Για την «ΤΕΧΝΗ του ΛΟΓΟΥ»
1) ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Τέχνη του λόγου» στην αρχαιότητα ονομάστηκε η τεχνική της σύνθεσης ομιλιών που είχαν σκοπό την πειθώ και ως τέχνη του λόγου -κατ’ εξοχήν- θεωρείτο η Ρητορική. Στις τέχνες οι αρχαίοι Έλληνες λογάριαζαν, επίσης, την αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία, γραμματική, ιατρική κλπ., ό,τι ωφελεί την ζωή……
«Τέχνη εστί μέθοδος ενεργούσα τω βίω το συμφέρον» (Hermann Usener “Epicurea”, 227b). Οι παλαιοί πρόγονοι μας αγαπούσαν την
φιλοσοφία, όπως και την ενασχόληση με την πολιτική και τους δικαστικούς αγώνες.
Φρόντιζαν για την αγωγή του πολίτη, καθώς συμβαίνει σήμερα σε όλες τις
δημοκρατικές κοινωνίες. Και επειδή η δεξιότητα του λέγειν και πείθειν, απόλυτα
συναρτάται με την ευδοκίμηση των πιο πάνω στόχων, οι τέχνες του λόγου βρήκαν
πρόσφορο έδαφος ν’ αναπτυχθούν και διαδοθούν από νωρίς στην Ελλάδα.
Ο «Λόγος (Logos)» είναι μια
λέξη με ευρύτατη σημασία. Σημαίνει ομιλία, αγόρευση (speech), επιχείρημα (argument), αιτιολογία (causality), έκθεση, εντολή,
γνώμη, λογοδοσία, λογαριασμός (Calculus), αναλογία
(Proportionality/Ratio,
η μαθηματική σχέση), σκέψη (meditation), λογισμός, λογική (reason) κ.ά. Στο Μεγάλο
Λεξικό Δημητράκου απαριθμούνται 34 ερμηνείες της λέξης, που καταλαμβάνουν τρεις
σελίδες.
Κάποιοι φιλόσοφοι με τον όρο «λόγος»
εξέφρασαν διαφορετικές έννοιες, εκτός από την κυριότερη σημασία που έχει η λέξη
αυτή, που είναι η ομιλία. Ο Ηράκλειτος
(535 -475
π.Χ.) πρώτος χρησιμοποίησε τον
όρο «λόγος» (ένας και ο αυτός λόγος) ως την αρχή που καθορίζει τα πρότυπα της
σκέψης και τη δομή της πραγματικότητας (A. A. Long “Η Ελληνιστική φιλοσοφία, σελ. 213). Στον Ηράκλειτο ό «λόγος» εκφράζει
την λογική και την υπό αιωνίων νόμων διεπομένη τάξη του παντός, τον καθολικό
νόμο του σύμπαντος, δι’ ου τούτο κυβερνάται και κατευθύνεται. Έννοια που
περιλαμβάνει το αίτιον άμα και το αιτιατόν. Η πιο πάνω περί «λόγου» αινιγματική
αντίληψη του «σκοτεινού φιλόσοφου» πέρασε και αναπτύχθηκε περαιτέρω από τους Στωικούς.
Γι’ αυτούς, στη φύση – σύμπαν – θεός, που αποτελούν ενότητα, ενυπάρχει ο «λόγος».
Ο καθολικός λόγος (με την έννοια της λογικής, ασφαλώς) ενεργεί ανάμεσα στις
σχέσεις αιτίου και αποτελέσματος, ανάμεσα στις προκείμενες και τα συμπεράσματα.
Είναι η λειτουργική αρχή του σύμπαντος, αυτή που διαπερνά και ζωντανεύει το Όλον,
η ψυχή του κόσμου (anima mundi). Επίσης, το «αληθές» είναι το προτασιακό
αντίστοιχο του «πραγματικού» κλπ. κλπ. (A. A. Long “Η Ελληνιστική φιλοσοφία, σελ. 232-233).
Τέτοιοι κ.ά. περί του “Λόγου” μυστικιστικοί διαλογισμοί
ακραίου ιδεαλισμού, όπου η απλή, καθαρή, ανθρώπινη έννοια του λόγου (ως «ομιλία»
ή «λογική»), έλαβε σχήμα υπερφυσικής-θεϊκής αρχέγονης δύναμης που δημιουργεί,
ρυθμίζει και κατευθύνει τα πάντα, επηρέασαν μακρά σειρά μεταγενέστερων φιλοσόφων-συγγραφέων
και τελικά οδήγησαν στη θεολογία.
Ο όρος «λόγος», με αυτή την «μεταφυσική»
έννοια, δεν απαντάται μόνον στην Ελλάδα των κλασσικών χρόνων, αλλά αιώνες
προηγούμενα διατυπώθηκε στις χώρες της Ανατολής. Από τα τέλη της 4ης π.Χ. χιλιετίας
οι Φαραώ, προσπαθώντας να επιβάλλουν τον Φθά (Ptah), ένα τοπικό θεό της
πρωτεύουσας Μέμφιδας ως ανώτατη θεότητα σ’ όλο το βασίλειο τους, και το
Μεμφιτικό ιερατείο διαμορφώνουν μια θεολογία, την «Μεμφιτική», όπου εκεί πρωτοσυναντάται η «θεϊκή» έννοια του «Λόγου». Κατ’
αυτήν, ο «λόγος/γλώσσα» του υπέρτατου Φθά συνιστά την δημιουργό αιτία του
κόσμου. (βλ.ανάρτηση μου στο Blog 18/11/2020: «Ο Φθα
(Ptah) και ο μύθος της δημιουργίας του κόσμου»).
Η ιδέα αυτή επιζεί επί χιλιετίες,
μάλιστα αναπτύσσεται εξαιρετικά από τον Φίλωνα (20 π.Χ. – 45 μ.Χ.), τον
ελληνιστή Ιουδαίο φιλόσοφο της Αλεξάνδρειας, κέντρο της εβραϊκής διασποράς
εκείνη την εποχή. Ο Φίλων έγραψε ότι «ο Λόγος
του ζωντανού Θεού είναι ο δεσμός πάντων. Είναι αυτό που κρατά όλα τα πράγματα
μαζί, δεσμεύει όλα τα μέρη τους και τα εμποδίζει να διαλυθούν και διαχωριστούν.
Αντίληψη, ανάλογη των Στωικών, ως είδαμε, φιλοσόφων και όχι μόνον.
Νεοπλατωνικοί και πρωτοχριστιανοί, άλλοι δάσκαλοι ποικίλων δογμάτων και αιρέσεων (Γνωστικισμός), και ανατολικών
δογμάτων (Σούφι), διατύπωσαν ανάλογες ιδέες.
Στην Περσία, Μεσοποταμία, Φοινίκη,
ανθούσαν παρεμφερείς μυθολογίες. Στην Ινδία παραπλήσια είναι η έννοια «Nāma/rūpa», κάτι σαν η διανοητικό-φυσική
σύσταση κάθε όντος….. Ex Oriente lux, λοιπόν, και από ‘κεί «φωτίστηκαν» και οι Δυτικοί θεολόγοι (Max Müller, Three lectures of the “Vedanta Philosophy”, chapter:
Coincidences between the “Nama-rupe” and the Greek “Logos”, 1894).
Στη
Χριστιανική θρησκεία το Ευαγγέλιο του Ιωάννη προσδιορίζει το «Λόγο», όργανο δι’
ου όλα τα πράγματα γίνονται θεϊκά. Ο ενσαρκωμένος «Λόγος» του Πατρός και Δημιουργού,
ο Ιησούς, ανακηρύσσεται «Χριστός», που σημαίνει «χρισμένος» (Εβραϊστί Μεσσίας) και Θεός
αυθύπαρκτος, εντός μιας αδιαιρέτου τριάδας (θεών).
Είτε με ορθολογική, είτε με μεταφυσική
έννοια, λοιπόν, ο «λόγος» διαθέτει υψίστη δύναμη. Στο παρόν, πάντως, «ταπεινό και μη πλήρες»,
άρθρο μου, που συνέταξα μέσα από ένα πλήθος αποσπασματικών γνώσεων μου, οι
ορολογίες «λόγος» και «διαλεκτική» θα αφορούν μόνον την «ρητορική ομιλία» στα
χρόνια της Ελληνικής αρχαιότητας και στο εξής, στο κείμενο μας, θα νοούνται
μόνον με τη σημασία αυτή, την ορθολογική. Άλλωστε, πλην του Ηράκλειτου και των Στωικών,
που προσέδωσαν στο «λόγο» και τη μεταφυσική του έννοια, στους άλλους αρχαίους Έλληνες
φιλόσοφους ό όρος «λόγος» δηλώνει είτε
τη ρητορική ομιλία όπως στους σοφιστές, είτε προσέτι και τη «λογική (ορθή
σκέψη)» όπως στον Αριστοτέλη.
2) Η ΡΗΤΟΡΙΚΗ
Από την εποχή του Ομήρου το να είναι κανείς
καλός ομιλητής και άνθρωπος της δράσης, βεβαίως, ήταν φιλοδοξία των Ελλήνων, επισημαίνει
ο κορυφαίος Ελληνιστής Albin Lesky. Ο
σοφός Σόλων ο Αθηναίος (περ. 639-559
π.Χ.)…… «τον λόγον έλεγε είδωλον (καθρέπτης) είναι των έργων» και τον
οριοθετούσε από την σιγή, η οποία σιγή είχε όριο την περίσταση….. «Έφασκε τε σφραγίζεσθαι τον μεν λόγον σιγή, την
δε σιγήν καιρώ» (Διογένης Λαέρτιος Ι,2,58). Ένας άλλος
σοφός, ο Βίας ο Πριηνεύς (6ος αι. π.Χ.),
ήταν φημισμένος για τη ρητορική του δεινότητα. Όμως, μόνον για δίκαιες υποθέσεις χρησιμοποιούσε
την δύναμη των λόγων του….. «Λέγεται δε
και δίκας δεινότατος γεγονέναι ειπείν. Επ’ αγαθώ μέντοι τη των λόγων ισχύει
προσεχρήτο». Σε βαθιά γεράματα, πέθανε -ήρεμος-
αμέσως μόλις είχε τελειώσει την ομιλία του σε κάποια δίκη (Διογένης Λαέρτιος Ι,5,84).
Οι αρχαίοι απέδιδαν μεγάλη σημασία και
στη μουσικότητα και στην ευφωνία του λόγου. Ο Δημόκριτος είχε συγγράψει
πραγματεία «Περί ευφώνων και δυσφώνων γραμμάτων». Μεταγενέστεροι θεωρητικοί της
λογοτεχνίας υποστήριζαν ότι το κάλλος του ονόματος δεν εξαρτάται μόνον από το
σημαινόμενο του, αλλά και από τον «ψόφον (δηλ. ήχον)» του. (Αριστοτ. «Ρητορική» 1405b.6). Η στάση αυτή κατανοείται από το γεγονός ότι στην
αρχαιότητα κυριαρχούσε ο προφορικός λόγος, ακόμα και το γραπτό κείμενο
διαβάζονταν υψηλοφώνως. (Μ. Ζ. Κοπιδάκης «Μελετήματα, σελ. 108).
Η «εφεύρεση» της Ρητορικής, πάντως,
αποδίδεται σε δύο Σικελιώτες των αρχών του 5ου π. Χ. αιώνα, στον Κόρακα και τον μαθητή του τον Τεισία. Η γέννηση της Ρητορικής στη
Σικελία σχετίζεται με την εκδίωξη των τυράννων και την εγκαθίδρυση δημοκρατικών
πολιτευμάτων κατ’ εκείνη την εποχή στο
νησί. Η Ρητορική, περισσότερο και από τα όπλα συνέβαλε σ΄ αυτό. Η πειθώ
θεωρήθηκε (και ήταν σαφώς) προτιμότερη μέθοδος επιβολής, από τη βία!
Ο όρος «Ρητορική» απαντά για πρώτη φορά στον «Γοργία», τον Πλατωνικό διάλογο που μάλιστα του έχει δοθεί ο υπότιτλος
«Περί ρητορικής ανατρεπτικός». Σ’ ένα
άλλο διάλογο του Πλάτωνα, τον «Φαίδρο»,
που κυριότερο θέμα του έχει την τέχνη του λόγου (το άλλο μεγάλο θέμα του ιδίου διαλόγου είναι ο έρως),
παρουσιάζονται ως προπάτορες της «ρητορικής
των δημηγοριών» οι μυθικοί ήρωες Νέστωρ
και Οδυσσεύς. Πράγματι, στον Όμηρο….. για τον οποίον ο Πλάτωνας γράφει ότι «……ὅταν Ὁμήρου ἐπαινέταις ἐντύχῃς, λέγουσιν ὡς
τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν οὗτος ὁ ποιητὴς….. (Πολιτεία
606e)» ο μεν Νέστωρας χαρακτηρίζεται «ηδυεπής» (ο λέγων γλυκά λόγια), που
«από γλώσσης μέλιτος γλυκίων ρέεν αυδή»
(αυδή = φωνή,
ομιλία)» (Ιλιάδα Α, 249), τα σοφά του λόγια ακούγονταν
με σεβασμό απ’ όλους τους Αχαιούς και έπειθαν, ο δε Οδυσσέας «πολύμητις», «Διί
μήτιν ατάλαντος (ισότιμος με τον Δία στη σοφία/ικανότητα
να σκέφτεται και να συμβουλεύει)», πολυμήχανος, πολύτροπος, ως από την ικανότητα του να κατέχει πολλούς
τρόπους για να μεταβάλει τους λόγους και επιχειρήματα του (καταφερτζής).
Σε αντιδιαστολή, ο σοφός (πλην
«τραγικός») ήρωας Παλαμήδης,
ονομαστός για τις πρακτικής αξίας επινοήσεις, συνθέσεις και συγγραφές του, τοποθετείται από τον Πλάτωνα αρχηγέτης
της «φιλοσοφικής ρητορικής». Στο πιο
πάνω του έργο ο Πλάτων επίσης προσαγορεύει την δύναμη του λόγου ως «ψυχαγωγία»,
που σημαίνει ψυχής οδηγό, αλλά και ευχαρίστηση.
Η Ρητορική, το τεχνικό μάθημα της ορθότητας
του εκφερόμενου λόγου, διδάσκονταν στους νέους επί πολλούς αιώνες, μάλιστα
εθεωρείτο απολύτως απαραίτητο, το σπουδαιότερο ίσως, μάθημα των σπουδών τους. Αργότερα, Ρωμαίοι αυτοκράτορες ίδρυσαν
φιλοσοφικές σχολές, καθώς ο Ανδριανός το
«Αθήναιον» στην Ρώμη και ο Μάρκος
Αυρήλιος δύο σχολές στην Αθήνα, όπου εδιδάσκοντο η Σοφιστική και η Ρητορική. Επιπλέον
χορήγησαν και προνόμια στους απόφοιτους που διακρίνονταν, όπως να τους
προσλαμβάνουν και ανυψώνουν έως τα ύψιστα πολιτικά και αυλικά αξιώματα («μυστικοσύμβουλοι
των αυτοκρατόρων, «οι επί των επιστολών», οι λεγόμενοι «βασιλείς του λόγου»). Πάρα
πολλοί απ’ αυτούς εχρημάτισαν και οικοδιδάσκαλοι επιφανών Ρωμαϊκών οικογενειών
κ.ά.
Η Ρητορική διδάσκονταν και στο «Πανδιδακτήριο»,
το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης που ιδρύθηκε από τον Θεοδόσιο Β΄ (με την
προτροπή και της συζύγου του Αθηναΐδας – Ευδοκίας) το 425 και με
διακυμάνσεις και κλυδωνισμούς λειτούργησε ως τα ύστερα χρόνια του Βυζαντίου. Στην
Ευρώπη κατά τον μεσαίωνα, η Ρητορική μαζί με τη Γραμματική και τη Διαλεκτική, αποτελούσαν
το λεγόμενο trivium (σημαίνει τρεις δρόμοι). Το Quadrivium (τέσσερις
δρόμοι), η «τετρακτύς» των Ελλήνων, απάρτιζε η δέσμη των τεσσάρων
μαθήματων: αριθμητικής, γεωμετρίας, μουσικής και αστρονομίας.
Στην Ελλάδα τον 5ο π.Χ. αιώνα (ευθύς μετά τους
Περσικούς πολέμους), οι υπέρμαχοι της προόδου που όλο και
πληθαίνουν, θεωρούν πλέον όχι τους θεούς, αλλά την απρόσωπη Φύση ως την
παγκόσμια δύναμη που δημιούργησε την «κοσμική τάξη», της οποίας οι άνθρωποι
αποτελούν μέρος. Η σκέψη ξεστράτισε από θεϊστικές ερμηνείες, (πρώτοι οι Ίωνες
φιλόσοφοι είχαν ανοίξει το δρόμο).
Η θρησκεία νομίζεται ανθρώπινη επινόηση, οι θρησκευτικοί θεσμοί ατονούν, οι
δημοκρατικοί ενισχύονται. Τότε, όταν το ενδιαφέρον της ανθρώπινης σκέψης
στράφηκε προς αυτόν τον ίδιο τον άνθρωπο, δημιουργήθηκε μια νέα φιλοσοφική θεώρηση, η λεγόμενη «Σοφιστική».
3) ΟΙ ΣΟΦΙΣΤΕΣ
3.1) Το σοφιστικό κίνημα στάθηκε οδηγός της φιλελεύθερης σκέψης στην
Ελλάδα, ένας πρώιμος διαφωτισμός. Κατά τους σοφιστές, οι νόμοι δεν είναι ούτε έμφυτοι στην ανθρώπινη
φύση, ούτε δώρο κάποιων θεών. Είναι συμφωνίες θεσπισμένες από τους ανθρώπους,
όσο αυτές εξυπηρετούν το κοινό όφελος τους, άρα και μεταβλητές κατόπιν κοινής συναινέσεως. Εξ άλλου, η δύναμη κάθε
Νόμου εξαρτάται από την προθυμία του ατόμου να τον αποδεχτεί και σεβαστεί. Δεν
υπάρχει, συνεπώς, τίποτα το ιερό και μόνιμο σ’ αυτόν, τον καθαρά ανθρώπινο θεσμό. Οι σοφιστές πρώτοι αυτοί αμφισβήτησαν και
το κατά πόσον το «δίκαιο» και το «νόμιμο» συνέπιπταν.
Η λέξη «σοφιστής» σε όλη την αρχαιότητα
είχε και πλατιά σημασία, καθόσον περιελάμβανε κάθε πεπαιδευμένο άνδρα, γενικά τον
κάτοχο οποιασδήποτε επιστήμης (γνώσης-τέχνης). Ο Karl
Popper τους ονόμασε «Η Μεγάλη Γενιά».
Για την εποχή, όπου η ιδέα της
κατωτερότητας των «βαρβάρων» έναντι των Ελλήνων ήταν κυρίαρχη στις αντιλήψεις των
προγόνων μας, μάλιστα ενισχυμένη μετά τις νίκες επί των Περσών και που ήταν αδιανόητο
να υπάρχει κοινωνία χωρίς δούλους, ο Βίλχελμ Νέστλε (Wilhelm Nestle,
ο μαζί με τον Eduard Zeller συγγραφείς της «Ιστορίας της Ελλ. φιλοσοφίας», Ελλ. μετάφραση Χαράλαμπος
Θεοδωρίδης) έγραψε: «Θα προσδίδει για πάντα δόξα στην Ελληνική
Σοφιστική το γεγονός ότι, ξεκινώντας από την έννοια του φυσικού νόμου,
εναντιώθηκε στην ύπαρξη δουλείας για λόγους θεωρητικούς (δηλ. νόμου των
ανθρώπων), ενώ η Σωκρατική σχολή, Πλάτων και Αριστοτέλης, αντιπροσωπεύουν σ’
αυτό το θέμα ένα αποφασιστικό βήμα προς τα πίσω».
Όσοι κλίνουν προς ιδεαλιστικές
απόψεις, το σοφιστικό κίνημα κρίνουν διαφορετικά. Κατ’ αυτούς «….. παρ’ όλες
τις αναμφισβήτητες υπηρεσίες που προσέφεραν στην ανάπτυξη της επιστήμης και
στην διαμόρφωση της διδακτικής τεχνικής, στο σύνολο τους οι σοφιστές,
απετέλεσαν αρνητικό παράγοντα ως προς την ευδοκίμηση του αρχαίου Ελληνισμού.
Ευνόησαν τον υποκειμενισμό και τον αχαλίνωτο εγωισμό, ο οποίος δεν μπορούσε
παρά να θραύσει τις δεσμεύσεις και την σταθερότητα του κοινού πολιτικού βίου» (Κ. Δ. Γεωργούλης
(1894-1968) «Ιστορία της Ελλ. φιλοσοφίας», Εκδόσεις Παπαδήμα, β’ έκδοση 1994,
σελ.120).
Οι λειτουργοί της Σοφιστικής κίνησης, τα πιο ανήσυχα
πνεύματα της εποχής, με καταγωγές από διάφορα μέρη του Ελληνικού κόσμου, δεν ήσαν
μόνο προοδευτικοί στοχαστές, αλλά και επαγγελματίες που ασκούσαν στην πράξη την
τέχνη της ρητορικής σε όλους τους κλάδους της, δικανική, πολιτική, επιδεικτική.
Συστηματοποίησαν και έγγραψαν εγχειρίδια της ρητορικής, της ευγλωττίας
(ορθοέπειας), της εριστικής και της πολιτικής τέχνης και βέβαια ήσαν και δάσκαλοι της «τέχνης του λόγου», αφού
σαν τέχνη, αυτή νοούνταν διδακτή. Ως πρότυπο τους διάλεξαν τον μυθικό (και
τραγικό) ήρωα Παλαμήδη. Για να διδάσκουν τους νέους, διένυαν όλη την Ελλάδα, όμως κέντρο είχαν -ασφαλώς- την Αθήνα.
Ελάμβαναν αμοιβές, τα δίδακτρα τους ήταν μάλλον τσουχτερά.
3.2) Ιδρυτής, και ένας από τους δύο κορυφαίους
της σοφιστικής κίνησης, ήταν ο Πρωταγόρας,
ο Αβδηρίτης (490
– 420 π.Χ.). Ορθολογιστής, υποστηρικτής της θεωρίας της προοδευτικής
εξέλιξης του ανθρώπινου γένους (με τις δικές του προσπάθειες και προς το
καλλίτερο) από αρχική, πρωτόγονη κατάσταση. Αγνωστικιστής σε θέματα θρησκείας. Παρά το
υψηλό κύρος που διέθετε, κατηγορήθηκε για αθεΐα και μαρτυρείται πως τα βιβλία
του κάηκαν δημόσια στην αγορά της Αθήνας, μάλιστα για να αποφύγει τα χειρότερα διέφυγε
προς τη Σικελία. Ο Πρωταγόρας εισήγαγε την έννοια του «ανθρωποκεντρισμού», με
το χαρακτηριστικό του απόφθεγμα «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Ο Πρωταγόρας,
υιοθετώντας ακραίο υποκειμενισμό, ξεκινούσε
με το αξίωμα ότι υπάρχουν δύο αντίθετα επιχειρήματα για κάθε ζήτημα (αργότερα αυτά,
τα διπλά-δίδυμα επιχειρήματα, θα ονομασθούν «Δισσοί λόγοι»), ότι ο ρήτορας πρέπει να είναι σε θέση να
υποστηρίζει αντίθετες απόψεις με ίση επιτυχία.
Κάθε
συζήτηση, για τον εξ Αβδήρων σοφιστή, είναι μια «Μάχη των λόγων (Λογομαχία)»,
από την οποίαν ο ένας συζητητής θα πρέπει να εξέλθει νικητής και ο άλλος
ηττημένος. Στον Διογένη Λαέρτιο (Πρωταγόρας, βιβλίο Θ,52) διαβάζουμε «…. και πρώτος λόγων αγώνας εποιήσατο».
Στον ομώνυμο Πλατωνικό διάλογο (335α) λέει
ο Πρωταγόρας «….πολλοίς
ήδη εις αγώνα λόγων αφικόμην ανθρώποις». Έχοντας μεγάλη ιδέα για την ρητορική του
δεινότητα, ισχυρίζονταν ότι μπορούσε να καταστήσει το αδύνατο επιχείρημα
ισχυρότερο, αλλά και ότι διδάσκει τους νέους την «πολιτική αρετή», την αρετή νοούμενη
ως χρησιμότητα,
την «πολιτική σοφία και τέχνη», δηλαδή την ικανότητα να
διαχειρίζονται τις υποθέσεις της πολιτείας-κράτους.
Ο διάλογος «Πρωταγόρας» του Πλάτωνα, που είναι από τους ωραιότερους, υποτίθεται
διεξάγεται το έτος 432 π.Χ., όταν ο μεν Σωκράτης ήταν 38 ετών, ο δε Πρωταγόρας
58. Είναι συζήτηση βαθέων νοημάτων, αριστούργημα
τεχνικής του λόγου, ένα συναρπαστικό debate δύο γιγάντων του πνεύματος, μια αντιπαράθεση
της Σωκρατικής διαλεκτικής με την σοφιστική ρητορική. Το συμπέρασμα του
διαλόγου (προκύπτει
μετά από διαφωνίες, αλλά και μετατοπίσεις και συμβιβασμούς των διαφόρων απόψεων
των συζητητών) είναι ότι η
«Αρετή» είναι - εκ φύσεως - μία, μόνη και απλή
-και κατά την ουσία της και κατά την ενέργεια της- και κακώς κανείς θα
την χώριζε σε μέρη. Δικαιοσύνη, οσιότης, σωφροσύνη, σοφία και ανδρεία αποτελούν
αδιάσπαστα είδη αυτής, της μίας, Αρετής.
Η Αρετή (των φιλοσόφων) στηρίζεται στην
γνώση, άρα είναι διδακτή και ασκείται απ’ αυτούς που την γνωρίζουν (έχουν την
γνώση). Κανείς, λοιπόν, δεν αμαρτάνει εκουσίως, τα αμαρτήματα προέρχονται από την αμάθεια. Όσο
για την «αρετή των σοφιστών», την
‘εμπειρική’, αυτή είναι ψευδής και μη διδακτή…… κατά τον Πλάτωνα.
3.3) Ο άλλος μεγάλος σοφιστής ήταν Γοργίας ο Λεοντίνος (483–375 π.Χ. Υπεραιωνόβιος,
έζησε 108 χρόνια! Άλλοι μακροβιότατοι
φιλόσοφοι ήσαν οι: Δημόκριτος 104, Σόλων, Θαλής, Πιτακκός 100, Ισοκράτης 99)
Αγνωστικιστής και
σκεπτικιστής επίσης. Στο ίδιο πνεύμα με τον Πρωταγόρα, ο Γοργίας έλεγε ότι
χρειάζεται τόλμη και πνεύμα η συζήτηση, η οποία καλεί, όπως ο κήρυκας στα
Ολύμπια, οποιονδήποτε επιθυμεί να λάβει μέρος, ωστόσο, στεφανώνει μόνον
εκείνους που μπορούν να νικήσουν. Έδινε έμφαση στον «καιρό», δηλ. την κατάλληλη
στιγμή μιας ομιλίας. Πίστευε, ότι η Φύση όρισε ο δυνατότερος να εξουσιάζει και να
οδηγεί τον ασθενέστερο.
Στον Πλατωνικό διάλογο «Γοργίας», ο Σωκράτης ρωτά τον Γοργία
για τον ακριβή χαρακτήρα της τέχνης που αυτός ασκεί (449d-450α) και αυτός απαντά ότι πρόκειται για την «τέχνη
του λόγου», η οποία παρέχει ξεχωριστή ικανότητα ομιλίας στους κατόχους της και,
δεδομένου ότι η ομιλία αποτελεί την
έκφραση της σκέψης και της ευφυίας, τους καθιστά εξαιρετικά νοήμονες («δυνατούς
φρονείν»).
Ο Γοργίας όρισε την ρητορική τέχνη ως εκείνη του ευλογοφανούς, πειστικού, λόγου, «πειθοῦς δημιουργόν», η οποία πειθώ
είναι κεφαλαιώδης, γιατί καμία αλήθεια
δεν υπάρχει πέραν αυτής, για την οποίαν κάποιος έχει πειστεί. Άλλωστε για τους Πρωταγόρα και Γοργία, η γνώμη είναι το παν, δεν υπάρχει άλλο
αντικειμενικό κριτήριο για την αλήθεια. Περαιτέρω, η αλήθεια είναι αυτή που
εξασφαλίζει το πρωταρχικό ανθρώπινο καλό, την ελευθερία!.... Ανάλογα πρέσβευαν
και οι άλλοι εκ των σοφιστών.
3.4) Χαρακτηριστικό δείγμα μαθήματος
ρητορικής, ή επίδειξης δικανικού λόγου, υπέροχο από πλευράς της γλώσσας του και
των επιχειρημάτων του είναι το: «Ἑλένης ἐγκώμιον».
Αποδίδεται στον Γοργία και «τύχηι αγαθήι» είναι
ένα από τα ελάχιστα έργα σοφιστών που σώζονται ολόκληρα. Στο «Ἑλένης ἐγκώμιον»
ο Γοργίας επιλαμβάνεται να δείξει ότι η Ελένη δεν ευθύνεται που ακολούθησε τον
Πάρη στην Τροία. Στην αρχή, απαριθμούνται τέσσερις λόγοι για τους οποίους θα
μπορούσε να της αποδοθεί ευθύνη για την απόφασή της αυτή: 1ος) Απόφαση θεών και
τύχη, 2ος) Άσκηση βίας, 3ος) Πειστικός λόγος και 4) Έρωτας. Ο Γοργίας διερευνά έναν-ένα τους
τέσσερις αυτούς λόγους και για όλους αποφαίνεται ότι η Ελένη είναι αθώα.
Αποδεικνύει ότι και στις τέσσερις περιπτώσεις (ενδεχόμενα), η δυστυχής Ελένη
βρέθηκε αντιμέτωπη με δυνάμεις πολύ ανώτερες από τη θέληση οποιουδήποτε
ανθρώπου!
3.5) Εκτός από τους πιο πάνω
αναφερθέντες πρώτους και μεγαλύτερους
της «τέχνης του λόγου» (Πρωταγόρα και Γοργία), άλλοι σημαντικοί ρήτορες /
συγγραφείς - εκπρόσωποι της σοφιστικής φιλοσοφικής τάσης των χρόνων εκείνων,
ήσαν:
Πρόδικος ο Κείος: Φημιζόταν
για την ρητορική του τέχνη και την σοφία, εξ ου και η φράση «σοφότερος
Προδίκου». Συγγραφέας του μύθου του Ηρακλή στο τρίστρατο (με την Αρετή και την
Κακία).
Ιππίας ο Ηλείος: Ξακουστός για την απέραντη μνήμη και πολυμάθεια
του. Ασχολήθηκε με τα μαθηματικά, διέπρεψε στη Γεωμετρία.
Αντιφών ο Ραμνούσιος: (Συγχέεται με δύο ακόμα συνονόματους του συγγραφείς).
Έβλεπε μια μοναδική, ενεργό, λογική αρχή να δρα, τόσο στον άνθρωπο όσο και στη
φύση (σαν τον
«Νουν» του Αναξαγόρα). Η φιλοσοφία του για την ζωή είναι
εκλεπτυσμένος και διανοητικός ηδονισμός, ενώ ισχυρίζονταν ότι επινόησε μια
«τέχνη αλυπίας», χρήσιμη σε ψυχικά ασθενείς. Η παρατήρηση του για τον «χρόνο», ότι δεν έχει ουσιαστική ύπαρξη
αλλά είναι νοητική έννοια ή μέσο μέτρησης, σίγουρα εντυπωσιάζει ακόμα και
σημερινούς επιστήμονες.
Θρασύμαχος ο από την Χαλκιδόνα του Βοσπόρου: Πασίγνωστος από την
«Πολιτεία» του Πλάτωνα, όπου τον παρουσιάζει «αμοραλιστή (ανηθικιστή)» να λέει ότι: η
δικαιοσύνη είναι «τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον» - το συμφέρον αυτών που
κυβερνούν, ότι ο ισχυρότερος υποτάσσει τους άλλους και άλλα παρόμοια (ενδεχομένως ως
κοινωνιολογικές παρατηρήσεις και αντίλογο του συζητούμενου θέματος, για τις
ανάγκες της Πλατωνικής δραματουργίας!).
Κριτίας, Αθηναίος: Η ευφυΐα και πολυμερής παιδεία του, τον έκαναν
από τους ικανότερους πολιτικούς και πιο μορφωμένους άνδρες της εποχής του. Ως λόγιος ασχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου,
τα δε ρητορικά του έργα χρησίμευαν στη ρωμαϊκή εποχή ως πρότυπα για τους
μεγάλους Ρωμαίους ρήτορες. Όμως, τα φοβερά ελαττώματα του χαρακτήρα του τον έκαναν να μείνει στην ιστορία ως ο πιο
αιμοδιψής εκ των “τριάκοντα τυράννων”.
Αντισθένης, Αθηναίος (445-365 π.Χ.):
Ρήτορας και μαθητής του Γοργία, θαυμαστής και φίλος του Σωκράτη. Αισθησιοκράτης,
απέρριπτε την περί «Ιδεών» θεωρία του Πλάτωνα και ονομαστή έμεινε η ρήση του: «Ίππον μεν ορώ, ιππότητα δε ουκ ορώ». Για
τον Θεό έλεγε ότι «οὐδενὸς δεῖται». Το ανώτατο αγαθό κατά τον
Αντισθένη ήταν η ζωή, η σύμφωνη με την αρετή. Η δε αρετή συνδέεται με τον λόγο
– λογική και επαρκεί για την ευδαιμονία, «μηδενὸς
προσδεομένην, ὅτι μὴ Σωκρατικῆς ἰσχύος» (Διογένης
Λαέρτιος, VI, 10.8 - 11.3). Υπέρμαχος ων της εγκράτειας και
καρτερικότητας, σημαντικά επηρέασε τους Κυνικούς και Στωικούς φιλόσοφους. «Οὗτος ἡγήσατο καὶ τῆς Διογένους ἀπαθείας καὶ τῆς Κράτητος ἐγκρατείας καὶ
τῆς Ζήνωνος καρτερίας» (Διογένης Λαέρτιος VI, 15.1 - 2).
Αλκιδάμας ο Ελεάτης, από την Ελαία της Αιολίδας: Δήλωνε ότι κανένα
άνθρωπο δεν τον έκανε η φύση σκλάβο, την δε φιλοσοφία ήθελε «οχυρό κατά των
νόμων».
Διαγόρας ο Μήλιος (o “άθεος”), Λυκόφρων, και άλλοι…….
4) ΠΛΑΤΩΝ &
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
Ο Πλάτωνας ξεχώριζε πέντε είδη
λόγου. Τον πολιτικό «ον οι
πολιτευόμενοι λέγουσιν εν ταις εκκλησίαις (λαϊκές συνελεύσεις)», τον Ρητορικό
«ον οι ρήτορες γράφουσιν εις επίδειξιν
κ.ά….», τον ιδιωτικό «ον οι
ιδιώται διαλέγονται προς αλλήλους», τον διαλεκτικό «ον οι κατά βραχύ ερωτώντες και
αποκρινόμενοι τοις ερωτώσι διαλέγονται» και τον τεχνικό «ον οι τεχνίται περί της εαυτών διαλέγονται
τέχνης» (Διογένης Λαέρτιος ΙΙI, 1, 86-87).
Κατά τον Πλάτωνα, υπό την Ρητορική συγκαταλέγονται έξι είδη
λόγων: Προτρεπτικοί - Αποτρεπτικοί – Κατηγορητικοί – Απολογητικοί – Εγκώμια –
Ψόγοι, ενώ -βέβαια- η μεθοδολογία συζήτησης φιλοσοφικού ή πολιτικού θέματος είναι
αυτή με τις με ερωτο-αποκρίσεις και με την οφειλόμενη προσοχή στους χαρακτήρες
των εισαγομένων προσώπων και στο λεκτικό, δηλαδή η Διαλεκτική «Διαλεκτική δ’ εστί τέχνη λόγων, δι’ ης ανασκευάζομεν
τι ή κατασκευάζομεν εξ ερωτήσεως και αποκρίσεως των προσδιαλεγομένων» (Διογένης
Λαέρτιος ΙΙΙ, 1, 48)….. Διαλεκτική,
επίσης, σημαίνει διαλογή και κατάταξη, «διαλέγειν κατά γένη, σκοπείν τι έκαστον είη των όντων»…….
Περαιτέρω δε, υπάρχει και το «ορθώς
λέγειν» το οποίον εμφανίζει τέσσερα ζητήματα: «ά δει λέγειν», «όσα δει
λέγειν», προς ους δει λέγειν» και «πηνίκα (πότε ακριβώς) λέγειν δει» (Διογένης
Λαέρτιος ΙΙI, 1, 94).
Ζήνων
ο Ελεάτης (495– 430
π.Χ.) λέγεται είναι ο πρώτος που
έγραψε διαλόγους. Όμως ο Πλάτων, στη συνέχεια, ανέπτυξε την «Διαλεκτική» και
την έφτασε σε τελειότητα. Στο Σωκρατικό (Πλατωνικό) σύστημα η «Διαλεκτική»
χρησιμοποιείται για την αποκάλυψη της «αληθούς δόξης (γνώμης)», δηλ. της
αλήθειας. Κατά τον Πλάτωνα η «Διαλεκτική» έχει ως αφετηρία την «φιλοσοφική ρητορική», αποκαλεί μάλιστα
τον ιδρυτή της Ζήνωνα τον Ελεάτη….. Παλαμήδη Ελεατικό. (“Φαίδρος” 261D).
Ο Σωκράτης
(470-399
π.Χ.) στην Αθήνα «συκοφαντήθηκε»
από πολλούς ως “σοφιστής” και “διαφθορέας” των νέων με τη διδασκαλία του…. «ως τον ήττω λόγον κρείτω ποιούντα» (βλ.
διακωμώδηση του στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη), παρ’ όλο που ήταν περήφανος
για την απλή ζωή του και δεν ζητούσε χρήματα από κανέναν «Και εσεμνύνετο επί τη ευτελεία, μισθόν τε ουδένα εισεπράξατο». (Διογένης Λαέρτιος, ΙI, ε’, 27), καθ’ όσον,
ως έλεγε, το «δαιμόνιον»
του δεν του το επέτρεπε» (Διογένης Λαέρτιος, ΙI, η’, 65). Όντας «…… εν τοις ρητορικοίς δεινός…… οι Τριάκοντα (τύραννοι) αυτόν εκώλυσαν
τέχνας διδάσκειν λόγων, ως φησί Ξενοφών. Και γαρ πρώτος, ως φησί Φαβωρίνος (Σοφιστής
και φιλόσοφος (80 – 160 μ.Χ.). Άκμασε
στη Ρώμη στα χρόνια της βασιλείας του Αδριανού) εν «Παντοδαπή Ιστορία»,
μετά του μαθητού Αισχίνου ρητορεύειν εδίδαξε….» (Διογένης
Λαέρτιος, ΙI, ε’, 20.14).
Ο Πλάτωνας στα έργα του εμφανίζει τον
Σωκράτη να συνομιλεί με διαφόρους, όμως περισσότερο οι δικές του αντιλήψεις (οι
Πλατωνικές) αποδίδονται, όχι πάντα οι Σωκρατικές. Στον Διογένη Λαέρτιο
διαβάζουμε…. «Φασί δε και Σωκράτην
ακούσαντα τον Λύσιν αναγιγνώσκοντος Πλάτωνος «Ηράκλεις, ειπείν, ως πολλά μου καταψεύδεθ’
ο νεανίσκος». Ουκ ολίγα γαρ, ων ουκ είρηκε Σωκράτης, γέγραφεν ανήρ (ο Πλάτων)» (ΙΙΙ, 1, 35).
Έτσι στους Πλατωνικούς διαλόγους οι
ρήτορες φέρονται να επικρίνονται από τον Σωκράτη διότι, απλώς, μόνον πείθουν. Είναι
φανερό ότι ο Πλάτων, παραγνωρίζοντας ότι η Ρητορική διδάσκει πρωταρχικά την
τεχνική της ομιλίας, έδινε σημασία μόνον στον αντικειμενικό της στόχο. Αρμόδιοι
να συμβουλεύουν, λέγει, δεν είναι οι ρήτορες αλλά οι ειδικοί, οι οποίοι πάντως
σε δημόσιες ακροάσεις έχουν μειονέκτημα, καθώς
φαίνονται λιγότερο πειστικοί από τους επιδέξιους ρήτορες, που
περισσότερο να κολακεύσουν τον δήμο επιδιώκουν, παρά να του πουν τι θα τον
ωφελήσει.
Μπορούμε, λοιπόν, να ορίσουμε, αποφαίνεται
ο Σωκράτης, την Σοφιστική και την Ρητορική, ως πλαστογραφίες («είδωλα/κολακείες»)
αντίστοιχα της Νομοθετικής και της Δικαιοσύνης, δηλ. των δύο μερών της
Πολιτικής. Δηλαδή, η Σοφιστική είναι το κίβδηλο της Νομοθετικής, η Ρητορική της Δικαιοσύνης. Την «Πολιτική» ο
Σωκράτης θεωρούσε ως την «Επιμέλεια της ψυχής» (Πλάτωνος «Γοργίας», 463-466).
Στον Πλάτωνα η «Διαλεκτική», απόλυτα
αντίθετη στην ρητορική, είναι η κατ’ εξοχήν επιστήμη κι’ έρχεται σαν
επιστέγασμα, σαν θριγκός ναού, πάνω απ’ όλα τα μαθήματα (Πολιτεία VII 534e). Δι’ αυτής φτάνει κανείς στη αληθινή
γνώση/αλήθεια (επιστήμη), μέσω διαλόγου και έρευνας, μέσω της αντιπαράθεσης των αντιθέτων απόψεων και
της αμφισβήτησης, με λογικά επιχειρήματα. Ως ορισμό δε του «αληθούς λόγου» ο
Πλάτωνας θεωρεί αυτόν ο οποίος: «…..λέγει τα όντα ως εστί…..». («Σοφιστής»,
263Β). Ο Πλάτων αντιδιαστέλει έτσι την Διαλεκτική, την φιλοσοφική ρητορική, από την Σοφιστική, την ρητορική της πολιτικής και των δημηγοριών.
Η, μετά μαθητών και φίλων, διεξοδική διερεύνηση
ορισμών και εννοιών για το δίκαιο, την ανδρεία, την αρετή, όπως είπαμε, συνιστά
το Σωκρατικό πρότυπο διαλόγου. Στον
«Τίμαιο» (27
b) ο Σωκράτης θεωρεί την
φιλοσοφική συζήτηση ως την «των λόγων εστίαση». Διεξαγομένη σε ήρεμους τόνους,
συνιστά τον αντίπαλο της χειμαρρώδους και αυταρχικής ρητορικής και του μονολόγου,
έρχεται σε κατευθείαν αντιπαραβολή της λογομαχίας. Κατά τη διαδικασία μιας
διαβούλευσης ο κάθε ομιλητής, εκφράζοντας την προσωπική του γνώμη με θάρρος και
ευθύτητα, οφείλει να διευκολύνει τη συζήτηση, ώστε όλοι μαζί να φθάσουν όσο πιο
κοντά γίνεται στο σωστό, το επωφελές για όλους.
Στους διαλόγους του Πλάτωνα εμφανίζεται η άποψη του Σωκράτη -τελικά- να υπερισχύει αυτής
των άλλων συζητητών του. Η Σωκρατική μεθοδολογία προς τούτο («μαιευτική» καλουμένη) συνίσταται βήμα-βήμα,
έντεχνα, να ανασκευάζονται οι απόψεις των άλλων συνομιλητών και καταληκτικά
να αναγνωρίζεται ως ορθότερη η άποψη του
Σωκράτη (του Πλάτωνα), που στην αρχή του διαλόγου -συνήθως- υποκρύπτεται
αγνωστικιστικά…..
5) Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ -
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ
Ο Ιδεαλισμός, η επίσημη ιδεολογία του Πλάτωνα (427-347 π.Χ.) στα έργα του
οποίου, όπως είπαμε παραπάνω, δεσπόζει η
Διαλεκτική (η κατ’ αυτόν «καλή ρητορική»),
ήρθε σε αντιπαραβολή με τον εμπειρισμό και σκεπτικισμό των σοφιστών. Ως γνωστόν για τον ιδρυτή της Σχολής της
Ακαδημίας η δικαιοσύνη, ο νόμος κλπ.,
σύμφωνα με την περί «Ιδεών» θεωρία του, είναι αυθύπαρκτες έννοιες, που
αναλλοίωτες υπάρχουν και φυλάσσονται αιωνίως σε υπερβατικό χώρο,
αντίθετα με όσα, όπως είπαμε παραπάνω, πίστευαν οι σοφιστές.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, ο Πλάτων ήρθε σε
σφοδρή αντιπαράθεση με τους «αμόρφωτους που επιθυμούν όχι τη σοφία,
αλλά την ήττα του αντιπάλου τους, τους δοκησισοφούντας ρήτορας», ως χαρακτήριζε
τους Σοφιστές. Συλλήβδην τους σοφιστές χαρακτήριζε «τσαρλατάνους» και ότι «το κακώς
γράφειν, φέρει αισχύνην». Έλεγε ότι η «κακή/κίβδηλη»
ρητορική τους -
που μάλιστα συνιστά και χαρακτηριστικό γνώρισμα τους - στερείται της γνώσεως της αληθείας, συνεπώς δεν
αρκεί (είναι
ελλιπής) και ότι αυτού του είδους η ρητορεία, αποσκοπώντας να καλοπιάσει
ένα ακροατήριο, παράγει ομοίωμα δικαιοσύνης.
Όμως, 80 περίπου χρόνια μετά τον θάνατο
του Πλάτωνα, η «Ακαδημία», η φιλοσοφική σχολή που αυτός ίδρυσε, πήρε ουσιωδώς
άλλη κατεύθυνση, όταν σχολάρχης της ανεδείχθη ο Αρκεσίλαος (318-242 π.Χ.). Η
παλιά Πλατωνική βεβαιότητα για την εύρεση της «αλήθειας», μέσω της διαλεκτικής,
πλέον, αμφισβητείται ανοικτά και επίσημα από τους επιγόνους του. Ξεκινά για τη
σχολή περίοδος που ονομάζουμε «Μέση Ακαδημία»/Ακαδημεικός σκεπτικισμός. Το
Σωκρατικό «εν οίδα ότι ουδέν οίδα»
επιστρέφει, ο Πυρρωνισμός εισάγεται στη Ακαδημεική διδασκαλία. Ο Αρκεσίλαος
μακριά από δόγματα, ως «….επισχών τας
αποφάσεις δια τας εναντιότητας των λόγων», αναγνωρίζει ότι η σοφία δεν
είναι η γνώση των πάντων, αλλά η έρευνα και η προσπάθεια της απελευθέρωσης από
την πλάνη. Ο «περί πάντων επέχων (δηλ.
απέχων)» άνθρωπος, μπορεί να
ρυθμίζει τις πράξεις του σύμφωνα με το «εύλογον»
A. A. Long, σελ. 155).
Έτσι «…… Αρκεσίλαος τον υπό του Πλάτωνος
παραδεδομένον λόγον δι’ ερωτήσεων και απαντήσεων, εποίησεν εριστικώτερον» (Διογένης Λαέρτιος, Δ-6, 28).
6) ΑΛΛΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
6.1)
Λογομαχίες - καβγάδες, για τις ανάγκες της δραματουργίας, φυσικά, συναντάμε
συχνά σε έργα ποιητών και συγγραφέων, όπως είναι αυτός ο ζωηρός διάλογος στις
«Ικέτιδες (427)» του Ευριπίδη (480 -
406 π.Χ.) όπου ο Θησέας απαντά στον κήρυκα του Κρέοντα (υμνητή της μοναρχίας σε αντίθεση με την
δημοκρατία): «…..Εφ’ όσον εσύ ο
ίδιος άρχισες αυτόν τον αγώνα, άκουσε με, γιατί εσύ πρότεινες τη μάχη με τα
λόγια».
6.2) Αντίθετα, ο ιστορικός Θουκυδίδης (460-399 π.Χ.) αναφέρει ότι δεν συνέγραψε το έργο του για να γίνει
αντικείμενο «λογομαχίας», δηλ. για μία
μόνη φορά ν’ ακουσθεί σε κάποιο (ρητορικό) διαγωνισμό, αλλά για να
μείνει για πάντα απόκτημα των ανθρώπων («Κτῆμά τε ἐς αἰεῖ
μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα εἰς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται»).
7) Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Ο Αριστοτέλης
(384-322 π.Χ.), θεωρούσε τον ρητορικό
λόγο (αγόρευση - επιχείρημα της ρητορικής) έναν από τους τρεις τρόπους πειθούς,
παράλληλα με το ήθος και τα πάθος. Με τον αναλυτικό τρόπο που εξετάζει τα
θέματα (τον υπερβολικό ζήλο του για ταξινομήσεις) διακρίνει τρία είδη ρητορικού
λόγου: Τον συμβουλευτικό, τον δικανικό και τον επιδεικτικό….. {Στωικοί κ.ά. θα
διακρίνουν ακόμα περισσότερους ρητορικούς λόγους: Πανηγυρικούς, εγκωμιαστικούς,
προσφωνητικούς, προτρεπτικούς, επιστολικούς, προπεμπτήριους, επιθαλάμιους και
επιτάφιους}…..
Για τον Αριστοτέλη, η
φιλοσοφία είναι επιστήμη της αλήθειας και η μεν θεωρητική επιστήμη έχει σκοπό την
γνώση, η δε πρακτική το έργο («Μετά τα Φυσικά», Α 993). Σκοπός του φιλοσόφου είναι να
αναζητά την αλήθεια, όμως «…ου παν το
φαινόμενον αληθές…» («Μετά τα Φυσικά», Γ 1010). Επίσης για
τον άνθρωπο: «…..ουκ άλλον εστί αυτού
έργον, ή μόνη η ακριβέστατη αλήθεια και το περί των όντων αληθεύειν» (Αριστοτέλους,
Προτρεπτικός).
Ως προς την Ρητορική, στο εγχειρίδιο
Ρητορικής που έγραψε ο Αριστοτέλης, με βάση άλλα προηγούμενα βιβλία που
κυκλοφορούσαν τότε, η Ρητορική περιγράφεται σαν την «ικανότητα να διακρίνει κανείς τους τρόπους
να πείθει τους άλλους για οποιοδήποτε θέμα» και την θεωρεί «αντίστοιχη» (αντίστροφη),
ή κλάδο (μόριον) της Διαλεκτικής.
Ο Σταγειρίτης σοφός, με αυστηρότητα, βλέπει
τον συνήγορο μιας υπόθεσης να κάνει ταχυδακτυλουργίες με τον γραπτό ή τον
άγραφο νόμο, προκειμένου να εξυπηρετήσει καλλίτερα την υπόθεση του, και, με
ειρωνεία, διακρίνει ότι ο ασυνείδητος ρήτορας μπορεί να παραδεχθεί ότι η λύση
που υποστηρίζει είναι άδικη, όχι όμως και ασύμφορη για τον πελάτη του! Μπορεί
να αναγνωρίσει ότι ο πελάτης του έβλαψε, όχι όμως ότι παρέβει τον νόμο! Την
σκληρή κριτική του Αριστοτέλη δεν γλυτώνει ούτε ο φημισμένος ρητορο-διδάσκαλος
Ισοκράτης, για τον οποίον πίστευε ότι ενδιαφέρονταν περισσότερο για την
ρητορική επιτυχία, παρά για την αναζήτηση της αλήθειας. (Στη περιφρόνηση του Ισοκράτη οι γνώμες των
Πλάτωνα και Αριστοτέλη συνέπιπταν. Βλ. W. D. Ross, σελ.15).
8) ΟΙ ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ
13) Οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι δεν είχαν, αναμενόμενο, εκτίμηση στην Ρητορική.
«Γιατί τέτοιος απατεώνας είναι ο Λόγος» - γράφει Σέξτος ο Εμπειρικός (2ος/3ος αι. μ.Χ.) «που και τα φαινόμενα κλέβει κάτω από την
μύτη μας» (Πυρρώνειοι
Υποτυπώσεις Ι,20). Οι Σκεπτικοί θεωρούσαν το «φαινόμενο»,
το μόνο αναμφισβήτητο, εναργές και απόλυτο και ήσαν αντίθετοι σε κάθε δόγμα,
θέση, ή άποψη του οποιουδήποτε.
9) Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
14) Κατηγορηματικά απέναντι στη Ρητορική,
όπως αυτή ασκείτο στην εποχή του βρίσκεται και ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.), στη λογική πως οι διφορούμενες
και ασαφείς έννοιες, «οι σοφιστείες», που μπορεί να υποκρύπτουν άγνοια είτε
κακή πρόθεση, εξαπατούν - παγιδεύουν τον νουν. Τον ρήτορα δεν τον κάνουν τα
τεχνάσματα, παρά η φύση……. «Φύσις γαρ
εστιν η κατορθούσα λόγους, τέχνη δε ουδεμία»). Ο Διογένης Λαέρτιος μας διασώζει
ότι οι Επικούρειοι…. «την διαλεκτικήν, ως παρέλκουσαν, αποδοκιμάζουσιν». (Βίοι φιλοσόφων Χ,31).
Ο ιδρυτής της σχολής του Κήπου, του
οποίου ο βίος ήταν συνεπής στα δόγματα που διακήρυττε, είχε μοναδικό στόχο της
διδασκαλίας του την απόκτηση γνώσης που να συντελεί στην ανθρώπινη ευδαιμονία.
Δεν εκπαίδευε μελλοντικούς πολιτικούς ή στρατιωτικούς ηγέτες, ιερείς ή μεταπράτες,
συνηγόρους υπεράσπισης ιδιωτικών συμφερόντων ή επιδεικτικούς ρήτορες –
υποκριτές, απαραίτητους σε κοινωνίες «αγορών» (της λέξης «αγορά» και με την
πολιτική και την οικονομική σημασία της).
Τα ίδια ακριβώς δίδασκαν και οι μεταγενέστεροι δάσκαλοι της σχολής του
Επίκουρου. Πανηγυρικοί λόγοι - ανθρώπινες ματαιοδοξίες, ήταν ξένες προς την
Επικούρεια αντίληψη. Το ιδανικό των
Επικούρειων ήταν μια κοινωνία ισότητας δικαιωμάτων, με αδιατάραχτη ομόνοια,
γαλήνη και ευδαιμονία για όλους.
Η ρητορική δεν συνεισφέρει στον ήπιο
διάλογο μιας ιδιωτικής συζήτησης. Ο ρήτορας, θεωρώντας ότι κατέχει την γνώση
και την αλήθεια, με συνεχή αδιάκοπη έντονη
ομιλία, όπου ο εντυπωσιασμός παίζει πιο μεγάλο ρόλο από την ουσία των
λεγομένων, προσπαθεί να την μεταδώσει και να την επιβάλει σε όλους τους
ακροατές. Συναφώς, ο Επίκουρος κατεδίκαζε επιθυμίες και δράσεις μη φυσικές και
μη αναγκαίες, «αλλά παρά κενήν δόξαν γινόμεναι».…
Η κριτική της ρητορικής στους
Επικούρειους είναι ουσιώδης. Η γνώση θεμελιώνεται όχι πάνω στην τεχνική του
ρήτορα να πείθει ότι οι ισχυρισμοί του (που άλλωστε αλλάζουν κατά τον εντολέα)
είναι σωστοί, αλλά πάνω σε θεμέλιο επιστημονικό και αυτό είναι ο «Επικούρειος Κανόνας», η Επικούρεια
γνωσιολογία. Ο Επικούρειος Κανόνας
περιλαμβάνει τα τέσσερα κριτήρια της αλήθειας (αισθήσεις - προλήψεις -
πάθη - φανταστικές επιβολές της διανοίας), τα δύο αξιώματα που απορρέουν από
την παρατήρηση της Φύσης και την εμπειρική
μεθοδολογία επιμαρτύρησης (ή αντιμαρτύρησης) για τον έλεγχο των δοξασιών
και των θεωριών μας.
Έτσι, οι Επικούρειοι, όντες πραγματιστές,
αντιπαρέρχονταν τις άσκοπες και ανώφελες, αν μη βλαπτικές και ανούσιες, έριδες
και λογομαχίες. Αντ’ αυτών προέκριναν επαφές-συζητήσεις «φιλικού τύπου». Αυτές
άλλωστε αφορούν την καθημερινότητα των ανθρώπων, για την καλυτέρευση της οποίας
αγωνίζονταν, όσοι συμμερίζονταν τις απόψεις αυτές.
Η φιλία προσφέρει χαρά, γνώση,
χρησιμότητα, συνιστά αρετή. Για την ενασχόληση με τα τρέχοντα ζητήματα της
πολιτικής, αυτά που συνηθέστατα δημιουργούν ταραχές και διχόνοιες, οι
Επικούρειοι, ως γνωστόν, διατηρούσαν επιφυλάξεις και έθεταν ως προϋπόθεση, την
άσκηση της πολιτικής με «καλοκαγαθία». Μόνον υπ’ αυτόν τον όρο, θεωρούσαν ότι
αυτή θα αποφέρει (και μάλιστα πολλά) αγαθά στις πόλεις……..
“Πολιτική πολλάκις αίτιον και συμφορών ανηκέστων…. μετά
μέντοι καλοκαγαθίας λαμβανομένην ταις μεν πόλεσιν αγαθά πολλά συμβάλλεσθαι και
μεγάλα…..” μας λέει ο Επικούρειος
Φιλόδημος (1ος
αι. π.Χ.) στα αποσπάσματα του
βιβλίου του «Περί Ρητορικής», που διασώθηκαν, από τις στάχτες που άφησε η λάβα
του Βεζούβιου (79
μ.Χ.) στο Ερκουλάνουμ (Ηράκλειο)
της Ιταλίας. Το έργο αυτό του Φιλόδημου είναι
διαφωτιστικό, ως προς τις περί Ρητορικής αντιλήψεις των Επικουρείων.
Η
συζήτηση μεταξύ φίλων……γιατί με μη φίλους, ή με εριστικό τρόπο μιλώντας,
καμιά συζήτηση ή συμφωνία δεν έρχεται σε πέρας σωστά…… διεξάγεται με ηρεμία και
με εκφράσεις αμοιβαίας εκτίμησης, χωρίς όμως να της λείπει η ζωντάνια, η
κριτική, η παρρησία. Η παρρησία, απότοκος της ανδρείας (μιας των τεσσάρων κλασσικών αρετών της
αρχαιότητας -οι άλλες είναι η σοφία, η
εγκράτεια και η δικαιοσύνη), δεν επιδιώκει πρόσκαιρο εντυπωσιασμό,
ούτε ψεύτικα εγκώμια για τους ομιλητές, ούτε βέβαια παραπλάνηση και «νίκη-κατατρόπωση»
του υπεναντίου. Γιατί, σύμφωνα με την Επικούρεια αντίληψη, μια ματαιόδοξη
επιθυμία για επικράτηση πάνω σε μια συζήτηση δεν αποφέρει όφελος.
Ο διάλογος έχει σκοπό την αναζήτηση της,
για όλους ωφέλιμης, σωστής αμοιβαίας πληροφόρησης. Απ’ αυτόν, όλοι (πρέπει να)
βγαίνουν κερδισμένοι και ικανοποιημένοι, ή, μάλλον, από μια τέτοια συνομιλία
πιο κερδισμένος βγαίνει αυτός που (από τους άλλους) νομίζεται
“χαμένος”, καθώς αυτός κάτι παραπάνω μαθαίνει που δεν ήξερε!..... «Εν
φιλολόγω συζητήσει πλείον ήνυσεν (κέρδισε/ανύω=επιτελώ,
κατορθώνω) ο ηττηθείς, καθ’ ο
προσέμαθεν (έμαθε περισσότερα)» (Επικούρου
Προσφώνησις 74).
10) ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ - ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ
Οι δύο μεγαλύτεροι Αθηναίοι ρήτορες Ισοκράτης
(436 - 338 π.Χ.) και Δημοσθένης (384 - 322 π.Χ.) υπήρξαν φημισμένοι λογογράφοι
και πολιτικοί. Έμειναν πασίγνωστοι στην ιστορία σαν εισηγητές δύο εκ διαμέτρου
αντίθετων ιδεολογιών. Ο Ισοκράτης θεωρούσε ότι η Ελλάδα ενωμένη
υπό τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας οφείλει να εκστρατεύσει εναντίον του προαιώνιου
αντιπάλου της, της Περσίας («Πανηγυρικός», 380 π.Χ.).
Ο «φλογερός» Δημοσθένης……. που απαντούσε ότι «η ηθοποιία» είναι το πρώτο, το
δεύτερο, το τρίτο σημαντικότερο στη ρητορική!...... θεωρείται ο σπουδαιότερος
ρήτορας της αρχαιότητας και όλων των εποχών. Παρά το ότι η Αθήνα του 4ου π.Χ.
αι. βρίσκονταν σε μεγάλη παρακμή, αγωνίζονταν με πάθος να μην χαθεί η ηγεμονική
θέση, που από παλιά η Αθήνα είχε στον Ελληνικό χώρο, απ’ οποιαδήποτε άλλη
δύναμη (τέσσερεις «Φιλιππικοὶ» και τρεις «Ολυνθιακοὶ» λόγοι).
11) Η ΠΑΡΑΚΜΗ
Εν
τέλει, κατόπιν και της πολεμικής των άλλων φιλοσοφικών σεχτών, αυτό το πρώτο σοφιστικό
κίνημα (πρώτο,
διότι μετά από 3-4 αιώνες θα δημιουργηθεί ένα δεύτερο), η
«Σοφιστική», η οποία μέσα στο κλίμα δημιούργησε έκαμε ν’ ανθίσει ο λαμπρός αττικός
πολιτισμός του 5ου π.Χ. αι., βαθμιαία απαξιώθηκε. Ακόμα χειρότερο,
συκοφαντήθηκε. Κάποιοι θεώρησαν εξεζητημένες τις φιλοσοφικές θέσεις που
εξέφραζε, άγονη εριστική τις λεκτικές ακροβασίες του. Άλλοι τρόμαζαν στην ιδέα αμοραλιστές πολιτικοί,
με όπλο την δεξιοτεχνία του λόγου τους, ν’
αποκτήσουν ανεξέλεγκτη δύναμη, να γίνουν δημαγωγοί. Πόσο μάλλον που Πλάτωνας
και Αριστοτέλης προειδοποιούσαν ότι η αχαλίνωτη ελευθερία είναι καταστροφική
για τη πόλη.
Επίσης φοβόντουσαν ότι οι σοφιστές ήσαν
ασυνείδητοι δάσκαλοι, ξεμυάλιζαν τους νέους και διέφθειραν τις παραδοσιακές
αξίες των κοινωνιών. Ο Αριστοφάνης ανελέητα τους καυτηριάζει και τους διακωμωδεί
(«Νεφέλες»
κ.ά.), ή συγκαταβατικά είναι επιφυλακτικός…. «Ου με πείσεις, καν με
πείσης»! («Πλούτος»).
Οπωσδήποτε,
ορισμένοι απ’ αυτούς τους σοφιστές - ρητοροδιδάσκαλους - δικολάβους, ήσαν όντως
φιλοχρήματοι και ανειλικρινείς, ανακόλουθοι με τις υψηλές έννοιες των λέξεων
που διακήρυσσαν και δίδασκαν. Έτσι, οι
κακοί απ’ αυτούς, δεν απέφυγαν την σάτιρα και από τον ομότεχνο τους Λουκιανό το
Σαμοσατέα, που ανήκει στην δεύτερη σοφιστική γενιά. Στις πραγματείες του:
«Ρητόρων διδάσκαλος» και «Περί των επί μισθώ συνόντων», τους μαστιγώνει ανελέητα.
Έτσι, με την πάροδο του χρόνου οι
λέξεις σοφιστής και σοφιστεία απόκτησαν την μειωτική σημασία που
έχουν μέχρι σήμερα. Στην παρακμή του
σοφιστικού κινήματος, βεβαίως, θα συντελέσει και το ότι μετά από λίγα χρόνια στις
πόλεις λόγω των πολέμων, θα πάψουν να λειτουργούν Δημοκρατίες. Θ’
αντικατασταθούν αρχικά από ολιγαρχικές κυβερνήσεις, που υπόδειγμα είχαν το
Σπαρτιατικό πολίτευμα και θαύμαζαν τα «Λακωνικά ήθη». Τελικά, οι πόλεις της
Ελλάδας θα χάσουν την αυτοτέλεια τους, θα καταστούν υποτελείς σε άλλους επικυρίαρχους, τους Μακεδόνες και
τους Ρωμαίους στη συνέχεια.
12) Η ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΣΤΗ ΡΩΜΗ
12.1)
Orator
fit, poeta nascitur (Ο ρήτορας γίνεται, ο ποιητής γεννιέται), πιστεύοντας
οι Ρωμαίοι, ασχολήθηκαν και προήγαγαν
την ρητορική τέχνη (ars rhetorica)
από νωρίς. Η λειτουργία της Συγκλήτου, ενός πολύ ισχυρού πολιτειακού οργάνου,
όπως και των άλλων σπουδαίων θεσμών, υπήρξαν σημαντικοί λόγοι να προοδεύσει η
ρητορική, τόσο κατά τη περίοδο της Δημοκρατίας
(Res Publica
Romana, 509 - 27 π.Χ.), όσο μετέπειτα και κατά τη περίοδο της αυτοκρατορίας (Imperium Romanum, 27 π.Χ. - 395 μ.Χ. /
ενωμένη αυτοκρατορία, ή - 476 μ.Χ. /
δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας).
Αυτά βέβαια αφορούν την Ρωμαϊκή ιστορία, την Λατινική γλώσσα και
λογοτεχνία.
Όταν η Ρώμη, ως κοσμοκράτειρα,
συμπεριέλαβε και τον Ελληνικό πολιτισμό,
σε μεγάλο
βαθμό, συνέβη αυτό που ο Οράτιος έγραψε, η κατακτηθείσα Ελλάδα να
κατακτήσει, πνευματικά και στις τέχνες, το αγροίκο Λάτιο. Έτσι, έχοντας
μαθητεύσει σε Έλληνες δάσκαλους, ακόμα και στην Αθήνα, πολλοί εξέχοντες Ρωμαίοι
πολιτικοί και διανοούμενοι, χρησιμοποιούσαν και την Ελληνική, έγγραφαν ευχερώς
έργα και στα Ελληνικά. Ένα τέτοιο παράδειγμα
είναι ο Κλαύδιος Αιλιανός (175 – 235 μ.Χ.),
ο επιλεγόμενος «σοφιστής», Ρωμαίος συγγραφέας και διδάσκαλος της Ρητορικής που
έγραψε στην ελληνική γλώσσα, μάλιστα την μιλούσε τόσο τέλεια, ώστε να
αποκαλείται «μελίγλωττος» και «μελίφθογγος».
Οι Ρωμαίοι ρήτορες (oratores)
κατά κανόνα είχαν και πολυειδείς άλλες ιδιότητες, πολιτικοί, συγγραφείς,
διδάσκαλοι της ρητορικής κ. ά. Από τους
Ρωμαίους ρήτορες -πολιτικούς - συγγραφείς σαφώς ξεχωρίζει ο Κικέρων (1ος
αι. π.Χ.) και από τους Ρωμαίους
δασκάλους της ρητορικής - παιδαγωγούς ο Κοϊντιλιανός (1ος αι. μ.Χ.).
12.2)
Ο Κοϊντιλιανός / Marcus Fabius Quintilianus (35 - 100 μ.Χ.), με
καταγωγή από την Ιβηρική χερσόνησο, θεωρείται από τους σημαντικότερους ρήτορες
της αρχαιότητας, ενώ το παιδαγωγικό του έργο είχε σημαντική επίδραση επί
αιώνες, μέχρι και στον ευρωπαϊκό αναγεννησιακό ουμανισμό. Το σύγγραμμα με το
οποίον είναι περισσότερο γνωστός, είναι η 12τομη «Ρητορική αγωγή» (Instituto Oratoria), η οποία αποτελεί
ένα ολοκληρωμένο σύστημα εκπαίδευσης, με πλήθος οδηγιών και παραδειγμάτων για
όλο το εύρος της τέχνης της ρητορικής και στόχο ο μαθητής να εξελιχθεί σε ιδανικό
ρήτορα. Εύρισκε στην Ι΄/Λιταί ραψωδία
της Ιλιάδας την «εντέλεια της ρητορικής». Η ραψωδία αυτή του Ομήρου ήταν
προσφιλέστατη στους σπουδαστές ρητορικής, επειδή είναι πλήρης αγορεύσεων (Ιλιάδα, έκδοση
«Παπύρου», σελ. 384). Ο Κοϊντιλιανός υπήρξε ο πρώτος δάσκαλος
ρητορικής σε δημόσιο ίδρυμα της Ρώμης, επάγγελμα που άσκησε για τα επόμενα 20
χρόνια, μαθητές του δε υπήρξαν επιφανείς Ρωμαίοι. Καινοτόμος, σε σχέση με τα ήθη
και αντιλήψεις της εποχής, υποστήριζε πως η σωματική τιμωρία των μαθητών έκανε
κακό, ταπείνωνε τον μαθητή και δεν θα έπρεπε να ασκείται. Μάλιστα έδινε έμφαση στη
δημιουργία αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ καθηγητών και μαθητευόμενων.
12.3) Αναμφίβολα, ο πιο φημισμένος ρήτορας (orator/rhetor) της Ρωμαϊκής (και
όλης) αρχαιότητας θεωρείται ο Κικέρων / Marcus
Tullius Cicero (106-
43 π.Χ.). Προσέτι, ήταν εξέχων πολιτικός (Ύπατος το 63 π.Χ., αποκάλυψε τη συνωμοσία
του Κατιλίνα. Τότε εκφώνησε τους 4 περίφημους λόγους του «Κατά Κατιλίνα»,
όπου ελέχθη
και το περίφημο «o tempora o mores». Για την υπηρεσία του αυτή μάλιστα
ανακηρύχθηκε «Pater Patriae»), συγγραφέας, φιλόσοφος, βαθύς γνώστης
και της Ελληνικής γλώσσας και φιλοσοφίας.
Ο Κικέρων αποτελούσε υπόδειγμα για
μίμηση, στις χώρες όπου η Λατινική ήταν η επίσημη γλώσσα, για όλους τους
επόμενους αιώνες. Τα συγγράμματά του αποτελούσαν πρότυπο ύφους στη λατινική
γλώσσα. Απαράμιλλη ήταν η τεχνική του, που χαρακτηρίζονταν από ισχυρή
επιχειρηματολογία, διατύπωση ενστάσεων, συχνές ερωτήσεις ρητορικού χαρακτήρα
και από ταχεία εναλλαγή ερωτήσεων και απαντήσεων. Δεν παρέλειπε και την ειρωνεία του αντιπάλου, ενώ θεωρούσε το «captatio
benevolentiae» έναν από τους πυλώνες της
ρητορικής. Είναι τεχνική, που αποσκοπεί στο να κερδίσεις την εύνοια (καλή
θέληση) του κοινού ή του δικαστηρίου κατά την έναρξη μιας ομιλίας, μ’ ένα πλούσιο
έπαινο.
Η άφταστη ρητορική δεινότητα του - όμως
- στάθηκε και η κυρία αιτία του τραγικού θανάτου του. «Προγραμμένος» ανάμεσα
στους εκατοντάδες πολίτες της Ρωμαϊκής ελίτ που εξοντώθηκαν απ’ τη λεγόμενη Δεύτερη
τριανδρία [triumviratus] - που συστήθηκε από τους Οκταβιανό (τον μετέπειτα
Αύγουστο), τον Μάρκο Αντώνιο και
τον Λέπιδο ενάντια στους δολοφόνους του Ιουλίου Καίσαρα Βρούτο και Κάσιο - αποκεφαλίστηκε
από τους διώκτες του.
Όταν το κομμένο κεφάλι του Κικέρωνα επιδείχθηκε
σ’ αυτούς που διέταξαν τις δολοφονίες, η γυναίκα του Μάρκου Αντώνιου, η Φούλβια,
τράβηξε έξω τη γλώσσα του και με οργή την τρύπησε επανειλημμένα με βελόνα,
εξαιτίας των όσων είχε πει ο ρήτορας για ‘κείνη και το σύζυγό της. Αυτή ήταν η
μοίρα του διασημότερου ρήτορα όλων των
εποχών του Δυτικού κόσμου, αυτού που στο απόγειο της δόξας του αποκλήθηκε "πατέρας της πατρίδας"….. να
του τρυπήσουν με καρφιά τη γλώσσα του κομμένου κεφαλιού του!
* Δημοσθένης
– Κικέρων! (Πλούταρχου «Βίοι παράλληλοι», 18ος τόμος)….. Οι δύο
μεγαλύτεροι ρήτορες όλων των εποχών, ο πρώτος στον ελληνικό, ο δεύτερος στο λατινικό
κόσμο (όπως αντίστοιχα οι Όμηρος – Βιργίλιος στην επική ποίηση). Ο Κικέρων
χρωστά σημαντικό μέρος από το μεγαλείο του, στην αίγλη και τις καινοτομίες του,
σχεδόν τρεις αιώνες αρχαιότερου του, Δημοσθένη..... Έχοντας και οι δύο θλιβερό
τέλος, έγιναν «μάρτυρες» της τέχνης τους!
12.4) Στο σημείο αυτό, προκειμένου να καταδειχθεί η
μεγάλη σημασία που έχει και οι
σημαντικές συνέπειες που μπορεί να προκύψουν από μια ομιλία, ιδιαίτερα όταν αυτή λεχθεί κάτω από πρόσφορες συνθήκες (όπως
- μεταξύ άλλων - είναι το timing,
η συναισθηματική φόρτιση, η ύπαρξη εγκάθετων μέσα στο ακροατήριο, διάφορες
επινενοημένες θεατρινίστικες ενέργειες - τρυκ, κ.ά.), θα αναφερθώ στην ομιλία (τον επικήδειο λόγο) του Μάρκου
Αντώνιου, στην κηδεία του Ιουλίου Καίσαρα…..
…. Την επομένη ημέρα της
δολοφονίας του Καίσαρα {«Ειδοί» (15) του Μαρτίου του 44 π.Χ.}, στη
Ρωμαϊκή Σύγκλητο ο Αντώνιος και ο
Κικέρων μίλησαν για ομόνοια και αμνηστία, που όχι μόνο δόθηκε, αλλά ψηφίστηκαν
και τιμές για τους φονείς. Επήλθε συμφιλίωση και μάλιστα την άλλη μέρα ο
Βρούτος διορίστηκε από την Σύγκλητο διοικητής της Κρήτης, ο Κάσσιος της Λιβύης,
ενώ ανάλογες θέσεις δόθησαν και σε άλλους συνωμότες. Κατόπιν όμως, ο Αντώνιος γύρεψε
να ταφεί ο Καίσαρ με τιμές και να διαβαστεί η διαθήκη του….. Ο Βρούτος έκανε το
«σφάλμα» να συγκατατεθεί, παρά την έντονη αντίδραση του Κάσσιου (προφανώς
αργότερα θα μετάνιωσε που δεν είχε αφήσει να δολοφονηθεί, μαζί με τον Καίσαρα,
και ο Αντώνιος!)
Ο επικήδειος λόγος του Αντώνιου, τα
ευεργετήματα προς τους πολίτες που ακούστηκε να περιλαμβάνει η διαθήκη, και στο
τέλος η χειρονομία του Αντώνιου να ξεσκεπάσει τη σορό του δολοφονηθέντος
επιδεικνύοντας τις πληγές της, έδωσαν αφορμή σ’ ένα αμφιρρέπον, δίβουλο πλήθος,
να ξεσπάσει σε βίαιες εκδηλώσεις….. Ως από τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που επακολούθησαν,
αντιλαμβανόμαστε πως αυτός, ο επικήδειος λόγος του Μάρκου Αντώνιου, υπήρξε η απαρχή μιας μεγάλης και
παγκοσμίων διαστάσεων ανατροπής!
13) Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ
Μια αναλαμπή (πριν τον μεσαίωνα που σαν φανεί θα σβήσει
κάθε πνευματική κίνηση για τα χίλια επόμενα χρόνια) συνιστά η λεγόμενη «Δεύτερη σοφιστική» κίνηση. Θα αναπτυχθεί στο ανατολικό…..το «Ελληνικό»
από πλευράς γλώσσας και γενικότερης παιδείας….
τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα, και θα
παραμείνει ζωντανή για τουλάχιστον τρεις αιώνες. Αυτοί οι νέοι ρήτορες - σοφιστές, δεν
ασχολούνται με την κλασσική φιλοσοφία και την επιστήμη. Δεν υπερασπίζονται δημοκρατικά
ιδεώδη, αφού η Ρωμαϊκή αυτοκρατορική απολυταρχία είχε καταλύσει τα δημοκρατικά
πολιτεύματα. Ελάσσονες οι περισσότεροι
των σοφιστών του 5ου - 4ου π.Χ. αιώνα οι ομότεχνοι τους του 1ου- 3ου
μ.Χ., ωστόσο διαδίδουν την ελληνική παιδεία, έμπλεοι θαυμασμού και νοσταλγίας για την ελληνική
ιστορική, φιλοσοφική και λογοτεχνική παράδοση, «το ένδοξο παρελθόν» της φυλής.
Κυριαρχούν στο εκπαιδευτικό σύστημα της
εποχής εκείνης, παραδίδοντας μαθήματα θεωρίας του προφορικού λόγου, δηλ. της
ρητορείας. Παράλληλα περιοδεύουν και δίνουν διαλέξεις, μέσα από τις οποίες
επιδεικνύουν την τέχνη του λόγου, τη ρητορική τους δεινότητα, σε πάσης φύσεως
πανηγυρικές κ.ά. ομιλίες. Συχνές είναι οι φλογερές και βίαιες φραστικές υπερβολές τους (λόγος στομφώδης) και
οι τεχνικές κατασκευής πάθους άκαιρου και χωρίς νόημα εκεί που δεν απαιτείται,
ή πάθους άμετρου εκεί που χρειάζεται να είναι μετριασμένο, φαινόμενο που το
ονόμαζαν «παρένθυρσον». (Ανάλογο απαντάται
και στις τέχνες). Στήνονταν επιδεικτικοί αγώνες μεταξύ σοφιστών, όπου η
παρουσίαση των λόγων τους ελάμβανε θεατρικό χαρακτήρα. Με νομικά ή δικανικά
θέματα -συνήθως- δεν ασχολούνταν οι ίδιοι, όμως, όπως γράψαμε και παραπάνω, οι
πιο ικανοί ή επιτήδειοι πλαισίωναν διοικητικές θέσεις, ή, έπαιρναν διάφορα
υψηλά αξιώματα στον μηχανισμό διοίκησης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι αμοιβές
τους ήταν -γενικά- μεγάλες, ενώ δέχονταν
χορηγίες και δώρα από τους ισχυρούς
θαυμαστές τους.
Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της «Δεύτερης
σοφιστικής» είναι οι:
- Δίων από την Προύσα (40–120 μ.Χ.), για
την ευγλωττία του επονομασθείς Χρυσόστομος.
- Ηρώδης ο Αττικός (102-177 μ.Χ.), από
τους επιφανέστερους ρήτορες και σοφιστές της εποχής του, βαθύπλουτος Αθηναίος
από τον Μαραθώνα. Φίλος αυτοκρατόρων, ανήλθε σε διάφορα ρωμαϊκά αξιώματα, έγινε
μέλος της ρωμαϊκής Συγκλήτου. Μεγάλος ευεργέτης όχι μόνο της Αθήνας, αλλά και
άλλων πόλεων στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία.
- Αίλιος Αριστείδης (117–181 μ.Χ.). Υπόδειγμα
για την πολυμάθεια και ευφράδειά του.
- Φιλόστρατος (170–250 μ.Χ.) Λούκιος
Φλάβιος. Από τους πιο σημαντικούς της «Δεύτερης σοφιστικής», γιός σοφιστή με το
ίδιο όνομα, του Φιλόστρατου Βέρου. Υπήρξε ευνοούμενος της Ιουλίας Δόμνας, της β΄ συζύγου του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου, η οποία ήταν διάσημη για
την μόρφωση και την πολιτική επιρροή της, καθώς και σαν προστάτιδα των τεχνών, της
μουσικής και της φιλοσοφίας. Τη φήμη του ο Φιλόστρατος οφείλει κυρίως για τη
συγγραφή του βίου του Απολλώνιου του Τυανέως.
- Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (125 - 180 μ.Χ.) Εκτός
από σπουδαίος ρήτορας, υπήρξε από τους σημαντικότερους αττικιστές συγγραφείς
της περιόδου της δεύτερης σοφιστικής. Διακρίθηκε ιδιαίτερα και σαν σημαντικός σατυρικός
συγγραφέας.
- Αθήναιος ο Nαυκρατίτης (τέλη 2ου- αρχές 3ου αι.
μ.Χ.), φαινόμενο πολυμάθειας, γνωστός
για το περισπούδαστο έργο του «Δειπνοσοφισταί».
14) ΕΠΙΛΟΓΟΣ &
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Από τα παραπάνω, και δεδομένου ότι κάθε
άνθρωπος, το
ίδιο και οι συλλογικότητες του, δικαιολογεί και με πάθος
υπερασπίζεται την, από τη δική του σκοπιά και με βάση το δικό του συμφέρον,
«αλήθεια»….. και όλες οι απόψεις, γενικά, εν μέρει είναι σωστές
και εν μέρει λανθασμένες…. αντιλαμβανόμαστε την σπουδαιότητα που
αποκτά ένας διάλογος, για την επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν στη ζωή. Και επειδή,
για τη σωστή κι’ επωφελή διεξαγωγή διαλόγου,
αναγκαίο είναι να κατέχει κανείς καλά τον σωστό τρόπο διεξαγωγής συζητήσεων, η «Τέχνη του Λόγου» καθίσταται «εκ των ων
ουκ άνευ» παράγων για μια αίσια έκβαση οποιασδήποτε συζήτησης, σε τελευταία
ανάλυση για τη γαλήνη και την ομόνοια ανθρώπων και λαών, την όλη ευημερία τους.
Όμως
μεγάλη αξία, αναντίρρητα, έχει η «φιλοσοφική» συζήτηση, αυτή που γίνεται με φιλικό τρόπο.
Συνάμα παρέχει δύο μεγάλα αγαθά: γνώση και χαρά…….«Επί
μεν των άλλων επιτηδευμάτων μόλις τελειωθείσιν ο καρπός επέρχεται, επί δε
φιλοσοφίας συντρέχει τη γνώσει το τερπνόν.
Ου γαρ μετά μάθησιν απόλαυσις, αλλά άμα μάθησις και απόλαυσις». («Όσον αφορά τις άλλες ενασχολήσεις το αποτέλεσμα
έρχεται μόλις αυτές ολοκληρωθούν, ενώ στη
φιλοσοφική συζήτηση η ευχαρίστηση είναι ταυτόχρονη με την γνώση. Διότι δεν
έρχεται μετά την μάθηση η απόλαυση, αλλά συγχρόνως
με την μάθηση υπάρχει και απόλαυση».
(Επικούρου
Προσφώνησις 27)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ:
ΔΥΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ «ΤΥΠΟΙ»
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ:
Στο βιβλίο "The Tribalism of Truth" «Ο
Φυλετισμός (Ρατσισμός) της Αλήθειας» (των Fisher M, Knobe J, Strickland B, και Keil F.) περιγράφονται δύο τύποι συζητήσεων: 1) "πολιτικού τύπου" και 2) "φιλικού τύπου".
1ο παράδειγμα
συζήτησης, “πολιτικού τύπου”.
Α) Πιστεύω ότι η έκτρωση είναι
100% επιλογή της γυναίκας.
Β) Πιστεύω ότι η έκτρωση πρέπει
να απαγορευτεί γιατί σταματά μια ζωή.
Α) Η έκτρωση επιτρέπεται από τον
νόμο της χώρας μας.
Β) Η καρδιά του εμβρύου κτυπά
στις 3 εβδομάδες, άρα πρόκειται για φόνο.
Α) Είσαι μισογύνης!
Β) Είσαι ανήθικος, υπερασπιστής
δολοφόνων!
2ο παράδειγμα
συζήτησης, “ φιλικού τύπου”.
Α) Πού λες να πάμε για φαγητό;
Β) Ας δοκιμάσουμε το νέο κινέζικο
εστιατόριο που άνοιξε στο κέντρο.
Α) Διάβασα κακές κριτικές γι’
αυτό. Τι λες να πάμε να φάμε πίτσα;
Β) Ευτυχώς που ήξερες για το
κινέζικο. Ας πάμε για πίτσα.
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ από
τις πιο πάνω δύο συζητήσεις.
1) Την «πολιτικού τύπου»: Έχει ως στόχο την «νίκη». Βασίζεται στην
εξαρχής πίστη, εμμονή σε αντιλήψεις, στον υποκειμενισμό, σε ρητορικά
επιχειρήματα, στον εγωισμό, στην άφιλη επιθετικότητα.
2) Την «φιλικού
τύπου»: Έχει ως στόχο την από κοινού
διερεύνηση ενός θέματος, την γνώση. Βασίζεται στην κριτική σκέψη, σε
αντικειμενικές παρατηρήσεις, στην ευχαρίστηση από την χρήσιμη πληροφόρηση και
τη φιλία. Προκύπτει ωφέλεια για όλους (Win-Win).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου