμενη με τη σύγχρονη θεωρία του «Επιστημολογικού  πλουραλισμού».

Ο Επίκουρος στις επιστολές του προς Ηρόδοτο (80) και Πυθοκλή (86-87, 98, 99, 113): 

α) «Έτσι, πρέπει να εξετάζουμε με προσοχή με πόσους τρόπους ένα παρόμοιο φαινόμενο εμφανίζεται στη γη, όταν ερευνούμε με τη λογική τις αιτίες των ουρανίων φαινομένων και όλων αυτών που είναι πέραν από την ικανότητα των αισθήσεων».                                                                                                    (Επ.Η, 80)

β)  «….. Και ούτε πρέπει να προσπαθούμε να επιβάλλουμε με τη βία μια απίθανη θεωρία, ούτε να επιζητούμε η θεωρία κάποιων φαινομένων να είναι σε όλα όμοια  άλλων περιπτώσεων που επιδέχονται μία και μοναδική εξήγηση σύμφωνη με τα φαινόμενα, όπως για παράδειγμα είναι ότι το σύμπαν αποτελείται από σώματα και από ανέγγιχτη φύση. Μοναδική εξήγηση δεν μπορούμε να δώσουμε για τα ουράνια φαινόμενα, που επιδέχονται πολλαπλές αιτιολογήσεις ως προς τη γένεση τους και πολλαπλές αιτίες ως προς την φύση τους, που όμως είναι όλες σύμφωνες με τις αισθήσεις.

      Διότι δεν πρέπει να μελετούμε τη φύση σύμφωνα με κενές υποθέσεις και αυθαίρετους νόμους, αλλά σύμφωνα με αυτά που απαιτούν τα φαινόμενα. Επειδή η ζωή μας δεν έχει ανάγκη τώρα από παραλογισμούς και κενές δοξασίες, αλλά από το να ζούμε χωρίς ταραχή.

       Τα πάντα, λοιπόν, διατηρούνται ακλόνητα ακόμα και σε διεργασίες που ερμηνεύονται με πολλούς τρόπους, αρκεί να επισυμβαίνουν σε αρμονία με τα φαινόμενα και βέβαια να αποδεχόμαστε, όπως επιβάλλεται, τις πειστικές ερμηνείες τους.

       Όταν όμως κάποιος αποδέχεται μια ερμηνεία και απορρίπτει μιαν άλλη, που εξ ίσου είναι σύμφωνη με τα φαινόμενα, τότε είναι φανερό πως καταλείπει τη φυσιολογία και κατρακυλά στο μύθο …… (Επ.Π, 86-87)

γ)   «….. Όμως αυτοί που δέχονται μια μόνn εξήγηση, και μάχονται ενάντια στη μαρτυρία των φαινομένων, έχουν υποπέσει σε λάθη σχετικά με την δυνατότητα του ανθρώπου να επιτύχει την γνώση».     (Επ.Π, 98)

δ) «…. Αλλά σε ποιές περιπτώσεις οφείλονται στη μια αιτία ή στην άλλην δεν είναι δυνατόν να το γνωρίζουμε».

«….ἐπὶ δὲ ποίοις παρὰ τοῦτο ἢ τοῦτο τὸ αἴτιον γίνεται οὐκ ἔστι συνιδεῖν»                                            (Επ.Π, 99)

ε) «…. Αλλά το να αποδίδει κανείς μια μοναδική αιτία σε αυτά τα φαινόμενα, ενώ αυτά τα φαινόμενα απαιτούν πολλές αιτίες, είναι παραφροσύνη, και γίνεται εντελώς λανθασμένα από άτομα που είναι οπαδοί των ανόητων αντιλήψεων της αστρολογίας, με την οποίαν δίνουν μάταιες ερμηνείες για τις αιτίες μερικών φαινομένων, και διαρκώς δεν απαλλάσσουν καθόλου την θεία φύση από το βάρος της ευθύνης της»

       «…… Τὸ δὲ μίαν αἰτίαν τούτων ἀποδιδόναι, πλεοναχῶς τῶν φαινομένων ἐκκαλουμένων, μανικὸν καὶ οὐ καθηκότως πραττόμενον ὑπὸ τῶν τὴν ματαίαν ἀστρολογίαν ἐζηλωκότων καὶ εἰς τὸ κενὸν αἰτίας τινῶν ἀποδιδόντων, ὅταν τὴν θείαν φύσιν μηθαμῇ λειτουργιῶν ἀπολύωσι».                                                                                                                (Επ.Π, 113)

               

ΕΝΑΡΓΕΙΑ - ΕΠΑΙΣΘΗΣΗ - ΕΠΙΛΟΓΙΣΜΟΣ:

        Για τη νοητική επεξεργασία των προσλαμβανόμενων από τις αισθήσεις πληροφοριών, ο Επίκουρος -πρώτος- έθεσε το πρόβλημα της ενάργειας, την οποίαν όρισε ως σαφήνεια και ευκρίνεια της σκέψης.

         Η ενάργεια έκτοτε κατατάσσεται μεταξύ των κυριότερων γνωσιολογικών προβλημάτων. Ο  Καρτέσιος τη θεώρησε χαρακτηριστικό της αληθείας, η φαινομενολογία του Χούσσερλ την προήγαγε.

        Μεταχειριζόταν και τον όρο «επαίσθηση» (Επ. προς Ηρόδοτο 52-53). Δι’ αυτής προκύπτει η  κατανόηση, δηλ. αποκτούμε την πραγματική γνώση του πράγματος (επιλογισμός)……Και με άλλους, πιο πολλούς, τρόπους αυτό μπορεί να γίνεται, αν κάποιος δύναται να  συλλογίζεται σύμφωνα με τα φαινόμενα…..  

        «Καὶ κατ' ἄλλους δὲ πλείονας τρόπους τοῦτο δυνατὸν συντελεῖσθαι, ἐάν τις δύνηται τὸ σύμφωνον τοῖς φαινομένοις συλλογίζεσθαι».                                                   (Επ. προς Πυθοκλή, 112)

 

        «Πρέπει να συλλογιζόμαστε (επιλογιζόμαστε) τον ουσιαστικό σκοπό της ζωής και όλη την πραγματική αλήθεια (ενάργεια), που πάνω της στηρίζουμε αυτά που νομίζουμε σωστά. Ειδάλλως, τα πάντα θα είναι γεμάτα από λαθεμένες κρίσεις και ταραχή».

       «…….. Τὸ ὑφεστηκὸς δεῖ τέλος ἐπιλογίζεσθαι καὶ πᾶσαν τὴν ἐνάργειαν, ἐφ' ἣν τὰ δοξαζόμενα ἀνάγομεν· εἰ δὲ μή, πάντα ἀκρισίας καὶ ταραχῆς έσται μεστά».                              (ΚΥΡΙΑΙ  ΔΟΞΑΙ  22)

 

 

Κεφ. 3)  Φυσική

 

3.1) Αριστοτέλους:  “Φυσική ακρόαση”

 

     Τα “Φυσικά/φυσική ακρόαση”, και μια σειρά Περί φύσεως, κ.ά., συγγραμμάτων,  πραγματεύονται την επιστήμη, δηλ. την θεωρητική γνώση της φύσης.

      Σε αυτά, ο Αριστοτέλης αναζητά αρχές και αίτια, από διάφορες σκοπιές.

       Προγενέστερα, οι Ελεάτες φιλόσοφοι, με κύριο εκπρόσωπο τον Παρμενίδη, τον γενάρχη της ιδεαλιστικής μεταφυσικής, είχαν διατυπώσει την άποψη ότι η μεταβολή δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση και ότι η πραγματικότητα είναι μία, αδιαίρετη, αμετάβλητη, δεν υπάρχει καν φύση.  Πρώτοι, βέβαια, Ίωνες φιλόσοφοι (η σχολή της Μιλήτου) είχαν μιλήσει για καθαρά φυσικές τις αρχές των όντων, μακριά από μυθολογικές-θεοκρατικές αντιλήψεις….. 

 

     Ο Αριστοτέλης διακρίνει μεταξύ των όντων, τα μεν να υπάρχουν “φύσει” (εκ φύσεως) και να υπόκεινται σε πολλών ειδών μεταβολές, τα δε από άλλες αιτίες, δηλ. από τη πρακτική και τη ποιητική (παραγωγική) ανθρώπινη δραστηριότητα. Εμφανής η διαφορά των μεν απ’ τα δε.

      Πασίγνωστη είναι και η πρόταση του, συμφωνώντας με κοινές αντιλήψεις:  «Η φύση τίποτα δεν κάνει μάτην».

     Στα έργα του Αριστοτέλη, η φύση παρουσιάζεται ως έμφυτη ορμή προς κίνηση (μεταβολή-αλλαγή)….. Κίνηση δε ο Σταγειρίτης εννοεί την κατά τόπο μετακίνηση, την αύξηση και τη φορά, γενικά την κάθε μεταβολή (αλλοίωση)….

      - «Τα φύσει όντα φαίνεται έχοντα εν εαυτοίς αρχήν κινήσεως και στάσεως».

                                                                                                                                               (“Μετά τα φυσικά” Α, 984a,21-24)

       -  «Τα, μεν γαρ φύσει όντα πάντα φαίνεται έχοντα εν εαυτοίς αρχήν κινήσεως και στάσεως, τα μεν κατά τόπον, τα δε κατ’ αύξησιν και φθίσιν, τα δε κατ’ αλλοίωσιν».                (“Φυσικά” Β  1-15)            

                                                                                                                                                                                                                                                                                           

       Είναι δε, η γένεση και φθορά των υλικών πραγμάτων, ακριβέστερα, η αιτία στη μεταβολή κάθε πράγματος (υποκειμένου), αυτό το οποίον μας υποχρεώνει να διερευνούμε….. δια τι τούτο συμβαίνει και τι το αίτιον…. Καθόσον το υποκείμενο, από μόνο του, δεν μπορεί να μεταβάλλει τον εαυτό του….. «Ου γαρ δη το γ’ υποκείμενον αυτό ποιεί μεταβάλλειν εαυτό».                                      (“Μετά τα φυσικά” Α, 984a,21-24)

                                                                                                                                                                                                                                                                                      

      Η Φυσική του Αριστοτέλη είναι, κατ’ ουσίαν, μια γενική περί κινήσεως πραγματεία. Ο όλος χαρακτήρας και οι αρχές της φυσικής επιστήμης στον Σταγειρίτη είναι εντελώς διαφορετικός από αυτόν στον Επίκουρο, καθώς βέβαια και στους σύγχρονους επιστήμονες, οι οποίοι μεταχειρίζονται στις έρευνες και στις μελέτες τους την παρατήρηση και το πείραμα και στοχεύουν στην κοινή χρησιμότητα - κοινή ωφέλεια της επιστήμης...   Ο Αριστοτέλης στην πράξη δεν τηρεί ούτε διάκριση Φυσικής και Μεταφυσικής…. Ας σημειωθεί ακόμα ότι και το κύριο σώμα των Φυσικών θα μπορούσε να είχε ενταχθεί στην Μεταφυσική, καθόσον δεν αποτελεί “επαγωγική” διερεύνηση του φυσικού νόμου, αλλά “απαγωγική”  ανάλυση πραγμάτων και καταστάσεων…..    Για την μεθοδολογία της “επαγωγής” και της αντιθέτου της “απαγωγής” βλ. κεφ. 2.     

 

      Η Φυσική, όπως είδαμε στην Αριστοτελική ταξινόμηση των Επιστημών (Γενικές Αρχές, κεφ.1.1)  κατατάσσεται στις “Θεωρητικές”, όπου σκοπός της γνώσης είναι η ίδια η γνώση. Εξ ορισμού δε η φυσική, ερευνά την μορφή και την ύλη των από την φύση τους ξεχωριστών και μεταβλητών πραγμάτων. Και, ως από τον ιδεαλιστικής προσέγγισης ορισμό της φυσικής, η πορεία που ακολουθεί η Αριστοτελική σκέψη στις έρευνες της επιστήμης αυτής ορίζεται από τα καθόλου προς τα καθέκαστα”, σημαίνει “απαγωγικά”, διότι, η θεώρηση περί των ιδίων (των μερικοτέρων), έρχεται ύστερα από εκείνην των κοινών (του γενικού).                             

        -  «Διό εκ των καθόλου επί τα καθέκαστα δει προϊέναι……Το δε καθόλου όλον τι εστί. Πολλά γαρ περιλαμβάνει ως μέρη το καθόλου»                                                                                      (“Φυσικά” 184 a 17-21)

        -   «Ύστερα γαρ η περί των ιδίων θεωρία της περί των κοινών εστί»                    (“Φυσικά” 200 b 25-26)

      Ο Αριστοτέλης απέρριπτε το χωρισμό των “αισθητών” από τις αντίστοιχες “Ιδέες”, θεωρώντας ότι οι τελευταίες ενυπάρχουν στα αισθητά αντικείμενα ως “Είδη”. (βλ. κεφ. 1.1)

      Επισημαίνει…. «τίποτα δεν γίνεται απλώς από το “μη ον”, αλλά και ούτε απλώς από το “ον”, αλλά γίνεται “κατά συμβεβηκός από το ον”».

      Διακρίνει δε δύο βαθμίδες του όντος: Την δυνάμει και την ενεργείαι.

      Η  Ύλη, για τον Σταγειρίτη, δεν υπάρχει ποτέ αμιγής, αλλά πάντα σε μια μορφή, και αυτό ισχύει επί των φυσικών πραγμάτων. Η ύλη πρέπει να υπάρχει, επειδή είναι αναγκαία για την πραγμάτωση της μορφής. Έτσι, πρώτιστο καθήκον του φυσικού είναι να δηλώσει την μορφή, τον ορισμό, ή τον σκοπό κάθε πράγματος που ερευνά, γιατί από αυτά θα συναχθεί - καθορισθεί η ύλη του. Κάθε πλήρης ορισμός θα συμπεριλαμβάνει και την ύλη και την μορφή.

      Αντίθετα με τα φυσικά όντα, τα υπερ-φυσικά όντα, που είναι ο Θεός, οι Νόες (κινούν τις ουράνιες σφαίρες, βλ. 8.1), ίσως ο ανθρώπινος λόγος (ποιητικός νους), πριν και μετά την συνένωση του μ’ ένα σώμα, έχουν μορφή αμιγή (απαλλαγμένη ύλης).

      Τα λεγόμενα Στοιχεία, δηλ. η φωτιά, ο αέρας, η γη, το νερό, τα «ριζώματα» της κοσμογονικής θεωρίας του Εμπεδοκλή, αποτελούν τις έσχατες μη αναλύσιμες οντότητες, τα αιώνια υλικά με τα οποία φτιάχνονται όλα τ' άλλα πράγματα δια συνδυασμών μεταξύ τους.

      Το επινοημένο 5ο στοιχείο ο αιθέρας, (πεμπτουσία στον Αριστοτέλη) δεν αφορά τη Φύση. Την Φύση ο Αριστοτέλης, όπως και ο Πλάτων, περιόριζε στην υποσελήνια περιοχή και τη γη, η οποία είναι  «κοιλάδα στεναγμών και δακρύων». Ο αιθέρας αφορά τις ουράνιες σφαίρες και τους πλανήτες κι απλανείς αστέρες. Είναι δε ύλη που δεν υπόκειται σε φθορά. Η αντίληψη περί υπάρξεως αιθέρα -φυτοζωώντας- επέζησε μέχρι τα τέλη του 19ου αι. Καταρρίφθηκε το 1887, με το πείραμα των Michelson – Morley. 

       Το πείραμα των Μάικελσον – Μόρλεϋ,  είχε σαν στόχο την εξακρίβωση αν,  και πως, ο αιθέρας συμβάλλει στη διάδοση του φωτός.  Όμως, έδειξε (ως ερμηνεύτηκε) την μη ύπαρξη αιθέρα στον κόσμο, αλλά την ύπαρξη μιας απόλυτης ταχύτητας του φωτός, πάντα ίδιας προς κάθε κατεύθυνση, η οποία δεν εξαρτάται από τον παρατηρητή, την οποίαν και μέτρησαν. Το αποτέλεσμα αυτού του πειράματος οδήγησε τον Αϊνστάιν, το  1905, στη διατύπωση της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας.

 

      Ο Αριστοτέλης (“Περί γενέσεως και φθοράς”) πιστεύει ότι τα 4 στοιχεία ενεργούν (διακρίνονται), όχι από το νείκος, αλλά από τη φιλία (Νείκος και φιλία είναι  φύσει πρότερα του θεού). Μάλιστα, τα στοιχεία είναι θεοί κι’ αυτά…..   «Τα γε στοιχεία διακρίνει ου το νείκος, αλλ’ η φιλία, τα φύσει πρότερα του θεού, θεοί και ταύτα».                                              

      Στον Εμπεδοκλή η διαδικασία του κοσμικού γίγνεσθαι, μια αιώνια κυκλική πορεία, συντελείται υπό την επίδραση δύο κοσμικών δυνάμεων, από τη φύση τους -επίσης- αγέννητων και αιώνιων (υπάρχουν πρότερα του θεού) δηλ. της φιλότητας (έλξης και συνένωσης) και του νείκους (έχθρας, διάσπασης και διάλυσης).

      Κανένα από τα 4 στοιχεία δεν είναι πρώτο, ωστόσο προϋποθέτουν ένα κοινό υποκείμενο, μια πρώτη ύλη, η οποία όμως δεν έχει χωριστή ύπαρξη. Όλα τα στοιχεία είναι άφθαρτα και μη παράγωγα, όμως εξ αιτίας της αδιάληπτης προσέγγισης και απομάκρυνσης του ήλιου, μεταβάλλονται διαρκώς κυκλικά εις άλληλα.

 

     Ως προς τη θεωρία κατά την οποίαν τα τέσσερα αυτά στοιχεία (φωτιά, αέρας, γη, νερό), αποτελούν και την «φύση των πραγμάτων» ο Αριστοτέλης, αρχικά, επιφυλάσσεται, πριν εξετάσει δύο βασικές απόψεις, οι οποίες έχουν υποστηριχθεί.  Λέει, λοιπόν:

      1) Ορισμένοι, την (φύση των πραγμάτων) ταυτίζουν με την ύλη….. “το πρώτον ενυπάρχον εκάστω, άμορφον καθαυτό”.  Έτσι:  Η φωτιά, ο αέρας, το νερό, και η γη, παρουσιάζονται ως η «φύση των πραγμάτων», δηλ. το αιώνιο υλικό, του οποίου όλα τα άλλα πράγματα αποτελούν παροδικές μεταβολές.

      2) Άλλοι πάλι την (φύση των πραγμάτων) ταυτίζουν με τη μορφή” τους, δηλ. με τον χαρακτήρα που αποκτούν όταν έχουν πλήρως αναπτυχθεί.

      Ο Αριστοτέλης κρίνει την δεύτερη άποψη πιο σωστή από την πρώτη, για τον λόγο ότι στην μεν πρώτη άποψη, δηλ. σ’ αυτή των τεσσάρων (πρώτων) στοιχείων χωρισμένων, το πράγμα υπάρχει “δυνάμει”, ενώ στην δεύτερη (δηλ. με τη μορφή)  υπάρχει  εν “ενεργείαι.  Είναι δε η φύση του πράγματος πληρέστερη στην εν “ενεργείαι καταστάσει, παρά στην εν “δυνάμει”…..

      ….. «Διότι κάθε πράγμα λέγεται ον, μάλλον όταν υπάρχει εντελεχείαι, παρά όταν υπάρχει δυνάμει»…..       

      «Έκαστον γαρ τότε λέγεται, όταν εντελεχείαι ή μάλλον, ή όταν δυνάμει».     (“Φυσικά” Β 193b 8-9)                                

      Ο όρος: Εντελέχεια, που συχνά συναντούμε στα έργα του του Αριστοτέλη, δηλώνει την μετάβαση της ύλης από την εν “δυνάμει” κατάσταση στην πραγματική της μορφή”, δια τουείδους”, το οποίον συνιστά την αιτία, άμα και το τέλος (κατάληξη -  σκοπό) των πραγμάτων.

      Επαναλαμβάνουμε, κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό: Η «φύση των πραγμάτων» εκφράζεται πιο σωστά με τη μορφή τους, δηλ. με τον χαρακτήρα που αποκτούν όταν τα πράγματα έχουν πλήρως αναπτυχθεί, έχοντας ξεφύγει από την κατάσταση του “δυνάμει”.  Διότι, στη κατάσταση όπου τα πράγματα έχουν μορφή, δηλ. έχουν περάσει (από το “δυνάμει”) στο εν “ενεργείαι”, εκεί η φύση του πράγματος είναι πληρέστερη.

 

3.2) Η Κίνηση στον Αριστοτέλη

 

       Η “Κίνηση”, ως είδαμε πιο πάνω, είναι μία από τις τέσσερις κύριες λειτουργίες…… Οι άλλες τρείς είναι: θρέψη, αίσθηση και σκέψη/νους.  Κίνηση είναι η πραγμάτωση του “δυνάμει”, η “του δυνάμει όντος εντελέχεια, ή τούτον”.  Δηλαδή, αν υπάρχει κάτι που είναι “ενεργείαι χ και “δυνάμει” ψ, κίνηση είναι η πραγμάτωση της κατάστασης ψ. Πρόκειται για το μεταβατικό στάδιο της μεταβολής μιας κατάστασης ενός υλικού σώματος  από δυναμική σε ενεργειακή. 

       Όπως είδαμε, η κίνηση (με την ευρεία έννοια που περιλαμβάνει κάθε μεταβολή) συνιστά θεμελιώδες γνώρισμα των φυσικών όντων, η δε Φυσική του Αριστοτέλη, δεν είναι παρά μια μελέτη περί της κινήσεως. Ο Αριστοτέλης, με την έννοια “κίνηση”, τα είδη και τα στοιχεία της κίνησης, ουσιαστικά εκφράζει - αποδίδει το “γίνεσθαι” των πραγμάτων, κάτι που δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τον Πλάτωνα, ο οποίος, κυρίως, ενδιαφέρθηκε για το είναι”. Υπάρχουν δε τρία είδη “κίνησης”, ενώ σε καθ’ ένα απ’ αυτά τα είδη κίνησης, ενυπάρχει η ζητούμενη “εναντίωση”. 

Τα τρία είδη κίνησης είναι:

        - Του ποιού (περιλαμβάνονται η γέννηση, η φθορά, η αλλοίωση κλπ.),

        - Του ποσού αύξηση, η ελάττωση μεγεθών κλπ.) και

        - Της κατά τόπον, που είναι η σημαντικότερη, καθότι εμπεριέχεται κι’ σε όλες τις άλλες. 

Στοιχεία που υπεισέρχονται στην κίνηση-μεταβολή είναι τέσσερα:

        - Το κινούν, 

        - το κινούμενον, 

        - ο χρόνος (εντός του οποίου επιτελείται η κίνηση), και

        - το εξ ου εις ο” (οι δύο “τόποι”, αρχικός και τελικός της κινήσεως).

Ως προς τις αιτίες της κίνησης:

      Εκ πρώτης όψεως, διαφαίνεται η επιθυμία και η πρακτική σκέψη. Ωστόσο, αφού η πρακτική σκέψη, βασικά, ενεργοποιείται μετά από επιθυμία, η επιθυμία (“όρεξις”), μόνη,  είναι αυτή που μας θέτει σε κίνηση, χωρίς η ίδια να κινείται.

      “….. Της μεν εσχάτης αιτίας του κινείσθαι ορέξεως ούσης….πρώτον δε πάντων το ορεκτόν, τούτο γαρ κινεί ου κινούμενον….”

       Στο ιδεολόγημα του Αριστοτέλη  περί πρώτου κινούντος , κινεί ου κινούμενον θα αναφερθούμε  στο κεφ. 7, όπου φυσικά φαινόμενα εξετάζει ως απόρροιες θεϊκής ενέργειας, επιθυμίας και αγάπης.

 

Στον άνθρωπο διακρίνονται δύο είδη επιθυμίας:

- Η βούληση ή έλλογη επιθυμία, που, προσβλέποντας στο μέλλον, επιθυμεί το αγαθό και

- Η όρεξη ή άλογη επιθυμία, που επιδιώκοντας την παρούσα ηδονή, επιθυμεί το φαινομενικά αγαθό.

        Επιθυμία και (σωματική) κίνηση είναι αποτελέσματα της αίσθησης, άρα οι πιο πάνω αναφερθείσες τέσσερις κύριες ικανότητες περιορίζονται σε τρεις: θρέψη, αίσθηση και σκέψη/νόηση.

      

3.3) Ο τόπος και ο χρόνος, στον Αριστοτέλη

 

      Η ύπαρξη τόπου είναι αποδεδειγμένη κατά τον Σταγειρίτη, μάλιστα υπάρχει φυσική τάση στα στοιχεία να κινούνται, ή να ηρεμούν, σε αυτούς, όπως π.χ. η φωτιά προς τα άνω και η γη προς τα κάτω, επομένως το άνω και το κάτω δεν υπάρχουν μόνο σε σχέση προς εμάς.   

        Εξετάζοντας δε αν ο “τόπος” είναι ύλη, ή μορφή, ή το διάστημα μεταξύ των έσχατων, αποφαίνεται ότι ο “τόπος” είναι το πέρας του περιέχοντος σώματος.

 

       Μελετώντας την έννοια του χρόνουβρίσκει ευλογοφανή μεν, αλλά όχι σωστή την άποψη, σύμφωνα με την οποίαν ο χρόνος ταυτίζεται με τη κίνηση ή τη μεταβολή. Το πρότερον και το ύστερον αναφέρονται αρχικά στον τόπο, έπειτα στην κίνηση και κατά τρίτο λόγο στον χρόνο. Πάντως, το παρόν είναι η ιδεώδης τομή μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος.

       Ο “χρόνος” είναι “αριθμός”, όχι με την έννοια, όπως την γνωρίζουμε, του καθαρού αριθμού που μετρούμε, αλλά με την έννοια αριθμού που μετρείται (αριθμείται).  

       Με άλλα λόγια, ο χρόνος αποτελεί την αριθμητική πλευρά της κίνησης, είναι  αριθμός κινήσεως κατά το πρότερον και ύστερον. Τα γεγονότα είναι εν χρόνωι, επειδή μπορούν να μετρηθούν με τον χρόνο. Τα αΐδια πράγματα, αυτά δηλ. που υπάρχουν πάντα, δεν υπάγονται στον χρόνο….

        Ο Αριστοτέλης, εκτός των εννοιών χώρου και χρόνου, διερευνά και τις έννοιες του απείρου και του απειροστού. Τις σχετικές απόψεις εξετάζουμε στο κεφ. 5, Μαθηματικά.

 

3.4) Η αντίθεση στην “Ατομική θεωρία”

       Ο Αριστοτέλης ήταν κάθετα αντίθετος στην “Ατομική θεωρία” (των Λεύκιππου – Δημόκριτου). Η δοξασία για τα άτομα, συμπεραίνει μετά από ακατάστατες - δαιδαλώδεις σκέψεις, οδηγεί σε άτοπα συμπεράσματα. Επιχειρηματολόγησε ότι η ύπαρξη “κενού”, ως την απαιτεί η ατομική θεωρία, δηλ. ως τόπου όπου δεν υπάρχει ούτε αέρας, ούτε άλλη ύλη, παραβιάζει τις φυσικές αρχές.

       Συνεπέρανε και ότι: «Αδύνατον εξ αδιαιρέτων (δηλ. των ατόμων) είναί τι συνεχές, οίον γραμμή εκ στιγμών, είπερ η γραμμή μεν συνεχές η στιγμή δε αδιαίρετον».                                       (“Φυσική” 231 a 22-24)

     Αλλά και η “Κίνηση”, λέγει, δεν προϋποθέτει το κενό, διότι τα σώματα μπορούν να ανταλλάσσουν τόπους, χωρίς να υπάρχει κάποιο ενδιάμεσο διάστημα χωριστό από τα ίδια τα σώματα.  Προσπαθεί δε να αναιρέσει την ύπαρξη του κενού, ακόμα, δείχνοντας ότι στο κενό τα βαριά και τα ελαφρά σώματα θα έπρεπε από μια σκοπιά να κινούνται με ίση ταχύτητα και από άλλη σκοπιά να κινούνται με άνιση ταχύτητα.

       Σε κάθε περίπτωση, για τον Σταγειρίτη, ένα σώμα δεν μπορεί να αναλυθεί σε “άτομα”, παρά μόνο σε σχετικά μικροσκοπικά μέρη. Η Ύλη είναι συνεχής σ’ όλο το σύμπαν, το Α είναι συνεχές ως προς το Β, όταν τα όρια με τα οποία εφάπτονται ταυτίζονται.

       Δίνει δε τον ακόλουθο ορισμό του συνεχούς:   «…λέγω δ’ είναι συνεχές, όταν ταυτό γέννηται και έν το εκατέρου πέρας οις άπτονται».      (“Φυσικά” Ε 227 a 12-14)                         

          Στην πύκνωση-αραίωση της ύλης δεν τίθεται περιορισμός …. πυκνόν μεν γαρ τω τα μόρια σύνεγγις είναι αλλήλοις, μανόν δε τω διεστάναι απ’ αλλήλων…. 

      Από τα πιο πάνω, λοιπόν, ο Σταγειρίτης αποφαίνεται ότι το συνεχές δεν μπορεί να σχηματίζεται από αδιαίρετα μέρη, όπως π.χ., η γραμμή δεν μπορεί να σχηματίζεται από σημεία.  Αν το συνεχές σχηματιζόταν από αδιαίρετα, θα μπορούσε επίσης να διαιρεθεί σε αδιαίρετα, επομένως η επαφή θα γίνονταν μεταξύ αδιαιρέτων, πράγμα εξ ορισμού, αδύνατον.

     Ο Αριστοτέλης, στα «Μετά τα φυσικά», επιχειρεί μια εξαιρετικά λεπτή απόδειξη της άπειρης διαιρετότητας της κίνησης, του χρόνου και του μεγέθους……

     Εξετάζοντας τα λεγόμενα Παράδοξα, με βάση τα οποία Ζήνων ο Ελεάτης (490-430)…..τον οποίον ο Αριστοτέλης αποκάλεσε «εφευρέτη της διαλεκτικής»….. προσπάθησε να αποδείξει ότι η κίνηση είναι αδύνατη, ο Αριστοτέλης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εντός πεπερασμένου χρόνου, ενώ είναι αδύνατον να διανύσει κανείς ένα άπειρο διάστημα, αυτό μπορεί να το κάνει (δηλ. να το διανύσει) σε ένα επ’ άπειρον διαιρετό (διάστημα), διότι ο πεπερασμένος χρόνος είναι (κι’ αυτός) επ’ άπειρον διαιρετός. 

         

     “Φυσικά ελάχιστα (Minima naturalia)” θεωρήθηκαν τα μικρότερα μέρη στα οποία μια ομοιογενής φυσική ουσία θα μπορούσε να διαιρεθεί και να διατηρήσει τον ουσιαστικό χαρακτήρα της. Όπως είδαμε, σε αντίθεση με την ατομική θεωρία, το Αριστοτέλειο "φυσικό ελάχιστο" λογίζεται διαιρετό, δεν θεωρείται αδιαίρετο κατά φύσιν.  Οι αλλαγές, για τη δημιουργία νέων δομών προκύπτουν από μετατροπές της ύλης καθ’ αυτήν, και όχι όπως πίστευαν οι  “ατομικοί”  με την αναδιάταξη των ατόμων της.

 

 

 

 

 

3.5) Ο Αριστοτέλης / Η Περιπατητική Σχολή (Λύκειο)

 

       Ο Αριστοτέλης, πανεπιστήμων, συνέγραψε και Περί Ουρανού, Μετεωρολογικά, Περί γενέσεως και φθοράς, Περί ζώων και φυτών κ.ά. Στη Βιολογία (όπου ιδιαίτερα διακρίθηκε) συγκέντρωσε πλήθος πληροφοριών, προέβη σε ταξινομήσεις, κλπ.  Για όλα, σχεδόν, τα θέματα, που σήμερα αποτελούν ιδιαίτερες επιστήμες, συνέγραψε βιβλία, που όχι μόνον απλώνονται σ’ ένα εκπληκτικό εύρος, αλλά διαθέτουν και πρωτόγνωρη μεθοδική σκέψη, συστηματικότητα και άτεγκτη λογική…..

        Οι θεωρίες αυτές ξεπεραστήκανε σήμερα, ασφαλώς, το ίδιο ισχύει και για τις  αντίστοιχες του Επίκουρου (Στην Επιστολή προς Πυθοκλή, βασικά, συγκεντρώνονται οι λίγες και ατελείς περιληπτικές θεωρίες του περί φυσικών και μετεωρολογικών φαινομένων). Δεν θα ασχοληθούμε μ’ αυτές, αν και σ’ αυτά ακόμα τα κείμενα, με τις λαθεμένες απόψεις για τα φυσικά φαινόμενα, συναντάμε την ιδεολογική βάση και τις αρχές του κάθε φιλοσόφου.

 

      Ο Αριστοτέλης, για τις οξυδερκείς και πρωτοπόρες συγγραφές του,  κέρδισε μέγιστη  εκτίμηση και θαυμασμό, επηρέασε τη διαμόρφωση του Δυτικού τρόπου σκέψης, παρουσιάσθηκε ως και πατέρας της επιστήμης. Πάντως,  πρωτεργάτης της σύγχρονης επιστήμης θεωρείται ο Galileo Galilei, διότι πρώτος στα νεότερα χρόνια απέδειξε την αξία της παρατήρησης και του πειράματος στη Φυσική (“Αγγελιοφόρος των αστεριών” / Sidereus nuncius, 1610), προηγηθείς του Isaac Newton (“Philosophiæ Naturalis Principia Mathematica”, 1687)……. Ωστόσο, την παρατήρηση και το πείραμα, ως εργαλεία “ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ” στην έρευνα, 20 σχεδόν αιώνες πριν, είχε σαφώς υποδείξει ο Επίκουρος.

 

      Μετά τον Αριστοτέλη οι διάδοχοι του στο Λύκειο, άρχισαν να αποστασιοποιούνται βαθμηδόν από θέσεις του ιδρυτή του Λυκείου…..

      Ο  Θεόφραστος πρώτος διάδοχος στη σχολή μετά τον Σταγειρίτη, ιδρυτής της βοτανικής επιστήμης, διατύπωσε κριτικές παρατηρήσεις και απορίες σε δοξασίες του δάσκαλου του. Διερωτήθηκε γιατί να μην δεχτούμε και για τη γη κίνηση παρόμοια με αυτήν των ουρανίων σωμάτων,  αμφισβήτησε την Τελολογία κ.ά.

       Ο Στράτων ο Λαμψακηνός, δεύτερος διάδοχος του Αριστοτέλη, τόσο ριζικά αναμόρφωσε κυρίως τα περί Φυσικής Αριστοτελικά δόγματα, ώστε αποκλήθηκε “φυσικός”. O Στράτων ο Λαμψακηνός υπήρξε σύγχρονος και γνώριμος από τα νιάτα τους με τον Επίκουρο, και ήταν προικισμένος με πνεύμα καινοτόμο και παρατηρητικό. Έτσι, δέχτηκε την ύπαρξη ελάχιστου μεγέθους σωματιδίων στον κόσμο, ανεπίδεκτων διαλύσεως και καταστροφής, μέσα στον κενό χώρο, όπου επίσης διαδίδονταν δι’ εκπομπής το φως και ο μαγνητισμός.

       Δίδαξε ότι  “ο μεν αριθμός διωρισμένον (δηλ. καθορισμένο) ποσόν, η δε κίνησις και ο χρόνος συνεχής, το δε συνεχές ουκ αριθμητόν”. Επίσης, απέρριπτε τη δημιουργία του Κόσμου από θεό και τις περί “νου” και “ψυχής” ιδεαλιστικές διδασκαλίες. Δεχόταν ότι η αίσθηση και η νόηση συνιστούν αχώριστη ενότητα μέσα στη συνείδηση, την οποίαν -όπως και οι Στωικοί- αποκαλούσε “ηγεμονικόν”.

       Ο Εύδημος ο Ρόδιος, χαρακτηρίζεται ως “ο γνησιώτατος των Αριστοτέλους εταίρων”, συνέγραψε ιστορία των επιστημών, η οποία απετέλεσε τη βασική πηγή πληροφοριών για τον Πρόκλο, στα σχόλια του στον Ευκλείδη, όπως και για τον Σιμπλίκιο, στα σχόλια του στα φυσικά του Αριστοτέλη.   

       Μεταξύ των μαθητών του Αριστοτέλη, ο Αριστόξενος από τον Τάραντα και ο Δικαίαρχος από την Μεσσήνη της Σικελίας, αρνούντο την αθανασία της ψυχής. 

       Άλλοι, στη “Περιπατητική” φιλοσοφία προσκείμενοι, όπως: Αρίσταρχος ο Σάμιος, Ερασίστρατος ο Κείος, Ερατοσθένης ο Κυρηναίος (ο οποίος είχε δηλώσει: “O Επίκουρος είναι ο φιλαληθέστατος όλων”), Αρχιμήδης ο Συρακούσιος, Ήρων ο Αλεξανδρεύς, διέπρεψαν στις ποιητικές (κατασκευαστικές – τεχνολογικές) επιστήμες, κινούμενοι σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ξεκομμένοι από τον αριστοτελικό ιδεαλισμό και τα θεωρητικά του δόγματα……  

 

 

 

3.6) Η Επικούρεια “Φυσιογνωσία

 

       «Ὁ τῆς φύσεως πλοῦτος καὶ ὥρισται καὶ εὐπόριστός ἐστιν· ὁ δὲ τῶν κενῶν δοξῶν εἰς ἄπειρον ἐκπίπτει».                                                                                                     (Κύριαι Δόξαι  15)

 

      H μελέτη της φύσης (φυσιογνωσία ό όρος που χρησιμοποιεί ο Επίκουρος), γίνεται με μια σειρά ενεργειών, όπου με την παρατήρηση, σύμφωνη και ελεγμένη με τον Επικούρειο «Κανόνα» και με την με ενεργητική αντίληψη (επεξεργασία) από μέρους του νου, μεταβαίνουμε στην πραγματική γνώση (βλ. πιο πάνω την Επ. προς Ηρόδοτο 50). Η μεθοδολογία αυτή, καθώς γνωρίζουμε, λέγεται «Επαγωγή» (οδηγείται από τα επί μέρους στο γενικό) και, βέβαια, για την νεότερη φυσική επιστήμη συνιστά απαράβατο νόμο.

       Πόσο χρήσιμη είναι η επιστήμη της φυσικής στον άνθρωπο; H φυσιογνωσία, κατά τον Επίκουρο, διασφαλίζει στον άνθρωπο, και αυτό - πρωτίστως - ενδιαφέρει την φιλοσοφία του, αταραξία, ευδαιμονία.

   

       Για τη χρησιμότητα της φυσικής επιστήμης τα παρακάτω εδάφια:

                    1) «….. Εάν δεν μας ενοχλούσαν καθόλου οι υποψίες μας σχετικά με τα επουράνια και με τον θάνατο, μήπως έχουν ή μήπως δεν έχουν κάποια σχέση με μας, και ακόμη αν δεν μας ενοχλούσε το ότι δεν κατανοούμε τα όρια των πόνων και των επιθυμιών, δεν θα είχαμε ανάγκη την φυσιολογία».                                                                                                         

                     «Εἰ μηθὲν ἡμᾶς αἱ τῶν μετεώρων ὑποψίαι ἠνώχλουν καὶ αἱ περὶ θανάτου, μή ποτε πρὸς ἡμᾶς ᾖ τι, ἔτι τε τὸ μὴ κατανοεῖν τοὺς ὅρους τῶν ἀλγηδόνων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν, οὐκ ἂν προσεδεόμεθα φυσιολογίας.                                (Κ.Δ.  11)

                    2)  «……Η φυσιολογία παρασκευάζει ανθρώπους που ούτε καυχιούνται, ούτε είναι αερολόγοι, ούτε επιδεικνύουν την περιμάχητη(περιζήτητη) από τους πολλούς παιδεία, αλλά σοβαρούς και αυτάρκεις, που φροντίζουν τα μέγιστα επί των δικών τους αγαθών και όχι επί των πραγμάτων» .

                     «Οὐ κόμπους οὐδὲ φωνῇς ἐργαστικούς οὐδὲ περιμάχητον παρὰ τοῖς πολλοῖς παιδείαν ἐνδυκνυμένους φιλοσοφία παρασκευάζει, ἀλλὰ σοβαροὺς καὶ αὐτάρκεις καὶ ἐπὶ τοῖς ἰδίοις ἀγαθοῖς, οὐκ ἐπὶ τοῖς τῶν πραγμάτων μέγα φρονοῦντες».                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

                                                                                                                                                                                         (Επ. Προσφώνησις, 45)

                    3)  «…… Πρώτα απ’ όλα, δεν πρέπει να έχεις κατά νου ότι υπάρχει κάποιος άλλος σκοπός για τη γνώση για τα ουράνια φαινόμενα είτε αυτά θεωρούνται σε σχέση με τις άλλες φυσικές θεωρίες είτε αυτοτελώς, εκτός από την αταραξία και την απόκτηση μιας σταθερής πεποίθησης, όπως συμβαίνει και με τις άλλες γνώσεις».

                         «…….Πρῶτον μὲν οὖν μὴ ἄλλο τι τέλος ἐκ τῆς περὶ μετεώρων γνώσεως εἴτε κατὰ συναφὴν λεγομένων εἴτε αὐτοτελῶς νομίζειν εἶναι ἤπερ ἀταραξίαν καὶ πίστιν βέβαιον, καθάπερ καὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν».                                                 (Επ. Πυθοκλή, 85)                                                                                                                                                                                                          

                    4) «……Δεν είναι δυνατόν να διαλύει κανείς τους φόβους για τα πιο σημαντικά φαινόμενα όταν δεν γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος αλλά ερμηνεύει τις υποψίες του για κάτι σύμφωνα με τους μύθους. Επομένως δίχως την μελέτη της φύσης δεν είναι δυνατόν να απολαμβάνει κανείς ακέραιες τις ηδονές».

                         «Οὐκ ἦν τὸ φοβούμενον λύειν ὑπὲρ τῶν κυριωτάτων μὴ κατειδότα τίς ἡ τοῦ σύμπαντος φύσις, ἀλλ' ὑποπτευόμενόν τι τῶν κατὰ τοὺς μύθους· ὥστε οὐκ ἦν ἄνευ φυσιολογίας ἀκεραίους τὰς ἡδονὰς ἀπολαμβάνειν».

                                                                                                                                           (“Κύρ. Δόξαι” 12, το ίδιο, Επ. Προσφώνησις 49)                      

                    5) «….Επιπλέον πρέπει να θεωρούμε ότι το έργο της “φυσιολογίας” είναι να εξακριβώσουμε την αιτία των πιο βασικών φαινομένων της. Και η ευδαιμονία μας βρίσκεται στη γνώση των ουράνιων φαινομένων (των μετεώρων) και στην κατανόηση της φύσης των οντοτήτων που βλέπουμε σε αυτούς τους ουράνιους σχηματισμούς καθώς και όλων αυτών “όσα συγγενή προς την εις τούτο ακρίβειαν”…..           Και κάποιοι που γνωρίζουν μεν τα ουράνια φαινόμενα, αλλά ακόμα αγνοούν τη φύση αυτών των πραγμάτων και τις βασικές της αιτίες, νοιώθουν τον ίδιο φόβο που θα ένοιωθαν αν δεν τα γνώριζαν καθόλου, ίσως και μεγαλύτερο…….Και πρέπει να εξετάζουμε με προσοχή, με πόσους τρόπους ένα φαινόμενο εμφανίζεται στη γη, όταν ερευνούμε με τη λογική της αιτίες των ουράνιων φαινομένων και όλων αυτών που είναι πέραν από την ικανότητα των αισθήσεων…. Επειδή, αν μελετήσουμε προσεκτικά όλα αυτά, θα εξιχνιάσουμε ορθά τις αιτίες που προκαλούν την ταραχή και τον φόβο μας, και καθορίζοντας τις πραγματικές αιτίες των ουράνιων φαινομένων και όλων των άλλων φαινομένων που συμβαίνουν τυχαία κάθε τόσο, θα απαλλαγούμε από όλα αυτά που φοβίζουν στον ύψιστο βαθμό τους άλλους ανθρώπους».                           

                                                                                                                  (Επιστολή προς Ηρόδοτο, ή “περί φύσεως”, 77-81)          

                                                       

3.7) Η ατομική θεωρία στον Επίκουρο

 

      Ο Επίκουρος, φιλόσοφος υλιστής, όχι απλά είχε αποδεχτεί την ατομική θεωρία, που πρώτοι διατύπωσαν στην Ελλάδα οι Λεύκιππος και Δημόκριτος περίπου 120 χρόνια πριν απ’ αυτόν, αλλά και την μελέτησε επισταμένως κάνοντας σημαντικές παρατηρήσεις…

      Στον Επίκουρο, “η άτομος” (τα άτομα, από  ύλη) και το κενό(ο άδειος από ύλη χώρος) είναι οι μόνες ύστατες πραγματικότητες. Τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει πέραν τούτων.

      Τα άτομα ονομάστηκαν έτσι επειδή δεν τέμνονται περαιτέρω. Αν τα άτομα τέμνονταν επ’ άπειρον, τότε θα κατέληγαν στο “μη ον”. Είναι, λοιπόν,  αδιαίρετα, διακριτά, έχουν δηλ. κβαντική (δεματική) υπόσταση. Μικρότατα, μη ορατά δια γυμνού οφθαλμού, όμως δεν έχουν κάθε δυνατό μέγεθος.

       Το κενό, στον Επίκουρο, είναι μια  φυσική πραγματικότητα, δεν ταυτίζεται με το “μη όν / μη είναι” (όπως αυτό του Παρμενίδη ο οποίος, ακολουθώντας μέθοδο απαγωγής, δεν δέχονταν καμία κίνηση ή αλλαγή, το γίγνεσθαι γενικότερα, φαινόμενα που θεωρούσε αυταπάτες). Η ύπαρξη του κενού (κενόν και χώρος και αναφής (= ανέγγιχτη) φύση) είναι απαραίτητη:

        «……. Και εάν δεν υπήρχε αυτό που ονομάζουμε κενό και χώρο και ανέγγιχτη φύση, τότε τα σώματα δεν θα είχαν που να σταθούν ούτε που να κινηθούν, ενώ όπως φαίνεται κινούνται. Και πέραν από αυτά τα δύο πράγματα, τα σώματα και το κενό, τίποτα άλλο δεν μπορούμε να διανοηθούμε, ούτε μέσω της άμεσης αντίληψης ούτε σε αναλογία με πράγματα που γίνονται άμεσα αντιληπτά…..»                                                                                      

        «….. Εἰ <δὲ> μὴ ἦν κενὸν καὶ χώραν καὶ ἀναφῆ φύσιν ὀνομάζομεν, οὐκ ἂν εἶχε τὰ σώματα ὅπου ἦν οὐδὲ δι' οὗ ἐκινεῖτο, καθάπερ φαίνεται κινούμενα. Παρὰ δὲ ταῦτα οὐθὲν οὐδ' ἐπινοηθῆναι δύναται οὔτε περιληπτικῶς οὔτε ἀναλόγως τοῖς περιληπτοῖς ὡς καθ' ὅλας φύσεις λαμβανόμενα….».                                      (Επ. προς Ηρόδοτο, 40)

       Το κενό λοιπόν, είναι απαραίτητο για την κίνηση, η οποία είναι αχώριστα συνδεμένη και με τον χρόνο, ο οποίος δεν υπάρχει από μόνος του αφού μόνο από τα ίδια τα πράγματα βγαίνει η αίσθηση του παρελθόντος, του παρόντος, του μέλλοντος.  (DRN Ι, 259-263)

                                                                                                                                                      

Από την επιστολή προς Ηρόδοτο:

       1)   “Αυτά εδώ, που κάνουν τα σύνθετα, είναι άτμητα και αμετάβλητα, εφόσον δεν θέλουμε όλα τα πράγματα να καταστραφούν στο μη ον, αλλά να παραμείνουν, μετά την διάλυση των συνθέτων, εντελώς ανθεκτικά στοιχεία μιας συμπαγούς φύσης, και να μην μπορούν με κανένα τρόπο να διαλυθούν.

       Συνεπώς, τα πρωταρχικά στοιχεία είναι κατ’ ανάγκην οι άτμητες υλικές οντότητες”.           

        «ταῦτα δέ ἐστιν ἄτομα καὶ ἀμετάβλητα, εἴπερ μὴ μέλλει πάντα εἰς τὸ μὴ ὂν φθαρήσεσθαι, ἀλλ' ἰσχῦον τι ὑπομένειν ἐν ταῖς διαλύσεσι τῶν συγκρίσεων, πλήρη τὴν φύσιν ὄντα, οὐκ ἔχοντα ὅπῃ ἢ ὅπως διαλυθήσεται. Ὥστε τὰς ἀρχὰς ἀτόμους ἀναγκαῖον εἶναι σωμάτων φύσεις».                                                                                                (Επ.Η, 41)

                      

       2) «Είναι επομένως αναγκαίο όχι μόνο να απορρίψουμε την διαίρεση σε όλο και μικρότερα μέρη επ’ άπειρον, ώστε να μην εξασθενήσουμε όλα τα πράγματα, και έτσι στην ένωση των συνθέτων σωμάτων να αναγκαζόμαστε να συνθλίβουμε και να σπαταλάμε τα πράγματα που υπάρχουν στο μη όν, αλλά ούτε πρέπει ακόμη να νομίζουμε ότι στα πεπερασμένα σώματα υπάρχει η δυνατότητα να συνεχίζεται επ’ άπειρον η μετάβαση και σε μικρότερα και ακόμη μικρότερα μέρη».                                                             

        «Ὥστε οὐ μόνον τὴν εἰς ἄπειρον τομὴν ἐπὶ τοὔλαττον ἀναιρετέον, ἵνα μὴ πάντα ἀσθενῆ ποιῶμεν κἀν ταῖς περιλήψεσι τῶν ἀθρόων εἰς τὸ μὴ ὂν ἀναγκαζώμεθα τὰ ὄντα θλίβοντες καταναλίσκειν, ἀλλὰ καὶ τὴν μετάβασιν μὴ νομιστέον γενέσθαι ἐν τοῖς ὡρισμένοις εἰς ἄπειρον μηδ' <ἐπὶ> τοὔλαττον».                                         (Επ.Η, 56)

                                                                                                                                                              

 

       3) «Κανένα μέγεθος δεν τους ταιριάζει. Ουδέποτε άτομος έγινε αντιληπτή με τις αισθήσεις».

       «Πᾶν δὲ μέγεθος μὴ εἶναι περὶ αὐτάς· οὐδέποτε γοῦν ἄτομος ὤφθη αἰσθήσει».        (Επ.Η. 44)  

 

       4) «Επιπλέον ούτε πρέπει να θεωρούμε ότι τα άτομα έχουν κάθε δυνατό μέγεθος, εάν δεν θέλουμε να βρεθούμε σε αντίφαση με τη μαρτυρία των φαινομένων, αλλά πρέπει να δεχθούμε ότι υπάρχουν κάποιες παραλλαγές ως προς τα μεγέθη τους…..».                

                        «Ἀλλὰ μὴν οὐδὲ δεῖ νομίζειν πᾶν μέγεθος ἐν ταῖς ἀτόμοις ὑπάρχειν, ἵνα μὴ τὰ φαινόμενα ἀντιμαρτυρῇ· παραλλαγὰς δέ τινας μεγεθῶν νομιστέον εἶναι…..».                                                                     (Επ.Η. 55)

 

3.7.1) Ιδιότητες και ενώσεις των ατόμων

       Τα άτομα, ενώ στον Δημόκριτο έχουν (μόνον) σχήμα και μέγεθος, στον Επίκουρο έχουν τρεις ιδιότητες: σχήμα, μέγεθος και βάρος. Δεν έχουν χρώμα ή άλλα δευτερεύοντα γνωρίσματα, δεν έχουν αίσθηση και καμία από τις ιδιότητες των (συγκροτημένων από αυτά) συνθέτων σωμάτων. 

        Στην επιστολή προς Ηρόδοτο (54) ο Επίκουρος σημειώνει:

       «Πρέπει επιπλέον να δεχθούμε ότι τα άτομα δεν διαθέτουν καμία από τις ιδιότητες που ανήκουν στα σώματα που είναι αισθητά, εκτός από το σχήμα, το βάρος, και το μέγεθος, και κάθε τι που κατ’ ανάγκην γεννιέται με το σχήμα. Επειδή κάθε ιδιότητα αλλάζει, τα άτομα, αντιθέτως, δεν υφίστανται καμία αλλαγή, επειδή όταν διαλύονται τα σύνθετα σώματα πρέπει να μένει κάτι στερεό και αδιάλυτο, κάτι που μπορεί να προκαλέσει αλλαγές, που δεν θα καταλήγουν στο μη όν ούτε θα γίνονται από το μη ον, αλλά αλλαγές που γίνονται με μεταθέσεις κάποιων ατόμων, και κάποτε με προσθήκες ή απομειώσεις κάποιων άλλων.

          Επομένως είναι αναγκαίο να δεχθούμε ότι τα στοιχεία που μετατοπίζονται πρέπει να είναι άφθαρτα και να μην έχουν μεταβλητή φύση, αλλά να έχουν δικά τους μεγέθη και σχήματα, γιατί αυτά πρέπει αναγκαστικά να έχουν αμετάβλητη υπόσταση».

              «Καὶ μὴν καὶ τὰς ἀτόμους νομιστέον μηδεμίαν ποιότητα τῶν φαινομένων προσφέρεσθαι πλὴν σχήματος καὶ βάρους καὶ μεγέθους καὶ ὅσα ἐξ ἀνάγκης σχήματος συμφυῆ ἐστι. Ποιότης γὰρ πᾶσα μεταβάλλει· αἱ δὲ ἄτομοι οὐδὲν μεταβάλλουσιν, ἐπειδήπερ δεῖ τι ὑπομένειν ἐν ταῖς διαλύσεσι τῶν συγκρίσεων στερεὸν καὶ ἀδιάλυτον, ὃ τὰς μεταβολὰς οὐκ εἰς τὸ μὴ ὂν ποιήσεται οὐδ' ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, ἀλλὰ κατὰ μεταθέσεις ἐν πολλοῖς < τινῶν> , τινῶν δὲ καὶ προσόδους καὶ ἀφόδους. Ὅθεν ἀναγκαῖον τὰ μὲν μετατιθέμενα ἄφθαρτα εἶναι καὶ τὴν τοῦ μεταβάλλοντος φύσιν οὐκ ἔχοντα, ὄγκους δὲ καὶ σχηματισμοὺς ἰδίους· ταῦτα γὰρ καὶ ἀναγκαῖον ὑπομένειν».                                                            (ΕπΗ, 54)

 

       Τα άτομα, λοιπόν, με τις αμέτρητες μεταξύ τους επαφές, από τις χωρίς τελειωμό κινήσεις τους, δημιουργούν ενώσεις, δηλ. αυτά τα στοιχεία που σήμερα αποκαλούμε “μόρια”. Η σύνδεση και η αποσύνδεση ατόμων δημιουργούν και τις διαδικασίες γένεσης και φθοράς. Με τις συνδέσεις των ατόμων, οι οποίες έχουν τελείως διαφορετικές ιδιότητες από τα άφθαρτα κι’ αμετάβλητα άτομα με τα οποία συγκροτούνται, προκύπτει η  ύλη, όλη η ανόργανη και η οργανική ύλη με τα πάσης φύσεως είδη της, που έχει μεταβλητή υπόσταση.

 

3.7.2) Πλήθος, είδη και μέγεθος των ατόμων.  Υποατομικά σωματίδια

 

      Στο σύμπαν, το μεν πλήθος των ατόμων είναι άπειρο, όμως τα είδη των ατόμων, όπως και το μέγεθος των ατόμων, είναι αριθμοί πεπερασμένοι. Ο Επίκουρος, λοιπόν, θέτει όρια στα είδη και στο μέγιστο και στο ελάχιστο μέγεθος των ατόμων, την ποικιλομορφία των ατόμων.

Στην προς Ηρόδοτο επιστολή (55 - 56):

        «…… Επιπλέον ούτε πρέπει να θεωρούμε ότι τα άτομα έχουν κάθε δυνατό μέγεθος, εάν δεν θέλουμε να βρεθούμε σε αντίφαση με τη μαρτυρία των φαινομένων, αλλά πρέπει να δεχθούμε ότι υπάρχουν κάποιες παραλλαγές ως προς τα μεγέθη τους. Διότι αν δεχθούμε αυτό το πράγμα θα μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε καλύτερα όσα σχετίζονται με τις αισθήσεις και με τα συναισθήματα. Και ούτε χρειάζεται, για να εξηγήσουμε τις διαφορές των ιδιοτήτων των πραγμάτων, η ύπαρξη κάθε δυνατού μεγέθους στα άτομα, διότι τότε θα έπρεπε να είχαμε κάποια άτομα ορατά, κάτι που δεν φαίνεται να έχει γίνει ποτέ, ούτε είναι δυνατό να φανταστούμε πως θα μπορούσε ένα άτομο να γίνει ορατό». 

         «Ἀλλὰ μὴν οὐδὲ δεῖ νομίζειν πᾶν μέγεθος ἐν ταῖς ἀτόμοις ὑπάρχειν, ἵνα μὴ τὰ φαινόμενα ἀντιμαρτυρῇ· παραλλαγὰς δέ τινας μεγεθῶν νομιστέον εἶναι. Βέλτιον γὰρ καὶ τούτου προσόντος τὰ κατὰ τὰ πάθη καὶ τὰς αἰσθήσεις γινόμενα ἀποδοθήσεται. Πᾶν δὲ μέγεθος ὑπάρχον οὔτε χρήσιμόν ἐστι πρὸς τὰς τῶν ποιοτήτων διαφοράς, ἀφῖχθαί τε ἅμ' ἔδει καὶ πρὸς ἡμᾶς ὁρατὰς ἀτόμους· ὃ οὐ θεωρεῖται γινόμενον, οὔθ' ὅπως ἂν γένοιτο ὁρατὴ ἄτομος ἔστιν ἐπινοῆσαι».                                                                                             (Επ.Η, 55 - 56)

 

       Τα άτομα, γνωρίζουμε σήμερα, απαρτίζονται από  υποατομικά σωματίδια, που δεν μπορούν να υπάρξουν μεμονωμένα, διότι αυτά είναι πραγματικά αδιαίρετα – αδιαχώριστα. Συστατικά των ατόμων είναι το πρωτόνιο, το νετρόνιο και το ηλεκτρόνιο.  Μετά τα μέσα του 20ου αι. ανακαλύφθηκε ότι τα πρωτόνια και τα νετρόνια αποτελούνται από στοιχειώδη σωματίδια, τα κουάρκς.

        Αργότερα, με τη  χρήση ισχυρότερων επιταχυντών σωματιδίων, σε εργαστήρια για τη μελέτη της δομής της ύλης, αποκαλύφθηκε η ύπαρξη της μεγάλου αριθμού ασταθών στοιχειωδών σωματιδίων.

 

       Το εντυπωσιακό είναι ότι και περί αυτών, των υποατομικών σωματιδίων, ο Επίκουρος, ασαφώς μεν  όμως τα υπαινίσσεται, στην επιτομή της Φυσικής του, προς Ηρόδοτο (58)……. «Πρέπει, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι και το ελάχιστο μέρος του ατόμου έχει την ίδια σχέση με το συνολικό σώμα».

        «Ταύτῃ τῇ ἀναλογίᾳ νομιστέον καὶ τὸ ἐν τῇ ἀτόμῳ ἐλάχιστον  κεχρῆσθαι»   (Επ.Η, 58)

       Στον Λουκρήτιο….. Τα άτομα είναι συμπαγή και ενιαία, διότι αποτελούνται από μικροσκοπικά μέρη σφιχτοδεμένα μεταξύ τους  (DRN I, 609-610) και  «η φύση δεν έχει επιτρέψει ως τώρα (iam) να αποσπαστεί κάτι από αυτά» (DRN Ι, 599-614) 

 

      

3.7.3) Οι κινήσεις των ατόμων

       Τα άτομα, ως λέγει ο Επίκουρος, προσδεμένα - συσσωματωμένα στη μάζα όπου ανήκουν, σε (νοητό) πλέγμα (το “πλεκτικόν”), κινούνται “κατά πάλσιν και περίπαλσιν”. 

       Οι αδιάκοπες κινήσεις τους εντός του κενού είναι ισοταχείς προς όλες τις διευθύνσεις, αδιάφορα με το βάρος τους, αν είναι ανεμπόδιστες (Επιστολή προς Ηρόδοτο, 61, κ. ά.).

 

        «Επιπλέον τα άτομα πρέπει να κινούνται με ίση ταχύτητα, όταν μεταφέρονται μέσα στο κενό, και τίποτα δεν συγκρούεται με αυτά. Επειδή ούτε τα βαριά άτομα κινούνται πιο γρήγορα από εκείνα που είναι μικρά και ελαφρά, όταν ακριβώς τίποτα δεν τα συναντά, ούτε πάλι τα μικρά άτομα κινούνται πιο γρήγορα από τα μεγάλα, έχοντας ομοιόμορφη την όλη τους κίνηση, όταν πάλι τίποτα δεν συγκρούεται με αυτά. Ούτε η κίνηση προς τα πάνω, ή προς τα πλάγια, που οφείλεται σε κτυπήματα είναι ταχύτερη, ούτε πάλι η κίνηση προς τα κάτω που οφείλεται στο ίδιο τους το βάρος.  Επειδή, για όσο χρόνο η μια ή η άλλη από αυτές τις δυο κινήσεις υπερισχύει, για τόσο χρόνο θα έχει κίνηση τόσο γρήγορη, όσο η σκέψη  (“Άμα νοήματι”), μέχρι τη στιγμή που κάτι το αναχαιτίζει είτε από εξωτερική αιτία, είτε από το ίδιο του το βάρος, που εξουδετερώνει τη δύναμη αυτού που έδωσε το κτύπημα». ….».

        «Καὶ μὴν καὶ ἰσοταχεῖς ἀναγκαῖον τὰς ἀτόμους εἶναι, ὅταν διὰ τοῦ κενοῦ εἰσφέρωνται μηθενὸς ἀντικόπτοντος. Οὔτε γὰρ τὰ βαρέα θᾶττον οἰσθήσεται τῶν μικρῶν καὶ κούφων, ὅταν γε δὴ μηδὲν ἀπαντᾷ αὐτοῖς· οὔτε τὰ μικρὰ τῶν μεγάλων, πάντα πόρον σύμμετρον ἔχοντα, ὅταν μηθὲν μηδὲ ἐκείνοις ἀντικόπτῃ· οὔθ' ἡ ἄνω οὔθ' ἡ εἰς τὸ πλάγιον διὰ τῶν κρούσεων φορά, οὔθ' ἡ κάτω διὰ τῶν ἰδίων βαρῶν. Ἐφ' ὁπόσον γὰρ ἂν κατίσχῃ ἑκατέρ <α αύτ>ῶν, ἐπὶ τοσοῦτον ἅμα νοήματι τὴν φορὰν σχήσει, ἕως <ἂν τι> ἀντικόψῃ ἢ ἔξωθεν ἢ ἐκ τοῦ ἰδίου βάρους πρὸς τὴν τοῦ πλήξαντος δύναμιν».                                                                           

                                                                                                                                                                       (Επ. προς Ηρόδοτο 61)                                                                                                                                              

       Ο Επίκουρος θεωρεί τις κινήσεις των ατόμων “εγγενή” ιδιότητα της ύλης. Αιτία της κίνησης τους είναι αυτά τα ίδια “τα άτομα και το κενό”, δεν υφίσταται άλλη αρχή:  Και δεν υπάρχει αρχή σε αυτές τις κινήσεις, δεδομένου ότι η αιτία τους είναι τα άτομα και το κενό”…..  

       «Ἀρχὴ δὲ τούτων οὐκ ἔστιν, αἰτίων τῶν ἀτόμων οὐσῶν καὶ τοῦ κενοῦ».       (Επ.Η, 44) 

                                                             

Στας “ατόμους” διακρίνοντα  τρία είδη  κινήσεως (Προς Ηρόδοτο 43):

 α)  Η προκύπτουσα από τις αλλεπάλληλες μεταξύ τους συγκρούσεις.

 β)  Η από το ίδιον βάρος τους, σε μια ευθεία, παράλληλη αλλήλων, πτωτική πορεία.

 γ) Η  αιφνίδια, απρόσμενα, αναπάντεχα, αυθόρμητα, προκύπτουσα αλλαγή (κατ’  απειροελάχιστον) στην πτωτική κατεύθυνση μιας κίνησης.

 

          «Και τα άτομα κινούνται συνεχώς στην αιωνιότητα, [πιο κάτω λέει ότι τα άτομα κινούνται με ίση ταχύτητα, καθώς το κενό παρέχει την ταυτόχρονη άφιξη και στο πολύ ελαφρύ και στο πολύ βαρύ], άλλα μεν πίπτοντας κατευθείαν προς τα κάτω, κάποια άλλα παρεκκλίνοντας, και κάποια αναπηδώντας μετά την σύγκρουσή τους…….».

            «Κινοῦνταί τε συνεχῶς αἱ ἄτομοι [φησὶ δὲ ἐνδοτέρω καὶ ἰσοταχῶς αὐτὰς κινεῖσθαι τοῦ κενοῦ τὴν εἶξιν ὁμοίαν παρεχομένου καὶ τῇ κουφοτάτῃ καὶ τῇ βαρυτάτῃ] τὸν αἰῶνα, καὶ αἱ μὲν <κατὰ στάθμην, αἱ δὲ κατὰ παρέγκλισιν, αἱ δὲ κατὰ παλμόν,…..».                                                                                                      (Επ. Η, 43)

 

      Η μία από τις πιο πάνω κινήσεις των ατόμων της ύλης, αληθινά πρωτότυπη, είναι η περίφημη Επικούρεια παρέγκλιση (παρέκκλιση). Και είναι αυτή, που περισσότερο από τις άλλες, έχει σαν αποτέλεσμα, μετά από σύγκρουση – συμπλοκή των στοιχειωδών ατόμων της ύλης, την δημιουργία σύνθετων σωμάτων και ποικίλων μεταλλαγών.

        Για την “παρέγκλιση”, η οποία συμπορεύεται με την κβαντομηχανική (1927) και το βασικό αξίωμα της, την “Αρχή της Απροσδιοριστίας (ή Αβεβαιότητας) του Χάιζενμπεργκ”, αναφερόμαστε στο κεφ. 4 (Αιτιότητα), υ/κεφάλαιο 4.5.

 

3.7.4) Διαφορές της Επικούρειας από την Δημοκρίτεια φυσική φιλοσοφία

         Μόνο μεταξύ παρομοίων θεωριών γίνονται συγκρίσεις. Έτσι, στη Φυσική, η Επικούρεια, μόνον με την Δημοκρίτεια, από την οποίαν άλλωστε προέρχεται, συγκρίνεται…… Πλάτωνας και Αριστοτέλης, εννοούν την Φυσική διαφορετικά.

 

      Μεταξύ των φιλοσόφων, Δημόκριτου και Επίκουρου, των μόνων που αποδέχονταν την «ατομική θεωρία» (…. έως τον 19ο αι.!) οι σημαντικότερες διαφορές είναι τέσσερις, και αφορούν:

        1) Την «παρέγκλιση». Η «παρέγκλιση» στην κίνηση των ατόμων της ύλης και οι μεγάλες συνέπειες από αυτήν, είναι η μεγαλύτερη και πιο εντυπωσιακή διαφορά της Επικούρειας από την Δημοκρίτεια φυσική φιλοσοφία. Βλ. κεφ. 4 (Αιτιότητα).

          2) Τις ιδιότητες των ατόμων. Τα άτομα, ενώ κατά τον Δημόκριτο έχουν (μόνον) σχήμα και μέγεθος, στον Επίκουρο έχουν τρεις ιδιότητες:  σχήμα, μέγεθος και βάρος.

         3) Το μέγεθος των ατόμων. Ο Δημόκριτος λέει ότι “αι άτομοι είναι άπειροι κατά μέγεθος”. Δεχόταν ότι υπάρχουν και πολύ μεγάλα άτομα, ακόμα και μέχρι το μέγεθος του κόσμου.  Ο Επίκουρος θέτει όρια στο μέγιστο και στο ελάχιστο μέγεθος των ατόμων.

         4)  Τον αριθμό των ειδών των ατόμων. Στον Επίκουρο, το μεν πλήθος των ατόμων είναι άπειρο (συμφωνώντας με τον Δημόκριτο), όμως τα είδη των ατόμων είναι αριθμός πεπερασμένος (διαφωνώντας με τον Δημόκριτο).

                  Ο Καρλ Μαρξ, στη διδακτορική διατριβή του, που είχε ως θέμα την «Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας», διαπίστωσε την υπεροχή των απόψεων του Επίκουρου.  Στη μελέτη του αυτή ο Μαρξ προσαγορεύει τον Επίκουρο μέγιστο Έλληνα διαφωτιστή, που του ταιριάζει ο έπαινος του Λουκρήτιου (DRN Ι, 62-79).

 

 

 

 

3.7.5) Η φύση και η ταχύτητα του φωτός στον Επίκουρο

      Οι Επικούρειες απόψεις ως προς το φως και την ταχύτητα του φωτός είναι: 

      Από την επιστολή του Επίκουρου προς τον Ηρόδοτο (46 – 47 & 61): «…… Όλες οι μορφές - σώματα (της στερεάς, αλλά όχι μόνον) ύλης (“τύποι ομοιοσχήμονες τοις στερεμνίοις / στερέμνια”) που μπορούν να γίνουν ορατές, αυτό το επιτυγχάνουν με εκπομπή “ειδώλων».

      Είδωλα,” στη φυσική θεωρία του Επίκουρου, ονομάζονται οι εικόνες που εκρέουν (ακτινοβολούνται) από τα “στερέμνια” (τα πράγματα) και αποτελούν τα πλέον λεπτά σωματίδια της φύσης. Μάλιστα, ο Επίκουρος τα χαρακτηρίζει ως “κουφότατες ατόμους”, δηλ. ως τα πλέον αβαρή άτομα) και όρισε την κίνηση τους τόσο γρήγορη, ίσο η σκέψη Άμα νοήματι»)…..

«Πρός τε τούτοις, ὅτι ἡ γένεσις τῶν εἰδώλων ἅμα νοήματι συμβαίνει».                                          (Επ.Η, 48)   

       Η ταχύτητα των “ειδώλων των στερεμνίων”, είναι, λοιπόν, ανυπέρβλητου μεγέθους. Καλύπτει κάθε απόσταση που μπορεί να φανταστεί κανείς σε χρονικό διάστημα αδιανόητα μικρό ἐν ἀπερινοήτῳ χρόνῳ»)……. «…..γινομένη πᾶν μῆκος περιληπτὸν ἐν ἀπερινοήτῳ χρόνῳ συντελεῖ….»                              (Επ.Η, 46)   

       Παντού, η ταχύτητα των “ειδώλων των στερεμνίων” είναι η ίδια, και ανεξάρτητη της πηγής από την οποίαν εκπέμπονται, και του μέσου δια μέσου του οποίου διέρχονται, αφού κανένα από τα φαινόμενα δεν αντιμαρτυρεί, δηλ. καμιά παρατήρηση δεν διαψεύδει.

Δύο εδάφια από την επιστολή του Επίκουρου προς τον Ηρόδοτο (Επ.Η, 47, 51 & 61):

          1)     «Επίσης, κανένα από τα φαινόμενα δεν αντιμαρτυρεί (δηλ. καμιά παρατήρηση δεν διαψεύδει), ότι τα είδωλα, μετέρχονται (απαρτίζονται από) τα πιο λεπτά σωματίδια. Kαι ως εκ τούτου έχουν αξεπέραστες ταχύτητες, με συμμετρία όσον αφορά τον χώρο προέλευσης και διαβίβασής τους…. ».

      «Ειθ’ ότι τα είδωλα ταις λεπτότησιν  ανυπερβλήτοις κέχρηνται [ατόμοις], ουδέν αντιμαρτυρεί των φαινομένων· όθεν και τάχη ανυπέρβλητα έχει, πάντα πόρον σύμμετρον έχοντα…..».                                                 (Επ.Η, 47)

          2)   «Διότι και η ομοιότητα μεταξύ των πραγμάτων που υπάρχουν, και τα οποία ονομάζουμε πραγματικά, και των εικόνων που λαμβάνουμε ως ομοιώματα των πραγμάτων και παράγονται είτε στο ύπνο είτε μέσω κάποιων άλλων πράξεων αντίληψης από μέρους του νου ή των άλλων κριτηρίων, δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει, εκτός αν υπήρχαν κάποιες εκπομπές με αυτή τη φύση που πραγματικά να έρχονται σε επαφή με τις αισθήσεις μας.

          Και δεν θα υπήρχε σφάλμα, εκτός εάν και κάποιο άλλο είδος κίνησης δημιουργείτο μέσα μας, συνδεδεμένο στενά με την νοητική ενεργητική αντίληψη των εικόνων, αλλά που διαφέρει από αυτήν. Και αυτό [που συνδέεται με την ενεργητική αντίληψη, αλλά διαφέρει από αυτήν] εάν δεν επιβεβαιώνεται ή διαψεύδεται, δημιουργεί την πλάνη, αλλά εάν επιβεβαιώνεται, ή δεν διαψεύδεται, είναι το αληθές».

               «Ἥ τε γὰρ ὁμοιότης τῶν φαντασμῶν οἱον εἰ ἐν εἰκόνι λαμβανομένων ἢ καθ' ὕπνους γινομένων ἢ κατ' ἄλλας τινὰς ἐπιβολὰς τῆς διανοίας ἢ τῶν λοιπῶν κριτηρίων οὐκ ἄν ποτε ὑπῆρχε τοῖς οὖσί τε καὶ ἀληθέσι προσαγορευομένοις, εἰ μὴ ἦν τινα καὶ τοιαῦτα προσβαλλόμενα· τὸ δὲ διημαρτημένον οὐκ ἂν ὑπῆρχεν εἰ μὴ ἐλαμβάνομεν καὶ ἄλλην τινὰ κίνησιν ἐν ἡμῖν αὐτοῖς συνημμένην μὲν <τῇ φανταστικῇ ἐπιβολῇ,> διάληψιν δὲ ἔχουσαν· κατὰ δὲ ταύτην [τὴν συνημμένην τῇ φανταστικῇ ἐπιβολῇ, διάληψιν δὲ ἔχουσαν], ἐὰν μὲν μὴ ἐπιμαρτυρηθῇ ἢ ἀντιμαρτυρηθῇ, τὸ ψεῦδος γίνεται· ἐὰν δὲ ἐπιμαρτυρηθῇ ἢ μὴ ἀντιμαρτυρηθῇ, τὸ ἀληθές.

                                                                                                                                                                                            (ΕπΗ, 51)

        Τα “είδωλα” της Επικούρειας θεωρίας αντιστοιχούν στα σύγχρονα “φωτόνια”, φορείς του φωτός, που λογίζονται σωματίδια χωρίς μάζα και κινούνται με την μεγίστη στη φύση  ταχύτητα c.   Εντυπωσιακή η διαπίστωση ότι ο Επίκουρος είχε φθάσει σε εντελώς ανάλογα συμπεράσματα, με αυτά της 2ης θεμελιώδους αρχής της Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας του Α. Αϊνστάιν.

 

 

 

 

 

 

Κεφ. 4) Αιτιότητα

 

4.1) Αριστοτέλης: Αιτιότητα – Τύχη

 

       Ο Αριστοτέλης, όπως παρακάτω διαπιστώνουμε και από τις περί των «αιτιών» πεποιθήσεις του, αντιλαμβάνεται αδιάσπαστη την ενότητα της ουσίας (ύλης) με τις αιτίες των πραγμάτων, και διακρίνει τέσσερα τα είδη των αιτιών:

       «Τα δε αίτια λέγεται τετραχώς».                (“Μετά τα φυσικά” Α, 981a,28-36)

       1)  Ουσίας:  Ουσία και το τι ήν είναι ….. ανάγεται γαρ το δια τι εις τον λόγον έσχατον, αίτιον δε και αρχή το δια τι το πρώτον”.

       2)  Ύλης:  Ύλης και ότι υπόκειται εις αυτήν, “εξ ου γίνεταί τι”, αυτό από το οποίον γίνεται ένα πράγμα, και που υπάρχει και στο παράγωγο ως συστατικό του στοιχείο.

       3) Ποιητικής αιτίας:  Όθεν και πόθεν η αρχή της κινήσεως. Εξ ου η μεταβολή.

       4) Τελικής αιτίας: “Αντικειμένης αιτίας ταύτη, το ου ένεκα και τ’ αγαθόν”.

 Το δια ποιον λόγο και το αγαθόν, καθόσον τούτο, το αγαθόν, είναι το τέλος, δηλ. ο σκοπός, πάσης  γενέσεως και κινήσεως”.

 

       Τα (4) «Πρώτα Αίτια» του Αριστοτέλη συναντώνται και με τις συνοπτικές ονομασίες:  Υλικό – ΟυσιαστικόΠοιητικό (“όθεν η κίνησις”, δηλ. η μεταβολή) και Τελικό (“ου ένεκα”).

           Τα δύο πρώτα αίτια αφορούν περισσότερο την “Οντολογία”, αφού αναφέρονται  στην  Ύλη, το Είδος, την Ουσία, τη Μορφή κ.ά., έννοιες, η ακριβής σημασία των οποίων -συχνά- είναι ασαφής, ή, συγκεχυμένη.

       Και τα τέσσερα αυτά αίτια ο Αριστοτέλης θεωρούσε απαραίτητα για την παραγωγή επιστημονικού αποτελέσματος.  Η φυσική φιλοσοφία πρέπει να συνεκτιμά καθ’ ένα από τα τέσσερα αίτια και να αναφέρεται σε όλα, κάθε φορά που επιχειρεί να εξηγήσει τα γεγονότα.

       Αναγνωρίζει, βέβαια, ο Αριστοτέλης ότι σε μια αλυσίδα αιτιακής σχέσης, μπορεί να φτάσουμε σε σημείο ένα αίτιο να μην έχει άλλο αίτιο για να αναχθεί.

                 «Ότι δ’ εισίν αρχαί και αίτια γεννητά και φθαρτά άνευ του γίγνεσθαι και φθείρεσθαι φανερόν……  Δήλον άρα ότι μέχρι τινός βαδίζει αρχής, αύτη δ’ ουκέτι εις άλλο»                                             (“Μετά τα φυσικά” Ε 3 1027 a-b)

 

         Για τους “μονιστές” φιλόσοφους, δηλ. για όσους περί του παντός ως αν μιάς ούσης φύσεως απεφήναντο, ο Σταγειρίτης λέει πως κανένας λόγος για αίτια δεν γίνεται, διότι για την ύπαρξη μιας αιτίας απαιτούνται δύο παράγοντες, ο ενεργών και ο υφιστάμενος την ενέργεια. Έτσι, αυτοί που θεωρούν «εν το παν», δεν αναφέρουν καμία αιτιώδη αλληλουχία.

       Ο Αριστοτέλης προχωρεί και στην έρευνα κάτι ακόμα, πρόσθετου στα πιο πάνω “τέσσερα αίτια” που αναφέρθηκαν. Πρόκειται για την τύχη και το αυτόματο, τα οποία αποτελούν εξαιρέσεις στον συνηθισμένο κανόνα της φύσης.  Αυτά, λέγει, συμβαίνουν “κατά συμβεβηκός”, δηλ. “δυνάμει ενός συνακόλουθου”.

 

       Η Τύχη, δεν συνιστά ενεργό αίτιο, αλλά είναι ένας όρος που υποδηλώνει ορισμένο είδος σχέσης ανάμεσα σε γεγονότα, και θα μπορούσε -φυσιολογικά- να αποτελεί σκοπό, είτε μιας εσκεμμένης ανθρώπινης ενέργειας, είτε μιας ασυνείδητης προσπάθειας της φύσης.

       Η τύχη είναι απλά ένα όνομα που δηλώνει την απρόβλεπτη σύμπτωση δύο αλυσίδων αυστηρής αιτιακής σχέσης. Τα πράγματα, που μπορούν να χαρακτηριστούν αίτια ενός αποτελέσματος της τύχης, είναι σχεδόν απροσδιόριστα. Η τύχη δεν ισχύει για άψυχα πράγματα, παιδιά και ζώα.  

       Στα Ηθικά Ευδήμεια, λόγος γίνεται ακόμα και δια δύο είδη καλής τύχης (ευτυχίας), που οφείλονται στην εύνοια, το μεν στους θεούς, το δε στη φύση.

       Η ευτυχία (δηλ. η καλή τύχη), σαν εξασφαλίζει στον άνθρωπο τα “εκτός αγαθά”, τότε  γίνεται συνεργός της ευδαιμονίας του.….

       “…. Η ευτυχία συνεργός αν είη της ευδαιμονίας, επεί ουκ έστιν ευδαιμονία άνευ των εκτός αγαθών”.

 

 

 

4.2) Η Τελολογία

 

        Ο Αριστοτέλης, παράλληλα αλλά και αντίθετα με τις θεωρίες του για αίτια, τύχη, αυτόματο, προβάλλει, και προσπαθεί να αποδείξει, την ύπαρξη Τελολογίας (σκοπού) στη φύση……

          «Η διαδικασία του “γίγνεσθαι”, προσβλέπει στο “είναι”, και συμβαίνει χάριν του “είναι”, όχι το αντίστροφο».                                                                      (“Περί ζώων γενέσεως”, B 1-6)

       Για κάθε πράγμα ο Αριστοτέλης αναζητεί τον σκοπό της ύπαρξης του. Στα έμβια όντα και στις κοινωνίες ο σκοπός είναι ενυπάρχων. Η ερμηνεία όλων, όσα υπάρχουν, δεν πρέπει να αναζητείται στην αρχή της ανάπτυξής τους, αλλά στην τελική μορφή, προς την οποίαν αυτή κατατείνει. Η φύση κάθε όντος προκύπτει από τον προορισμό και όχι από την προέλευσή του, είναι δηλ. αυτό που είναι, όταν η ανάπτυξή του έχει ολοκληρωθεί (….. “οίον γαρ έκαστόν έστι της γενέσεως τελεσθείσης”). Για έναν βιολόγο, τα “τελικά” αίτια είναι σημαντικότερα από τα “ποιητικά”.

        Στο ερώτημα: Γιατί τα ζώα γεννούν σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του είδους;… η απάντηση είναι: Διότι η σταθερότητα των χαρακτηριστικών είναι ο κύριος παράγων για την ύπαρξη σκοπού στη Φύση.

        Ο τελικός σκοπός κάθε είδους είναι αυτό τούτο το είδος, και ενυπάρχει στο είδος, μάλιστα το αναπαράγει και το αυξάνει. Η διαιώνιση του είδους είναι η ασφαλέστερη απόδειξη της σκοπιμότητας μέσα στη φύση.

           O Εμπεδοκλής (495-435), αντίθετα, είχε αναπτύξει θεωρία περί “Φυσικής επιλογής, όπου μόνον τα “επιτηδείως συστάντα” επιβιώνουν και εξελίσσονται…. Το ίδιο και ο Επίκουρος και ο Λουκρήτιος, βεβαίως, μετέπειτα….

 

        Η Φύση ποτέ δεν προικίζει ένα ζώο με ένα όργανο, αν εκείνο δεν είναι ικανό να το χρησιμοποιήσει. Και η Φύση (μη συνειδητό υποκείμενο) δεν κάνει τίποτα μάταια – τίποτα περιττό, ενεργεί σαν να προβλέπει το μέλλον. Ωστόσο, επειδή είναι ανεπαρκής η έννοια σκοπού, που δεν είναι επιδίωξη κανενός “Νου”, ο Αριστοτέλης σ’ ένα σημείο άλλου έργου του, προσθέτει και την έννοια του Θεού:

          «Ο Θεός και η Φύση δεν κάνουν τίποτα στην τύχη».             (“Περί ουρανού” 271 a 33) 

        Αν έτσι, συνεπάγεται ότι….  χάριν των ανθρώπων αυτά όλα έπλασε η φύση…..   «Ει ουν η φύσις μηθέν μήτε ατελές ποιεί μήτε μάτην, αναγκαίον των ανθρώπων ένεκεν αυτά πάντα πεποιηκέναι την φύσιν….».                                               

                                                                                                                                        (“Πολιτικά” Α 1256 b 22-24)   

        Ο Θεός του Σταγειρίτη («Μετά τα φυσικά», βιβλ. Λ κ.ά.), είναι ένας Θεός αφοσιωμένος στην ενατένιση του εαυτού του (στην αυτογνωσία του) και επεμβαίνει στον κόσμο μόνον ως αντικείμενο της επιθυμίας του, άρα η δομή του σύμπαντος δεν φαίνεται προϊόν προμελετημένου κι ολοκληρωμένου υπολογιστικού σχεδίου. Άλλωστε, ο Αριστοτέλης δεν έχει χρησιμοποιήσει πότε τη λέξη πρόνοια, ούτε λογαριάζει θεία ανταμοιβή και τιμωρία, σε αντιδιαστολή με τον Πλάτωνα…….

        Από την άλλη μεριά όμως, ο Αριστοτέλης έχει παραβάλλει τον Θεό με στρατηγό (ή κυβερνήτη), στους οποίους οφείλεται η τάξη σ’ ένα στρατό (ή, σ’ ένα λαό), επίσης έχει επαινέσει τον Αναξαγόρα, επειδή εισήγαγε τον Νου, ως αίτιο της τάξης μέσα στον κόσμο.

       Μέση διαλλακτική άποψη των παραπάνω φαίνεται να είναι η άποψη ότι στη φύση υπάρχει μια ασυνείδητη τάση προς την εκπλήρωση ορισμένων σκοπών. Όμως κι’ αυτός ο συμβιβασμός  δεν ικανοποιεί, διότι και η ασυνείδητη τελολογία προϋποθέτει ένα σκοπό που δεν είναι σκοπός κανενός νου, επομένως δεν είναι σκοπός! Έτσι, πιθανόν, η έκφραση Ο Θεός και η Φύσηνα αντιπροσωπεύει μια παραχώρηση σε κοινούς τρόπους σκέψης.                                                                                                   (“D. Ross”, σελ.182)

 

        Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς, πιστεύει σε μια δραστηριότητα του Θεού που υπαγορεύεται από της είδους θείας πρόνοιας, τουλάχιστον όσον αφορά την διατήρηση του είδους, βάσει της χωρίου (“Περί γενέσεως και φθοράς” 336 b 31), όπου ο Αριστοτέλης γράφει πως…. Για ‘κείνα τα όντα, που όντας απόμακρα από την πρώτη αρχή δεν έχουν τη δυνατότητα αιώνιας ύπαρξης (άνθρωποι, ζώα, φυτά, σε αντίθεση με τα ουράνια σώματα), ο θεός έχει προβλέψει τη καλύτερη δυνατή λύση, διασφαλίζοντας τη συνέχεια της γένεσης.

 

      Στα έργα της φύσης, παρατηρεί ο Αριστοτέλης, το τέλος (σκοπός), και το τελικό αίτιο, κυριαρχούν περισσότερο απ’ ό,τι ανάλογο συμβαίνει με τα έργα τέχνης. Έτσι, οι φυσικές διεργασίες (αυτές που αφορούν τα υλικά – μεταβλητά – φθαρτά όντα)  εξομοιώνονται με αυτές των τεχνών. Γι’ αυτό ο Σταγειρίτης δεν διστάζει να τις αποσπάσει από τις “θεωρητικές επιστήμες” (όπου τα μαθηματικά και η θεολογία) και να τις κατατάξει στις “ποιητικές (κατασκευαστικές)”. Επειδή, ακριβώς, στις θεωρητικές επιστήμες σημείο αναφοράς (αφετηρία) είναι αυτό που υπάρχει, ενώ στη φυσική, αυτό που πρόκειται να υπάρξει.

   

 

4.3) Η ελεύθερη βούληση στον  Αριστοτέλη

 

      Η χρηστότητα χαρακτηρίζει συγκεκριμένες πράξεις, που τελούνται κάτω από συγκεκριμένες (δεδομένες) συνθήκες. Οι ανθρώπινες πράξεις διακρίνονται σε εκούσιες (ηθελημένες) και σε ακούσιες (αν οφείλονται σε καταναγκασμό, ή άγνοια)…

              «…… δοκεῖ δὴ ἀκούσια εἶναι τὰ βίᾳ ἢ δι᾽ ἄγνοιαν γινόμενα»            (Ηθικά Νικομάχεια Γ΄, 1110 a 38-39)   

       Υπάρχει και μια ενδιάμεση (μεικτή) κατάσταση, που αφορά πράξεις που γίνονται δια φόβων μειζόνων κακών, όπως π.χ. η απόρριψη φορτίου στη θάλασσα μέσα σε θύελλα. Οι άνθρωποι, βεβαίως, μόνο για τις εκούσιες πράξεις τους επαινούνται ή επικρίνονται, μάλιστα υπάρχουν και ασυγχώρητες πράξεις, γι’ αυτές δεν χωρεί καμία δικαιολογία, ο θάνατος είναι  προτιμότερος. Πράξεις που έχουν τελεστεί από άγνοια, μπορεί να θεωρηθούν ακούσιες, αν το άτομο μεταμεληθεί ειλικρινά. Οι πράξεις ανθρώπων κακών χαρακτηρίζονται εκούσιες, αν και αυτοί ενεργούν αγνοώντας ά δει πράττειν.

       Ο Αριστοτέλης (στον ορισμό της αρετής)  χρησιμοποιεί και την έννοια της προαιρέσεως (της κατά προτίμησιν επιλογής). Η προαίρεση σημαίνει συνήθως πρόθεση, ομοιάζει με την βούληση, δηλ. κάτι σαν την έλλογη επιθυμία.  Όμως, η επιθυμία αφορά το τέλος (σκοπό), ενώ η προαίρεση το μέσον, τον σχεδιασμό ίσως, που επιλέγεται μετά από επισταμένη σκέψη, στα πλαίσια των εφικτών δυνατοτήτων (“μετά λόγου και διανοίας”).

       Η όλη διεργασία μπορεί να λάβει το ακόλουθο σχήμα:

Επιθυμία -> Σκέψη -> Αντίληψη -> Προαίρεση -> Πράξη……

       ……. Και μοιάζει με αυτήν του μαθηματικού, ο οποίος για να επιλύσει ένα πρόβλημα ανατρέχει σε άλλο απλούστερο κ.ο.κ., έως ότου φθάσει σε κάποιο που μπορεί να επιλύσει με γνώση που ήδη κατέχει.

 

       Εάν όμως οι ενάρετες πράξεις είναι εκούσιες και κατά προαίρεσιν, δηλ. “μετά λόγου και διανοίας”, τότε και η αρετή και η κακία εναπόκειται σ’ εμάς τους ίδιους (εφ’ ημίν), η δε γνωστή ρήση του Σωκράτη «ουδείς εκών κακός» είναι λαθεμένη. Γι’ αυτό οι νομοθέτες, υπονοώντας κι’ αυτοί ότι η αρετή και η κακία εναπόκεινται στους πολίτες, ανταμείβουν ή τιμωρούν, μάλιστα μη αναγνωρίζοντας την άγνοια νόμου σαν δικαιολογία.

       …….. Ο Αριστοτέλης δείχνει να πιστεύει σ’ ένα αντικειμενικά “τυχαίο”, χωρίς σαφή περιγραφή ενός γενικού νόμου της αιτιότητας. Το “εκούσιον” γι’ αυτόν, δεν δηλώνει κάτι που να ισοδυναμεί αναγκαίως με “ελευθερία βούλησης”……. Δεν εξέτασε το πρόβλημα διεξοδικά, δεν εκφράστηκε με συνέπεια, και στην περί της Ψυχής θεωρία του ο Αριστοτέλης (όπως και ο Πλάτωνας) δεν περιέχεται μια σαφής άποψη για τη βούληση….        (W. D. ROSS, σελ. 281-287)

                                                           

                                                                                            

4.4) Επίκουρος: Αιτιότητα – Τυχαιότητα

 

      Ο Επίκουρος, υλιστής και θιασώτης της ατομικής θεωρίας, πίστευε ότι τα μόνα πράγματα που υπάρχουν  στον κόσμο είναι άτομα και κενό και τα δύο αυτά είναι άπειρα.  Το σύμπαν, άρα, είναι απεριόριστο, το διέπουν δε φυσικοί νόμοι ακλόνητοι και απαραβίαστοι, χωρίς δυνατότητα παρέμβασης καμίας θείας δυνάμεως. Όλα, όσα συμβαίνουν στον φυσικό κόσμο προέρχονται από αίτια φυσικά, που ερευνούμε με την παρατήρηση, το πείραμα, την εφαρμογή του Κανόνα.  Όλα τα γεγονότα έχουν αιτίες, γνωστές ή άγνωστες, οι δε αιτίες των πραγμάτων είναι τρεις:

          «Κάποια πράγματα συμβαίνουν εξ ανάγκης, άλλα από τύχη, άλλα μέσω κάποιας δικής μας ελεύθερης ενέργειας».                           (Προς Μενοικέα, 133)

        Από τις επιστολές του Επίκουρου και τις συλλογές αποφθεγμάτων “Κύριες Δόξες” (Κ.Δ.), και Επίκουρου Προσφώνησις” (Ε.Π.), τα παρακάτω αποσπάσματα:

 

         «….. Ο (φιλοσοφημένος) άνθρωπος περιγελά το πεπρωμένο που κάποιοι (σημ.: Οι Στωικοί) το παρουσιάζουν σαν απόλυτο κυρίαρχο των πάντων, λέγοντας μάλλον πως, από τα πράγματα κάποια γίνονται από ανάγκη, κάποια άλλα από τύχη, άλλα τέλος από την δική μας βούληση. Γιατί η μεν ανάγκη δεν υπόκειται σε ευθύνη, η τύχη από την άλλη μεριά είναι άστατη, αλλά η ελευθερία μας δεν εξουσιάζεται από κανέναν άλλον, και φυσικά επιδέχεται τον ψόγο όσο και τον έπαινο. Επειδή είναι προτιμότερο να ακολουθούμε τον μύθο για τους θεούς, παρά να υποδουλωνόμαστε στο πεπρωμένο των φυσικών φιλοσόφων, μιας και ο μύθος μας δίνει την ελπίδα να κάμψουμε τους θεούς τιμώντας τους, ενώ η αναγκαιότητα είναι αμείλικτη».                                               (Επιστολή προς Μενοικέα, ή “περί βίου”, 133-134)                                              

                                                                                                                                                                                                                                                          

        «….Και πρέπει πάντα να θυμόμαστε την μέθοδο των πολλαπλών αιτίων, και να ερευνούμε υποθέσεις και αιτίες που είναι σύμφωνες μ’ αυτές, και να μην αποβλέπουμε σε ανακόλουθες εξηγήσεις που διογκώνουμε χωρίς αιτία, προκειμένου να καταλήξουμε – με διαφορετικούς τρόπους κατά περίπτωση – στη μεθοδολογία του ενός - μοναδικού τρόπου εξήγησης….». (Επιστολή προς Πυθοκλή, ή περί ουρανίων φαινομένων 95)

                                                                

          «…. Και η θεϊκή φύση καθόλου να μην υπεισέρχεται (στις φυσικές εξηγήσεις), αλλά να την αφήνουμε μακριά-αμέτοχη και στη πλέρια μακαριότητα της, διότι αν αυτό δε γίνει, όλη η περί των μετεώρων (ουρανίων σωμάτων) ερμηνεία θα είναι μάταιη……

           “Και η θεία φύσις προς ταύτα μηδαμή προσαγέσθω, αλλ’ αλειτούργητος διατηρείσθω και εν τη πάσει μακαριότητι, ως ει τούτο μη πραχθήσεται, άπασα η περί των μετεώρων αιτιολογία ματαία έσται”.                                                            (Επ. Π. 97)       

 

          «…. Αυτοί που δέχονται μία μόνο εξήγηση και μάχονται ενάντια στη μαρτυρία των φαινομένων έχουν υποπέσει σε λάθη σχετικά με την δυνατότητα του ανθρώπου να επιτύχει τη γνώση….. Διότι αν και οι δύο εξηγήσεις δεν αντιμάχονται τα φαινόμενα, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε σε ποιες περιπτώσεις οφείλονται στην μία (εξήγηση) τα αίτια, και σε ποιες στην άλλη….(“επί δε ποίοις παρά τούτο ή τούτο το αίτιον γίνεται ουκ έστι συνιδείν”).....   Αλλά το να αποδίδει κανείς μία μοναδική αιτία σε φαινόμενα, όταν αυτά υπόκεινται σε πολλές, είναι παραφροσύνη. Και γίνεται εντελώς εσφαλμένα, από άτομα που είναι οπαδοί ανόητων αστρολογικών αντιλήψεων, που δίδουν ερμηνείες εις μάτην, για τις αιτίες κάποιων από τ' φαινόμενα, ενώ δεν απαλλάσσουν πάντα τη θεία φύση από βάρος ευθύνης». (Επιστολή προς Πυθοκλή 98-113)

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                    

          «….. Και πάνω απ’ όλα, να αφιερώσεις τον εαυτό σου Πυθοκλή, στην μελέτη των πρώτων αρχών, του απείρου, και των συγγενών θεμάτων με αυτά. Και επίσης (στην μελέτη) των κριτηρίων της αλήθειας και των συναισθημάτων, καθώς και της αιτίας για την οποίαν ερευνούμε όλα αυτά. Επειδή, όταν όλα αυτά τα πράγματα μελετηθούν διεξοδικά, θα μας κάνουν ικανούς να κατανοήσουμε εύκολα της αιτίες των επιμέρους φαινομένων».                                                                                               (Επιστολή προς Πυθοκλή 116)

                                                                                                                                                                                        

       Αναφορικά με την άστατη τύχη, μικρά εμπόδια αυτή θέτει στο σοφό, αφού τα μέγιστα και κυριότατα ζητήματα ο λογισμός του τα έχει διαχειριστεί, και σε όλη τη διάρκεια του βίου τα διαχειρίζεται και θα τα διευθετήσει.      

        «Βραχέα σοφῷ τύχη παρεμπίπτει, τὰ δὲ μέγιστα καὶ κυριώτατα ὁ λογισμὸς διῴκηκε καὶ κατὰ τὸν συνεχῆ χρόνον τοῦ βίου διοικεῖ καὶ διοικήσει».                                                                                                                  (ΚΥΡΙΑΙ ΔΟΞΑΙ 16)

 

       Μητρόδωρος ο Λαμψακηνός, δεν πτοείται από τις αντιξοότητες της ζωής, άφοβος και μπροστά στο θάνατο…   «Ω τύχη, σε πρόλαβα και έφραξα κάθε σου πέρασμα».

       «Ω τύχη, σε πρόλαβα και έφραξα κάθε σου πέρασμα. Και ούτε σε σένα, ούτε σε καμία άλλη περίσταση, θα αφήσουμε τους εαυτούς μας εκτεθειμένους. Αλλά όταν θα πρέπει να τελειώνουμε……..θα φύγουμε από τη ζωή, τραγουδώντας έναν όμορφο ύμνο για το πόσο ωραία ζήσαμε».

                         «Προκατείλημμαι σέ, ὦ τύχῃ, καὶ πᾶσαν σήν παρείσδυσιν ἐνέφραξα, καὶ οὔτε σοὶ οὔτε ἅλλῃ οὐδεμιᾷ περιστάσει δώσομεν ἑαυτοὺς ἐκδότους ἀλλ ὅταν ἡμᾶς τὸ χρεὼν ἐξάγῃ, μέγα προπτύσαντες τῷ ζῆν καὶ τοῖς αὐτῷ κενῶς περιπλαττομένοις ἀπίμεν ἐκ τοῦ ζῆν μετὰ καλοῦ παιῶνος ἐπιφωνοῦντες ὡς ἠμῖν βεβίωται».     

                                                                                                                                                                            (Επικούρου Προσφώνησις 47)

          Ως προς το ζήτημα της μαντικής (μαντείας), όπως και για τις συναφείς θεωρίες περί πεπρωμένου, μοίρας, ειμαρμένης, αστρολογίας, κλπ. δήθεν τεχνών που προβλέπουν το μέλλον ή κατευνάζουν τους θεούς, ο Επίκουρος, ασφαλώς, υπήρξε - κάθετα - αντίθετος:

       «Μαντικὴν δ' ἅπασαν ἐν ἄλλοις ἀναιρεῖ, ὡς καὶ ἐν τῇ Μικρᾷ ἐπιτομῇ. καί φησι· "μαντικὴ οὖσα ἀνύπαρκτος, εἰ καὶ ὑπαρκτή, οὐθὲν παρ' ἡμᾶς ἡγητέα τὰ γινόμενα." Τοσαῦτα καὶ περὶ τῶν βιωτικῶν· καὶ ἐπὶ πλείω διείλεκται ἀλλαχόθι».            (Διογένης Λαέρτιος Χ, 135, fg. 395 Us.)  

 

       «Πρέπει να θυμάσαι ότι το μέλλον δεν είναι ούτε δικό μας ούτε  πέρα από μας, ώστε μήτε να προσμένουμε ότι σίγουρα θα έλθει, ούτε ν’ απελπιζόμαστε ότι οπωσδήποτε δεν θα έρθει».

        «Μνημονευτέον δὲ ὡς τὸ μέλλον οὔτε ἡμέτερον οὔτε πάντως οὐχ ἡμέτερον, ἵνα μήτε πάντως προσμένωμεν ὡς ἐσόμενον μήτε ἀπελπίζωμεν ὡς πάντως οὐκ ἐσόμενον».       (Προς Μενοικέα, 124)                                                    

 

 

4.5) “Παρέγκλιση”, το μεγάλο επαγωγικό άλμα

 

        Η φιλοσοφία του Επίκουρου απέρριψε κάθε ιδέα αρχικής αιτίας και τελικής αιτίας στα γεγονότα της Φύσης. Περαιτέρω, προχώρησε στον καθορισμό της Φυσικής επιστήμης ως  πειραματικής, όχι με απόλυτη αιτιοκρατική θεμελίωση (όπως πίστευε ο Δημόκριτος και οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι), διότι, μετά από έρευνες των φυσικών φαινομένων με μεθόδους «Επαγωγικής λογικής» σύμφωνες με τον «Κανόνα»,  διατύπωσε τη καινοτόμο και πρωτότυπη ιδέα της “παρέγκλισης” των ατόμων της ύλης (λατ.: clinamen).

        Έτσι, ο Επίκουρος “παρεκκλίνει” από το αυστηρά αιτιοκρατικό φυσικό μοντέλο και προς την τυχαιότητα των φυσικών γεγονότων…..

 

       Πως, αλήθεια, συλλαμβάνει ένας επιστήμονας μια ρηξικέλευθη ιδέα; Ο Αμερικανός συγγραφέας Τζων Στάινμπεκ (1902-1968) γράφει στο έργο του “Γλυκιά Πέμπτη”:

        «Η φλόγα από την σύλληψη μιας ιδέας φουντώνει κι αμέσως σβήνει, αφήνοντας τους ανθρώπους συνταραγμένους, να νοιώθουν ταυτόχρονα  δυστυχία και φόβο. Βέβαια, υπάρχουν πάντα πολλά πράγματα που προμηνύουν τον ερχομό της. Όλοι ξέρουν για το “μήλο του Νεύτωνα”. Η “Καταγωγή των ειδών” άστραψε, για μια στιγμή, ολοκληρωμένη μέσα στη σκέψη του Δαρβίνου, κι ύστερα αυτός πέρασε όλη του τη ζωή κάνοντας μελέτες για να την αποδείξει.  Ο Αϊνστάιν συνέλαβε την “θεωρία της σχετικότητας” σε χρόνο ίσο μ’ αυτόν που μας χρειάζεται για να κτυπήσουμε τα χέρια σ’ ένα και μοναδικό χειροκρότημα.

        Αυτό είναι το μεγαλύτερο μυστήριο σχετικά με την ανθρώπινη σχέση – το «επαγωγικό άλμα».

        Ξαφνικά όλα βρίσκουν τη θέση τους, τα άσχετα αποκτούν συνοχή, η ασυμφωνία μετατρέπεται σε αρμονία και η ασυναρτησία φοράει την κορόνα της ξεκάθαρης έννοιας. Όμως, το άλμα που οδηγεί στο φως  έχει σαν αφετηρία του το πλούσιο έδαφος της σύγχυσης και ο άλτης δεν αποφεύγει να γνωρίσει τον πόνο».

 

        Πρέπει να σημειώσουμε ότι το φαινόμενο της Επικούρειας παρέγκλισης αναφέρεται στη κίνηση των στοιχειωδών σωματιδίων (δηλ. των ατόμων) της ύλης. Είναι μια -από τις τρεις- μορφή κίνησης των ατόμων. Ο Επίκουρος δεν σημειώνει απροσδιοριστίες πουθενά στον μεγάκοσμο.  Έτσι, σε μακροσκοπικό (όπως θα λέγαμε σήμερα) επίπεδο δεν χάνονται αναγκαίως οι λογικές ερμηνείες, η τάξη και η κανονικότητα, ενώ με την “παρέγκλιση”, πρώτη και κυριότατη αρχή της δημιουργίας (όπως το BING BANG?), ο Επίκουρος καταφέρνει να ερμηνεύσει καλλίτερα:

 

 1)  Την πορεία - εξέλιξη της δημιουργίας, το τυχαίο, το απρόοπτο, το  απροσδόκητο, τον  αυθορμητισμό, την ενδεχομενικότητα στα φυσικά φαινόμενα.

 2) Την ύπαρξη ελεύθερης βούλησης και συνεπακόλουθα την ελευθερία του ατόμου, την χειραφέτηση του από τα δεσμά της μοίρας, καθώς και την  έννοια της υπευθυνότητας και ηθικής ευθύνης του.

 

       Κατά τον Επίκουρο, τα άτομα της ύλης προσδεμένα / συσσωματωμένα στην μάζα όπου ανήκουν σε (νοητό) πλέγμα (το “πλεκτικόν”), κινούμενα “κατά πάλσιν και περίπαλσιν”, και βρισκόμενα σε κατακόρυφη πτώση μέσα στο πελωρίων διαστάσεων μεταξύ τους κενό, λόγω του βάρους τους, σε κάποιο απροσδιόριστο, τυχαίο, σημείο της διαδρομής τους και κατά χρονικά διαστήματα παντελώς ανύποπτα, “παρεκκλίνουν” της κατακόρυφης πορείας τους.  

           Ο Στοβαίος γράφει επιγραμματικά: “Επίκουρος {λέει ότι} ….. κινείσθαι δε τα άτομα τότε μεν κατά στάθμην, τότε δε κατά παρέγκλισιν, τα δε άνω κινούμενα κατά πληγήν και  υπό παλμόν ……”.

         Μ’ αυτόν τον τρόπο, συνδέονται, συμπλέκονται, συγκρούονται, φθείρουν, διαλύουν κλπ. άλλα άτομα. Πρόκειται για μια εντελώς αναπάντεχη και αναιτιολόγητη εκδήλωση της ύλης, στο χαμηλότερο επίπεδο ύπαρξης της, το άτομο. Με τη διαδικασία αυτή, κατά τον Επίκουρο, δημιουργούνται όλα τα συμβαίνοντα στη φύση και ποικιλόμορφα γεννιούνται, μεταλλάσσονται και πεθαίνουν όλα τα είδη (Επιστολή προς Ηρόδοτο).

 

       Στο έργο του Λουκρήτιου “De Rerum Natura” υπάρχει εκτενής σχετική αναφορά, που εστιάζεται ακριβώς στην αναίτια (sine causa) “παρέγκλιση (Declinatio)”.

           «….. Όταν τα άτομα φέρονται από το ίδιο τους βάρος μες στο κενό, σε στιγμές ακαθόριστες και σε τόπους ακαθόριστους παρεκκλίνουν κάπως από την τροχιά τους, τόσο μόνο, όσο που να μπορείς να πεις ότι διαφοροποιήθηκε η κίνηση τους.  Αν δεν υπήρχε αυτή η παρέκκλιση, όλα τα άτομα θα έπεφταν σα σταγόνες βροχής στα τρίσβαθα του κενού και δεν θα προέκυπτε καμιά επαφή, καμιά πρόσκρουση μεταξύ των αρχικών στοιχείων, κι έτσι η φύση δεν θα έφτιαχνε ποτέ τίποτα….»

        Η επανεμφάνιση του ποιήματος “De Rerum Natura”, από τον Poggio Bracciolini το 1417, υπήρξε η ίδια μια “παρέκκλιση”, από τη πορεία προς τη λήθη που όδευε το ποίημα και η φιλοσοφία του!

(Stephen Greenblatt “The Swerve, How the Renaissance Began” σελ. 19)

       Μέχρι και τα νεώτερα χρόνια, η “λεπτομέρεια” της παρέγκλισης είχε έντονα κατακριθεί, ή είχε περάσει απαρατήρητη…… Ο Κικέρων (106-43) γράφει: «…. και δεν υπάρχει τίποτε πιο ντροπιαστικό για ένα φυσικό από το να λέει ότι κάτι γίνεται “δίχως αιτία (sine causa”)...».  (“De Finibus bonorum et malorumI,6)  

 

       Συμπερασματικά και ανακεφαλαιώνοντας, ηπαρέγκλιση” των ατόμων της ύλης, έχει σαν συνέπεια η όλη φυσική (και ηθική) φιλοσοφία του Επίκουρου να καθίσταται, επιπροσθέτως, και τυχαιοκρατική, μη αυστηρά και καθολοκληρίαν αιτιοκρατική. Και αυτό δεν συνιστά αντίφαση. Είναι γνωστό εξ άλλου ότι ο Επίκουρος είναι ανοικτός στην έρευνα και δεκτικός σε πολλαπλές ερμηνείες, αρκεί βέβαια τα πειραματικά δεδομένα τους να μην «αντι-μαρτυρούνται».

       «….Και πρέπει πάντα να θυμόμαστε την μέθοδο των πολλαπλών αιτίων, και να ερευνούμε τις υποθέσεις και τις αιτίες που είναι σύμφωνες με αυτές, και να μην αποβλέπουμε σε ανακόλουθες εξηγήσεις που διογκώνουμε χωρίς αιτία, προκειμένου να καταλήξουμε - με διαφορετικούς τρόπους κατά περίπτωση - στη μεθοδολογία του της-μοναδικού τρόπου εξήγησης….».                                                                                                                (Επιστολή προς Πυθοκλή 95)

 

       Mε την παρέγκλιση, η ατελέσφορη νομοκρατία παύει να διαφεντεύει τον κόσμο, η λογική αιτιοκρατία δεν συνιστά τον μοναδικό κανόνα των αλλαγών στην Φύση, η οποία δεν χρειάζεται δημιουργό θεό, ή κάποια ρυθμιστική αρχή.  Και η “παρέγκλιση” της Επικούρειας φυσικής είναι εναρμονισμένη εντυπωσιακά  με την “Αρχή της αβεβαιότητας (απροσδιοριστίας) του Heinsenberg”, της Κβαντικής θεωρίας.

      Κατά την άποψη μας, η αυθόρμητη και τυχαία παρέγκλιση, και είναι αυτές πραγματικά απειράριθμες, η οποία είναι μια δύναμη εσωτερική των ατόμων ως την όρισε ο Επίκουρος, μετά την επέλευση της εξαφανίζεται και στη συνέχεια αφήνει ξανά το χώρο ανοικτό στην αναγκαιότητα, στον φυσικό νόμο. 

      Αν αυτό τελικά ισχύει, μπορεί να υποστηριχθεί ότι:  Αιτιοκρατία και αναιτιοκρατία συνυπάρχουν και συγκυβερνούν τον κόσμο.    

4.6) Η Ελεύθερη βούληση στον Επίκουρο

       «Κακὸν ἀvάγκη, ἀλλ’ οὐδεμία ἀvάγκη ζῆν μετὰ ἀvάγκης»     

                                                                                                        (Επικούρου Προσφώνησις 9)

      Δεχόμαστε ότι η Φυσική δεν είναι ούτε επιστημονικά, ούτε οντολογικά ουδέτερη, και το “αληθές” των Φυσικών επιστημών (πρέπει να) ταυτίζεται με το “δίκαιο” των Ανθρωπιστικών. Και αφού, κατά τους ντετερμινιστές, οι φυσικοί νόμοι και όσα εξ αυτών συνεπάγονται, συνιστούν εκδηλώσεις άτεγκτης αναγκαιότητας, κατ’ επέκτασιν και ο άνθρωπος, αναπόσπαστο μέρος της φύσης, διαγράφει πορεία καθορισμένη από μια αδιάκοπη αλληλουχία αιτιών και αποτελεσμάτων, σε μια ατελείωτη αιτιοκρατική αλυσίδα, απ’ την οποίαν δεν μπορεί να ξεφύγει.

      Έτσι, η ζωή, σαν όλα τα φυσικά φαινόμενα που υπακούουν στην αδυσώπητη αιτιοκρατία - αναγκαιότητα, βρίσκεται κι’ αυτή σ’ ένα μονόδρομο, χωρίς δυνατότητα διαφυγής. “Λογικό συμπέρασμα”  μετά απ’ αυτά, θα ήταν ότι στους ανθρώπους δεν λειτουργεί “Ελεύθερη βούληση”, κατά συνέπεια δεν μπορεί να καταλογιστεί ποτέ καμία ευθύνη, σε κανέναν άνθρωπο, για οποιαδήποτε πράξη του!

      Πρόκειται για σοβαρό επακόλουθο - παρενέργεια του άκρατου ντετερμινισμού, που όπως καθαρά βλέπουμε έχει τρομακτικές συνέπειες και σε εκτός της Φυσικής πεδία, όπως είναι αυτά της Ηθικής, της Κοινωνιολογίας, της Νομικής και του Δικαίου.

      Και τίθεται το αδυσώπητο ερώτημα: Ανεξήγητη, λοιπόν, είναι, και θα παραμείνει εσαεί, η από την φυσική πραγματικότητα, τις θρησκείες και τους κειμένους νόμους αναγνωρισμένη “Ελευθερία βούλησης” του ανθρώπου; Ο Επίκουρος έδωσε απάντηση σ’ αυτό το δύσκολο ερώτημα, στα πλαίσια της λογικής και των δυνατοτήτων της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας.

 

       Η “Ελευθερία βούλησης” του ανθρώπου, την οποίαν αποδέχεται ο Επικουρισμός, ερμηνεύεται όμοια με την τυχαία και απρόβλεπτη συμπεριφορά των ατόμων της ύλης κατά την κίνηση τους, όπως διατυπώνεται στην Επικούρεια θεωρία της “παρέγκλισης”. Με άλλα λόγια, η “παρέγκλιση” (στην ύλη) συνιστά και την γενεσιουργό αιτία της ελεύθερης βούλησης (στον άνθρωπο).

       Η ανθρώπινη ελευθερία, όπως πρώτος ο Επίκουρος υπέδειξε, δεν είναι συμβατή με τον ντετερμινισμό. Μόνον, κάποιες απρόβλεπτες διακοπές των άτεγκτων νόμων της αιτιότητας, μπορούν να απελευθερώνουν τις πράξεις μας από τον προκαθορισμό.

             «Ο αυθορμητισμός, αρχίζοντας στα άτομα της ύλης με την παρέγκλιση, φτάνει στον θρίαμβο του στην ανθρώπινη συνείδηση».  (Χ. ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ: “ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ”, σελ. 368)

      “Πεπρωμένο” (πολλοί πιστεύουν είναι και…. “γραπτό”!), θεία επιβράβευση ή τιμωρία, ή πρόνοια και τα τοιαύτα, που είναι ανεπιβεβαίωτα όμως καταδυναστεύουν τους θνητούς, εξοβελίζονται από τη ανθρώπινη ζωή με την “παρέγκλιση” και την συνεπακόλουθη “ελευθερία βούλησης”…….

 

     Σχετικά, ο Επίκουρος διεμήνυσε στον Μενοικέα:

      “Την δε ειμαρμένη που προτείνουν μερικοί {οι Στωικοί} ως κυρίαρχο των πάντων, [ο σοφός] την κοροϊδεύει…, γιατί είναι προτιμότερο να ακολουθούμε το μύθο περί θεών παρά να υποτασσόμαστε στην ειμαρμένη των φυσικών {Στωικών} φιλοσόφων. Γιατί ο μύθος περί θεών αφήνει να διαφαίνεται κάποια ελπίδα εξιλέωσης μέσω απόδοσης τιμών προς αυτούς, ενώ η ειμαρμένη, κατ’ ανάγκην, δεν αφήνει καμία ελπίδα εξιλέωσης…..     (Επ. Μ. 133-134)

      Ο Καρνεάδης, σκεπτικιστής σχολάρχης της Ακαδημίας (2ος π.Χ. αι.), δεν είναι αρνητικός στην ελευθερία της βούλησης, όμως μέμφεται τους Επικούρειους, διότι -πιστεύει- ότι το πρόβλημα της ελευθερίας, αντί να το περιορίσουν στον άνθρωπο ως από τη φύση του, μέσω της παρέγκλισης τους (στην κίνηση των ατόμων), το μετέφεραν και στο σύμπαν, στην όλη Φύση.

      Οι γνωστοί πολέμιοι του Επικουρισμού Κικέρωνας και Πλούταρχος θα αναγνωρίσουν ότι η βασική αυτή υπόθεση του Επίκουρου, η αυθόρμητη “παρέγκλιση”, συνυφασμένη με τα όντα, σκοπεύει…… να σώσει την εξουσία μας πάνω στον εαυτόν μας (δηλ. να διασώσει την ελευθερία μας)….όπως το εφ΄ημίν μη απόληται”! 

       Πλούταρχου: “Πότερα τῶν ζῴων φρονιμώτερα τὰ χερσαία ἢ τὰ ἔνυδρα (De sollertia animalium)”, βιβλ. XII, 66 ,  Jean-Marie Guyau “Η Ηθική του Επίκουρου”, σελ. 113-114.

      Σωστά, λοιπόν, ισχυρίζεται ο Λουκρήτιος ότι τα άτομα με την απόκλιση τους από την ευθεία κίνηση σπάζουν τα δεσμά της οικουμένης(fati foedera), έτσι που πια, να μην ακολουθεί επ’ άπειρον η μία αιτία την άλλη, έτσι που η δύναμη της βούλησης, αποσπασμένη από το πεπρωμένο, να μας οδηγεί και να προχωρούμε εκεί, όχι επειδή είναι προκαθορισμένο, αλλά επειδή εμείς έτσι το θέλουμε!     (DRN. 254-260)   

      Και μια επισήμανση μας: Όπως η παρέγκλιση (στα άτομα της ύλης) αποτελεί αποκλειστικά φυσικό φαινόμενο του μικρόκοσμου, δεν παρατηρείται στον ορατό-αισθητό κόσμο και εξελίσσει μεν, αλλά δεν καταργεί τους νόμους της Φύσης ούτε δημιουργεί αταξία και παραλογισμό (βλ. κεφ. 4.5),  το ίδιο σε αντιστοιχία συμβαίνει και με την εφαρμογή της παρέγκλισης στην ελευθερία βουλήσεως. 

      Η παρέγκλιση, όπως μας εξηγεί ο Επικουρισμός, στην ανθρώπινη συμπεριφορά και το ηθικό πεδίο, γίνεται αιτία να αλλάξουν απόψεις και αποφάσεις μας, δίνει αυθορμητισμό και τυχαιότητα σε πράξεις μας, όμως δεν μεταβάλει βαθιά και άμεσα τον χαρακτήρα μας, δεν παραλλάσσει την ιδιοσυγκρασία μας.  

 

Κεφ. 5) Μαθηματικά

         Στα νεώτερα χρόνια, επιστημολόγοι θεωρούν “επιστήμες” μόνο τις φυσικές (natural sciences), συγκεκριμένα, αυτές που αξιοποιούν πορίσματα μετρητικών παρατηρήσεων και πειραμάτων. Για τα Μαθηματικά, όπως και για τη Λογική, τομείς γνώσης καθαρά νοητικούς (μη εμπειρικούς), αποφεύγουν τον όρο (science), περισσότερο χρησιμοποιούν τον όρο discipline….. Στα Ελληνικά δεν υπάρχει ικανοποιητική απόδοση για τον όρο: discipline.

5.1) Αριστοτέλης:  Γενικές αρχές

 

      Ο Αριστοτέλης κατέτασσε τα Μαθηματικά στα “Θεωρητικά” μαθήματα. (Βλ. κεφ. 2)  

      “Ότι μεν ουν η φυσική θεωρητική τις εστίν, φανερόν εκ τούτων.  Άλλ’ έστι και η μαθηματική θεωρητική”.    

      Μαζί δε με την Φυσική και την ανωτέρα πάντων “Πρώτη Φιλοσοφία” / Θεολογία, την οποίαν θεωρούσε “και την τιμιωτάτην” καθ’ όσον ασχολείται “περί το τιμιώτατον γένος” (δηλ. το θείον),  δημιουργούν το τρίπτυχο  της θεωρητικής (καθ’ αυτό)  φιλοσοφίας.

      Ώστε τρεις αν είεν φιλοσοφίαι θεωρητικαί: μαθηματική, φυσική, θεολογική”.

                                                                                                                           (“Μετά τα Φυσικά” Ε 1026 a 5-25)

     Απ’ όλες τις επιστήμες τα Μαθηματικά θεωρούσε ως την ακριβολογικώτερη και  θεμελιωδέστερη, ενώ την Αστρονομία ως την εγγύτερη προς την φιλοσοφία. Είχε την άποψη ότι εφόσον τα σώματα που μελετά η φυσική περιλαμβάνουν στερεά – επίπεδα – μήκη – σημεία, πράγματα που αποτελούν αντικείμενο μαθηματικών μελετών, οι δύο επιστήμες - κατά μια έννοια - συμπίπτουν.

     Υπάρχει, όμως, διάκριση, και αυτή συνίσταται στο ότι τα αντικείμενα των μαθηματικών, μολονότι στην πραγματικότητα είναι αδιαχώριστα από το φυσικό κινητό σώμα μελετώνται ανεξάρτητα από την κίνηση, και αυτός ο διαχωρισμός δεν συνεπάγεται κανένα σφάλμα. Ο μαθηματικός κάνει αφαίρεση κάθε αισθητής ιδιότητας κι αφήνει μόνον ό,τι είναι ποσοτικό, συνεχές, και τις ιδιότητες του.                                                 

                                                                      (W. D. Ross, “Αριστοτέλης” σελ.104-105 και “Μετά τα Φυσικά”  1061 a 28 - b 3)

      Στην πραγματικότητα, ο Αριστοτέλης αμφιβάλλει αν τα μαθηματικά αντικείμενα έχουν αυθυπαρξία, εκφράζοντας τη γνώμη ότι προϋπόθεση της ύπαρξης τους είναι η ύλη, όμως η ύλη η οποία σχετίζεται με τα μαθηματικά, δηλ. η “μαθηματική ύλη, εκεί, όπου οι έννοιες των μαθηματικών αντικειμένων είναι καθαρές, όπως τις εννοούσε ο Πλάτωνας.

    Επειδή όμως οι διάδοχοι του Πλάτωνα δεν συνέχισαν την έρευνα, η Ακαδημία δεν κατέληξε σε μαθηματικά ειδητικά”, δηλ. προσομοιάζοντα  εις τα είδη (ιδέες). Έτσι, για να ευσταθήσει η Πλατωνική αριθμολογία, αναγκαίο ο Σταγειρίτης θεωρεί να επινοηθεί ένα νέο είδος αριθμών, οι μονάδες  κάθε αριθμού του οποίου θα είναι ασύμβλητες με τις μονάδες των άλλων αριθμών του συστήματος αυτού, και (ως εκ τούτου) δεν θα είναι δυνατόν να εκτελούνται λογιστικές πράξεις….

                                                                                (Κ. Δ. ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ Ιστορία της Ε. Φ. , σελ. 265 κ 283-284)

        Τα "Είδη" του Αριστοτέλη από τις Πλατωνικές "Ιδέες" διαφέρουν στο κατά που βρίσκονται (στη γη, ή στον ουρανό).    Τα “ειδητικά μαθηματικά (αριθμοί και σχήματα), αιώνια, άφθαρτα και ακίνητα,  έχουν τις βασικές χαρακτηριστικές ιδιότητες των “ειδών”, ως λέει και η λέξη ειδητικά.   

 

     Ο Αριστοτέλης, κατά συνέπειαν της ανωτέρω απόψεως περί καθαρών σχημάτων και αριθμών, μοναδικών - ασυμβλήτων, ιδεατών - ειδητικών, υπήρξε πολέμιος της οντολογικής αριθμολογίας των Πυθαγόρα,  Πλάτωνα κ. ά., θεωρώντας ότι ο αριθμός δεν μπορεί να έχει οντολογική σημασία. Επίσης, ήταν ενάντιος και στη σπουδαιότητα που οι ΠλατωνικοίΣπεύσιππος εκπροσωπούσε περισσότερο αυτή τη τάση)  απέδιδαν στα μαθηματικά……

     Πριν από τον αριθμό, διατεινόταν ο Αριστοτέλης, προτεραιότητα έχει το αντικείμενο της αρίθμησης, αφού πρώτα οφείλουμε να αναρωτηθούμε αν αυτό υπάγεται στην αρίθμηση.  Επομένως ο αριθμός είτε μόνος του (Πυθαγόρας), είτε μαζί με την ιδέα του (Πλάτων) δεν συνιστά οντολογική αρχή.

 

    Τα Μαθηματικά, ο Αριστοτέλης υπαγάγει στα “αξιωματικά συστήματα” (όπως είναι το Ευκλείδειο), τα οποία οφείλουν, σε μια αποδεικτική διαδικασία - απαγωγική - να τηρούν τις πιο πάνω αρχές της συνέπειας και της μη αντίφασης.

     Όπως είδαμε, η μέθοδος αυτή που ονομάζεται “απαγωγική” ή “παραγωγική”, απορρέει από  την περί “Ιδεών” Πλατωνική αντίληψη και εφαρμόζεται όχι μόνον σε (ιδεαλιστικούς) φιλοσοφικούς στοχασμούς, αλλά και στα “Αξιωματικά” Μαθηματικά του Ευκλείδη, που, βέβαια, βρίθουν κι’ αυτά,  από  συνεπαγωγές σχέσεων.

 

      Για τον Σταγειρίτη, λοιπόν, οι μαθηματικές οντότητες είναι “νοητικές αφαιρέσεις” από τα φυσικά αντικείμενα (“Φυσικά” B 193 b 22-36). Η αριθμητική πραγματεύεται την ασυνεχή ποσότητα, ενώ η γεωμετρία τη συνεχή…

     Δίνει δε τον ακόλουθο ορισμό του συνεχούς:

       «Λέγω δ’ είναι συνεχές, όταν ταυτό γέννηται και έν το εκατέρου πέρας οις άπτονται».                         

                                                                                                                                                  (“Φυσικά” Ε 227 a 12-14)

      Απόψεις του Αριστοτέλη για τα Μαθηματικά είναι και οι παρακάτω:

      «…… Σε περιοχές όπου η σκέψη διαχωρίζει με ευκολία την μορφή από την ύλη, όπως στα Μαθηματικά (Τα μαθηματικά, είδαμε, στερούνται ύλης και κίνησης όλως-διόλου), ο νους αφού αντιληφθεί την αλήθεια, και σε μια μόνο περίπτωση, μπορεί να συλλάβει την δυνατότητα εφαρμογής αυτής της αλήθειας σε όλες τις περιπτώσεις της είδους».  

       Συνεπώς, και η αφετηρία σε κάθε αφηρημένο στοχασμό ή συνειρμό, όπως κατ’ εξοχήν είναι οι μαθηματικοί συλλογισμοί, δεν μπορεί παρά να ανάγεται σε "πρώτες αναλλοίωτες αρχές" και όχι πάνω σε ενδεχομένως “απατηλές” παρατηρήσεις των αισθήσεων, αφού…

       «….. Περί δε της αληθείας ως ου παν το φαινόμενον αληθές».             

                                                                                                                                     (“Μετά τα φυσικά” Γ 1010 b 1) 

    Το συμπέρασμα του συλλογισμού πρέπει να προκύπτει "παραγωγικά" απ' αυτές, τις πρώτες αρχές, που τέθηκαν ως “προκείμενες” του.  Σε περιοχές, όμως, όπου ο διαχωρισμός της μορφής από την ύλη είναι λιγότερο εύκολος, είναι αναγκαία η “επαγωγή”, στις περισσότερες των περιπτώσεων. Πάντως, και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, προϋποτίθεται η ίδια “ενέργεια της νοήσεως”.

 

5.2) Το “Άπειρο” στον Αριστοτέλη

 

      «Το άπειρον, αν είναι ουσία και αρχή, άρα δεν μερίζεται, ούτε διαιρείται. Όμως, είναι αδύνατον το εντελεχείαι ον να είναι άπειρον, διότι τότε (το άπειρον) θα ήταν αναγκαίως ένα ποσόν. Συνεπώς, (το άπειρον) υπάρχει κατά συμβεβηκός…… Ότι δε μέσα στα αισθητά πράγματα δεν υπάρχει (το άπειρον) γίνεται φανερό ως ακολούθως…..».  

      «Ούτως απείρου ει εστιν ουσία και αρχή, αμέριστον, άρα και αδιαίρετον. Αλλ’ αδύνατον το εντελεχείαι ον άπειρον, ποσόν γαρ είναι ανάγκη. Κατά συμβεβηκός άρα υπάρχει….ότι δ’ εν τοις αισθητοίς ουκ έστιν , ενθέδεν δήλον….».                                                                                            

                                                                                                                                           (“Μετά τα Φυσικά” Κ 1066 b 20-28)

       Ως προς το θέμα του “απείρου”,  ο Αριστοτέλης συλλογίζεται ότι από μια σκοπιά υπάρχει άπειρο, ενώ από άλλη δεν υπάρχει. Δεν δέχεται ότι είναι δυνατόν να υπάρξει ενεργείαι άπειρον, όμως αναγνωρίζει την ύπαρξη του δυνάμει απείρου. Αυτό σημαίνει πως μπορούμε να προχωρούμε προς το απείρως μέγα ή το απείρως μικρό, χωρίς ποτέ να φθάνουμε σ’ ένα πέρας. Το άπειρον, λοιπόν, είναι μια αιώνια πορεία δίχως τέλος, είτε προς το απείρως μέγα (“κατά πρόθεσιν άπειρον”), είτε προς το απείρως μικρό (“κατά διαίρεσιν ή καθαίρεσιν άπειρον”).

       Μια πρώτη - κύρια διάκριση, λοιπόν, είναι η πιο πάνω ανάμεσα στο “άπειρο κατά πρόσθεση” (αυτό που μένει άπειρο και μετά από όποια προσθήκη) και στο “άπειρο κατά διαίρεση” (αυτό που διαιρείται ατέλειωτα). Ο αριθμός είναι “άπειρος κατά πρόσθεση”, το μέγεθος “άπειρο κατά διαίρεση”, ενώ ο χρόνος είναι άπειρος και με τις δύο σημασίες. Είναι ίδιο το γεγονός ότι ο αριθμός μπορεί να αυξηθεί απεριόριστα, και το μέγεθος να διαιρεθεί απεριόριστα.

      Αποδέχεται την ύπαρξη απείρων συνόλων που συγκλίνουν προς ένα πεπερασμένο άθροισμα, π.χ.:

      Σ1/2 + 1/4 + 1/8 + 1/16 +…… = 1

Στο συνεχές αναφερθήκαμε πιο πάνω κεφ. 5.1 «…λέγω δ’ είναι συνεχές, όταν ταυτό γέννηται και έν το εκατέρου πέρας οις άπτονται….».                                                                              (“Φυσικά” Ε 227 a 12-14)

 

 

5.3) “Εφαρμοσμένα μαθηματικά” στον Αριστοτέλη

 

       Η διάκριση ανάμεσα στα μαθηματικά και τη φυσική του Αριστοτέλη, σαν θεωρητικές επιστήμες, κρίνεται ικανοποιητική, όμως, η περίπτωση των εφαρμοσμένων μαθηματικών – αστρονομίας, οπτικής, αρμονικής, μηχανικής – που συνιστούν το πιο φυσικό μέρος των μαθηματικών, μπερδεύει και παρουσιάζει δυσκολία. Οι επιστήμες αυτές, μολονότι φαινομενικά πραγματεύονται φυσικά σώματα, ακολουθούν μαθηματική μέθοδο και συνήθως κατατάσσονται στους κλάδους των μαθηματικών.

       «Η γεωμετρία μελετά τη φυσική γραμμή, όχι όμως ως φυσική. Η οπτική μελετά την οπτική γραμμή όχι ως μαθηματική, αλλά ως φυσική».                                                      (Ανάλογες ήταν και οι απόψεις του Πλάτωνα).

       Σε κάποια πράγματα, όπως το σχήμα του ήλιου και της σελήνης, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι μπορούν να μελετηθούν τόσο από τον φυσικό, όσο και από τον μαθηματικό.  Έτσι, τη  μαθηματική αστρονομία και τις συγγενείς επιστήμες, αλλού τις κατατάσσει στα καθαρά μαθηματικά, αλλού τις θεωρεί, ως πρακτικές, σαφώς υποδεέστερες απ’ αυτά.

        Η επιστήμη, ως γνωστόν, στον Αριστοτέλη, ιεραρχείται. Η ανώτερη επιστήμη μελετά τους λόγους των γεγονότων. Τα ίδια τα γεγονότα εξετάζονται από τις κατώτερες.

 

        Ως προς την εκπαιδευτική αξία της μαθηματικής επιστήμης ο Αριστοτέλης δεν συμφωνεί με τις απόψεις του Πλάτωνα, διότι θεωρεί ότι στη περιοχή των μαθηματικών βασιλεύει η λογική αναγκαιότητα, η οποία δεν αφήνει ελεύθερη την βούληση.  Τα Μαθηματικά, λοιπόν, δεν επιδρούν στην ηθική (παιδεία), αφού δεν παρέχουν δυνατότητες ελεύθερων επιλογών, και….«απόδειξη  δια την αλήθεια αυτού που ελέχθη, είναι και το γεγονός ότι οι νέοι γίνονται γεωμέτρες και μαθηματικοί και σοφοί περί τα τοιαύτα, φρόνιμοι όμως δεν φαίνεται να γίνονται».

-Ουκ έχουσιν οι μαθηματικοί λόγοι ήθος, ότι ουδέ προαίρεσιν”.                       (Ρητορική, 1417, a, 19)                                                                                                                   

               - “Σημείον δ’ εστί του ειρημένου και διότι γεωμετρικοί μεν νέοι και μαθηματικοί γίνονται και σοφοί τα τοιαύτα, φρόνιμος δ’ ου δοκεί γίνεσθαι”.                                                                       (Ηθικά Νικομάχεια Ζ 9, 1142, a, 12-14)

         Στο «Περί Ποιητικής» έργο του, ο Αριστοτέλης, κάνοντας σαφή την διάκριση του, υπό ηθική έννοια, «αγαθού» προς το «καλόν» (ωραίον), παρατηρεί ότι το μεν βρίσκεται μέσα στον ηθικό βίο πάντοτε, το δε συναντάται, επίσης, και στην περιοχή των ακινήτων (δηλ. των Ιδεών), όπου περιλαμβάνονται και τα μαθηματικά.  Το αγαθόν διαφέρει από το καλόν, διότι το μεν αγαθό (αντικείμενο επιθυμίας) αφορά την πρακτική ζωή, το δε καλόν (ωραίον, αντικείμενο ανιδιοτελούς θεωρήσεως), τις σταθερές  αξίες και αρχές, δηλ. όσες δεν έχουν κίνηση-μεταβολή, τις ακίνητες, όπου περιλαμβάνονται οι μαθηματικές και οι νοητικές ουσίες.

        Στοιχεία του «καλού», θεωρεί ο Σταγειρίτης, την τάξη, την συμμετρία και τον ακριβή καθορισμό, τα οποία κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζουν τις μαθηματικές επιστήμες.

 - «Το αγαθόν και το καλόν έτερον. Το γαρ αεί εν πράξει, το δε καλόν και εν τοις ακινήτοις».

 - «Του δε καλού μέγιστα είδη τάξις και συμμετρία και το ωρισμένον, ά μάλιστα δεικνύουσιν αι μαθηματικαί επιστήμαι».                                                                                                                       (“Ποιητική” 1078 α 31-33)

 

 

5.4) Επικούρειες θέσεις πάνω στη Μαθηματική επιστήμη

 

         Σημαντικό, να διευκρινισθούν οι θέσεις των Επικουρείων για τα Μαθηματικά, με νέα ματιά και υπό το πρίσμα των σύγχρονων θεωριών, πολύ περισσότερο που η κρατούσα αντίληψη αδικεί τον Επικουρισμό, ο οποίος προήγαγε μεγάλες και πρωτοπόρες θεωρίες, τόσο στον τομέα της γνωσιολογίας, όσο και σ’ αυτόν της Φυσικής, δύο τομείς της επιστήμης απόλυτα συνδεδεμένους με τα μαθηματικά. Επομένως, θα συνιστούσε ασυνέπεια εάν και γι’ αυτά ο Επικουρισμός δεν επεδείκνυε ανάλογη στάση…..

         Για την, από πολλούς, νομιζόμενη “αρνητική θέση των Επικουρείων απέναντι στα  Μαθηματικά” διασαφηνίζουμε, ότι αυτή αφορά τα ξεκομμένα από πρακτικές εφαρμογές θεωρητικά Μαθηματικά, αυτά που διδάσκονταν με σχολαστικό τύπο και σαν αυτοσκοπός στις άλλες σχολές, ως σημειώνει ο καθηγητής Χαρ. Θεοδωρίδης (“Επίκουρος. Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου”)    

         Είναι αλήθεια ότι απέναντι στα Μαθηματικά της εποχής, οι Επικούρειοι προέβαλαν αντιρρήσεις, αυτές όμως είχαν να κάνουν με τα θεωρητικά ζητήματα της επιστήμης αυτής. Και αυτές οι αντιρρήσεις προέκυψαν λόγω του αφηρημένου, ξεκομμένου από τα πραγματικά προβλήματα ης κοινωνίας,  χαρακτήρα των θεωριών που υποστηρίχθηκαν και διδάχτηκαν κυρίως από δύο εκ των μεγαλύτερων φιλοσοφικών σχολών της αρχαιότητας, που προϋπήρχαν του Κήπου του Επίκουρου:

         1) Της Πυθαγόρειας σχολής όσον αφορά τις, μυστικοπαθούς – θεολογικού χαρακτήρα και εκτός αισθητηριακής εμπειρίας ιδεοληψίες του ιδρυτή της σχολής Πυθαγόρα, οι οποίες εξαιρετικά επηρέασαν και τον Πλάτωνα. Ας σημειώσουμε εδώ ότι η φημισμένη θεωρία του “Περί Ιδεών”, ουσιαστικά, δεν διαφέρει από την “Περί αριθμών” του Πυθαγόρα, όπως αναφέρει στα έργα του και ο Αριστοτέλης.

Για την θεολογικού τύπου Πυθαγόρεια αριθμολογία και γεωμετρία,  η Επικούρεια απόκριση υπήρξε ορθολογική, απλή κι’ ευνόητη. Δεισιδαιμονίες, προλήψεις, μυστικισμοί και μεταφυσικές έννοιες μέσα σε αριθμούς και σχήματα, που βρίθουν μέσα στις Πυθαγόρειες, αλλά και στις Πλατωνικές ιδεαλιστικές κοσμοθεωρίες, δεν γίνονται δεκτές, καθότι βρίσκονται στον αντίποδα της Επικούρειας υλιστικής φιλοσοφίας.

         2) Της Πλατωνικής Ακαδημίας όσον αφορά τα σκοτεινού χαρακτήρα μαθηματικά – γεωμετρικά  προβλήματα – γυμνάσματα,  όπως είναι η χρησιμοποίηση μόνον κανόνα και διαβήτη στη γεωμετρία, που υπήρξε τροχοπέδη στην ανάπτυξη της χρήσιμης - κοινωφελούς μηχανικής κατασκευαστικής και την οποίαν ο Πλάτωνας επέβαλε στους μαθητές του, προκειμένου να αποδειχθούν “προκείμενες” που είχε θέσει, στα πλαίσια της εκπαιδευτικής του τακτικής, αδιάφορα κατά πόσον ή όχι ήταν αληθείς.

        Τα Μαθηματικά, κατά την άποψη της Ακαδημίας, ήταν προπαιδεία για τη φιλοσοφία, επομένως ήταν κατώτερα αυτής. Συνιστούσαν, ωστόσο, μια ουσιώδη προεισαγωγή στη “Πλατωνική Διαλεκτική”. Τα μαθηματικά αξιώματα, πίστευε ο Πλάτων, πηγάζουν από τη Διαλεκτική  και αποτελούν μια καλή εκπαίδευση στην αφηρημένη νόηση και ένα καλό μέσο για την ανύψωση του πνεύματος στον κόσμο των Ιδεών                                                                                                                                         («Πολιτεία» Ζ΄ 521 - 527)

        Αρνητική υπήρξε, επομένως, η Επικούρεια τοποθέτηση και απέναντι σε μαθηματικά έξω από  πρακτικές - χρηστικές εφαρμογές, δηλ. απέναντι στα μαθηματικά της καθαρής και της αφηρημένης νόησης, ωφέλιμα μόνον σαν προγύμνασμα και εργαλείο σκέψης για την “Πλατωνική Διαλεκτική”. Διότι ο Πλάτων, επαναλαμβάνουμε, χρησιμοποίησε τα μαθηματικά, ως εργαλείο όξυνσης της σκέψης για τη Διαλεκτική του. Και γι’ αυτόν, τα μαθηματικά όντα δεν είναι αισθητά, αλλά ιδεατά, και έχουν τέλειες - ιδεατές ιδιότητες.

       Οφείλουμε, πάντως, να αναγνωρίσουμε, η Ακαδημία, η φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε και διηύθυνε όσο ζούσε Πλάτωνας, υπήρξε κέντρο μαθηματικής έρευνας. Εκεί συνέρρεαν οι ικανότεροι μαθηματικοί, απ’ όλα τα μέρη. Στην Ακαδημία, αναγνωρίζεται τεράστια συνεισφορά στη διάδοση και προαγωγή της γεωμετρίας, στη μεθοδολογία της και στην “αξιωματικοποίση” της.

        3) Αλλά και για την “αξιωματική” γεωμετρία του (σύγχρονου του Επίκουρου) Ευκλείδη, εκφράστηκαν απορίες και αντίλογοι. Ήταν όμως μαθηματικού χαρακτήρα, και διατυπώθηκαν σε βιβλία από Επικούρειους δασκάλους, γνώστες της μαθηματικής, τα οποία βιβλία ευρέως κυκλοφόρησαν και συζητήθηκαν επί αιώνες στην αρχαιότητα.

         Οι παρατηρήσεις και αμφισβητήσεις αυτές, όπως τις εξέφρασαν Επικούρειοι δάσκαλοι, ειδήμονες μαθηματικοί, απέναντι σε σημεία της Ευκλείδειας γεωμετρίας από τη φύση τους δύσκολα κι’ αμφιλεγόμενα, συνιστούν ζήτημα με ιδιαίτερη βαρύτητα. Κι’ αυτό γιατί, οι αντιλογίες των Επικουρείων απέναντι στον Ευκλείδη, τις δύο  αλληλένδετες   επιστήμες - Μαθηματική και Φυσική - τις συμπληρώνουν, διευκρινίζουν και εμπλουτίζουν, μάλιστα στις πιο καίριες περιοχές τους, εκεί που αυτές φθάνουν στα  αξεπέραστα  όρια τους.

 

5.5) Επικούρειοι μαθηματικοί

 

              Οι σπουδαιότεροι Επικούρειοι μαθηματικοί της κλασικής αρχαιότητας, που άσκησαν κριτική στην Ευκλείδεια γεωμετρία (ουσιαστικά, σε “αξιώματα” της), ήταν:

         α) Ο Πολύαινος. Καθηγεμόνας στη σχολή του “Κήπου”, μαζί με τους Μητρόδωρο και Έρμαρχο, ήταν παράλληλα και ικανός μαθηματικός. Συνέγραψε μαθηματικό βιβλίο με τον τίτλο “Απορίαι”, όπου ασκείτο κριτική της γεωμετρίας του Ευκλείδη, όπως αυτή διατυπώνονταν στο βιβλίο του “Τα Στοιχεία”, που είχε πρωτο-κυκλοφορήσει κατ’ εκείνη την εποχή.

             Η κριτική του Πολύαινου ήταν  γενικότερη και επί αρχών, αλλά και ειδικότερη σε κάποια από τα ονομαστά “αιτήματα”, δηλ. τις αναπόδεικτες προτάσεις που εδέχετο η Ευκλείδεια γεωμετρία.  Ιδιαίτερα,  η κριτική του Πολύαινου αφορούσε το περίφημο  πέμπτο αίτημα”  του Ευκλείδη, το οποίο είναι και το πλέον συζητημένο στους αιώνες και  του οποίου ο Πρόκλος έδωσε την (ισοδύναμη-ισότιμη) διατύπωση που έκτοτε καθιερώθηκε και η οποία είναι:

            “Με δεδομένη μία ευθεία γραμμή και ένα σημείο εκτός αυτής, μόνον μία παράλληλη  μπορεί να αχθεί προς την ευθεία, η οποία να διέρχεται από το σημείο”.

         β) Ο Δημήτριος ο Λάκων. Συνέγραψε τα βιβλία: “Περί γεωμετρίας” και “Προς Πολυαίνου απορίας”, όπου φέρεται να επαναδιατυπώνει τις αντιρρήσεις του Πολύαινου, είτε να προσπαθεί να συμβιβάσει ή προσαρμόσει την γεωμετρία με την Επικούρεια φυσική, δηλ. την ατομική θεωρία.

         γ) Ο Ζήνωνας ο Σιδώνιος.  Πιστός στην Επικούρεια φυσική θεωρία περί των ατόμων, “ελαχίστων” μεν αλλά που διαθέτουν στοιχειώδες - υπαρκτό μέγεθος, θεωρούσε ότι (“κατ’ αναλογίαν”) αυτό είχε εφαρμογή της και στα μαθηματικά. Έκρινε ότι, όπως η διαίρεση των υλικών αντικείμενων κάπου σταματά, ειδάλλως το αντικείμενο θα εξαφανίζετο, κατά την Επικούρεια θεωρία, ανάλογα και στα μαθηματικά θα συμβαίνει το ίδιο. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να υπάρχουν αδιάστατα μαθηματικά στοιχεία, όπως είναι τα σημεία τομής στον Ευκλείδη.

             Συνάγεται ότι, οι αναφερθέντες μαθηματικοί Επικούρειοι δάσκαλοι δέχονταν ότι και ο γεωμετρικός χώρος είναι “κβαντισμένος”, σαν συνέπεια του φυσικού “ατομισμού” της Επικούρειας φιλοσοφίας τους.

           Ένας άλλος Επικούρειος φιλόσοφος, διάσημος και σαν μαθηματικός, ήταν ο Φιλωνίδης ο Λαοδίκειος (200 - 130). Μέλος της βασιλικής αυλής των Σελευκιδών, προσπάθησε να προσηλυτίσει τον Αντίοχο Δ΄ τον Επιφανή στον Επικουρισμό.

         Μεγάλο θέμα για τους Επικούρειους ήταν ότι προτάσεις που ο Ευκλείδης θεωρούσε “προφανείς”, όφειλαν πριν να έχουν στηριχθεί πάνω και σε άλλες προϋποθέσεις και πρόσθετα αξιώματα. Το ερώτημα, στην επόμενη βαθμίδα, γενικεύονταν και ήταν αν η αμφισβήτηση έπρεπε να επεκταθεί και σε όλη τη γεωμετρία.  Τέτοιους προβληματισμούς εξέφρασαν στα έργα τους οι τρείς προαναφερθέντες μαθηματικοί – Επικούρειοι: Πολύαινος Λ.,  Δημήτριος Λ., Ζήνων Σ., όπως προκύπτει από τις πηγές.

        Συνεπώς, δεν θα μπορούσαν παρά να είναι επικριτικοί στη Ευκλείδεια γεωμετρία, ως προς το θέμα του “συνεχούς”, δηλ. της επ’ άπειρον διαιρετότητας και μη καταμετρητότητας των μαθηματικών μεγεθών…..

        …. Αμφέβαλλαν (“απορίες” εξέφραζαν) αν η φυσική τους για τα άτομα και το κενό συμβιβάζεται με την Ευκλείδεια Γεωμετρία, ιδιαίτερα, όπως και πιο πάνω είπαμε, αν η διακριτότητα των ατόμων της ύλης, όπου τα ελάχιστα Επικούρεια (τας ατόμους) διαθέτουν χωρικές διαστάσεις, συνάδει με την απ’ άπειρον διαιρετότητα και το “ασύμμετρο”, που σημαίνει “μη καταμετρητότητα των μαθηματικών μεγεθών”.

         Η θεωρία ότι η γραμμή, κατά συνέπεια και ο χώρος (το ίδιο και η κίνηση και ο χρόνος), δεν είναι συνεχή μεγέθη αλλά αποτελούνται από μικρά, διακριτά άτομα, ήταν μια ιδέα που συζητήθηκε στην αρχαιότητα…..

Μάλιστα, το μικρό ψευδό-αριστοτελικό έργο: «Περί ατόμων γραμμών» (ίσως γράφτηκε από μαθητή του Αριστοτέλη) στοχεύει ακριβώς στην αναίρεση της αντίληψης αυτής, δηλ. ότι ο χώρος, η κίνηση και ο χρόνος είναι όντα ασυνεχή/“κβαντισμένα”, κάποιων υποστηρικτών της, που δεν ήταν μόνο οι πιστοί της Δημοκρίτειας ατομικής θεωρίας, αλλά και οπαδοί του Ξενοκράτη, του 2ου διαδόχου του Πλάτωνα στην Ακαδημία.        

                                                                                (Βασ. Καρασμάνη: “Μαθηματικά και Τεχνολογία στην αρχαία Ελλάδα”)

Παράφραση του έργου: “Περί ατόμων γραμμών, είχε συμπεριληφθεί στο μεγάλης σπουδαιότητας και εκτάσεως φιλοσοφικό σύγγραμμα του Βυζαντινού λόγιου Γ. Παχυμέρη (1242–1310) και είχε πάρει την θέση “Αριστοτελικού” κειμένου  σε όλες τις εκδόσεις των Αριστοτελικών Απάντων του Άλδου Μανούτιου, από το 1497 έως το 1556.    

         Οι άλλες σχολές (Ακαδημεικοί, Περιπατητικοί, Στωικοί), αντεπεξέρχονταν αυτό το πρόβλημα, αφού η (όποια) Φυσική τους ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη της Επικούρειας, τα φυσικά “minima” τους ήταν συνεχή, ενώ -μαθηματικώς- εδέχοντο την επ’ άπειρον διαιρετότητα και μη καταμετρητότητα.

        Αργότερα, κυρίως μετά τον Αρχιμήδη και τη ξακουστή μέθοδο του για την προσεγγιστική εύρεση του “π”, όλες οι σχολές αναγκάστηκαν να προβληματισθούν περεταίρω πάνω στην διαιρετότητα της ύλης, καθώς και επί της “καταμετρητότητας ή μη” των ελάχιστων φυσικών μεγεθών…..

 

         Πάντως, οι Επικούρειες πάνω στα μαθηματικά απόψεις, απορίες και αμφισβητήσεις, προκαλούσαν μεγάλες έως σφοδρές αντιδράσεις, καθόσον δυναμιτίζανε την καθιερωμένη γεωμετρία συθέμελα…..

         Ο “πολύς” Μάρκος Τύλλιος Κικέρων (106-43) στο “De Finibus”, σημειώνοντας ότι ο Επίκουρος απέρριπτε τη φορμαλιστική λογική και την αφαιρετική μέθοδο εξαγωγής συμπερασμάτων, τον κατακρίνει λέγοντας ότι είναι ανάξιο για ένα φυσικό φιλόσοφο να αρνείται την επ’ άπειρον διαιρετότητα.

         Σε άλλη αναφορά του ο Κικέρων κατατάσσει τον Πολύαινο, επειδή τελούσε κάτω από την επιρροή του δασκάλου του Επίκουρου, σ’ αυτούς που διαλογίσθηκαν τη γεωμετρία όλη εσφαλμένη, ενώ δεν παραλείπει, να προσθέσει επιτιμητικά ότι ο Επίκουρος, όχι ειδικά πεπαιδευμένος ο ίδιος, τουλάχιστον ας μην απέτρεπε άλλους από το μελετήσουν τα μαθηματικά, κι’ ας άφηνε τον φίλο του Πολύαινο να διδάξει τη γεωμετρία, αντί να τον ωθεί να την ξεμάθει κι ο ίδιος!

              Πιο “δηκτικός” ο “ιερός” Αυγουστίνος (354-430), επτά  αιώνες αργότερα, θα γράψει:

            Ο Επίκουρος μίλησε με τόση αυθάδεια για τη γεωμετρία επειδή, υποθέτω, τίποτε δεν καταλάβαινε απ’ αυτήν”….. και άλλα τέτοια πολλά.                                                                (Βλ. Χ. Θεοδωρίδης, σελ. 222-223) 

 

         Ωστόσο, αμφισβητήσεις, σαν αυτές, του Πολύαινου ιδιαίτερα απέναντι  στο “πέμπτο αίτημα” του Ευκλείδη, που τόσο επικρίθηκαν στην αρχαιότητα, υπήρξαν ιδέες που εξαιρετικά μελετήθηκαν στα κατοπινά χρόνια και πολύ γόνιμα αξιοποιήθηκαν…. 

         Στην αμφισβήτηση στο “πέμπτο αίτημα” του Ευκλείδη  στηρίζεται η λεγόμενη “Απόλυτη (ή Ουδέτερη) Γεωμετρία”, την οποίαν επινόησε ο Ούγγρος Μπόγιαϊ / Bolyai János και την δημοσίευσε το 1832, και η οποία θεμελιώνεται στα πρώτα τέσσερα αιτήματα του Ευκλείδη και καταργεί πλήρως το 5ο αίτημα, αυτό της παραλληλίας. Το 1829, ένας άλλος σπουδαίος μαθηματικός, ο Ρώσος Nikolai Lobatchewsky, επικαλέστηκε αίτημα κατά το οποίον από σημείο εκτός ευθείας άγονται άπειρες παράλληλοι προς αυτήν. Λίγα χρόνια μετά, ο  Bernhard Riemann κατέθεσε πρόταση, ότι καμία παράλληλος δεν άγεται.

         Από δε τον 19ο αι. και έπειτα στην Επιστήμη υπήρξε πραγματική επανάσταση. Γυρίζοντας σελίδα, εισήλθε στη μετα-Νευτώνια  εποχή της. Μη Ευκλείδειες γεωμετρίες και νέα Μαθηματικά αναπτυχθήκαν, και επειδή αποδείχθηκαν πιο  σωστά προσαρμοσμένα στη φυσική πραγματικότητα, εξηγούν καλλίτερα και τα φαινόμενα της…... Και όπως για όλες τις επιστήμες -σήμερα- ισχύει και για τα μαθηματικά απώτερη επιδίωξη είναι το  κοινό όφελος …..

       «Κύριος σκοπός των μαθηματικών είναι το κοινό όφελος και η εξήγηση των φυσικών φαινομένων».                      Jean-Baptiste-Joseph Fourier (1768-1830) μαθηματικός

 

         Έτσι, η επιμονή των Επικούρειων μαθηματικών της αρχαιότητας και σεγεωμετρικό ατομισμό”, αξεχώριστο με τη φυσική ατομιστική θεωρία, συνεπακόλουθα η αντίθεση τους στην επ’ άπειρον διαιρετότητα και στην μη καταμετρητότητα των μαθηματικών μεγεθών, είναι αιτιολογημένη στα νεότερα χρόνια.  Άλλωστε, είναι συνηθισμένο πια ο μαθηματικός να δημιουργεί μαθηματικές οντότητες με τη βοήθεια αυθαιρέτων συμβάσεων, κυρίως όμως κάθε θεωρία στη φυσική (επιστήμη που αποσκοπεί στο κοινό όφελος) αδιάρρηκτα να συνδέεται με τη μαθηματική της υπόβαση.

         Σήμερα, αποτελεί κοινό τόπο ότι τα “φυσικά ελάχιστα ” συνδέονται με τα “μαθηματικά ελάχιστα” και  ότι το πρόβλημα του “συνεχούς” αφορά αλληλένδετα τη δομή της ύλης με τον χώρο, και βέβαια ότι το “μαθηματικώς αληθές” έχει απόλυτη σχέση με τα “αξιώματα” που έχουν γίνει δεκτά…. 

         Ακόμα, αν οι παραπάνω μαθηματικές Επικούρειες αντιλήψεις, τότε “σαθρές επίνοιες(ως τις είχε χαρακτηρίσει ο πολυμαθής Στωικός  Ποσειδώνιος) - τώρα δεκτές ή και επιβεβαιωμένες με τις πιο σύγχρονες θεωρίες και εφαρμοσμένες στην πράξη, αντιμετωπίζονταν χωρίς λυσσαλέες αντιδράσεις, θα μπορούσε να είχαν διανοιχθεί νωρίτερα στην ιστορία οι δρόμοι προόδου της επιστήμης..…        

                               Βλ. άρθρο μου “ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ και  ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΕΣ  ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ”  (11/12/2020)

Κεφ. 6)  Ψυχή - Νους

 

6.1) Αριστοτέλης / Περί της Ψυχής

 

       -    «Ώστε λόγος τις αν είη και είδος, αλλ’ ουχ ύλη και υποκείμενον».      (“Περί Ψυχής”)

       -  «Τηι αρμονίαι εναντίον εστίν η αναρμοστία, τηι δε ψυχήι ουδέν εναντίον. ουσία γαρ και το συμπέρασμα δήλον….».                                                                                  (Αριστ. αποσπ. Ρόζε 12)

        Ο Αριστοτέλης θεωρεί την ψυχή, ως κάτι θεϊκό, που εκφράζει, αντιπροσωπεύει,  συνέχεται με το ον.  Αντικείμενο της Ψυχολογίας είναι «η γνωριμία με την φύση, την ουσία και τις ιδιότητες της ψυχής», οι παραλλαγές της οποίας κλιμακώνονται από τις ταπεινές εκδηλώσεις της στα ζωόφυτα και τα ζώα, έως το μεγαλείο της στον άνθρωπο και το Θεό. Η γνώση της ουσίας του καθαυτό όντος είναι εφικτή.

Ερωτήματα που προκύπτουν είναι:  

        Σε ποια από τις υποδιαιρέσεις (κατηγορίες) του όντος κατατάσσεται η ψυχή, κατά πόσον είναι “δυνάμει ον” ή “εντελέχεια”, αν υπάρχουν διάφορα μέρη ή είδη ψυχής, κ.ά.

       Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι υπάρχει μια ελάχιστη ψυχή, η θρεπτική, εξίσου σε όλα τα φυτά και τα ζώα, και ακολουθεί ψυχή που ενυπάρχει μόνον στα ζώα, η αισθητική. Ορίζει δε  σειρά με την οποίαν, κατά αύξοντα τρόπο (αφή-> γεύση-> όσφρηση-> ακοή-> όραση), τα ζώα εκδηλώνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα  της αίσθησης. O χαρακτήρας της αίσθησης για το ζώο συνίσταται στο να προσλαμβάνει (δηλ. αντιλαμβάνεται) τη μορφή - χωρίς την ύλη - των αντικειμένων.  Η χρησιμότητα κάθε αίσθησης στην ύπαρξη, θρέψη, αύξηση και ευζωία των ζώντων οργανισμών ποικίλει αναλόγως.

 

        Η αισθητική ψυχή έχει την ικανότητα να αισθάνεται ηδονή και λύπη, επομένως και επιθυμία. Απόρροια της γνωστικής πλευράς της “αισθητικής ψυχής” είναι η φαντασία και η μνήμη, της ορεκτικής πλευράς της η ικανότητα κίνησης,  αυτά δε αφορούν τα περισσότερα  (όχι όλα) τα ζώα.

         Όμως, η “αισθητική ψυχή” δημιουργεί και μια ικανότητα που χαρακτηρίζει αποκλειστικά τον άνθρωπο, και αυτή είναι η διανοητική ικανότητα.

        Με την αίσθηση (Βλ. κεφ. 2), ως διακριτική ικανότητα, οδηγούμαστε, με συνεχή εξέλιξη, στα ανώτατα γνωστικά ενεργήματα.  Αυτή η διανοητική ικανότητα / αντίληψη, όταν ενεργεί όχι με κάποια εξειδικευμένη μορφή της, όπως η όραση, η ακοή κλπ., αλλά με τον χαρακτήρα του γένους της, δηλ. ως αντίληψη”, έννοια καθαρή, απαλλαγμένη των αισθήσεων, αποδίδει ποικίλες λειτουργίες, που τείνουν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ αίσθησης και “Λόγου”.

 

       Ο Αριστοτέλης, εξετάζοντας δύο απόψεις για τη ψυχή, η μία, εάν εκλαμβάνεται ιδεωδώς ως αρμονία αρετών, η άλλη, αν νοείται υλιστικώς, πρότεινε στον διάλογό του “Εύδημος” την ψυχή να είναι είδος (ιδέα).

       Μεταγενέστερα, ωριμότερος, στο έργο του “Περί Ψυχής”, την χαρακτηρίζει λόγο και είδος. Ακόμα, τόπο, όπου εικονιστικά αντιπροσωπεύεται το σύμπαν. Άλλως, η  ψυχή, με κάποιο τρόπο, εκφράζει το ον και μπορεί να εννοήσει την “ουσία του καθ’ αυτού όντος”. 

             Πολλοί πιστεύουν ότι μόνο με θεία φώτιση, μπορεί να γίνει κατανοητή. 

Ο Καντ πιστεύει ότι η καθαυτό ουσία των όντων διαφεύγει την νοητική του ανθρώπου κατάληψη. 

        Σημαντικός προβληματισμός περί ψυχής είναι εάν όλες οι ιδιότητες της ανήκουν στον κάτοχό της, ή μήπως ορισμένες συνιστούν ίδιον (δηλ. ιδίωμα) της ψυχής, διότι αν στη ψυχή αποδοθούν ιδιαίτερες ιδιότητες, τότε θα μπορεί να υπάρχει χωριστά από το σώμα. 

         Ο Αριστοτέλης, υποστηρίζει μεν ότι η ψυχή και το σώμα δεν αποτελούν δύο ουσίες, αλλά αδιαχώριστα στοιχεία μιας και μοναδικής ουσίας, ωστόσο, η ψυχή και το σώμα (όπως η μορφή και η ύλη) είναι διαχωρίσιμα!   

       Ανάλογο είναι το ενέργημα αφαίρεσης που διαχωρίζει (αποσπά) τις μαθηματικές ιδιότητες των σωμάτων από τον φυσικό τους χαρακτήρα. 

       Η ψυχή είναι ασώματη, αιτία της κίνησης (κινεί) χωρίς η ίδια να κινείται. Η ψυχή είναι ακίνητο κινούν……. Αδιευκρίνιστο αν ο “λόγος”  λογαριάζεται ως μέρος της ψυχής, πάντως η Ψυχή είναι η “εντελέχεια”  ή  “το ουσιαστικό αίτιο” του ζωντανού σώματος (σώμα / ύλη – ψυχή /μορφή) και είναι αδιαχώριστη από αυτό.

          Ο Αριστοτελικός όρος Εντελέχεια(από το εντελεχής - ο εντελώς έχων), δεν συνδέεται με την λέξη ενδελέχεια που σημαίνει συνεχής, αδιάκοπος, αδιάλειπτη φροντίδα ή επιμέλεια.   

           “Εντελέχεια” είναι η πραγμάτωση μιας δυνατότητας, η “τελείωση”. (Βλ. κεφ. 3.1).    Η “εντελέχεια” της αντίληψης είναι ταυτόχρονα “εντελέχεια” του αντικειμένου.

        Με βάση τη γενική αρχή της ταυτότητας του ουσιαστικού με το τελικό και το ποιητικό αίτιο, η Ψυχή είναι το τελικό και ποιητικό αίτιο όλων των μεταβολών που προκαλεί, της κατά τόπον κινήσεως, της αλλοιώσεως ή της αυξήσεως.                                                                                             (“Ηθικά Νικομάχεια” 415 b 7-28)

        Η ύλη, που τώρα έχει συνδεθεί με μια ψυχή για να σχηματίσει ένα ζωντανό οργανισμό, υπήρχε ήδη πριν τη συνένωση και θα υπάρχει μετά το τέλος της. Δεν υπάρχει μετενσάρκωση ανθρώπινων ψυχών σε σώματα ζώων ως διδασκόταν επί 20ετία, όταν φοιτούσε στην Ακαδημία….  ούτε εξαύλωση της ψυχής, μολονότι, επ’ αυτού του θέματος, διατηρεί επιφυλάξεις που αφορούν το υπέρτατο στοιχείο της ανθρώπινης ψυχής, τον Ποιητικό Νου”, ο οποίος καθώς έρχεται θύραθεν (απ’ έξω), εξακολουθεί να υπάρχει μετά τον θάνατο του σώματος!

       Πιο κάτω θα δούμε την διάκριση που κάνει ο Αριστοτέλης μεταξύ των δύο υπαρχόντων στην ανθρώπινη ψυχή: Ποιητικού Νου (θεϊκού), που επιβιώνει μετά θάνατον, άδηλο αν υπό ατομική μορφή ή αφομοιωμένος σε μια ευρύτερη πνευματική ενότητα, και του Παθητικού Νου (υλικού), που καταστρέφεται με τον θάνατο.

          Ο Πλάτων  είχε επινοήσει διαίρεση της ψυχής σε νοητό και ορατό τμήμα. Το νοητό  κατευθύνεται επ’ αρχήν ανυπόθετον, δηλ. σε αρχή που δεν στηρίζεται σε καμιά υπόθεση  (αγαθό),  χωρίς να χρησιμοποιεί εικόνες, αλλά ερευνά με βάση τις καθαρές ιδέες. Το  ορατό μέρος της ψυχής, κατώτερο, χρησιμοποιώντας ως εικόνες τα αντικείμενα αναγκάζεται να κάνει αναζητήσεις στηριζόμενες σε υποθέσεις.                          (“Πολιτεία” ΣΤ΄, 510 b – 511 d)

       Ο Αριστοτέλης, αντίθετα με την (πιο πάνω) Πλατωνική θεώρηση, είχε την άποψη ότι η ψυχή ποτέ δεν νοεί χωρίς εικόνες (“Ουδέποτε νοεί άνευ φαντάσματος η ψυχή”). Η χρήση εικόνων, διατείνεται, είναι το τίμημα που πληρώνει ο νους για την σύνδεση του με τις κατώτερες ποιητικές λειτουργίες.

        Οι σύγχρονοι επιστήμονες, βέβαια, απορρίπτουν όλως-διόλου τις περί της ψυχής παλαιές αντιλήψεις, αποδίδοντας τα φαινόμενα που σχετίζονται μ’ αυτήν στον εγκέφαλο και το νευρικό μας σύστημα.

 

6.2) Παθητικός και  Ποιητικός Νους

      Για τον Αριστοτέλη, ο Νους (Νόηση, Σκέψη), η οποία  τυγχάνει εντελώς ανεξάρτητη από το σώμα, είναι η ικανότητα με την οποίαν συλλαμβάνουμε (αντιλαμβανόμαστε) την Ουσία.

         Είδαμε ότι, η Αίσθηση είναι η ικανότητα με την οποίαν συλλαμβάνουμε την, με ύλη υπενδεδυμένη, ουσία. 

        Η σύλληψη της ουσίας ενός μόνο αντικειμένου - άμεση εποπτεία - δεν σφάλλει ποτέ, ενώ η κρίση μπορεί να σφάλει. Αρχικά, ο Νους ταυτίζεται με το αντικείμενό του “δυνάμει”, όταν όμως το γνωρίσει γίνεται ένα με αυτό, “εντελεχείαι”. Όταν νοεί άυλες μορφές, τίποτα στο αντικείμενο δεν παραμένει ασύλληπτο (ακατανόητο) από το Νου. Και νοώντας το αντικείμενο του, ο Νους νοεί τον εαυτό του.

 

      Ο άνθρωπος, με άλλα λόγια, διαθέτει Νου, μέσω του οποίου κατανοεί την οντολογική υφή του κόσμου. Πέραν της αμέσου αντιλήψεως - απλής επαφής με τα πράγματα («φάναι και θιγείν»), υπάρχει η διασκεπτική ενέργεια του λόγου (δηλ. η διανόηση), η καθοδηγούμενη από τους κανόνες που περιγράφονται στα Αναλυτικά (Λογική), η οποία παρέχει τις εμμέσως προσιτές γνώσεις.

       Σημαίνουσα τυγχάνει στον Αριστοτελισμό, η διάκριση του Νου σε παθητικό (υλικός)  και  ποιητικό, ο οποίος είναι και ο σπουδαιότερος, καθότι θεϊκός.

      Ο παθητικός νους αναφέρεται στην ύλη, που αποτελεί την βάση κάθε γένους πραγμάτων. Είναι, όπως η αίσθηση και η φαντασία, ανυπόστατο κομμάτι της ψυχής, που συνιστά την ενέργεια του επιμέρους σώματος, δεν μπορεί να επιβιώσει μετά τον θάνατό του….. 

       …..Σε διάφορες λειτουργίες του νου, προερχόμενες από τις αισθήσεις, όπως φαντασία όνειρα, μνήμη, ανάμνηση, αναφερόμαστε στο κεφ. 2.2 (Αισθήσεις στον Αριστοτέλη).

       Ο ποιητικός νους, ποιεί (δημιουργεί) τα πάντα, όχι από μηδενικής βάσεως, αλλά επεξεργαζόμενος το υλικό που του έχει δοθεί. Προάγει τα πάντα από το δυνάμει, στο ενεργείαι, όπως το φως κάνει τα δυνάμει χρώματα να γίνονται ενεργείαι χρώματα. Είναι απαραίτητος στην κατανόηση των νοητών ειδών. Επειδή δε τα είδη, ως είδαμε, εμπεριέχονται στα αντικείμενα (αυτά που ερεθίζουν τις αισθήσεις μας), προκύπτει ότι αισθήσεις και ποιητικός νους, συνεργάζονται άρρηκτα για την παραγωγή μιας νοητικής πράξης, ή για τη συναγωγή ενός συμπεράσματος. 

      Η  σχέση, λοιπόν, του ποιητικού νου προς το νοητό είναι αντίστοιχη του φωτός προς το ορατό, και δεν τον συνειδητοποιούμε, παρά μόνον σε στιγμές φώτισης και ο παραλληλισμός αυτός ξεκινά, πιθανόν, απ’ τη Πλατωνική χρήση του Ήλιου ως συμβόλου της Ιδέας του Θεού.

      Ο ποιητικός νους, ανάλογος προς το ποιητικό αίτιο, είναι αΐδιος, απαθής (άφθαρτος, ανεπηρέαστος απ’ ο,τιδήποτε), αμιγής, χωριστός, και υπερβαίνοντας το άτομο είναι ίδιος σε όλα τα άτομα.

     «Ούτος ο νους (ο ποιητικός) χωριστός και απαθής και αμιγής τηι ουσίαι ων ενέργεια…… ο δε παθητικός νους φθαρτός…. ».                                                                                                   (“Περί ψυχής” 430 a 17)                                       

      Η ιδιότητα του ποιητικού νου να είναι χωριστός, είναι αυτή που του δίνει την δυνατότητα, μετά την καταστροφή του παθητικού (νου) με τον θάνατο του ατόμου, να  εξακολουθεί να ζει. Τότε αναδεικνύεται και η αληθινή του φύση σε όλη της την καθαρότητα, που συγκαλύπτονταν σαν ήταν προσδεμένη στο σώμα.

  

       Ο νους υπεισέρχεται μόνον απ’ έξω (έξωθεν, θύραθεν) και είναι αποκλειστικά θεϊκός…..

      «Τον νουν μόνον θύραθεν επεισιέναι και θείον είναι μόνον».  (“Περί γενέσεως και φθοράς736 b 27)   

   

         Δεν διευκρινίζεται πάντως αν μετά την απελευθέρωση του (αθάνατου) ποιητικού νου από το σώμα διατελεί σε ατομική μορφή, ή αφομοιώνεται σε μια ευρύτερη πνευματική ενότητα.

      Ο εγκυρότερος των σχολιαστών του Σταγειρίτη Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς θα ταυτίσει τον ποιητικό νου με τον ίδιο το θεό (κατά το κατοικεί εν ημίν), ο Αβερρόης θα αρνηθεί αυτή την άποψη. Ο Θωμάς Ακινάτης θα θεωρήσει τον ποιητικό νου, μοίρα (δηλ. μέρος, τμήμα) του θείου, που ενοικεί στην ανθρώπινη ψυχή. 

 

         Ως από τον πιο πάνω δυισμό του νου, κατ’ επέκτασιν και της ψυχής, σε θνητό και αθάνατο τμήμα, αλλόκοτες και σκοτεινές παρουσιάζονται αντιλήψεις τινές του Σταγειρίτη για τον θάνατο και για τους πεθαμένους, οι οποίοι φαίνεται να βρίσκονται σε μια παράξενη κατάσταση, που τους επιτρέπει να επιτελούν ως και ωρισμένες  νοητικές λειτουργίες…..

           Ο μυστικισμός συνιστά το σκοτεινό και σαθρό υπόβαθρο του δίδυμου μεταφυσικής – θεολογίας….. Τέτοιες απόψεις προέρχονται από κοινές πανάρχαιες λαϊκές δοξασίες, προλήψεις και  δεισιδαιμονίες, που πηγάζουν από διάφορες δήθεν θεοσοφικές πίστεις, ελαφρόμυαλες και εξωφρενικές, όπως ο Πυθαγορισμός, ο Ορφισμός, κ.ά., ενώ σκοταδιστικό ρόλο έχουν και περιώνυμοι επικολυρικοί ποιητές με τις ανορθολογικές και τερατώδεις αφηγήσεις τους.

 

         Ο Αριστοτέλης, στα «Μετά τα Φυσικά», θα διευκρινίσει και θα συμπληρώνει την θεϊστική θεωρία του. Όλη η θεολογική αντίληψη του Αριστοτέλη θα συζητηθεί και θα επηρεάσει αφάνταστα, σε πολλά σημεία της θα υιοθετηθεί, από τους Σχολαστικούς θεολόγους, κυρίως από τον Θωμά Ακινάτη (13ος αι)…..

        Ο κόσμος της Δύσης, ως είδαμε, γνώρισε τον  Αριστοτελισμό ξανά, μετά από αιώνες απουσίας, από τον 12ο αι. και έπειτα, σε λατινικές μεταφράσεις και σχόλια από τα Αραβικά (Αβερρόης κ.ά.). Κατόπιν τούτων, καθόλου παράξενο δεν θα φαινόταν αν οι Σχολαστικοί είχαν συμπεριλάβει τον Σταγειρίτη  στους μεγάλους……. «πατέρες της Εκκλησίας»! 

 

 

6.3) Επίκουρος, για την Ψυχή και τον Νου                

 

       Η ψυχή, ξεκάθαρα κατά τον Επίκουρο, είναι υλικής - σωματικής  φύσεως, ενεργεί και παθαίνει (ποιεί και πάσχει). Είναι, χωρίς αμφιβολία, θνητή. Αποτελείται από πολύ λεπτά μέρη, που είναι διασκορπισμένα σε ολόκληρο το σωματικό σύνολο…..

       «……Επιπλέον, πρέπει επίσης να κατανοήσουμε καλά, ότι το ασώματο χρησιμοποιείται σύμφωνα με τη γενική αποδοχή του όρου, δηλ. γι’ αυτό που μπορεί να νοηθεί ως ανεξάρτητη οντότητα. Διότι είναι αδύνατον να αντιληφθούμε το ασώματο ως ξεχωριστή οντότητα, εκτός από το κενό. Και το κενό δεν μπορεί ούτε να ενεργεί ούτε να πάθει κάτι, αλλά μόνο παρέχει σε σώματα τη δυνατότητα για κίνηση μέσα από αυτό.   Ώστε, αυτοί που λένε ότι η ψυχή είναι ασώματη λένε ανοησίες.  Διότι αν ήταν ασώματη, δεν θα ήταν ικανή να ενεργεί ή να παθαίνει κάτι από καμία άποψη. Τώρα όμως και τα δύο αυτά συμπτώματα (δηλ. του ποιείν και του πάσχειν) φαίνεται εναργώς ότι διαλαμβάνονται περί την ψυχήν».

       «…… Ἀλλὰ μὴν καὶ τόδε γε δεῖ προσκατανοεῖν, ὅ τι τὸ ἀσώματον λέγομεν κατὰ τὴν πλείστην ὁμιλίαν τοῦ ὀνόματος ἐπὶ τοῦ καθ' ἑαυτὸ νοηθέντος ἄν· καθ' ἑαυτὸ δὲ οὐκ ἔστι νοῆσαι τὸ ἀσώματον πλὴν τοῦ κενοῦ. Τὸ δὲ κενὸν οὔτε ποιῆσαι οὔτε παθεῖν δύναται, ἀλλὰ κίνησιν μόνον δι' ἑαυτοῦ τοῖς σώμασι παρέχεται. Ὥστε οἱ λέγοντες ἀσώματον εἶναι τὴν ψυχὴν ματᾴζουσιν. Οὐθὲν γὰρ ἂν ἐδύνατο ποιεῖν οὔτε πάσχειν, εἰ ἦν τοιαύτη· νῦν δ' ἐναργῶς ἀμφότερα ταῦτα διαλαμβάνεται περὶ τὴν ψυχὴν τὰ συμπτώματα».                                                           (Προς Ηρόδοτο 67)

                                                                     

        «Μετά απ’ αυτά, αναφερόμενοι πάντοτε στις αισθήσεις και στα συναισθήματα, διότι με αυτό τον τρόπο θα αποκτήσουμε ακλόνητη πεποίθηση, πρέπει να θεωρήσουμε ότι η ψυχή είναι σώμα που αποτελείται από πολύ λεπτά μέρη, που είναι διασκορπισμένα σε ολόκληρο το σωματικό σύνολο…..».

        «Μετὰ δὲ ταῦτα δεῖ συνορᾶν ἀναφέροντα ἐπὶ τὰς αἰσθήσεις καὶ τὰ πάθη (οὕτω γὰρ ἡ βεβαιοτάτη πίστις ἔσται) ὅτι ψυχὴ σῶμά ἐστι λεπτομερὲς παρ' ὅλον τὸ ἄθροισμα παρεσπαρμένον,…..»                                   (Προς Ηρόδοτο 63)

 

       Περισσότερες Επικούρειες απόψεις ως προς τη φύση και τη δομή του νου και της ψυχής στο έργο του Λουκρήτιου “De Rerum Natura”:  «Πρώτα το νου λέγω, που λογικό συχνά τον λέμε, όπου εδρεύει η φρόνηση και η διακυβέρνηση της ζωής». 

         “Primum animum dico, mentem quem saepe vocamus, in quo Consilium vitae regimenque locatum est….”

       Ο νους (animus) και η ψυχή (anima) είναι υλικές οντότητες, άρα φθαρτές. Ο Λουκρήτιος εξηγεί τη φύση και σύστασή τους και δείχνει ότι γεννιούνται και πεθαίνουν μαζί με το σώμα. 

        Ο νους (animus) είναι έδρα των συναισθημάτων και της σκέψης και βρίσκεται στο στήθος. Η ψυχή (anima) είναι μια άλλη υλική οντότητα, στην οποίαν εδρεύουν οι αισθήσεις,  και η οποία είναι διάχυτη σ’ ολόκληρο το σώμα (φλέβες-σάρκα-νεύρα).

          Ο νους (animus) και η ψυχή (anima) κρατιούνται σφιχτοδεμένα μεταξύ τους κι’ αποτελούν μια ενιαία φύση. Ο Νους, φύση με 3+1 στοιχεία, κινητοποιείται γρηγορότερα απ’ ο,τιδήποτε άλλο βλέπουν τα μάτια μας στο κόσμο. Νους και ψυχή αποτελούνται από λεπτότατα, εξαιρετικά μικρά, ολοστρόγγυλα, ευκίνητα σωματίδια και…… μόλις κυριέψει τον άνθρωπο η γαλήνη του θανάτου, και τον εγκαταλείψουν, δεν παρατηρείς σ’ ολόκληρο το σώμα καμιά απώλεια, μήτε στην όψη, μήτε στο βάρος…        (“DRN” ΙΙΙ, 94-416)

 

6.4) Επίκουρος, για τον θάνατο                

 

        «Γεγόναμεν ἅπαξ, δὶς δὲ οὐκ ἔστι γενέσθαι. δεῖ δὲ τὸν αἰῶνα μηκέτι εἶναι. σὺ δὲ οὐκ ὢν τῆς αὔριον κύριος ἀναβάλλῃ τὸ χαῖρον. ὁ δὲ βίος μελλησμῷ παραπόλλυται καὶ εἷς ἕκαστος ἡμῶν ἀσχολούμενος ἀποθνῄσκει».                                                       (Επ. Προσφώνησις 14)    

 

         Αναφορικά με τον θάνατο, το “φρικωδέστατον τῶν κακῶν”, το πιο κάτω χωρίο από την επιστολή του Επίκουρου προς τον Μενοικέα:

       «……Να συνηθίζεις να θεωρείς ότι ο θάνατος είναι ένα τίποτα για μας, γιατί κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση, και ο θάνατος είναι η στέρηση της αίσθησης.  Έτσι η επίγνωση ότι ο θάνατος είναι ένα τίποτα για μας, κάνει απολαυστική την θνητή ζωή μας, όχι επειδή προσθέτει άπειρο χρόνο σ’ αυτήν, αλλά γιατί αφαιρεί τον πόθο της αθανασίας. Γιατί τίποτα δεν είναι φοβερό στη ζωή για όποιον έχει πραγματικά κατανοήσει ότι τίποτα φοβερό δεν υπάρχει στο να μη ζει κανείς. Είναι ανόητος λοιπόν αυτός που λέει ότι φοβάται τον θάνατο όχι γιατί θα υποφέρει όταν έρθει, αλλά διότι τον θλίβει η προσμονή του.

        Διότι άδικα λυπάται κανείς προσμένοντας ένα πράγμα που δεν ενοχλεί όταν είναι παρόν. Έτσι λοιπόν, το πιο φρικτό από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτα για μας, επειδή ακριβώς όταν εμείς υπάρχουμε ο θάνατος δεν υπάρχει, όταν δε ο θάνατος έρθει, τότε εμείς δεν υπάρχουμε.  Ο θάνατος λοιπόν δεν υπάρχει ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους νεκρούς, επειδή δεν έχει σχέση με τους πρώτους, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πλέον……».

       «…… Συνέθιζε δὲ ἐν τῷ νομίζειν μηθὲν πρὸς ἡμᾶς εἶναι τὸν θάνατον· ἐπεὶ πᾶν ἀγαθὸν καὶ κακὸν ἐν αἰσθήσει· στέρησις δέ ἐστιν αἰσθήσεως ὁ θάνατος. ὅθεν γνῶσις ὀρθὴ τοῦ μηθὲν εἶναι πρὸς ἡμᾶς τὸν θάνατον ἀπολαυστὸν ποιεῖ τὸ τῆς ζωῆς θνητόν, οὐκ ἄπειρον προστιθεῖσα χρόνον ἀλλὰ τὸν τῆς ἀθανασίας ἀφελομένη πόθον. οὐθὲν γάρ ἐστιν ἐν τῷ ζῆν δεινὸν τῷ κατειληφότι γνησίως τὸ μηθὲν ὑπάρχειν ἐν τῷ μὴ ζῆν δεινόν· ὥστε μάταιος ὁ λέγων δεδιέναι τὸν θάνατον οὐχ ὅτι λυπήσει παρὼν ἀλλ' ὅτι λυπεῖ μέλλων. ὃ γὰρ παρὸν οὐκ ἐνοχλεῖ προσδοκώμενον κενῶς λυπεῖ. τὸ φρικωδέστατον οὖν τῶν κακῶν ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδή περ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν· ὅταν δ' ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. οὔτε οὖν πρὸς τοὺς ζῶντάς ἐστιν οὔτε πρὸς τοὺς τετελευτηκότας, ἐπειδή περ περὶ οὓς μὲν οὐκ ἔστιν, οἱ δ' οὐκέτι εἰσίν…».                                                                                                  (Δ.Λ. Χ, 124-125)

 

        Μητρόδωρος ο Λαμψακηνός, δεν πτοείται από αναποδιές της τύχης, μάλιστα, άφοβα προκαλεί ακόμα και τον θάνατο, τραγουδώντας παιάνα για τη ζωή….

            «Ω τύχη, σε πρόλαβα και έφραξα κάθε σου πέρασμα. Και ούτε σε σένα, ούτε σε καμία άλλη περίσταση, θα  αφήσουμε τους εαυτούς μας εκτεθειμένους. Αλλά όταν θα πρέπει να τελειώνουμε, αφού φτύσουμε το ζην κι’ αυτούς που αερολογώντας είναι γαντζωμένοι σ’ αυτό, θα φύγουμε από τη ζωή, τραγουδώντας έναν όμορφο ύμνο για το πόσο ωραία ζήσαμε».

        «Προκατείλημμαι σέ, ὦ τύχῃ, καὶ πᾶσαν σήν παρείσδυσιν ἐνέφραξα, καὶ οὔτε σοὶ οὔτε ἅλλῃ οὐδεμιᾷ περιστάσει δώσομεν ἑαυτοὺς ἐκδότους ἀλλ ὅταν ἡμᾶς τὸ χρεὼν ἐξάγῃ, μέγα προπτύσαντες τῷ ζῆν καὶ τοῖς αὐτῷ κενῶς περιπλαττομένοις ἀπίμεν ἐκ τοῦ ζῆν μετὰ καλοῦ παιῶνος ἐπιφωνοῦντες ὡς ἠμῖν βεβίωται».

                                                                                                                                                                            (Επικούρου Προσφώνησις 47)                                                            

        Ο Λουκρήτιος εκτενέστατα αναφέρεται και στο θέμα του θανάτου και την θνητότητα της ψυχής, αποδοκιμάζοντας και τον φόβο του θανάτου. Χαρακτηρίζει, ακόμα και την ιδέα του θανάτου, πηγή ανθρώπινης δυστυχίας. (“De Rerum Natura” ΙΙΙ, 417-1094).     

      «Για τους ανόητους, τελικά, η κόλαση βρίσκεται εδώ, πάνω  στη γη»  (DRN ΙΙΙ, 1024)

        Διογένης ο Οινοανδέας….. «Καθώς πια γέρασα και όσον ούπω  φεύγω απ’ τη ζωή, ας φύγω μ’ ένα όμορφο τραγούδι….».

        «Δια το γήρας δη όσον ούπω μέλλοντες αναλύειν από του ζην μετά καλού παιάνος….».  

 

                Για την υπάρχουσα αντίληψη, ότι αφού σεβόμαστε τους πεθαμένους και τους τιμούμε με πατροπαράδοτες τελετές, αυτό σημαίνει και ότι οι  νεκροί ζουν, ο σοφός Άραβας Ibn Khaldun (1332-1406) απαντά ότι, αντίθετα, οι ζωντανοί είναι νεκροί….

 

Κεφ. 7)  Μεταφυσική / Θεολογία 

 

7.1) Αριστοτέλης:  Η ουσία

 

      «Περί της ουσίας η θεωρία μας, γιατί των ουσιών οι αρχές και τα αίτια ζητούνται. Διότι αν θεωρήσουμε τα πάντα ως κάτι το όλον, η ουσία το πρώτον μέρος. Και, αν προχωρήσουμε πιο πέρα, πάλι πρώτα έρχεται η ουσία, έπειτα το ποιόν, έπειτα το ποσόν…. Ουσίες δε υπάρχουν τρείς.…».                                                                                 

       «Περί της ουσίας η θεωρία. Των γαρ ουσιών αι αρχαί και τα αίτια ζητούνται. Και γαρ ει ως όλον τι το παν, η ουσία πρώτον μέρος. Και ει τω εφεξής, καν ούτω πρώτον η ουσία, είτα το ποιόν, είτα το ποσόν…… Ουσίαι δε τρείς….».                                           

                                                                                                                                    (“Μετά τα Φυσικά” Λ 1, 1069 a 17-38 b 1-2)   

        «Ότι μεν ουν έστιν ουσία τις αΐδιος και ακίνητος και κεχωρισμένη των αισθητών, φανερόν εκ των ειρημένων».                                                                                                     (“Μετά τα Φυσικά”, Λ  1073a  4-6)  

 

       Η Πρώτη Φιλοσοφία, ή Μεταφυσική, ή Θεολογία, μελετώντας το πρώτο γένος του όντος, μελετά το ον ήι ον, σημαίνειαυτό που είναι ουσιαστικό και αμετάβλητο, αν βέβαια υπάρχει κάτι  τέτοιο, δηλ. μια ουσία αμετάβλητη, οπότε γνησίως τότε πρόκειται για την επιστήμη του καθόλου (καθολική). 

        Η μελέτη του χωριστού και αμετάβλητου όντος είναι, επαναλαμβάνουμε, μελέτη του “όντος ως όντος”  (το “ον ήι ον”),  καθόσον  το “ον ως αληθές” δεν ενδιαφέρει και δεν εξετάζεται από τη Μεταφυσική, αλλ’ από τη Λογική.                              (Βλ. κεφ. 1, Γενικές αρχές, όπου αληθές = γνώση“…. Το δ’ ως αληθές ον, και το μη ον ως ψεύδος”)

        Η Μεταφυσική δεν εξετάζει ούτε τις συνδέσεις υποκειμένου και κατηγορήματος στις οποίες το κατηγόρημα δεν απορρέει από την φύση του υποκειμένου αλλά αποτελεί “κατά συμβεβηκός όν”, αφού τέτοιου είδους συνδέσεις δεν αποτελούν αντικείμενα της γνώσης.

 

        Η ουσία, δηλ. αυτό που κάνει το πράγμα ό,τι είναι,  συνιστά το πράγμα στο σύνολό του, μαζί με την ύλη, ή υποκείμενο που είναι άγνωστο, τις ιδιότητες, τις σχέσεις κλπ. αποτελούν το “τι ην είναι” της ουσίας, δηλ. την “μορφή”.

       Η “μορφή” αποτελεί το ουσιαστικότερο στοιχείο των όντων διότι εμπεριέχει και τις αιτίες, πότε το ποιητικό αίτιο - πότε το τελικό, συνήθως αυτό.

       Και το πιο πάνω σύνολο, που όπως είπαμε, “είναι αυτό που είναι” (γενετική αρχή και αιτία) και δεν μπορεί να γίνει τίποτε άλλο, είναι δυνατόν να διαθέτει και χωριστή ύπαρξη. Για τα πράγματα, λοιπόν, η ουσία έχει το πρώτο ενδιαφέρον και κατά τον ορισμό (τω λόγω) και κατά την γνώση. Ακολουθεί το ποιόν, έπειτα το ποσόν.  

       Ουσίες, όπως είδαμε, απαριθμούνται τρεις: Οι δύο, γνωστές από  προηγούμενα του συγγράμματα, είναι οι δύο υποδιαιρέσεις της αισθητής ουσίας, δηλ. η αΐδιος (αθάνατη, αμετάβλητη) και η φθαρτή ουσία. Η άλλη (τρίτη) ουσία, μη αισθητή, που ο Σταγειρίτης αποκαλύπτει στα Μετά τα Φυσικά, (Λ), είναι ακίνητος, ξεχωριστή και αυθύπαρκτος από τις προηγούμενες δύο αισθητές. Την τρίτη αυτή ουσία, την ακίνητη, μερικοί διαιρούν ξανά σε δύο, ενώ άλλοι θέτουν σε μία φύση τα είδη και τα μαθηματικά, ή μόνον τα μαθηματικά.

        Τις δύο αισθητές ουσίες, την αΐδιο (τα ουράνια σώματα) και την φθαρτή (τα υποσελήνια πράγματα), ερευνά η Φυσική, διότι είναι αξεχώριστες από την κίνηση……

         Στο κεφ.3 / Φυσική, γράψαμε ότι:  Η Φυσική του Αριστοτέλη, είναι κατ’ ουσίαν, μια γενική περί κινήσεως πραγματεία.

 

        Το τρίτο όμως είδος ουσίας, δηλ. την ακίνητη, ξεχωριστή και αυθύπαρκτο, ερευνά μια άλλη επιστήμη, η Μεταφυσική, διότι αυτή δεν έχει καμιά κοινή αρχή με τα άλλα δύο είδη ουσίας, τα αισθητά.

        Στο ερώτημα, αν τα καθόλου(τα οποία ισοδυναμούν ή ταυτίζονται με τις Πλατωνικές Ιδέες) είναι αυθύπαρκτες ουσιαστικές οντότητες (όπως πίστευε ο Πλάτων), ο Αριστοτέλης απαντά αρνητικά, και αυτό σημαίνει απόρριψη της “περί των Ιδεών θεωρίας” του δασκάλου του. Όμως, ακόμα κι αν έχουν ύπαρξη τα είδη (Ιδέες στον Πλάτωνα) και οι αριθμοί (των Πυθαγορείων) δεν χρησιμεύουν ως αίτια κανενός πράγματος, ούτε καν της κίνησης.    

      Δεν πρέπει, για τον Αριστοτέλη, να θεωρούμε δεδομένο ένα χωριστό κόσμο των καθόλου, παρ’ όλο που τα επιμέρους προϋποθέτουν πάντα ένα “καθόλου”.  Διότι, αφού ο κόσμος μας, είναι ένας κόσμος μεταβολών, δεν εξηγούνται επενέργειες των καθόλου, με τα ιδιώματα που τους αποδίδουμε.  

       Αρνητικός, επίσης, είναι ο Αριστοτέλης και αν το ον, το εν, και τα αντικείμενα των μαθηματικών αποτελούν ουσίες, ωστόσο, υποστηρίζει ότι υπάρχουν μη αισθητές ουσίες και μάλιστα αναφέρει τρεις:

 

       Τον Θεό, πρώτα απ’ όλα, το ακίνητο κινούν του όλου σύμπαντος, έπειτα τους Νόες (βλ. κεφ. 8.1), οι οποίοι κινούμενοι από τον Θεό, κινούν τις πλανητικές σφαίρες, τέλος, ως τρίτη μη αισθητή ουσία υποδεικνύει τον  ποιητικό νου (βλ. κεφ. 6.2), που μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα αν το σώμα στο οποίον αναφέρεται είναι ζωντανό ή νεκρό (βλ. παρακάτω και κεφ. 7.2). 

       Γενικά, ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται τον κόσμο σαν μια ιεραρχία στην οποίαν τα ανώτατα μέλη είναι οι άυλες ουσίες, ενώ όλα τ' άλλα όντα, που υπάρχουν ενεργείαι αποτελούνται από ύλη και μορφή, κινούνται και μεταβάλλονται κατά διαφόρους τρόπους. Διακρίνει -νοητικά- και μια ακόμα μορφή ύλης, λεπτότερη, που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ποτέ ανεξάρτητη από την αισθητή ύλη. Πρόκειται για την “νοητή ύλη”, που είναι η έκταση στο χώρο.

       Το αιώνιο (αΐδιο), από την φύση του, δεν μπορεί, παρά μόνον να είναι”.  Γι’ αυτό, κατά μία έννοια, όλες οι πρωταρχικές οντότητες στο σύμπαν είναι απαλλαγμένες “δυνάμεως”,  δηλ. δυνατότητας μεταβολής…… (Το Α είναι δυνάμει Β, μόνον αν μπορεί να γίνει ενεργείαι  Β).

        Στον όρο δύναμις ο Αριστοτέλης διακρίνει δύο σημασίες:  Την ικανότητα ενός πράγματος να επιφέρει κάποιο είδος μεταβολής, είτε σε ένα άλλο πράγμα, είτε το ίδιο να περνά από μια κατάσταση σε μια άλλη.  Δεν μπορούμε, άρα, να εξηγήσουμε τη μεταβολή, χωρίς την έννοια της δύναμης.  Σκοπός προς τον οποίον τείνει η δύναμη είναι η ενέργεια. Η δύναμη προϋποθέτει και απορρέει από την ενέργεια.

       Στον Πλάτωνα  υπάρχει ορισμός του όντος ως δύναμης:

                «Τίθεμαι γαρ όρον ορίζειν τα όντα, ως έστιν ουκ άλλο τι, πλην δύναμις». (Σοφιστής 247 Ε)      

                                                                                                 

 

 

 

7.2) Η Αριστοτελική θεολογία

 

     Ο Αριστοτέλης θεωρεί σαν οντολογικές αρχές, δηλ. αρχές που αποτελούν την ουσία των όντων, τα «Είδη». Τα είδη διακρίνει σε ένυλα και άυλα (καθαρά, απαλλαγμένα ύλης). Την υψίστη θέση μεταξύ των ειδών κατέχει (ποιος άλλος;) ο θεός.

Ως εισαγωγή μας στη “θεολογία του Αριστοτέλη αποτελούν τα παρακάτω  αποσπάσματα από το βιβλ. Λ των “Μετά τα Φυσικά”, όπου κορυφώνεται η Αριστο-τέλεια θεολογία, εκεί όπου η λογική υποχωρεί και η υπερβατική σκέψη του Σταγειρίτη…… “πιάνει ταβάνι”!   

      1) Επεί δέ διττόν το ον, μεταβάλλει παν εκ του δυνάμει όντος εις το ενεργείαι ον…… Και τούτ’ εστί το Αναξαγόρου εν, και Εμπεδοκλέους και Αναξιμάνδρου το μίγμα, και ως Δημόκριτός φησιν ην ομού πάντα, δυνάμει, ενεργεία δ’ ου. Ώστε της ύλης αν είεν ημμένοι…”.                               (1069 b, 16-26)                                                                                                                                                                

     2)Τρία δη τα αίτια και τρεις αι αρχαί, δύο μεν η εναντίωσις, ης το μεν λόγος και είδος το δε στέρησις, το δε τρίτον η ύλη”.                                                                                                          (1069  b, 36-38)  

     3)  “Επεί δ’ ήσαν τρεις ουσίαι, δύο μεν φυσικαί, μία δε ακίνητος, περί αυτής λεκτέον, ότι ανάγκη είναί τινα αΐδιον ουσίαν ακίνητον. Αι τε γαρ ουσίαι πρώται των όντων, και ει πάσαι φθαρταί, πάντα φθαρτά. Αλλ’ αδύνατον κίνησιν ή γενέσθαι ή φθαρήναι. Αιεί γαρ ήν. Ουδέ χρόνον. ου γαρ οίόν τε το πρότερον και ύστερον είναι μη όντος χρόνου. Και η κίνησις άρα ούτω συνεχής ώσπερ και ο χρόνος. Ή γαρ το αυτό ή κινήσεως τι πάθος. Κίνησις δ’ ουκ εστί συνεχής αλλ’ ή η κατά τόπον, και ταύτης ή κύκλω. Αλλά μην ει έσται κινητικόν ή ποιητικόν μη ενεργούν δε έτι, ουκ έσται κίνησις.   Ενδέχεται γαρ το δύναμιν έχον μη ενεργείν. Ουδέν άρα όφελος ουδ’ εάν ουσίας ποιήσουμεν αϊδίους ώσπερ οι τα είδη, ει μη τις δυναμένη ενέσται αρχή μεταβαλείν”.                                                                                                                 (1071 b, 3-18)                                       

      4) Υπάρχει κάτι που χωρίς να κινείται κινεί,  αιώνιο και ουσία και ενέργεια.  Κινεί όπως συμβαίνει με την επιθυμία (ορεκτόν) και τη νόηση [τα οποία κινούν ου κινούμενα]. Τα πρωταρχικά τους (του ορεκτού και του νοητού) είναι τα αυτά…….                                                                                         

       Και έστι τι αιεί κινούμενον κίνησιν άπαυστον, αύτη δ’ η κύκλω……”.

       έστι τι ό ου κινούμενον κινεί, αΐδιον και ουσία και ενέργεια ούσα. Κινεί δε ώδε το ορεκτόν και το νοητόν [κινεί ου κινούμενα] Τούτων τα πρώτα τα αυτά…”.                                                                   (1072 a  24-31)                          

     5) Φαμέν δε τον θεόν είναι ζώον αΐδιον άριστον, ώστε ζωή και αιών συνεχής και αΐδιος υπάρχει τω θεώ, τούτο γαρ θεός”.                                                                                                                                                                                

     6)  Φανερό, αν κάτι άλλο θα είχε μεγαλύτερη αξία από τον νου, αυτό θα ήταν το νοούμενο.  

                    “Έπειτα δήλον ότι άλλο τι αν είη το τιμιώτερον ή ο νους, το νοούμενον”.            (1074 b, 34-35)

     7)  Ο νους νοεί τον εαυτόν του  (πρόκειται για τον «Θεϊκό Νου», ο οποίος δεν έχει κάτι άλλο ανώτερο), αν βέβαια είναι ο πρώτος εξουσιαστής και κυρίαρχος πάνω σ’ όλα, η δε νόηση (του θεού) είναι νόηση νοήσεως…… Σημαίνει  ότι αντικείμενο της θείας νόησης είναι η ίδια η θεία νόηση, νόηση και νοητόν είναι το ίδιο πράγμα, ο θεός πάντα σκέπτεται τον εαυτό του….

                   Αυτόν άρα νοεί, είπερ εστί το κράτιστον, και έστιν η νόησις νοήσεως νόησις”.                                                                                                                                             

                                                                                                               (1074 b, 39-40)  

      8) Εν άπασι μάλιστα το αγαθόν αρχή”….. 

                   Για όλους ανεξαιρέτως (τους φιλοσόφους) το αγαθό αποτελεί πρώτη αρχή..… (1075 b, 1-2)                                                                                                                                            

      ….και υπάρχουν τρεις διάφορες απόψεις κατά ποιον τρόπο είναι το “αγαθόν αρχή”, και αυτές είναι ως:   

                  α) Τέλος (σκοπός), ή β) Κινητική αρχή, ή γ) Είδος.

      9) Αν δεν υπάρχουν έξω από τις αισθήσεις άλλα όντα, δεν μπορεί να υπάρξει αρχή και τάξη και γένεση και ουράνιες κινήσεις, αλλά κάθε φορά θα υπάρχει αρχή της αρχής.      

        “Εί τε μη έσται παρά τα αισθητά άλλα, ουκ έσται αρχή και τάξις και γένεσις και τα ουράνια, αλλ’ αιεί της αρχής αρχή”.                                                                                                      (1075 b, 28-32)  

      10) Τα όντα δεν θέλουν να κυβερνώνται άσχημα. “Δεν είναι καλή η πολυαρχία, ένας ας είναι ο πρώτος.

               Τα δέ όντα ου βουλεύεται πολιτεύεσθαι κακώς, «Ουκ αγαθόν πολυκοιρανίη. είς κοίρανος έστω»”!                                                                                                                           (1076 a, 4-5)                                                                                                                                

        

      Και με την πιο πάνω διάσημη πρόταση του Ομήρου (Ιλιάδα, ραψ. Β, 204) κλείνει το βιβλίο Λ των “Μετά τα Φυσικά”, το καθαυτό θεολογικό έργο του Αριστοτέλη..

 

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

     Μια πρώτη εκδοχή του «οντολογικού επιχειρήματος» για την ύπαρξη του θεού, που  φαίνεται διατύπωσε σε παλαιότερα χαμένα τώρα έργα του, ο Αριστοτέλης είναι ότι: «Αφού για κάθε καλό στον κόσμο υπάρχει άλλο καλλίτερο, υπάρχει -άρα- το άριστο, που πρέπει να είναι το θείο.

    «Επεί ουν έστιν εν τοις ούσιν άλλο άλλου βέλτιον, έστιν άρα τι και άριστον, όπερ είη αν το θείον».                                                

                                                                                                                                                      (Αριστ. αποσπ. Ρόζε 16)

     Στη φύση, λέγει ο Σταγειρίτης, παρατηρείται μετάβαση από το δυνάμει στο εν ενεργείαι. Προς τούτο όμως, απαιτείται επηρεασμός από αρχή υπάρχουσα εν ενεργείαι -άρα- είμαστε αναγκασμένοι να δεχτούμε την ύπαρξη μιας πρώτης πηγής ενεργείας, η οποία και προκαλεί την υπάρχουσα στον κόσμο πάσα κίνηση, χωρίς η ίδια να κινείται.

     Προέβαλε και το «τελολογικό επιχείρημα», που είναι η  εικασία και πρωτόγονων, πως η ομορφιά της γης και της θάλασσας, το μεγαλείο του έναστρου ουρανού και η σοφία της Δημιουργίας, δεν μπορεί παρά να είναι δημιουργήματα θεού…….

     «Λογιείται δη που ότι ταύτα ουκ άνευ τέχνης παντελούς δεδημιούργηται, αλλά και ην και έστιν ο τούδε του παντός δημιουργός ο θεός».                                                                                           (Αριστ. αποσπ. Ρόζε 12)

      Αποδείξεις ακόμα μπορούν να θεωρηθούν το ζωικό ένστικτο, τα προαισθήματα, τα όνειρα, λαϊκές θρησκευτικές δοξασίες.

      Θωμάς ο Ακινάτης, παρ’ όλο που πίστευε αυτονόητη την ύπαρξη του Θεού είναι, διερεύνησε πέντε επιχειρήματα για την ύπαρξη Του, γνωστά ως “Πέντε δρόμοι” / “quinque viae”.

 

Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ του Ιμμ. ΚΑΝΤ

      Ιμμάνουελ Καντ αχρηστεύει την αποδεικτική αξία των επιχειρημάτων που είχαν διατυπωθεί για την ύπαρξη του Θεού, αντίθετα με προηγούμενες εκθέσεις του, στο κεφάλαιο για το “ιδεώδες του λόγου”, όπου πραγματεύεται και την “ιδέα του θεού”……

        - Στην “οντολογική απόδειξη” αμφισβητεί το δικαίωμα να συμπεραίνει κανείς, μόνον από την έννοια του θεού, την ύπαρξη του (….. ως πίστευε και ο Επίκουρος).

        - Στη “κοσμολογική απόδειξη” βλέπει αποδοχή του ζητούμενου (“petition principi” / “Το εν αρχή αιτείσθαι”), δηλ. αναπόδεικτες προτάσεις να προβάλλονται ως αποδεικτικοί λόγοι.

        - Στη “τελεολογική ή φυσικό-θεολογική απόδειξη” υποστηρίζει ότι το πολύ, εάν παραδεχτούμε ότι υπάρχει ομορφιά, αρμονία και σκοπιμότητα στον κόσμο, να οδηγηθούμε στην παλιά έννοια ενός αγαθού πλάστη του Κόσμου.

        Πάντως, υπογραμμίζει ο Καντ, η παραδοχή, είτε η άρνηση του Θεού, είναι εξ ίσου αναπόδεικτοι ισχυρισμοί, και μόνο η “πίστη στη ζωντανή πραγματική ενότητα κάθε αντικειμενικότητας”, είναι το μοναδικό ισχυρό κίνητρο για την εμπειρική διερεύνηση κάθε επιμέρους αλληλουχίας των φαινομένων.

      Η θρησκεία, κατά τον Καντ, βασίζεται στην παράσταση των ηθικών νόμων ως εντολών του Θεού. Ως “αληθινή Εκκλησία” θεωρεί μόνο το αόρατο ηθικό βασίλειο του Θεού, πλαισιωμένο με την κοινότητα εκείνων που “έχουν σωθεί”. Οι (επί της γης) εκκλησίες  είναι εκφάνσεις της ηθικής κοινότητας των ανθρώπων και έχουν αποστολή, μέσω της Αποκαλύψεως και της θεσμοθετημένης πίστης, να εργασθούν για την ηθική ζωή. Όσες  εκκλησίες δίδουν βαρύτητα στους εξωτερικούς τύπους υποβαθμίζουν τη θέση τους, περιπίπτουν στην υποκρισία…..

      Κατά τον Καντ ο κόσμος των “πραγμάτων καθαυτά” είναι αδιάγνωστος, μόνο τα φαινόμενα είναι υπαρκτά κλπ.,  ο δε κριτικός λόγος, όπως και ο ίδιος ο Καντ παραδέχεται, είναι λόγος που ασχολείται…… με το τίποτα (δηλ. μόνον με τον εαυτό του) και ό,τι ονομάζει γνώση, είναι στη πραγματικότητα ένα τίποτα! 

 

      Ο Αριστοτέλης, διαμορφώνοντας μια ιεραρχική κλίμακα (βλ. κεφ. 7.1), χαμηλότερα του υπέρτατου θεού τοποθετεί, ως έχοντες μικρότερο βαθμό καθαρότητας, τους Νόες (βλ. κεφ. 8.1), και στη συνέχεια τον Ποιητικό Νου των ψυχών (βλ. κεφ. 6.2). Στο τέλος της κλίμακας αυτής βρίσκονται, βεβαίως, τα αισθητά-υλικά όντα.

      Ο Θεός είναι ενεργείαι  με την πληρέστερη του όρου σημασία, γιατί σε κάθε χρονική στιγμή,  πάντα, είναι αυτό που είναι  και δεν έχει καμία απραγματοποίητη δυνατότητα.

       Αφού όμως είναι έτσι, δηλ. το αΐδιο στερείται δύναμης, δεν μπορεί -πολύ περισσότερο- να διαθέτει και κανένα στοιχείο κακού. Το κακό, άρα, δεν αποτελεί ένα αναγκαίο χαρακτηριστικό του σύμπαντος, αλλά ένα παραπροϊόν της κοσμικής διαδικασίας.

     Προκύπτει δε, περιστασιακά, στη προσπάθεια των επιμέρους να φτάσουν την τελειότητα που τους αναλογεί, κι’ έτσι να προσεγγίσουν όσο περισσότερο τη θεϊκή ζωή, να γίνουν αθάνατα όσο τους επιτρέπεται (“…. εφ’ όσον ενδέχεται αθανατίζειν….”).                                                (Ηθικά Νικομάχεια 1177 b 39)

      Η προτροπή αυτή του Αριστοτέλη, δηλ. η -κατά το μέτρο του δυνατού- ανύψωση του ανθρώπου ως την αθανασία, συνιστά μέγιστη ηθική υποχρέωση του ανθρώπου….

 

       «……Αν λοιπόν ο νους, σε σχέση με τον άνθρωπο, είναι κάτι θεϊκό, τότε και η ζωή που του  αντιστοιχεί θα είναι θεϊκή, συγκριτικά με την ανθρώπινη. Και δεν πρέπει να ακούμε εκείνους που μας συμβουλεύουν, σαν άνθρωποι που είμαστε, να σκεφτόμαστε τα ανθρώπινα (πράγματα) και σαν θνητοί τα θνητά, αλλά κατά το δυνατόν να εξομοιωθούμε προς το αθάνατο στοιχείο (ἐφ᾽ ὅσον ἐνδέχεται ἀθανατίζειν), και να κάνουμε τα πάντα για να ζούμε σύμφωνα με το πιο σημαντικό που είναι μέσα μας.

      Γιατί, αν κι από πλευράς όγκου αυτό είναι μικρό, είναι κατά πολύ ανώτερο από όλα τ' άλλα στη δύναμη και στην αξία (δυνάμει καὶ τιμιότητι πολὺ μᾶλλον πάντων ὑπερέχει).

      Όλοι, επίσης, θα συμφωνούσαν ότι αυτό είναι και ο αληθινός μας εαυτός, αφού είναι το κυριότερο και το καλύτερο μέρος μας. Θα ήταν λοιπόν παράλογο για έναν άνθρωπο να μην επιλέγει τη ζωή του εαυτού του, αλλά τη ζωή ενός άλλου. Αυτό λοιπόν που είπαμε πρωτύτερα, ταιριάζει και τώρα εδώ.  Αυτό που προσιδιάζει στον καθένα εκ φύσεως είναι το πιο σημαντικό και το πιο ευχάριστο για τον καθένα.

      Και για τον άνθρωπο, επομένως, (το πιο σημαντικό και το πιο ευχάριστο που  προσιδιάζει στη φύση του) είναι η σύμφωνη με τον νου ζωή, αφού αυτός (ο νους) είναι κατ’ ουσίαν ο άνθρωπος. Αυτός, επομένως, ο βίος είναι και ευδαιμονέστατος».

       «…..εἰ δὴ θεῖον ὁ νοῦς πρὸς τὸν ἄνθρωπον, καὶ ὁ κατὰ τοῦτον βίος θεῖος πρὸς τὸν ἀνθρώπινον βίον. οὐ χρὴ δὲ κατὰ τοὺς παραινοῦντας ἀνθρώπινα φρονεῖν ἄνθρωπον ὄντα οὐδὲ θνητὰ τὸν θνητόν, ἀλλ᾽ ἐφ᾽ ὅσον ἐνδέχεται ἀθανατίζειν καὶ πάντα ποιεῖν πρὸς τὸ ζῆν κατὰ τὸ κράτιστον τῶν ἐν αὑτῷ· εἰ γὰρ καὶ τῷ ὄγκῳ μικρόν ἐστι, δυνάμει καὶ τιμιότητι πολὺ μᾶλλον πάντων ὑπερέχει. δόξειε δ᾽ ἂν καὶ εἶναι ἕκαστος τοῦτο, εἴπερ τὸ κύριον καὶ ἄμεινον. ἄτοπον οὖν γίνοιτ᾽ ἄν, εἰ μὴ τὸν αὑτοῦ βίον αἱροῖτο ἀλλά τινος ἄλλου. τὸ λεχθέν τε πρότερον ἁρμόσει καὶ νῦν· τὸ γὰρ οἰκεῖον ἑκάστῳ τῇ φύσει κράτιστον καὶ ἥδιστόν ἐστιν ἑκάστῳ· καὶ τῷ ἀνθρώπῳ δὴ ὁ κατὰ τὸν νοῦν βίος, εἴπερ τοῦτο μάλιστα ἄνθρωπος. οὗτος ἄρα καὶ εὐδαιμονέστατος».                                                                              (Ηθικά Νικομάχεια 1177 b 35-40, 1178 a 1-9)

 

      Ο Πλάτωνας στον “Θεαίτητο” παροτρύνει τους ανθρώπους να προχωρήσουν σε ομοίωση προς τον Θεό…..

 

        Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ρητά και πολλάκις διατυπωμένη πιο πάνω άποψη ότι: «….. ὁ κατὰ τὸν νοῦν βίος…. οὗτος ἄρα καὶ εὐδαιμονέστατος»……. σε συνάρτηση με άλλες “φυσιολογικές” απόψεις του για την ανθρώπινη ευδαιμονία, τις οποίες καταγράφουμε στο πιο πίσω κεφ. 9.6 / Περί ευδαιμονίας,…… διαπιστώνουμε ότι ο Αριστοτέλης, κατ’ ουσίαν, εξετάζει δύο είδη  Ευδαιμονίας.

       Μια πραγματική, προερχόμενη από υλικά αγαθά, που σχετίζεται με την ανθρώπινη φύση και τις  αισθήσεις, και μια έξω-πραγματική, θεϊκή, που συνδέεται με υψιπετείς αρετές, τη σοφία, τον ποιητικό νου, το θεωρητικό βίο…

     Την πρώτη περίπτωση μελετά “ρεαλιστικά, και την απευθύνει στους πολλούς, την δεύτερη περίπτωση μελετά “μεταφυσικά και την απευθύνει στους λίγους εκλεκτούς, αυτοί που μέλλει να αντικρύσουν τον ίδιο τον Θεό……

       Ο Αριστοτέλης, εκφράζοντας ωριμότερες απόψεις σε κάποια έργα του, δείχνει φορές, να κλίνει υπέρ της υπάρξεως στον κόσμο μιας ασυνείδητης τελολογίας, και όχι ότι επιτελέστηκε κάποιο θείο σχέδιο. Πάντως, στα “Μετά τα Φυσικά” (βιβλ. Λ) έχει διατυπώσει, ως είδαμε πιο πάνω, επιχειρήματα για την ύπαρξη θεού, κυρίως κοσμολογικού χαρακτήρα, που στηρίζονται καθαρά σε αρχές θεμελιωμένες στην μεταφυσική του ιδεοληψία.

     Ο συλλογισμός του Σταγειρίτη, κατόπιν πολλών ενδιάμεσων συμπερασματικών σταθμών, σκιαγραφείται ως εξής: Αν όλες οι ουσίες είναι φθαρτές, τότε όλα τα πράγματα είναι φθαρτά, αφού τις εμπεριέχουν. Υπάρχουν όμως δύο πράγματα που είναι άφθαρτα: Η κίνηση (μεταβολή) και ο  χρόνος (ο οποίος, αν δεν ταυτίζεται, είναι συνακόλουθος της κίνησης).

          Στο κεφ. 3, είδαμε ότι υπάρχουν τρία είδη “κίνησης”:

-   ποιού (περιλαμβάνονται η γέννηση, η φθορά, η αλλοίωση κλπ.),

-   ποσού (η αύξηση, η ελάττωση μεγεθών κλπ.) και

-  κατά τόπον (η σημαντικότερη, περιέχεται και σε όλες τις άλλες).

         Σε καθ’ ένα δε απ’ αυτά, τα είδη κίνησης, ενυπάρχει η ζητούμενη εναντίωση”. Στοιχεία που υπεισέρχονται στη μεταβολή είναι: “κινούν”, “κινούμενον”, “χρόνος”.

 

      Ωστόσο, η μόνη συνεχής κίνηση είναι η κατά τόπον, και η μόνη συνεχής κατά τόπον η κυκλική. Επομένως, πρέπει να υπάρχει αιώνια κυκλική κίνηση.  Αυτή, όμως, προϋποθέτει την ύπαρξη μιας αιώνιας (άρα και άυλης) ουσίας, η οποία να μπορεί να παράγει κίνηση, μια ικανότητα που απουσιάζει από τα γνωστά μας Είδη / Ιδέες, ως μέχρι τώρα αυτά νοούνται.  

       Αυτή, η (αιώνια – άυλη) ουσία, εκτός από το να παράγει κίνηση, πρέπει και να ενεργεί, που σημαίνει ότι το «τι ήν είναι» αυτής πρέπει να είναι όχι απλά η δύναμη, αλλά η ενέργεια.  Τότε και η εξ αυτής προκύπτουσα (κυκλική)  κίνηση θα είναι αιώνια, κατ’ ανάγκην ατέρμονη.  Μάλιστα, αυτό το συμπέρασμα (“έστι τι αεί κινούμενον κίνησιν άπαυστον”) επιβεβαιώνεται από την εμπειρία του έναστρου ουρανού, που κάτι πρέπει να υπάρχει για  να τον κινεί.  Αλλά επειδή δεν είναι ικανοποιητικό κάτι που κινεί, ενώ συγχρόνως κινείται και το ίδιο, αυτό είναι κάτι ενδιάμεσο…… Από την εμπειρία, άρα, του έναστρου ουρανού, οδηγούμαστε στην απόδειξη ύπαρξης ενός ενεργείαι όντος, ουσιαστικού και αιώνιου……

 

 

7.3) Το “Ακίνητο Κινούν”

 

     Η διδασκαλία για την αιώνια ηρεμία της θεότητας, η οποία συνδέεται με την μακαριότητα της, αλλά και με την δράση της, ακόμα και από τη κατάσταση αυτή της ακινησίας της, είναι βαθιά μέσα στην Αριστοτελική μεταφυσική σκέψη.                                                                                      (Κεφ.7.2, Αριστοτελική θεολογία) 

     «…..Εάν, λοιπόν, η φύση του όντος είναι απλή, μία και η αυτή πράξη θα γεννά εκάστοτε υπέρτατη ηδονή. Γι’ αυτό κι’ ο Θεός απολαμβάνει μια απλή και αιώνια μακαριότητα.

      Διότι η ενέργεια δεν είναι μόνον προϊόν της κινήσεως, αλλά και της ακινησίας, η δε ηδονή (η εκ της  μακαριότητος του Όντος) έγκειται μάλλον εις την ηρεμίαν παρά εις την κίνηση….».

 

       «….. ἐπεὶ εἴ του ἡ φύσις ἁπλῆ εἴη, ἀεὶ ἡ αὐτὴ πρᾶξις ἡδίστη ἔσται. διὸ ὁ θεὸς ἀεὶ μίαν καὶ ἁπλῆν χαίρει ἡδονήν· οὐ γὰρ μόνον κινήσεώς ἐστιν ἐνέργεια ἀλλὰ καὶ ἀκινησίας, καὶ ἡδονὴ μᾶλλον ἐν ἠρεμίᾳ ἐστὶν ἢ ἐν κινήσει….».                                                                                                                                             

                                                                                                                                 (“Ηθικὰ Νικομάχεια” H 1154  b 28-34)

         «…… Έστι γαρ τι ο αιεί κινεί τα κινούμενα, και το πρώτον κινούν ακίνητον».                 

                                                                                                            (“Μετά τα Φυσικά” 1036 b 35-37)

     Υπάρχει, λοιπόν, το “Ακίνητο Κινούν, μακάριον και αΐδιον Ον,  το οποίον από ένα σημείο (“Μετά τα Φυσικά” Λ 1072b 33-35) και εφεξής, ο Αριστοτέλης, απροκαλύπτως, ταυτίζει με τον Θεό.

            «Φαμέν δε τον θεόν είναι ζώον αΐδιον άριστον, ώστε ζωή και αιών συνεχής και αΐδιος υπάρχει τω θεώ, τούτο γαρ θεός». 

     Ο Θεός, ως άριστον ον, σχετίζεται με την γνώση, η οποία μη εξαρτωμένη από την αίσθηση και τη φαντασία, αναφέρεται στο άριστο. Επομένως αντικείμενο της γνώσης του θεού θα είναι ο Εαυτός του. Στο Θεό: Νους και Νοητό (το αντικείμενο της νοήσεως) ταυτίζονται.  

         Στη γνώση μεταφέρεται η νοητή μορφή, όπως ακριβώς συμβαίνει με την αίσθηση, όπου στο νου μεταφέρεται η (αισθητή) μορφή, χωρίς την ύλη.

     Όμως, αφού ο Θεός γνωρίζει τον Εαυτό του, γνωρίζει κι’ όλα τ' άλλα /nam intelligento se intelligit omnia alia)  θα συμπληρώσει, μετά από 1.600 χρόνια, Θωμάς ο Ακινάτης.

      Ο  Αριστοτέλης, πάντως, αρνείται στο Θεό τη γνώση του κακού (και όχι μόνον). Και δεν διαμορφώνει θεωρία περί θείας δημιουργίας. Η ύλη παρουσιάζεται αγέννητη και αιώνια, οι Νόες αυθύπαρκτα και αυτοδημιούργητα όντα.

       Ως προς ενδείξεις για κάποιου είδους θείας πρόνοιας στα κείμενα του Αριστοτέλη, τα στοιχεία δεν είναι ικανοποιητικά, παρά τις εργώδεις προσπάθειες Αλέξανδρου του Αφροδισιέως και θεολόγων του Μεσαίωνα….  Άλλωστε, το όλο περί θεού concept  βρίθει από ασάφειες, αντιφάσεις και ανεπάρκειες.  Ο Αβερρόης, θεωρώντας ότι ερμηνεύει πιστά τον Σταγειρίτη, απέδιδε στο Θεό μια γνώση των γενικών νόμων του σύμπαντος, ουσιαστικά μία αυτογνωσία, χωρίς  δημιουργική δραστηριότητα και  ελευθερία βούλησης.

 

     Υπάρχει ο εξής προβληματισμός: Πως μπορεί κάτι να παράγει κίνηση, όταν ακινητεί, αφού η φυσική παραγωγή κίνησης προϋποθέτει αμοιβαία επαφή των δύο σωμάτων και δράση του κινούντος στο κινούμενο;           Απορία: Άραγε, τι θα άλλαζε αν το “Κινούν)” (ο θεός) δεν ήταν ένα ακίνητο ον, αλλά κινείτο;

     Ο Αριστοτέλης απαντά ότι το «Ακίνητο Κινούν / Θεός», πρέπει να παράγει κίνηση κατά τρόπο μη προσιδιάζοντα στη φύση, μ’ έναν τρόπο αφύσικο, δηλ. ως αντικείμενο επιθυμίας……«κινεί δε ώδε το ορεκτόν και το νοητόν….. κινεί δε ως ερώμενον….» .

      Ο Θεός, λοιπόν, είναι πηγή ακτινοβολούσα έρωτα, η δε ύλη καταλαμβάνεται από ασυγκράτητη ερωτική επιθυμία να ενωθεί μαζί Του, γι’ αυτό ξεφεύγει από την κατάσταση του εν  δυνάμει και προσπαθεί να επενδυθεί μορφή.  Ο Αριστοτέλης, θεωρεί τον Θεό πρώτο αίτιο, τελικό αίτιο (με την έννοια ότι ποτέ δεν είναι, αλλά πάντα πρόκειται να είναι) άμα και ποιητικό αίτιο της κινήσεως (μεταβολής).  Αιώνιο ον, δεν έχει τόπο, όμως επιδρά παντού στο σύμπαν, κάθε τι που συμβαίνει εξαρτάται από αυτό, παρεκτός των σκοτεινών περιοχών της τύχης και του αυθορμήτου.

      

 

7.4) Οι θεοί του Επίκουρου

 ….. ο θεός είναι ον ζωντανό αθάνατο και μακάριο…..

 ….. οι θεοί υπάρχουν, επειδή η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι ολοφάνερη, όμως δεν είναι έτσι όπως τους πιστεύει ο πολύς ο κόσμος……

 

     Από την Επιστολή προς Μενοικέα (123-124):

        «Τα πράγματα δε που συνεχώς σου συνιστούσα, αυτά να πράττεις και να στοχάζεσαι, θεωρώντας ότι αυτά είναι βασικές αρχές της ευτυχισμένης ζωής. Πρώτα απ’ όλα αποδεχόμενος ότι ο θεός είναι ον ζωντανό αθάνατο και μακάριο, όπως η κοινή παράσταση του θεού έχει αποτυπωθεί, και να μην του προσάπτεις τίποτα που θα ήταν ξένο προς την αφθαρσία του, μήτε αταίριαστο προς την μακαριότητά του. Αλλά, να πιστεύεις γι’ αυτόν κάθε τι που είναι ικανό να διαφυλάξει την αφθαρσία και την μακαριότητά του.

        Διότι οι θεοί υπάρχουν, επειδή η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι ολοφάνερη. Αλλά δεν είναι οι θεοί έτσι όπως τους πιστεύει ο πολύς ο κόσμος. Διότι δεν διατηρεί ακέραιη την αρχική παράσταση για τους θεούς. Και ασεβής δεν είναι αυτός που δεν αποδέχεται τους θεούς των πολλών ανθρώπων, αλλά αυτός που αποδίδει στους θεούς αυτά που οι πολλοί πιστεύουν γι’ αυτούς. Διότι αυτά τα οποία φρονούν οι πολλοί άνθρωποι για τους θεούς δεν είναι αντιλήψεις αλλά ψεύτικες δοξασίες….»

      «Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων. πρῶτον μὲν τὸν θεὸν ζῷον ἄφθαρτον καὶ μακάριον νομίζων, ὡς ἡ κοινὴ τοῦ θεοῦ νόησις ὑπεγράφη, μηθὲν μήτε τῆς ἀφθαρσίας ἀλλότριον μήτε τῆς μακαριότητος ἀνοίκειον αὐτῷ πρόσαπτε· πᾶν δὲ τὸ φυλάττειν αὐτοῦ δυνάμενον τὴν μετὰ ἀφθαρσίας μακαριότητα περὶ αὐτὸν δόξαζε.   θεοὶ μὲν γὰρ εἰσίν· ἐναργὴς γὰρ αὐτῶν ἐστιν ἡ γνῶσις. οἵους δ' αὐτοὺς <οἱ> πολλοὶ νομίζουσιν οὐκ εἰσίν· οὐ γὰρ φυλάττουσιν αὐτοὺς οἵους νομίζουσιν. ἀσεβὴς δὲ οὐχ ὁ τοὺς τῶν πολλῶν θεοὺς ἀναιρῶν, ἀλλ' ὁ τὰς τῶν πολλῶν δόξας θεοῖς προσάπτων. οὐ γὰρ προλήψεις εἰσὶν ἀλλ' ὑπολήψεις ψευδεῖς αἱ τῶν πολλῶν ὑπὲρ θεῶν ἀποφάσεις……».                                                                 (Επ.Μ. 123-124)  

 

       Ο Επίκουρος, υλιστής και υποστηρικτής της ατομικής θεωρίας, πίστευε στη ύπαρξη θεού, ως όντος άφθαρτου και μακάριου, πάντως, όχι σύμφωνα με την κοινή (λαϊκή) αντίληψη των περισσοτέρων. Γι’ αυτό άλλωστε, με πάθος και ανυποχώρητα, αγωνίστηκε ενάντια στη θρησκοληψία, σε κάθε είδους προλήψεις και δεισιδαιμονίες, που θεωρούσε πηγές δυστυχίας των ανθρώπων. Στη περί του θεού εικόνα, καθόλου δεν περιλαμβάνεται και αυτή του Θεού – Δημιουργού, ούτε βέβαια οι θεοί έχουν τη παραμικρή σχέση με τα φυσικά φαινόμενα, που οι εύπιστοι τους αποδίδουν με τη φαντασία τους, επειδή αγνοούν τις φυσικές αιτίες που τα προκαλούν.  Οι θεοί ,“ἀνθρωποειδεῖς”, καθώς  Επίκουρος νόμιζε είναι, συνίσταντο από λεπτά ευγενή άτομα ύλης, που συνεχώς εκρέουν από το σώμα τους. Αυτά τα σωματίδια είναι τόσο λεπτά-ισχνά που δεν συλλαμβάνονται από τις αισθήσεις, αλλά μόνον από τον νου….. πρόκειται για περίπτωση εφαρμογής της λεγόμενης: Φανταστικής επιβολής της διάνοιας”.

                                   (Βλ. το 3ο, από τα 4, “Κριτήρια της αλήθειας του Κανόνα”)

      Μπροστά στο καθολικό γεγονός της πίστης στους θεούς, και λόγω της ενάργειας και της αξιοπιστίας αυτής της γενικής ιδέας - πρόληψης (βλ. “Τα τέσσερα κριτήρια αλήθειας του Επικούρειου Κανόνα” στο κεφ. 2.3), δηλ. της ιδέας του θεού απ’ όλους τους ανθρώπους…….και δεδομένου ότι οι προλήψεις σχηματίζονται από τη συσσώρευση αισθητηριακών εντυπώσεων και κάθε αίσθηση είναι πραγματική…..ο Επίκουρος φθάνει στο σημείο να θεωρήσει σίγουρη την ύπαρξη θεών ……

……. Σίγουρα οι αισθήσεις δεν κάνουν ποτέ λάθος, όμως κανείς άνθρωπος δεν είναι αλάνθαστος!

Το λάθος παρεισδύει κατά την επεξεργασία – ερμηνεία της αισθητηριακής αντίληψης από τη νόηση.

       Ο Γερμανός υπαρξιστής Χάιντεγκερ λέει ότι προχωρούμε στην έρευνα των πραγμάτων, όχι απροκαλύπτως, αλλά σύμφωνα με κάποια προκαταβολική θεώρηση, κάποια πρόβλεψη (vorgriff).  Όταν π.χ. ερωτούμε περί του θεού, προϋποτίθεται ότι έχουμε κάποια, έστω αόριστη, γνώση περί αυτού.

       Ο Κικέρων, γράφει πως πρώτος ο Επίκουρος απ’ όλους τους φιλοσόφους, επικαλέστηκε υπέρ της θεϊκής ύπαρξης την καθολική πίστη των ανθρώπων, και από μια τελείως υποκειμενική βάση προσπάθησε να βγάλει μια αντικειμενική βεβαιότητα.                                                                                                

                                                                                                                                                 (“De Natura Deorum”, I, 16, 43)

 

      Ο Επίκουρος, ως μαρτυρείται, τηρούσε με σεβασμό όλες τις πατροπαράδοτες εορτές και θυσίες, μάλιστα τον μαθητή του….. “Κωλώτη πάντων τε όρκων και πάσης θεολογίας επιμελείσθαι συμβούλευε”.

        Από τον Επικούρειο φιλόσοφο Φιλόδημο (Πάπυροι του Herculaneum)….. «Λέγουν ότι η προσευχή ταιριάζει στην σοφία, όχι επειδή στεναχωριούνται οι θεοί εάν δεν προσευχηθούμε, αλλά λόγω της σαφούς αντίληψης ότι είναι φύσεις ανώτερες σε δύναμη και σπουδαιότητα».

      «ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΘΑΙ ΓΑΡ ΟΙΚΕΙΟΝ ΕΙΝΑΙ ΣΟΦΙΑΙ ΦΗΣΙΝ, ΟΥΧ ΩΣ ΑΧΘΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΕΙ ΜΗ ΠΟΙΗΣΟΜΕΝ, ΑΛΛΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΝΟΙΑΝ ΤΩΝ ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΘΣΩΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΙ ΦΥΣΕΩΝ».                            (ΠΕΡΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ P. Herc. 1077)

 

                                                                                                                                                                                                                                                                                      

      «Αυτά λοιπόν και τα σχετικά μ’ αυτά, να συλλογίζεσαι μέρα και νύχτα, μόνος σου και με άλλον όμοιό σου, και ποτέ δεν θα ταραχθείς ούτε στον ξύπνιο σου ούτε στον ύπνο σου, αλλά θα ζήσεις σαν θεός ανάμεσα σε ανθρώπους. Γιατί δεν μοιάζει καθόλου με θνητό πλάσμα ένας άνθρωπος που ζει ανάμεσα σε αθάνατα αγαθά».

       «Ταῦτα οὖν καὶ τὰ τούτοις συγγενῆ μελέτα πρὸς σεαυτὸν ἡμέρας καὶ νυκτὸς πρός <τε> τὸν ὅμοιον σεαυτῷ, καὶ οὐδέποτε οὔθ' ὕπαρ οὔτ' ὄναρ διαταραχθήσῃ, ζήσεις δὲ ὡς θεὸς ἐν ἀνθρώποις. οὐθὲν γὰρ ἔοικε θνητῷ ζῴῳ ζῶν ἄνθρωπος ἐν ἀθανάτοις ἀγαθοῖς».                                                                                  (Επ.Μ. 125) 

                                                                                                                                                                                             

      Οι θεοί, ξένοιαστοι, απολαμβάνουν την ατέλειωτη μακαριότητα τους, αυτοεξόριστοι στα πέρατα του κόσμου, άπειροι σε αριθμό όπως οι ίδιοι οι κόσμοι                                           (Κικέρων “De finibusI,XIX,50)  

       Διαμένουν στις ιερές κατοικίες τους τις ολωσδιόλου διαφορετικές από τις δικές μας (λεπτές ανάλογα με τα σώματά τους) κάπου στα “μετακόσμια” διαστήματα (…στο έξ από ‘δώ δηλαδή), με τα εγκόσμια καθόλου να μην τους απασχολούν μήτε τώρα - μήτε ποτέ.                                              (“DRNV, 146-154) 

      Και, ως προς τα ανθρώπινα, ούτε έχουν - ούτε δίνουν οτιδήποτε, ούτε οργίζονται, ούτε χαρίζονται, γιατί τέτοια ταιριάζουν σε ατελή όντα. Θεία πρόνοια, επομένως, δεν υφίσταται.

    Τὸ μακάριον καὶ ἄφθαρτον οὔτε αὐτὸ πράγματα ἔχει οὔτε ἄλλῳ παρέχει, ὥστε οὔτε ὀργαῖς οὔτε χάρισι συνέχεται· ἐν ἀσθενεῖ γὰρ πᾶν τὸ τοιοῦτον”.                             (Κ. Δ. 1)

     Και είναι μάταιο να ζητάμε από θεούς πράγματα που καθένας μας είναι ικανός να χορηγήσει στον εαυτό του….. «Μάταιόν ἔστι παρὰ θέων αἰτεῖσθαι ἅ τις ἑαυτῷ χορηγήσαι ἱκανός ἔστι».   (Επ. Προσφώνησις 65)

 

      Στη Φύση, τον ουρανό και τη γη, το γράψαμε και πιο πάνω, ουδέποτε οι θεοί επεμβαίνουν για να ελέγξουν, ή για να ρυθμίσουν οποιοδήποτε από τα φυσικά φαινόμενα, ούτε βέβαια τέτοιες ενέργειες έκαναν ποτέ ή προτίθενται να κάνουν. Επίσης, καμία θεία δημιουργία υπήρξε, ούτε οι φυσικοί νόμοι ορίσθηκαν από κάποιο  θεϊκό νου. Ο κόσμος, εξ αιτίας μιας αρχικής  συσσώρευσης άπειρης ποσότητας ύλης δημιουργήθηκε,  κι έτσι προκλήθηκε και ο νόμος της περιοδικότητας στη κίνηση του….     

         «……. Επιπλέον, δεν πρέπει να θεωρούμε ότι η κίνηση των ουρανίων σωμάτων και η αλλαγή στην κατεύθυνση τους και η έκλειψη και η ανατολή και η δύση και τα παρόμοια με αυτά φαινόμενα οφείλονται σε κάποιο ον που τα ελέγχει και τα ρυθμίζει, ή που τα έχει ρυθμίσει, και ταυτόχρονα απολαμβάνει απόλυτη μακαριότητα μαζί με αθανασία».                

             «…….Καὶ μὴν <καὶ τὴν> ἐν τοῖς μετεώροις φορὰν καὶ τροπὴν καὶ ἔκλειψιν καὶ ἀνατολὴν καὶ δύσιν καὶ τὰ σύστοιχα τούτοις μήτε λειτουργοῦντός τινος νομίζειν δεῖ γενέσθαι καὶ διατάττοντος ἢ διατάξαντος καὶ ἅμα τὴν πᾶσαν μακαριότητα ἔχοντος μετὰ ἀφθαρσίας».                                                                                                                                                                                                          

                                                                                                                     (Επιστολή προς Ηρόδοτο, 76)

       «……εξ αιτίας του αρχικού σχηματισμού της ύλης σε τέτοιες συσσωρεύσεις, στη φάση της γέννησης του κόσμου, προκαλείται και της ο νόμος της περιοδικότητας στη κίνηση του…».

          «Ὅθεν δὴ κατὰ τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν τούτων ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει δεῖ δοξάζειν καὶ τὴν ἀνάγκην ταύτην καὶ περίοδον συντελεῖσθαι».                 (Επιστολή προς Ηρόδοτο, 77)

 

      Ωστόσο…….οι Επικούρειοι θεοί (το ίδιο και οι Αριστοτελικοί) στη πράξη είναι όντα περιττά και ανώφελα, αλαζονικά και αυτάρεσκα, εντελώς αδιάφορα και ασυγκίνητα στον ανθρώπινο πόνο και δυστυχία….  

     ……. Το “λάθος” να μην είναι ο θεός (ή ο άγιος) οικτίρμων και ελεήμων, να μην εισακούει προσευχές και να μην επιβραβεύει ή τιμωρεί τους ανθρώπους, δεν θα το επιτρέψουν τα ιερατεία της επόμενης σειράς θεών, κι’ έτσι θα επικρατήσουν αυτά, έναντι των παλαιότερων….        

       Εντούτοις, για τον Επίκουρο, οι αθάνατοι αποτελούν υπόδειγμα και ιδανικό της υπέρτατης ευδαιμονίας των θνητών. Και μόνη χρησιμότητα απομένει γι’ αυτούς το να αποτελούν παραδείγματα προς μίμησιν, κι αυτό ίσως αποτελεί το μόνο λόγο και για να τους λατρεύουμε, αφού ούτε ελπίζουμε τίποτα απ’ αυτούς, ούτε τους φοβόμαστε.  

Προκύπτουν σοβαρά τα ερωτηματικά στην περί των θεών θεωρία του Επίκουρου:

        1ο) Ισχύει ή όχι η κοινή, ως λέγει ο Αριστοτέλης, αντίληψη των ανθρώπων, και δική του, ότι η Φύση δεν δημιουργεί τίποτα άνευ λόγου (εις μάτην);

        2ο) Η λεγόμενη “οντολογική απόδειξη”, με βάση την οποίαν ο Επίκουρος συμπεραίνει την ύπαρξη του θεού, επειδή είναι εναργής η αντίστοιχη έννοια (…. “η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι ολοφάνερη”) πόσο πείθει;  

        Ο Ι. Καντ, πάντως, δεν πείθεται…… Και, δεν υπάρχουν ένα σωρό έννοιες εναργείς, αλλά ανυπόστατες; 

        3ο) Αν η (μοναδική ως φαίνεται) χρησιμότητα των θεών είναι ν’ αποτελούν παραδείγματα προς μίμησιν στους ανθρώπους, αυτό δεν αποτελεί απόδειξη ότι υπήρξε θεϊκό σχέδιο Δημιουργίας, όπως και Δημιουργός του κόσμου και του ανθρώπινου γένους; Επίσης, δεν υπονοείται και φροντίδα (πρόνοια) των θεών για τα δημιουργήματά τους; 

 

       Ο Επικουρισμός ωστόσο, στην εποχή του, διατύπωσε ρηξικέλευθες απόψεις περί της θεότητας. Εύκολα, θα μπορούσε να πει κανείς για τους θεούς του ότι αποτελούσαν ιδεώδη, μάλλον, παρά όντα με υπόσταση. Σε συνδυασμό δε με τις προοδευτικές αντιλήψεις του για τον διαφωτισμό των ανθρώπων και την απαλλαγή τους από τις δεισιδαιμονίες, γρήγορα παρεξηγήθηκε και πολλοί, καλόπιστοι και μη, αντελήφθησαν την Επικούρεια φιλοσοφία ανειλικρινή στη θεολογική της άποψη, ακόμα (υποκρυπτόμενα) αθεϊστική.

        Η φήμη δε αυτή ήταν πολύ διαδεδομένη, από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια έως τα σημερινά. Και η αθεΐα, χειρότερη από την ετεροδοξία, χαρακτηριζόταν έγκλημα, σε παλαιότερα, βέβαια, χρόνια…..   

        Το έτος 432 ο Αθηναϊκός Δήμος είχε ψηφίσει, , ψήφισμα περί “ασεβείας”, του Διοπείθη ονομαζόμενο…  Το Διάταγμα του Διοπείθη, προέβλεπε εξορία ή θάνατο και μ’ αυτό επαπειλήθηκαν (συνήθως συνυπήρχαν πολιτικοί κ.ά. λόγοι) φιλόσοφοι όπως Αναξαγόρας, Αριστοτέλης, Θεόφραστος, Σωκράτης….

        Στο αλληγορικό (με έντονα τα σκωπτικά στοιχεία) έργο του Δάντη «Θεία Κωμωδία» στον έκτο κύκλο της «Κόλασης» τιμωρούνται εκείνοι που «βγάζουν την ψυχή νεκρή από το σώμα», δηλαδή οι Επικούρειοι και γενικά οι αιρετικοί, τοποθετημένοι μέσα σε μεγάλες πύρινες σαρκοφάγους!

 

      Αυτά που ενοχλούσαν στον Επίκουρο, και για τα οποία η φιλοσοφία του αντιμετώπισε λυσσαλέες επικρίσεις επί αιώνες, ήταν ότι:

1) Αρνείτο την Θεία Πρόνοια (άρα, και την ωφελιμότητα των ιερατείων).  Δεν πίστευε στην αθανασία της ψυχής. Πίστευε στην ελεύθερη βούληση, που συνεπάγεται ευθύνη για την απόφαση.

2) Πίστευε ότι τα φυσικά φαινόμενα διέπονται κυρίως από νόμους της φύσης, αλλά  και από το τυχαίο γεγονός. Πίστευε στη ύπαρξη πολλών κόσμων, που ολοένα γεννιούνται και καταστρέφονται (δηλ. δεν αποδεχόταν την αιωνιότητα τους), χωρίς θεϊκή παρέμβαση.

3) Θεωρούσε ύψιστο αγαθό την ηδονή και στόχο ζωής την ευδαιμονία.

 

      Χαρακτηριστική της Επικούρειας άποψης περί θεών είναι η πιο κάτω συλλογιστική – που όλους τους αφήνει άφωνους – και την παραθέτει ο σκεπτικιστής Σέξτος ο Εμπειρικός (2ος-3ος μ.Χ. αι.) σαν απάντηση στον Λακτάντιο:

       “Αυτός που λέει ότι υπάρχει θεός, ισχυρίζεται ότι ο θεός είτε προνοεί για τα εγκόσμια είτε ότι δεν προνοεί, και ότι, αν προνοεί, προνοεί είτε για τα πάντα είτε για κάποια πράγματα.

        Αλλά αν προνοούσε για τα πάντα, δεν θα υπήρχε το κακό και η κακία στον κόσμο. Όμως λένε ότι τα πάντα είναι μεστά από κακία. Άρα δεν μπορούμε να πούμε ότι ο θεός προνοεί για τα πάντα. Αν όμως προνοεί για κάποια πράγματα, τότε γιατί για άλλα προνοεί και για άλλα όχι;

        Δηλαδή, ο θεός και θέλει και μπορεί να προνοεί για τα πάντα, ή θέλει αλλά δεν μπορεί, ή μπορεί αλλά δεν θέλει ή ούτε θέλει ούτε μπορεί.  Αλλά εάν ήθελε και μπορούσε θα προνοούσε για τα πάντα, αλλά όμως δεν προνοεί για τα πάντα σύμφωνα με τα προλεγόμενα.

        Ωστόσο εάν θέλει και δεν μπορεί, είναι πιο αδύναμος από την αιτία που δεν μπορεί να προνοεί για όσα δεν προνοεί. Είναι όμως αντίθετο με την έννοια του θεού να είναι πιο αδύναμος από κάτι άλλο. Εάν πάλι μπορεί να προνοεί για τα πάντα και δε θέλει, τότε θα μπορούσε να θεωρηθεί κακόβουλος.

        Αν όμως ούτε θέλει ούτε μπορεί, είναι και κακόβουλος και ανίσχυρος, πράγμα που αποτελεί ασέβεια να λέγεται για τον θεό. Άρα ο θεός δεν προνοεί για τα εγκόσμια”.

 

      Το περίφημο ρητό, που θαυμάσια συμπυκνώνει τα κυριότερα Επικούρεια δόγματα της Ηθικής του φιλοσοφίας, είναι η Τετραφάρμακος, Φιλόδημου του Γαδαρηνού…. Και δια παντός έστω και πανταχήι  παρεπόμενον η “Τετραφάρμακος”…..

«ΑΦΟΒΟΝ Ο ΘΕΟΣ  -  ΑΝΥΠΟΠΤΟΝ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

ΚΑΙ Τ’ ΑΓΑΘΟΝ ΜΕΝ ΕΥKTHTON  -  ΤΟ ΔΕ ΔΕΙΝΟΝ ΕΥEΚKΑΡΤΕΡΗΤΟΝ»

(“Προς Σοφιστάς”, από τους παπύρους του Herculaneum)

 

 

ΕΠΙΜΥΘΙΟ στη ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ – ΘΕΟΛΟΓΙΑ

1)  Φαμέν  τον θεόν είναι ζώον αΐδιον άριστον, ώστε ζωή και αιών συνεχής και αΐδιος υπάρχει τω θεώ, τούτο γαρ θεός” ……

       ….. “Eίς κοίρανος”.                                                                      (Αριστοτέλης, “Μετά τα Φυσικά”)

2)  Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος….”.                           (Η Επικούρεια “Τετραφάρμακος”)

3)  “Ουκ ο ων εκ της ουσίας, αλλ’ η ουσία εκ του όντος .  αυτός γαρ όλον εν εαυτώ συνείληφε   το είναι”.                                                                                      

                                                                                                              (Γρηγόριος ο Παλαμάς)

4)  Εις: Ζευς, Σάραπις, Ήλιος…. Κοσμοκράτωρ – Ανίκητος”.    (Ελληνιστικό-Ρωμαϊκή εποχή)

5) …. tantum religio potuit suadere malorum….”.                      (Λουκρήτιος DRN I, 101) 

6) Και τρισμακάριοι όσοι κρατούν, και δε λυγούν, απάνω στους ώμους τους, το  μέγα, εξαίσιο, αποτρόπαιο μυστικό:

        Και το ένα τούτο δεν υπάρχει.                                               (Ν. Καζαντζάκης “Ασκητική”)

 

 

 

 

 

 

Κεφ. 8) Το Σύμπαν

 

8.1) Το Αριστοτελικό (θεϊκό) σύμπαν

       

       Η κάτω από τη σελήνη περιοχή, η γη, η οποία ακίνητη ηρεμεί επί του μέσου του σύμπαντος, συνιστά ένα πεπερασμένο χώρο που δεν είναι άπειρος, ούτε έχει άπειρο βάρος.  Όλα τα φαινόμενα που σχετίζονται με τη γη, αποτελούν προβλήματα που ερευνούν οι ποιητικές (μη θεωρητικές) επιστήμες. Καθ’ ένα από τα επιστητά, αυτά δηλ. που μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος, ερευνάται από την  αρμόδια προς τούτο (επί μέρους) επιστήμη.

       Οι λεγόμενες και παραγωγικές επιστήμες, ως είδαμε, ασχολούνται με τα πράγματα που έχουν χωριστή ύπαρξη και είναι μεταβλητά, αναζητώντας αρχές και αιτίες στην κίνηση, την μορφή, την ύλη, καθώς και ιδιότητές τους. Σε τέτοιου είδους έρευνες, δεχόμαστε το (εν τινι μέτρω) τι εστίν του αντικειμένου, είτε με την μαρτυρία των αισθήσεων, είτε βάσει ωρισμένων υποθέσεων.

         Για την ουσία και το τι εστίν σε καμία επαγωγική ανάλυση (όπως είναι αυτές των παραγωγικών επιστημών) δεν υπάρχει απόδειξη.                                                                                       (“Μετά τα Φυσικά” Κ 1063 b 43-45, 1064 a 1-45)      

 

     Ως προς την διαδικασία του κοσμικού γίγνεσθαι, είδαμε (κεφ. 3.1) ότι ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι τα στοιχεία δηλ. η φωτιά, ο αέρας, η γη, το νερό, οι δομικοί λίθοι του σύμπαντος, που με συνδυασμό μεταξύ τους φτιάχνονται όλα τ' άλλα όντα, ενεργούν (διακρίνονται), όχι από το νείκος, αλλά από την φιλία (νείκος και φιλία προϋπάρχουν του θεού), τα δε στοιχεία είναι θεοί και αυτά«Τα γε στοιχεία διακρίνει ου το νείκος, αλλ’ η φιλία, τα φύσει πρότερα του θεού, θεοί και ταύτα».   

 Στον Αριστοτέλη τα θεϊκά όντα “περιχορεύει (= ορχούνται κυκλοτερώς / Αττική σύνταξη) την οικουμένην”!     

     Τα πάντα ήταν, είναι και θα είναι έτσι όπως σήμερα, δεν είναι συνεπώς αποδεκτή η Πλατωνική περί του Δημιουργού του κόσμου διδασκαλία. Ο κόσμος υπήρχε προαιωνίως, όμως, εξέλιξη στα όντα είναι αδιανόητη, και είναι εσφαλμένη (άτοπη) η άποψη ότι όλα τα πράγματα στην αρχή αποτελούσαν ένα μείγμα…..   «Ατόπου γαρ όντος και άλλως του φάσκειν μεμειχθείναι την αρχήν πάντα…».                 

                                                                                                                         (“Μετά τα Φυσικά” Α 989 a 38-39)

      Σε συνέπεια τέτοιων αντιλήψεων, οι έννοιες: “Κοινή καταγωγή των ειδών (σύμφωνα με την οποία όλα τα είδη μοιράζονται εξελικτικά έναν κοινό πρόγονο) - Φυσική επιλογή - Εξέλιξη των ειδών, έννοιες Δαρβινικές που όμως εν σπέρματι διατυπώθηκαν και από προηγούμενους διανοητές (Εμπεδοκλής), δεν ερευνώνται στον Αριστοτέλη αν και στη βιολογία υπήρξε πρωτοπόρος.

      Τη γέννηση και μετατροπή των υλικών πραγμάτων ο Σταγειρίτης εξηγεί από ποιοτικές μεταβολές των στοιχείων, χημικές θα λέγαμε σήμερα, και αυτό, ασφαλώς, συνιστά πρόοδο σε σχέση με τον δάσκαλό του που προσπαθούσε να τις εξηγήσει μαθηματικά, σε αντιστοιχία με τα κανονικά στερεά. Πάντως, σε καμία κίνηση - μεταβολή, γένεση - φθορά, υλικών πραγμάτων η φύση δεν δημιουργεί νέα είδη, ούτε μεταλλάζει -εξελικτικά- τα υπάρχοντα.  

     Όλα τα είδη των φθαρτών όντων ήταν, είναι και θα μείνουν άφθαρτα-αμετάβλητα, όπως δημιουργήθηκαν εξ αρχής, κατά την Δημιουργία. Η διαιώνιση (αθανασία) των ειδών επιτελείται με τον κυκλικά εναλλασσόμενο ρυθμό γενέσεως και φθοράς, με την αλληλοδιαδοχή των περιόδων και των γενών.

      

       Ο επάνω από τη σελήνη χώρος (συμπεριλαμβάνει τη σελήνη και τον ήλιο), ο σφαιροειδούς σχήματος Ουρανός κινείται κυκλοτερώς (η ιδανική κίνηση) με τρόπο θεϊκό, τα δε, επίσης σφαιροειδή, αστέρια, που ούτε πύρινα είναι ούτε μέσα σε φωτιά, είναι ακίνητα καρφωμένα πάνω του (όπως περιγράφεται στο έργο “Περί Ουρανού” κ.ά.). 

      Στον Ουρανό, που ταυτίζεται με τον Κόσμο, ο οποίος είναι ένας, μόνον ένας, πεπερασμένος, όλα τα πράγματα (δηλ. οι ουράνιες σφαίρες και οι αστέρες, απλανείς και πλανήτες) είναι τελείως διαφορετικά, διότι όλα τα εκεί όντα είναι αιώνια και αμετάβλητα, έχουν κατασκευαστεί από αιθέρα (πεμπτουσία), έχουν δηλ. σύσταση ανώτερη από την ανθρώπινη, φύση απόλυτα θεϊκή.

       «….. γιατί υπάρχουν άλλα όντα, που η φύση τους είναι πολύ πιο θεϊκή από τη φύση του ανθρώπου, όπως, καταφανέστατα βεβαίως, αυτά από τα οποία έχει συσταθεί ο κόσμος».

          «….. καὶ γὰρ ἀνθρώπου ἄλλα πολὺ θειότερα τὴν φύσιν, οἷον φανερώτατά γε ἐξ ὧν ὁ κόσμος συνέστηκεν».                                                              

                                                                                                                        (“Ηθικὰ Νικομάχεια”  Ζ 1140 a 39, 1141 b 1-2)

      Το σύμπαν είναι έργον θείας δυνάμεως, η οποία και το συνέχει.……. Το αναφέρει παρεμπιπτόντως μελετώντας τις πολιτείες:…….. «Είναι λογικά αποδεδειγμένο ότι ο νόμος τάξις τις εστι, και την ευνομίαν αναγκαίον ευταξίαν είναι. Ο λίαν υπερβάλλων αριθμός κατοίκων μιας πολιτείας ου δύναται μετέχειν τάξεως, θείας γαρ δη τούτο δυνάμεως, ήτις και τόδε συνέχει το παν».                                   (“Πολιτικά” Η, 1326 a 30-37)

      Στο προηγούμενο κεφάλαιο μας (υπ’ αρ. 7), παρουσιάσαμε τον Αριστοτέλη να συμπεραίνει την ύπαρξη ενός «ακινήτου κινούντος», μακάριου και αΐδιου Όντος, του Θεού, το οποίον παράγει κίνηση, ως αντικείμενο επιθυμίας. Ο Θεός, στη συνέχεια της ίδιας θεωρίας, κινεί άμεσα τον πρώτο ουρανό, προκαλώντας αλυσιδωτά την καθημερινή περιστροφική κίνηση όλων των αστέρων γύρω από την γη. Μάλιστα, η παρατηρούμενη τάξη στο σύμπαν εκλαμβάνεται ως απόδειξη της υπάρξεως θεού διότι…. «πως γαρ έσται τάξις μη τινός όντος αϊδίου και χωριστού και μένοντος;»        (“Μετὰ τα Φυσικά”, Κ 1060 a 30-31) 

 

      Εφόσον η κίνηση προέρχεται, όχι από φυσικό λόγο, αλλά από αγάπη και επιθυμία, εξυπακούεται ότι ο πρώτος ουρανός έχει ψυχή, άλλωστε και σε άλλα χωρία έργων του ο Σταγειρίτης δηλώνει ότι τα ουράνια σώματα είναι έμψυχα όντα.  Οι κινήσεις - τροχιές κάθε πλανήτη (του ήλιου, της σελήνης και των άλλων) εξηγούνται με βάση την υπόθεση μιας σειράς ομόκεντρων σφαιρών, όπου οι πόλοι κάθε σφαίρας είναι στερεωμένοι στο φλοιό της επόμενης εξωτερικής της σφαίρας. Έτσι, καθώς το πρώτο κινούν κινεί τον πρώτο ουρανό, που είναι η εξώτατη σφαίρα, η κίνηση μεταδίδεται σε όλες τις ουράνιες αυτές σφαίρες.

     Οι επί μέρους, ιδιαίτερες, κινήσεις των ουρανίων σωμάτων, όπως περιστροφές πέριξ της γης του ήλιου, της σελήνης, των  λοιπών  πλανητών, πραγματοποιούνται από κάποιες θεϊκές  οντότητες, καμιά 50-αριά εις αριθμόν (47 ή 55), που ο Αριστοτέλης ονόμασε Νόες.

      Οι Νόες κινούν, ως τέλος,  σύστημα «ανελιττουσών» σφαιρών, σύστημα που επαναφέρει τις ουράνιες σφαίρες στην αρχική τους αφετηρία. Θεωρία, ασαφής, δεν δίδονται λεπτομέρειες του μοντέλου, μάλιστα ξεφεύγει και από τον (Πλατωνικό) μονοθεϊσμό προς πολυθεϊστικές αντιλήψεις, αφού γίνεται λόγος περί πολλών θείων όντων…. Θεολόγοι του Μεσαίωνα αντιστοίχισαν τους Νόες με τους αγγέλους! 

         Κατά τους σχολιαστές, η θεωρία για τους Νόες είναι επιρροή από αστρονομικές παρατηρήσεις του αστρονόμου Κάλλιππου…… Ο Κάλλιππος γεννήθηκε στην Κύζικο της Μικράς Ασίας, είχε δάσκαλο  Εύδοξο τον Κνίδιο στην Ακαδημία  του Πλάτωνα. Είχε εργαστεί, επίσης, και στο Λύκειο του Αριστοτέλη.

 

     Στην απορία, πως και γιατί η αγάπη και η επιθυμία ενός πνευματικού όντος  προκαλεί φυσικές (κατά τόπον κυκλοτερείς) κινήσεις, ο Αριστοτέλης δίνει την εξήγηση ότι κάθε σφαίρα (Οι σφαίρες και οι πλανήτες, είδαμε, είναι έμψυχες)  επιθυμεί να μεταδώσει μια ζωή, όσο το δυνατόν όμοια με τη ζωή της κινητήριας αρχής της, που είναι βέβαια η πνευματική. Κίνηση προς αυτό τον σκοπό, δεν νοείται άλλη παρά η κυκλική, άλλωστε μια ευθύγραμμη συνεχής κίνηση προϋποθέτει άπειρο χώρο, στον οποίον ο Σταγειρίτης δεν πίστευε.

 

     ……… Το Αριστοτελικό κοσμολογικό πρότυπο, σε συνδυασμό και με πολλές άλλες Πλατωνικές και Αριστοτελικές αντιλήψεις - και είναι άποψη πολλών προοδευτικών διανοητών, όχι δική μου - απετέλεσαν τροχοπέδη της επιστημονικής σκέψης για πολλούς αιώνες….. 

         - Άρθουρ Καίσλερ: «Η φυσική του Αριστοτέλη είναι στη πραγματικότητα μια ψευδο-φυσική που δεν γέννησε ούτε μία ανακάλυψη μέσα σε δύο χιλιάδες χρόνια, ούτε μία εφεύρεση, ούτε μία νέα αντίληψη…. Ήταν ένα στατικό σύστημα που περιέγραφε ένα στατικό σύμπαν….».

          - A. Whitehead: «Το 1500, η Ευρώπη γνώριζε πιο λίγα απ’ όσα γνώριζε ο Αρχιμήδης που πέθανε το 212 π.Χ.» (“Science and the Modern World”, p.7).  Οι Υπνοβάτες”, σελ. 81, 83. 

                                                                                                               

                                                                                                                                     

8.2) Το Επικούρειο (υλικό) σύμπαν

 

       …… Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης……

   ……. οι εισηγητές της λογικής, αμυθολόγητης κοσμοερμηνείας.

     «….καὶ τὸ πᾶν ἐστι <σώματα καὶ τόπος>….»                                      (Προς Ηρόδοτο 39)

     «…… μη σου φορέσει χαλινάρι η θρησκεία και πεις πως η γη κι ο ήλιος κι ο ουρανός, ο ωκεανός και τ’ άστρα κι η σελήνη έχουνε σώμα θεϊκό και πρέπει να υπάρχουνε στον αιώνα τον άπαντα….».                                        

                                                                              (Λουκρήτος, “De Rerum Natura”, βιβλ. V, 14-16)

Από την Επιστολή προς Ηρόδοτο:

1.    «Επιπλέον το σύμπαν είναι άπειρο. Επειδή κάθε τι που είναι περιορισμένο, έχει κάποιο άκρο και αυτό εδώ το άκρο γίνεται αντιληπτό σε σχέση με κάτι άλλο. Έτσι ώστε καθώς δεν έχει άκρο δεν έχει πέρας, αλλά εάν δεν έχει πέρας, είναι άπειρο και δεν είναι περιορισμένο.  

         Το σύμπαν είναι επίσης άπειρο σε σχέση με το πλήθος των σωμάτων και την έκταση του κενού» .                                   

         «Ἀλλὰ μὴν καὶ τὸ πᾶν ἄπειρόν ἐστι. Τὸ γὰρ πεπερασμένον ἄκρον ἔχει τὸ δὲ ἄκρον παρ' ἕτερόν τι θεωρεῖται. Ὥστε οὐκ ἔχον ἄκρον πέρας οὐκ ἔχει· πέρας δὲ οὐκ ἔχον ἄπειρον ἂν εἴη καὶ οὐ πεπερασμένον. Καὶ μὴν καὶ τῷ πλήθει τῶν σωμάτων ἄπειρόν ἐστι τὸ πᾶν καὶ τῷ μεγέθει τοῦ κενοῦ».                                                         (Επ.Η, 41)

2.   «Και πάλι, αν αυτό που εξαφανίζεται καταστρεφόταν στο μη ον, όλα τα πράγματα θα είχαν ήδη χαθεί, δεδομένου ότι αυτά στα οποία θα διαλύονταν δεν θα υπήρχαν. Και όμως το σύμπαν ήταν πάντοτε το ίδιο που είναι τώρα και θα είναι το ίδιο πάντοτε. Πράγματι δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο θα μπορεί να μεταβληθεί, επειδή δεν υπάρχει τίποτα έξω από το σύμπαν που θα μπορούσε να εισδύσει και να προκαλέσει την αλλαγή».                                                                                                                               

           «Καὶ εἰ ἐφθείρετο δὲ τὸ ἀφανιζόμενον εἰς τὸ μὴ ὄν, πάντα ἂν ἀπωλώλει τὰ πράγματα, οὐκ ὄντων εἰς ἃ διελύετο. Καὶ μὴν καὶ τὸ πᾶν ἀεὶ τοιοῦτον ἦν οἷον νῦν ἐστι, καὶ ἀεὶ τοιοῦτον ἔσται. Οὐθὲν γάρ ἐστιν εἰς ὃ μεταβάλλει. Παρὰ γὰρ τὸ πᾶν οὐθέν ἐστιν, ὃ ἂν εἰσελθὸν εἰς αὐτὸ τὴν μεταβολὴν ποιήσαιτο».                                                                            (Επ.Η, 39)      

3.   «Ομοίως, υπάρχουν άπειροι κόσμοι, άλλοι μεν όμοιοι με τον δικό μας και άλλοι που διαφέρουν από αυτόν. Επειδή καθώς τα άτομα είναι άπειρα σε αριθμό, όπως έχει ήδη αποδειχθεί, μεταφέρονται στις πιο μακρινές αποστάσεις στο διάστημα»                                                                                                                                     

         «Ἀλλὰ μὴν καὶ κόσμοι ἄπειροί εἰσιν, οἵ θ' ὅμοιοι τούτῳ καὶ ἀνόμοιοι. Αἵ τε γὰρ ἄτομοι ἄπειροι οὖσαι, ὡς ἄρτι ἀπεδείχθη, φέρονται καὶ πορρωτάτω».                                                                                                                                  (Επ.Η, 45)      

4.    «……ούτε πρέπει πάλι να νομίζουμε ότι τα ουράνια σώματα, που δεν είναι παρά φωτιά συσσωρευμένη σε μάζα, κατέχουν την μακαριότητα και ότι εκτελούν όλες αυτές τις κινήσεις από δική τους ελεύθερη βούληση……Συνεπώς πρέπει να θεωρούμε ότι εξαιτίας του αρχικού σχηματισμού της ύλης σε τέτοιες συσσωρεύσεις στη φάση της γέννησης του κόσμου, προκαλείται και αυτός ο νόμος της περιοδικότητας στην κίνησή τους».                                                                                                                 

           «……μήτε αὖ πῦρ ἅμα ὄντα συνεστραμμένον τὴν μακαριότητα κεκτημένα κατὰ βούλησιν τὰς κινήσεις ταύτας λαμβάνειν·………Ὅθεν δὴ κατὰ τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν τούτων ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει δεῖ δοξάζειν καὶ τὴν ἀνάγκην ταύτην καὶ περίοδον συντελεῖσθαι».                                                                 (Επ.Η, 77)

 

Από την Επιστολή προς Πυθοκλή:

5.      «Είναι δε δυνατόν να κατανοήσουμε ότι υπάρχουν απειράριθμοι κόσμοι τέτοιου είδους, και ότι ένας κόσμος αυτού του είδους μπορεί να γεννηθεί είτε μέσα σε άλλο κόσμο είτε στο μετακόσμιο, όπως ονομάζουμε το διάστημα ανάμεσα στους κόσμους, σε χώρο που περιέχει πολύ κενό, αλλά όχι σε χώρο μεγάλο, καθαρό και κενό, όπως λένε μερικοί.

      Η γέννηση της κόσμου συμβαίνει όταν κάποια κατάλληλα σπέρματα ξεχύνονται από έναν κόσμο ή μετακόσμιο, ή ακόμη από περισσότερους κόσμους, τα οποία λίγο - λίγο δημιουργούν ενώσεις τα μεν με τα δε και διαρθρώσεις και μετατοπίσεις προς άλλο χώρο, εάν τύχει, και δέχονται εμποτισμό από τα κατάλληλα άτομα, μέχρι να καταλήξουν σε κατάσταση ολοκλήρωσης και σταθεροποίησης, η οποία διαρκεί για όσο χρόνο τα θεμέλια, που έχουν τεθεί, είναι ικανά να τα δεχθούν»                                                                                     

           «Ὅτι δὲ καὶ τοιοῦτοι κόσμοι εἰσὶν ἄπειροι τὸ πλῆθος ἔστι καταλαβεῖν, καὶ ὅτι καὶ ὁ τοιοῦτος δύναται κόσμος γίνεσθαι καὶ ἐν κόσμῳ καὶ < ἐν > μετακοσμίῳ ὃ λέγομεν μεταξὺ κόσμων διάστημα, ἐν πολυκένῳ τόπῳ καὶ οὐκ ἐν μεγάλῳ εἰλικρινεῖ καὶ κενῷ, καθάπερ τινές φασιν, ἐπιτηδείων τινῶν σπερμάτων ῥυέντων ἀφ' ἑνὸς κόσμου ἢ μετακοσμίου ἢ καὶ ἀπὸ πλειόνων κατὰ μικρὸν προσθέσεις τε καὶ διαρθρώσεις καὶ μεταστάσεις ποιούντων ἐπ' ἄλλον τόπον, ἐὰν οὕτω τύχῃ, καὶ ἐπαρδεύσεις ἐκ τῶν ἐχόντων ἐπιτηδείως ἕως τελειώσεως καὶ διαμονῆς ἐφ' ὅσον τὰ ὑποβληθέντα θεμέλια τὴν προσδοχὴν δύναται ποιεῖσθαι».                                                                                                      (Επ.Π, 89)

6.   «Ο ήλιος και η σελήνη και τ’ άλλα άστρα δεν δημιουργήθηκαν ανεξάρτητα και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκαν στον κόσμο, αλλά από την αρχή σχηματίστηκαν και σιγά - σιγά αυξήθηκαν σε μέγεθος με τις προσθέσεις και τις περιστροφές σωμάτων με λεπτότατα μέρη, που η φύση τους είναι αέρας ή φωτιά ή και τα δύο, επειδή αυτά μας παρουσιάζουν οι αισθήσεις».                                                                                                                                                             

           «Ἥλιός τε καὶ σελήνη καὶ τὰ λοιπὰ ἄστρα <οὐ> καθ' ἑαυτὰ γενόμενα ὕστερον ἐμπεριελαμβάνετο ὑπὸ τοῦ κόσμου, ἀλλ' εὐθὺς διεπλάττετο καὶ αὔξησιν ἐλάμβανεν κατὰ προσκρίσεις καὶ δινήσεις λεπτομερῶν τινων φύσεων, ἤτοι πνευματικῶν ἢ πυροειδῶν ἢ τὸ συναμφότερον· καὶ γὰρ ταῦτα οὕτως ἡ αἴσθησις ὑποβάλλει».                                  (Επ.Π, 90)

7.   «…… Και πρέπει να μην αφήνουμε την θεϊκή φύση να εισέρχεται καθόλου σε τέτοιες εξηγήσεις, αλλά να την αφήνουμε ανενόχλητη και στην πλήρη της μακαριότητα».

           «….. καὶ ἡ θεία φύσις πρὸς ταῦτα μηδαμῇ προσαγέσθω, ἀλλ' ἀλειτούργητος διατηρείσθω καὶ ἐν τῇ πάσῃ μακαριότητι».                                                                                                                                       (Επ.Π, 97)

 

        Ο Επίκουρος έχει στοχαστεί πάνω σε 4 δυνατές περιπτώσεις για τον κόσμο:

1) απειρομεγέθες σύμπανάπειρος αριθμός ατόμων

2) απειρομεγέθες  σύμπαν – πεπερασμένος αριθμός ατόμων

3) πεπερασμένο σύμπαν – άπειρος αριθμός ατόμων

4) πεπερασμένο σύμπαν – πεπερασμένος αριθμός ατόμων

        Από τις 4 αυτές δυνατότητες ο Επίκουρος δέχεται την πρώτη, με το εξής σκεπτικό:

        ……. Αν το σύμπαν είναι απειρομεγέθες, θα πρέπει και ο αριθμός των ατόμων να είναι άπειρος, επειδή, αν ο αριθμός των ατόμων ήταν πεπερασμένος μέσα στο άπειρο σύμπαν, αυτά θα μπορούσαν, με μια άπειρη αραίωση, να απέχουν άπειρες αποστάσεις μεταξύ τους, και τότε δεν θα είχαμε συγκροτημένο σύμπαν με αλληλεπιδρώντα μέρη, αλλά επί μέρους απομονωμένα άτομα.  Άλλωστε, σ’ ένα σύμπαν πεπερασμένο με αριθμό ατόμων άπειρο, θα είχαμε φαινόμενα γειτνίασης ατόμων, χωρίς κενό μεταξύ τους, κάτι που απαγορεύει κάθε κίνηση…..

 

         Δεν υπάρχει διακριτή στιγμή γένεσης του κόσμου. Η φύση, η οποία υπάρχει ανέκαθεν, πειραματίζεται αενάως. Όλα τα όντα, από τα φυτά ως τον άνθρωπο, έχουν δημιουργηθεί κατά τύχη κατόπιν μακράς σειράς συνδυασμών και δοκιμών συνενώσεων, επιτυχημένων ή εσφαλμένων. Επίσης, όλα τροποποιούνται, εξελίσσονται, βελτιώνονται ή χειροτερεύουν, κατόπιν μακρόσυρτων, σύνθετων και πολύπλοκων διαδικασιών ελέγχων, που επιτελεί η φύση……

       Ο Κικέρων, γι’ αυτές, τις περί των τυχαίων συνδυασμών στη φύση, απόψεις των Επικουρείων λέγει ότι αυτό ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό πως με τυχαία ανάμειξη των γραμμάτων του αλφάβητου, θα μπορούσε, μετά από άπειρου πλήθους δοκιμές, να γραφούν τα “Χρονικά” του Εννίου.        (“Περί της φύσεως των θεών”, 2, 37, 93)

         Η παρέγκλιση – δημιουργός, ως είδαμε, δεν ενεργεί αντίθετα με την κατεύθυνση της φύσης, ούτε πραγματικά αντιβαίνει, ή παρεμποδίζει τους νόμους της. Και η “τάξη του σύμπαντος” δεν διασαλεύεται από την αποδοχή της τυχαιότητας στη φυσιολογία.

 

Κεφ. 9) Ηθική

 

9.1) Αριστοτέλης: Αρετή και θεωρητικός βίος

 

      Για την «Αρετή», ο Αριστοτέλης δέχεται τον Πλατωνικό ορισμό ότι αυτή συνίσταται στο Να επιτελεί καθένας το έργο για το οποίον είναι κατάλληλος τα οικεία πράττειν»). Αγαθός άνθρωπος, άρα, χαρακτηρίζεται αυτός που καταφέρνει καλά ν’ ανταποκρίνεται.  Πίστευε, επίσης, όπως και πολλοί άλλοι, ότι η αρετή αποκτάται κατόπιν μόχθου και με έργα, ενώ η άσκηση της αρετής είναι αυτό που, αληθινά, καθιστά τον άνθρωπο ευτυχή.   

        Τέσσερις αρετές κύριες: Η Σοφία, η Ανδρεία, η Σωφροσύνη, και η Δικαιοσύνη. Δεν αποφεύγονται αλληλο-καλύψεις. Δικαιοσύνη και Σοφία έτειναν να ταυτιστούν με την αρετή στην ολότητα της, πάντως μία γενικά αναγνωριζόταν σαν η υπέρτατη, στην οποίαν -κατά κάποιον τρόπο- ανάγονται οι υπόλοιπες, χωρίς αυτή να ανάγεται σε άλλη.

 

       Ο Αριστοτέλης ανασκευάζει την Πλατωνική δοξασία ότι για όλα ανεξαιρέτως τα όντα ένα είναι το αγαθόν….. «Έτι, επεί ταγαθόν ισαχώς λέγεται τω όντι, δήλον ως ουκ αν είη κοινόν τι καθόλου και εν»….

      Έτσι, η ηθική προκύπτει ατομικιστική, αφορά τον καθένα χωριστά. Όμως, η διδαχή της αρετής, ενδιαφέρει όλη την κοινωνία, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, όπερ συνάδει και με τη γενικότερη περί πολιτείας Αριστοτελική άποψη. Την Ηθική ο Αριστοτέλης διερευνά με κατεύθυνση προς την σπουδή του ήθους (δηλ. του ανθρώπινου χαρακτήρα), όχι σαν ξεχωριστό τομέα, αλλά σαν μέρος της Πολιτικής.         Μάλιστα, η  Πολιτική, είναι αυτή που αναγορεύει ανώτατη από τις πρακτικές επιστήμες.

    Πρακτικές επιστήμες, είδαμε είναι όσες αποσκοπούν στη γνώση -όχι σαν γνώση- αλλά ως γνώμονας συμπεριφοράς.  (Βλ. κεφ. 1, Διαχωρισμός των επιστημών σε Θεωρητικές – Πρακτικές – Ποιητικές).

 

       Στην εξέταση ζητημάτων που αφορούν την αρετή, ο Αριστοτέλης επιδεικνύει ρεαλισμό. Τα επί μέρους αυτής μελετά μεθοδικά, αναφέροντας και παραδείγματα, χωρίς παρά ταύτα να λείπουν ασάφειες και  αμφιγνωμίες, αφού και το όλο θέμα είναι μεγάλο και πολυπαραγοντικό. Τις περί της ηθικής και αρετής έρευνες του προτείνει σαν οδηγό ζωής. Την απόκτηση της αρετής, υπ’ όψιν, ο Σταγειρίτης, την βλέπει από τη σκοπιά της χρησιμότητας της για να χαιρόμαστε, να αγαπάμε και να μισούμε σωστά!

«Την δ’ αρετήν περί το χαίρειν ορθώς και φιλείν και μισείν…»      (“Πολιτικά” VIII, 1240 a 15)

 

       Οι σκοποί του ατόμου συμπεριλαμβάνονται στους σκοπούς της πολιτείας, όπως το μερικό εμπεριέχεται στο γενικό, και όλες οι ηθικές αρετές συνιστούν μια αδιάσπαστη ενότητα, η μία προϋποθέτει την άλλη, και όλες μαζί την φρόνηση (και αντίστροφα). Οι ηθικές αρετές δεν μπορεί να υπάρξουν ανεξάρτητα η μία από την άλλη, ενώ αντίθετα οι φυσικές αρετές μπορεί να υπάρξουν μεμονωμένα.

      Όμως…… όλες οι ηθικές αρετές προσβλέπουν σ’ ένα μοναδικό είδος ευδαιμονίας, αγνής άυλης, επουράνιας, αυτή  που συνιστά ο θεωρητικός βίος, το αποκορύφωμα των αρετών και της ευδαιμονίας…… Πρόκειται για αριστοκρατική περί ηθικής αντίληψη και αφορά τους ολίγους εκλεκτούς του πνεύματος ελεύθερους πολίτες, όχι τον πολύ λαό που άγεται και φέρεται από τα πάθη και ένστικτά του.

 

      Μεταστρεφόμενος ξανά σε ρεαλιστικές απόψεις, βλέπει την  αρετή να συνιστά την πηγή από την οποίαν ξεκινά η αγαθή δραστηριότητα. Η ηδονή είναι το φυσικό της επακολούθημα, και ο πλούτος η συνήθης προϋπόθεση. Η αρετή αφορά πράξεις και συναισθήματα (πάθη), που συνοδεύονται πάντα από ηδονή ή λύπη, τάσεις-ροπές που έχουμε μέσα μας εκ γενετής και οι οποίες δεν πρέπει να καταπνίγονται, αλλά να διαπλάθονται και να μάθουμε να βιώνουμε με τον σωστό τρόπο και στον πρέποντα χρόνο.

       Η αρετή, λέει ο Σταγειρίτης, πρέπει να είναι ένα από τα εξής τρία γένη: Πάθος (συναίσθημα), ή, δύναμις (ικανότητα),  ή, έξις (ψυχική διάθεση).

       «Ύστερα από όλα αυτά καιρός να εξετάσουμε τί είναι η αρετή. Δεδομένου ότι τα συμβαίνοντα στην ψυχή μας είναι τρία:  Πάθη, Δυνάμεις, Έξεις, η αρετή δεν μπορεί παρά να είναι ένα από αυτά….».

       «Μετὰ δὲ ταῦτα τί ἐστιν ἡ ἀρετὴ σκεπτέον. ἐπεὶ οὖν τὰ ἐν τῇ ψυχῇ γινόμενα τρία ἐστί, πάθη δυνάμεις ἕξεις, τούτων ἄν τι εἴη ἡ ἀρετή….».                                                                                          (“Ηθικά Νικομάχεια” B΄, 1105 b 21-23)    

       Ωστόσο, αποκλείοντας τα δύο πρώτα ενδεχόμενα (το Πάθος και τη Δύναμη), κυρίως διότι δεν ενέχουν επιλογές, αναγκαστικά προκρίνει την Έξι……..

         «…..εἰ οὖν μήτε πάθη εἰσὶν αἱ ἀρεταὶ μήτε δυνάμεις, λείπεται ἕξεις αὐτὰς εἶναι….»        (Β’ 1106 a 12-14)

 

       Ορίζει, λοιπόν, την ηθική αρετή…. (Παρακάτω, θα δούμε κι ένα ακόμα είδος αρετής,  τη διανοητική)…. ως έξι προαιρετική, δηλ. ελευθέρως (οικειοθελώς) εκδηλουμένη ψυχική διάθεση-βούληση.  Η έξη αναπτύσσεται με την κατάλληλη άσκηση αυτής της ικανότητας (διάθεσης της ψυχής).   

 

         «Και η του ανθρώπου αρετή μπορεί να ορισθεί ως η έξη (ψυχική διάθεση – βούληση), απ’ όπου  ο άνθρωπος αρχίζει να γίνεται καλός και το έργο  του  αποδοτικό ….».

         «….. καὶ ἡ τοῦ ἀνθρώπου ἀρετὴ εἴη ἂν ἡ ἕξις ἀφ᾽ ἧς ἀγαθὸς ἄνθρωπος γίνεται καὶ ἀφ᾽ ἧς εὖ τὸ ἑαυτοῦ ἔργον ἀποδώσει….».                                                                           (“Ηθικά Νικομάχεια” Β΄, 1106 a 25-27) 

 

       Όσον αφορά τον κάθε άνθρωπο, η ηθική αρετή συνίσταται σε μια μεσότητα, μια ορθή μεσότητα, καθορισμένη λόγωι”, δηλ. από έναν κανόνα με τον οποίον την καθορίζει-συγκεκριμενοποιεί κάθε (εχέφρων) άνθρωπος…….. «Η ηθική αρετή είναι μεσότητα ανάμεσα σε δύο κακίες, μια από την πλευρά της υπερβολής και μια από την πλευρά της έλλειψης, και είναι μεσότητα γιατί έχει για στόχο της το μέσον και στα πάθη και στις πράξεις».

         «Ὅτι μὲν οὖν ἐστὶν ἡ ἀρετὴ ἡ ἠθικὴ μεσότης, καὶ πῶς, καὶ ὅτι μεσότης δύο κακιῶν, τῆς μὲν καθ᾽ ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ᾽ ἔλλειψιν, καὶ ὅτι τοιαύτη ἐστὶ διὰ τὸ στοχαστικὴ τοῦ μέσου εἶναι τοῦ ἐν τοῖς πάθεσι καὶ ἐν ταῖς πράξεσιν, ἱκανῶς εἴρηται».                                                                                                                 (“Ηθικά Νικομάχεια” Γ΄, 1109 a 22-26)                                                                                                                                                                

                                                                                           

      Η περί τηςμεσότητος Αριστοτελική θεωρία, και την περιγράφει λεπτομερώς για όλες τις αρετές,  αιτιολογείται διότι η μία ακρότητα συνιστά μεγαλύτερο λάθος από την άλλη…….

         «……..των γαρ άκρων το μεν εστί αμαρτωλότερον, το δ’ ήττον….»  (“Ηθικά Νικομάχεια” Γ΄, 1109 a 38-39)                                                                                                                                                

                                                                                                                 

      Ο Αριστοτέλης επεκτείνει την έννοια της “μεσότητας και στο ηθικό πεδίο της φιλοσοφίας του, στα συναισθήματα και τη δικαιοσύνη, εντάσσοντας την στην γενικότερη θεωρία του για την αρετή, ως συναίσθημα και πράξη…… Έτσι, περιγράφει λεπτομερειακά πλήθος ηθικών αρετών (βουλητικών συναισθημάτων) και προβάλλει την πολύ μεγάλη δυσχέρεια να επιτευχθεί η μεσότητα…..  

               «……επεί ουν του μέσου τυχείν άκρως χαλεπόν….»                  (“Ηθικά Νικομάχεια” Γ΄, 1109 a 39)

       Μάλιστα, έχει δώσει και ονομαστικό πίνακα -πασίγνωστος- με 12 περιπτώσεις. Και ερευνά την κάθε μία απ’ αυτές σε συνάρτηση με τη δράση της στη πράξη και κάτω από ορισμένες καταστάσεις, γράφοντας την υπερβολή και την έλλειψη της…..

       Η μέση ἕξις (μεσότης) είναι ως προς όλα επαινετή και θα πρέπει να αποφεύγουμε άλλοτε την υπερβολή και άλλοτε την έλλειψη. Έτσι, θα επιτύχουμε ευκολότατα την ορθή μεσότητα και το αγαθό»……

 «…… τὸ μὲν ἄρα τοσοῦτο δηλοῖ ὅτι ἡ μέση ἕξις ἐν πᾶσιν ἐπαινετή, ἀποκλίνειν δὲ δεῖ ὁτὲ μὲν ἐπὶ τὴν ὑπερβολὴν ὁτὲ δ᾽ ἐπὶ τὴν ἔλλειψιν· οὕτω γὰρ ῥᾷστα τοῦ μέσου καὶ τοῦ εὖ τευξόμεθα».     (“Ηθικά Νικομάχεια” Γ΄, 1109 b 27-30)

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ για την Μεσότητα - Αναλογία

        Η έννοια της “μεσότητος”, και οι συναφείς έννοιες της αναλογικότηταςαναλογίας, είναι καθοριστικές, για το θεωρητικό μέρος της μουσικής, της γεωμετρίας, της αστρονομίας, της αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής, εν γένει της φιλοσοφίας Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Έχουν καταγραφεί, ήδη από  εποχής Πυθαγορείων, τριών ειδών αναλογίες: Η αριθμητική, η γεωμετρική και η αρμονική. Αφορούν -βασικά- την Μαθηματική επιστήμη (όπου αναλογία ονομάζεται η ισότητα δύο λόγων, λόγος λέγεται το πηλίκο δύο αριθμών).

        Η έννοια της αναλογίας στα γεωμετρικά μεγέθη εισήχθη στη χώρα μας από τον πρώτο Έλληνα φιλόσοφο, Θαλή τον Μιλήσιο (625–545), που φέρεται να είχε επισκεφθεί την Αίγυπτο. Στο Θαλή, από τους αρχαίους συγγραφείς, αποδίδονται πολλές γεωμετρικές προτάσεις, όπως το πολύ σημαντικό θεώρημα της τομής, που αφορά τις αναλογίες των ευθυγράμμων τμημάτων, τα οποία δημιουργούνται όταν δύο τεμνόμενες μεταξύ τους ευθείες τέμνονται και από ένα ζεύγος παραλλήλων ευθειών.

         Οι έννοιες “μέσος/μεσότης”, αναλογία, αρμονία, συμμετρία κ.ά. αναπτύχθηκαν και πολλαπλώς (στη γεωμετρία, τον αποκρυφισμό -  θεοσοφία) χρησιμοποιήθηκαν από την σχολή του Πυθαγόρα, της οποίας motto:    

          «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὴν Συμμετρίαν καὶ Συμμετρία ἦν ὁ Λόγος».

 

       Η Αριθμητική αναλογία  (Αναλογία κατά ποσότητα)

        Αν μεταξύ τριών δοθέντων αριθμών α>β>γ ισχύει η ισότητα των διαφορών:  α – β = β - γ,   λέμε ότι έχουμε μια αριθμητική αναλογία. Απ’ αυτή τη σχέση προκύπτει:  β = (α + γ) / 2, ο δε (μεσαίος) αριθμός β ονομάζεται αριθμητικός μέσος των (δύο ακραίων) αριθμών α και γ.

       Η Γεωμετρική αναλογία  (Αναλογία κατά ποιότητα)

        Αν μεταξύ τριών δοθέντων αριθμών α>β>γ ισχύει η ισότητα των λόγων: α/β = β/γ λέμε ότι  έχουμε μια γεωμετρική αναλογία. Απ’ αυτή τη σχέση προκύπτει: β = τετραγωνική ρίζα του (α) x (γ),  ο δε (μεσαίος) αριθμός β ονομάζεται γεωμετρικός μέσος των (δύο ακραίων) αριθμών α και γ.

   

  Η Αρμονική αναλογία

        Αν μεταξύ τριών δοθέντων αριθμών α>β>γ, ο μέγιστος προς τον ελάχιστο (α/γ) έχει λόγο ίσο με τον λόγο της διαφοράς του μέγιστου από τον μέσο (α-β), προς την διαφορά του μέσου από τον ελάχιστο (β-γ), δηλ. αν: α/γ = (α-β) / (β-γ),  λέμε ότι έχουμε μια αρμονική αναλογία.       

      Η Χρυσή τομή (λέγεται και χρυσή, ή θεϊκή αναλογία)

        Δύο ποσότητες (α και β) λέμε ότι έχουν την Χρυσή τομή αν ο λόγος του αθροίσματος τους προς τη μεγαλύτερη ποσότητα (α) είναι ίσος με το λόγο της μεγαλύτερης ποσότητας προς τη μικρότερη. Δηλ. αν  (α + β) / α  =  α/β  => φ. Απ’ αυτήν την σχέση προκύπτει:  φ =  1,6180339887…..

      Η  χρυσή τομή παριστάνεται με τον ελληνικό γράμμα  φ.  Εκτός από την παρουσία της στα μαθηματικά, χρησιμοποιείται και στη τέχνη σαν το απόλυτο κριτήριο ομορφιάς και  αρμονίας. Εμφανίζεται και στη φύση. Τα μαθηματικά της χρυσής αναλογίας και της ακολουθίας Fibonacci είναι στενά συνδεμένα μεταξύ τους. Η ακολουθία Fibonacci είναι: 0, 1, 1, 2, 3, 5, 8, 13, 21, 34, 55, 89, κ.ο.κ…….

 

       Ο Αριστοτέλης, πέραν της ηθικής αρετής (ως πιο πάνω είδαμε), διερευνά και ένα άλλο, δεύτερο, είδος αρετής την διανοητική……  «Δύο είναι, λοιπόν, τα είδη της αρετής, η διανοητική και η ηθική».

      Η διανοητική αρετή οφείλει και την γένεση και την ανάπτυξή της κατά κύριο λόγο στη διδασκαλία, γι’ αυτό χρειάζεται πείρα και χρόνο, ενώ η ηθική αρετή (Ήθος είναι ο χαρακτήρας, η συμπεριφορά, το φέρσιμο) είναι αποτέλεσμα του έθους (Έθος σημαίνει συνήθεια), γι’ αυτό και το όνομα της κατά μικρόν παρεκκλίνει από τη λέξη έθος. Ως εκ τούτου -φανερό- ότι καμιά ηθική αρετή δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως.

      Διότι, κανένα πράγμα απ’ αυτά που υπάρχουν εκ φύσεως, δεν μπορεί διαφορετικά να γίνει συνήθεια (να εθισθεί)….».

              “……Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς, ἡ μὲν διανοητικὴ τὸ πλεῖον  ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν, διόπερ ἐμπειρίας δεῖται καὶ χρόνου, ἡ δ᾽ ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται, ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔσχηκε μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ τοῦ ἔθους. ἐξ οὗ καὶ δῆλον ὅτι οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται·οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται,….”                        (“Ηθικά Νικομάχεια” B΄, 1103 a 14-21)                                                                                    

               

       Επιβάλλεται να εξετάζουμε τον χαρακτήρα όλων των αρετών, ηθικών και διανοητικών, οι οποίες συνιστούν την ενότητα της ανθρώπινης αρετής, και ν’ αναζητούμε την προσφορότερη αναμεταξύ των δύο αυτών ομάδων, αν θέλουμε να γνωρίσουμε την ευδαιμονία.  Από την ανάλυση της ενέργειας στην πράξη, ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι αυτή, δηλ. η όλη αρετή, ηθική και διανοητική, δρα κατόπιν επιθυμίας (όρεξης) και νόησης….. Η άσκηση (δράση) της αρετής, λοιπόν, οφείλεται και  καθοδηγείται από δύο παράγοντες, ως  ελεύθερες επιλογές: Την προαίρεση (διάθεση κι’ επιθυμία), και τη φρόνηση.

 

       Ως προς τις επιθυμίες, άλλες μεν είναι ανθρώπινες  και φυσικές, ως προς το είδος και τον βαθμό, άλλες δε είναι ζωώδους φύσεως, και άλλες απότοκοι αναπηριών ή νόσων.    (“Ηθικά Νικομάχεια” Η΄, 1149 b 31-34)

        Ως προς τη νόηση, όπως γράψαμε παραπάνω, επιτελείται σύμφωνα με τον ορθό λόγο (λόγωι”), δηλ., κατά έναν σωστό κανόνα. Διότι υπάρχει μέσα μας ένα έλλογο στοιχείο, το λόγον έχον, που διαμορφώνει τους κανόνες (της συμπεριφοράς μας), το οποίον διακρίνεται σε επιστημονικό και λογιστικό. Έργο δε, και των δύο αυτών μερών του έλλογου μέσα μας στοιχείου (επιστημονικού και λογιστικού), είναι η αναζήτηση της αλήθειας.  

       «….. ἀμφοτέρων δὴ τῶν νοητικῶν μορίων ἀλήθεια τὸ ἔργον…...»           (“Ηθικά Νικομάχεια” Ζ΄, 1139 b 14)

                                                                                                                  

       Η σημασία που έχει η μεσότητα, όσον αφορά την ηθική αρετή, εξηγείται - εν μέρει, όχι εντελώς ικανοποιητικά - με την θεωρία ότι ούτε οι φυσικές ορμές όλες πρέπει να καταδικάζονται συλλήβδην, ούτε πάλι, όπως θεωρεί ο νατουραλισμός, να θεωρούνται γνώμονας ζωής, υπεράνω πάσης κριτικής.  Άλλωστε, η ευτυχισμένη ζωή, είναι αυτή της μέσης οδού…….. «Tον μέσον αναγκαίον βίον είναι βέλτιστον».

       Στην ηθική αρετή, ξεχωρίζουν τρείς διαβαθμίσεις, ουσιαστικά πρόκειται για τη μεσότητα και τα δύο άκρα της, την εγκράτεια (ο εγκρατής εμμένει στο λογισμό) και την ηρωική ή θεία αρετή, η οποία συνιστά την θεία τελειότητα, κάτι υπέρτερο της αρετής, γι’ αυτό -άλλωστε- λέγουν: “εξ ανθρώπων γίγνονται θεοί δι’ αρετής υπερβολήν”.  Στους θεούς, πάντως, δεν υπάρχει ούτε κακία ούτε αρετή, όπως συμβαίνει και στα ζώα!  Στην ηθική διαστροφή μεσότης είναι η κακία, με άκρα την ακρασία (= ακράτεια) και την θηριότητα (θηριωδία, αγριότητα). Κακία, ακράτεια και θηριωδία, μοιάζουνε με νοσήματα και βλάπτουν, πρέπει να τα αποφεύγουμε.                                                                                                          (“Ηθικά Νικομάχεια”, βιβλ. Η΄)

            Ακρασία είναι η αδυναμία ελέγχου και περιορισμού των παθών. “Ακρασία δε το μεν προπέτεια, το δε ασθένεια”. Φανερό ότι, η εγκράτεια και η ακρασία, αναφέρονται σε θέματα σχετικά με τη σωφροσύνη και την ακολασία (δηλ. τις σωματικές επιθυμίες και ηδονές).  Ο ακρατής, επιδιώκοντας σωματικές ηδονές καθ’ υπερβολήν, ξεφεύγει από το λογισμό και, χωρίς να είναι κακός και άδικος, αδικεί. Ο ακρατής πάντως είναι “ιατός”, ενώ ο, αντίθετος του σώφρονος, ο ακόλαστος άνθρωπος είναι “ανίατος”.

 

9.2) Οι πέντε νοητικές καταστάσεις…….Τέχνη, επιστήμη, φρόνηση, σοφία, νους

 

       Ο Σταγειρίτης καταγράφει πέντε νοητικές καταστάσεις, δηλ. μεθόδους δράσης δυνάμει των οποίων προσεγγίζουμε την αλήθεια, όχι πάντως σαν εκτίμηση και γνώμη γιατί ενδέχεται να διαψευσθούν. Και αυτές είναι: Η Τέχνη, η Επιστήμη, η Φρόνηση, η Σοφία και ο Νους. 

  «…τέχνη ἐπιστήμη φρόνησις σοφία νοῦς· ὑπολήψει γὰρ καὶ δόξῃ ἐνδέχεται διαψεύδεσθαι….»                             

                                                                                                         (“Ηθικά Νικομάχεια” Ζ΄, 1139 b 20-21)

9.2.1) Η Επιστήμη

       «……και δοκεί σχεδόν επιστήμη και τέχνη όμοιον είναι η εμπειρία…..

       Αποβαίνει δε επιστήμη και τέχνη δια της εμπειρίας τοις ανθρώποις….»    (“Μετά τα Φυσικά” Α 981 a 1-3)

        «……(Η Επιστήμη) μελετά τα εξ ανάγκης, άρα τα αιώνια, αγέννητα, άφθαρτα, που μπορούν να μεταδοθούν με την διδασκαλία. Όπως γράφεται στα Αναλυτικά, η γνώση αρχινά από προγενέστερες γνώσεις και προχωρά με επαγωγή ή συλλογισμό. Η επαγωγή είναι αφετηρία για τη γνώση του καθολικού (του όλου), ενώ ο συλλογισμός ξεκινά από προτάσεις καθολικού/γενικού περιεχομένου. Υπάρχουν όμως αρχές, στο ξεκίνημα ενός  συλλογισμού, οι οποίες δεν μπορούν να συναχθούν από προηγούμενο συλλογισμό, η απόκτησή τους, άρα, γίνεται με την επαγωγή.                             (Βλ. κεφ. 2 / Γνωσιολογία, και πιο κάτω για τον Νου)

      Η επιστήμη, επομένως, είναι έξις αποδεικτική, μαζί με όλα τ' άλλα που προσδιορίζονται στα Αναλυτικά· γιατί όταν κάποιος έχει πεισθεί και οι καθολικές αρχές του είναι καλώς εγνωσμένες, τότε κατέχει την επιστημονική γνώση· Αν όμως οι καθολικές αρχές, δεν είναι καλύτερα γνωστές από ό,τι είναι το συμπέρασμα, η επιστημονική γνώση θα είναι τυχαία. Περί της επιστήμης, λοιπόν, αυτά, ως προς το περιεχόμενο της…..». 

         «….ἐξ ἀνάγκης ἄρα ἐστὶ τὸ ἐπιστητόν. ἀίδιον ἄρα· τὰ γὰρ ἐξ ἀνάγκης ὄντα ἁπλῶς πάντα ἀίδια, τὰ δ᾽ ἀίδια ἀγένητα καὶ ἄφθαρτα. ἔτι διδακτὴ ἅπασα ἐπιστήμη δοκεῖ εἶναι, καὶ τὸ ἐπιστητὸν μαθητόν. ἐκ προγινωσκομένων δὲ πᾶσα διδασκαλία, ὥσπερ καὶ ἐν τοῖς ἀναλυτικοῖς λέγομεν· ἣ μὲν γὰρ δι᾽ ἐπαγωγῆς, ἣ δὲ συλλογισμῷ. ἡ μὲν δὴ ἐπαγωγὴ ἀρχή ἐστι καὶ τοῦ καθόλου, ὁ δὲ συλλογισμὸς ἐκ τῶν καθόλου. εἰσὶν ἄρα ἀρχαὶ ἐξ ὧν ὁ συλλογισμός, ὧν οὐκ ἔστι συλλογισμός· ἐπαγωγὴ ἄρα.   ἡ μὲν ἄρα ἐπιστήμη ἐστὶν ἕξις ἀποδεικτική, καὶ ὅσα ἄλλα προσδιοριζόμεθα ἐν τοῖς ἀναλυτικοῖς· ὅταν γάρ πως πιστεύῃ καὶ γνώριμοι αὐτῷ ὦσιν αἱ ἀρχαί, ἐπίσταται· εἰ γὰρ μὴ μᾶλλον τοῦ συμπεράσματος, κατὰ συμβεβηκὸς ἕξει τὴν ἐπιστήμην. περὶ μὲν οὖν ἐπιστήμης διωρίσθω τὸν τρόπον τοῦτον…..».     

                                                                                                                                           (“Ηθικά Νικομάχεια” Ζ΄, 1139 b 22-41)

                                                                                                            

  9.2.2) Η Τέχνη

       «Είναι μια «έλλογη κατασκευαστική έξη· αντίθετα, η ατεχνία είναι κατασκευαστική έξη που καθοδηγείται από μια λανθασμένη λογική. Αντικείμενο και των δύο είναι αυτό που επιδέχεται μεταβολή».

           «ἡ μὲν οὖν τέχνη, ὥσπερ εἴρηται, ἕξις τις μετὰ λόγου ἀληθοῦς ποιητική ἐστιν, ἡ δ᾽ ἀτεχνία τοὐναντίον μετὰ λόγου ψευδοῦς ποιητικὴ ἕξις, περὶ τὸ ἐνδεχόμενον ἄλλως ἔχειν…….».                  (“Ηθικά Νικομάχεια” Ζ΄, 1140 a 22-26)

        Η Τέχνη, ως μετά λόγου αληθούς έξις ποιητική, συνδέεται (εξωτερικώς)  με τη φρόνηση, χωρίς να είναι αρετή η ίδια, όπως αρετή -φανερόν- είναι η φρόνηση…..

         ….. δῆλον οὖν ὅτι ἀρετή τις ἐστὶ καὶ οὐ τέχνη……                        (“Ηθικά Νικομάχεια” Ζ΄,1140 b 23-28)                                                                                                                                                                                  

       Η τέχνη αναφέρεται σε πράγματα που μπορεί να έχουν έτσι ή αλλιώς. Δεν είναι, άρα, ούτε κατά φύσιν, ούτε αναγκαία, σ’ αυτό δε το χαρακτηριστικό μοιάζει με την φρόνηση, αφού αυτές οι δύο ασχολούνται με πράγματα που υπόκεινται σε μεταβολή, αντίθετα με την επιστήμη, το αντικείμενο της οποίας χρειάζεται απόδειξη…….. «τὸ μὲν γὰρ ἐπιστητὸν ἀποδεικτόν, αἳ δὲ τυγχάνουσιν οὖσαι περὶ τὰ ἐνδεχόμενα ἄλλως ἔχειν».

(“Ηθικά Νικομάχεια” Ζ΄, 1140 b 40, 1141 a 1)

 

9.2.3) Η Φρόνηση

       Φρόνηση είναι η ικανότητα της σωστής σκέψης, δηλ. «τὸ δύνασθαι εύ βουλεύεσθαι».

       Η φρόνηση έχει ως αντικείμενό της την πράξη, και του γενικού και των  επιμέρους, δηλ. των πραγμάτων που συντελούν στο  εὖ ζῆν” καθολοκληρίαν. Υπ’ αυτή την έννοια δεν αποτελεί ἐπιστήμη, αφού η επιστήμη ασχολείται με την γνώση ως γνώση καθαυτή.

       «….οὐδ᾽ ἐστὶν ἡ φρόνησις τῶν καθόλου μόνον, ἀλλὰ δεῖ καὶ τὰ καθ᾽ ἕκαστα γνωρίζειν· πρακτικὴ γάρ, ἡ δὲ πρᾶξις περὶ τὰ καθ᾽ ἕκαστα…... Η δε φρόνησις πρακτική (αφορά τις πράξεις),……ὅτι δ᾽ ἡ φρόνησις οὐκ ἐπιστήμη, φανερόν….».                                               (“Ηθικά Νικομάχεια” Ζ΄, 1141 b 17-25)

                                                                                                                                                               

       «……. Για να καταλάβουμε τί είναι φρόνηση, πρώτα ας μελετήσουμε ποιους ονομάζουμε φρόνιμους. Φαίνεται, γνώρισμα του φρόνιμου είναι το να μπορεί να σκέφτεται σωστά ποια πράγματα είναι καλά και ωφέλιμα γι᾽ αυτόν, όχι όμως σε επιμέρους περιπτώσεις, π.χ. ποια πράγματα είναι καλά και ωφέλιμα για την υγεία ή  τη σωματική δύναμη, αλλά ποια πράγματα (είναι καλά και ωφέλιμα) “πρὸς τὸ εὖ ζῆν” καθολοκληρίαν….. Μπορούμε λοιπόν να πούμε γενικά ότι φρόνιμος είναι αυτός που έχει την ικανότητα να σκέφτεται σωστά……Η φρόνηση δεν μπορεί να είναι ούτε επιστήμη ούτε τέχνη·…….

        Μένει, επομένως, να είναι μια αληθινή και έλλογη έξη (σταθερή ψυχική διάθεση – ροπή)  πρακτική των καλών και κακών για τον άνθρωπο πραγμάτων…..».

       «Περὶ δὲ φρονήσεως οὕτως ἂν λάβοιμεν, θεωρήσαντες τίνας λέγομεν τοὺς φρονίμους. δοκεῖ δὴ φρονίμου εἶναι τὸ δύνασθαι καλῶς βουλεύσασθαι περὶ τὰ αὑτῷ ἀγαθὰ καὶ συμφέροντα, οὐ κατὰ μέρος, οἷον ποῖα πρὸς ὑγίειαν, πρὸς ἰσχύν, ἀλλὰ ποῖα πρὸς τὸ εὖ ζῆν ὅλως…… ὥστε καὶ ὅλως ἂν εἴη φρόνιμος ὁ βουλευτικός……οὐκ ἂν εἴη ἡ φρόνησις ἐπιστήμη οὐδὲ τέχνη….λείπεται ἄρα αὐτὴν εἶναι ἕξιν ἀληθῆ μετὰ λόγου πρακτικὴν περὶ τὰ ἀνθρώπῳ ἀγαθὰ καὶ κακά…...».                                                                                                           (“Ηθικά Νικομάχεια” Ζ΄, 1140 a 28-40 b 1-6)

      Τα έργα του ανθρώπου επιτελούνται κάτω από την επίδραση της φρόνησης και της ηθικής αρετής, και η μεν αρετή  κάνει τον σκοπό να είναι σωστός, η δε φρόνηση δείχνει τα προς την πραγμάτωση αυτού απαιτούμενα μέσα.

       «Έτι το έργον αποτελείται κατά την φρόνησιν και την ηθικήν αρετήν. Η μεν γαρ αρετή τον σκοπόν ποιεί ορθόν, η δε φρόνησις τα προς τούτον».            (“Ηθικά Νικομάχεια” Ζ΄, 1144 a 7-10)

 

       Η φρόνηση προϋποθέτει όλες τις ηθικές αρετές, και κάθε ηθική αρετή προϋποθέτει την φρόνηση. Χωρίς φρόνηση δεν υπάρχει αρετή, και αντίστροφα. Η αρετή μας δείχνει τον ορθό στόχο, η φρόνηση μας υποδεικνύει τα σωστά μέσα για να τον επιτύχουμε, όμως προς τούτο χρειάζεται και η δεινότητα (επιτηδειότητα).  Η “δεινότητα(= επιδεξιότητα) γίνεται φρόνηση -και είναι επαινετή- αν επιδιώκεται καλός σκοπός, ειδάλλως γίνεται πανουργία.

       Σκοπός του φρόνιμου ανθρώπου είναι, σκεπτόμενος με ορθό τρόπο, να εξεύρει τα “περὶ τὰ αὑτῷ ἀγαθὰ καὶ συμφέροντα”, ώστε να επιτύχει “τὸ εὖ ζῆν”, την ιδανική ζωή, που, βέβαια  σε τελευταία ανάλυση μην ξεχνάμε, είναι…… η θεωρητική (ζωή).

       Ωστόσο, ο  Αριστοτέλης, θεωρεί ότι η φρόνηση δεν πρέπει να περιοριστεί σε ό,τι αφορά το καλό του συγκεκριμένου ανθρώπου, μόνον αυτού, καθότι κρίνει ότι το άτομο μπορεί να επιτύχει την ευδαιμονία πληρέστερα, μέσα σε κράτος καλλίτερο…..

 

         Ο Αριστοτέλης δεν παύει να κάνει συχνές αναφορές και συσχετισμούς με συμφέροντα της Πολιτείας – Κράτους.  Άλλωστε, τα ζητήματα της “Ηθικής”, ως είδαμε, θεωρούσε κλάδους της “Πολιτικής”. Είχε μελετήσει και 150 πολιτεύματα!..... Ο Πλάτων έγραψε την “Πολιτεία” του χωρίς να αναφερθεί σε άλλες,  ήταν βέβαια θαυμαστής ολιγαρχικών καθεστώτων, του Σπαρτιατικού ιδιαίτερα. Στις σχολές “Ακαδημία” και “Λύκειο” το μάθημα της “πολιτικής” είχε ιδιαίτερη βαρύτητα. Εκπαιδεύονταν και γόνοι δυνατών οικογενειών απ’ όλη την Ελλάδα, ως φυτώρια για κυβερνήτες στις πόλεις τους….      

 

       Επομένως, η φρόνηση, που ως είδαμε είναι: έξις αληθής μετά λόγου πρακτική περί τα ανθρώπω αγαθά και κακά,  αφορά το άτομο προσωπικά, αλλά και την οικογένεια (Οικονομία) και το κράτος (Πολιτική).     

        Πάντως, «….ότι η φρόνηση δεν αποτελεί επιστήμη (γνώση) είναι φανερό. Γιατί έχει να κάνει με το έσχατο, όπως  είπαμε, το αντικείμενο της πράξης της είναι τέτοιο. Είναι άρα  και αντίθετη της νόησης· διότι,  η μεν  νόηση έχει ως αντικείμενο τις έννοιες όπου δεν χωρεί  “λόγος” (λογική σκέψη), η δε φρόνηση έχει ως αντικείμενο το έσχατο (μερικό), περί του οποίου δεν υπάρχει επιστημονική γνώση αλλά αισθησιακή αντίληψη…».

       «…ὅτι δ᾽ ἡ φρόνησις οὐκ ἐπιστήμη, φανερόν· τοῦ γὰρ ἐσχάτου ἐστίν, ὥσπερ εἴρηται· τὸ γὰρ πρακτὸν τοιοῦτον. ἀντίκειται μὲν δὴ τῷ νῷ· ὁ μὲν γὰρ νοῦς τῶν ὅρων, ὧν οὐκ ἔστι λόγος, ἣ δὲ τοῦ ἐσχάτου, οὗ οὐκ ἔστιν ἐπιστήμη ἀλλ᾽ αἴσθησις,….».                                                                                                        (“Ηθικά Νικομάχεια” Ζ΄, 1142 a 25-30)

 

      Ο καλός χαρακτήρας μπορεί να διαλάμψει και σε αντίξοες συνθήκες. Όπως γινόμαστε οικοδόμοι οικοδομούντες και κιθαρίζοντες κιθαριστές, έτσι γινόμαστε δίκαιοι, ή σώφρονες, εκτελώντας δίκαια, ή σώφρονα, έργα. Σε κάθε περίπτωση, ως είδαμε, για να είναι κανείς ηθικά ενάρετος θα πρέπει να διαθέτει φρόνηση. Τα φαύλα έργα επιδιώκονται, κυρίως, για την απόκτηση ηδονής και την αποφυγή λύπης. 

       Η καλύτερη ένδειξη, κριτήριο της εσωτερικής φύσης ενός ανθρώπου, είναι η ηδονή και η λύπη που αισθάνεται όταν πράττει ενάρετα ή φαύλα έργα. Στα “Ηθικά Νικομάχεια” (κεφ. 10-13) ο Αριστοτέλης εξετάζει και τρεις αρετές συνδεδεμένες με την φρόνηση, και αυτές είναι:

       Η ευβουλία = καλή συμβουλή,

       Η σύνεση    = συμβολή-συνάντηση, κρίση κατόπιν φρόνιμης σκέψης, γνώση, συνείδηση, όχι των αιωνίων και ακινήτων πραγμάτων (δηλ. των αρχών), αλλά με ό,τι  είναι αντικείμενο απορίας και σκέψης.

       Η  γνώμη  = δύναμη της διανόησης, ικανότητα του πνεύματος και άποψη – κρίση – αντίληψη περί ενός ζητήματος.   

         Δημιουργεί και ιεραρχική κλίμακα (από κάτω προς τα πάνω): ευβουλία -> σύνεση -> φρόνηση. 

       Και βέβαια…. κανείς δεν είναι γεννημένος σοφός, ωστόσο οι άνθρωποι θεωρούνται ότι έχουν εκ φύσεως γνώμη και σύνεση και νου…….«…. και φύσει σοφός μεν ουδείς, γνώμην δ᾽ ἔχειν καὶ σύνεσιν καὶ νοῦν….».                                                                                                               

                                                                                                                                                    (“Ηθ. Νικ.” Ζ΄, 1143 b 6-8)                                                                                           

       H Σωφροσύνη (και αυτή έννοια συγγενική και απόρροια της φρονήσεως) σύμφωνα με την περιγραφή της, προϋποθέτει την πλήρη απουσία φαύλων επιθυμιών, και γι’ αυτό υπερέχει κάθε άλλης αρετής (ακόμα και της δικαιοσύνης) που μπορεί άνθρωπος να κατακτήσει.  Είναι, άρα, αρετή υπεράνθρωπη.

        Τη Σωφροσύνη, ο Αριστοτέλης, κατατάσσει στο μέσον ακολασίας (υπερβολή) και αναισθησίας (έλλειψη). Αφορά ηδονές και λύπες, όμως το πεδίο της στην πράξη έχει περιοριστεί στις πρώτες, και μάλιστα στις καθαρά ζωικές ηδονές του φαγητού, του ποτού και των αφροδισίων, διότι, βέβαια, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ακόλαστο ένα άτομο επιρρεπές στις ηδονές της διάνοιας (δηλ. στις πνευματικές), ή στις ηδονές που προσφέρει η όραση, η ακοή, η όσφρηση.

         Ο θυμός (οργή) είναι φαινόμενο, η κατανίκηση του οποίου αποτελεί θεμελιακό αντικείμενο της αρετής. Πάντως, η υπερβολή (ακράτεια) των επιθυμιών, είναι χειρότερη του ακραίου θυμού…..

        «…. αισχίων η περί επιθυμίας ακρασίας, της περί τον θυμόν».    (“Ηθ. Νικ.” Η΄,  1149 b 27-28)

 

9.2.4) Ο Νους

       Είναι το ανθρώπινο όργανο με το οποίον συλλαμβάνουμε τις έσχατες προκείμενες (πρώτες αρχές) που αποτελούν τα αφετηριακά σημεία της επιστήμης. Οι πρώτες αρχές έχουν γίνει απόκτημα του νου με επαγωγή. Πρέπει να έχουν προηγηθεί πολλές παραστάσεις και αναμνήσεις, προκειμένου, κατά την αφύπνιση του πνεύματος, σχηματιστούν απ’ αυτές, δι’ αφαιρέσεως, οι γενικές έννοιες.

        Οι με επαγωγή (από τα επιμέρους) δημιουργούμενες στη διανοητική σφαίρα του Νου καθολικές έννοιες (καθόλου - πρώτες αρχές), στη συνέχεια με απαγωγή, παράγουν, από τα καθόλου, νέα επιμέρους!   

 

9.2.5) Η Σοφία

        « Ότι μεν ουν η σοφία περί τινας αιτίας και αρχάς εστιν επιστήμη, δήλον».                                            

                                                                                                             (“Μετά τα Φυσικά” Α 982 a 1-2)

         Πρόκειται για την ακριβεστάτη των επιστημών. Είναι το δέσιμο του Νου με την Επιστήμη, που αναφέρεται στα ανώτατα, τα τιμιώτατα, αντικείμενα…..

       «……. Ώστε, είναι φανερό ότι η σοφία πρέπει να είναι η πιο τέλεια μορφή γνώσης. Ο σοφός, επομένως, πρέπει όχι μόνο να γνωρίζει τα πορίσματα των καθολικών αρχών, αλλά και να κατέχει την αλήθεια γι᾽ αυτές. Συνάγεται, ότι η (φιλο)σοφία πρέπει να είναι διανοητική αντίληψη και μαζί επιστημονική γνώση (νοῦς καὶ ἐπιστήμη), κορυφαία γνώση των πλέον πολύτιμων πραγμάτων (τῶν τιμιωτάτων). Γιατί θα ήταν άτοπο την πολιτική, ή την φρόνηση, να θεωρούσαμε ως την σπουδαιότατη (ύψιστη επιστημονική) γνώση, παρεκτός κι’ εάν ο άνθρωπος είναι ό,τι καλύτερο (το άριστον) υπάρχει στον κόσμο».

       «…… ὥστε δῆλον ὅτι ἀκριβεστάτη ἂν τῶν ἐπιστημῶν εἴη ἡ σοφία. δεῖ ἄρα τὸν σοφὸν μὴ μόνον τὰ ἐκ τῶν ἀρχῶν εἰδέναι, ἀλλὰ καὶ περὶ τὰς ἀρχὰς ἀληθεύειν. ὥστ᾽ εἴη ἂν ἡ σοφία νοῦς καὶ ἐπιστήμη, ὥσπερ κεφαλὴν ἔχουσα ἐπιστήμη τῶν τιμιωτάτων. ἄτοπον γὰρ εἴ τις τὴν πολιτικὴν ἢ τὴν φρόνησιν σπουδαιοτάτην οἴεται εἶναι, εἰ μὴ τὸ ἄριστον τῶν ἐν τῷ κόσμῳ ἄνθρωπός ἐστιν».                  

                                                                                                                                                  (“Ηθικά Νικομάχεια” Ζ΄, 1141 a 18-25)

       «Απ’ όσα λοιπόν έχουμε πει γίνεται φανερό ότι η σοφία είναι και επιστημονική γνώση και διανοητική αντίληψη των πιο πολύτιμων (“Τιμιώτατων”) από τη φύση τους πραγμάτων».

    «…ἐκ δὴ τῶν εἰρημένων δῆλον ὅτι ἡ σοφία ἐστὶ καὶ ἐπιστήμη καὶ νοῦς τῶν τιμιωτάτων τῇ φύσει».                                                                     

                                                                                                                            (“Ηθικά Νικομάχεια” Ζ΄, 1141 b 2-4)

                                      Τιμιώτατα, στον Αριστοτέλη, είναι τα “θεϊκά”...... Πρβλ. και τον θεομητορικό ύμνο: «….την τιμιωτέρα των χερουβίμ….»…….. Συγκριτική ἀσυγκρισία - ἀσύγκριτη σύγκριση!            

 

       Διακρίνονται τρείς υποδιαιρέσεις της σοφίας:

       Η μεταφυσική (δηλ. η θεολογία), τα μαθηματικά και η  φυσική. Η θεωρητική γνώση αυτών συνιστά ύψιστο ιδεώδες. Γι’ αυτό η σοφία συνιστά την αρετή του θεωρητικού – επιστημονικού νου, η δε φρόνηση  επικεντρώνεται  στην αρετή του πρακτικού νου.

         Όσον αφορά την πρακτική χρησιμότητα των δύο κατ’ εξοχήν διανοητικών αρετών, της σοφίας και της φρόνησης  (η φρόνηση τυγχάνει κατώτερη της σοφίας…. “της σοφίας ούσα κυριωτέρα αυτής” (“Ηθικά Νικομάχεια” Ζ 1143 b 37), σε τι δηλ. ωφελούν τον άνθρωπο ώστε ν’ αποκτήσει ευδαιμονία, ο Αριστοτέλης (“Ηθ. Νικ.” Ζ κεφ. 13) αναπτύσσει το εξής σκεπτικό:

       Η σοφία και η φρόνηση είναι αρετές, επομένως, και μόνο απ’ αυτό το λόγο είναι αγαθές καθαυτές. Συναποτελούν το ουσιαστικό αίτιο της ευδαιμονίας, άρα και την επιφέρουν. Η φρόνηση μας καθιστά ικανούς να αποκτούμε την σοφία, η άσκηση της οποίας συνιστά την ουσία της ευδαιμονίας, η οποία ευδαιμονία, στην ολοκληρωμένη της μορφή – σκοπό του ανθρώπου, είναι η θεωρητική ζωή.  

 

9.3) Η Δικαιοσύνη στον Αριστοτέλη

 

       Στην αρχαιότητα δίκαιος ονομάζονταν αυτός που τηρούσε τα έθιμα και τους καθιερωμένους κανόνες συμπεριφοράς. Στην αττική νομοθεσία η λέξη αδικείν δήλωνε κάθε παραβίαση του νόμου. Μεταγενέστερα, η έννοια της δικαιοσύνης έφθασε να ταυτίζεται ακόμα και με την ηθικότητα συνολικά. Η δικαιοσύνη υπό την έννοια υπακοής στο νόμο, λοιπόν, είναι επάλληλη προς την αρετή.  

       Ο Αριστοτέλης, κατατάσσει την δικαιοσύνη στη μέση οδό μεταξύ του αδικείν και αδικείσθαι,  μετά δε από μελέτη του θέματος, καταλήγει:

       “Από μια πρώτη, λοιπόν, άποψη….. ονομάζουμε δίκαια όλα όσα παράγουν και διαφυλάσσουν την ευδαιμονία, και τα συστατικά της κοινωνίας των πολιτών”.

          “….ὥστε ἕνα μὲν τρόπον δίκαια λέγομεν τὰ ποιητικὰ καὶ φυλακτικὰ εὐδαιμονίας καὶ τῶν μορίων αὐτῆς τῇ πολιτικῇ κοινωνίᾳ……”.                                                              (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” Ε, 1129 β 21-23)

       “Τέτοιου είδους δικαιοσύνη είναι βέβαια τέλεια αρετή, όχι όμως με τρόπο γενικό, αλλά σε σχέση προς τον άλλον άνθρωπο. Γι’ αυτό η δικαιοσύνη -συχνά- θεωρείται ως η πιο μεγάλη αρετή, και…..“ούτε ο αποσπερίτης ούτε το άστρο της αυγής δεν είναι τόσο λαμπερά και θαυμαστά”! 

        Διό και το ρητό: “Η δικαιοσύνη κλείνει μέσα της όλες μαζί τις αρετές”.

          «…… Πάντως, οι πράξεις λέγονται δίκαιες και σώφρονες, όταν εκτελούνται από δίκαιους και σώφρονες ανθρώπους· δίκαιος δε και σώφρων δεν είναι αυτός που κάνει (απλά) τις πράξεις αυτές, αλλά εκείνος που τις κάνει και με τον τρόπο που τις κάνουν οι δίκαιοι και οι σώφρονες. Σωστά λοιπόν λέμε ότι ο άνθρωπος γίνεται δίκαιος, ή σώφρων, από άσκηση πράξεων δικαιοσύνης, ή σωφροσύνης· Άνθρωπος που δεν κάνει (επανειλημμένα) τις πράξεις αυτές, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει ενάρετος……».

         «…… τὰ μὲν οὖν πράγματα δίκαια καὶ σώφρονα λέγεται, ὅταν ᾖ τοιαῦτα οἷα ἂν ὁ δίκαιος ἢ ὁ σώφρων πράξειεν· δίκαιος δὲ καὶ σώφρων ἐστὶν οὐχ ὁ ταῦτα πράττων, ἀλλὰ καὶ [ὁ] οὕτω πράττων ὡς οἱ δίκαιοι καὶ σώφρονες πράττουσιν. εὖ οὖν λέγεται ὅτι ἐκ τοῦ τὰ δίκαια πράττειν ὁ δίκαιος γίνεται καὶ ἐκ τοῦ τὰ σώφρονα ὁ σώφρων· ἐκ δὲ τοῦ μὴ πράττειν ταῦτα οὐδεὶς ἂν οὐδὲ μελλήσειε γίνεσθαι ἀγαθός…..».                           (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” Β, 1105 b 5-14)                                                                                      

                                                                                                                                                                                                                                                                                                    

        Η δικαιοσύνη είναι τέλεια αρετή στο μέγιστο βαθμό, επειδή αποτελεί την εφαρμογή της τέλειας αρετής· και είναι τέλεια, γιατί ο άνθρωπος που έχει αυτήν μπορεί να την χρησιμοποιήσει και στη σχέση του με άλλους ανθρώπους κι όχι μόνο για τον εαυτό του”.  

         “αὕτη μὲν οὖν ἡ δικαιοσύνη ἀρετὴ μέν ἐστι τελεία, ἀλλ᾽ οὐχ ἁπλῶς ἀλλὰ πρὸς ἕτερον. καὶ διὰ τοῦτο πολλάκις κρατίστη τῶν ἀρετῶν εἶναι δοκεῖ ἡ δικαιοσύνη, καὶ οὔθ᾽ ἕσπερος οὔθ᾽ ἑῷος οὕτω θαυμαστός· καὶ παροιμιαζόμενοί φαμεν «ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ᾽ ἀρετὴ ἔνι.» καὶ τελεία μάλιστα ἀρετή, ὅτι τῆς τελείας ἀρετῆς χρῆσίς ἐστιν. τελεία δ᾽ ἐστίν, ὅτι ὁ ἔχων αὐτὴν καὶ πρὸς ἕτερον δύναται τῇ ἀρετῇ χρῆσθαι, ἀλλ᾽ οὐ μόνον καθ᾽ αὑτόν”·                                                                                                                                                                                                                 

                                                                                                                      (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” Ε, 1129 b 21-23 & 31-41)

         Ο Αριστοτέλης επικεντρώνει το ενδιαφέρον του και στη μερική δικαιοσύνη (μέρος -άρα- και της αρετής), την οποίαν χωρίζει σε δύο είδη. Την δικαιοσύνη ως προς:

       α)  Την κατανομή της τιμής (των αξιωμάτων) και του πλούτου στους πολίτες…….. το εν ταις διανομαίς τιμής ή χρημάτων, ή των άλλων όσα μεριστά τοις κοινωνούσι της πολιτείας”.

          Η πλεονεξία, συνιστά μια ιδιαίτερη κακία – αδικία, ενώ, ως προς την κατανομή των διαφόρων αξιωμάτων από μέρους του κράτους, ο Αριστοτέλης στο έργο του Πολιτικά, αξιώνει να υπάρχουν κριτήρια, όπως ο πλούτος, η ευγενική καταγωγή, ή η αρετή, που βέβαια να αφορούν τους ελεύθερους πολίτες, όχι τους δούλους.

        β)  Τις σχέσεις συναλλαγής μεταξύ των ατόμων…. το εν τοις συναλλάγμασι διορθωτικόν”.

 

       Την μερική δικαιοσύνηεννοεί ως διανεμητική”, προσπαθεί, μάλιστα, να θεσπίσει επ’ αυτής και ένα είδος (μαθηματικής) αναλογίας. Δημιουργούνται πολλές περιπτώσεις εφαρμογής της διανεμητικής δικαιοσύνης, όχι μόνον μεταξύ των ιδιωτών αλλά και αναφορικά με την πολιτεία, όπως στη διανομή γαιών σε μια νέα αποικία, στην κρατική ενίσχυση των απόρων, κ.ά. Προηγούμενα, ασφαλώς, θα έπρεπε να έχουν εκτιμηθεί αξίες, υλικές και άυλες, πράγμα δυσχερές και αμφιλεγόμενο.

        Ένα (τρίτο) είδος της μερικής δικαιοσύνης είναι ηδιορθωτική, η οποία υποδιαιρείται στη δικαιοσύνη που αφορά συναλλαγές, είτε εκούσιες, όπως πωλήσεις, δανεισμοί, κλπ., είτε  ακούσιες, όπως αυτές που ενέχουν απάτη, κλοπή, βία.

 

      Σκοπός του δικαστή είναι όχι να τιμωρήσει, αλλά να επανορθώσει την αδικία. Ο Πυθαγόρειος ορισμός της δικαιοσύνης ως αντιπεπονθός”, δηλ. το ν’  ανταποδίδεται σ’ αυτόν που έβλαψε το ισοδύναμο που προξένησε, ο Αριστοτέλης θεωρεί αναγκαίο μεν για τη συνοχή της κοινωνίας, ωστόσο αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε μια διανεμητικού ή διορθωτικού τύπου δικαιοσύνη, αλλά σε μια τρίτου είδους δικαιοσύνη, την “εμπορική, αυτή των συναλλαγών, η οποία απαιτεί, βεβαίως, την τήρηση των συμφωνιών. 

         Ως μονάδα, προκειμένου να εξισωθούν οι αξίες των συναλλασσόμενων προϊόντων, ο Σταγειρίτης βλέπει την ζήτηση (χρεία), άλλωστε αυτή ωθεί τους ανθρώπους σε συναλλαγή. Και συμβατικό υποκατάστατο της ζήτησης (“υπάλλαγμα της χρείας, κατά συνθήκην”), ασφαλώς, είναι το χρήμα (νόμισμα), ευβάστακτον συν τοις άλλοις.

         Μετά από ανάλυση του όλου θέματος, δίδοντας και πολλά παραδείγματα, γράφει:

        «…… Είπαμε λοιπόν τί είναι το άδικο και τί το δίκαιο. Τώρα που έχουμε δώσει τον ορισμό τους είναι πια φανερό ότι η δικαιοπραγία είναι το μέσον ανάμεσα στο να αδικούμε και στο να αδικούμαστε, γιατί αν αδικούμε έχουμε περισσότερα, αν αδικούμαστε  έχουμε λιγότερα (απ’ αυτά που μας ανήκουν). Η δικαιοσύνη είναι ένα είδος μεσότητας, όχι πάντως με τον ίδιο τρόπο όπως στις άλλες αρετές, αλλά υπηρετώντας το μέσο-ίσιο-πυρήνα (του ζητήματος), ενώ η αδικία έχει σχέση με τα δύο άκρα.

                «…..Τί μὲν οὖν τὸ ἄδικον καὶ τί τὸ δίκαιόν ἐστιν, εἴρηται. διωρισμένων δὲ τούτων δῆλον ὅτι ἡ δικαιοπραγία μέσον ἐστὶ τοῦ ἀδικεῖν καὶ ἀδικεῖσθαι· τὸ μὲν γὰρ πλέον ἔχειν τὸ δ᾽ ἔλαττόν ἐστιν. ἡ δὲ δικαιοσύνη μεσότης τίς ἐστιν, οὐ τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ἀλλ᾽ ὅτι μέσου ἐστίν· ἡ δ᾽ ἀδικία τῶν ἄκρων »·                                                              

                                                                                                                              (“Ἠθικὰ Νικομάχεια 1133 b1134 a)

       Ο Αριστοτέλης προβάλλει τη σοφιστική άποψη, ότι κάθε δικαιοσύνη είναι συμβατική (κατά συνθήκην), ενώ, για την επίτευξη μιάς μεσότητας, ή αναλογίας, χρειάζεται κάποια νοητική λειτουργία. Επισημαίνει ακόμα και δύο σημαντικές διακρίσεις στη δικαιοσύνη. Η πρώτη αναφέρεται στην πολιτική και στη μη πολιτική δικαιοσύνη, η δεύτερη γίνεται ανάμεσα στη φυσική και τη νομική δικαιοσύνη.

 

        Για τη πρώτη διάκριση, η οποία έχει αναφορά στη πολιτική και τη μη πολιτική δικαιοσύνη: Η πολιτική δικαιοσύνη  αφορά τους ελευθέρους πολίτες, ίσους μετόχους σε μια ζωή που αποσκοπεί στην αυτάρκεια.    

        «…. τοῦτο δ᾽ ἔστιν ἐπὶ κοινωνῶν βίου πρὸς τὸ εἶναι αὐτάρκειαν, ἐλευθέρων καὶ ἴσων ἢ κατ᾽ ἀναλογίαν ἢ κατ᾽ ἀριθμόν·…..».

        Η μη πολιτική (και κατ’ αναλογίαν μόνον δικαιοσύνη) ισχύει ανάμεσα σε δούλο και αφέντη, ανάμεσα σε γονέα και παιδί, ανάμεσα στους συζύγους. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το υποδεέστερο ανήκει στο ανώτερο. Οι πολίτες έχουν πλήρη δικαιώματα, η γυναίκες σε μικρότερο βαθμό, τα παιδιά και οι σκλάβοι λιγότερο ακόμα….. και δεν  υφίσταται  αδικία ως προς αυτά που είναι απολύτως δικά μας …..

                        Οὐ γὰρ ἔστιν ἀδικία πρὸς τὰ αὑτοῦ απλώς….”                 (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” E 1134 b 12- 13)

       «……. Το δίκαιο που ρυθμίζει τις σχέσεις του αφεντικού με τους δούλους του και το δίκαιο που ρυθμίζει τις σχέσεις του πατέρα με τα παιδιά του δεν είναι ίδιο με τις περιπτώσεις για τις οποίες μιλήσαμε, είναι όμως παρόμοιο. Ο λόγος που δεν είναι ίδιο, είναι γιατί δεν υφίσταται αδικία προς αυτά που είναι απολύτως δικά μας…….

       Γι᾽ αυτό και δεν είναι δυνατό να διαπράξει κανείς αδικία σε βάρος του εαυτού του, και δεν υπάρχει στις δύο αυτές περιπτώσεις η έννοια του δίκαιου και του άδικου που υπάρχει μεταξύ των πολιτών· Διότι, το πολιτικό δίκαιο βασίζεται, όπως λέγαμε, στον νόμο, και ισχύει για ανθρώπους για τους οποίους ο νόμος υπάρχει εκ φύσεως, πάει να πει για ανθρώπους που έχουν ίσα δικαιώματα στο να άρχουν και να άρχονται……».

       «Tὸ δὲ δεσποτικὸν δίκαιον καὶ τὸ πατρικὸν οὐ ταὐτὸν τούτοις ἀλλ᾽ ὅμοιον· οὐ γὰρ ἔστιν ἀδικία πρὸς τὰ αὑτοῦ ἁπλῶς,……. διὸ οὐκ ἔστιν ἀδικία πρὸς αὑτόν· οὐδ᾽ ἄρα ἄδικον οὐδὲ δίκαιον τὸ πολιτικόν· κατὰ νόμον γὰρ ἦν, καὶ ἐν οἷς ἐπεφύκει εἶναι νόμος, οὗτοι δ᾽ ἦσαν οἷς ὑπάρχει ἰσότης τοῦ ἄρχειν καὶ ἄρχεσθαι….».                                                                                                                                        

                                                                                                                                         (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” E 1134 b 11-19)

       Οι άνθρωποι, για τον Αριστοτέλη, δεν είναι πάντα υπεύθυνοι για πράξεις όπου δεν επιτυγχάνεται η μεσότητα. Μια παράλογη βλάβη που προκαλείται από άγνοια συνιστά ατύχημα. Αν η ενέργεια ήταν εν αγνοία και άνευ κακίας, πρόκειται περί σφάλματος (αμαρτήματος). Αν έγινε απερίσκεπτα, λ.χ. δια θυμόν η πράξη είναι άδικη, δεν συνεπάγεται να είναι άδικος και ο δράστης. Η πράξη και ο δράστης θεωρούνται άδικοι όταν υπάρχει προαίρεση.

       Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζοντας ότι το δίκαιο “ανθρώπινον εστίν (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” Ε 1137 a 36) δέχεται τη συνάφεια του επιεικούς προς το δίκαιο και της επιείκειας προς την δικαιοσύνη. Αξιέπαινος ο επιεικής, η επιείκεια υπέρτερο αγαθό, αν και φορές γεννώνται απορίες, περί του αν το δίκαιο είναι σημαίνον, ή το επιεικές είναι δίκαιο. Η αιτία όμως έχει να κάνει με το ότι κάθε νόμος είναι γενικός (“ο μεν νόμος καθόλου πας”), και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να διαλαμβάνει όλα τα θέματα. Έτσι:

      “Δίκαιο και επιεικές ταυτίζονται, κι’ αν είναι ορθά και τα δύο, το επιεικές υπερτερεί      

 «Ταὐτὸν ἄρα δίκαιον καὶ ἐπιεικές, καὶ ἀμφοῖν σπουδαίοιν ὄντοιν κρεῖττον τὸ ἐπιεικές».

                                                                                                                                       (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” Ε 1137 b 11-13)

         Όμως, αυτό ισχύει για το δίκαιο όχι υπό την έννοια με την καθολική της σημασία, αλλά μόνον εκείνου που εμφανίζεται ελλιπές εξαιτίας της γενικότητας του. Και είναι αυτή ακριβώς η φύση του επιεικούς, η επανόρθωση ενός - λόγω γενικεύσεως - ελαττωματικού νόμου.    

        «διὸ δίκαιον μέν ἐστι, καὶ βέλτιόν τινος δικαίου, οὐ τοῦ ἁπλῶς δὲ ἀλλὰ τοῦ διὰ τὸ ἁπλῶς ἁμαρτήματος. καὶ ἔστιν αὕτη ἡ φύσις ἡ τοῦ ἐπιεικοῦς, ἐπανόρθωμα νόμου, ᾗ ἐλλείπει διὰ τὸ καθόλου».                                          

                                                                                                                                    (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” Ε 1137 b 28-33)

         ……  Και στους Ρωμαίους, η υπέρμετρη αυστηρότητα κατά την άσκηση της δικαιοσύνης, ισοδυναμεί με υπέρμετρη αδικία: Summum jus summa injuria”.

9.4) Η Φιλία στον Αριστοτέλη

      «…. περὶ ταὐτὰ καὶ ἐν τοῖς αὐτοῖς εἶναι ἥ τε φιλία καὶ τὸ δίκαιον……».

      «….  καὶ ἡ παροιμία “κοινὰ τὰ φίλων”, ὀρθῶς· ἐν κοινωνίᾳ γὰρ ἡ φιλία….».

      «…. ἄκοντα γὰρ φίλον οὐ ποιητέον….».                  (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” Θ 1159 b 29-36, 1163 a 3)

 

                                                                                                                                                                                                   

    

       Τα παρακάτω εδάφια είναι παρμένα από την εκτενέστατη παρουσίαση του ζητήματος της φιλίας στα  Ἠθικὰ Νικομάχεια  (Βιβλ. Θ, κεφ. 1-11, 1155a- 1160a 34).

      « Η φιλία είναι αρετή, ή τουλ. συγγενεύει με  την αρετή. Στη ζωή είναι αναγκαιότατη, γιατί κανείς δεν θα ήθελε να ζει χωρίς φίλους, ακόμα και αν κατείχε όλα τ’ άλλα αγαθά….. Στη φτώχεια και τα λοιπά δυστυχήματα οι φίλοι θεωρούνται ως το μοναδικό καταφύγιο….. Το συναίσθημα της φιλίας ενυπάρχει, ως φαίνεται εκ φύσεως στον γεννήσαντα έναντι του γεννηθέντος, όχι μόνον στους ανθρώπους, αλλά και στα πλείστα των πτηνών και των ζώων, στους ομοεθνείς ο ένας τον άλλο, γι’ αυτό επαινούμε τους φιλάνθρωπους……. H υπέρτατη δικαιοσύνη μεταξύ φίλων βρίσκεται……. Όταν οι άνθρωποι συνδέονται με φιλικούς δεσμούς, η δικαιοσύνη παρέλκει…… “…. φίλων μεν όντων ουδέν δει δικαιοσύνης…”.

       “Ου μόνον δ’ αναγκαίον εστίν (η φιλία), αλλά και καλόν (ωραίον)”, διότι δεν φαίνεται να αγαπούμε τα πάντα, αλλά το αξιαγάπητο, κι’ αυτό είναι τ' αγαθόν, ή το ηδύ ή το χρήσιμον….. έτσι γίνονται αγαπημένα το αγαθόν και το ηδύ, ως σκοπός……. Πάντως καθένας αγαπά όχι το πραγματικό γι’ αυτόν αγαθό, αλλά αυτό που του φαίνεται τέτοιο….»……

         “Δοκεί γαρ ου παν φιλείσθαι, αλλά το φιλητόν, τούτο δ’ είναι αγαθόν ή ηδύ ή χρήσιμον……. Ώστε φιλητά αν είη ταγαθόν τε και το ηδύ ως τέλη……Φιλεί δ’ έκαστος ου το ον αυτώ αγαθόν αλλά το φαινόμενον…. ”.

 

      Τρία δη τα της φιλίας είδη, ισάριθμα τοις φιλητοίς” (φιλητά = τα άξια αγάπης πράγματα): Είναι η ωφέλεια, η ελπίδα δηλ. να απολαύσουν κάποιο αγαθό ο ένας φίλος από τον άλλο, μετά η ευχαρίστηση (τέρψις), που προξενεί κάποιος στον άλλον. Αυτές οι φιλίες, λόγω συμφέροντος, όπου η αγάπη αφορά το τερπόν για τον καθένα και όχι τον φίλο, είναι συμπτωματικές (“Kατά συμβεβηκός τε δη αι φιλίαι αύται εισίν”) και ευδιάλυτες.

      Όταν δε εξαφανιστεί ο λόγος που συνέχει την φιλία συν-εξαφανίζεται και αυτή, αφού μόνον για τον  συγκεκριμένο αυτό λόγο υπήρξε….. (“ἀπολυθέντος οὖν δι᾽ ὃ φίλοι ἦσαν, διαλύεται καὶ ἡ φιλία, ὡς οὔσης τῆς φιλίας πρὸς ἐκεῖνα”). Στην ίδια, λόγω ευχαρίστησης, συμπτωματική και ευδιάλυτη, κατηγορία φιλίας, είναι των νέων και των ερωτευμένων ανθρώπων φιλίες.                                              (Ἠθικὰ Νικομάχεια”, 1155α 1 - 1156b 6)

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                  

      «Τέλεια είναι η φιλία αυτών που είναι αγαθοί και όμοιοι κατά την αρετή· γιατί οι άνθρωποι αυτοί θέλουν με τον ίδιο τρόπο ο ένας το καλό του άλλου, και μόνο για τον λόγο ότι είναι άνθρωποι αγαθοί, και αγαθοί καθ’ αυτούς. Οι άνθρωποι όμως που θέλουν το καλό των φίλων τους για χάρη των φίλων τους είναι οι γνησιότεροι φίλοι. Ο λόγος είναι ότι αυτό το κάνουν επειδή αυτή είναι η φύση τους και όχι για έναν συμπτωματικό λόγο. Διαρκεί λοιπόν η φιλία αυτών των ανθρώπων για όσο διάστημα αυτοί είναι αγαθοί, και η αρετή είναι κάτι το μόνιμο. Ο καθένας από τους δύο είναι καθ’ εαυτόν αγαθός και αγαθός για τον φίλο του· πραγματικά, οι αγαθοί άνθρωποι είναι και καθ’ αυτούς αγαθοί και ωφέλιμοι ο ένας στον άλλον.

      Ομοίως είναι και ευχάριστοι ο ένας στον άλλον· πραγματικά, οι αγαθοί άνθρωποι είναι και για τους εαυτούς τους ευχάριστοι και ευχάριστοι ο ένας στον άλλον·……. Αυτού του είδους οι φιλίες είναι φυσικά σπάνιες, διότι λίγοι τέτοιου είδους άνθρωποι υπάρχουν…. Η θέληση για φιλία μπορεί να γεννηθεί γρήγορα, η φιλία όμως όχι…..

       Τελεία δ᾽ ἐστὶν ἡ τῶν ἀγαθῶν φιλία καὶ κατ᾽ ἀρετὴν ὁμοίων· οὗτοι γὰρ τἀγαθὰ ὁμοίως βούλονται ἀλλήλοις ᾗ ἀγαθοί, ἀγαθοὶ δ᾽ εἰσὶ καθ᾽ αὑτούς. οἱ δὲ βουλόμενοι τἀγαθὰ τοῖς φίλοις ἐκείνων ἕνεκα μάλιστα φίλοι· δι᾽ αὑτοὺς γὰρ οὕτως ἔχουσι, καὶ οὐ κατὰ συμβεβηκός· διαμένει οὖν ἡ τούτων φιλία ἕως ἂν ἀγαθοὶ ὦσιν, ἡ δ᾽ ἀρετὴ μόνιμον. καὶ ἔστιν ἑκάτερος ἁπλῶς ἀγαθὸς καὶ τῷ φίλῳ· οἱ γὰρ ἀγαθοὶ καὶ ἁπλῶς ἀγαθοὶ καὶ ἀλλήλοις ὠφέλιμοι. ὁμοίως δὲ καὶ ἡδεῖς· καὶ γὰρ ἁπλῶς οἱ ἀγαθοὶ ἡδεῖς καὶ ἀλλήλοις……… Σπανίας δ᾽ εἰκὸς τὰς τοιαύτας εἶναι· ὀλίγοι γὰρ οἱ τοιοῦτοι……. βούλησις μὲν γὰρ ταχεῖα φιλίας γίνεται, φιλία δ᾽ οὔ ”.                                                              (Ἠθικὰ Νικομάχεια”, 1156 b 7-37)            

                                                                                           

      Και μόνη η φιλία των ενάρετων είναι άμεμπτη………πολλές, πάντως, φιλίες διέλυσε η έλλειψη επικοινωνίας (απροσηγορία)…… Φαίνεται δε ότι το να αγαπάει κανείς (η φίλησις) είναι πάθος, ενώ η φιλία ότι είναι έξη·……….Διότι, ως λέγεται, η φιλία είναι ισότητα……... με πολλούς δε να είναι κανείς φίλος, με τέλεια φιλία, δεν είναι ενδεχόμενο…..».

       «Καὶ μόνη δὲ ἡ τῶν ἀγαθῶν φιλία ἀδιάβλητός ἐστιν· …….. πολλὰς δὴ φιλίας ἀπροσηγορία διέλυσεν…….. ἔοικε δ᾽ ἡ μὲν φίλησις πάθει, ἡ δὲ φιλία ἕξει·……..λέγεται γὰρ φιλότης ἰσότης……..πολλοῖς δ᾽ εἶναι φίλον κατὰ τὴν τελείαν φιλίαν οὐκ ἐνδέχεται……»            

                                                                                                                       (Ἠθικὰ Νικομάχεια 1157 a 23-24, b 16-33, 1158 a 1-13)        

      «…. Οι φιλίες για τις οποίες μιλήσαμε έχουν βάση την ισότητα, γιατί, οι δύο φίλοι παίρνουν και θέλουν ο ένας από τον άλλον τα ίδια πράγματα, ή ανταλλάσσουν ένα πράγμα με ένα άλλο πράγμα, π.χ. την ευχαρίστηση με το όφελος. Έχουμε πει, πάντως, ότι οι φιλίες αυτές είναι και λιγότερο γνήσιες και μικρότερης διάρκειας….…. Σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι δυνατό, βέβαια, να ορισθεί με ακρίβεια το όριο της κοινωνικής διαφοράς για να είναι δυνατή μια φιλία, διότι πολλά μπορεί να μην υπάρχουν και ακόμη η φιλία να παραμένει·

       Αν πάντως η απόσταση είναι πολύ μεγάλη, σαν αυτή που μας χωρίζει από τον θεό, τότε δεν υπάρχει φιλία……Επειδή, όμως, η φιλία έχει να κάνει πιο πολύ με την προφορά αγάπης και επαινούνται αυτοί που αγαπούν τους φίλους, η αρετή των φίλων μοιάζει να είναι το ν’ αγαπάς. Σημαίνει, ότι αυτοί που αγαπούν με κριτήριο την αξία είναι μόνιμοι φίλοι, μόνιμη και η φιλία τους. Έτσι, θα μπορεί να είναι φίλοι και οι άνισοι (σε κοινωνική θέση) μεταξύ τους άνθρωποι, αφού έτσι θα μπορεί να γίνουν ίσοι. Πάντως, ισότητα και ομοιότητα ισοδυναμούν με φιλία, προπαντός  η ομοιότητα στην αρετή».

       «….Εἰσὶ δ᾽ οὖν αἱ εἰρημέναι φιλίαι ἐν ἰσότητι· τὰ γὰρ αὐτὰ γίνεται ἀπ᾽ ἀμφοῖν καὶ βούλονται ἀλλήλοις, ἢ ἕτερον ἀνθ᾽ ἑτέρου καταλλάττονται, οἷον ἡδονὴν ἀντ᾽ ὠφελείας· ὅτι δὲ καὶ ἧττόν εἰσιν αὗται φιλίαι καὶ μένουσιν, εἴρηται.… ……. ἀκριβὴς μὲν οὖν ἐν τοῖς τοιούτοις οὐκ ἔστιν ὁρισμός, ἕως τίνος οἱ φίλοι· πολλῶν γὰρ ἀφαιρουμένων ἔτι μένει, πολὺ δὲ χωρισθέντος, οἷον τοῦ θεοῦ, οὐκέτι. ὅθεν καὶ ἀπορεῖται, μή ποτ᾽ οὐ βούλονται οἱ φίλοι τοῖς φίλοις τὰ μέγιστα τῶν ἀγαθῶν, οἷον θεοὺς εἶναι·…...…… Μᾶλλον δὲ τῆς φιλίας οὔσης ἐν τῷ φιλεῖν, καὶ τῶν φιλοφίλων ἐπαινουμένων, φίλων ἀρετὴ τὸ φιλεῖν ἔοικεν, ὥστ᾽ ἐν οἷς τοῦτο γίνεται κατ᾽ ἀξίαν, οὗτοι μόνιμοι φίλοι καὶ ἡ τούτων φιλία. οὕτω δ᾽ ἂν καὶ οἱ ἄνισοι μάλιστ᾽ εἶεν φίλοι· ἰσάζοιντο γὰρ ἄν. ἡ δ᾽ ἰσότης καὶ ὁμοιότης φιλότης, καὶ μάλιστα μὲν ἡ τῶν κατ᾽ ἀρετὴν ὁμοιότης».                                                                                           

                                                                                                                          (Ἠθικὰ Νικομάχεια”, 1158 b 1-5, 1159 a 3-6, 40-43, b 1-3)

      «….και η στενή, επομένως, φιλία μόνο με λίγους είναι δυνατή. Έτσι, φαίνεται, συμβαίνει και στη πρακτική ζωή. Στη συντροφική φιλία οι φίλοι δεν είναι πολλοί, και οι φιλίες για τις οποίες μιλά με θαυμασμό ο κόσμος είναι φιλίες δύο ατόμων. Οι άνθρωποι δε που έχουν πολλούς φίλους και συμπεριφέρονται με οικειότητα προς όλους, με κανέναν δεν  θεωρούνται  φίλοι, το κάνουν μόνο για λόγους (μικρο)πολιτικής, κι’ αυτούς τους αποκαλούν “αρέσκους”.

       Άρεσκος ο παντοίοις τρόποις, συνήθως γελίοις, προσπαθών να είναι αρεστός τινι, ο αλόγως επαινών και ασκόπως φιλοφρονούμενος τινά δια να είναι εις αυτόν ευχάριστος, ο ψευδοκόλακας.

ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΕΛΛ. ΓΛΩΣΣΑΣ. Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ

      Σε επίπεδο σχέσεων των συμπολιτών μεταξύ τους είναι, ασφαλώς, δυνατό να είναι κανείς φίλος με πολλούς, κι αν ακόμη δεν είναι “άρεσκος”, αλλά ένας αληθινά ενάρετος άνθρωπος· Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς με πολλούς να έχει φιλία βασισμένη στην αρετή και στους ίδιους. Θα πρέπει να είναι ευχαριστημένος και λίγους μόνο τέτοιους αν βρει».

       «…. καὶ τὸ σφόδρα δὴ πρὸς ὀλίγους. οὕτω δ᾽ ἔχειν ἔοικε καὶ ἐπὶ τῶν πραγμάτων· οὐ γίνονται γὰρ φίλοι πολλοὶ κατὰ τὴν ἑταιρικὴν φιλίαν, αἱ δ᾽ ὑμνούμεναι ἐν δυσὶ λέγονται. οἱ δὲ πολύφιλοι καὶ πᾶσιν οἰκείως ἐντυγχάνοντες οὐδενὶ δοκοῦσιν εἶναι φίλοι, πλὴν πολιτικῶς, οὓς καὶ καλοῦσιν ἀρέσκους. πολιτικῶς μὲν οὖν ἔστι πολλοῖς εἶναι φίλον καὶ μὴ ἄρεσκον ὄντα, ἀλλ᾽ ὡς ἀληθῶς ἐπιεικῆ· δι᾽ ἀρετὴν δὲ καὶ δι᾽ αὐτοὺς οὐκ ἔστι πρὸς πολλούς, ἀγαπητὸν δὲ καὶ ὀλίγους εὑρεῖν τοιούτους».                                 (Ἠθικὰ Νικομάχεια”, 1171 a 15-24)

                                                                                                                                                                      

         Το αλτρουιστικό και ανιδιοτελές στοιχείο, που σπανίζει στην Αριστοτέλεια ηθική τη βασισμένη στον εγωκεντρισμό, στο θέμα της  φιλίας είναι εμφανές και τονισμένο. Η φιλία εκθειάζεται, πάντως δεν λείπει και η ιδιοτελής της διάσταση, μιας και ένα σημαντικό είδος φιλίας, αποσκοπεί ή απαιτεί ωφελιμιστική ανταπόδοση. Τον Αριστοτέλη απασχολεί πως ο άνθρωπος να φροντίζει για τη προσωπική του ευδαιμονία (με γνώμονα το συμφέρον του), στα πλαίσια, ασφαλώς, του δικαίου ως προς τα δικαιώματα των άλλων.

 

9.5) Η Ηδονή στον Αριστοτέλη

 

      «…..τὰ μὲν γὰρ ἡδέα προαιροῦνται, τὰ δὲ λυπηρὰ φεύγουσιν….» (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” Ι 1172 a 25-27)        

      «….. δεδομένου ότι κάποιες ηδονές είναι αναγκαίες, κάποιες όχι, και μέχρι ως κάποιο σημείο, ενώ οι υπερβολές τους δεν είναι (αναγκαίες), ούτε και οι ελλείψεις τους· Το ίδιο επίσης συμβαίνει με τις επιθυμίες και τις λύπες….».

      «….. ἐπεὶ δ᾽ ἔνιαι τῶν ἡδονῶν ἀναγκαῖαί εἰσιν αἳ δ᾽ οὔ, καὶ μέχρι τινός, αἱ δ᾽ ὑπερβολαὶ οὔ, οὐδ᾽ αἱ ἐλλείψεις, ὁμοίως δὲ καὶ περὶ ἐπιθυμίας ἔχει καὶ λύπας,….».         (“ Ἠθικὰ Νικομάχεια” Η 1150 a 18-21)

      Ο Αριστοτέλης αναπτύσσοντας εκτενώς και το ζήτημα της ηδονής, αναφέρει  κοινούς λογισμούς που υπάρχουν γι’ αυτήν, αναλύει διάφορα αντίθετα επιχειρήματα, εξετάζει και τρεις, Πλατωνικής χροιάς, απόψεις που είναι: Κάποιες ηδονές  μπορεί να είναι αγαθές, όμως οι περισσότερες είναι φαύλες. Κι’ αν όλες συσταίναν αγαθό καμιά τους δεν θα ήταν το υπέρτατο (Πλάτωνος “Φίληβος”).  Καμία ηδονή δεν συνιστά αρετή ούτε καθαυτό, ούτε κατά συμβεβηκός (Σπεύσιππος).

       Οδηγείται, εν τέλει, στη διαπίστωση ότι….. ὁ σώφρων φεύγει τὰς ἡδονάς. ἔτι ὁ φρόνιμος τὸ ἄλυπον διώκει, οὐ τὸ ἡδύ, ἔτι ἐμπόδιον τῷ φρονεῖν αἱ ἡδοναί……

      «….ἔτι ὁ σώφρων φεύγει τὰς ἡδονάς. ἔτι ὁ φρόνιμος τὸ ἄλυπον διώκει, οὐ τὸ ἡδύ. ἔτι ἐμπόδιον τῷ φρονεῖν αἱ ἡδοναί, καὶ ὅσῳ μᾶλλον χαίρει, μᾶλλον, οἷον τῇ τῶν ἀφροδισίων· οὐδένα γὰρ ἂν δύνασθαι νοῆσαί τι ἐν αὐτῇ.….. ἔτι παιδία καὶ θηρία διώκει τὰς ἡδονάς. Τοῦ δὲ μὴ πάσας σπουδαίας, ὅτι εἰσὶ καὶ αἰσχραὶ καὶ ὀνειδιζόμεναι, καὶ ὅτι βλαβεραί· νοσώδη γὰρ ἔνια τῶν ἡδέων. ὅτι δ᾽ οὐ τἄριστον ἡδονή, ὅτι οὐ τέλος ἀλλὰ γένεσις».                                                                                        

                                                                                                                          (“ Ἠθικὰ Νικομάχεια” Η κεφ. 12 1152 b 17-26)

         Η ηδονή, λοιπόν, δεν είναι το αγαθόν (τ' ἄριστον) καθόσον δεν αποτελεί σκοπό, αλλά μια διαδικασία γένεσης. Απορρίπτοντας και την άποψη κάποιων ότι η ηδονή είναι κίνησις και γένεσις…… με το αιτιολογικό ότι οι κινήσεις δεν είναι όλες ακριβείς και τέλειες σε κάθε χρονικό διάστημα και ότι η κίνησις και η γένεσις έχουν εφαρμογή σε ό,τι είναι διαιρετό και ατελές, ενώ η ηδονή, ως προς το είδος της και σε κάθε χρονικό διάστημα,  είναι τέλεια,  δέχεται - τελικά - ότι για την ηδονή δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για κίνηση ή γένεση, γιατί η ηδονή συνιστά ένα ενιαίο όλο.

 

       «…… Από αυτά, άρα, γίνεται φανερό και ότι δεν είναι σωστό αυτό που λένε ότι η ηδονή είναι κίνηση ή γένεση. Γιατί αυτά δεν λέγονται για όλα τα πράγματα, αλλά μόνο για τα μεριστά και γι᾽ αυτά που δεν αποτελούν ένα ενιαίο όλο· Δεν υπάρχει, πράγματι, γένεση ούτε της όρασης, ούτε του (μαθηματικού) σημείου, ούτε της μονάδας, ούτε άλλου τέτοιου πράγματος· Επομένως, και για την ηδονή ισχύει το ίδιο, γιατί η ηδονή αποτελεί ένα ενιαίο όλο».

       «….ἐκ τούτων δὲ δῆλον καὶ ὅτι οὐ καλῶς λέγουσι κίνησιν ἢ γένεσιν εἶναι τὴν ἡδονήν. οὐ γὰρ πάντων ταῦτα λέγεται, ἀλλὰ τῶν μεριστῶν καὶ μὴ ὅλων· οὐδὲ γὰρ ὁράσεώς ἐστι γένεσις οὐδὲ στιγμῆς οὐδὲ μονάδος, οὐδὲ τούτων οὐθὲν κίνησις οὐδὲ γένεσις· οὐδὲ δὴ ἡδονῆς· ὅλον γάρ τι».

                                                                                                              (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” Κ, κεφ. 3, 1174 b 10-16)

 Ο Αριστοτέλης είχε προσεγγίσει το θέμα και από άλλες πλευρές:

      «….Επίσης, δεν είναι ανάγκη να υπάρχει κάτι άλλο καλύτερο από την ηδονή, όπως πρεσβεύουν μερικοί ισχυριζόμενοι ότι το τέλος (σκοπός) είναι καλύτερο από τη διαδικασία που οδηγεί σ᾽ αυτό. Γιατί οι ηδονές δεν είναι γενέσεις, ούτε και συνοδεύονται όλες τους από γένεση, αλλά είναι ενέργειες (δραστηριότητες) και τέλος (σκοπός). Ούτε προκύπτουν όταν γινόμαστε κάτι, αλλά όταν κάνουμε χρήση αυτού του πράγματος. Ούτε και έχουν όλες τους κάποιο τέλος (σκοπό) διαφορετικό από τις ίδιες, παρά μόνο όταν πρόκειται για ανθρώπους που προχωρούν προς την ολοκλήρωση της φύσης τους.

      Γι᾽ αυτό,  και δεν είναι σωστό να λέμε ότι η ηδονή είναι μια αντιληπτή με τις αισθήσεις γένεση, αλλά μάλλον μια ενέργεια της φυσικής μας έξης, και αντί να λέμε αντιληπτή με τις αισθήσεις καλύτερα να λέμε ανεμπόδιστη……

         «….. ἔτι οὐκ ἀνάγκη ἕτερόν τι εἶναι βέλτιον τῆς ἡδονῆς, ὥσπερ τινές φασι τὸ τέλος τῆς γενέσεως· οὐ γὰρ γενέσεις εἰσὶν οὐδὲ μετὰ γενέσεως πᾶσαι, ἀλλ᾽ ἐνέργειαι καὶ τέλος· οὐδὲ γινομένων συμβαίνουσιν ἀλλὰ χρωμένων· καὶ τέλος οὐ πασῶν ἕτερόν τι, ἀλλὰ τῶν εἰς τὴν τελέωσιν ἀγομένων τῆς φύσεως. διὸ καὶ οὐ καλῶς ἔχει τὸ αἰσθητὴν γένεσιν φάναι εἶναι τὴν ἡδονήν, ἀλλὰ μᾶλλον λεκτέον ἐνέργειαν τῆς κατὰ φύσιν ἕξεως, ἀντὶ δὲ τοῦ αἰσθητὴν ἀνεμπόδιστον…..».                                              

                                                                                                                                 (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” Η, κεφ. 13, 1153 a 8-17)

       «….. διότι σε κάθε αίσθηση εμφιλοχωρεί ηδονή, το ίδιο ισχύει και για τη νόηση και το θεωρητικό στοχασμό. Τη μεγαλύτερη όμως ηδονή προσφέρει η πιο τέλεια ενέργεια, και η πιο τέλεια ενέργεια είναι αυτή που προέρχεται από το ευρισκόμενο σε καλή κατάσταση όργανο και σχετίζεται με το πιο σημαντικό από τα αντικείμενα που εμπίπτουν στο πεδίο της· και η ηδονή καθιστά την ενέργεια τέλεια…..».

       «…..κατὰ πᾶσαν γὰρ αἴσθησίν ἐστιν ἡδονή, ὁμοίως δὲ καὶ διάνοιαν καὶ θεωρίαν, ἡδίστη δ᾽ ἡ τελειοτάτη, τελειοτάτη δ᾽ ἡ τοῦ εὖ ἔχοντος πρὸς τὸ σπουδαιότατον τῶν ὑπ᾽ αὐτήν· τελειοῖ δὲ τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονή…..».                                                                                                                                         

                                                                                                          (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” Κ, κεφ. 4, 1174 b 24-28)

      Ο φρόνιμος επιζητά την απουσία της λύπης (ἀλυπίαν), περισσότερο από τη στέρηση του είδους εκείνου των ηδονών που συνοδεύονται από επιθυμία και λύπη, δηλ. των σωματικών ηδονών (γιατί αυτές είναι που έχουν αυτό το χαρακτηριστικό) ως και των υπερβολών τους, απέναντι των οποίων ο ακόλαστος άνθρωπος είναι ακόλαστος. Αυτός είναι ο λόγος που ο σώφρων άνθρωπος αποφεύγει τις υπερβολές των ηδονών (των ακόλαστων)· Γιατί υπάρχουν, βέβαια, και ηδονές που προσιδιάζουν στον σώφρονα άνθρωπο.

         «ἐπεὶ γὰρ εἴρηται πῶς ἀγαθαὶ ἁπλῶς καὶ πῶς οὐκ ἀγαθαὶ πᾶσαι αἱ ἡδοναί, τὰς τοιαύτας καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ παιδία διώκει, καὶ τὴν τούτων ἀλυπίαν ὁ φρόνιμος, τὰς μετ᾽ ἐπιθυμίας καὶ λύπης, καὶ τὰς σωματικάς (τοιαῦται γὰρ αὗται) καὶ τὰς τούτων ὑπερβολάς, καθ᾽ ἃς ὁ ἀκόλαστος ἀκόλαστος. διὸ ὁ σώφρων φεύγει ταύτας, ἐπεὶ εἰσὶν ἡδοναὶ καὶ σώφρονος».                                                                

                                                                                                           (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” Η, κεφ. 13, 1153 a 33-40)

       Επειδή, λοιπόν, δεν είναι ίδια η φύση, ή η έξη (συνήθεια), η άριστη για όλους (ούτε θεωρείται πως είναι) δεν επιδιώκουν πάντες οι άνθρωποι την ίδια ηδονή, εντούτοις την ηδονή επιζητούν πάντες……

       Ίσως όμως, να μην αποβλέπουν σ’ αυτή την ηδονή που καθ’ ένας νομίζει ή ποθεί, αλλά στη πραγματικότητα σε μια και την αυτή ηδονή, διότι σε όλα τα όντα ενυπάρχει εκ φύσεως κάτι το θεϊκό.

       Επίσης, είναι φανερό ότι: Αν ηδονή, και η μετ’ αυτής συνδεδεμένη ενέργεια, δεν ήταν το αγαθό, δεν υπάρχει περίπτωση ο ευδαίμων άνθρωπος να ζήσει μια ευχάριστη ζωή.

       «…ἀλλ᾽ ἐπεὶ οὐχ ἡ αὐτὴ οὔτε φύσις οὔθ᾽ ἕξις ἡ ἀρίστη οὔτ᾽ ἔστιν οὔτε δοκεῖ, οὐδ᾽ ἡδονὴν διώκουσι τὴν αὐτὴν πάντες, ἡδονὴν μέντοι πάντες. ἴσως δὲ καὶ διώκουσιν οὐχ ἣν οἴονται οὐδ᾽ ἣν ἂν φαῖεν, ἀλλὰ τὴν αὐτήν· πάντα γὰρ φύσει ἔχει τι θεῖον………. φανερὸν δὲ καὶ ὅτι, εἰ μὴ ἡδονὴ ἀγαθὸν καὶ ἡ ἐνέργεια, οὐκ ἔσται ζῆν ἡδέως τὸν εὐδαίμονα».                                        

                                                                                                    (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” Η, κεφ. 14, 1153 b 33-37…. 1154 a 1-2) 

       Εξετάζοντας το ζήτημα αν η Μουσική υπάγεται στην παιδεία, ή στην παιδιά (παίγνιο), ή στην διαγωγή (δηλ. στον τρόπο του ζην) αποφαίνεται ότι: «….. ευλόγως δ’ εις πάντα τάττεται και φαίνεται μετέχειν…….. και την διαγωγήν ομολογουμένως δει μη μόνον έχειν το καλόν αλλά και την ηδονήν (το γαρ ευδαιμονείν εξ αμφοτέρων τούτων εστίν)….»                                                                                               (“Πολιτικά” Θ, 1339 b,12-21)                                                           

        Υπάρχουν διάσπαρτες σε Αριστοτελικά κείμενα επισημάνσεις από όπου συνάγεται ότι δεν υπάρχει η ευδαιμονία, άνευ ηδονής …… «…..επειδήπερ ουκ έστιν η ευδαιμονία άνευ ηδονής…». 

                                                                                                                                (“Ἠθικὰ Μεγάλα” B 1204 a 31)                                                                                              

       Βέβαια, επειδή υπάρχουν διάφορα είδη ηδονής, άλλες οφειλόμενες σε ηθικά ελατήρια, άλλες σε αισχρά, φαίνεται προφανές, ότι ούτε η ηδονή είναι το αγαθόν, ούτε κάθε ηδονή άξια προτιμήσεως, και ότι κάποιες ηδονές, που διαφέρουν κατά το είδος ή την προέλευση τους, είναι αυτές καθ’ αυτές επιθυμητές.

        «ἢ τῷ εἴδει διαφέρουσιν αἱ ἡδοναί· ἕτεραι γὰρ αἱ ἀπὸ τῶν καλῶν τῶν ἀπὸ τῶν αἰσχρῶν……… Ὅτι μὲν οὖν οὔτε τἀγαθὸν ἡ ἡδονὴ οὔτε πᾶσα αἱρετή, δῆλον ἔοικεν εἶναι, καὶ ὅτι εἰσί τινες αἱρεταὶ καθ᾽ αὑτὰς διαφέρουσαι τῷ εἴδει ἢ ἀφ᾽ ὧν.       (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” Κ, 2, 1173 b 34-35……1174 a 10-12)

    Διευκρινίζει, πάντως, ο Αριστοτέλης ότι τις ομολογουμένως αισχρές δεν τις θεωρούμε  (αληθινές) ηδονές, πλην για τους διεφθαρμένους….. «Τας μεν ουν ομολογουμένως αισχράς δήλον ως ου φατέον ηδονάς είναι, πλην τοις διεφθαρμένοις».                                                                                                                              (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” Κ, 1176 a 26-28)                                                                                        

       «Στο ερώτημα, πάντως, αν θέλουμε τη ζωή για χάρη της ηδονής ή την ηδονή για χάρη της ζωής, ας το αφήσουμε προς το παρόν έξω από την έρευνά μας· γιατί τα δύο αυτά πράγματα, καθώς φαίνεται, είναι στενά συζευγμένα μεταξύ τους και διαχωρισμό δεν επιδέχονται, αφού χωρίς ενέργεια δεν υπάρχει ηδονή, και αφού την κάθε ενέργεια η ηδονή την κάνει τέλεια».

        «Πότερον δὲ διὰ τὴν ἡδονὴν τὸ ζῆν αἱρούμεθα ἢ διὰ τὸ ζῆν τὴν ἡδονήν, ἀφείσθω ἐν τῷ παρόντι. συνεζεῦχθαι μὲν γὰρ ταῦτα φαίνεται καὶ χωρισμὸν οὐ δέχεσθαι· ἄνευ τε γὰρ ἐνεργείας οὐ γίνεται ἡδονή, πᾶσάν τε ἐνέργειαν τελειοῖ ἡ ἡδονή».                                                                                                                             (“Ἠθικὰ Νικομάχεια” Κ, 1175 a 21-25)

 

     Το ζήτημα της ηδονής και η ταύτισή της (ίσως) με την ευδαιμονία ως τελικού σκοπού (τέλους), ακόμα, αν και κατά πόσον η ηδονή συνιστά μια υποκειμενική υπόθεση διαχωρίσιμη ή μη από τις πηγές της, ποια είναι - κατά περίπτωση - τα (λογικά) όρια της, ή μήπως δεν υπάρχει φραγμός, κάποιο δηλ. υπέρτατο αγαθό (summum bonum, finis Ultimus), ώστε κάπου να σταματάμε και η επίτευξη ενός στόχου να μην αποτελεί αφετηρία για τον επόμενο, κλπ.….  αποτελούν σημαντικά ζητήματα της Ηθικής φιλοσοφίας. Είναι και σημεία, όπου οι Πλατωνικοί, οι Αριστοτελικοί, οι Κυρηναϊκοί / Αριστιππικοί, οι  Επικούρειοι, οι Χριστιανοί αργότερα, κ.ά. νεώτεροι διανοητές, με τις διαφορετικές απόψεις που καταθέτουν -μη εντελώς απαλλαγμένες από αντινομίες- διασταυρώνουν τα ξίφη τους.  

 

 

9.6) Η Ευδαιμονία στον Αριστοτέλη

   

    Ο Αριστοτέλης στην Ηθική του, η οποία αφορά τον άνθρωπο εντός των πλαισίων της αισθησιακής - εμπειρικής ύπαρξης του και διαλογιζόμενος θετικά, επιδιώκει να εξεύρει το αγαθόν γι’ αυτόν, επί πραγματιστικής βάσεως και όχι, όπως σε άλλα του κείμενα, μέσα σ’ ένα υπερβατικό-υπεραισθητό κόσμο.  

       Έτσι, βρίσκει τον άνθρωπο να αντιλαμβάνεται την Ευδαιμονία του ως κατάσταση προορισμένη να του προσδίδει ηδονικά συναισθήματα, όπως απαιτεί η φύση του, δηλ. να ζητά η Ευδαιμονία να ακολουθείται -συμφυώς- από ηδονή…… Ο Αριστοτέλης, ασπαζόμενος κοινή των ανθρώπων αντίληψη, αποκαλεί την ευδαιμονία υπέρτατο αγαθό, (είναι, λέει, επακολούθημα της αρετής που γεννά η νόηση), και μαζί ό,τι πιο ωραίο και ό,τι πιο ευχάριστο, καθώς και τέλος (δηλ. σκοπός - επιδίωξη) των ανθρώπων. Επίσης, την ταυτίζει με την εκτέλεση ενάρετων πράξεων (“ευπραγίαν”).    

«….την δ’ ευπραγίαν και την ευδαιμονίαν είναι ταυτόν…»                       (“Πολιτικά” Η, 1325a,25)

       Συμφωνεί στη τοποθέτηση της ευδαιμονίας υψηλότερα του δικαίου, σαν γράφει:

       «Κανείς, πράγματι, δεν επαινεί την ευδαιμονία όπως τη δικαιοσύνη, αλλά σαν κάτι το θεϊκότερο και καλύτερο την καλοτυχίζει. Έτσι και ο Εύδοξος (ο περίφημος γεωμέτρης και φιλόσοφος) καλώς συνηγόρησε απονέμοντας τα  αριστεία στην ηδονή».

               «…. οὐδεὶς γὰρ τὴν εὐδαιμονίαν ἐπαινεῖ καθάπερ τὸ δίκαιον, ἀλλ᾽ ὡς θειότερόν τι καὶ βέλτιον μακαρίζει. δοκεῖ δὲ καὶ Εὔδοξος καλῶς συνηγορῆσαι περὶ τῶν ἀριστείων τῇ ἡδονῇ·…».                  (“Ηθικὰ Νικομάχεια” 1101 b 29-31)

 

     Διατείνεται κατόπιν ότι «…αν ταύτα λέγονται ορθώς και την ευδαιμονία ταυτίσουμε με το να πράττουμε το καλό, τότε και για την πόλη γενικά και για κάθε πολίτη ιδιαίτερα, άριστος βίος πρέπει να είναι ο πρακτικός βίος, (δηλ. ο στην πράξη ενεργός σε πολιτικό-κοινωνικές δραστηριότητες)».

        «…Αλλ’ ει ταύτα λέγεται καλώς και την ευδαιμονίαν ευπραγίαν θετέον, και κοινή πάσης πόλεως αν είη και καθ’ έκαστον άριστος βίος ο πρακτικός».             

                                                                                                             (“Πολιτικά” Η, 1325 b,15-18)

       Ο Αριστοτέλης γράφει, και είναι πολλές οι σχετικές αναφορές σε βιβλία του, ότι η ευδαιμονία είναι ένα είδος δραστηριότητας, μια ψυχική -σύμφωνη με την αρετή- ενέργεια. Δεν είναι ακριβώς, σαν μια μορφή ηδονής, αν και συνήθως ακολουθείται από ηδονή.   Συνδέεται με την έννοια της μεσότητας στις επιθυμίες, στις φιλοδοξίες και επιζητήσεις, στον όλο τρόπο της ζωής….. «τον μέσον αναγκαίον βίον είναι βέλτιστον»,…... ωστόσο, δεν θεωρεί ο Σταγειρίτης καθόλου εύκολη την απόκτηση του υπέρτατου αυτού αγαθού της ευδαιμονίας, καθόσον αυτή προϋποθέτει την σύμπραξη πολλών και σημαντικών (άλλων, μερικοτέρων) εξωτερικών αγαθών, όπως είναι η βοήθεια των φίλων, του πλούτου, της πολιτικής δύναμης, της ευγενικής καταγωγής, της ευτεκνίας (πολλά και όμορφα παιδιά), της ωραιότητας.

       «Την ευδαιμονίαν  εκ πολλών αγαθών συντίθεμεν».              

                                                                                                             (“Ηθικά Μεγάλα” Α, 1184 a,19)

       «…… Η ευδαιμονία, άρα, είναι το υπέρτατο αγαθό, και μαζί ό,τι πιο ωραίο και ό,τι πιο ευχάριστο. Και δεν ορίστηκαν όλα καλώς στην επιγραφή της Δήλου: Το πιο καλό πράγμα είναι το δικαιότατο, να έχεις  υγεία το αρεστότερο· το γλυκύτερο απ’ όλα να έχει κανείς ό,τι αγαπά”. Ο  λόγος είναι ότι όλες αυτές οι ιδιότητες συνυπάρχουν στις άριστες καταστάσεις. Η μία, όμως, από αυτές, η καλύτερη, λέμε πως είναι η ευδαιμονία.

       Φαίνεται όμως, όπως είπαμε, η ευδαιμονία χρειάζεται και τα εξωτερικά αγαθά· γιατί είναι αδύνατο, ή τουλάχιστο δεν είναι εύκολο, να κάνει κανείς τις καλές και ωραίες κινήσεις, αν δεν έχει τη βοήθεια των εξωτερικών αγαθών. Διότι πολλές πράξεις απαιτούν, σαν σύνεργα, φίλους, πλούτο, πολιτική δύναμη.

      Υπάρχουν, επίσης, κάποια αγαθά που η έλλειψή τους σπιλώνει την μακαριότητα, όπως είναι  η ευγενική καταγωγή, η ευτεκνία, η ομορφιά· Πραγματικά, δεν έχει πολλές πιθανότητες να γίνει πολύ ευδαίμων ο άνθρωπος που έχει πανάσχημη εξωτερική εμφάνιση, ή ο άνθρωπος ταπεινής καταγωγής, ή ο μοναχικός και δίχως παιδιά άνθρωπος· Ίσως μάλιστα οι πιθανότητες είναι ακόμη λιγότερες, αν έχει κανείς “χείριστα (πάγκακα)” παιδιά ή “χείριστους (πάγκακους)” φίλους, ή αν είχε καλά παιδιά και καλούς φίλους και τους έχασε λόγω θανάτου.  Όπως λοιπόν είπαμε, φαίνεται ότι η ευδαιμονία χρειάζεται και αυτού του είδους την ευημερία (καλοτυχία)· και αυτός είναι και ο λόγος που κάποιοι ταυτίζουν την ευδαιμονία με την καλή τύχη, άλλοι δε με την αρετή».

               «…… ἄριστον ἄρα καὶ κάλλιστον καὶ ἥδιστον ἡ εὐδαιμονία, καὶ οὐ διώρισται ταῦτα κατὰ τὸ Δηλιακὸν ἐπίγραμμα· κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ᾽ ὑγιαίνειν· ἥδιστον δὲ πέφυχ᾽ οὗ τις ἐρᾷ τὸ τυχεῖν. γὰρ ὑπάρχει ταῦτα ταῖς ἀρίσταις ἐνεργείαις· ταύτας δέ, ἢ μίαν τούτων τὴν ἀρίστην, φαμὲν εἶναι τὴν εὐδαιμονίαν. φαίνεται δ᾽ ὅμως καὶ τῶν ἐκτὸς ἀγαθῶν προσδεομένη, καθάπερ εἴπομεν· ἀδύνατον γὰρ ἢ οὐ ῥᾴδιον τὰ καλὰ πράττειν ἀχορήγητον ὄντα. πολλὰ μὲν γὰρ πράττεται, καθάπερ δι᾽ ὀργάνων, διὰ φίλων καὶ πλούτου καὶ πολιτικῆς δυνάμεως·   ἐνίων δὲ τητώμενοι ῥυπαίνουσι τὸ μακάριον, οἷον εὐγενείας εὐτεκνίας κάλλους· οὐ πάνυ γὰρ εὐδαιμονικὸς ὁ τὴν ἰδέαν παναίσχης ἢ δυσγενὴς ἢ μονώτης καὶ ἄτεκνος, ἔτι δ᾽ ἴσως ἧττον, εἴ τῳ πάγκακοι παῖδες εἶεν ἢ φίλοι, ἢ ἀγαθοὶ ὄντες τεθνᾶσιν. καθάπερ οὖν εἴπομεν, ἔοικε προσδεῖσθαι καὶ τῆς τοιαύτης εὐημερίας· ὅθεν εἰς ταὐτὸ τάττουσιν ἔνιοι τὴν εὐτυχίαν τῇ εὐδαιμονίᾳ, ἕτεροι δὲ τὴν ἀρετήν».

                                                                                                                     (“Ηθικὰ Νικομάχεια” 1099 a 28 -38, 1099 b 1-9)

     Κατά τον Σταγειρίτη, οι άνθρωποι επιλέγουν ανάμεσα σε 4  τρόπους ζωής:

       1) Οι περισσότεροι επιζητούν την ηδονή, όμως αυτό ταιριάζει μόνο σε δούλους και κτήνη.

       2) Μια καλύτερη κατηγορία επιδιώκει την τιμή (εκτίμηση), που συνιστά και το αντικείμενο της πολιτικής ζωής. Ωστόσο, η τιμή εξαρτάται πιο πολύ από αυτόν που την απονέμει, παρά από αυτόν που την δέχεται, δεν είναι κάτι εντελώς δικό μας, όπως πρέπει να είναι ο σκοπός της ζωής.

           Η τιμή επιδιώκεται, διότι μοιάζει συγχρόνως να επιτυγχάνεται και….

       3) Η απόκτηση της αρετής, που ίσως είναι ο πιο αληθινός σκοπός της πολιτικής ζωής.

       4) Ορισμένοι, πάλι, επιζητούν τον πλούτο, όμως ο πλούτος είναι μέσο, όχι σκοπός.

 

       Τέλειο και αυτάρκες πρέπει να είναι το αγαθό, γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν και την ευδαιμονία (ως έννοιες ταυτόσημες)…… Τι ακριβώς, όμως,  είναι ευδαιμονία; Και ποιος τρόπος ζωής την παρέχει στον άνθρωπο ικανοποιητικότερα;

        Πριν την απάντηση, ο Αριστοτέλης αναζητά ποια είναι η χαρακτηριστική λειτουργία του ανθρώπου, αυτή που μόνο ο άνθρωπος μπορεί να επιτελέσει. Και σαν τέτοια βρίσκει τον “λόγο”, δηλ. την ενέργεια την σύμφωνη με την αρετή (αν υπάρχουν πολλές αρετές την καλύτερη και τελειότερη απ’ αυτές), που έχει ορισμένο σχέδιο ή κανόνα, που πρέπει να εκδηλώνεται όχι περιστασιακά, αλλά σε ολόκληρη τη ζωή.

 

     Επομένως, στον προβληματισμό αν η ευδαιμονία είναι αρετή, ο Αριστοτέλης αποκρίνεται ότι είναι η μορφή δράσης που τείνει προς την αρετή, ή, η ενέργεια, η σύμφωνη με την αρετή.      

     Κατ’ ανάγκην, η ευδαιμονία συνοδεύεται από ηδονή,……..εντούτοις, χωρίς οικονομική ευμάρεια ο άνθρωπος αδυνατεί να ασκήσει την αγαθή δράση που εκφράζει η ευδαιμονία.

 

     «……Φαίνεται δε ότι και με την αυτάρκεια το ίδιο θα συμβαίνει, διότι κατά την κοινή αντίληψη το τελικό αγαθό είναι αύταρκες (Αύταρκες: αυτό που είναι αρκετό εις εαυτό, ως από τη φύση του). Με το “αύταρκες” όμως δεν εννοούμε κάτι που είναι αρκετό μόνο για το ίδιο το άτομο, για κάποιον δηλαδή που ζει μοναχική ζωή, αλλά και για τους γονείς του, τα παιδιά του, τη γυναίκα του και, γενικά, για τους φίλους και συμπολίτες του, δεδομένου ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος από τη φύση να ζει σε πόλη, ἐπειδὴ “φύσει πολιτικὸν ὁ ἄνθρωπος”,  μόνο που εδώ πρέπει να βάλουμε ένα όριο· γιατί αν επεκταθούμε σε προγόνους και απογόνους και σε φίλους των φίλων, θα φτάσουμε στο άπειρο. Για το θέμα όμως αυτό θα μιλήσουμε παρακάτω·

     Για αύταρκες, πάντως, μιλούμε, όταν ο λόγος μας είναι για κάτι που και μόνο του κάνει τη ζωή επιθυμητή και δίχως καμιά απολύτως έλλειψη. Τέτοια πιστεύουμε πως είναι η ευδαιμονία. Επιπλέον πιστεύουμε πως είναι προτιμότερη από όλα τα αγαθά, χωρίς να  συμψηφίζεται μαζί τους· Διότι, αν μετριόταν έτσι, είναι φανερό ότι, θα γινόταν η πιο επιθυμητή, με την προσθήκη ακόμα και του πιο μικρού αγαθού· γιατί κάθε προσθήκη οδηγεί σε μια υπεροχή αγαθών, και μεταξύ διάφορων αγαθών το μεγαλύτερο είναι πάντοτε το προτιμότερο. Γίνεται λοιπόν έτσι φανερό ότι η ευδαιμονία είναι ένα τελικό αγαθό, κάτι που και από μόνο του είναι αρκετό για τον άνθρωπο, είναι το τέλος των πράξεων μας».

 

            «……φαίνεται δὲ καὶ ἐκ τῆς αὐταρκείας τὸ αὐτὸ συμβαίνειν· τὸ γὰρ τέλειον ἀγαθὸν αὔταρκες εἶναι δοκεῖ. τὸ δ᾽ αὔταρκες λέγομεν οὐκ αὐτῷ μόνῳ, τῷ ζῶντι βίον μονώτην, ἀλλὰ καὶ γονεῦσι καὶ τέκνοις καὶ γυναικὶ καὶ ὅλως τοῖς φίλοις καὶ πολίταις, ἐπειδὴ φύσει πολιτικὸν ὁ ἄνθρωπος. τούτων δὲ ληπτέος ὅρος τις· ἐπεκτείνοντι γὰρ ἐπὶ τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς ἀπογόνους καὶ τῶν φίλων τοὺς φίλους εἰς ἄπειρον πρόεισιν. ἀλλὰ τοῦτο μὲν εἰσαῦθις ἐπισκεπτέον· τὸ δ᾽ αὔταρκες τίθεμεν ὃ μονούμενον αἱρετὸν ποιεῖ τὸν βίον καὶ μηδενὸς ἐνδεᾶ· τοιοῦτον δὲ τὴν εὐδαιμονίαν οἰόμεθα εἶναι· ἔτι δὲ πάντων αἱρετωτάτην μὴ συναριθμουμένην — συναριθμουμένην δὲ δῆλον ὡς αἱρετωτέραν μετὰ τοῦ ἐλαχίστου τῶν ἀγαθῶν· ὑπεροχὴ γὰρ ἀγαθῶν γίνεται τὸ προστιθέμενον, ἀγαθῶν δὲ τὸ μεῖζον αἱρετώτερον ἀεί. τέλειον δή τι φαίνεται καὶ αὔταρκες ἡ εὐδαιμονία, τῶν πρακτῶν οὖσα τέλος».

                                                                                                                                                      (“Ηθικὰ Νικομάχεια” 1097 b 7-25)

      Ωστόσο, όπως πιο πάνω είδαμε:… «Το ουσιαστικό αίτιο της ευδαιμονίας συναποτελούν η  σοφία (και η φρόνηση), μάλιστα η άσκηση της σοφίας, συνιστά την ουσία της ευδαιμονίας, η οποία στην ολοκληρωμένη της μορφή, ως σκοπός του ανθρώπου, είναι η θεωρητική ζωή. Έτσι, ως προς το σκοπό της ζωής, η ολοκληρωμένη άποψη του Αριστοτέλη, είναι ότι,  βεβαίως, είναι η θεωρητική ζωή, καθότι η θεώρηση αποτελεί το κύριο συστατικό της ευδαιμονίας.  Φανερό είναι ότι η πιο πάνω άποψη παρουσιάζει την ηθική ζωή εξαρτημένη από την διανοητική, ενώ η ευδαιμονία αναβαθμίζεται σε μια τέτοια ανώτερης μορφής.

  

      Ο Αριστοτέλης, κατ’ ουσίαν, ερευνά δύο είδη  Ευδαιμονίας: Μια πραγματική, ορμέμφυτη, προερχόμενη από απαραίτητα εξωτερικά (υλικά) αγαθά και μια καλή τύχη, ευδαιμονία που σχετίζεται με την ανθρώπινη φύση και τις  αισθήσεις, και μια εξωπραγματική, θεϊκή, που συνδέεται με υψιπετείς αρετές, τη σοφία, το ποιητικό νου, το θεωρητικό βίο…… Την πρώτη περίπτωση μελετά ρεαλιστικά, τη δεύτερη μεταφυσικά.  Η πρώτη αφορά τους πολλούς, η δεύτερη τους ολίγους εκλεκτούς….                                                                                   (Η ίδια παρατήρησή μας και στο κεφ. 7.2)

 

      Η θεωρητική ζωή είναι η καλύτερη δυνατή ενέργεια (“θεωρητικής φύσεως η ενέργεια) για τον άνθρωπο, γιατί είναι η άσκηση του άριστου μέρους του εαυτού μας, δηλ. του νου, στα άριστα αντικείμενα, τα αιώνια και αμετάβλητα. Επιφέρει μια ηδονή θαυμαστή στην καθαρότητα και στη σταθερότητα της. Μόνον αυτή φαίνεται ότι αγαπάται δι’ αυτήν, αφού η ηθική αρετή προϋποθέτει άλλα άτομα ως αντικείμενα της ενέργειάς της.  Και είναι η ζωή που πρέπει να αποδώσουμε στους θεούς, μιας και θα ήταν παραλογισμός να αποδοθεί στους (αθάνατους) θεούς ηθική ζωή, όπως εκείνη των (θνητών) ανθρώπων. 

        «…… Φαίνεται, άρα, ότι ευδαίμων βίος είναι ο σύμφωνος με την αρετή, και είναι αυτός της  σπουδής, όχι ο μέσα στις διασκεδάσεις…. Γιατί η ευδαιμονία δεν βρίσκεται σε τέτοιου είδους απολαύσεις, αλλά στις σύμφωνες με την αρετή ενέργειες, όπως είπαμε και προηγουμένως».

       «…….δοκεῖ δ᾽ ὁ εὐδαίμων βίος κατ᾽ ἀρετὴν εἶναι· οὗτος δὲ μετὰ σπουδῆς, ἀλλ᾽ οὐκ ἐν παιδιᾷ…… οὐ γὰρ ἐν ταῖς τοιαύταις διαγωγαῖς ἡ εὐδαιμονία, ἀλλ᾽ ἐν ταῖς κατ᾽ ἀρετὴν ἐνεργείαις, καθάπερ καὶ πρότερον εἴρηται».                                                                                                                                                                                

                                                                                                                                                 (“Ηθικὰ Νικομάχεια” Κ, 1177 a 2-13)                                                 

    Πως, όμως, αποκτιέται αυτή η πολυπόθητη ευδαιμονία; …. Μήπως είναι δώρο των θεών;

       «……. Από τα προεκτεθέντα, τίθεται το ερώτημα αν η ευδαιμονία είναι κάτι που αποκτιέται  μαθαίνοντας, με τον εθισμό ή με κάποια άλλη μορφή άσκησης, ή μήπως έρχεται στον άνθρωπο σαν ένα είδος δώρου των θεών ή και της τύχης.

       Αν δεχτούμε ότι υπάρχουν δώρα των θεών στους ανθρώπους, θα είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι και η ευδαιμονία είναι ένα δώρο των θεών, και μάλιστα περισσότερο αυτό από οποιοδήποτε άλλο από τα ανθρώπινα πράγματα, αφού είναι το καλύτερο από όλα.  Ίσως όμως το ερώτημα θα εντασσόταν καλύτερα σε μιαν άλλη μας έρευνα.

       Εν πάση περιπτώσει, φαίνεται ότι η ευδαιμονία, ακόμη και αν δεν είναι δώρο των θεών αλλά έρχεται ως αποτέλεσμα της αρετής και κάποιας σπουδής ή άσκησης, είναι, πάντως, ένα από τα πιο θεϊκά πράγματα· γιατί το έπαθλο και το τέλος της αρετής είναι -φανερό- άριστο, και κάτι το θεϊκό και μακάριο.

       Θα πρέπει, επίσης, να δεχτούμε ότι η ευδαιμονία είναι ένα κοινό αγαθό, που μπορεί να αποκτηθεί από πολλούς ανθρώπους, αφού είναι δυνατό να υπάρξει σε όλους όσοι δεν είναι πεπωρωμένοι ως προς την αρετή, μόνο που χρειάζεται κάποιο είδος μάθησης και φροντίδας…..».

              «Ὅθεν καὶ ἀπορεῖται πότερόν ἐστι μαθητὸν ἢ ἐθιστὸν ἢ καὶ ἄλλως πως ἀσκητόν, ἢ κατά τινα θείαν μοῖραν ἢ καὶ διὰ τύχην παραγίνεται. εἰ μὲν οὖν καὶ ἄλλο τί ἐστι θεῶν δώρημα ἀνθρώποις, εὔλογον καὶ τὴν εὐδαιμονίαν θεόσδοτον εἶναι, καὶ μάλιστα τῶν ἀνθρωπίνων ὅσῳ βέλτιστον. ἀλλὰ τοῦτο μὲν ἴσως ἄλλης ἂν εἴη σκέψεως οἰκειότερον, φαίνεται δὲ κἂν εἰ μὴ θεόπεμπτός ἐστιν ἀλλὰ δι᾽ ἀρετὴν καί τινα μάθησιν ἢ ἄσκησιν παραγίνεται, τῶν θειοτάτων εἶναι· τὸ γὰρ τῆς ἀρετῆς ἆθλον καὶ τέλος ἄριστον εἶναι φαίνεται καὶ θεῖόν τι καὶ μακάριον. εἴη δ᾽ ἂν καὶ πολύκοινον· δυνατὸν γὰρ ὑπάρξαι πᾶσι τοῖς μὴ πεπηρωμένοις πρὸς ἀρετὴν διά τινος μαθήσεως καὶ ἐπιμελείας….».                                                                              (“Ηθικὰ Νικομάχεια” 1099 b 10-23)                                                                                                                 

                                                                                                                

   

Απόσπασμα από “Ηθικὰ Νικομάχεια” (βιβλ. Κ):

 

      «……. Ότι όμως η τέλεια ευδαιμονία είναι μια θεωρητική (φιλοσοφική) ενέργεια, μπορεί να γίνει φανερό και από τα επόμενα: Όλοι μας δεχόμαστε ότι οι θεοί είναι μακάριοι και ευδαίμονες σε ύψιστο βαθμό. Τί λογής όμως πράξεις πρέπει να τους αποδώσουμε; Πράξεις δικαιοσύνης; Δεν θα φαίνονταν γελοίοι οι θεοί, συναλλασσόμενοι και αποδίδοντες παρακαταθήκες, και αν έκαναν άλλα τέτοια πράγματα;

       Μήπως πράξεις ανδρείας, να αντιμετωπίζουν δηλαδή με θάρρος φοβερές καταστάσεις και να μπαίνουν σε κινδύνους, επειδή αυτό είναι κάτι το ωραίο; Ή μήπως ελευθέριες πράξεις; Σε ποιόν όμως να δώσουν χρήματα; Δεν θα ήταν ήδη παράλογο να πούμε ότι έχουν νόμισμα ή κάτι τέτοιο; Οι πράξεις, πάλι, της σωφροσύνης τί θα ήταν γι’ αυτούς; Ή δεν θα ήταν ένας άκομψος έπαινος, αν λέγαμε γι’ αυτούς ότι δεν έχουν ταπεινές επιθυμίες;

      Αν μιλήσουμε διεξοδικά για όλα αυτά, θα γίνει, θαρρώ, φανερό ότι όλα τα σχετικά με τις ηθικές πράξεις είναι μικρά και τιποτένια και ανάξια των θεών. Και όμως όλοι μας πιστεύουμε ότι οι θεοί ζουν και, άρα, ενεργούν, διότι ουδείς φαντάζεται ότι κοιμούνται όπως ο Ενδυμίων…..

       «…… Ενδυμίων, τούτου κάλλει διενεγκόντος ἠράσθη Σελήνη, Ζεὺς δὲ αὐτῷ δίδωσιν ὃ βούλεται ἑλέσθαι· ὁ δὲ αἱρεῖται κοιμᾶσθαι διὰ παντὸς ἀθάνατος καὶ ἀγήρως μένων».                                                                (Απολλόδωρος, βιβλ. Α')

     Αν λοιπόν από ένα ζωντανό ον αφαιρέσουμε το να πράττει, πολύ περισσότερο το να δημιουργεί, τί μένει εκτός από τον θεωρητικό/φιλοσοφικό στοχασμό;

     Συνεπώς, η ενέργεια του θεού, μια ενέργεια που ξεπερνάει όλες τις άλλες σε μακαριότητα, θα πρέπει να έχει καθαρά θεωρητικό (πνευματικό) χαρακτήρα. Και από τις ανθρώπινες λοιπόν ενέργειες, αυτή που συγγενεύει με αυτήν στον μέγιστο βαθμό, θα πρέπει να είναι η πιο σχετική με την ευδαιμονία.

       Απόδειξη είναι και το ότι τα λοιπά ζώα δεν έχουν μερίδιο στην ευδαιμονία, καθώς είναι τελείως στερημένα από αυτού του είδους την ενέργεια. Γιατί, ενώ οι θεοί ζουν μια ζωή εξολοκλήρου μακάρια, και ενώ η ζωή των ανθρώπων είναι ευδαίμων στον βαθμό που υπάρχει σ᾽ αυτούς ένα κάποιο ομοίωμα αυτής της ενέργειας, κανένα από τα άλλα ζώα δεν ευδαιμονεί, για τον λόγο ότι αυτά με κανέναν τρόπο δεν συμμετέχουν στον θεωρητικό βίο.

       Όσο εκτεταμένος είναι λοιπόν ο θεωρητικός νους, άλλο τόσο είναι εκτεταμένη και η ευδαιμονία·

       Οι άνθρωποι, εξάλλου, που ασκούν πληρέστερα τη θεωρία, είναι και περισσότερο ευδαίμονες, και αυτό όχι από σύμπτωση, αλλά ακριβώς λόγω του θεωρητικού  στοχασμού· γιατί αυτός είναι από μόνος του μεγάλης αξίας. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η ευδαιμονία είναι ένα είδος θεωρίας ( = θεωρητικής εποπτείας/φιλοσοφικού στοχασμού). Ωστόσο, ο άνθρωπος θα χρειαστεί να απολαμβάνει και κάποια εξωτερικά αγαθά, γιατί η φύση του ανθρώπου δεν είναι αυτάρκης για την άσκηση μιας θεωρητικής ζωής· πρέπει επιπλέον να υπάρχει η υγεία του σώματος, η τροφή και οι λοιπές ανέσεις.

       Μη φανταστούμε ωστόσο ότι, επειδή η ευτυχία δεν είναι δυνατό να υπάρξει χωρίς τα εξωτερικά αγαθά, θα χρειαστούν πολλά και μεγάλα πράγματα για να είναι κανείς ευτυχισμένος· γιατί δεν είναι η υπερβολή που μας κάνει αυτάρκεις, ούτε είναι αυτή που μας κάνει να ενεργούμε σωστά.

        Και δίχως να ‘ναι κανείς άρχοντας της στεριάς και της θάλασσας μπορεί να πράττει ωραίες πράξεις· γιατί και με μέτρια μέσα μπορεί να ενεργεί κάποιος με τον τρόπο που του υπαγορεύει η αρετή. Αυτό δε είναι εναργές: Όλοι γνωρίζουν ότι οι ιδιώτες δεν κάνουν λιγότερο σημαντικές και αξιόλογες πράξεις από τους δυνάστες· ίσα ίσα, μπορεί και περισσότερο· Αρκεί και μέτρια μέσα να υπάρχουν, γιατί η ζωή εκείνου που ενεργεί σύμφωνα τους κανόνες της αρετής θα είναι ευδαιμονική.

       Ο Σόλων είχε ασφαλώς δώσει τον σωστό ορισμό, όταν έλεγε ότι ευδαίμονες είναι οι άνθρωποι που έχουν μέτρια εξωτερικά αγαθά, που τέλεσαν όμως πολύ όμορφες, όπως εκείνος τις πίστευε, πράξεις και έζησαν τη ζωή τους με σωφροσύνη· γιατί και με λίγα μέσα μπορεί κανείς να κάνει αυτά που πρέπει.

       Και ο Αναξαγόρας επίσης φαίνεται ότι ήταν της γνώμης ότι ο ευδαίμων άνθρωπος δεν χρειάζεται ούτε πλούσιος να είναι ούτε άνθρωπος της εξουσίας· γι’ αυτό και είπε ότι δεν θα τον παραξένευε καθόλου αν ο ευδαίμων άνθρωπος φαινόταν στα μάτια των πολλών ένας ασύνετος άνθρωπος· γιατί αυτοί κρίνουν με βάση τα εξωτερικά αγαθά τους, αφού στην πραγματικότητα μόνο αυτά αντιλαμβάνονται. Οι γνώμες λοιπόν των σοφών μοιάζουν να συμφωνούν με τα δικά μας επιχειρήματα.

       Όλα, βέβαια, αυτά έχουν κάποια αξιοπιστία, η αλήθεια όμως στα θέματα που σχετίζονται με τις ανθρώπινες πράξεις κρίνεται από τα έργα και από τον τρόπο ζωής· αυτά είναι, πράγματι, το κρίσιμο στοιχείο. Πρέπει, λοιπόν, αυτά που έχουμε πει να τα εξετάσουμε σε αντιπαραβολή με την πραγματικότητα της ζωής, και αν μεν συμφωνούν να τα αποδεχτούμε· αν όμως δεν βρίσκονται σε συμφωνία, να τα θεωρήσουμε κενές δοξασίες.

      Ο άνθρωπος, άρα, που ενεργεί σύμφωνα με τον νου, υπηρετεί και φροντίζει τον νου, φαίνεται ότι διατελεί σε άριστη κατάσταση και είναι ιδιαίτερα αγαπητός στους θεούς. Γιατί, αν οι θεοί νοιάζονται κάπως, όπως πιστεύουμε, για τα ανθρώπινα πράγματα, εύλογα μπορεί κανείς να δεχτεί και ότι οι θεοί χαίρονται με αυτό που είναι το άριστο και το πιο συγγενικό προς αυτούς (και αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο παρά ο νους).  Διότι οι θεοί ανταμείβουν εκείνους που πάρα πολύ αγαπούν και εκτιμούν τούτο (δηλ. την ενέργεια σύμφωνα με τον νου), επειδή ακριβώς τους βλέπουν να νοιάζονται για τα πράγματα που είναι αγαπητά στους ίδιους και επειδή οι άνθρωποι αυτοί κάνουν πράξεις σωστές και ωραίες.  Ότι όλα αυτά είναι πράγματα που τα βρίσκουμε, κυρίως, στον σοφό, δεν είναι κρυφό.   

      Άρα, (ο σοφός) είναι θεοφιλέστατος (ιδιαίτερα αγαπητός στους θεούς), και, ως είναι φυσικό, εξαιρετικά ευδαίμων. Ώστε, αν έχουν έτσι τα πράγματα, ο σοφός είναι ο ευδαιμονέστατος των ανθρώπων.   

 

       «……. ἡ δὲ τελεία εὐδαιμονία ὅτι θεωρητική τις ἐστὶν ἐνέργεια, καὶ ἐντεῦθεν ἂν φανείη. τοὺς θεοὺς γὰρ μάλιστα ὑπειλήφαμεν μακαρίους καὶ εὐδαίμονας εἶναι· πράξεις δὲ ποίας ἀπονεῖμαι χρεὼν αὐτοῖς; πότερα τὰς δικαίας; ἢ γελοῖοι φανοῦνται συναλλάττοντες καὶ παρακαταθήκας ἀποδιδόντες καὶ ὅσα τοιαῦτα; ἀλλὰ τὰς ἀνδρείους ὑπομένοντας τὰ φοβερὰ καὶ κινδυνεύοντας ὅτι καλόν; ἢ τὰς ἐλευθερίους; τίνι δὲ δώσουσιν; ἄτοπον δ᾽ εἰ καὶ ἔσται αὐτοῖς νόμισμα ἤ τι τοιοῦτον. αἱ δὲ σώφρονες τί ἂν εἶεν; ἢ φορτικὸς ὁ ἔπαινος, ὅτι οὐκ ἔχουσι φαύλας ἐπιθυμίας; διεξιοῦσι δὲ πάντα φαίνοιτ᾽ ἂν τὰ περὶ τὰς πράξεις μικρὰ καὶ ἀνάξια θεῶν. ἀλλὰ μὴν ζῆν γε πάντες ὑπειλήφασιν αὐτοὺς καὶ ἐνεργεῖν ἄρα· οὐ γὰρ δὴ καθεύδειν ὥσπερ τὸν Ἐνδυμίωνα. τῷ δὴ ζῶντι τοῦ πράττειν ἀφαιρουμένου, ἔτι δὲ μᾶλλον τοῦ ποιεῖν, τί λείπεται πλὴν θεωρία; ὥστε ἡ τοῦ θεοῦ ἐνέργεια, μακαριότητι διαφέρουσα, θεωρητικὴ ἂν εἴη· καὶ τῶν ἀνθρωπίνων δὴ ἡ ταύτῃ συγγενεστάτη εὐδαιμονικωτάτη. Σημεῖον δὲ καὶ τὸ μὴ μετέχειν τὰ λοιπὰ ζῷα εὐδαιμονίας, τῆς τοιαύτης ἐνεργείας ἐστερημένα τελείως. τοῖς μὲν γὰρ θεοῖς ἅπας ὁ βίος μακάριος, τοῖς δ᾽ ἀνθρώποις, ἐφ᾽ ὅσον ὁμοίωμά τι τῆς τοιαύτης ἐνεργείας ὑπάρχει· τῶν δ᾽ ἄλλων ζῴων οὐδὲν εὐδαιμονεῖ, ἐπειδὴ οὐδαμῇ κοινωνεῖ θεωρίας. ἐφ᾽ ὅσον δὴ διατείνει ἡ θεωρία, καὶ ἡ εὐδαιμονία, καὶ οἷς μᾶλλον ὑπάρχει τὸ θεωρεῖν, καὶ εὐδαιμονεῖν, οὐ κατὰ συμβεβηκὸς ἀλλὰ κατὰ τὴν θεωρίαν· αὕτη γὰρ καθ᾽ αὑτὴν τιμία. ὥστ᾽ εἴη ἂν ἡ εὐδαιμονία θεωρία τις.

       Δεήσει δὲ καὶ τῆς ἐκτὸς εὐημερίας ἀνθρώπῳ ὄντι· οὐ γὰρ αὐτάρκης ἡ φύσις πρὸς τὸ θεωρεῖν, ἀλλὰ δεῖ καὶ τὸ σῶμα ὑγιαίνειν καὶ τροφὴν καὶ τὴν λοιπὴν θεραπείαν ὑπάρχειν. οὐ μὴν οἰητέον γε πολλῶν καὶ μεγάλων δεήσεσθαι τὸν εὐδαιμονήσοντα, εἰ μὴ ἐνδέχεται ἄνευ τῶν ἐκτὸς ἀγαθῶν μακάριον εἶναι· οὐ γὰρ ἐν τῇ ὑπερβολῇ τὸ αὔταρκες οὐδ᾽ ἡ πρᾶξις, δυνατὸν δὲ καὶ μὴ ἄρχοντα γῆς καὶ θαλάττης πράττειν τὰ καλά· καὶ γὰρ ἀπὸ μετρίων δύναιτ᾽ ἄν τις πράττειν κατὰ τὴν ἀρετήν (τοῦτο δ᾽ ἔστιν ἰδεῖν ἐναργῶς· οἱ γὰρ ἰδιῶται τῶν δυναστῶν οὐχ ἧττον δοκοῦσι τὰ ἐπιεικῆ πράττειν, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον)· ἱκανὸν δὲ τοσαῦθ᾽ ὑπάρχειν· ἔσται γὰρ ὁ βίος εὐδαίμων τοῦ κατὰ τὴν ἀρετὴν ἐνεργοῦντος. καὶ Σόλων δὲ τοὺς εὐδαίμονας ἴσως ἀπεφαίνετο καλῶς, εἰπὼν μετρίως τοῖς ἐκτὸς κεχορηγημένους, πεπραγότας δὲ τὰ κάλλισθ᾽, ὡς ᾤετο, καὶ βεβιωκότας σωφρόνως· ἐνδέχεται γὰρ μέτρια κεκτημένους πράττειν ἃ δεῖ. ἔοικε δὲ καὶ Ἀναξαγόρας οὐ πλούσιον οὐδὲ δυνάστην ὑπολαβεῖν τὸν εὐδαίμονα, εἰπὼν ὅτι οὐκ ἂν θαυμάσειεν εἴ τις ἄτοπος φανείη τοῖς πολλοῖς· οὗτοι γὰρ κρίνουσι τοῖς ἐκτός, τούτων αἰσθανόμενοι μόνον. συμφωνεῖν δὴ τοῖς λόγοις ἐοίκασιν αἱ τῶν σοφῶν δόξαι.

       πίστιν μὲν οὖν καὶ τὰ τοιαῦτα ἔχει τινά, τὸ δ᾽ ἀληθὲς ἐν τοῖς πρακτικοῖς ἐκ τῶν ἔργων καὶ τοῦ βίου κρίνεται· ἐν τούτοις γὰρ τὸ κύριον. σκοπεῖν δὴ τὰ προειρημένα χρὴ ἐπὶ τὰ ἔργα καὶ τὸν βίον φέροντας, καὶ συνᾳδόντων μὲν τοῖς ἔργοις ἀποδεκτέον, διαφωνούντων δὲ λόγους ὑποληπτέον. ὁ δὲ κατὰ νοῦν ἐνεργῶν καὶ τοῦτον θεραπεύων καὶ διακείμενος ἄριστα καὶ θεοφιλέστατος ἔοικεν. εἰ γάρ τις ἐπιμέλεια τῶν ἀνθρωπίνων ὑπὸ θεῶν γίνεται, ὥσπερ δοκεῖ, καὶ εἴη ἂν εὔλογον χαίρειν τε αὐτοὺς τῷ ἀρίστῳ καὶ συγγενεστάτῳ (τοῦτο δ᾽ ἂν εἴη ὁ νοῦς) καὶ τοὺς ἀγαπῶντας μάλιστα τοῦτο καὶ τιμῶντας ἀντευποιεῖν ὡς τῶν φίλων αὐτοῖς ἐπιμελουμένους καὶ ὀρθῶς τε καὶ καλῶς πράττοντας. ὅτι δὲ πάντα ταῦτα τῷ σοφῷ μάλισθ᾽ ὑπάρχει, οὐκ ἄδηλον. θεοφιλέστατος ἄρα. τὸν αὐτὸν δ᾽ εἰκὸς καὶ εὐδαιμονέστατον· ὥστε κἂν οὕτως εἴη ὁ σοφὸς μάλιστ᾽ εὐδαίμων.

                                                                                                                              (“Ηθικὰ Νικομάχεια” Κ 1178  b 9-42, 1179 a 1-39)

 

        Αν όμως, όπως είδαμε παραπάνω, ο σοφός είναι θεοφιλέστατος (ιδιαίτερα αγαπητός στους θεούς), συμπεραίνεται ότι οι θεοί κάνουν διακρίσεις. Έτσι, σ’ αυτούς που δεν είναι σοφοί (στη πλειονότητα δηλ. των ανθρώπων) θα διάκεινται από λιγότερο ευμενείς έως και οργισμένοι μαζί τους. Το θέμα, κατόπιν, είναι αν (και με ποιο τρόπο) οι αθάνατοι εκφράζουν έμπρακτα την αγάπη ή την οργή τους απέναντι στους θνητούς, είτε στη ζωή είτε μετά το θάνατο τους….    

 

       Η Θεολογία (Μεταφυσική, Πρώτη-καθαυτό φιλοσοφία) έχει ορισθεί ως η ανώτατη όλων των θεωρητικών επιστημών, αυτών δηλ. που αποσκοπούν στη γνώση - αλήθεια καθαυτή (βλ. κεφ. 1) και η σοφία συνιστά αίτιο, τελικό σταθμό και ουσία της ευδαιμονίας.

      Κατά ακολουθίαν, στον ευδαίμονα βίο δεν αναζητούμε - πλέον - την (υπέρτατη) αλήθεια, αλλά ασκούμε την θεώρηση….. Αυτό σημαίνει ότι επισκοπούμε – απολαμβάνουμε την ήδη (δια τα σοφίας) κατακτημένη (ύψιστη) αλήθεια. Και αυτή η διάσταση του ιδεώδους βίου υπογραμμίζεται ιδιαίτερα στα Ηθικά Ευδήμεια, όπου το ιδεώδες καθορίζεται ως «η λατρεία και θεώρηση (εποπτεία) του Θεού».                

                                                                                                                                                                                  (D. Ross, σελ. 312 κ 329-332)   

         “Οὕτω δ᾽ ἔχει κατὰ τὸ θεωρητικόν. Οὐ γὰρ ἐπιτακτικῶς ἄρχων ὁ θεός, ἀλλ᾽ οὗ ἕνεκα ἡ φρόνησις ἐπιτάττει διττὸν δὲ τὸ οὗ ἕνεκα: διώρισται δ᾽ ἐν ἄλλοις, ἐπεὶ κεῖνός γε οὐθενὸς δεῖται. ἥτις οὖν αἵρεσις καὶ κτῆσις τῶν φύσει ἀγαθῶν ποιήσει μάλιστα τὴν τοῦ θεοῦ θεωρίαν, ἢ σώματος ἢ χρημάτων ἢ φίλων ἢ τῶν ἄλλων ἀγαθῶν, αὕτη ἀρίστη, καὶ οὗτος ὁ ὅρος κάλλιστος…….”                                                                                                                                       (“Ηθικά Ευδήμεια” b 14-20)

 

        Και ο “μέντορας” Πλάτων: Τῆς δὲ τοῦ ὄντος θέας, οἵαν ἡδονὴν ἔχει, ἀδύνατον ἄλλῳ γεγεῦσθαι πλὴν τῷ φιλοσόφῳ”. 

                                                                                                                                                                  (Πλάτωνος “Πολιτεία” Θ΄ 582 C-D)

   

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                  

9.7) Επίκουρος:  Η Δικαιοσύνη

 

              «Τὸ τῆς φύσεως δίκαιόν ἐστι σύμβολον τοῦ συμφέροντος εἰς τὸ μὴ βλάπτειν ἀλλήλους μηδὲ βλάπτεσθαι».                                                                                                  (Κ.Δ. 31)                                                                               

       Το Δίκαιο, που πηγάζει από τη φύση, ο Επίκουρος βλέπει αρχικά σαν συμφωνία μεταξύ των ανθρώπων για κοινό συμφέρον, στο να μην βλάπτει ο ένας τον άλλο, ούτε να βλάπτεται. Όταν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία (δηλ. να μην ενοχλεί και βλάπτει ο ένας το άλλο) δεν γίνεται λόγος για δίκαιο ή άδικο. Το ίδιο ισχύει και για όσους λαούς  δεν μπόρεσαν, ή δεν θέλησαν, να προβούν σε ανάλογες συμφωνίες. Πρόκειται για δίκαιο συμβασιακού τύπου, που έχει μελετηθεί από σοφιστές και τον Αριστοτέλη.

      Στον αληθινό φυσικό κόσμο, πάντως, κυριαρχεί το δίκαιο του ισχυρότερου. Στην (ευνομούμενη) πολιτεία δίκαιο θεωρείται ό,τι λέει ο νόμος.  Στις καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων, η δικαιοπραξία δεν αντιστοιχεί σε μια αφηρημένη ιδέα που εδρεύει στον ουρανό, αλλά σε μια συνομολόγηση μεταξύ εχεφρόνων ανθρώπων, για κοινές ή παράλληλες δράσεις, επ’ αμοιβαίου συμφέροντος χωρίς συγκρούσεις.

      Τέτοιες αντιλήψεις συνιστούν και τις βασικές θέσεις που θεμελιώνουν αυτό που                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                           θ’ αποκληθεί «κοινωνικό συμβόλαιο», και θ’ αναπτυχθεί σε θεωρία από πολλούς διανοούμενους, αρχίζοντας από τους Hobbes και Rousseau.

      Ο Επίκουρος δίδει βαρύτητα σε, συνεπακόλουθες της αδικίας, ψυχολογικές καταστάσεις. 

         -  «Οὐκ ἦν τι καθ’ ἑαυτὸ δικαιοσύνη, ἀλλ’ ἐν ταῖς μετ‘ ἀλλήλων συστροφαῖς καθ’ ὁπηλίκους δή ποτε ἀεὶ τόπους συνθήκη τα ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἢ βλάπτεσθαι».                                (Κ.Δ. 33)

         - «Ὅσα τῶν ζῴων μὴ ἐδύνατο συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἄλληλα μηδὲ βλάπτεσθαι, πρὸς ταῦτα οὐθὲν ἦν δίκαιον οὐδὲ ἄδικον. ὡσαύτως δὲ καὶ τῶν ἐθνῶν ὅσα μὴ ἐδύνατο ἢ μὴ ἐβούλετο τὰς συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν μηδὲ βλάπτεσθαι».                        (Κ.Δ. 32)

                                                                                                                                                                                                           

       Συνάγεται ότι, η αδικία δεν συνιστά καθαυτή κακό, όμως (γίνεται κακό) από τον  φόβο εκείνου που την διαπράττει ότι δεν θα ξεφύγει από τους εντεταλμένους για την τιμωρία παρόμοιων πράξεων. Αλλά για τους σώφρονες μια άδικη πράξη από μέρους τους είναι και περιττή, δηλ. δεν υπάρχει λόγος να διαπράττουν ανομίες, αφού οι φυσικά αναγκαίες επιθυμίες τους εύκολα ικανοποιούνται. Μάλιστα, ο σοφός έχοντας περιοριστεί στα αναγκαία, γνωρίζει περισσότερο να προσφέρει παρά να παίρνει…… 

      «Ὁ σοφὸς εἰς τὰ ἀναγκαῖα συγκριθεὶς μᾶλλον ἐπίστασαι μεταδιδόναι ἡ μεταλαμβάνειν τηλικοῦτον αὐταρκείας εὑρὲ θησαυρόν».                                                                (Επ. Προσφ. 44)

     Και χρειάζεται προσοχή, μιας και…… «κανείς δεν αποφεύγει το κακό βλέποντάς το, αλλά νομίζοντάς το σαν κάτι καλό, παγιδεύεται σε ένα κακό μεγαλύτερο απ’ αυτό»……. «Οὐδεὶς βλεπῶν τὸ κακὸν αἱρεῖται αὐτὸ ἀλλὰ δελεασθείς ὡς ἀγαθῷ πρὸς τὸ μεῖζον αὐτοῦ κακὸν ἐθηρεύθη».                                                                      (Επ. Προσφ. 16)

                                                                                                                            

                         

     Γενικά, πάντως, το δίκαιο αφορά τους πάντες, διότι δημιουργεί και διασφαλίζει κάτι ωφέλιμο στην κοινωνική ζωή. Εκείνο, που επιμαρτυρείται ότι εξυπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας, πρέπει να έχει ισχύ δικαίου, είτε είναι, είτε δεν είναι το ίδιο για όλους, αυτό δε ποικίλει, ανάλογα με την ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου και των συνθηκών, εκάστοτε. 

           - «Ἡ ἀδικία οὐ καθ’ ἑαυτὴν κακόν, ἀλλ’ ἐν τῷ κατὰ τὴν ὑποψίαν φόβῳ εἰ μὴ λήσει τοὺς ὑπὲρ τῶν τοιούτων ἐφεστηκότας κολαστάς».                                                                                                          (Κ.Δ. 34)

        - «Κατὰ μὲν <τὸ> κοινὸν πᾶσι τὸ δίκαιον τὸ αὐτό, συμφέρον γάρ τι ἦν ἐν τῇ πρὸς ἀλλήλους κοινωνίᾳ· κατὰ δὲ τὸ ἴδιον χώρας καὶ ὅσων δή ποτε αἰτίων οὐ πᾶσι συνέπεται τὸ αὐτὸ δίκαιον εἶναι».     (Κ.Δ..36)

        - «Τὸ μὲν ἐπιμαρτυρούμενον ὅτι συμφέρει ἐν ταῖς χρείαις τῆς πρὸς ἀλλήλους κοινωνίας τῶν νομισθέντων εἶναι δικαίων ἔχει τὸ ἐν τοῦ δικαίου χώρᾳ εἶναι, ἐάν τε τὸ αὐτὸ πᾶσι γένηται ἐάν τε μὴ τὸ αὐτό…..».                                                                                                                                                       (Κ.Δ. 37)

                                                                                                                                      

      Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ζούμε φρόνιμα, καλά και δίκαια προκειμένου να απολαμβάνουμε μια ευδαίμονα ζωή (“ἡδέως ζῆν”), η οποία, βέβαια, ευδαίμων ζωή αδιάρρηκτα συνδέεται με την αρετή……

      «……..Δεν μπορεί να είναι η ζωή ευχάριστη δίχως να ζούμε με φρόνηση και καλώς και  δικαίως. Ούτε να ζούμε με φρόνηση, καλώς και δικαίως χωρίς να είναι ευχάριστη η ζωή. Όταν δεν υπάρχει αυτό, ούτε να ζούμε με φρόνηση, καλώς και δικαίως υπάρχει, και δεν μπορεί τούτο  να είναι ευχάριστη ζωή».

- Οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως, <οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως> ἄνευ τοῦ  ἡδέως. ὅτῳ δὲ τοῦτο μὴ ὑπάρχει ἐξ οὗ ζῆν φρονίμως, καὶ καλῶς καὶ δικαίως ὑπάρχει, οὐκ ἔστι τοῦτον ἡδέως ζῆν».                                                                                                                                                                                                                                                                                                                         

                                                                                                                                                                                                (Κ.Δ. 5)

                - “……συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως, καὶ τὸ ζῆν ἡδέως τούτων ἐστὶν ἀχώριστον….”.                                                                                                                     

                                                                                                                                                                     (Επιστολή προς Μενοικέα, 132)

       Φρόνηση, αγαθόν, δικαιοσύνη, αρετή, ευδαιμονία….. αλληλένδετα. 

       Όλες οι αρετές, ενέργειες και καταστάσεις, υπηρετούν-στοχεύουν στην ευδαιμονία του ατόμου….  

 

 

9.8) Φιλία και Ανθρωπισμός στον Επίκουρο

 

 Φιλία και Ανθρωπισμός στον Επίκουρο:

 

       Κάθε φιλία είναι από μόνη της αρετή, πάντως, ξεκινά από την ωφέλεια…… «Πᾶσα φιλία δι ἑαυτὴν αἱρετὴ ἀρχὴν δὲ εἴληφεν ἀπὸ τῆς ὠφελείας».      (Επίκουρου Προσφώνησις 23)             

 

       Από την ωφέλεια που προσφέρει, λοιπόν, αρχίζει η φιλία. Ωστόσο, επιλέγεται ελεύθερα, χωρίς όρους (δι ἑαυτὴν αἱρετὴ). Συνεκτικό κρίκο της φιλίας αποτελεί η εντιμότητα των προθέσεων.  Η Επικούρεια Φιλία, ήδη από την αρχαιότητα, είχε καταστεί παροιμιώδης:

 

        -  «Ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην κηρύττουσα δὴ πᾶσιν ἡμῖν ἐγείρεσθαι ἐπὶ 

                                    τὸν  μακαρισμόν».                                                           (Επ. Προσφ. 52)

        - «Ὧν ἡ σοφία παρασκευάζεται εἰς τὴν τοῦ ὅλου βίου μακαριότητα, πολὺ μέγιστόν 

                     ἐστιν ἡ τῆς φιλίας   κτῆσις».                                            (Κύριαι Δόξαι 27)

        - «Ὁ γενναῖος περὶ σοφίαν καὶ φιλίαν μάλιστα γίγνεται, ὧν τὸ μέν ἐστι θνητὸν  

                      ἀγαθόν, τὸ δὲ ἀθάνατον».                                             (Επ. Προσφ. 78)

        - «Συμπαθῶμεν τοῖς φίλοις οὐ θρηνοῦντες ἀλλὰ φροντίζοντες».    (Επ. Προσφ. 66)

        -  «Οὔτε τοὺς προχείρους εἰς φιλίαν οὔτε τοὺς ὀκνηροὺς δοκιμαστέον.

                     Δεῖ δὲ καὶ παρακινδυνεῦσαι χάριν, χάριν φίλιας».                  (Επ. Προσφ. 28)

         - «καὶ ὑπὲρ φίλου ποτὲ τεθνήξεσθαι.                                                    (Δ. Λ. Χ 120, fg. 590 Us.)

 

       «Και όσοι μπόρεσαν να είναι ασφαλείς, προπαντός με τους γείτονές τους, πέρασαν ιδανικά  μαζί τους, έχοντας την πιο σίγουρη εγγύηση. Και σαν απόλαυσαν την πιο γεμάτη φιλική σχέση, δεν οδύρονται για ‘κείνον που η ζωή του τέλειωσε πριν από την δική του, σαν να τον λυπούνται».

          «Ὅσοι τὴν δύναμιν ἔσχον τοῦ ταὸ θαρρεῖν μάλιστα ἐκ τῶν ὁμορούντων παρασκευάσασθαι, οὕτω καὶ ἐβίωσαν μετ’ ἀλλήλων ἥδιστα τὸ βεβαιότατον πίστωμα ἔχοντες, καὶ πληρεστάτην οἰκειότητα ἀπολαβόντες οὐκ ὠδύραντο ὡς πρὸς ἔλεον τὴν τοῦ τελευτήσαντος προκαταστροφήν».                                                (Κύριαι Δόξαι 40)

 

      Μελετώντας τις Επικούρειες τοποθετήσεις για την φιλία, μπορούμε να αποδώσουμε στην Επικούρεια φιλία τους εξής χαρακτηρισμούς, ή κίνητρα, οι οποίοι αντανακλούν τα ανάλογα συναισθήματα, που νοιώθουν οι άνθρωποι: Επιφυλακτική (“αἱρετὴ”), ωφελιμιστική-ρεαλιστική (“ἀπὸ τῆς ὠφελείας”), αλτρουιστική (“Δεῖ δὲ καὶ παρακινδυνεῦσαι χάριν, χάριν φίλιας”..…. “καὶ ὑπὲρ φίλου ποτὲ τεθνήξεσθαι”), επίσης εξαιρετικά ευάρεστη (“ἐπὶ τὸν μακαρισμόν”). Μια δυνατή φιλία, ξεπερνώντας την ιδιοτέλεια (ωφέλεια), οικειοθελώς και ως αυτοσκοπός (δι ἑαυτὴν αἱρετὴ), μπορεί να φθάσει μέχρι της αυτοθυσίας (ὑπὲρ φίλου ποτὲ τεθνήξεσθαι) ……

 

        Μέσα σε συνθήκες δυστυχίας του λαού, ως από τα σκληρά πολεμικά γεγονότα, την συνεπακόλουθη παρακμή των θεσμών, του κλονισμού του δουλοκτητικού συστήματος κ.ά., με εξαθλιωμένο μεγάλο τμήμα των ελεύθερων πολιτών που είχε καταντήσει  πλήθος (όχλος), αγόμενο και φερόμενο χωρίς αξίες και ιδανικά…. .Καὶ χαλεπωτάτων δὲ καιρῶν κατασχόντων τηνικάδε τὴν Ἑλλάδα..  (Δ. Λ. Χ, 10)

       …… ο Επίκουρος έδινε καθ’ ημέραν μάχη για να κρατήσει και στηρίξει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Γυναίκες, παιδιά και δούλοι δεν ήταν γι’ αυτόν ούτε πράγμα, ούτε εργαλείο, όπως ήταν για τους Πλάτωνα και Αριστοτέλη, αλλά άνθρωποι, όπως όλοι.

       Η θέση του στο ζήτημα της δουλείας, ζήτημα ιδιαίτατα δύσκολο - άλυτο για ‘κείνη την εποχή - ήταν ανθρωπιστική και θαρραλέα. Οι δούλοι αντιμετωπίζονται σαν άνθρωποι,  θύματα των σκληρών-ανελέητων συνθηκών της εποχής, που δικαιούνται την ανθρωπιστική μεταχείριση των συνανθρώπων τους. Καμία σκέψη ότι οι δούλοι εξομοιώνονται με σύνεργα.

 

9.9) Ο «Κήπος των Αθηνών» / Ο άνθρωπος Επίκουρος

 

        Στον «Κήπο», σχολή και κοινότητα φίλων που ίδρυσε ο Επίκουρος το έτος 306, ζούσαν, μαθήτευαν και δίδασκαν, αδελφωμένοι και ισότιμοι, ελεύθεροι και δούλοι, νόμιμες γυναίκες και εταίρες, περήφανοι πολίτες αλλά και περιφρονημένοι από την κοινωνία άνθρωποι. Μάλιστα, την διεύθυνση της φιλικής αυτής παρέας αναλάμβαναν διαδοχικά όλοι οι τρόφιμοι του Κήπου.   

        «Στο “Κήπο”, έγινε κάτι, που ξεπερνάει ό,τι ως τότε είχε γίνει στην Ελλάδα. Η γυναίκα κέρδισε κάποιο βάθρο, ανασαίνει ανετότερα, αναμετρά το μυαλό τα με το ανδρικό και βλέπει πως η χιλιοειπωμένη κατωτερότητά τα είναι μύθος. Η εταίρα προπάντων νιώθει ανακούφιση σ΄ εκείνο το κλίμα. Κάποιος ή κάποιοι αναγνωρίζουν πως έχει ψυχή, νοιάζονται γι’ αυτήν, την τριγυρίζουν μ΄ εκτίμηση και στοργή».           (Χ. Θεοδωρίδης: Επίκουρος. Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου)

 

       Τα μαθήματα στον Κήπο δεν είχαν συστηματικό χαρακτήρα, όπως στη Πλατωνική Ακαδημία και στο Λύκειο του Αριστοτέλη. Γίνονταν με ομιλίες και συζήτηση μέσα από την καθημερινή συναναστροφή. 

       Ο Επίκουρος θεωρούσε τη φιλοσοφία του παλμό της ζωής και όχι αυστηρά μαθήματα, διαλέξεις, πραγματείες υπό κεφάλαια, διαιρέσεις, υποδιαιρέσεις, παραγράφους……  

       Μεταξύ των δούλων διακρινόταν κάποιος ονομαζόμενος Μυς, τον οποίον ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει ως ενδοξότατο, προφανώς επειδή διακρινόταν. Ο Επίκουρος με την διαθήκη του, μεριμνά για τα παιδιά φίλων που είχαν αποβιώσει πριν απ’ αυτόν, και ελευθερώνει τους δούλους (μάλιστα, αποκαλώντας τους “παίδας”).

       ……ἀφίημι δὲ τῶν παίδων ἐλεύθερον Μῦν, Νικίαν, Λύκωνα· ἀφίημι δὲ καὶ Φαίδριον ἐλευθέραν".                                            

                                                                                                                                                                                         (Δ. Λ. Χ, 21)

 

          Ο δάσκαλος, πρώτος έδινε το παράδειγμα αδελφικής φιλίας και πατρικής στοργής. Στη φοβερή πείνα, κατά τη πολιορκία των Αθηνών (το 296) από τον Αντιγονίδη Δημήτριο, συντήρησε τους μαθητές του με κουκιά, που μοίραζε ένα-ένα…. «..…τότε και τον φιλόσοφον Επίκουρον ιστορούσι διαθρέψαι τους συνήθεις κυάμους προς αριθμόν μετ’ αυτών διανεμόμενον…».                                                                           (Πλούταρχου: “Δημήτριος” 34)

                         

      Φίλοι του Επίκουρου υπήρξαν και οι μαθητές του τρείς καθηγεμόνες του Κήπου: Μητρόδωρος, Πολύαινος (απεβίωσαν πριν από αυτόν), και Έρμαρχος, για τον οποίον λέγει ότι γέρασε μαζί του στην φιλοσοφία (“συγκαταγεγηρακότος ἡμῖν ἐν φιλοσοφίᾳ”) και που μετά τον θάνατό του καθιστά διάδοχό του στη σχολή (ηγεμόνα των συμφιλοσοφούντων). 

       Είναι φανερό, ότι η φιλία του Επίκουρου δεν ήταν η πολιτική φιλία (η υπηρετούσα σκοπούς της πολιτείας-κράτους), όπως την εννοούσαν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Ήταν το αίσθημα συμπάθειας, που συνέδεε, σαν απλούς ανθρώπους, τον κύκλο των μαθητών και των  πολυάριθμων θαυμαστών της φιλοσοφίας του. Στα χρόνια που ζούσε και δίδασκε ο Επίκουρος, αλλά και στους επόμενους αιώνες που η διδασκαλία του είχε απλωθεί σ’ όλο το κόσμο της Μεσογείου και τα πολιτικά πράγματα εξελίσσονταν ολοένα προς το χειρότερο, η Επικούρεια φιλία αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη αξία, η φιλοσοφία του μεγαλύτερο κύρος.  Έτσι, ο Επίκουρος και η φιλοσοφία του γρήγορα, παρά τις μανιασμένες αντιδράσεις, απέκτησαν μεγάλη εκτίμηση και σεβασμό, έως και τα τελευταία χρόνια της αρχαιότητας……     

 

        Ο Διογένης ο Λαέρτιος (3ος αι. μ.Χ.), στο έργο του: «Βίοι φιλοσόφων» βιβλ. Χ (10ο) καταγράφει και μερικές  κακόβουλες αναφορές, για  αισχρές πράξεις…. του προσήψαν ως και απαιδευσία….“….. ἔν τε τῇ πρὸς Πυθοκλέα ἐπιστολῇ γράφειν Παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενος”….     (Δ. Λ. Χ, 6)  

        Ο Σέξτος ο Εμπειρικός έγραψε ότι ο Επίκουρος δεν “χώνευε” τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, επειδή αυτοί ήταν….. “φωστήρες” στα γράμματα (“πολυμαθείς γεγονότας”).

        Ο Κικέρων έγραψε ότι δεν σκάμπαζε από μαθηματικά, οι Χριστιανοί τα δικά τους…..    

 

        O Διογένης Λαέρτιος αναιρεί τις λοιδορίες, καταγράφοντας επαίνους για τον Επίκουρο (Δ. Λ. Χ, 9 -12) 

             «……. Αυτοί (οι κακολογούντες τον Επίκουρο), όμως,  έχουν χάσει τα λογικά τους, γιατί για τον Επίκουρο υπήρξαν και άνδρες πολλοί, που  μαρτυρούν  την ανυπέρβλητη καλή διάθεσή του προς όλους. Η πατρίδα του για να τον τιμήσει του αφιέρωσε χάλκινες προτομές. Οι φίλοι του ήταν τόσοι σε πλήθος, ώστε δεν ήταν δυνατόν να μετρηθούν σ’ όλες τις πόλεις. Όλοι όσοι γνώριζαν τις φιλοσοφικές του απόψεις προσδένονταν απ’ αυτές σαν να άκουγαν το τραγούδι των σειρήνων…..                                                                                                        

       Η δε διαδοχή της Σχολής του Επίκουρου παρέμενε σταθερή και αναρίθμητοι άνδρες την διεύθυναν ο ένας μετά τον άλλο, όταν οι άλλες φιλοσοφικές σχολές είχαν εκλείψει. Η προς τους γονείς του ευγνωμοσύνη και τα καλά που έκανε προς τους αδερφούς του και η προς τους δούλους του ημερότητα, όπως αυτό δηλώνεται στην διαθήκη του και από το ότι αυτοί συμφιλοσοφούσαν μαζί του, όπως ο διαπρεπέστατος (“ενδοξότατος”) Μυς.

        Γενικά ήταν φιλάνθρωπος προς όλους. Η οσιότητα που έδειχνε προς τους Θεούς και η φιλία του προς την πατρίδα, δεν περιγράφεται με λέξεις. Από την υπερβολική του ευσέβεια δεν επεδίωξε να καταλάβει πολιτειακά αξιώματα. Ακόμη και σε χαλεπώτατους καιρούς δεν εγκατάλειψε στιγμή την Ελλάδα και τον τόπο που κατοικούσε. Μόνο δυο-τρεις φορές επισκέφθηκε τους φίλους του στην Ιωνία ενώ αυτοί από όλους τους τόπους έφθαναν και συμβίωναν μαζί του στον Κήπο, όπως είπε ο Απολλόδωρος. Τον Κήπο είχε αγοράσει 80 μνες.

      Σύμφωνα με τον Διοκλή ζούσαν εκεί με οικονομία και τρέφονταν λιτά και αρκούνταν σε μια κούπα κρασί, γιατί το κυρίως ποτό γι’ αυτούς ήταν το νερό. Και δεν αξίωνε από τους φίλους να καταθέτουν την περιουσία τους σε κοινό ταμείο, όπως ο Πυθαγόρας, που είχε δόγμα “κοινά τα των φίλων”. Διότι, έλεγε ο Επίκουρος, ότι αυτό δηλώνει έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους φίλους, και με δυσπιστία δεν υπάρχει φιλία.

       Ο Επίκουρος είχε πει στις επιστολές του ότι αρκείται μόνο σε νερό και λιτό ψωμί, ενώ κάποτε είπε σε φίλο του “Στείλε μου ένα δοχειάκι από εκείνο το τυρί, ώστε, όταν θέλω, να μπορώ να ζω με  πολυτέλεια”.  Τέτοιος ήταν εκείνος που όρισε ότι ο σκοπός της ζωής είναι η ηδονή, ὃν καὶ Ἀθήναιος δι' ἐπιγράμματος οὕτως ὑμνεῖ·

«Άνθρωποι, μοχθείτε για τα χειρότερα,

και για το κέρδος αρχίζετε φιλονικίες και πολέμους, άπληστοι.

Όμως, ο πλούτος της φύσης έχει συγκεκριμένα όρια,

ενώ οι κούφιες κρίσεις διατρέχουν απέραντη οδό.

Αυτό άκουσε ο συνετός γιός του Νεοκλή,

είτε από τις μούσες είτε από τον ιερό τρίποδα της Πυθίας.

Εισχωρούμε και πολλά θα καρπωθούμε από τις δοξασίες και τα λόγια του».

«ἄνθρωποι, μοχθεῖτε τὰ χείρονα, καὶ διὰ κέρδος ἄπληστοι νεικέων ἄρχετε καὶ πολέμων·

τᾶς φύσιος δ' ὁ πλοῦτος ὅρον τινὰ βαιὸν ἐπίσχει, αἱ δὲ κεναὶ κρίσιες τὰν ἀπέραντον ὁδόν,

 τοῦτο Νεοκλῆος πινυτὸν τέκος ἢ παρὰ Μουσέων ἔκλυεν ἢ Πυθοῦς ἐξ ἱερῶν τριπόδων.

εἰσόμεθα δὲ καὶ μᾶλλον προϊόντες ἔκ τε τῶν δογμάτων ἔκ τε τῶν ῥητῶν αὐτοῦ».

 

        Ο Επίκουρος ασκούσε ακατανίκητη γοητεία και για την πνευματική ανωτερότητα του και για την ηπιότητα του χαρακτήρα του. Λατρεύτηκε σαν θεός από τους μαθητές και οπαδούς του. Ο Λουκρήτιος του αφιέρωσε τέσσερις μεγαλειώδεις ύμνους στο αξεπέραστης φιλοσοφικής αξίας και λογοτεχνικής ομορφιάς ποίημα του.  Αλλά και σφοδροί αντίπαλοι της φιλοσοφίας του, τον εκτίμησαν…. Ο Αυγουστίνος έγραψε ότι ήταν διατεθειμένος μεταξύ όλων των ειδωλολατρών φιλοσόφων να προτιμήσει τον Επίκουρο, αν είχε κάμει λόγο περί αμοιβών και ποινών στην μετά το θάνατο ζωή.    

        Ο Επίκουρος είχε το προνόμιο ν’ ανταμειφθεί και εν ζωήι. Πέθανε ευτυχισμένος, με την συναίσθηση ότι είχε υψωθεί ως την μακαριότητα, αυτή που πάντα επιζητούσε για όλους τους ανθρώπους…. 

       «Πορευόμενος τη μακαρία και τελευταία ημέρα του βίου μου σου γράφω αυτά. Ο υπερβολικός πόνος από τη συνεχή δυσουρία και δυσεντερία δεν απολείπεται του μεγέθους του. Αντιπαραθέτω σ’ όλα αυτά την χαρά της ψυχής επί των γεγονότων που ανακαλώ στη μνήμη μου. Εσύ όμως που άξια παραστάθηκες προς εμένα και την φιλοσοφία από νεαρός, να επιμεληθείς τα παιδιά του Μητρόδωρου».

               «Τὴν μακαρίαν ἄγοντες καὶ ἅμα τελευταίαν ἡμέραν τοῦ βίου ἐγράφομεν ὑμῖν ταυτί. στραγγουρικά τε παρηκολούθει καὶ δυσεντερικὰ πάθη ὑπερβολὴν οὐκ ἀπολείποντα τοῦ ἐν ἑαυτοῖς μεγέθους. ἀντιπαρετάττετο δὲ πᾶσι τούτοις τὸ κατὰ ψυχὴν χαῖρον ἐπὶ τῇ τῶν γεγονότων ἡμῖν διαλογισμῶν μνήμῃ. σὺ δ' ἀξίως τῆς ἐκ μειρακίου παραστάσεως πρὸς ἐμὲ καὶ φιλοσοφίαν ἐπιμελοῦ τῶν παίδων Μητροδώρου».

                                                                                                                                     (Επιστολή προς Ιδομενέα, Δ.Λ. Χ, 22)

           Πολλοί χαρακτηρίζουν την Επικούρεια φιλοσοφία “ατομικιστική-εγωιστική”, πέραν, βέβαια, “ηδονιστικής-ευδαιμονιστικής”. Ωστόσο, οι για την Φιλία και τον Ανθρωπισμό θέσεις του Επίκουρου αποδυναμώνουν την βαρύτητα τέτοιων χαρακτηρισμών.   

 

9.10) Ηδονή και Ευδαιμονία στον Επίκουρο

 

        «Καμία ηδονή καθαυτὴ κακή. Ωστόσο, τα επακόλουθα μερικών ηδονών επιφέρουν πολύ περισσότερες οχλήσεις παρά τέρψεις».

       «Οὐδεμία ἡδονὴ καθ΄ ἑαυτὴν κακόν· ἀλλὰ τὰ τινῶν ἡδονῶν ποιητικὰ πολλαπλασίους ἐπιφέρει τὰς ὀχλήσεις τῶν ἡδονῶν».                                                                                                                        (Επ. Προσφώνησις 50)

       Η ηδονή είναι η απώτερη επιδίωξη όλων των όντων, απόλυτα συγγενής με τη φύση τους.  Επιζητείται από τα όντα εξ ενστίκτου, εκτός και πέραν της λογικής. Ωστόσο, η επιδίωξη της ηδονής από τους ανθρώπους πρέπει να γίνεται με φρόνηση και με εγκράτεια, προκειμένου να αποφεύγονται πολλές επώδυνες συνέπειες, όπως ασθένειες, δυστυχία, όνειδος, τιμωρία από τα νόμους κ.ά. Κι αυτό, ασφαλώς, είναι ορθή-λογική πράξη, διότι, σε τελευταία ανάλυση, χωρίς την ύπαρξη της ζωής δεν έχει νόημα τίποτα…..

      Ο Χομπς κατατάσσει την “αυτοσυντήρηση”, πάνω από την ηδονή-ευδαιμονία, σαν υπέρτατο σκοπό των πράξεων μας.

       Ο πόνος είναι το αντίθετο. Πανάκεια -φευ- δεν υπάρχει για τον πόνο, όμως  Φιλόδημος ο Γαδαρηνός, στη τετραφάρμακο, μας έχει πει ότι «το δεινόν ευεκαρτέρητον», έχοντας υπ’ όψιν του το του Επικούρου…….

        «Δεν χρονίζει ο σωματικός πόνος, αλλά ο μεν ακρότατος πόνος διαρκεί ελάχιστα, ο δε πόνος που υπερβαίνει την ηδονή του σώματος δεν διαρκεί πολλές ημέρες. Οι δε πολυχρόνιες αρρώστιες δίδουν παραπάνω το γλυκύ στο σώμα σε αντιστάθμισμα του άλγους».

        «Οὐ χρονίζει τὸ ἀλγοῦν συνεχῶς ἐν τῇ σαρκί, ἀλλὰ τὸ μὲν ἄκρον τὸν ἐλάχιστον χρόνον πάρεστι, τὸ δὲ μόνον ὑπερτεῖνον τὸ ἡδόμενον κατὰ σάρκα οὐ πολλὰς ἡμέρας συμμένει. αἱ δὲ πολυχρόνιοι τῶν ἀρρωστιῶν πλεονάζον ἔχουσι τὸ ἡδόμενον ἐν τῇ σαρκὶ ἤπερ τὸ ἀλγοῦν».                                                                                            (ΚΥΡΙΑΙ ΔΟΞΑΙ 4)

 

       Γενικά, ό,τι είναι σύμφωνο με τη φύση είναι αγαθό, εκείνο που είναι αντίθετο μ’ αυτήν  είναι κακό.

Η ηδονή είναι, άρα, το αγαθό, και ο πόνος το κακό. Διότι, στην υγεία του σώματος και στην αταραξία τα ψυχής βρίσκεται ο τελικός σκοπός τα μακάριας ζωής.  Συνιστάται, πάντως, ο άνθρωπος να αποφεύγει όποια ηδονή επιφέρει πόνο, αλλά και να μην αποφεύγει τον πόνο, εάν αυτός ως συνέπεια έχει την ηδονή.

       «Ὅταν οὖν λέγωμεν ἡδονὴν τέλος ὑπάρχειν, οὐ τὰς τῶν ἀσώτων ἡδονὰς καὶ τὰς ἐν ἀπολαύσει κειμένας λέγομεν, ὥς τινες ἀγνοοῦντες καὶ οὐχ ὁμολογοῦντες ἢ κακῶς ἐκδεχόμενοι νομίζουσιν, ἀλλὰ τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι».                                                                                                                        (Επιστολή προς Μενοικέα, 131)

  Στην επιστολή προς Μενοικέα διαβάζουμε…..

         «……Και πράγματι, μία αλάνθαστη θεώρηση των επιθυμιών πρέπει να ανάγει κάθε προτίμηση και κάθε αποφυγή στην υγεία του σώματος και την αταραξία τα ψυχής, επειδή εκεί βρίσκεται ο τελικός σκοπός της μακάριας ζωής. Επειδή κάνουμε τα πάντα για να αποφύγουμε τον σωματικό πόνο και την ταραχή της ψυχής. Και από την στιγμή που το επιτύχουμε, σταματά κάθε ψυχική ταραχή, επειδή το ζωντανό ον δεν χρειάζεται πλέον να κινηθεί προς κάτι που του λείπει, ούτε να αναζητήσει κάτι άλλο για να συμπληρώσει το καλό της ψυχής και του σώματος. Διότι τότε χρειαζόμαστε την ηδονή, όταν πονούμε εξ’ αιτίας της απουσίας της, και όταν δεν πονούμε, δεν χρειαζόμαστε καθόλου την ηδονή. Και για τούτο λέμε ότι η ηδονή είναι αρχή και τέλος (σκοπός) της ευτυχισμένης ζωής.

         Γιατί έχουμε διαγνώσει ότι η ηδονή είναι το πρωταρχικό και σύμφυτο αγαθό μέσα μας, και ότι με αυτήν ως αφετηρία διαλέγουμε τι θα πράξουμε και τι θα αποφύγουμε, και ότι σε αυτήν καταλήγουμε πάλι, όταν αποτιμάμε κάθε αγαθό με γνώμονα αυτό που αισθανόμαστε. Και ακριβώς επειδή η ηδονή είναι το πρωταρχικό και σύμφυτο αγαθό μέσα μας, δεν επιλέγουμε κάθε ηδονή, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις όπου προσπερνάμε τα ηδονές όταν μετά απ’ αυτές έπονται μεγαλύτερες ενοχλήσεις.

 

       «……τούτων γὰρ ἀπλανὴς θεωρία πᾶσαν αἵρεσιν καὶ φυγὴν ἐπανάγειν οἶδεν ἐπὶ τὴν τοῦ σώματος ὑγίειαν καὶ τὴν τῆς ψυχῆς ἀταραξίαν, ἐπεὶ τοῦτο τοῦ μακαρίως ζῆν ἐστι τέλος. Τούτου γὰρ χάριν πάντα πράττομεν, ὅπως μήτε ἀλγῶμεν μήτε ταρβῶμεν· ὅταν δ’ ἅπαξ τοῦτο περὶ ἡμᾶς γένηται, λύεται πᾶς ὁ τῆς ψυχῆς χειμών, οὐκ ἔχοντος τοῦ ζῴου βαδίζειν ὡς πρὸς ἐνδέον τι καὶ ζητεῖν ἕτερον ᾧ τὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ἀγαθὸν συμπληρώσεται. Τότε γὰρ ἡδονῆς χρείαν ἔχομεν ὅταν ἐκ τοῦ μὴ παρεῖναι τὴν ἡδονὴν ἀλγῶμεν· <ὅταν δὲ μὴ ἀλγῶμεν,> οὐκέτι τῆς ἡδονῆς δεόμεθα. Καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἡδονὴν ἀρχὴν καὶ τέλος λέγομεν εἶναι τοῦ μακαρίως ζῆν· ταύτην γὰρ ἀγαθὸν πρῶτον καὶ συγγενικὸν ἔγνωμεν, καὶ ἀπὸ ταύτης καταρχόμεθα πάσης αἱρέσεως καὶ φυγῆς καὶ ἐπὶ ταύτην καταντῶμεν ὡς κανόνι τῷ πάθει πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες. Καὶ ἐπεὶ πρῶτον ἀγαθὸν τοῦτο καὶ σύμφυτον, διὰ τοῦτο καὶ οὐ πᾶσαν ἡδονὴν αἱρούμεθα, ἀλλ’ ἔστιν ὅτε πολλὰς ἡδονὰς ὑπερβαίνομεν, ὅταν πλεῖον ἡμῖν τὸ δυσχερὲς ἐκ τούτων ἕπηται·                             

                                                                                                                                                                                           (Επ. Μ. 128-129)

           Σύμφυτες με την ανθρώπινη φύση, και προανάκρουσμα της ηδονής, είναι οι επιθυμίες, οι οποίες  κατά τον Επίκουρο διακρίνονται σε τρία είδη:

      1) Φυσικές και ἀναγκαῖες. Αυτές που διώχνουν τον πόνο, όπως το ποτό διώχνει την δίψα.

      2) Φυσικές και μη ἀναγκαῖες. Αυτές που διανθίζουν την ευχαρίστηση μόνον, χωρίς να  διώχνουν τον πόνο, όπως είναι τα πολυτελή φαγητά.

      3) Σ’ αυτές που δεν είναι ούτε φυσικές ούτε ἀναγκαῖες, αλλά δημιουργούνται από κούφια ματαιοδοξία, όπως είναι αυτές για στεφάνια και αναθέσεις κατασκευής ανδριάντων.

                «Τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μέν εἰσι φυσικαὶ καὶ <ἀναγκαῖαι· αἱ δὲ φυσικαὶ καὶ> οὐκ ἀναγκαῖαι· αἱ δὲ οὔτε φυσικαὶ οὔτ‘ ἀναγκαῖαι ἀλλὰ παρὰ κενὴν δόξαν γινόμεναι. φυσικὰς καὶ ἀναγκαίας ἡγεῖται ὁ Ἐπίκουρος τὰς ἀλγηδόνος ἀπολυούσας, ὡς ποτὸν ἐπὶ δίψους· φυσικὰς δὲ οὐκ ἀναγκαίας δὲ τὰς ποικιλλούσας μόνον τὴν ἡδονήν, μὴ ὑπεξαιρουμένας δὲ τὸ ἄλγημα, ὡς πολυτελῆ σιτία· οὔτε δὲ φυσικὰς οὔτ‘ ἀναγκαίας, ὡς στεφάνους καὶ ἀνδριάντων ἀναθέσεις.                                                                                                                                                          (Κύριαι Δόξαι 29)                                                                                                                       

      

 Ο Επίκουρος διακρίνει δύο είδη ηδονής: Την “κινητική”, της παρούσας στιγμής,  αυτή που αντλείται από την διαδικασία για την ικανοποίηση της επιθυμίας, και την “καταστηματική”, αυτή που διέπεται από το λογικό, και την απολαμβάνει κανείς όταν ικανοποιεί τις φυσικές και αναγκαίες επιθυμίες του, συγχρόνως με απουσία πόνου. Προκρίνει δε την “καταστηματική ηδονή”, ως τέλος της ζωής…..

          H λέξη “τέλοςέχει διπλή σημασία, κάποιες φορές ταυτόχρονα. Έτσι σημαίνει (κυρίως) σκοπό στόχο, αλλά και κατακλείδα – πέρας, όταν η έρευνα του θέματος καταλήγει εκεί.    

        Άλλωστε, μόνο η αδιάλειπτη, δηλ. η μόνιμου χαρακτήρα ηδονική κατάσταση, η  απαλλαγμένη από φόβους και δεισιδαιμονίες, εξαιτίας της γνώσης των πραγματικών αιτιών των φυσικών φαινομένων, απολυτρώνει τον άνθρωπο από την ταραχή και φέρνει στη ψυχή του γαλήνη και αταραξία.  

        Η αταραξία της ψυχής, είναι η κατάσταση όπου οι εύλογες, φυσικές και αναγκαίες επιθυμίες του ανθρώπου είναι ικανοποιημένες, μάλιστα αυτό δεν είναι τόσο δύσκολο, διότι….. το αγαθόν εύκτητον”/ “Τετραφάρμακος”). Έτσι, ο άνθρωπος, αόχλητος, γαληνεύει.

       Υπ’ όψιν, η αταραξία δεν αντιστοιχεί στην απάθεια των Στωικών, ούτε στην αθαμβία (την κατάσταση να μην να “θαμπώνεται” κανείς με τα  ανεξήγητα που βλέπει) του Δημόκριτου, αλλά αφορά την (ψυχική) υγεία του οργανισμού, ένα θέμα που αναγνωρίζεται ως κορυφαίο στον Επικουρισμό…

        Ο ατάραχος γαληνεύει, μη οχλούμενος ούτε απ’ τον ίδιο και ούτε από άλλους…… «Ὁ ἀτάραχος ἑαυτῷ καὶ ἑτέρῳ ἀόχλητος»                                                                                                                                               (Επ. Προσφώνησις 79)

      Ο Επίκουρος ως ανώτερες ηδονές θεωρεί τις πνευματικές, δηλ. αυτές της ψυχής…. («Μείζονας ηδονάς είναι τας της ψυχής»), ωστόσο, δεν θα ήταν ειλικρινής, μάλλον υποκριτική σεμνοτυφία θα έδειχνε, εάν υποτιμούσε και τις σωματικές ηδονές, οι οποίες έντονα και αναπόδραστα συνδέονται με τη φύση μας και είναι απολύτως απαραίτητες στη σωματική  και ψυχική υγεία - συναισθηματική ισορροπία μας.

       «…. Διότι δεν μπορώ να εννοήσω σε τι συνίσταται το αγαθόν, αν εξαιρέσω τις ηδονές που προέρχονται από τα γεύματα, τις γενετήσιες πράξεις, τα ακροάματα, τα εικαστικά…».

       «Οὐ γὰρ ἔγωγε ἔχω τί νοήσω τἀγαθόν, ἀφαιρῶν μὲν τὰς διὰ χυλῶν ἡδονάς, ἀφαιρῶν δὲ τὰς δι' ἀφροδισίων καὶ τὰς δι' ἀκροαμάτων καὶ τὰς διὰ μορφῆς…..».                                                                                                        (Δ.Λ. Χ, 6)

  

       Άλλωστε,…… «Αν οι πράξεις των ασώτων που φέρνουν σ’ αυτούς ηδονές, έδιωχναν τους φόβους που μας κάνουν όλους μας να νοιαζόμαστε και για τα ανεξήγητα στον ουρανό και για τον θάνατο και για τους πόνους, κι’ αν μας δίδασκαν τα όρια των επιθυμιών, τότε δεν θα μπορούσαμε να τους κατηγορήσουμε ποτέ για κάτι, επειδή θα ικανοποιούσαν από παντού τις ηδονές και από πουθενά δεν θα είχαν τον πόνο ή την λύπη, που αυτό ακριβώς είναι το κακό».

      «Εἰ τὰ ποιητικὰ τῶν περὶ τοὺς ἀσώτους ἡδονῶν ἔλυε τοὺς φόβους τῆς διανοίας τούς τε περὶ μετεώρων καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων, ἔτι τε τὸ πέρας τῶν ἐπιθυμιῶν ἐδίδασκεν, οὐκ ἄν ποτε εἴχομεν ὅ τι μεμψαίμεθα αὐτοῖς πανταχόθεν ἐκπληρουμένοις τῶν ἡδονῶν καὶ οὐθαμόθεν οὔτε τὸ ἀλγοῦν οὔτε τὸ λυπούμενον ἔχουσιν, ὅπερ ἐστὶ τὸ κακόν».            

                                                                                                                                                                               (Κύριαι Δόξαι 10)                 

     Για τον Επίκουρο, απαραίτητη προϋπόθεση της ευδαιμονίας είναι η φρόνηση….. Η  φρόνηση είναι όχι μόνον αχώριστη από τις άλλες αρετές, αλλά αυτές από τη φρόνηση απορρέουν, και επειδή η φρόνηση διδάσκει «τὸ ζῆν ἡδέως», έπεται ότι η αρετή και η ευδαιμονία είναι -αχώριστα- σύμφυτες…….

            Οι Στωικοί πίστευαν ότι η αρετή από μόνη της αρκεί για την ευδαιμονία…. όμως, τελείως διαφορετικό είναι το περιεχόμενο των εννοιών της “αρετής” και της  “ευδαιμονίας” στις φιλοσοφίες των Επίκουρου και Ζήνωνα…..

      «……Γι’ αυτό είναι πολυτιμότερη από την φιλοσοφία η φρόνηση, από την οποία απορρέουν και οι υπόλοιπες άλλες αρετές, και είναι αυτή που διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ευχάριστα αν η ζωή του δεν έχει φρόνηση, ομορφιά και δικαιοσύνη, και ούτε πάλι μπορεί να έχει η ζωή του φρόνηση ομορφιά και δικαιοσύνη αν δεν έχει ευχαρίστηση. Γιατί…… οι αρετές έχουν την ίδια φύση με την ευδαιμονία (ζῆν ἡδέως), και η ευχάριστη ζωή δεν ξεχωρίζει από αυτές».

            «διὸ καὶ φιλοσοφίας τιμιώτερον ὑπάρχει φρόνησις, ἐξ ἧς αἱ λοιπαὶ πᾶσαι πεφύκασιν ἀρεταί, διδάσκουσα ὡς οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως, <οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως> ἄνευ τοῦ ἡδέως· συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως, καὶ τὸ ζῆν ἡδέως τούτων ἐστὶν ἀχώριστον».

                                                                                                                                                           (Επιστολή προς Μενοικέα, 132)

     Ο Επίκουρος φτάνει μέχρι του σημείου να θεωρεί ότι ο σοφός άνθρωπος «…..πιστεύει τελικά ότι είναι καλύτερα να ατυχήσει σε κάτι που σκέφτηκε σωστά, παρά να ευτυχήσει χωρίς να έχει συλλογισθεί, γιατί είναι καλύτερο τα ανθρώπινες πράξεις να αποτύχει εκείνο που επιλέχθηκε σωστά, παρά να επιτύχει από ευνοϊκή τύχη εκείνο που κακώς επιλέχθηκε»…

       «……κρεῖττον εἶναι νομίζοντος εὐλογίστως ἀτυχεῖν ἢ ἀλογίστως εὐτυχεῖν· βέλτιον γὰρ ἐν ταῖς πράξεσι τὸ καλῶς κριθὲν <μὴ> ὀρθωθῆναι διὰ ταύτην»                                                                                      (Επιστολή τα Μενοικέα, 135)

       Ο σοφός, φθάνοντας στην κορυφή έχει βρει τεράστιο θησαυρό αυτάρκειας. Ασύγκριτος από πάσης απόψεως, δεν προσλαμβάνει πλέον, παρά μόνον προσφέρει.

       «Ὁ σοφὸς εἰς τὰ ἀναγκαῖα συγκριθεὶς μᾶλλον ἐπίστασαι μεταδιδόναι ἡ μεταλαμβάνειν τηλικοῦτον αὐταρκείας εὑρὲ θησαυρόν».                                                                                                                                    (Επ. Προσφώνησις 44)

       Ο δε σεβασμός, που εύλογα δικαιούται ο σοφός, τιμά πρωτίστως (συνιστά ἀγαθὸν μέγα) εκείνον που τον σέβεται….. «Ο του σοφοῦ σεβασμός ἀγαθὸν μέγα τῷ σεβομένω ἐστί».                                       (Επ. Προσφώνησις 32)

 

         Η ηδονή, λοιπόν, συνιστά την αρχή και το τέλος (σκοπό) της ευτυχισμένης ζωής. Η ευδαιμονία έγκειται, ή και ταυτίζεται με την ηδονή. Και το πιο πάνω αξίωμα αποτελεί θεμελιώδες Επικούρειο δόγμα, αφού αποβλέπει στο σπουδαιότερο από τα ανθρώπινα ζητήματα, δηλ. “εις την του όλου βίου μακαριότητα. 

        Η πιο πάνω βασική θέση τονίζεται από τον Επίκουρο επανειλημμένα, με σαφήνεια, σε όλους τους τόνους και με κάθε ευκαιρία. Μάλιστα, μετά το πλήρες ξεκαθάρισμα των εννοιών της ηδονής και της ευδαιμονίας, συνιστά και την πιο χαρακτηριστική διαφορά του Επικουρισμού έναντι όλων των άλλων φιλοσοφικών δογμάτων, στο ηθικό πεδίο. Πρέπει, επομένως, να ασχολούμαστε με πράγματα που φέρνουν ευδαιμονία, γιατί όταν την έχουμε, έχουμε τα πάντα, ενώ σαν λείπει κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε…..

       «…..μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴ περ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν…..».                                                                                                     (Προς Μενοικέα, 122)

        ….αλλά και διότι η ανθρώπινη ευδαιμονία αυξάνει με την προσθήκη ηδονών (και μειώνεται όταν αφαιρούνται), σε αντίθεση με την ακρότατη θεϊκή ευδαιμονία που δεν επιδέχεται μεταβολή…..

      «…… Τὴν εὐδαιμονίαν διχῆ νοεῖσθαι, τήν τε ἀκροτάτην, οἵα ἐστὶ περὶ τὸν θεόν, ἐπίτασιν οὐκ ἔχουσαν· καὶ τὴν <κατὰ ταὴν> προσθήκην καὶ ἀφαίρεσιν ἡδονῶν».                                                                         (Προς Μενοικέα, 121)

 

        Διότι,……. «Όταν τα λέμε ότι η ηδονή είναι ο σκοπός (της ζωής), δεν εννοούμε τα ηδονές των ασώτων και αυτές που συνίστανται στην αισθησιακή απόλαυση, όπως νομίζουν μερικοί από άγνοια και διαφωνούν, ή είναι κακώς πληροφορημένοι, αλλά εννοούμε να μην πονά το σώμα και να μην ταράσσεται η ψυχή.

        Γιατί, την ευχάριστη ζωή, δεν την γεννούν τα ποτά και οι συνεχείς διασκεδάσεις, ούτε οι απολαύσεις αγοριών και γυναικών, ούτε ψαριών και των άλλων εδεσμάτων που προσφέρουν τα πολυτελή τραπέζια, αλλά ο νηφάλιος λογισμός, που ερευνά τις αιτίες για κάθε προτίμηση ή αποφυγή και διώχνει τις δοξασίες από τις οποίες προέρχεται η μεγαλύτερη ταραχή που καταλαμβάνει τα ψυχές μας».

              «…Ὅταν οὖν λέγωμεν ἡδονὴν τέλος ὑπάρχειν, οὐ τὰς τῶν ἀσώτων ἡδονὰς καὶ τὰς ἐν ἀπολαύσει κειμένας λέγομεν, ὥς τινες ἀγνοοῦντες καὶ οὐχ ὁμολογοῦντες ἢ κακῶς ἐκδεχόμενοι νομίζουσιν, ἀλλὰ τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψυχήν. οὐ γὰρ πότοι καὶ κῶμοι συνείροντες οὐδ’ ἀπολαύσεις παίδων καὶ γυναικῶν οὐδ’ ἰχθύων καὶ τῶν ἄλλων ὅσα φέρει πολυτελὴς τράπεζα τὸν ἡδὺν γεννᾷ βίον, ἀλλὰ νήφων λογισμὸς καὶ τὰς αἰτίας ἐξερευνῶν πάσης αἱρέσεως καὶ φυγῆς καὶ τὰς δόξας ἐξελαύνων ἐξ ὧν πλεῖστος τὰς ψυχὰς καταλαμβάνει θόρυβος.                                                                                    

                                                                                                                                                                                 (Επ.Μ.130-131)

 

9.11) Αυτάρκεια και λιτότητα βίου

       

«Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο, ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή τα θάλασσας. Τίποτα άλλο».                          Ν. Καζαντζάκης, «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»

                                                                                 

        Για  την ανθρώπινη ευδαιμονία, για μια ζωή χωρίς  να πονά το σώμα και να ταράσσεται η ψυχή, ο Επίκουρος συνιστά αυτάρκεια και λιτότητα, διότι έτσι καρπωνόμαστε το μεγάλο αγαθό τα ελευθερίας:  

        «Τῆς αὐταρκείας καρπὸς μέγιστος ἐλευθερία».                           (Επικούρου Προσφώνησις 77)                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                

                                                                                                                                               

        Άλλωστε, μας το λέει η ίδια η φύση μας:

             «Σαρκὸς φωνῇ τὸ μὴ πεινῆν, τὸ μὴ διψῆν, τὸ μὴ ῥιγουν ταὐτὰ γὰρ ἔχων τις καὶ ἐλπίζων ἕξειν κἀν <Διὶ> ὑπὲρ εὐδαιμονίας μαχέσαιτο».                                                 (Επ. Προσφ. 33)

 

        Από την άλλη πλευρά, η απόκτηση πλούτου έχει βαρύ τίμημα και δεν συνάδει με την ελευθερία του ανθρώπου, αφού…..  «Σε ελεύθερο βίο δεν μπορείς ν’ αποκτήσεις χρήματα πολλά. Διότι αυτή η κατάσταση (η απόκτηση πλούτου) δεν είναι εύκολη, χωρίς να υπηρετήσεις τον όχλο ή τους δυνάστες, αφού όλα αυτά αποκτώνται με τέτοιους τρόπους, συνεχώς».

       «Ελεύθερος βίος οὔ δυναταὶ κτήσαθαι χρήματα πολλὰ διὰ τὸ πρᾶγμα μὴ ῥᾴδιον εἶναι χωρὶς θητείας ὄχλων ἤ δυναστῶν, ἀλλὰ συνέχει δαψιλείᾳ πάντα κέκτηται».                                                                               (Επ. Προσφ. 67)

       Η ανθρώπινη πλεονεξία - βαρέλι δίχως πάτο - δεν ικανοποιείται με τίποτα, μάλιστα για εκείνον που θεωρεί λίγο το αρκετό, τίποτε δεν είναι αρκετό…… «Οὐδὲν ἱκανὸν ὦ ὀλίγον ἱκανόν».      (Επ. Προσφ. 68)

      Ο Ιωάννης Στοβαίος (5ος αι. μ.Χ.) διέσωσε και το πιο κάτω χαρακτηριστικό Επικούρειο απόσπασμα (III XVII 23) ……

       «Αν θες να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή, μην του δίνεις χρήματα, αφαίρεσέ του επιθυμίες».    

      Από τη συλλογή: «Επικούρου Προσφώνησις»:

-  Η άδικη φιλαργυρία είναι ασέβεια, αλλά και η δίκαιη είναι αισχρή. Γιατί συνιστά απρέπεια να φέρεσαι με ευτελείς τρόπους ακόμη και αν τα το δίκιο με το μέρος σου. 

       «Φιλαργυρεῖν ἄδικα μὲν ἀσεβεῖς, δικαία δὲ αἰσχρὸν ἀπρεπὲς γὰρ ῥυπαρῶς φείδεσθαι καὶ μετὰ τοῦ δικαίου».                   

                                                                                                                                                              (Επ. Προσφ. 43)

-  Δεν χρειάζεται ν’ απαξιώνουμε αυτά που έχουμε ήδη, από την επιθυμία όσων δεν έχουμε, αλλά να σκεφτόμαστε ότι κι’ αυτά που έχουμε, κάποτε τα λαχταρούσαμε.                                                                 

                    «Οὐ δεῖ λυμαίνεσθαι τὰ παρόντα τῶν ἀπόντων ἐπιθυμία ἀλλ΄ ἐπιλογίζεσθαι ὅτι καὶ ταὐτὰ 

                τῶν εὐκταίων ἤν».                                                                                                                            (Επ. Προσφ. 34)

 

 Από την επιστολή τα Μενοικέα (130-131):

      «Και θεωρούμε την αυτάρκεια μεγάλο αγαθό, όχι για να χρησιμοποιούμε τα λίγα, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα όταν δεν έχουμε τα πολλά, έχοντας την πεποίθηση ότι απολαμβάνουν πολύ ευχάριστα την πολυτέλεια αυτοί που την χρειάζονται λιγότερο και ότι κάθε τι που είναι φυσικό αποκτιέται εύκολα, ενώ κάθε τι που είναι μάταιο αποκτιέται δύσκολα. Και οι λιτές τροφές προσφέρουν ίση ηδονή με τα πολυτελή γεύματα, όταν εξαλείφουν τελείως όλο τον πόνο που προέρχεται από την έλλειψη, και το ψωμί και το νερό προκαλούν την πιο δυνατή ηδονή σ’ αυτόν που τα γεύεται αφού έχει νοιώσει την ανάγκη τα. Το να συνηθίζει λοιπόν κανείς στην απλή διατροφή και όχι στην πολυτελή διατροφή, και εξασφαλίζει την υγεία και κάνει τον άνθρωπο ακούραστο τα αναγκαίες ενασχολήσεις τα ζωής του και τα κάνει να νοιώθουμε πιο ευχάριστα όταν, κατά διαστήματα, πηγαίνουμε σε πολυτελή γεύματα, και τα προετοιμάζει να μην φοβόμαστε τα εναλλαγές τα τύχης……».

        «καὶ τὴν αὐτάρκειαν δὲ ἀγαθὸν μέγα νομίζομεν, οὐχ ἵνα πάντως τοῖς ὀλίγοις χρώμεθα, ἀλλ’ ὅπως ἐὰν μὴ ἔχωμεν τὰ πολλά, τοῖς ὀλίγοις χρώμεθα, πεπεισμένοι γνησίως ὅτι ἥδιστα πολυτελείας ἀπολαύουσιν οἱ ἥκιστα ταύτης δεόμενοι, καὶ ὅτι τὸ μὲν φυσικὸν πᾶν εὐπόριστόν ἐστι, τὸ δὲ κενὸν δυσπόριστον. Οἵ τε λιτοὶ χυλοὶ ἴσην πολυτελεῖ διαίτῃ τὴν ἡδονὴν ἐπιφέρουσιν ὅταν ἅπαν τὸ ἀλγοῦν κατ’ ἔνδειαν ἐξαιρεθῇ· καὶ μᾶζα καὶ ὕδωρ τὴν ἀκροτάτην ἀποδίδωσιν ἡδονὴν ἐπειδὰν ἐνδέων τα αὐτὰ προσενέγκηται.  Τὸ συνεθίζειν οὖν ἐν ταῖς ἁπλαῖς καὶ οὐ πολυτελέσι διαίταις καὶ ὑγιείας ἐστὶ συμπληρωτικὸν καὶ πρὸς τὰς ἀναγκαίας τοῦ βίου χρήσεις ἄοκνον ποιεῖ τὸν ἄνθρωπον καὶ τοῖς πολυτελέσιν ἐκ διαλειμμάτων προσερχομένους κρεῖττον ἡμᾶς διατίθησι καὶ πρὸς τὴν τύχην ἀφόβους παρασκευάζει.….».                       

                                                                                                                                                              (Επ.Μ.130-131)

      Τι πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε στη ζωή; 

       «Να γελάμε, πρέπει, συνάμα να φιλοσοφούμε και ν’ ασχολούμαστε με τα του οίκου μας, και καθόλου να μην λησμονούμε τις συμβουλές της σωστής φιλοσοφίας».

        «Γελᾶν ἅμα δεῖ καὶ φιλοσοφεῖν καὶ οἰκονομεῖν καὶ τοῖς λοιποῖς οἰκειώμασι χρῆσθαι καὶ μηδαμῇ λήγειν τὰς ἐκ τῆς ὀρθῆς φιλοσοφίας φωνὰς ἀφιέντας».                                                                                 (Επ. Προσφ. 41)

 

 

 

 

Κεφ. 10)  Πολιτική

10.1) HΠολιτική” στον Αριστοτέλη

 

       Ο Αριστοτέλης ξεχωρίζει την Πολιτική, σαν την ανώτατη από τις πρακτικές επιστήμες. Πρακτικές επιστήμες είναι αυτές που αποσκοπούν στη γνώση -όχι σαν γνώση- αλλά ως γνώμονα συμπεριφοράς (Βλ. κεφ. 1, το διαχωρισμό των επιστημών σε θεωρητικές – πρακτικές – ποιητικές). Την “Ηθική”, ως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο μας, εξετάζει όχι χωριστά, αλλά σαν μέρος της Πολιτικής.  

       Η Πολιτική”, ως υπέρτερη όλων των πρακτικών τομέων γνώσης, ορίζει ποιες επιστημονικές (τεχνικές) έρευνες πρέπει να γίνουν και από ποιους, τι πρέπει να κάνουμε και τι να αποφεύγουμε, κ.ά., επομένως η “Πολιτική” είναι εκείνη που στοχεύει στο αγαθό. Και,  μικρό πράγμα δεν  είναι η επιδίωξη και κατάκτηση του αγαθού ακόμα κι από ένα μόνο άτομο, όμως για τα  έθνη και τις πόλεις γίνεται πιο ωραίο και πιο θεάρεστο……

       «…… Και όλοι θα συμφωνήσουν πως είναι η κυριότατη από τις αρχιτεκτονικές επιστήμες, τέτοια φαίνεται να είναι η “Πολιτική”, αφού αυτή ορίζει ποιές τέχνες πρέπει να καλλιεργούνται σε μια πόλη, ποιές να μαθαίνει ο καθένας και ως ποιο βαθμό· βλέπουμε επίσης ότι από τις διάφορες ασχολίες, αυτές που συγκεντρώνουν την πιο μεγάλη εκτίμηση, υπάγονται σ᾽ αυτήν, όπως  η στρατηγική, η οικονομία, η ρητορική. Δεδομένου δε ότι η πολιτική χρησιμοποιεί τις υπόλοιπες πρακτικές επιστήμες, ακόμα ότι η πολιτική νομοθετεί τί πρέπει να κάνουμε και τί να αποφεύγουμε, ο σκοπός της πρέπει να εμπεριέχει τους σκοπούς όλων των άλλων (επιστημών), και αυτό, ενδεχομένως, να είναι το αγαθό για τον άνθρωπο.

       Διότι, κι’ αν ακόμα είναι όμοιο για ένα άτομο και για ολόκληρη τη πόλη, το  αγαθό της πόλης εμφανίζεται, αναμφίβολα, σαν κάτι το σημαντικότερο και τελειότερο και για να το επιδιώξει κανείς και για να το διαφυλάξει. Διότι δεν είναι καθόλου λίγο να το επιζητήσει και να το πετύχει κι ένα μόνο άτομο, όμως, για τα έθνη και τις πόλεις γίνεται πιο ωραίο και πιο θεάρεστο. Αυτοί λοιπόν είναι οι στόχοι της πραγματείας μας αυτής (“Ηθικά Νικομάχεια”), η οποία, κατά κάποιον τρόπο, ανήκει στον χώρο της Πολιτικής…..».

          «Δόξειε δ᾽ ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ᾽ ἡ πολιτικὴ φαίνεται· τίνας γὰρ εἶναι χρεὼν τῶν ἐπιστημῶν ἐν ταῖς πόλεσι, καὶ ποίας ἑκάστους μανθάνειν καὶ μέχρι τίνος, αὕτη διατάσσει· ὁρῶμεν δὲ καὶ τὰς ἐντιμοτάτας τῶν δυνάμεων ὑπὸ ταύτην οὔσας, οἷον στρατηγικὴν οἰκονομικὴν ῥητορικήν· χρωμένης δὲ ταύτης ταῖς λοιπαῖς [πρακτικαῖς] τῶν ἐπιστημῶν, ἔτι δὲ νομοθετούσης τί δεῖ πράττειν καὶ τίνων ἀπέχεσθαι, τὸ ταύτης τέλος περιέχοι ἂν τὰ τῶν ἄλλων, ὥστε τοῦτ᾽ ἂν εἴη τἀνθρώπινον ἀγαθόν. εἰ γὰρ καὶ ταὐτόν ἐστιν ἑνὶ καὶ πόλει, μεῖζόν γε καὶ τελειότερον τὸ τῆς πόλεως φαίνεται καὶ λαβεῖν καὶ σῴζειν· ἀγαπητὸν μὲν γὰρ καὶ ἑνὶ μόνῳ, κάλλιον δὲ καὶ θειότερον ἔθνει καὶ πόλεσιν. ἡ μὲν οὖν μέθοδος τούτων ἐφίεται, πολιτική τις οὖσα».

                                                                                                                                            (“Ηθικά Νικομάχεια” 1094 a 30-32, b 1-14)

     Τα Πολιτικά, φημισμένο έργο του Αριστοτέλη, με πλήθος ιστορικών πληροφοριών και με οξυδερκείς παρατηρήσεις, αποτελείται από 8 βιβλία. Πρόκειται για πραγματείες που αφορούν την οικία (πρόδρομο της πόλης),  το ίδιο το κράτος και τον πολίτη, τα αξιολογότερα υπαρκτά πολιτεύματα, τις ιδανικές πολιτείες-κράτη, ως και τα κατώτερα πολιτεύματα, καθώς και τα μέσα που χρησιμοποιούν διεφθαρμένες μορφές διακυβέρνησης.

         …. Σε Βρετανικά κολλέγια (Oxford, Cambridge, Trinity κ.ά.) δεν υπήρχε περίπτωση να πάρεις πτυχίο, ακόμα, να γίνεις εταίρος και να ‘χεις  δικαίωμα….. να πατάς ατιμώρητα τη χλόη του campus!.... αν δεν ήξερες απ’ έξω κι’ ανακατωτά τα “Πολιτικά” του Αριστοτέλη! 

      Στα “Πολιτικά”, ο Αριστοτέλης αναφέρεται, επίσης, στη δουλεία και την κτητική χρηματιστική, ενώ τα πολιτεύματα κατατάσσονται, και γίνεται λόγος για τη παθολογία τους. Το έργο αυτό, υπάγεται στις πρακτικές-εφαρμοσμένες επιστήμες, όμως, μέσα σ’ αυτό προβάλλεται και η όλη φιλοσοφική ιδεολογία του συγγραφέα. Ο Σταγειρίτης και εδώ χρησιμοποιεί μέθοδο έρευνας και μελέτης που είναι σε μεγάλο βαθμό επαγωγική (η από κάτω προς τα πάνω, η από το μέρος στο όλο),  θεωρώντας δεδομένη την προτεραιότητα του όλου έναντι του μέρους. Οι εκφραζόμενες πολιτικές απόψεις του, εν γένει, στηρίζονται σε μεταφυσικές ή ηθικές έννοιες και θεωρίες, απόρροιες του ευρύτερου θεωρητικού του συστήματος.

     Αφού κάθε κοινωνία αποσκοπεί σε κάποιο αγαθό, το κράτος, ως υπέρτατη και καθολικότερη μορφή κοινωνίας, πρέπει να αποσκοπεί στο υπέρτατο αγαθό…… Ας μην μας διαφεύγει ότι για κάθε πράγμα στο κόσμο, ο Αριστοτέλης αναζητά το σκοπό της ύπαρξης του,  η δε ερμηνεία όλων, όσα υπάρχουν, δεν πρέπει να αναζητείται στην αρχή της ανάπτυξής τους, αλλά στην τελική μορφή, προς την οποίαν αυτή κατατείνει.

                                                                                                                                                          (βλ. κεφ. 4, Τελολογία)

      Κράτος, για τον Σταγειρίτη, σαν η ανώτερη μορφή πολιτικής ζωής, είναι η ελληνική πόλις – κράτος. Θεωρεί δεδομένο ότι σε μια μικρή κοινότητα οι άνθρωποι ζουν πιο ολοκληρωμένα,  οι πολίτες γνωρίζονται μεταξύ τους και συμμετέχουν στις διαδικασίες άρχειν και άρχεσθαι.  Ασφαλώς, υπήρχαν οι συμμαχίες, ή συμπολιτείες, της Αθήνας, της Σπάρτης, κ.ά. πόλεων, όμως στα “Πολιτικά” δεν αναφέρονται. Ίσως, δεν λαμβάνονταν σοβαρά το ενδεχόμενο της επιβολής ενός λαού πάνω σε άλλους, εκτεταμένα και μόνιμα.

      Κατά τον Αριστοτέλη, την δημιουργία των κοινωνιών ωθούν τα δύο βασικά ένστικτα του ανθρώπου, της αναπαραγωγής και της αυτοσυντήρησης. Υπ’ αυτήν την έννοια, η κοινωνία αποτελεί ένα δημιούργημα της φύσης, χωρίς να παραγνωρίζεται ότι κατασκευάστηκε με την ανθρώπινη βούληση, αφού ο άνθρωπος είναι -εκ φύσεως- “ζώο πολιτικό”.  Ο άπολις, δηλ. αυτός που δεν ζει σε πόλη, ή δεν του χρειάζεται επειδή είναι αυτάρκης, είναι είτε θεός, είτε άγριο θηρίο. Η μικρότερη δυνατή κοινωνία είναι τα τρία άτομα μιας οικογένειας (“Οικία), ένωση που επιβάλλεται κατά φύσιν, για την ικανοποίηση των καθημερινών αναγκών.

      Το επόμενο στάδιο κοινωνίας είναι η “κώμη, που απαρτίζεται από περισσότερες οικογένειες και εξυπηρετεί ανάγκες που υπερβαίνουν τις καθημερινές και σ’ ένα μεγαλύτερο φάσμα αναγκών, λόγω του μεγαλύτερου καταμερισμού εργασίας που επιτυγχάνει. Επίσης εξασφαλίζει πληρέστερη προστασία από τυχόν επιθέσεις άλλων ανθρώπων ή ζώων. Η συνένωση περισσότερων κωμών σε μια ολοκληρωμένη κοινότητα, ικανή ώστε να είναι και  αυτάρκης, διασφαλίζει στα μέλη της όχι μόνον το ζην, αλλά και το ευ ζην, της ευζωίας να περιλαμβάνει ηθική και πνευματική δραστηριότητα.

 

10.2) Η δουλεία στον Αριστοτέλη

 

       Μελανό” σημείο στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη, αποτελούν οι απόψεις του για την δουλεία. Υπάρχει, βέβαια, η δικαιολογία ότι τέτοιες αντιλήψεις ήταν συνηθισμένες στην αρχαιότητα, μάλιστα στη μετέπειτα Ρωμαϊκή περίοδο εξελίχθηκαν πολύ χειρότερα. Πάντως, η Αριστοτελική μεγαλοφυία θα μπορούσε να είχε εκφραστεί ηπιότερα και συμπαθέστερα γι’ αυτόν, τον ντροπιαστικό για τους ανθρώπους θεσμό.  Ο Αριστοτέλης διερευνά την άποψη σύμφωνα με την οποίαν η εξουσία πάνω στους δούλους (δεσποτεία) εναρμονίζεται με την πολιτική εξουσία, ως απόρροια της φυσικής εξουσίας που ασκούν οι ανώτεροι στους κατώτερους, έναντι της άλλης αντίθετης άποψης ότι η δουλεία στηρίζεται σ’ ένα παρά την  φύση θεσμό, επομένως είναι άδικη. Ο Σταγειρίτης, αν και -σαν μέτοικος που είναι στην Αθήνα- γνωρίζει καλά ο ίδιος από κοινωνικές διακρίσεις και αδικίες, περιγράφει τον δούλο να είναι ένα άβουλο-υποταγμένο ον, ένα εργαλείο προς εξυπηρέτηση της ευημερίας των αφεντάδων του, ένα «έμψυχο κτήμα». Τον θέλει να έχει το ρόλο ενός οργάνου πίσω από τα όργανα, δηλ. ως υπηρέτης που δεν λειτουργεί  σαν όργανο  παραγωγής (ποιητικόν), αλλά χρησιμοποιείται (βοηθητικά) σε όλες τις δουλειές (πρακτικόν).

                   «Κτῆμά τι ἔμψυχον, καί ὥσπερ ὄργανον πρό ὀργάνων πᾶς ὑπηρέτης»                      

                                                                                                                                                      (“Πολιτικά”1253 b 36-38)

              Στο ζήτημα, κατά πόσον υπάρχουν άτομα, προορισμένα εκ φύσεως για την υποτιμητική θέση του δούλου στη κοινωνία, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι παντού στη φύση υπάρχει η αντίθεση του ανώτερου προς τον κατώτερο, η φύση έχει την τάση να δημιουργεί διακρίσεις, ακόμα και ανάμεσα στους ανθρώπους.

       Έτσι, ορισμένοι άνθρωποι είναι φύσει ελεύθεροι και άλλοι φύσει δούλοι. Όσον αφορά την ψυχή-νου του “φύσει δούλου”, ο Αριστοτέλης άλλοτε υποστηρίζει ότι αυτός διαθέτει κάποιες πνευματικές δυνάμεις, άλλοτε όμως ότι στερείται τέτοιων δυνάμεων παντελώς και προτάσσει κατηγορηματική θέση σύμφωνα με την οποίαν: 

        Ο “φύσει δούλος” απολύτως δεν διαθέτει την νοητική αντίληψη, δηλ. την ικανότητα του διαλογίζεσθαι……. Στη συνέχεια, για την γυναίκα, λέει, πως έχει μεν νοητική αντίληψη αλλά δεν έχει εγκυρότητα, για το παιδί ότι δεν είναι ώριμη ( αναπτυγμένη)…..

       «….. ὁ μέν γάρ δοῦλος ὅλως οὐκ ἔχει τό βουλευτικόν, το δε θήλυ έχει μεν αλλά άκυρον, ο δε παις έχει μεν αλλά ατελές»                               

                                                                                                                                                                                  (“Πολιτικά”1260 a 13-15)

      Η εξουσία που πρέπει να ασκεί ο κύριος απέναντι στον δούλο είναι η δεσποτική, ο σύζυγος απέναντι στην συμβία του πολιτική, του πατέρα πάνω στα παιδιά βασιλική. Φανερό, η σκέψη του Αριστοτέλη διέπεται από τη λογική ότι, η ανωτερότητα (κατά την αρετή)  δίνει το δικαίωμα στον ενάρετο και να ασκεί εξουσία, κι’ αυτό να θεωρείται δίκαιο, παρ’ όλο που μια σχέση, για να θεωρείται δίκαιη, πρέπει να στηρίζεται στην αμοιβαία αποδοχή και την καλή θέληση.

      Την δουλεία, ως πανάρχαιο θεσμό που προέκυψε από ανάγκη της κοινωνίας, πιστεύει ότι οφείλουμε να εκτιμούμε και επιτυχώς να διαχειριζόμαστε. Η δουλεία, που προκύπτει από τη φυσική κατωτερότητα, λειτουργεί προς το συμφέρον όχι μόνο του κυρίου, αλλά και του δούλου (ως ανίσχυρου-ανίκανου όντος). Και μιάς και συμπίπτουν τα συμφέροντα κυρίου και δούλου, ο πρώτος δεν πρέπει να κάνει κατάχρηση της εξουσίας του, δηλ. δεν πρέπει μόνο να διατάζει, αλλά και να νουθετεί και να φέρεται φιλικά στο δούλο του.

       Επίσης, όπως μεταξύ άρχοντα και αρχομένου η ανάπτυξη φιλίας είναι αδύνατη μιας και  δεν υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ τους, το ίδιο συμβαίνει και σε σχέση με τον δούλο. Με την ιδιότητα του δούλου, δεν υπάρχει φιλία· μπορεί όμως να αναπτυχθεί φιλία με δούλο ως άνθρωπο….. 

 

               «……Διότι εκεί όπου άρχοντας και αρχόμενος δεν έχουν κανένα κοινό στοιχείο, δεν υπάρχει και φιλία· ούτε σχέση δικαίου, μόνο μια σχέση σαν αυτήν που υπάρχει ανάμεσα στον τεχνίτη και στο εργαλείο, ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα, ανάμεσα στο αφεντικό και στον δούλο. Απολαμβάνουν μεν αυτά τη φροντίδα εκείνου που τα χρησιμοποιεί, φιλία όμως δεν μπορεί να υπάρξει με τα άψυχα πράγματα, ούτε και δικαιοσύνη. Αλλ’ ούτε και με ένα άλογο ή με ένα βόδι, ούτε με έναν δούλο ως δούλο· γιατί εδώ δεν υπάρχει κανένα κοινό· ο δούλος δεν είναι παρά ένα έμψυχο εργαλείο, και το εργαλείο ένας άψυχος δούλος. Με τον δούλο λοιπόν ως δούλο δεν υπάρχει φιλία· υπάρχει όμως με τον δούλο ως άνθρωπο.

      Κατά την κοινή, πράγματι, αντίληψη υπάρχει κάποια σχέση δικαίου ανάμεσα σε έναν οποιονδήποτε άνθρωπο και σ’ έναν άλλο που μπορεί να κοινωνεί μαζί του με νόμους και συμφωνίες· Επομένως, μπορεί να υπάρξει και φιλία, εφόσον πρόκειται περί ανθρώπου.

       Και στα τυραννικά, άρα, πολιτεύματα υπάρχουν, αλλά σε μικρό βαθμό, σχέσεις φιλίας και δικαίου, στα δημοκρατικά όμως πολιτεύματα οι σχέσεις αυτές υπάρχουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό· γιατί οι πολίτες έχουν πολλά κοινά, καθώς είναι ίσοι μεταξύ τους.       

        «……ἐν οἷς γὰρ μηδὲν κοινόν ἐστι τῷ ἄρχοντι καὶ ἀρχομένῳ, οὐδὲ φιλία· οὐδὲ γὰρ δίκαιον· οἷον τεχνίτῃ πρὸς ὄργανον καὶ ψυχῇ πρὸς σῶμα καὶ δεσπότῃ πρὸς δοῦλον· ὠφελεῖται  μὲν γὰρ πάντα ταῦτα ὑπὸ τῶν χρωμένων, φιλία δ᾽ οὐκ ἔστι πρὸς τὰ ἄψυχα οὐδὲ δίκαιον. ἀλλ᾽ οὐδὲ πρὸς ἵππον ἢ βοῦν, οὐδὲ πρὸς δοῦλον ᾗ δοῦλος. οὐδὲν γὰρ κοινόν ἐστιν· ὁ γὰρ δοῦλος ἔμψυχον ὄργανον, τὸ δ᾽ ὄργανον ἄψυχος δοῦλος. ᾗ μὲν οὖν δοῦλος, οὐκ ἔστι φιλία πρὸς αὐτόν, ᾗ δ᾽ ἄνθρωπος· δοκεῖ γὰρ εἶναί τι δίκαιον παντὶ ἀνθρώπῳ πρὸς πάντα τὸν δυνάμενον κοινωνῆσαι νόμου καὶ συνθήκης· καὶ φιλία δή, καθ᾽ ὅσον ἄνθρωπος. ἐπὶ μικρὸν δὴ καὶ ἐν ταῖς τυραννίσιν αἱ φιλίαι καὶ τὸ δίκαιον, ἐν δὲ ταῖς δημοκρατίαις ἐπὶ πλεῖον· πολλὰ γὰρ τὰ κοινὰ ἴσοις οὖσιν».

                                                                                                                                                (“Ηθικά Νικομάχεια” 1161 a 36-39, b 1-13)

        Ο Αριστοτέλης, δίνει λεπτομερείς οδηγίες για το πώς οι δούλοι θα είναι πιο χρήσιμοι, υπάκουοι χωρίς να στασιάζουν (“προς το μηδέν νεωτερίζειν ασφαλείς”), και γιατί είναι καλό, σε όλους τους δούλους, ως έπαθλο, να προσφέρεται η ελευθερία…….  «…… ούτω γαρ αν προς τα την εργασίαν είεν χρήσιμοι και προς το μηδέν νεωτερίζειν ασφαλείς …….. τίνα δε δει τρόπον χρήσθαι δούλοις, και διότι βέλτιον πάσι τοις δούλοις άθλον προκείσθαι την ελευθερίαν».   

                                                                                                                                                                                   (“Πολιτικά” 1330 a 29-37)  

 

      Η δουλεία που προκύπτει από πολεμικές κατακτήσεις (νόμω δουλεία), ο Αριστοτέλης παραδέχεται ότι δεν είναι παραδεκτή. Κι’ αυτό όχι ένεκα των δεινών που επιφέρει ο πόλεμος, αλλά γιατί υπεροχή κατά την ισχύ δεν σημαίνει πάντα υπεροχή και κατά την αρετή, ή, η αιτία ενός πολέμου μπορεί να είναι άδικη.

      Πάντως, Έλληνες δεν πρέπει να εξανδραποδίζουν άλλους Έλληνες, χαλεποί πόλεμοι γαρ αδελφών.                                                                                                                                   

                                                                                                                                                     (“Πολιτικά”1328 a 16-17)

      Η θεωρία του Αριστοτέλη για την δουλεία δέχεται έντονη κριτική. Τη κακή εντύπωση  αμβλύνουν οι θέσεις του φιλοσόφου για τη δυνατότητα φιλίας με δούλο ως άνθρωπο, η αρνητική του άποψη για την νόμω δουλεία, δηλ. των αιχμαλώτων πολέμου, όπως και το γεγονός ότι τέτοιες αντιλήψεις ήταν κοινές στην αρχαιότητα….. έως και μέχρι την εποχή μας! 

       Ωστόσο, δεν ήταν λίγα τα φωτισμένα μυαλά, και στα χρόνια εκείνα, όπως  ο Αλκιδάμας ο Ελεάτης (4ος αι.), από την Ελαία της Αιολίδας, ρήτορας και σοφιστής, μαθητής του Γοργία (483-375), που πέρασε αρκετά χρόνια στην Αθήνα, πιστεύεται ότι ο Αισχίνης υπήρξε μαθητής του. Για τη φιλοσοφία ο Αλκιδάμας είχε επικριτική άποψη, την αποκαλούσε «ἐπιτείχισμα τῷ νόμῳ», δηλ. φράγμα στο νόμο. Κατά τον Αλκιδάμα, «ελεύθερους άφησε όλους ο θεός, κανέναν δούλο δεν έφτιαξε η φύση» / «ἐλευθέρους ἀφἢκε πάντας ὁ θεός οὐδένα δοῦλον ἡ φύσις πεποίηκεν».

                                                                                   Πληροφορίες για τον Αλκιδάμα δίνει και ο Αριστοτέλης στη Ρητορική (1406 a) 

                                                                                                                                  

10.3) H Κτητική χρηματιστική

 

       Ο Αριστοτέλης αναφέρεται, αρχικά, τον φυσικό  τρόπο απόκτησης αγαθών (κτητική κατά φύσιν), που είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία …..περιλαμβάνονται ληστεία και πειρατεία!, που καλύπτει τις βασικές ανάγκες (τροφή, ρουχισμό) της οικιακής οικονομίας. Περνώντας όμως στην οικονομία της πόλεως (πολιτική), δημιουργείται η ανάγκη χρησιμοποίησης και συσσωρευμένων αγαθών, η δε κτητική (δηλ. ο τρόπος απόκτησης αγαθών) τότε προκύπτει λόγω ανταλλακτικής, ή χρηματιστικής δραστηριότητας.

       Τον τρόπο κτήσης αγαθών, όχι δι’ ανταλλαγής με άλλα αγαθά, αλλά με χρήματα, ο Σταγειρίτης θεωρεί αφύσικο, αν και σημειώνει το πλεονέκτημα του ευβάστακτου των χρημάτων. Αφύσικη, ωσαύτως, θεωρεί και την απόκτηση πλούτου που προκύπτει όχι με αντιπραγματισμό, αλλά με εμπόριο (καπηλική).  Τον χρηματιστή θεωρεί άνθρωπο βίαιο και ο πλούτος, ολοφάνερο,  δεν είναι το ζητούμενο αγαθό, διότι επιδιώκεται (χρησιμεύει) και για χάρη άλλου αγαθού.

                 «……ὁ δὲ χρηματιστὴς βίαιός τις ἐστίν, καὶ ὁ πλοῦτος δῆλον ὅτι οὐ τὸ ζητούμενον ἀγαθόν· χρήσιμον γὰρ καὶ ἄλλου χάριν.…                                                                                                                            (“Ηθικά Νικομάχεια” 1096 a 6-7)

      Οι αντιρρήσεις του Αριστοτέλη για την χρηματιστική είναι ηθικής τάξεως, διότι μέμφεται την υπερβολική επίδειξη πλούτου. Απηχεί όμως και τη προκατάληψη των αρχαίων προγόνων μας για το εμπόριο, που το θεωρούσαν μια ανελεύθερη ενασχόληση. Ο Αριστοτέλης καταφέρεται ενάντια και στην τοκογλυφία (οβολοστατική), παρά φύσιν κτητική, με το σκεπτικό ότι το χρήμα, από τη φύση του αφύσικη επινόηση, χρησιμοποιείται σ’ αυτή τη περίπτωση ακόμα πιο αφύσικα.

        Σε άλλο σημείο του έργου του, ο Αριστοτέλης θ’ αναγνωρίσει την χρησιμότητα του εμπορίου, όσον αφορά τη κάλυψη αναγκών σε αγαθά και τη διάθεση των πλεονασμάτων.

 

10.4) Το κράτος και ο πολίτης στον  Αριστοτέλη  

       «……και η κοινωνία όμως των πολιτών χάριν του συμφέροντος θεωρείται ότι και εξ αρχής συνήλθε (συγκροτήθηκε) και εξακολουθεί να υπάρχει· Αυτό δε στοχάζονται και οι νομοθέτες και  λένε ότι δίκαιο είναι αυτό που υπηρετεί το κοινό συμφέρον…..».

                 «……καὶ ἡ πολιτικὴ δὲ κοινωνία τοῦ συμφέροντος χάριν δοκεῖ καὶ ἐξ ἀρχῆς συνελθεῖν καὶ διαμένειν· τούτου γὰρ καὶ οἱ νομοθέται στοχάζονται, καὶ δίκαιόν φασιν εἶναι τὸ κοινῇ συμφέρον.

                                                                                                                                                   (“Ηθικά Νικομάχεια” 1060 a 12-16)

       «……..συνάγεται ότι η πόλη αποτελεί μια φυσική πραγματικότητα και ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο πολιτικό…..».                                                               (“Πολιτικά”, 1253 a 1-3)

 

       Η «πόλις» έχει μεγαλύτερη αξία από την οικογένεια και η οικογένεια  έχει μεγαλύτερη αξία από το  άτομο, καθώς το όλον είναι σημαντικότερο από το μέρος.  Στην εκτενή έρευνα του θέματος (“Πολιτικά”, κ.ά. βιβλία), με μακροσκελείς - διεξοδικές αναλύσεις, ο Αριστοτέλης καταπιάνεται με (συγ)κριτική μελέτη διαφόρων προτάσεων για την ιδανική  πολιτεία. Διερευνά και τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των κάθε λογής πολιτευμάτων, προσπαθώντας να βρει το (κατά περίπτωση) ιδεώδες πολίτευμα.

      Ξεκινά  από την «Πολιτεία» του Πλάτωνα……

         Ο Πλάτων προβλέπει τρεις διακεκριμένες τάξεις: των αρχόντων, των φυλάκων και των δημιουργών, σε αντιστοιχία των τριών μερών της ψυχής: το λογιστικό  (σοφία), το θυμοειδές (ανδρεία) και το επιθυμητικό (ορμές-πάθη).

         Στις δύο πρώτες τάξεις, τις ανώτερες, των αρχόντων και των φυλάκων, ο Πλάτων καθιερώνει κοινοκτημοσύνη γυναικών - παιδιών και ακτημοσύνη.  

       Ο Σταγειρίτης κατακρίνει τις πολιτειακές απόψεις του διδασκάλου του. Ό,τι αφορά τους πάντες, λέει, τελικά δεν αφορά κανένα. Τα ιδρύματα και οι βρεφονηπιακοί σταθμοί, που προτείνει ο Πλάτωνας σε αντικατάσταση των γονέων, δεν θα παρέχουν, πιθανόν, την απαραίτητη στοργή. Στην άποψη του Πλάτωνα πως φιλόσοφοι πρέπει να είναι οι βασιλείς, σημειώνει: Δεν είναι απλά περιττό για ένα βασιλιά να είναι φιλόσοφος, αποτελεί και μειονέκτημα. Καλύτερα ένας βασιλιάς να συμβουλεύεται τους αληθινούς φιλοσόφους….”.

        Ο Αριστοτέλης, κάνει αναφορά και στον ποιητή Αναξανδρίδη, που είχε μιλήσει για πόλη που έχει πάρει μεν αποφάσεις, αλλά αδιαφορεί για την εφαρμογή τους (“ἡ πόλις ἐβούλεθ᾽, ᾗ νόμων οὐδὲν μέλει”), και  συμπληρώνει με την παρατήρηση πόσο κακό είναι η πόλη να εφαρμόζει μεν τους νόμους της, αλλά οι νόμοι της να είναι κακοί….

                                                                                                                                            (“Ηθικά Νικομάχεια” Η, 1152 a 26-27)    

       Ως προς την κοινοκτημοσύνη, ο Σταγειρίτης επισημαίνει πως συνιστά σοβαρή πηγή προστριβών, ενώ οι άνθρωποι για κάτι που τους ανήκει εργάζονται πιο αποδοτικά. Η ιδιοκτησία παρέχει την δυνατότητα αγαθοεργίας, το δε αίσθημα της ιδιοκτησίας αποτελεί πηγή ηδονής, γιατί είναι μια μορφή αγάπης προς τον εαυτό μας. Για τους λόγους αυτούς, και δεδομένου ότι ο Αριστοτέλης αποκρούει την συσσώρευση αγαθών πέραν των αναγκαίων για την επιβίωση και την ευζωία (ουσιαστικά αρνείται τη συγκέντρωση πλούτου), ο Αριστοτέλης καταλήγει να ευνοεί ένα καθεστώς με ατομική ιδιοκτησία  στη γη  και κοινή χρήση των προϊόντων ……. Ένα ιδιότυπο κράμα ατομικισμού και σοσιαλισμού. 

       Η συγκέντρωση πλούτου σ’ ένα κοινό ταμείο, λέει, προϋποθέτει να καταπολεμηθεί η  φιλαυτία και να αναπτυχθεί η παιδεία, ώστε να εκλείψει η πλεονεξία των πονηρών φύσεων.

      

       Ο Αριστοτέλης προβληματίζεται ποιος και τι ακριβώς είναι ένας πολίτης: Ο τόπος δεν τον καθορίζει, αφού στον ίδιο τόπο συγκατοικούν μέτοικοι και δούλοι. Ούτε το δικαίωμα του ενάγειν και ενάγεσθαι, αφού αυτό  δυνατόν, με συνθήκη, να το έχουν και μέτοικοι. Ούτε καν η καταγωγή είναι ασφαλές κριτήριο, διότι πρέπει να γίνει αναγωγή σε πολλές γενεές ανιόντων με αβέβαια αποτελέσματα. Από την πολιτική ζωή ο Σταγειρίτης εξαιρεί και τους νέους ανθρώπους σε ηλικία, ως μη έχοντες εμπειρία της πρακτικής ζωής.

          «……διὸ τῆς πολιτικῆς οὐκ ἔστιν οἰκεῖος ἀκροατὴς ὁ νέος· ἄπειρος γὰρ τῶν κατὰ τὸν βίον πράξεων, οἱ λόγοι δ᾽ ἐκ τούτων καὶ περὶ τούτων·…».                                                                                                (“Ηθικά Νικομάχεια” 1095 a 3-5)

      Έπειτα από την μελέτη του θέματος, και όσον αφορά το δημοκρατικό πολίτευμα, διότι ανάλογα με το πολίτευμα του κράτους καθορίζεται και η έννοια του πολίτη, καταλήγει:

        «……Ποιος λοιπόν είναι ο πολίτης, σύμφωνα μ’ αυτά, είναι φανερό: Αυτόν, λοιπόν, που έχει την δικαιοδοσία να μετέχει στη βουλευτική ή στη δικαστική αρχή (εξουσία), πολίτη λέγομεν αυτής της πόλεως, η πόλη βέβαια να έχει πληθυσμό ικανοποιητικό για την αυτάρκεια της ζωής, για να το πούμε απλά».

   «…Τις μεν ουν εστίν ο πολίτης, εκ τούτων φανερόν. Ω΄ γαρ εξουσία κοινωνείν αρχής βουλευτικής ή κριτικής, πολίτην ήδη λέγομεν είναι ταύτης της πόλεως, πόλιν δε το των τούτων πλήθος ικανόν προς αυτάρκειαν ζωής , ως απλώς ειπείν».                                                                                                                                                                                                           

                                                                                                                                                                      (“Πολιτικά” 1275 b 18-24)

      Βέβαια, ο Αριστοτέλης μιλώντας για πολιτεία και πολίτη, προϋποθέτει ένα κράτος, όπου η εξουσία  ασκείται όχι δι’ αντιπροσώπων, αλλά άμεσα από τους πολίτες, οι οποίοι πέραν του να εκλέγουν τους ηγέτες τους, συμμετέχουν και οι ίδιοι τόσο στην εκτελεστική εξουσία, όσο και στην θέσπιση των νόμων και την απονομή της δικαιοσύνης, δυο κρατικές λειτουργείες που τοποθετεί υψηλότερα της εκτελεστικής.

     Ο άνθρωπος, όμως, γίνεται πολίτης, αποκτά δηλ. την δυνατότητα να “μετέχει κρίσεως και αρχής” μέσω της μορφώσεως του (παιδείας). Γι’ αυτό, ο Αριστοτέλης, κάνει λόγο για νομοθετημένη παιδεία, δημόσιου χαρακτήρα. Η παιδεία διαμορφώνει ενάρετους ανθρώπους, και η  εξουσία απονέμεται - αποκλειστικά και μόνον - στους ενάρετους.

       Κατονομάζει και τα όργανα ενός κράτους, που είναι:

       Οι τεχνίτες (το βάναυσον), οι έμποροι (το αγοραίον), οι έμμισθοι χειρώνακτες (το θητικόν), οι πολεμιστές (το προπολεμήσον), οι δικαστές, οι εύποροι που ασκούν δαπανηρά δημόσια καθήκοντα, οι κρατικοί λειτουργοί (το δημιουργικόν) και το βουλευτικό σώμα (το βουλευόμενον).

 

      Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της πόλης, πέραν των μετοίκων και των  δούλων, ο Αριστοτέλης το εξαιρεί  από την άσκηση νομοθετικού, εκτελεστικού και δικαστικού έργου. Χειρώνακτες, γεωργό-κτηνοτρόφοι, κ.ά., που ασκούν βάναυσα (σκληρά, τραχέα) επαγγέλματα, και γενικά όσοι δεν έχουν ως αντικείμενο ενασχόλησης την δημιουργία της αρετής (ενν. την ύψιστη των αρετών, το αγαθό), δεν κρίνονται ικανοί να μετέχουν στη διακυβέρνηση του κράτους.

               «….Διότι, οι ασχολούμενοι με τα βάναυσα έργα δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα, ούτε άλλη καμιά τάξη της κοινωνίας, που δεν είναι δημιουργός της αρετής».

          «…. Το γαρ βάναυσον ου μετέχει της πόλεως, ουδ’ άλλον ουθέν γένος ό μη της αρετής δημιουργόν εστίν».                                                                                                (“Πολιτικά” 1329 a 21-23)

 

       Προϋπόθεση, για κάποιον να είναι πολίτης, είναι να επιτελεί με ικανότητα τις ορισμένες λειτουργίες, που πρέπει να πραγματοποιούν οι πολίτες. Ο άρχοντας, μόνο διευθυντική ικανότητα  απαιτείται να τον χαρακτηρίζει ιδιαίτερα, γιατί όλες τις άλλες αρετές του, οφείλουν να τις έχουν και οι αρχόμενοι. Ένας κύριος δεν χρειάζεται να γνωρίζει με ποιο τρόπο ο υπηρέτης του εκτελεί τα καθήκοντά του……

       Στην πραγματικότητα, ο Αριστοτέλης διαχωρίζει την κοινωνία σε δυο στεγανά τμήματα, με το ένα να έχει αποστολή την ευημερία του προνομιούχου άλλου. Μάλιστα, οι θέσεις του Αριστοτέλη περί αποκλεισμού των εργαζόμενων από την ιδιότητα του πολίτη, επειδή, δήθεν, η χειρωνακτική εργασία υποδουλώνει την ψυχή και την κάνει ανίκανη για την αρετή, είναι χειρότερες κι’ απ’ αυτές του Πλάτωνα, ο οποίος συμπεριλαμβάνει στους πολίτες και αυτούς που ανήκουν στην εργατική τάξη, αν και  κανένα πολιτικό ρόλο δεν τους αναθέτει, παρά μόνο την πειθήνια εργασία (Πλάτωνος «Πολιτεία»).

 

        Ο  Αριστοτέλης, ως μέτοικος στην Αθήνα είχε αντιμετωπίσει διακρίσεις, μέχρις ο Φίλιππος επιβληθεί στην Ελλάδα. Την σχολή του στην Αθήνα ίδρυσε και λειτούργησε απρόσκοπτα όσο βασίλευε ο Αλέξανδρος. Όταν όμως από την Ασία ήρθε η είδηση του θανάτου του, η Αθήνα στασίασε για ένα διάστημα, με αποτέλεσμα να διωχθεί….

        Ο Πλάτωνας, ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, ολιγαρχικών και φιλο-λακωνικών αντιλήψεων. Ιδανικό πολίτευμα γι’ αυτόν ήταν η «αριστοκρατία», δηλαδή κυβέρνηση από ανθρώπους που ξεχωρίζουν για τη σοφία, τη γνώση, την αρετή, τη δικαιοσύνη και την ικανότητα διακυβέρνησης.  Πάντως, κάθε πολίτης μέσα σ’ αυτήν έχει θέση, σύμφωνα με τη φύση, τις ικανότητες και το έργο που προσφέρει, ανάλογα με τις κλίσεις του. Έτσι, ο πολίτης μπορεί να ανήκει στην τάξη των αρχόντων που κυβερνούν, στην τάξη των φυλάκων – πολεμιστών, δηλαδή των υπερασπιστών της ασφάλειας της πόλης, και τέλος στην τάξη των γεωργών, εμπόρων, τεχνιτών, αυτών δηλαδή που διασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζεται η πόλη για να διατηρηθεί ζωντανή και να επιβιώσει. Κάθε πολίτης, λοιπόν, ανήκει σε μία από τις παραπάνω τρεις κοινωνικές τάξεις σύμφωνα με τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του και ανάλογα με την εκπαίδευση που χρειαζόταν να πάρει. Οι τάξεις δεν είναι κληρονομικές. Σχετίζονται με τα τέσσερα στοιχεία της Φύσης (γη, νερό, αέρα, και φωτιά), που αντιστοιχούν στα κύρια χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης.

 

10.5) Η Αριστοτελική κατάταξη των πολιτευμάτων

 

       Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει ως ορθά πολιτεύματα αυτά που αποβλέπουν στο κοινό συμφέρον και τέτοια είναι η βασιλεία, η αριστοκρατία, και η πολιτεία (ή, τιμοκρατία).  Όταν όμως επικρατήσει το ίδιον συμφέρον δημιουργούνται οι λεγόμενες παρεκβάσεις  των (ορθών) πολιτευμάτων, και η βασιλεία μεταπίπτει σε τυραννία, η αριστοκρατία σε ολιγαρχία και η πολιτεία σε δημοκρατία…….

       ….. Αριστοτέλης και Πλάτωνας, θεωρούσαν την “Δημοκρατία”, ένα κακό πολίτευμα. 

       Στην Αριστοτελική κατάταξη, επειδή η διάκριση του λαού σε πλούσιους (ή έγκριτους) και σε φτωχούς (ή δήμο) είναι βασική, η ολιγαρχία γίνεται μια κυβέρνηση πλουσίων, που επίσης διαθέτουν ευγενή καταγωγή (γένος) και μόρφωση (παιδεία), ενώ η δημοκρατία αποτελεί διακυβέρνηση από φτωχούς, που εκτός της φτώχειας τους (πενία), έχουν ταπεινή καταγωγή (αγένεια) και ασκούν κατώτερα (βάναυσα) επαγγέλματα.

 

       «….. Τρία είδη πολιτείας (πολιτεύματος) υπάρχουν, και ισάριθμες παρεκβάσεις (παρεκκλίσεις) κάτι σαν φθορές τους. Τα πολιτεύματα είναι βασιλεία, αριστοκρατία και τρίτο αυτό που βασίζεται στην αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και φαίνεται ότι θα ήταν σωστό να το λέμε τιμοκρατικό, πάντως πολλοί συνηθίζουν να το λένε πολιτεία.

       Το καλύτερο από τα τρία αυτά πολιτεύματα είναι η βασιλεία, το χειρότερο η τιμοκρατία. Παρέκκλιση της βασιλείας είναι η τυραννίδα· πράγματι, και τα δύο αυτά είναι μοναρχικά πολιτεύματα, υπάρχει όμως μεγάλη διαφορά μεταξύ τους. Διότι ο μεν τύραννος επιζητεί το δικό του συμφέρον, ενώ ο βασιλιάς το συμφέρον των υπηκόων του. Κανείς, όντως, δεν μπορεί να είναι βασιλιάς, αν δεν είναι αυτάρκης και αν δεν ξεπερνά τους υπηκόους του ως προς όλα τα αγαθά. Ένας τέτοιος δεν χρειάζεται πια τίποτ’ άλλο· Δεν θα κοιτάζει, επομένως, το δικό του συμφέρον, αλλά το συμφέρον εκείνων που εξουσιάζει· Όποιος δεν πληροί αυτές τις προδιαγραφές, θα είναι ένας, μετά από κλήρωση, εκλεγμένος βασιλιάς.

        Η τυραννίδα, πάλι, είναι το αντίθετο της βασιλείας, γιατί ο τύραννος επιδιώκει ό,τι είναι καλό για τον ίδιο· και είναι ολοφάνερο ότι αυτή η περίπτωση είναι η χειρότερη (από τις παρεκκλίσεις)· γιατί το κάκιστο είναι το αντίθετο του βέλτιστου. Μεταπηδά δε η βασιλεία στην τυραννία, διότι  εκφαυλισμό της μοναρχίας συνιστά η τυραννία, και ο μοχθηρός βασιλιάς γίνεται τύραννος.

       Από δε αριστοκρατία προκύπτει ολιγαρχία, λόγω της κακίας των αρχόντων, οι οποίοι νέμονται ό,τι ανήκει στην πόλη, αδιαφορώντας για αξίες, κρατώντας για τον εαυτό τους τα αγαθά, όλα ή τα περισσότερα, και απονέμοντας τα αξιώματα πάντοτε στους ίδιους, δίνοντας  μεγάλη σημασία στον πλούτο· Έτσι όμως την εξουσία την κατέχουν λίγοι, κι’ αυτοί μοχθηροί, αντί των καλυτέρων. 

       Η τιμοκρατία περιπίπτει στη δημοκρατία, καθότι τα δύο αυτά πολιτεύματα είναι γειτονικά, στο δε πολίτευμα της  τιμοκρατίας την κυριαρχία έχουν οι πολλοί, και όλοι έχουν την ίδια περιουσία. Η δημοκρατία είναι η λιγότερο κακή από τις παρεκκλίσεις, διότι συνιστά μικρή μόνο παρέκκλιση από το καθεστώς της πολιτείας (τιμοκρατίας)……

          Ως Τιμοκρατία, είδαμε, ο Αριστοτέλης εννοούσε το πολιτικό σύστημα όπου η συμμετοχή των πολιτών στη κυβέρνηση ήταν ανάλογη με την περιουσιακή τους κατάσταση, «πολιτεία από των τιμημάτων», πλουτοκρατία.  Κατά κυριολεξία Τιμοκρατία σημαίνει πολίτευμα όπου καθοριστικός παράγοντας είναι η «τιμή» - τιμιότητα, η κατά τον Πλάτωνα «φιλότιμος πολιτεία».

          Γνωρίσματα, αλλά και αίτια παρακμής και πτώσης, της Τιμοκρατίας είναι φιλοδοξίες και ανταγωνισμοί για δύναμη, υπερίσχυση, κατακτήσεις και πλούτο. Στο πολίτευμα της Τιμοκρατίας ανθούν  στρατοκρατικές αντιλήψεις (βλ. λίγο πιο κάτω), γι’ αυτό ο Πλάτωνας το ονομάζει Κρητική και Λακωνική Πολιτεία.…..

          Ο Αριστοτέλης, θεωρώντας την τιμοκρατία ως το χειρότερο των πολιτευμάτων (….. παρά ταύτα, την συνέστηνε στους Έλληνες!) και την δημοκρατία ως την  παρέκβασή της (…..με μια γερή δόση ολιγαρχίας βελτιώνεται!), αντιλαμβανόμαστε σε ποια εκτίμηση είχε την Δημοκρατία, που όλοι σήμερα θαυμάζουμε και θεωρούμε σαν τη μεγαλύτερη προσφορά της Ελλάδας στην ανθρωπότητα!                                                                                                   (Βλ. πιο κάτω την συνέχεια μας για τα πολιτεύματα)

        Με αυτούς, λοιπόν, κυρίως τους τρόπους μεταβάλλονται τα πολιτεύματα· Έτσι, η μεταβολή  είναι ελάχιστη και το πέρασμα γίνεται πολύ εύκολα…..».

        «…. Πολιτείας δ᾽ ἐστὶν εἴδη τρία, ἴσαι δὲ καὶ παρεκβάσεις, οἷον φθοραὶ τούτων. εἰσὶ δ᾽ αἱ μὲν πολιτεῖαι βασιλεία τε καὶ ἀριστοκρατία, τρίτη δὲ ἀπὸ τιμημάτων, ἣν τιμοκρατικὴν λέγειν οἰκεῖον φαίνεται, πολιτείαν δ᾽ αὐτὴν εἰώθασιν οἱ πλεῖστοι καλεῖν. τούτων δὲ βελτίστη μὲν ἡ βασιλεία, χειρίστη δ᾽ ἡ τιμοκρατία. παρέκβασις δὲ βασιλείας  μὲν τυραννίς· ἄμφω γὰρ μοναρχίαι, διαφέρουσι δὲ πλεῖστον· ὁ μὲν γὰρ τύραννος τὸ αὑτῷ συμφέρον σκοπεῖ, ὁ δὲ βασιλεὺς τὸ τῶν ἀρχομένων. οὐ γάρ ἐστι βασιλεὺς ὁ μὴ αὐτάρκης καὶ πᾶσι τοῖς ἀγαθοῖς ὑπερέχων· ὁ δὲ τοιοῦτος οὐδενὸς προσδεῖται· τὰ ὠφέλιμα οὖν αὑτῷ μὲν οὐκ ἂν σκοποίη, τοῖς δ᾽ ἀρχομένοις· ὁ γὰρ μὴ τοιοῦτος κληρωτὸς ἄν τις εἴη βασιλεύς. ἡ δὲ τυραννὶς ἐξ ἐναντίας ταύτῃ· τὸ γὰρ ἑαυτῷ ἀγαθὸν διώκει. καὶ φανερώτερον ἐπὶ ταύτης ὅτι χειρίστη· κάκιστον δὲ τὸ ἐναντίον τῷ βελτίστῳ. Μεταβαίνει δ᾽ ἐκ βασιλείας εἰς τυραννίδα· φαυλότης γάρ ἐστι μοναρχίας ἡ τυραννίς, ὁ δὲ μοχθηρὸς βασιλεὺς τύραννος γίνεται. ἐξ ἀριστοκρατίας δὲ εἰς ὀλιγαρχίαν κακίᾳ τῶν ἀρχόντων, οἳ νέμουσι τὰ τῆς πόλεως παρὰ τὴν ἀξίαν, καὶ πάντα ἢ τὰ πλεῖστα τῶν ἀγαθῶν ἑαυτοῖς, καὶ τὰς ἀρχὰς ἀεὶ τοῖς αὐτοῖς, περὶ πλείστου ποιούμενοι τὸ πλουτεῖν· ὀλίγοι δὴ ἄρχουσι καὶ μοχθηροὶ ἀντὶ τῶν ἐπιεικεστάτων. ἐκ δὲ τιμοκρατίας εἰς δημοκρατίαν· σύνοροι γάρ εἰσιν αὗται· πλήθους γὰρ βούλεται καὶ ἡ τιμοκρατία εἶναι, καὶ ἴσοι πάντες οἱ ἐν τῷ τιμήματι. ἥκιστα δὲ μοχθηρόν ἐστιν ἡ δημοκρατία· ἐπὶ μικρὸν γὰρ παρεκβαίνει τὸ τῆς πολιτείας εἶδος. μεταβάλλουσι μὲν οὖν μάλισθ᾽ οὕτως αἱ πολιτεῖαι· ἐλάχιστον γὰρ οὕτω καὶ ῥᾷστα μεταβαίνουσιν……».

(“Ηθικά Νικομάχεια” κεφ. 12, 1160 a 35-41, b 1-26)

             Ο Αριστοτέλης, σε πολλά απ’ αυτά που συζητά στα βιβλία του, προβάλλει διάφορες απόψεις, καθώς, κατά περίπτωση, υπάρχουν διάφορα πλεονεκτήματα – μειονεκτήματα…... Αναφορικά με το ποιο είναι το καλύτερο πολίτευμα για έναν λαό, προκειμένου να αποφανθεί κάποιος, θα πρέπει να έχει λάβει υπ’ όψη του τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του λαού, επίσης να καθορίσει τον από μέρος του επιθυμητό τρόπο ζωής (αιρετώτατος βίος).

         Αν πρόκειται για λαό που αποτελείται από ελεύθερους πολίτες, ικανούς να κυβερνηθούν από άτομα τόσο ενάρετα ώστε να μπορούν να ασκήσουν σωστά την πολιτική εξουσία, τότε το καλλίτερο πολίτευμα είναι η αριστοκρατία. Προϋποτίθεται εδώ ότι όλοι οι πολίτες έχουν τα προσόντα καταλληλότητας του πολίτη και αναλαμβάνουν διαδοχικά τους ρόλους αρχόντων και αρχομένων. Σε άλλες περιπτώσεις, τα καταλληλότερα πολιτεύματα είναι άλλα, όπως π.χ. σε λαό όπου υπάρχει πλήθος πολεμικόν (στρατοκρατία, θα το λέγαμε), ταιριάζει η Πολιτεία / Τιμοκρατία. Το ίδιο πολίτευμα, την Πολιτεία, ο Αριστοτέλης θεωρεί ως το κατεξοχήν εφικτό ιδεώδες, για τις ελληνικές πόλεις, αφού η ρωμαλέα στρατιωτική αρετή της μεσαίας τάξης, συνιστά το μεγαλύτερο προσόν,  στην εποχή του.

        Όσον αναφορά το πολίτευμα της Δημοκρατίας, που είναι η παρέκβαση του πολιτεύματος της Πολιτείας (Τιμοκρατίας), ο Αριστοτέλης κρίνει ότι πρόκειται για μια -μάλλον- μικρής διάρκειας παρεκτροπή, και συμβουλεύει ένα πολιτικό να την καταστήσει ασφαλή….. ενισχύοντάς την, με μια γερή δόση ολιγαρχίας!       

                                                                                                                   (βλ. την πιο πάνω αναφορά μας στην Τιμοκρατία)

        Πάντως, η τυραννία είναι η χειρότερη μορφή παρέκκλισης από ορθό πολίτευμα (συνιστά την παρέκβαση του άριστου πολιτεύματος της βασιλείας), η ολιγαρχία έρχεται αμέσως μετά, ενώ η δημοκρατία αποτελεί την πιο ανεκτή από τις τρεις παρεκβάσεις.  

        Βέβαια, ο Αριστοτέλης προτιμά την μονοκρατορία ενός θεού (ανδρός διαθέτοντος υπερβατική αρετή) ανάμεσα στους ανθρώπους”, σπεύδοντας να παραδεχτεί ότι πρόκειται για ιδεώδες, σχεδόν, απραγματοποίητο. Σκοπός του κράτους, και αφορά όλα τα πολιτεύματα, είναι: Η τέλεια και αυτάρκης ζωή, η κοινωνία του ευ ζην.

 

Αριστοτελικές απόψεις σχετικά με την Πολιτική και τα πολιτεύματα είναι και οι πιο κάτω:

       Η γνώμη των πολλών είναι προτιμότερη παρά των ολίγων, μια επιτροπή είναι σοφότερη και από το πιο σοφό μέλος της, η εξουσία πολλών ενάρετων ανδρών (αριστοκρατία) είναι καλλίτερη από την εξουσία ενός ανάλογης αρετής, οι κυβερνώντες παρακινούνται συχνά από φθόνο και μεροληπτικότητα.

        Οι άγραφοι νόμοι και οι εθιμικοί κανόνες, που πάντα υπάρχουν, συνιστούν την σημαντικότερη μορφή δικαίου. Πρέπει, βέβαια, ο νόμος κατά το δυνατόν να ακολουθείται, αλλά και οι πολίτες να έχουν το δικαίωμα να κρίνουν μόνοι τους περιπτώσεις όπου ο νόμος σιωπά. Ο Αριστοτέλης εγκρίνει, άρα, την δυσπιστία των πολιτών απέναντι και σε διατάγματα της “Εκκλησίας του Δήμου”, πιστεύει όμως ότι αν υπερισχύουν των νόμων, αυτό είναι καταστροφικό για την πολιτεία.

        Ένας μόνιμος αποκλεισμός των πολλών από κάθε συμμετοχή στα κρατικά αξιώματα είναι επικίνδυνος, γιατί προκαλεί μεγάλης έκτασης δυσαρέσκεια. Ένα άτομο μπορεί να καταβληθεί από ένα πάθος, σ’ ένα πλήθος ατόμων - απίθανο - όλοι συγχρόνως να καταβληθούν από το ίδιο πάθος.

          Ο Αριστοτέλης (….. ατελείωτος!) περιγράφει και τις παραλλαγές των πολιτευμάτων. Ειδικά στη Δημοκρατία, διακρίνει πέντε διαφορετικούς τύπους, από εκείνον όπου υπάρχει αυστηρή ισότητα δικαιωμάτων μεταξύ πλουσίων και φτωχών, έως αυτόν όπου τα διατάγματα εκτοπίζουν τους νόμους και ο λαός παρασύρεται από δημαγωγούς.

        Δεν παραλείπει να ασχοληθεί με τα αίτια και τη πορεία των (κοινωνικών) επαναστάσεων, ακόμα και με τα μέσα για την πρόληψη ή θεραπεία τους.  Ως αίτια, απαριθμεί την αγανάκτηση για την συσσώρευση πλούτου και αξιωμάτων, τη θρασύτητα, το φόβο, τις άδικες διακρίσεις, τις εκλογικές μηχανορραφίες, την παραμέληση αναγκαίων αλλαγών κ.ά. Οι ολιγαρχίες ανατρέπονται όχι μόνο με εξεγέρσεις που οφείλονται σε καταπιεστική διακυβέρνηση, αλλά και από ανταγωνισμούς ανάμεσα στους ίδιους τους κυβερνήτες.

       Ως τρόπους πρόληψης των επαναστάσεων αναφέρει: Την επιβολή μέτρων συμμόρφωσης στους νόμους, την αποφυγή μεθόδων εξαπάτησης του λαού με τεχνάσματα, κανένα άτομο ή ομάδα ατόμων να μην αποκτά υπερβολική ισχύ και να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου ανάμεσα σε πλουσίους και φτωχούς, που σημαίνει ούτε οι ολιγάρχες να καταπιέζουν τους φτωχούς, ούτε, στη δημοκρατία, οι φτωχοί τους πλούσιους, γενικά η κυρίαρχη τάξη να συμπεριφέρεται προσεκτικά. Ακόμα, ο άρχων μπορεί να επισείει στο λαό του μια ανάγκη, ή έναν εξωτερικό κίνδυνο,  εν ανάγκη επινοημένα, αν αυτό τον εξυπηρετεί!

       Την κατοχή κρατικών αξιωμάτων λογαριάζει σαν ανταμοιβή της (ηθικής και πνευματικής) αρετής αυτών που τα κατέχουν, οι οποίοι πάντως οφείλουν να έχουν τρία επί πλέον προσόντα: Πίστη στους θεσμούς του πολιτεύματος, ακεραιότητα και διοικητικές ικανότητες. Τέτοια  προτερήματα, βεβαίως, συγκεντρώνουν οι ικανότεροι των πολιτών, οι οποίοι πρέπει, άρα, και να κυβερνούν. 

       Όπως μας έχει ξαναπεί, κυβερνήτες δεν μπορεί να υπάρξουν γεωργοί ακόμα και λόγω έλλειψης χρόνου, ούτε τεχνίτες, γιατί η άσκηση βάναυσων επαγγελμάτων εκ μέρους τους, δεν τους επιτρέπει να έχουν αποκτήσει την αρετή. Την αρετή, σίγουρα, ο Αριστοτέλης, θεωρεί το σημαντικότερο στοιχείο, όχι μόνον για τον άνθρωπο, αλλά και για το κράτος, αφού το κράτος απαρτίζεται από ένα σύνολο ατόμων.

       Απορρίπτει την ιδέα ότι οποιαδήποτε μορφή εξουσίας αποτελεί εμπόδιο στην ευδαιμονία του ατόμου, ή, ότι η ευδαιμονία εξασφαλίζεται από δεσποτικά καθεστώτα. Την κυριαρχία πάνω σε άλλους ανθρώπους δικαιολογεί όταν ασκείται πάνω σε φύσει κατώτερα όντα, δηλ. αν πρόκειται για “γεννημένους δούλους”.

        Την αύξηση του πληθυσμού, ως και την είσοδο ξένων στη χώρα, καθόλου δεν βλέπει ανησυχητικά, δηλ.  μη-τυχόν και διαταράξουν την ομαλή ζωή του τόπου. Ίσα-ίσα φρονεί ότι η πόλη πρέπει να είναι εμπορική, ώστε να εισάγει όσα αγαθά χρειάζεται, και να εξάγει τα περισσεύματά της.    

       Για τους Έλληνες, πιστεύει ότι συνδυάζουν την υψηλοφροσύνη των βόρειων φύλων με τις νοητικές ικανότητες των ανατολικών. Μόνο στους Έλληνες η ελευθερία εναρμονίζεται με την χρηστή διοίκηση, και αν όλα τα ελληνικά φύλα σχημάτιζαν ένα κράτος θα μπορούσαν να κυριαρχήσουν στο κόσμο……

        

 

10.6) Επίκουρος  & Πολιτική

 

       Για την ενασχόληση των ανθρώπων με ζητήματα της τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας, που όχι σπάνια δημιουργούν μεγάλες αναστατώσεις και διχόνοιες, οι Επικούρειοι διατύπωναν σοβαρές επιφυλάξεις. Άλλωστε, η άσκηση της πολιτικής συνιστά τον ιδανικό χώρο άσκησης και της σοφιστικής τεχνουργίας, που έχει σκοπό, μέσω της δημιουργίας παραποιημένων ή ψευδών αντιλήψεων, την παραπλάνηση των πολιτών, που  ζημιώνει τους πολλούς χάριν εξυπηρετήσεως των συμφερόντων λίγων.

     Ο σοφός, αποφεύγει την ανάμειξή του στα δημόσια πράγματα, διότι θέλει να ζει μακριά από τη δημοσιότητα, χωρίς να προβάλλεται, δηλ. θέλει να περνά τη ζωή του σύμφωνα με την αρχή του  «λάθε βιώσας»……  Το παράγγελμα «λάθε βιώσας» μνημονεύεται στην πραγματεία του Πλουτάρχου: “Ει καλώς είρηται το λάθε βιώσας” (“Ηθικά”).

     Ο σοφός, δεν πασχίζει να κερδίσει αναγνωρισιμότητα, τον θαυμασμό και τους επαίνους του πλήθους, διότι αυτά δεν ανήκουν “οὔτε στις φυσικές, οὔτε στις ἀναγκαῖες επιθυμίες͵ ἀλλὰ παρὰ κενὴν δόξαν γίγνονται”, και

       ….«Δεν λύνει την ταραχή της ψυχής, ούτε δίνει αξιόλογη χαρά, ακόμα και ο μεγαλύτερος πλούτος που υπάρχει, ούτε η τιμή και η υπόληψη του πλήθους, ούτε ό,τι άλλο προέρχεται από αβέβαιες αιτίες».                                                                                                                                                                                    

        «Οὐ λύει τὴν τῆς ψυχῆς ταραχὴν οὐδὲ τὴν ἀξιόλογον ἀπογέννα χαρὰν οὔτε πλοῦτος ὑπάρχων ὁ μέγιστος οὔθ’ ἡ παρὰ τοῖς πολλοῖς τιμὴ καὶ περιβλέψις οὔτ ἄλλο τι τῶν παρὰ τὰς ἀδιορίστους αἰτίας».       

                                                                                                                                                                              (Επ. Προσφ. 81)  

    Και πως, αλήθεια, αυτοί που μπλέκουν με παραταξιακές αντιπαραθέσεις και εμφύλιες διαμάχες, μπορούν να κατέχονται συγχρόνως και από το ύψιστο αγαθό της αταραξίας του πνεύματος, που συνιστά απαραίτητο όρο ψυχικής υγείας, άρα, και της ευδαιμονίας τους; Οι Επικούρειοι έθεταν ως προϋπόθεση ενασχόλησης με τη πολιτική, αυτή να  ασκείται μετά «καλοκαγαθίας». Μάλιστα, κάτω απ’ αυτήν την προϋπόθεση, θεωρούσαν ότι θα αποφέρει πολλά και μεγάλα αγαθά στις πόλεις……..

            “Πολιτική πολλάκις αίτιον και συμφορών ανηκέστων… μετά μέντοι καλοκαγαθίας λαμβανομένην ταις μεν πόλεσιν αγαθά πολλά συμβάλλεσθαι και μεγάλα…..”  

      Φιλόδημος (1ος αι. π.Χ.) στα αποσπάσματα του βιβλίου του «Περί Ρητορικής».

                Στον Πλούταρχο (“Περί ευθυμίας”) αναφέρεται και η εξής Επικούρεια συμβουλή: «Όσοι φλέγονται από επιθυμία και φιλοδοξία και δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά, ας ακολουθήσουν τη φυσική τους ορμή για πολιτική. Γιατί η απραγμοσύνη, όσο δεν κάνουν αυτό που ορέγονται, θα τους ταράξει περισσότερο».

    Τι πρέπει να κάνουμε στη καθημερινή ζωή μας ;

       «Να γελάμε, πρέπει, συνάμα να φιλοσοφούμε και ν’ ασχολούμαστε με τα του οίκου μας, και καθόλου να μην λησμονούμε τις συμβουλές της σωστής φιλοσοφίας».

       «Γελᾶν ἅμα δεῖ καὶ φιλοσοφεῖν καὶ οἰκονομεῖν καὶ τοῖς λοιποῖς οἰκειώμασι χρῆσθαι καὶ μηδαμῇ λήγειν τὰς ἐκ τῆς ὀρθῆς φιλοσοφίας φωνὰς ἀφιέντας.                                                          (βλ. κεφ. 9.9, Ευδαιμονία - Επ. Προσφ. 41)

 

Κεφ. 11) Ρητορική

11.1) Αριστοτέλης και Ρητορική

      «Συνάγεται μεν εκ τε της αναλυτικής (λογικής) επιστήμης και της περί τα ήθη πολιτικής, όμοια δ’ εστί τα μεν τηι διαλεκτικήι , τα δε τοις σοφιστικοίς λόγοις».                    (“Προβλήματα” 1359 b 9)               

      «Ο μεν φιλόσοφος περί αυτά-ταύτα τα “είδη των πραγμάτων” διατρίβει, ο δε (ρήτωρ) περί αυτών εις τα οποία (τα “είδη”) μετέχουν, όπως π.χ. ο μεν (φιλόσοφος) εξετάζει τι είναι η αδικία, ο δε (ρήτωρ) αν είναι άδικος ο δείνα, και ο μεν τι είναι η τυραννίς, ο δε τι ο τύραννος».  

                   Ο μεν φιλόσοφος περί αυτά τα είδη των πραγμάτων διατρίβει, ο δε περί τα μετέχοντα, οίον ο μεν  τι έστιν αδικία, ο δε ως άδικος ο δείνα, και ο μεν τι η τυραννίς, ο δε τι ο τύραννος”.                                              (“Προβλήματα” 956 b 7)

                                                                                                                                                                                                       

      Η “Ρητορική” για τον Αριστοτέλη είναι μια δύναμη (= τεχνική δεξιότητα), η ικανότητα να βρίσκει κανείς τους δυνατούς τρόπους να πείσει τους άλλους για οποιοδήποτε θέμα. Η ρητορική περιγράφεται ως αντίστοιχο (αντίστροφος) της διαλεκτικής, κλάδος (μόριον) αυτής.  Μέσα πειθούς μπορεί να είναι εξωτεχνικά, όπως μάρτυρες, αποδείξεις, βασανιστήρια, ή τεχνικά, έντεχνα δηλ. τεχνάσματα του λόγου, συγκινησιακές φράσεις, και βέβαια, η καθαρή αγόρευση, με δυνατό λόγο, παραδείγματα, ενθυμήματα και επιχειρήματα.

      Ο ρητορικός λόγος, μαζί με το ήθος και το πάθος, συγκροτούν την τριάδα των τρόπων της πειθούς. Τρείς και οι κλάδοι της ρητορικής, η συμβουλευτική, η δικανική και η επιδεικτική ρητορική. Ο Αριστοτέλης αναφέρεται και στον συλλογισμό των σοφιστών, τον ονομαζόμενο  συλλογισμό των ψευδομένων. Σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική μέθοδο, οι σοφιστές επιδιώκουν να δημιουργήσουν αμηχανία στους ακροατές, με συλλογισμό που προέρχεται από τις  αλλόκοτες γνώμες που προβάλλουν.    (“Ἠθικὰ Νικομάχεια 1146 a 23-29)

                       Ο συλλογισμός του ψευδομένου”, αποδίδεται στον Ευκλείδη τον Μεγαρέα: 

«Αν όντως ψεύδομαι και λέγω ότι ψεύδομαι, ψεύδομαι ή λέγω την αλήθεια;».

 

      Ο Αριστοτέλης με αυστηρότητα βλέπει τον πολιτικό ρήτορα, να κάνει ακροβασίες με τον γραπτό ή τον άγραφο νόμο, προκειμένου να εξυπηρετήσει καλλίτερα την υπόθεση του. Και με ειρωνεία παρατηρεί ότι ο συνήγορος μιας υπόθεσης (σοφιστής) μπορεί να παραδεχθεί ότι η λύση που υποστηρίζει είναι άδικη, όχι όμως και ασύμφορη για τον πελάτη του. Μπορεί  να αναγνωρίσει ότι ο πελάτης του έβλαψε, όχι όμως και ότι παρέβει τον νόμο!

       Την σκληρή κριτική του Σταγειρίτη δεν γλυτώνει ούτε ο ρητοροδιδάσκαλος Ισοκράτης, για τον οποίον πίστευε ότι ενδιαφέρονταν περισσότερο για την ρητορική επιτυχία, παρά για την αναζήτηση της αλήθειας.

        Ο Ισοκράτης (436-338) υπήρξε φημισμένος διδάσκαλος ρητορικής, γεγονός που του απέφερε πολλά χρήματα. Θεωρείται ο πνευματικός πατέρας του Ελληνικού Έθνους, πρώτος διατύπωσε την ανάγκη της ενότητας του. Πίστευε ότι η Ελλάδα, ενωμένη υπό τον Φίλιππο τον Μακεδόνα, έπρεπε να εκστρατεύσει εναντίον του προαιώνιου εχθρού, της Περσικής αυτοκρατορίας. Αντίθετες πεποιθήσεις είχε ο ρήτορας Δημοσθένης (384-322).

       Στη φιλοσοφία του, ο Ισοκράτης εδέχετο σαν πραγματικότητα την άμεση ανθρώπινη εμπειρία, ενώ την μεταφυσική θεωρούσε χάσιμο χρόνου και ενέργειας. Η γνώση είναι σχετική, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τίποτα. Το μόνο που μπορούμε να έχουμε, είναι καλές απόψεις. Η καλή άποψη βοηθά στην οδό της ζωής.

 

 

11.2) Επίκουρος  & Ρητορική

 

       Κατηγορηματικά απέναντι στη Ρητορική βρίσκεται και ο Επίκουρος, στη λογική πως οι διφορούμενες και ασαφείς έννοιες, “οι σοφιστείες”, λεκτικές και νοητικές ακροβασίες, που μπορεί να υποκρύπτουν άγνοια είτε κακή πρόθεση, εξαπατούν και παγιδεύουν τον νου. Ο Διογένης Λαέρτιος γράφει ότι οι Επικούρειοι ονόμαζαν σοφιστές όσους διαστρέβλωναν την διδασκαλία τους. Ο Επίκουρος απαιτούσε από τον ρήτορα σαφήνεια, και κάθε συζήτηση να ξεκινά με ριζικό ξεκαθάρισμα των εννοιών…..

          «Πρῶτον μὲν οὖν τὰ ὑποτεταγμένα τοῖς φθόγγοις, ὦ Ἡρόδοτε, δεῖ εἰληφέναι,….»       (Προς Ηρόδοτο 37)

      Ο  Μητρόδωρος έγραψε βιβλίο 9 τόμων "Εναντίον των Σοφιστών". Τον ρήτορα δεν τον κάνουν τα τεχνάσματα, παρά η φύση…. «Φύσις γαρ εστιν η κατορθούσα λόγους,  τέχνη δε ουδεμία».

      Ο Φιλόδημος έγραψε "Περί ρητορικής", λίγα αποσπάσματα διασώθηκαν στους παπύρους του Ερκουλάνουμ.

      Ο Διογένης Λαέρτιος γράφει επίσης ότι οι Επικούρειοι……. «Την διαλεκτικήν, ως παρέλκουσαν,  αποδοκιμάζουσιν»….. Την διαλεκτική, όχι με την πρωτογενή σημασία της («διαλέγειν κατά γένη και σκοπείν τι έκαστον είη των όντων»), αλλά όπως ο Πλάτων (και ο  Αριστοτέλης) εννοούσαν, ως “θριγκό ναού – τέλος (σκοπό) τα των μαθημάτων” (της δικής τους φιλοσοφίας).

     Ο Επίκουρος στόχο είχε μοναδικό την απόκτηση γνώσης που να συμβάλλει στην ανθρώπινη ευδαιμονία. Δεν εκπαίδευε μέλλοντες πολιτικούς ή στρατιωτικούς ηγέτες, ιερείς ή μεταπράτες. Ούτε συνηγόρους υπεράσπισης ιδιοτελών συμφερόντων ή επιδεικτικούς ρήτορες – υποκριτές, αναγκαίους σε κοινωνίες «αγορών». Πανηγυρικοί λόγοι - ανθρώπινες ματαιοδοξίες, ήταν ξένες προς την Επικούρεια αντίληψη.

      Κατά τους Επικούρειους, ο σοφιστής-ρήτορας, θεωρώντας ότι κατέχει την γνώση και την αλήθεια, με ομιλία όπου ο εντυπωσιασμός και το πυροτέχνημα παίζει πιο σημαντικό ρόλο από την ουσία των λεγομένων, προσπαθεί να την μεταδώσει και να την επιβάλει στους απέναντι. Έτσι, έριδες και ταραχές -μάλλον- προκύπτουν παρά γόνιμα αποτελέσματα.

      Στους Επικούρειους η γνώση θεμελιώνεται όχι πάνω στην τεχνική του ρήτορα να πείθει ότι οι ισχυρισμοί του (που άλλωστε αλλάζουν κατά τα συμφέροντα του εντολέα) είναι σωστοί, αλλά πάνω σε θεμέλιο επιστημονικό, και αυτό είναι ο “Επικούρειος Κανόνας”. Έτσι, οι Επικούρειοι αντιπαρέρχονταν τις άσκοπες και ανώφελες, αν μη βλαπτικές λογομαχίες. Αντ’ αυτών προέκριναν συζητήσεις “φιλικού τύπου”.

       Σε κάθε φιλικού τύπου συζήτηση επιζητείται η έρευνα της -για όλους ωφέλιμης- γνώσης, χωρίς να της λείπει η ζωντάνια, η κριτική, η παρρησία. Και από ένα τέτοιο διάλογο βγαίνουν όλοι κερδισμένοι, ή μάλλον, πιο κερδισμένος βγαίνει αυτός που θεωρείται “ηττημένος”, καθώς αυτός κάτι παραπάνω μαθαίνει, που δεν το ήξερε προηγουμένως!

            «Εν φιλολόγω συζητήσει πλείον ήνυσεν (κέρδισε/ανύω=επιτελώ, κατορθώνω) ο ηττηθείς, καθ’ ο προσέμαθεν  (δηλ. έμαθε περισσότερα)».                                 (Επικούρου Προσφώνησις 74)

 

 

 

Κεφ. 12) Ποιητική

12.1) Η “Ποιητική” του Αριστοτέλη

 

       Η Ποιητική είναι φημισμένο έργο του Αριστοτέλη. Η θεματολογία του δείχνει να αφορά περισσότερο την λογοτεχνία και περιορισμένα την φιλοσοφία. Ωστόσο, περιλαμβάνει, πέραν ερευνών και πληροφοριών, σημαντικούς  φιλοσοφικούς στοχασμούς και συμπεράσματα. Στον Αριστοτέλη, ο όρος Ποιητικήέχει αρκετές σημασίες, βασικά όμως αναφέρεται στις πρακτικές και καλές τέχνες, σε αντιδιαστολή με τη τέχνη της ζωής και την επιστήμη.

      Ο Πλάτων έλεγε (δια του Σωκράτους, ως συνήθως), ότι η τέχνη είναι μίμηση αισθητών πραγμάτων δια της αντιγραφής στο κατώτερο επίπεδο της πραγματικότητας. Ο καλλιτέχνης μιμείται τα αισθητά όντα που αποτελούν αμυδρές σκιές των πραγματικών                                                                                                                                 (Πλάτωνος “Πολιτεία”)

      Ο Αριστοτέλης, δεν αντικρούει μεν ρητά αυτές, τις υποτιμητικές για την τέχνη, απόψεις του δασκάλου του, όμως τις καλυτερεύει, παρέχοντας άφθονο υλικό. Ορίζει την τέχνη να μιμείται ήθη και πάθη και πράξεις. Η μουσική, συνεπώς με τον ορισμό του, είναι η πιο μιμητική τέχνη, αφού εκφράζει αυθεντικότερα το πάθος της συγκίνησης. Από όλες τις ποιητικές τέχνες, αναμφίβολα για τον Σταγειρίτη, η δραματική αναπαράγει πληρέστερα την πράξη, ενώ η ποίηση είναι φιλοσοφικότερη και σπουδαιότερη από την ιστορία, διότι περισσότερο αναφέρεται στο καθόλου, ενώ την ιστορία αφορά το επί μέρους.

         «Διό και φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν. Η μεν γαρ ποίησις μάλλον τα καθόλου, η δ’ ιστορία τα καθ’ έκαστον λέγει»                                                                                          (“Ποιητική 1451 b 5-7)

       Ο Αριστοτέλης ξεχωρίζει την τραγωδία από την κωμωδία, με την πρώτη να απεικονίζει αγαθούς χαρακτήρες, τους κακούς να συμμετέχουν μόνον εάν απαιτείται από την πλοκή και σε δεύτερους ρόλους, και την δεύτερη να απεικονίζει κακούς, τουλ. από το μέσο όρο χειρότερους, όχι όμως αναφορικά με κάθε είδους ελάττωμα, αλλά μόνον όσον αφορά το γελοίο, ως μέρος του άσχημου, που μπορεί να συνιστά λάθος (αμάρτημα), ή ελάττωμα (αίσχος),  χωρίς να περιέχει πόνο, ή βλάβη (ανώδυνον και ου φθαρτικόν).

                                                                                                                                            (“Ποιητική 1449 a 32-35)                                                                                                    

      Εξιχνιάζει τη γένεση της ποίησης, ειδικότερα του δράματος, μέσα από τα πρωτογενή ένστικτα. Στη ποίηση, κατά τα οικεία ήθη των ποιητών, οι μεν σοβαρότεροι απ’ αυτούς  περιγράφουν ευγενείς πράξεις, ενώ οι υποδεέστεροι πράξεις των φαύλων. Δηλώνει την σύνδεση τραγωδίας - χορού, περιγράφει τα μέτρα και τ' άλλα χαρακτηριστικά των ειδών της ποίησης και της δραματουργίας. Αναδεικνύει  την  ηδονή που δίδουν τα έργα τέχνης, την απόλαυση στοιχείων, όπως το χρώμα, η αρμονία, ο ρυθμός, η μελωδία.

       Προχωρεί κατόπιν στον περίφημο ορισμό της τραγωδίας:

         «….. ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι᾽ ἀπαγγελίας, δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».                                                                                               

                                                                                                                                                         (“Ποιητική 1449 b 25)

         Αναρίθμητοι, παγκοσμίως, οι σχολιασμοί και οι αναλύσεις της “Ποιητικής”.  Εμείς, για τον  ορισμό της τραγωδίας του Αριστοτέλη, θ’ αναφέρουμε μόνον ότι στον ορισμό αυτό διαφαίνονται δύο αντικειμενικοί σκοποί της τραγωδίας: Ένας πρώτος - άμεσος, είναι η διέγερση των συναισθημάτων του ελέους για τα βάσανα που τράβηξε και τραβά ο ήρωας, και του φόβου γι’ αυτά που του επιφυλάσσει η  μοίρα. Βέβαια, δεν φοβάται κανείς μην έχει ακριβώς την ίδια τύχη με τον ήρωα, φ.ε. με τον Οιδίποδα. 

         Φόβος του θεατή είναι ο γενικός και αόριστος φόβος όλων μας, για το άγνωστο πεπρωμένο μας. Άλλωστε, κάθε αληθινή τραγωδία περιέχει μια μετάπτωση από την ευτυχία στη δυστυχία, ή από την δυστυχία στην ευτυχία, ως αντιστροφή της μοίρας (περιπέτεια). Πάντως, ο ίδιος ο Αριστοτέλης, ρητά δηλώνει ότι ο φόβος αφορά τον ήρωα…..

        Να σημειώσουμε εδώ ότι από τους βασικότερους λόγους που ο Πλάτων κατεφέρετο κατά της τραγωδίας, ήταν επειδή προκαλούσε συγκινήσεις (έλεος και φόβος) με συνέπεια οι άνθρωποι να γίνονται περισσότερο συναισθηματικοί και αδύναμοι. Ο Αριστοτέλης δεν δείχνει να δέχεται αυτή την άποψη, ίσα-ίσα λέει ότι επακόλουθο μιας παράστασης τραγωδίας είναι ο άνθρωπος να απομακρύνεται από τέτοια συναισθήματα. Και ο λόγος βρίσκεται στον παρακάτω δεύτερο- έμμεσο αντικειμενικό σκοπό της τραγωδίας, που είναι η κάθαρση……         

   

        Δεύτερος- έμμεσος αντικειμενικός σκοπός της τραγωδίας, λοιπόν, είναι η κάθαρση.  Έτσι, ο πιο πάνω Αριστοτελικός ορισμός αποκτά την απαραίτητη πληρότητα του, καθόσον ορίζεται η  κάθαρση το τελικό αίτιο – σκοπός της τραγωδίας.

         Τεκμηριώνει δε την περί καθάρσεως θεωρία του, περιγράφοντας είδη μουσικής, τα ονομάζει οργιαστικά ή ενθουσιαστικά, που αποσκοπούν μόνον στην κάθαρση, ούτε στην παιδεία, ούτε στη αναψυχή.  Άλλα είδη μουσικής, τα ηθικά, αποσκοπούν στη παιδεία - βελτίωση του ανθρώπινου χαρακτήρα.

        Εν τέλει, η γενική κατηγορία στην οποίαν εντάσσεται ο τελικός σκοπός της τραγωδίας είναι η ηδονή, η ηδονή που γεννά η κάθαρση, ένα ιδιαίτερο είδος διαφορετικό απ’ αυτό της απλής ξεκούρασης και της αναψυχής.  Ο Αριστοτέλης τοποθετεί την τραγωδία υψηλότερα,  σε σύγκριση με  την εποποιΐα, ενώ  δίνει και επεξηγηματικές οδηγίες στους ποιητές της, όπως ότι πρέπει να αποφεύγουν μύθους όπου αγαθοί άνθρωποι μεταπίπτουν στη δυστυχία, ή, αντίθετα, κακοί γίνονται ευτυχισμένοι. Επίσης, να επιδιώκουν εκείνη την ηδονή που προκαλεί ανακούφιση από το έλεος και το φόβο, και καμιά άλλη.

          Η Ποιητική”, έχει κερδίσει την εκτίμηση πολλών μελετητών. Ατυχώς, το έργο δεν σώθηκε ολοκληρωμένο. Εικάζεται, πως ένα κεφάλαιο του, το για την ιστορία της κωμωδίας, εξετάζεται στο χαμένο δεύτερο βιβλίο της “Ποιητικής”, και σ’ αυτό -υποθέτουν- ο Αριστοτέλης θα παρουσίαζε ολοκληρωμένη την περιγραφή της κάθαρσης και στη περίπτωση της κωμωδίας. Διότι, όπως η τραγωδία επιφέρει κάθαρση από έλεος και φόβο, το ίδιο συμβαίνει και στην κωμωδία, όπου η κάθαρση επέρχεται από την τάση του γέλιου! 

         Στο πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα “Το Όνομα του Ρόδου” του Ουμπέρτο Έκο (1932-2016), ο κεντρικός ήρωας, ένας μοναχός, αναζητά στο scriptorium (δωμάτιο γραφής) και στην βιβλιοθήκη ενός αβαείου (μονής) των Άλπεων, τον -χαμένο- δεύτερο τόμο της “Ποιητικής του Αριστοτέλη”. Εποχή Μεσαίωνα, και στην επίσημη Εκκλησία κυρίαρχη ιδεολογία ήταν ο “Σχολαστικισμός”, σύμφυρμα θεολογίας με Αριστοτελικές (βασικά) και Πλατωνικές αντιλήψεις. Η μονή εκείνες τις ‘μέρες συνταράσσεται από μια σειρά μυστηριωδών δολοφονιών…..

           Η λύση στο κεντρικό μυστήριο του μυθιστορήματος συναρτάται από το περιεχόμενο του αναζητουμένου βιβλίου του Αριστοτέλη, που αποκαλύπτεται τελικά ότι αφορά τη κωμωδία, τη σάτιρα και το γέλιο, καθώς και η δύναμη που προσδίδει η παρωδία, ο σαρκασμός, η ειρωνεία και η διακωμώδηση στο λόγο. 

          Οι μοναχοί και οι άλλοι κληρικοί, αλλά και οι θεοσεβούμενοι όλοι, όφειλαν να μην αστειεύονται και να μην γελούν, όπως ο ίδιος ο Ιησούς. Επομένως, αυτό το βιβλίο του Αριστοτέλη, για τον οποίον πίστευαν ότι μόνο τον ίδιο το Θεό είχε ανώτερο του, ήταν πολύ επικίνδυνο για τις κρατούσες θεολογικές αντιλήψεις, και κατά κανένα τρόπο δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί!

           Στο μυθιστόρημα, το τελευταίο αυτό αντίτυπο της Ποιητικής” υπάρχει, ανεξήγητα όμως όσοι έρχονται σε επαφή μαζί του θανατώνονται φρικτά, ενώ το ίδιο καίγεται (στο τέλος της διηγήσεως) σε μεγάλη πυρκαγιά, από  εμπρησμό…….

          ……. Για καλή τύχη της ανθρωπότητας όμως -και αυτό δεν είναι μύθος αλλά ιστορία αληθινή- ένας άλλος, αληθινός αυτή τη φορά, μοναχός, ιστοριοδίφης και λόγιος, ο Πόντζο Μπρατσολίνι, σε κάποιο μοναστήρι της κεντρικής Ευρώπης, ανακάλυψε  το 1417, και έτσι διέσωσε δια παντός, ένα σπάνιο χειρόγραφο. Και αυτό ήταν το μοναδικό σωζόμενο έργο του Ρωμαίου ποιητή, του 1ου αι. π.Χ., Λουκρητίου, το “De rerum natura”, βιβλίου όχι μικρότερης φιλοσοφικής, “ποιητικής” και επιδραστικής αξίας, από του Αριστοτέλη……   

       

 

12.2) Επίκουρου απόψεις “περί μουσικής και ποιητικής”

 

          Κατά τον Επίκουρο: «Μόνον ο σοφός είναι σε θέση να μιλήσει σωστά για ποίηση και μουσική.  ο ίδιος βέβαια δεν θα γράψει ποιήματα».

          «Μόνον τε τον σοφόν ορθώς αν περί μουσικής και ποιητικής διαλέξασθαι. ποιήματά τε ἐνεργείᾳ οὐκ ἂν ποιῆσαι»    (Διογένης Λαέρτιος Χ, 121)

          Σχετικά με τις απόψεις του Επικούρου για την μουσική και το θέατρο, οι Σέξτος, Κικέρων, Πλούταρχος, Πρόκλος, έχουν γράψει:

      - «Η μουσική…..δεν συντελεί στην ευδαιμονία, της αρέσει η σκόλη, το κρασοπότηρο, το ρεμπελιό…..»        

                                                                                                                                                                              (Σέξτος)

      - «Η ποίηση δεν δίδει καμιά στέρεη ωφέλεια. Το πολύ είναι μια διασκέδαση»                                                  

                                                                                                                                                           (Κικέρων, De Finibus)

       - «Τη χειρότερη θέση έχει το παραμύθι, οι ψευτιές που κοπανάν οι αοιδοί. Γι’ αυτό η προκατάληψη της σχολής για τους ποιητές και η λίγη ευλάβεια ακόμα και στον Όμηρο». «Ποιητική τύρβη….Ομήρου μωρολογήματα»                                                                                                                                       (Πλούταρχος)

       - «Οι Πλατωνικοί μύθοι πάνε δίπλα με τους Ομηρικούς κι είναι στην ουσία από την ίδια οικογένεια»         

                                                                                                                                                                          (Πρόκλος)

        Για την τέχνη: «Τέχνη εστί μέθοδος ενεργούσα τω βίω το συμφέρον» (αρχαίος σχολιαστής)                                     

 

                                                      (Χ. ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ: “ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ / Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ”, σελ. 223, 256-261)

 

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ:

 

          Στο τέλος την πραγματείας μας, ως φόρο τιμής στους Αριστοτέλη και Επίκουρο, γράφουμε επαίνους, που  πνευματικοί άνθρωποι απηύθυναν στις προσωπικότητες και στο έργο τους:

 

         «Ο Αριστοτέλης ίδρυσε και ολοκλήρωσε τη Λογική, τη Φυσική και τη Μεταφυσική. Λέω ότι τα ίδρυσε, γιατί όλα τα έργα που γράφτηκαν πριν από αυτόν για αυτές τις επιστήμες δεν αξίζει να μιλήσουμε και έχουν επισκιαστεί από τα δικά του γραπτά. Λέω ότι τα ολοκλήρωσε, γιατί κανένας από αυτούς που τον ακολούθησαν μέχρι την εποχή μας, δηλαδή για σχεδόν χίλια πεντακόσια χρόνια, δεν μπόρεσε να προσθέσει τίποτα σε αυτά τα γραπτά, ούτε να βρει κάποιο σημαντικό λάθος».           

                                                                                   Αβερρόης, στον πρόλογο των σχολίων του για την Αριστοτέλεια Φυσική.

 

            Ο Αβερρόης (1126 - 1198), Μαυριτανός από την Κόρδοβα της Ανδαλουσίας, τότε πόλη τριών πολιτισμών,  Kόσμημα και Κωνσταντινούπολη της Δύσης”,  γνώστης επιστημών και  διαπρεπής σχολιαστής του Αριστοτέλη, με το έργο και τη στάση ζωής του, υπήρξε πρωτοπόρος στον αγώνα  της ανθρωπότητας να ξεφύγει από τα δεσμά των σκοτεινών της χρόνων.  Το έργο του άσκησε σημαντική επιρροή αφ’ ενός στις μεγαλύτερες μορφές της της σχολαστικής φιλοσοφίας του 13ου αι., Αλβέρτο τον Μέγα, Θωμά Ακινάτη και Ιωάννη Δουνς τον Σκώτο, αφ’ ετέρου στους λαούς, που διψούσαν για μόρφωση, σε συνδυασμό με λύτρωση από θρησκευτικές προκαταλήψεις και στενόμυαλες δοξασίες, ασφυκτιώντας από έλλειψη ελευθερίας σκέψης και δράσης.

            Στην Ευρώπη τον 13ο αι. είχε παρουσιαστεί πολιτιστικό - πολιτικό κίνημα (από τον Ernest Renan ονομάστηκε «Λατινικός Αβερροϊσμός»), που συνένωνε όσους διακατέχονταν από προοδευτικές αντιλήψεις. Έντονα πολιτικοποιημένο το κίνημα, ξαπλώθηκε στην Ιταλία και ιδιαίτερα στην Πάδοβα, όπου φιλόσοφοι το δίδασκαν και από πανεπιστημιακές έδρες. Κράτησε έως τα τέλη του 15ου αι. Ο Ernst Bloch, θεωρεί τον Αβερρόη και τους Αβερροϊστές ως υλιστές, άθεους και επαναστάτες λόγιους, που αντιπαρατίθενται σε εκκλησιαστικές και μοναρχικές αρχές. Τους απέδωσαν και το σύνθημα - δόγμα της διπλής αλήθειας:…..  «Credo fidem esse veram et intelligo quod non est vera» / «Πιστεύω ότι η πίστη είναι αληθινή και καταλαβαίνω ότι δεν είναι»……..  

             Ωστόσο:  Η φιλοσοφία συνιστά το προτιμότερο μέσο πρόσβασης στην αλήθεια! 

 

 

         «Η σοφία δεν έχει προχωρήσει ούτε ένα βήμα μετά τον Επίκουρο και συχνά βρίσκεται χιλιάδες βήματα πίσω του».       Φρ. Νίτσε (1844-1900)                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

         «Ο Επίκουρος είναι, λοιπόν, ο μέγιστος Έλληνας διαφωτιστής, και του ταιριάζει ο έπαινος του Λουκρήτιου: “Humana ante oculos… (DRN I, 62-79”)».  Καρλ Μαρξ (1818-1883)

Διδακτορική διατριβή: “Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας”

         «Εσύ πατέρα μας φώτισες την αλήθεια…/ Tu, pater, es rerum inverto….. (DRN III, 9-13) ».  Ισαάκ Νεύτων (1643-1727).     Προοίμιο του έργου: “Opuscula mathematica, philosophica et philologica”

          «Χαίρε των Νεοκλειδών δίδυμη γενιά. Απ’ αυτούς, την πατρίδα μας ο ένας έσωσε από τη δουλεία, ο άλλος από τη βλακεία». Μένανδρος (342-292 π.Χ.)  (Παλατινή Ανθολογία VII. 72)                                                           

             «Χαίρε Νεοκλείδα δίδυμον γένος,  ων ο μεν ημών πατρίδα δουλοσύνας ρύσασθ’, ο δ’ αφροσύνας». / Αφορά τους Θεμιστοκλή και Επίκουρο. Νεοκλής ονομάζονταν οι πατεράδες και των δύο.

 

 

 

ΤΕΛΟΣ  ΑΡΘΡΟΥ

 


 [u1]

 [u2]

 [u3]

 [u4]

 [u5]

 [u6]

 [u7]

 [u8]

 [u9]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου