Τετάρτη 7 Ιουλίου 2021

Friedrich Schiller “Resignation”

 

Friedrich Schiller

 “Resignation”

Nicolas Poussin: “Et in Arcadia ego(deuxième version)

 

Φρειδερίκου Σίλερ

  Η  Παραίτηση

Κι’ εγώ γεννήθηκα στην Αρκαδία,

Κι’ εμένα η Φύση από το λίκνο μου χαρά μου υποσχέθηκε.

Κι’ εγώ γεννήθηκα στην Αρκαδία,

όμως δάκρυα με πότισε η λιγόζωη Άνοιξη.

Γιατί ο Μάης της ζωής, που μια φορά ανθίζει κι’ όχι άλλη,

για ‘μένα, έχει απανθίσει.

Ο καλός Θεός – Ω κλάφτε, αδέλφια μου –

Ο καλός Θεός έσβησε τη λαμπάδα μου, και το όνειρο ‘χάθηκε.

Και τώρα στέκω στο σκοτεινό γεφύρι σου, Ω τρομερά αιωνιότητα!

Πάρε πίσω το διαβατήριο μου για την ευτυχία!

Ανοιχτό στο επιστρέφω, δε νοιώθω τίποτα από ευδαιμονία……….

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1η) Μετάφραση Αν. Στεφάνου, περιοδικό «Αρκαδία» 1970, όπου ο τίτλος του ποιήματος “Resignation” (= Παραίτηση, Υποταγή, Εγκαρτέρηση) έχει αποδοθεί: “Υποταγή στη Μοίρα”.

2η) Ο Φρειδερίκος Σίλερ (Friedrich Schiller, 1759–1805) υπήρξε ένας πολύ σημαντικός Γερμανός θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και ιστορικός.  Μεγάλη επίδραση στο έργο του άσκησε ο Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe, 1749 – 1832).  Οι δυο μεγάλοι αυτοί πνευματικοί άνθρωποι συνδεόντουσαν και με βαθιά φιλία.


 

Πορτραίτο του Φρίντριχ Σίλερ από τον Ludovike Simanowiz (1794)

3η) Η Παραίτηση (“Resignation”) είναι ένα λυρικό και φιλοσοφικό ποίημα του Φρίντριχ Σίλερ. Το δημοσίευσε στο περιοδικό Thalia το έτος 1786. Το έργο, γνωστό ως “Eine Phantasie” (Μια φαντασία), σκιαγραφεί τη αντιπαράθεση μεταξύ της Ψυχής ενός αποθανόντος και της Αιωνιότητας. Σε αυτό, η ψυχή απαιτεί από την αιωνιότητα κάτι, σε αντάλλαγμα για τις συφορές που υπέστη κατά τη διάρκεια της ζωής της, αλλά παίρνει την απάντηση ότι όσοι αποκηρύξανε την κοσμική απόλαυση (αναφέρεται στην αθεϊστική - υλιστική θέση του Επικουρισμού) για τη πίστη (τη χριστιανική κοσμοθεωρία) απαιτείται  να παραμείνουν σε αυτήν την απόφαση ως την αιωνιότητα.

Εδώ, η θρησκευτική ελπίδα στο εξής, εξομοιώνεται με την α-θεϊκή απόλαυση αυτού του κόσμου, αφού και οι δύο πιο πάνω εναλλακτικές λύσεις περιορίζονται σε αυτόν τον κόσμο, δεν υπάρχει δεύτερη ζωή στο μέλλον.

Το ποίημα, εκτός από αισιόδοξη ωδή στη χαρά, διαπνέεται -επίσης- από απαισιόδοξο ελεύθερο πνεύμα πάθους. Η “Παραίτηση”,  με θεολογική - μυστικιστική έννοια, αναφέρεται στην αυταπάρνηση και την υποταγή στη θεϊκή βούληση, στη Μοίρα. Πάντως ο Schiller πρόσθεσε μια υποσημείωση, σύμφωνα με την οποία το “κύμα του πάθους” δεν πρέπει να γίνει κατανοητό ως ένα “φιλοσοφικό σύστημα” ή ως το “δόγμα του ποιητή”.

4η) “Αρκαδισμός”  και  “Βουκολική ποίηση”

Η Αρκαδία, από την αρχαιότητα, ήταν γνωστή σαν μια ιδιαίτερα ορεινή και δυσπρόσιτη χώρα στο μέσον της Πελοποννήσου, γεμάτη όμορφες κοιλάδες και λαγκαδιές που περιβάλλονται από ψηλά βουνά. Οι κάτοικοί της ήταν κυρίως βοσκοί, ένας λαός αγροτικός και τραχύς που ζούσε  απλοϊκά και ξέγνοιαστα μέσα στη φυσική ευφορία των κοιλάδων και των βουνών. O πολιτισμός που ανέπτυξαν συνδέθηκε με παραδοσιακά τραγούδια με τον αυλό, το μουσικό όργανο που οι ορεσίβιοι Αρκάδες συνήθιζαν να παίζουν, κατά τη βοσκή των προβάτων τους. Ο εντόπιος θεός, ο τραγοπόδαρος Πάνας ήταν η κυρίαρχη θεότητα τους. Προς τιμήν του υπήρχε ιερό στο Λύκαιο όρος (Το όνομα Λύκαιο πιστεύεται ότι βγαίνει από την ρίζα Λυκ που σημαίνει φως).

Σύντομα, η απλή φυσική ζωή και η μουσική των Αρκάδων ποιμένων, απέκτησε πλατιά απήχηση στον Ελληνικό κόσμο. Η βουκολική (ποιμενική) ποίηση και μουσική της Αρκαδίας ενέπνευσε ποιητές, που έγραψαν στίχους στους οποίους ποιμένες τραγουδούσαν μέσα σ’ ένα όμορφο, γαλήνιο, γνήσια φυσικό περιβάλλον, μακριά από κάθε εξωτερική επιβουλή. Περαιτέρω, το ειδυλλιακό αυτό τοπίο, το "Αρκαδικό", παρέπεμπε σε έναν επίγειο παράδεισο, όπου ο άνθρωπος βρίσκει γαλήνη και ευτυχία. Η “Αρκαδία” προβάλλεται σαν χώρα του Αληθινού και του Αγαθού, στην οποία ζουν μακαρίως άνθρωποι αδιάφθοροι. Ένα  σύμβολο ηθικό και ιδανικό, στο οποίο ο άνθρωπος οφείλει να επανέλθει.

Έτσι, με την πάροδο του χρόνου, αναπτύχθηκε το λογοτεχνικό είδος της βουκολικής (ποιμενικής) ποίησης που μιμείται την απλή και ανόθευτη ζωή στους αγρούς, συχνά σε εποχή φανταστική, όπου η νοσταλγία και ο έρωτας παίζουν κυρίαρχο ρόλο. Και το είδος αυτό της ποίησης γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα, σε μεγάλη διάρκεια χρόνου.

5η) Ο Θεόκριτος (310-250 π.Χ.), ήταν Έλληνας ποιητής από τις Συρακούσες, από τους σημαντικούς του αρχαίου κόσμου, θεωρείται ο πατέρας της βουκολικής ποίησης. 

Ο Θεόκριτος είχε καταγωγή από τη νήσο Κω, έζησε - έγραψε στην Αίγυπτο, στην αυλή του Πτολεμαίου ΙΙ στην Αλεξάνδρεια. Από το σύνολο του έργου του, διασώθηκαν τριάντα ποιήματα, που αργότερα συγκεντρώθηκαν κάτω από το γενικό τίτλο: "Ειδύλλια". Στον Θεόκριτο αποδίδονται επιπλέον 16 επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας. Υπήρξε ο τελευταίος ποιητής που έγραψε στη δωρική διάλεκτο. Αν και άνθρωπος της πόλης ο ίδιος, στο έργο του αναπολεί τη φύση και αναφέρεται με νοσταλγία στους βοσκούς της παιδικής του ηλικίας και στην όμορφη εξοχή της πατρίδας του. Οι ιδεατοί ποιμένες που χρησιμοποιεί αφηγούνται τις ερωτικές τους περιπέτειες……

Στο ειδύλλιό του "Θύρσις ή Ωδή", στο οποίο ο Θύρσις τραγουδά το θάνατο του Δάφνι, ο Θεόκριτος εισάγει τη μορφή και το περιεχόμενο της βουκολικής ελεγείας:

 

«Ω Πάν, είτε στ' ατέλειωτου Λυκαίου τα κορφοβούνια,

είτε στου Μαινάλου γυρνάς τα πυκνωμένα δάση,

παράτησε της ξακουστής Ελίκης τ' ακρωτήρι

και του Λυκαονίδη εκεί παράτησε το μνήμα,

αυτό που ακόμα κ' οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν,

κ' έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα.

 

Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι.

Έλα και πάρε, βασιλιά, τούτη μου τη φλογέρα

πούν'  ώμορφη, γλυκόφωνη και με κερί δεμένη,

γιατί απ' τον τόσον έρωτα στον Άδη κατεβαίνει

ο Δάφνις που τα βώδια σου βόσκει εδώ πέρα,

ο Δάφνις που τις δαμαλοπούλες σου, τους ταύρους σου ποτίζει.

Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι......»

[απόσπασμα, Θεόκριτου «Θύρσις ή Ωδή», Μετάφραση Ι. Πολέμη]


6η) Ο Βιργίλιος (70-19 π.Χ.), από τους μεγαλύτερους Ρωμαίους ποιητές, έζησε τη περίοδο του Οκταβιανού Αύγουστου. Το σημαντικότερο ίσως έργο του, η “Αινειάδα”, θεωρείται το έπος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

 

Ο Βιργίλιος εμπνεύστηκε από τα "Ειδύλλια" του Θεοκρίτου, τρεις αιώνες μετά απ’ αυτόν, για να γράψει -στα Λατινικά- δέκα ποιητικά αριστουργήματα της βουκολικής ποίησης, γνωστά σαν "Εκλογές" ή "Βουκολικά".  Αντίθετα με τον Θεόκριτο, ο οποίος  είχε τοποθετήσει τους ποιμένες του στη Σικελία, ο Βιργίλιος τους επανέφερε στην Αρκαδία, μια Αρκαδία που έμοιαζε με τη Βόρεια Ιταλία, όπου ο ίδιος γεννήθηκε. 

Η ανωτερότητα της ποιητικής τέχνης του Βιργίλιου, εξασφάλισε στα "Βουκολικά" μια περίοπτη θέση στην Ευρωπαϊκή κουλτούρα, στους επερχόμενους αιώνες. Το έργο αυτό έγινε δημοφιλέστατο,  καθώς και αντικείμενο μίμησης κατά την περίοδο της Αναγέννησης, ειδικότερα από τον 14ο μέχρι τον 16ο αιώνα, στην Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία και Αγγλία. Ήταν μια περίοδος όπου η ποιητική τάση της "ποιμενικής ποίησης" βρήκε μεγάλη απήχηση στους διανοούμενους και στις ελίτ της εποχής. Η “Αρκαδία” νοήθηκε σαν μια ιδεατή χώρα όπου βασιλεύει η επίγεια ευτυχία και κυριαρχούν οι αρχές του ουμανισμού, η γαλήνη, η ειρήνη, η δικαιοσύνη, η απλότητα……

7η)  Ήδη από τις αρχές του 14ου αι. οι Δάντης, Πετράρχης και Βοκάκιος, επηρεασμένοι από τον Βιργίλιο, έγραψαν “βουκολικά ειδύλλια”, προσαρμόζοντάς τα στο πνεύμα της αναγεννησιακής Ιταλίας. Οι συγγραφείς αυτοί συνέχισαν τις αλληγορίες του τελευταίου, επεκτείνοντας και εκλεπτύνοντας την πολιτική και θρησκευτική διάθεση τους. Στη συνέχεια, από διαφόρους, γράφτηκαν πληθώρα ποιητικών και πεζών έργων βουκολικής έμπνευσης. Ονομάστηκαν “βουκολικά ή ποιμενικά ειδύλλια” (pastoral romance).  

Τα ποιμενικά ειδύλλια συνήθως έχουν μορφή ενός μακρού πεζού αφηγηματικού λόγου, με σύνθετη πλοκή, διανθισμένου με εμβόλιμους στίχους τραγουδιών και χαρακτήρες που φέρουν ποιμενικά ονόματα. Τα έργα βρίθουν περιπετειών, πολεμικών και ερωτικών αγώνων, πραγματειών, διαλογισμών και ποιημάτων. Χρησιμοποιήθηκαν αγροτικοί χαρακτήρες για να διακωμωδήσουν ηγεμόνες, την εκκλησία, κ. ά. της εποχής.

Στα έργα αυτά η Αρκαδία νοείται σαν μια ιδεατή και φανταστική χώρα απαλλαγμένη από τις αλλοιώσεις του πολιτισμού. Σαν κεντρικά τους μηνύματα προβάλλονται αξίες και ιδεώδη της δικαιοσύνης, της αγάπης και της ειρήνης. Επικράτησε το ρεύμα αυτό να ονομασθεί "Αρκαδισμός" (arcadianism).

8η) Το «Αρκαδικό ιδεώδες» βρήκε εξέχουσα έκφραση στην περίφημη “Ιταλική Αρκαδική Ακαδημία” της Ρώμης (Accademia degli Arcadi), ένα αξιόλογο πνευματικό και καλλιτεχνικό κίνημα που ξεκίνησε αρχικά στη Ρώμη το 1656 από μια ομάδα ανθρώπων των γραμμάτων υπό την κηδεμονία της Βασίλισσας Χριστίνας της Σουηδίας (Η Χριστίνα, έχοντας ασπαστεί τον καθολικισμό και παραιτηθεί του θρόνου, εγκαταστάθηκε στη Ρώμη το 1655, όπου υποστήριξε ένθερμα τις τέχνες). Το ρεύμα αυτό πήρε την τελική μορφή και ονομασία του το 1690, ένα χρόνο μετά το θάνατό της. Η Ακαδημία είχε σαν συμβολική κεφαλή της την βασίλισσα και σαν έμβλημα τον αυλό του Πανός.  Όλα της μάλιστα τα μέλη έφεραν ποιμενικά ονόματα. Η τάση αυτή αποζητούσε μια ρήξη με το κυρίαρχο την εποχή εκείνη στην Ιταλία ποιητικό ρεύμα του “Μαρινισμού” (Marinism), προτείνοντας μια περισσότερο φυσική και απλή ποιητική μορφή βασισμένη στην κλασική γραμματεία και ειδικότερα στην ελληνική και ρωμαϊκή βουκολική ποίηση.

Τα επόμενα χρόνια η Ακαδημία θα σημειώσει μέσα από τα προγράμματα και τις εκδηλώσεις της έντονη δραστηριότητα και θα ενθαρρύνει τη δημιουργία νέων σημαντικών ποιητικών, δραματικών και μουσικών έργων ποιμενικής έμπνευσης. Στους κόλπους της θα φιλοξενήσει επιφανείς εκπροσώπους της ευρωπαϊκής διανόησης από τους χώρους των γραμμάτων, της ζωγραφικής και της μουσικής μπαρόκ. Σύμφωνα μάλιστα με το ιδρυτικό της μέλος και πρώτο της πρόεδρο Giovanni Maria Crescimbeni (1663 - 1728), στα 30 πρώτα χρόνια λειτουργίας της η Ακαδημία συγκέντρωνε 1300 μέλη, ενώ διατηρούσε 114 “αποικίες" εκτός Ρώμης. Η “Αρκαδική Ακαδημία” διήρκεσε δύο περίπου αιώνες.

9η) Τον 19ο αιώνα ο Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe, 1749-1832) έρχεται να υμνήσει την Αρκαδία στο μνημειώδες του έργο “Φάουστ” (Faust). Εκφράζοντας ένα έντονο φανταστικό βίωμα, και με έντονη φιλοσοφική και αλληγορική διάθεση, ο συγγραφέας συνδέει ποιητικά τον ρομαντικό μεσαίωνα της Δυτικής Γερμανίας με τη κλασσική ιδιοφυΐα των Ελλήνων, τοποθετώντας το γάμο του Φάουστ και της Ελένης της Τροίας σε ένα μεσαιωνικό κάστρο "Αρκαδία" της Σπάρτης.

Αναφορά στην Αρκαδία και το αρκαδικό ιδεώδες κάνουν επίσης και οι Friedrich Schiller (1759-1805)  -Το ποίημα του “Resignation” συνιστά το κύριο θέμα του άρθρου μας αυτού- και Friedrich Nietzsche (1844-1900).  Σημαντική είναι επίσης η επιρροή της “Αρκαδίας” στο ποιητικό κίνημα των Ρομαντικών (18ος-19ος αι.).

10η) Η Ιδεατή “Αρκαδία” στην Τέχνη της ζωγραφικής

Παράλληλα με την βουκολική ποίηση-λογοτεχνία, ήκμασε κατά την ίδια περίοδο και ένα αξιόλογο ρεύμα ζωγραφικής, σύμφωνα με το οποίο  ζωγραφικοί πίνακες και σχέδια αναπαριστούσαν ποιμένες μέσα σε ένα  ειδυλλιακό τοπίο με φόντο δάση και λόφους. Πολλοί καλλιτέχνες έμελλε να απεικονίσουν το “Αρκαδικό ιδεώδες”, όπως και θέματα που περιστρέφονται γύρω από τον “Αρκαδικό Μύθο”. Πίνακες και γκραβούρες, που απεικονίζουν ειδυλλιακά τοπία με σκηνές όπου πρωταγωνιστούν θεοί και νύμφες, με τον Πάνα να έχει ξεχωριστή θέση, δημιουργήθηκαν πολλοί.  

Τον 17ο αιώνα ο Γάλλος ζωγράφος Νίκολα Πουσέν (Nicolas Poussin, 1594-1665) εμπνεόμενος από το καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα ζωγράφισε έναν από τους σημαντικότερους πίνακές του, τον γνωστό ως:  "Οι ποιμένες της Αρκαδίας" (1647).

Ο πίνακας αυτός -εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου- αναπαριστά τρεις Αρκάδες ποιμένες ντυμένους αρχαιοπρεπώς, που στέκονται γύρω από ένα τάφο, με φόντο ένα όμορφο τοπίο. Έχουν  στοχαστική και μελαγχολική διάθεση. Ένας από αυτούς, γονατισμένος στο έδαφος, διαβάζει μια μισοσβησμένη επιγραφή (στα λατινικά) που είναι χαραγμένη πάνω στον τάφο: "Et in Arcadia Ego". Μεταφράζεται: "Και εγώ στην Αρκαδία". Η πιο πάνω φράση προσιδιάζει στην κεντρική αλληγορία του έργου. Ο δεύτερος βοσκός φαίνεται να συζητά με μια όμορφη νέα, ο τρίτος στέκεται σκεπτικός. Ο καλλιτέχνης είχε φιλοτεχνήσει και πιο πριν (1629-1630) έναν άλλον, λιγότερο γνωστό, πίνακα με το ίδιο θέμα.

Υπάρχουν δύο κύριες και διαφορετικές ερμηνείες της επιγραφής του πίνακα: 1η)  "Ακόμα και στην Αρκαδία" υπάρχω εγώ, ο θάνατος2η)  "Και εγώ στην Αρκαδία" έζησα, σημειώνει στην επιτύμβια πλάκα ο άνθρωπος.

Και με την παραπάνω διπλή ερμηνεία του, ο πίνακας του Πουσέν αντανακλά μια μελαγχολική ενατένιση του θανάτου, επισημαίνοντας ότι η επίγεια ευτυχία είναι πρόσκαιρη και μεταβατική. Ακόμα και σε ένα μέρος όπου βασιλεύει η ειρήνη και η ευδαιμονία - πάντα να θυμόμαστε - ότι αυτό κάποτε  θα έχει ένα τέλος και όλα τότε θα χαθούν.  Η ματαιότητα και το εφήμερο του επίγειου κόσμου και των πρόσκαιρων απολαύσεων και αγαθών φαίνεται έτσι να απηχεί το κεντρικό μήνυμα και νόημα της επιγραφής: "Et in Arcadia Ego".

11η) Παρακάτω, το ποίημα “Resignation” του Σίλερ στη Γερμανική γλώσσα, στην οποίαν γράφτηκε:

 Resignation(Eine Phantasie)

 Auch ich war in Arkadien geboren,

auch mir hat die Natur

an meiner Wiege Freude zugeschworen,

auch ich war in Arkadien geboren,

doch Tränen gab der kurze Lenz mir nur.

 

Des Lebens Mai blüht einmal und nicht wieder,

Mir hat er abgeblüht.

Der stille Gott – o weinet meine Brüder –

der stille Gott taucht meine Fakel nieder,

und die Erscheinung flieht.

 

Da steh ich schon auf deiner Schauerbrüke,

Ehrwürdge Geistermutter – Ewigkeit.

Empfange meinen Vollmachtbrief zum Glüke,

ich bring ihn unerbrochen dir zurücke,

mein Lauf ist aus. Ich weiß von keiner Seligkeit.

Vor deinem Tron erheb’ ich meine Klage,

verhüllte Richterin.

Auf jenem Stern gieng eine frohe Sage,

Du tronest hier mit des Gerichtes Waage

und nennest dich Vergelterin.

 

Hier – spricht man – warten Schreken auf den Bösen,

und Freuden auf den Redlichen.

Des Herzens Krümmen werdest du entblößen,

Der Vorsicht Räzel werdest du mir lösen,

und Rechnung halten mit dem Leidenden.

 

Hier öfne sich die Heimat dem Verbannten,

hier endige des Dulders Dornenbahn.

Ein Götterkind, das sie mir Wahrheit nannten

Die meisten flohen, wenige nur kannten,

hielt meines Lebens raschen Zügel an.

 

„Ich zahle dir in einem andern Leben,

gib deine Jugend mir,

Nichts kann ich dir als diese Weisung geben.“

Ich nahm die Weisung auf das andre Leben,

und meiner Jugend Freuden gab ich ihr.

„Gib mir das Weib, so theuer deinem Herzen,

gib deine Laura mir.

Jenseits der Gräber wuchern deine Schmerzen.“ –

Ich riß sie blutend aus dem wunden Herzen,

und weinte laut, und gab sie ihr.

 

„Du siehst die Zeit nach jenen Ufern fliegen,

die blühende Natur

bleibt hinter ihr – ein welker Leichnam – liegen.

Wenn Erd und Himmel trümmernd aus einander fliegen,

daran erkenne den erfüllten Schwur.“

 

„„Die Schuldverschreibung lautet an die Todten,““

hohnlächelte die Welt,

„„Die Lügnerin, gedungen von Despoten

hat für die Wahrheit Schatten dir geboten,

du bist nicht mehr, wenn dieser Schein verfällt.““

 

Frech wizelte das Schlangenheer der Spötter:

„„Vor einem Wahn, den nur Verjährung weiht,

erzitterst du? Was sollen deine Götter,

des kranken Weltplans schlau erdachte Retter,

die Menschenwiz des Menschen Nothdurft leiht?““

„„Ein Gaukelspiel, ohnmächtigen Gewürmen

von mächtigen[1] gegönnt,

Schrekfeuer angestekt auf hohen Thürmen,

Die Phantasie des Träumers zu bestürmen,

wo des Gesezes Fakel dunkel brennt.

 

Was heißt die Zukunft, die uns Gräber deken?

Die Ewigkeit, mit der du eitel prangst?

Ehrwürdig nur, weil schlaue Hüllen sie versteken,

der Riesenschatten unsrer eignen Schreken

im holen Spiegel der Gewissensangst;““

Ein Lügenbild lebendiger Gestalten,

die Mumie der Zeit

vom Balsamgeist der Hofnung in den kalten

Behausungen des Grabes hingehalten,

das nennt dein Fieberwahn – Unsterblichkeit?““

Für Hoffnungen – Verwesung straft sie Lügen –

gabst du gewiße Güter hin?

Sechstausend Jahre hat der Tod geschwiegen,

Kam je ein Leichnam aus der Gruft gestiegen

der Meldung that von der Vergelterin?

Ich sah die Zeit nach deinen Ufern fliegen,

die blühende Natur

blieb hinter ihr, ein welker Leichnam, liegen,

Kein Todter kam aus seiner Gruft gestiegen,

und fest vertraut’ ich auf den Götterschwur.

All meine Freuden hab ich dir geschlachtet,

jezt werf ich mich vor deinen Richtertron.

Der Menge Spott hab ich beherzt verachtet,

nur deine Güter hab ich groß geachtet,

Vergelterin, ich fodre meinen Lohn.

Mit gleicher Liebe lieb ich meine Kinder,

rief unsichtbar ein Genius.

Zwei Blumen, rief er – hört es Menschenkinder –

Zwei Blumen blühen für den weisen Finder,

sie heißen Hofnung und Genuß.

Wer dieser Blumen Eine brach, begehre

die andre Schwester nicht.

Genieße wer nicht glauben kann. Die Lehre

ist ewig wie die Welt. Wer glauben kann, entbehre.

Die Weltgeschichte ist das Weltgericht.

Du hast gehoft, dein Lohn ist abgetragen,

dein Glaube war dein zugewognes Glük.

Du konntest deine Weisen fragen,

was man von der Minute ausgeschlagen

gibt keine Ewigkeit zurük.“

 



 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου