Σοφοκλή
& Ευριπίδη
Δύο ύμνοι για την Αθήνα
Η Ακρόπολη των Αθηνών
1) Ύμνο για την Αθήνα, αποτελεί το πρώτο στάσιμο (στίχοι 668-719) της τραγωδίας «Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ» του Σοφοκλή, το οποίον έργο αποτελεί και το τελευταίο της ζωής του. Παρουσιάστηκε στους Αθηναίους, πιθανόν 401 π.X., από τον ομώνυμο εγγονό του, δηλαδή 5 χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή. Η ταραγμένη περίοδος που ακολούθησε το οικτρό για την Αθήνα τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.X.), η επιβολή των Τριάκοντα Τυράννων (404 π.X.) κ.ά. γεγονότα, επιβράδυναν την παράσταση.
Το έργο πραγματεύεται το τέλος του θλιβερού Οιδίποδα. Τυφλός και εξόριστος ο πρώην βασιλιάς της Θήβας, κουρασμένος από τη ζωή και έχοντας βαθιά γνώση του αναπότρεπτου πεπρωμένου, φτάνει μετά από περιπλάνηση στον Αθηναϊκό δήμο του Ίππιου Κολωνού, μέσα στο ιερό άλσος των Ευμενίδων, οδηγούμενος από την κόρη του Αντιγόνη. Ο Οιδίπους επικαλείται την θεοσέβεια και την φιλοξενία των Αθηναίων για να γίνει το μέρος αυτό ο τόπος της τελικής του ανάπαυσης. Ο βασιλιάς της Αθήνας Θησέας, ευγενικός και συμπονετικός, του το εξασφαλίζει…. Η Αθήνα είναι “καταφύγιο των κατατρεγμένων”.
στο ωραιότερο μέρος της γης, στον Κολωνό με τ' άσπρα του χώματα.
Εκεί όπου μελωδικά κελαηδεί το αηδόνι, φωλιάζοντας σε καταπράσινες βαθιές κοιλάδες,
κρυμμένο στον σκουρόχρωμο κισσό, στο άβατο άλσος του θεού το πολύκαρπο,
το από τον ήλιο
απρόσβλητο κι’ απ’ τον αγέρα κάθε καταιγίδας.
Εδώ σεργιανίζει ο βακχικός Διόνυσος και γύρω του οι Νύμφες που τον τρέφουν.
Εδώ, όταν χαράζει, κι ο ουρανός σταλάζει τη δροσιά του, ανθίζουν ο νάρκισσος υπέροχος,
με τα λουλούδια του σαν ρώγες, στεφάνι αρχαίο για τις δυο θεές, κι’ ο κρόκος ο χρυσόξανθος.
Εδώ οι ροές του Κηφισού ακοίμητες, ποτέ δεν ησυχάζουν,
μόνο ακατάπαυστα κυλούν στα ρείθρα του.
Κι’ εκείνος, με
το γάργαρο νερό του, αρδεύει τους λειμώνες, γρήγορα να καρπίσουν στη γη μας την ευρύστερνη.
Αυτόν τον τόπο δεν τον αποστρέφονται μήτε οι Μούσες και οι χοροί τους,
μήτε η Αφροδίτη με τον χρυσό της χαλινό.
Κι’ ένα δέντρο είναι εδώ, τέτοιο δεν άκουσα ποτέ να βλάστησε,
στης Ασίας τη γη, ή στο μεγάλο δωρικό νησί του Πέλοπα.
Ένας βλαστός αυτοφυής, αχειροποίητος, φόβητρο στων εχθρών τα βέλη,
που ευδοκιμεί και θάλλει πιο πολύ σ᾽ αυτή τη χώρα.
Η ελιά, με το γλαυκό της φύλλωμα, η
παιδοτρόφος.
Κι’ αυτήν κανείς, νέος ή γέρος, με χέρια βέβηλα,
δεν μπορεί να χαλάσει ή ξεριζώσει, γιατί ο Δίας, ο προστάτης της,
την φυλά, με τ᾽ άγρυπνό του μάτι, και η γαλανομάτα Αθηνά.
Κι’ ένα ακόμη έπαινο πιο δυνατό έχω να πω, γι’ αυτήν εδώ την πόλη, τη Μητρόπολη μας,
δώρο θεού μεγάλου, και καύχημα παμμέγιστο της χώρας μου:
Τα ωραία άλογα και πουλάρια της, καθώς και την πρωτιά της στη θάλασσα.
Ω, γιε του Κρόνου άναξ Ποσειδών, εσύ, περήφανη εξύψωσες την πόλη,
όταν, σε τούτα ‘δώ τα μέρη πρωτόφτιαξες τα γκέμια, που μερώνουν τ᾽ άλογα,
και το γοργόλαμνο κουπί, στα χέρια επιδέξιων θαλασσινών,
θαύμα να βλέπεις πως παφλάζοντας αναπηδά στο κύμα,
ενώ μπροστά πενήντα εκατόποδες Νηρηίδες σέρνουν τον χορό.
Πρώτο στάσιμο (στ. 668-719)
Από χρόνους
πανάρχαιους οι Ερεχθεΐδες,
όλβιοι,
τέκνα των μακάρων θεών,
χώρας ιερής και
απόρθητης γέννημα,
και, μέσα στον πιο λαμπρό αιθέρα,
ηδυπαθώς
πάντα πορεύονται
εκεί όπου -λένε
πως- κάποτε
οι εννέα Πιέριες
Μούσες, οι πάναγνες,
την ξανθή Αρμονία
εγέννησαν.
Ο λόγος λέει πως η
Κύπρις
έλαβε νερό από τις
ροές
Κηφισού του
καλλίρροου,
και πως, καθώς ανάσανε,
έπνευσαν πάνω από
τη χώρα
ευλογημένες αύρες
ηδύπνοες.
Έχοντας πάντα στην
κόμη
στεφάνι από
ανθισμένα ρόδα που ευωδιάζουν,
στέλνει -λένε- τους Έρωτες
να καθίσουν πλάι στη Σοφία,
τα δύο που όταν ενώνονται
μας χαρίζουν καθετί θαυμαστό και
θεσπέσιο.
ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ “Μήδεια” (431 π.Χ.)
Υ. Γ. Στα αρχαία Ελληνικά, τα πιο πάνω δύο εδάφια, έχουν ως παρακάτω. Η μετάφραση τους είναι έργο ονομαστών φιλόλογων, αλλά με αρκετές δικές μου παρεμβάσεις.
ΣΟΦΟΚΛΗΣ
(ΧΟ.) εὐίππου,
ξένε, τᾶσδε χώ- [στρ. α]
ρας ἵκου τὰ κράτιστα γᾶς ἔπαυλα,
670τὸν ἀργῆτα Κολωνόν, ἔνθ᾽
ἁ λίγεια μινύρεται
θαμίζουσα μάλιστ᾽ ἀη-
δὼν χλωραῖς ὑπὸ βάσσαις,
τὸν οἰνωπὸν ἔχουσα κισ-
(675)σὸν καὶ τὰν ἄβατον θεοῦ
φυλλάδα μυριόκαρπον ἀνάλιον
ἀνήνεμόν τε πάντων
χειμώνων· ἵν᾽ ὁ βακχιώ-
τας ἀεὶ Διόνυσος ἐμβατεύει
(680)θείαις ἀμφιπολῶν τιθήναις.
θάλλει δ᾽ οὐρανίας ὑπ᾽ ἄ- [αντ. α]
χνας ὁ καλλίβοτρυς κατ᾽ ἦμαρ αἰεὶ
νάρκισσος, μεγάλαιν θεαῖν
ἀρχαῖον στεφάνωμ᾽, ὅ τε
(685)χρυσαυγὴς κρόκος· οὐδ᾽ ἄυ-
πνοι κρῆναι μινύθουσιν
Κηφισοῦ νομάδες ῥεέ-
θρων, ἀλλ᾽ αἰὲν ἐπ᾽ ἤματι
ὠκυτόκος πεδίων ἐπινίσεται
(690)ἀκηράτῳ σὺν ὄμβρῳ
στερνούχου χθονός· οὐδὲ Μου-
σᾶν χοροί νιν ἀπεστύγησαν, οὐδ᾽ αὖ
ἁ χρυσάνιος Ἀφροδίτα.
ἔστιν δ᾽ οἷον ἐγὼ γᾶς [στρ.
β]
(695)Ἀσίας οὐκ ἐπακούω,
οὐδ᾽ ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ
Πέλοπος πώποτε βλαστόν,
φύτευμ᾽ ἀχείρωτον αὐτοποιόν,
ἐγχέων φόβημα δαΐων,
(700)ὃ τᾷδε θάλλει μέγιστα χώρᾳ,
γλαυκᾶς παιδοτρόφου φύλλον ἐλαίας·
τὸ μέν τις οὐ νεαρὸς οὐδὲ γήρᾳ
συνναίων ἁλιώσει χερὶ πέρσας·
ὁ γὰρ αἰὲν ὁρῶν κύκλος
(705)λεύσσει νιν Μορίου Διὸς
χἀ γλαυκῶπις Ἀθάνα.
ἄλλον δ᾽ αἶνον ἔχω μα- [αντ.]
τροπόλει τᾷδε κράτιστον,
δῶρον τοῦ μεγάλου δαίμονος, εἰπεῖν,
(710)[χθονός] αὔχημα μέγιστον,
εὔιππον, εὔπωλον, εὐθάλασσον.
ὦ παῖ Κρόνου, σὺ γάρ νιν εἰς
τόδ᾽ εἷσας αὔχημ᾽, ἄναξ Ποσειδάν,
ἵπποισιν τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν
(715)πρώταισι ταῖσδε κτίσας ἀγυιαῖς·
ἁ δ᾽ εὐήρετμος ἔκπαγλ᾽ ἁλία χερ-
σὶ παραπτομένα πλάτα
θρῴσκει, τῶν ἑκατομπόδων
Νηρῄδων ἀκόλουθος.
ΣΟΦΟΚΛΗΣ: «Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ» (401 π.Χ.)
Πρώτο στάσιμο (668-719)
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
(ΧΟ.) Ἐρεχθεΐδαι τὸ παλαιὸν ὄλβιοι [στρ. α]
(825)καὶ θεῶν παῖδες
μακάρων, ἱερᾶς
χώρας ἀπορθήτου τ᾽ ἄπο,
φερβόμενοι
κλεινοτάταν σοφίαν, αἰεὶ
διὰ λαμπροτάτου
830βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος,
ἔνθα ποθ᾽ ἁγνὰς
ἐννέα Πιερίδας Μούσας λέγουσι
ξανθὰν Ἁρμονίαν φυτεῦσαι·
(835)τοῦ καλλινάου τ᾽ ἐπὶ
Κηφισοῦ ῥοαῖς [αντ.
α]
τὰν Κύπριν κλῄζουσιν ἀφυσσαμέναν
χώρας καταπνεῦσαι
μετρίους ἀνέμων
(840)ἡδυπνόους αὔρας· αἰεὶ δ᾽
ἐπιβαλλομέναν
χαίταισιν εὐώδη ῥοδέων
πλόκον ἀνθέων
τᾷ Σοφίᾳ παρέδρους
πέμπειν Ἔρωτας,
(845)παντοίας ἀρετᾶς
ξυνεργούς.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ:
«Μήδεια» (431 π.Χ.)
Τρίτο στάσιμο (στ.
824-845)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου