Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

Η διάδοση και δημοφιλία της Επικούρειας φιλοσοφίας στην Ιταλία


  Η διάδοση και δημοφιλία της  Επικούρειας φιλοσοφίας στην Ιταλία, 

στα χρόνια της ύστερης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας


  
        Senatus Populusque Romanus 
Επίκουρος

                 
                      

Επικούρειοι στην Ιταλία την περίοδο της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας


    ΣΗΜΕΙΩΣΗ:  Περίληψη” του άρθρου, που αποτέλεσε και ομιλία στο 12ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (20/2/2022), δίδεται στο τέλος μετά το " Παράρτημα". 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1)       Οι πρώτοι Ρωμαίοι Επικούρειοι.

2)       Το ιστορικό πλαίσιο της εποχής.

3)       “Graecia capta ferum victorem cepit et artis intulit agresti Latio”.

4)       Η Στωική φιλοσοφία στη Ρώμη (Παναίτιος – Ποσειδώνιος)

5)      Η  Επικούρεια φιλοσοφία στη Ρώμη.

6)       Επικούρειοι  στα γραπτά του Κικέρωνα.

7)       Ο Επικουρισμός στην  Καμπανία  (Φιλόδημος – Σείρων).

8)       Lucretius  &  άλλοι Επικούρειοι λόγιοι.

9)       Επίλογος - Συμπεράσματα.


10)    List of Epicurean philosophers   (From Wikipedia)

11)    Παράρτημα: Ο Ιούλιος Καίσαρ, ήταν Επικούρειος; 

       Δύο άρθρα1ο)   Katharina Volk:   “Caesar the Epicurean?  A Matter of Life and Death”

                           2o)  F. C. BOURNE:   “ΚΑΙΣΑΡ Ο ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ”

12)    ΠΗΓΕΣ 


1) Οι πρώτοι Ρωμαίοι Επικούρειοι

Τίτος Αλμπούκιος

      Η φιλοσοφία του Επίκουρου μπολιάζοντας το δημοκρατικό κορμό της Ρώμης, γνώρισε υψηλή βλάστηση. Το πέρασμα της στη χερσόνησο των Απεννίνων καταγράφεται τον 2ο, και η άνθηση της στον 1ο π.Χ. αι. Στους δύο αυτούς αιώνες στην Ιταλία επικρατούσαν συνθήκες ανάλογες με αυτές που είχαν υπάρξει στην Ελλάδα στον 4ο και 3ο π.Χ. αι. (X. Θεοδωρίδη: «Επίκουρος – Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου»).

      Η πρώτη συνάντηση της Επικούρειας φιλοσοφίας με τους Ρωμαίους….. (Αρχικά με την ανώτερη τάξη της Ρωμαϊκής κοινωνίας, που αυτή μόνη είχε τότε  πρόσβαση στη παιδεία, και την οποίαν -παραδοσιακά- συνιστούσε μια ελίτ πολιτών, οι λεγόμενοι “πατρίκιοι”)…..  καταγράφεται στα τέλη του 2ου π.Χ. αι., δηλαδή, σχεδόν δύο αιώνες μετά την ίδρυση του “Κήπου των Αθηνών”. Και ο πρώτος αναφερόμενος γνήσια Επικούρειος Ρωμαίος στην Ιταλική χερσόνησο, είναι ο Τίτος Αλμπούκιος (Titus Albucius).

      Ο Τίτος Αλμπούκιος υπήρξε διάσημος ρήτορας στα χρόνια της ύστερης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Ως νέος, σπούδασε στην Αθήνα (τέλη του 2ου αιώνα  π.Χ.). Τότε, η προσοχή της Ρώμης είχε αρχίσει να στρέφεται προς την Ελλάδα. Πολύ σύντομα και άλλοι νεαροί Ρωμαίοι αριστοκράτες θα καθιερωθεί να σπουδάζουν φιλοσοφία στην Αθήνα.

     Ο Τίτος Αλμπούκιος, εντάχθηκε στη σχολή των Επικουρείων, και σε άριστο βαθμό γνώρισε και την Ελληνική λογοτεχνία, μάλιστα σε σημείο που ο Κικέρων τον αναγνώριζε ως “φωτισμένο πνεύμα”. Ο Τίτος Αλμπούκιος σαν επέστρεψε στη Ρώμη, ασχολήθηκε με την πολιτική, και το 105 π.Χ. περίπου έλαβε το αξίωμα του πραίτορα. Όμως, η ατυχής θητεία του σαν κυβερνήτης - propraetor της Σαρδηνίας κατέληξε σε εξορία.

        Στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία “propraetorονομαζόταν ο κυβερνήτης μιας επαρχίας, εάν αμέσως πριν την τοποθέτησή του είχε υπηρετήσει ως “praetor” (πραίτορας) στην πόλη της Ρώμης. Αρμόδιο όργανο για το διορισμό του ήταν η Σύγκλητος με τη σύμφωνη γνώμη των λαϊκών συνελεύσεων. Η θητεία του ήταν ενιαύσια αλλά μπορούσε να παραταθεί.

      Ο Τίτος Αλμπούκιος γύρισε ξανά στην Αθήνα και έκτοτε αφοσιώθηκε στην μελέτη της Επικούρειας φιλοσοφίας. Έγινε, σύμφωνα με το Κικέρωνα “σοφός” (dictus) και έφτασε να θεωρεί τον εαυτό του περισσότερο Έλληνα παρά Ρωμαίο. Φαίνεται, προσαρμόστηκε και σε μια ζωή αυστηράς υπαγωγής προς τα προστάγματα του Επικουρισμού. Ίσως, η διακοπή της πολιτικής του σταδιοδρομίας στη Ρώμη και η αναγκαστική του μετανάστευση στην Αθήνα, να εξηγεί τον κατοπινό ζήλο του προς  τις αυστηρές Επικούρειες αρχές.

Αλκέας και Φιλίσκος

      Στην αρχή του άρθρου μας αναφερθήκαμε στον πρώτο δεδηλωμένο Ρωμαίο Επικούρειο, από την ανώτερη τάξη, για την δράση του οποίου διαθέτουμε ικανά στοιχεία, τον Τίτο Αλμπούκιο (Titus Albucius).  Ωστόσο, μια πρώτη εμφάνιση Επικουρισμού στην Ιταλία, καταγράφεται μισό αιώνα παλαιότερα, και προέρχεται από μερικές φευγαλέες αναφορές σε δύο Επικούρειους θεωρούμενους, τον Αλκέα (Alceus) και τον Φιλίσκο (Philiscus), οι οποίοι, για λόγους που δεν είναι απολύτως σαφείς, εκδιώχθηκαν από τη Ρώμη το 173, ή το 154 π.Χ.

       Ο Ρωμαίος συγγραφέας και δάσκαλος της Ρητορικής Κλαύδιος Αιλιανός (λατ. Claudius Aelianus) ο επιλεγόμενος «Σοφιστής»  (άκμασε επί Σεπτιμίου Σεβήρου), αναφέρει ότι εκδιώχθηκαν “επειδή είχαν εισαγάγει στη νέα γενιά πολλές αφύσικες απολαύσεις”.  Το ρωμαϊκό δίκαιο σε αυτή την περίοδο επέτρεπε την εκδίωξη (relegatio) οποιουδήποτε ανεπιθύμητου προσώπου από τη Ρώμη με αυταρχικό διάταγμα, το οποίο συχνά χρησιμοποιήθηκε για την απομάκρυνση ανεπιθύμητων αλλοδαπών. Το 161 π.Χ. ορισμένοι δάσκαλοι της ρητορικής και της φιλοσοφίας είχαν εκδιωχθεί από την πόλη.

       Το 155 π.Χ., η περίφημη πρεσβεία φιλοσόφων που είχε σταλεί από την Αθήνα στη Ρώμη, αποτελούμενη από τους Καρνεάδη ​​(Ακαδημεικό), Διογένη Σελεύκιο (Στωικό) και Κριτόλαο (Περιπατητικό), αναγκάστηκε να φύγει, διότι οι διδασκαλίες τους προκάλεσαν αίσθηση και αντιδράσεις.  Αν ο Αλκαίος και ο Φιλίσκος εκδιώκτηκαν από την πόλη το 154 π.Χ., τότε θα είχε περάσει μόλις ένας χρόνος από αυτό το γεγονός.

       Το 155 π.Χ. επισκέφτηκαν τη Ρώμη ως πρεσβευτές της Αθήνας ο Ακαδημεικός Καρνεάδης, ο Κριτόλαος ο Περιπατητικός και ο Στωικός σχολάρχης Διογένης ο Σελεύκιος (ή Διογένης ο Βαβυλώνιος). Η σχολή του «Κήπου» δεν έστειλε αντιπρόσωπο της, πιθανόν λόγω αποφυγής ενασχόλησης των Επικουρείων σε πολιτικά ζητήματα.   Καθήκον των πρεβευτών ήταν να επιτύχουν (με διαπραγμάτευση) την κατάργηση ή τουλάχιστον τη μείωση ενός προστίμου 500 ταλάντων, το οποίο είχε επιβληθεί στην πόλη των Αθηνών για την καταστροφή και λεηλασία της πόλης του Ωρωπού.

       Εκεί, με διαλέξεις, εισήγαγαν τις φιλοσοφικές τους ιδέες στην καρδιά της Ιταλίας. Ο Καρνεάδης στη Ρώμη έδωσε δύο διαλέξεις με θέμα τη δικαιοσύνη. Στην πρώτη την εγκωμίαζε, ενώ στη δεύτερη την κατέκρινε. Αυτή η ευμετάβλητη διαλεκτική συλλογιστική του απέσπασε το θαυμασμό της ρωμαϊκής νεολαίας. Αποτέλεσμα ήταν η μείωση του προστίμου σε 100 τάλαντα. Ο Καρνεάδης έδωσε και άλλες δημόσιες διαλέξεις στην πόλη. Οι εμφανίσεις του προσήλκυσαν πολλούς ακροατές και  εντυπωσίασαν.  Όμως, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος, με εκπρόσωπό της τον Κάτωνα (Πρεσβύτερο), πίεσε για την απομάκρυνσή του από τη Ρώμη, για να μη διαφθείρει τη νεολαία.

      Εκτός από την πιο πάνω σύντομη αναφορά  στους  Αλκέα (Alceus) και Φιλίσκο (Philiscus), οι πηγές που θα μπορούσαν να μας διαφωτίσουν για την ιστορία του Επικουρισμού σ’ αυτή τη περίοδο είναι μηδαμινές. 

2) Το ιστορικό πλαίσιο της εποχής.

      Η παράδοση θέλει την ίδρυση της Ρώμης να λαμβάνει χώρα την 21η  Απριλίου 753 π.Χ. από τα δίδυμα αδέλφια - απογόνους του Τρώα πρίγκιπα Αινεία - Ρωμύλο και Ρέμο (ή Ρώμο), που ανατράφηκαν από μια λύκαινα. Ο Νουμάς Πομπίλιος υπήρξε ο δεύτερος βασιλιάς της Ρώμης, διάδοχος του Ρωμύλου και ακολουθούν πέντε ακόμα βασιλείς, ώσπου, περίπου το 509 π.Χ., εγκαθιδρύεται σύστημα, βάσει του οποίου κυβερνούν πλέον αιρετοί άρχοντες, που εκλέγονται κάθε χρόνο, καθώς και διάφορες μορφές συνελεύσεων. Έτσι συστήνεται καθεστώς Δημοκρατίας στη Ρώμη, η Res Publica Romana, η οποία θα διαρκέσει μέχρι το 27 π.Χ. Τότε, ο Οκταβιανός περιεβλήθη με εξουσίες μονάρχη, έλαβε και τον τίτλο του Αugustus (Σεβαστός), έτσι συστάθηκε η  Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Imperium Romanum) (27 π.Χ.- 476 μ.Χ.)

       Περίοδοι της Ρωμαϊκής Ιστορίας:  

      Roman Kingdom: 753–509 π.Χ., Roman Republic: 509–27 π.Χ., Roman Empire: 27 π.Χ.  – 395 μ.Χ, Principate: 27 π.Χ. – 284 μ.Χ., Dominate: 284 – 641, Western (Δυτ. Αυτ.): 395–476, Eastern (Ανατ. Αυτοκρ.):  395–1453.   

        Σημ: Principate / (Ηγεμονία: 27 π.Χ. –  284 μ.Χ.) Χαρακτηρίζεται από τη εξουσία ενός μόνο ηγεμόνα (princeps) και από μια προσπάθεια εκ μέρους των πρώτων αυτοκρατόρων, τουλάχιστον, να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση της τυπικής συνέχειας, σε ορισμένες πτυχές, της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας.


    Στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία (509 - 27 π.Χ.) δύο Ύπατοι (Consules) ασκούν από κοινού την εκτελεστική εξουσία, απαραίτητα συνεργαζόμενοι με τη Σύγκλητο (Senatus), την οποία συγκροτούν οι ευγενείς,  οι γνωστοί ως “πατρίκιοι”.

       Ύπατος (Consul) το  ανώτατο αξίωμα στην Αρχαία Ρώμη. Κάθε χρόνο εκλέγονταν δύο ύπατοι, οι οποίοι αναλάμβαναν από κοινού - με δικαίωμα αρνησικυρίας του ενός στις αποφάσεις του άλλου - τη διακυβέρνηση της πόλης και της Ιταλικής χερσονήσου. Αλλά και οι εκτός Ιταλίας περιοχές, οι αποκαλούμενες επαρχίες, πολύ συχνά διοικούνταν από πρώην υπάτους. Κατά τη ρεπουμπλικανική περίοδο οι ύπατοι ήταν οι ανώτατοι άρχοντες του κράτους για το έτος της θητείας τους, το οποίο έπαιρνε τα ονόματά τους. Σε καιρό ειρήνης είχαν διευρυμένες αρμοδιότητες στους τομείς της διοίκησης, της νομοθεσίας και της δικαιοσύνης. Ασκούσαν επίσης συγκεκριμένα θρησκευτικά καθήκοντα που απαιτούσαν υψηλόβαθμο κρατικό στέλεχος. Στον πόλεμο ήταν οι αρχηγοί του στρατού και αυτοί που ερμήνευαν τους θεϊκούς οιωνούς πριν ξεκινήσει η μάχη. Κατά την αυτοκρατορική και βυζαντινή εποχή οι περισσότερες εξουσίες του θεσμού αφαιρέθηκαν (ιδιαίτερα όσες είχαν να κάνουν με το στρατό) και πέρασαν στην αρμοδιότητα του αυτοκράτορα. Το αξίωμα εξακολούθησε να υφίσταται με υψηλό ηθικό κύρος αλλά μειωμένη πολιτική - στρατιωτική ισχύ.

      Άλλα αξιώματα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας είναι: Οι πραίτορες (praetor), οι αγορανόμοι (aedile), οι δήμαρχοι (tribunus), οι ταμίες  (quaestor). Τα αξιώματα αυτά αρχικά παρέχονταν κατά αποκλειστικότητα στους πατρικίους, αργότερα και μετά από σκληρούς – αιματηρούς ταξικούς αγώνες έγιναν προσιτά και στους ανθρώπους του λαού, τους γνωστούς με το όνομα “πληβείοι”.

      Οι Ρωμαίοι σταδιακά υπέταξαν και αφομοίωσαν τους πληθυσμούς της Ιταλικής χερσονήσου, ανάμεσα στους οποίους και τους Ετρούσκους. Κατενίκησαν τον βασιλιά της Ηπείρου Πύρρο, παρά τις “Πύρρειες νίκες” του, όταν αυτός εισέβαλλε (280 - 275 π.Χ.) στην Ιταλική χερσόνησο.

      Σε τρεις πολέμους, μεταξύ των ετών 264 - 146 π.Χ., κατέβαλαν την Καρχηδόνα, υπερδύναμη στην Δυτική Μεσόγειο μέχρι που πλήρως την κατέστρεψαν το 146 π.Χ., παρ’ όλο που το 216 π.Χ., ο στρατηγός των Καρχηδονίων Αννίβας, μετά τη συντριπτική νίκη του στη μάχη των Καννών, έφτασε προ των πυλών της Ρώμης (“Hannibal ante portas”).

      Υπό την αρχηγία του ύπατου Μάρκου Κλαυδίου Μαρκέλλου, πολιόρκησαν τις Συρακούσες και μετά από πολιορκία ενός έτους τις κατέλαβαν το 212 π.Χ. Κατά τη λεηλασία της πόλης, σκότωσαν και τον μεγάλο μαθηματικό και μηχανικό της αρχαιότητας Αρχιμήδη, ο οποίος κατασκευάζοντας ειδικές μηχανές είχε ενισχύσει την άμυνα των Συρακουσών. Από τότε οι Ρωμαίοι έγιναν κυρίαρχοι στο νησί.

     

Η μητροπολιτική Ελλάδα του 2ου αιώνα π.Χ.

        Στην διάρκεια του 2ου αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι επεκτείνονται και στην Ελλάδα και ακόμα ανατολικότερα......

- Το 197 π.Χ., με τον Τίτο Κόιντο Φλαμινίνο (Titus Quinctius Flamininus) νίκησαν το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε' στις Κυνός Κεφαλές, στον Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο (200 – 197 π.Χ.).  

       Ο Πρώτος Μακεδονικός Πόλεμος (214-205 π.Χ) είχε διεξαχθεί ανάμεσα στους Ρωμαίους, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με την Αιτωλική Συμπολιτεία και τον Άτταλο Α΄ της Περγάμου, εναντίον του Φίλιππου Ε΄ της Μακεδονίας.

        Το 197 π.Χ., στα αφιερώματα που έστειλε στους Δελφούς, ο Φλαμινίνος κατέγραψε το εκπληκτικό (μεγαλόστομο) μήνυμα, κάτι σαν επίλογο….. στον Τρωικό Πόλεμο!  “Γιοι του Δία, που ευφραίνεστε με την ταχεία ιππική τέχνη, και Τυνδαρείδες, βασιλείς της Σπάρτης, ο Τίτος των Αινειάδων (δηλαδή, αυτός ως δήθεν απόγονος του Αινεία!) σας έφερε το πιο πολύτιμο από όλα τα δώρα. Για τους γιους των Ελλήνων, έχει διαμορφώσει τις συνθήκες για την Ειρήνη”. (Πλουτ. Φλαμινίνος 12.6.)…….. 22 αιώνες μετέπειτα, το 1940, Ιταλοί φασίστες θα θεωρήσουν την ιταμή Ιταλική επίθεση ενάντια στην Ελλάδα…. ως τη ρεβάνς του Τρωικού πολέμου!

         Επίσης, κατά τους αγώνες των Ισθμίων, ο Φλαμινίνος διακήρυξε την “Ελευθερία και Ανεξαρτησία των Ελλήνων”, προς τις γενικές επευφημίες και πανηγυρισμούς των παρευρισκόμενων……

- Το 190 π.Χ. στη μάχη της Μαγνησίας του Σιπύλου, στη Μικρά Ασία, ο Αντίοχος Γ' ηττάται οριστικά από τους Ρωμαίους και χάνει σημαντικό μέρος των εδαφών του.

- Το 168 π.Χ. ο στρατηγός τους Αιμίλιος Παύλος, νικητής του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα στη μάχη της Πύδνας, οριστικά υποτάσσει τη Μακεδονία. 

         Τρίτος Μακεδονικός Πόλεμος (171 – 168 π.Χ.) μεταξύ των Μακεδονικού βασιλείου υπό τον Περσέα, και της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Η έκβαση του, με τους Ρωμαίους να είναι νικητές, αποτελεί και το τέλος του επίσημου Μακεδονικού Βασιλείου.

- Το 146 π.Χ., υπό το στρατηγό τους  Λεύκιο Μόμμιο νίκησαν το στρατό της Αχαϊκής Συμπολιτείας στη Λευκόπετρα της Κορίνθου και υπέταξαν τη Πελοπόννησο, τον ίδιο χρόνο που η Καρχηδόνα καταστράφηκε.

- Το 137 π.Χ. πεθαίνει ο ηγεμόνας του Ελληνιστικού βασιλείου της Περγάμου  Άτταλος Γ΄ και στη διαθήκη του κληροδοτεί την επικράτειά του στο Ρωμαϊκό κράτος. Ο Τιβέριος Γράκχος,  δήμαρχος της Ρώμης, χρησιμοποιεί το θησαυροφυλάκιο του Αττάλου για την αποπληρωμή των αγροτικών χρεών.

- Το 87 π.Χ. ο περιώνυμος Ρωμαίος στρατιωτικός και πολιτικός  Σύλλας (Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας, 138-78 π.X.), θα καταλάβει και θα καταστρέψει την πόλη της Αθήνας και του Πειραιά, στην διάρκεια εκστρατείας του ενάντια στον βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη.

      Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ Διόνυσος (132 - 63 π.Χ.), από τους πιο οναμαστούς και επιτυχημένους εχθρούς της Ρώμης.  Στους (τρεις) Μιθριδατικούς πολέμους (88 έως 63 π.Χ.) ενεπλάκησαν τρεις εξέχοντες στρατηγοί της ύστερης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας: ο Λεύκιος  Κορνήλιος  Σύλλας, ο Λούκιος Λικίνιος Λούκουλλος και ο Γναίος Πομπήιος ο Μέγας.

         …. Λέγεται ότι, για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών του, των Ρωμαίων, όταν οριστικά είχε ηττηθεί, ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ έδωσε εντολή να αυτοκτονήσουν όλες οι γυναίκες και τα παιδιά του που τον συνόδευαν, και ύστερα αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει και ο ίδιος με δηλητήριο. Επειδή όμως ο οργανισμός του είχε συνηθίσει στα δηλητήρια (Βλ. όρος: “Μιθριδατισμός”), τον αποτελείωσε -ύστερα από εντολή του- ένας Γαλάτης μισθοφόρος……

       Ο Πλούταρχος περιγράφει την αγριότητα του Σύλλα κατά τη κατάληψη της πόλης της Παλλάδος με τ’ ακόλουθα λόγια…..

       «….. περὶ μέσας νύκτας εἰσήλαυνε, φρικώδης ὑπό τε σάλπιγξι καὶ κέρασι πολλοῖς, ἀλαλαγμῷ καὶ κραυγῇ τῆς δυνάμεως ἐφ’ ἁρπαγὴν καὶ φόνον ἀφειμένης ὑπ’ αὐτοῦ, καὶ φερομένης διὰ τῶν στενωπῶν ἐσπασμένοις τοῖς ξίφεσιν, ὥστε ἀριθμὸν μηδένα γενέσθαι τῶν ἀποσφαγέντων, ἀλλὰ τῷ τόπῳ τοῦ ῥυέντος αἵματος ἔτι νῦν μετρεῖσθαι τὸ πλῆθος ἄνευ γὰρ τῶν κατὰ τὴν ἄλλην πόλιν ἀναιρεθέντων ὁ περὶ τὴν ἀγορὰν φόνος ἐπέσχε πάντα τὸν ἐντὸς τοῦ Διπύλου Κεραμεικόν· πολλοῖς δὲ λέγεται καὶ διὰ πυλῶν κατακλύσαι τὸ προάστειον. ἀλλὰ τῶν οὕτως ἀποθανόντων, τοσούτων γενομένων, οὐκ ἐλάσσονες ἦσαν οἱ σφᾶς αὐτοὺς διαφθείροντες οἴκτῳ καὶ πόθῳ τῆς πατρίδος ὡς ἀναιρεθησομένης……..». Πλούταρχος (Βίοι Παράλληλοι / Σύλλας, 14).

      Όλοι κατακτητικοί πόλεμοι των Ρωμαίων διηξήχθησαν με αφάνταστη βιαιότητα και αρπακτικότητα από μέρους τους. Χιλιάδες οι νεκροί, σφαγιασμένοι (κάθε μάχη κι’ ένα «λουτρό αίματος), χιλιάδες οι αιχμάλωτοι που θα πουληθούν σκλάβοι, μεγάλες οι καταστροφές, βουνά τα λάφυρα, κλπ.  Ενδεικτικά:  Στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.) οι Ρωμαίοι έσφαξαν 8.000 Μακεδόνες, αφού προηγούμενα είχαν σκοτώσει άλλες 2.000, ενώ 5.000 πούλησαν σκλάβους. Στη Μαγνησία (190 π.Χ.) έσφαξαν και πούλησαν 50.000, στη Πύδνα (168 π.Χ.) έσφαξαν 20.000 και πούλησαν 11.000…….

…….. Οι Κίμβροι και οι Τεύτονες, στη περίφημη μάχη των Βερτσέλλλων (Vercellae), 101 π.Χ., υπέστησαν απίστευτο όλεθρο από τους, υπό την κοινή  διοίκηση του  ύπατου (consul) Gaius Marius και ανθύπατου (proconsul) Quintus Lutatius Catulus, Ρωμαίους. Περίπου 140.000 φονεύτηκαν και 60.000 αιχμαλωτίστηκαν, ενώ οι απώλειες των Ρωμαίων ήταν 1.000 μόνον άνδρες (Τίτος  Λίβιος: "Ιστορία της Ρώμης" / “Ab Urbe Condita”). O Πλούταρχος (Βίοι Παράλληλοι / Γάιος Μάριος, 21) αναφέρει ότι από τα κόκκαλα τους έφτιαχναν φράκτες στ’ αμπέλια, η δε γης τόσο λιπάνθηκε, ώστε η σοδιά της χρονιάς ξεπέρασε κάθε μέτρο…..

……. Όταν το 146 π.Χ. τελικά έπεσε η Καρχηδόνα “σβήστηκε και από το χάρτη”. Από ένα πληθυσμό που ξεπερνούσε τις 250.000, σύμφωνα με τον Στράβωνα, παρέμειναν κατά την τελική παράδοση της πόλης μόνο 50.000. Η πόλη κατεδαφίστηκε και καταδικάστηκε με επίσημους αναθεματισμούς να μείνει ακατοίκητη για πάντα. Μάλιστα, οι Ρωμαίοι σκόρπισαν αλάτι στα ερείπια της πόλης έτσι ώστε η γη να μην μπορεί να καλλιεργηθεί ξανά.

      Ο Μεσογειακός κόσμος αιματοκυλίστηκε και λεηλατήθηκε από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες. Τεράστιος πλούτος αποσπάστηκε από τις κατακτημένες χώρες, μεταφέρθηκε στη πρωτεύουσα τους και οικειοποιήθηκε από λίγους Ρωμαίους ευγενείς.

      H Ρώμη κατ’ εκείνα τα χρόνια ήταν μια πολυάνθρωπη πόλη, έφτασε να έχει 1 εκατ. κατοίκους, διαιρεμένη κοινωνικά σε δυο αυστηρά χωρισμένες τάξεις:

-  Στην μειοψηφία των πλουσίων αριστοκρατών (optimates / βέλτιστοι), που ήσαν ιδιοκτήτες και ενός τεράστιου αριθμού δούλων, τη τάξη των “ιππέων” (αυτοί που είχαν δυνατότητα να έχουν ίππο), τους ισχυρούς γεοκτήμονες, τους μεγαλέμπορους, κ.ά., και

-  Στο μέγα πλήθος  της  αστικής μάζας (όχλου) αποτελούμενο από φτωχούς, άνεργους, ακτήμονες κλπ. (populares / λαός), των οποίων η διαβίωση ήταν κυριολεκτικά αξιοθρήνητη, η όλη κατάσταση τραγική.

      Από τις ανώτερες τάξεις εκλέγονταν οι συγκλητικοί και οι αξιωματούχοι του απέραντου κράτους, άπληστοι άρπαγες και διεφθαρμένοι κατά κανόνα. Στον αδύναμο λαό, αμαθή και δεισιδαίμονα, εξαθλιωμένο από τη πείνα και τις αρρώστιες, προσφέρονταν πότε-πότε, απ’ τους διοικούντες σαν παρηγοριά και για να μην εξεγείρεται, “άρτος και θεάματα{“panem et circenses” ως έγραψε ο Γιουβενάλης.... Πενιχρά τροφή και αποτρόπαια θεάματα σε αρένες (μονομαχίες, θηριομαχίες)}.  Έτσι κατάφερναν να τον ελέγχουν,  χειραγωγούν, να  κατευνάζουν την οργή του,  να τον αποσπούν από τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας.

      Αλλά και ουκ ολίγες εμφύλιες διαμάχες των Ρωμαίων, ως και οι στρατιωτικές εκστρατείες της επίσημης Ρώμης για τη κατάπνιξη εξεγέρσεων σκλάβων της, δεν συνεπάγονταν μικρότερες φρικαλεότητες, από αυτές των κατακτητικών τους πολέμων…..

       Περιώνυμοι υπήρξαν οι εμφύλιοι πόλεμοι του Μάριου με τον Σύλλα, του Πομπήιου με τον Καίσαρα, του Αντώνιου με τον Οκτάβιο, που περιελάμβαναν ομαδικές-μαζικές σφαγές και λίστες προγραμμένων χιλιάδων πολιτών, πολεμικές αναμετρήσεις σε πεδία μάχης με χιλιάδες νεκρούς Ρωμαίους στρατιώτες, αμέτρητες μεμονωμένες δολοφονίες, διώξεις, εμπρησμούς, κατασχέσεις περουσιών κ.ά. φρικτές πράξεις.  

…… Η επανάσταση του Σπάρτακου (73 – 71 π.Χ.), η μεγαλύτερη επανάσταση δούλων της Ρωμαϊκής Ιστορίας, κατεπνίγη στο αίμα. Οι αιχμάλωτοι δούλοι, από τον νικητή τους Κράσσο / Marcus Licinius Crassus (Υπήρξε ο πλουσιότερος άνθρωπος στη Ρωμαϊκή ιστορία, μέλος της α΄ Ρ. τριανδρίας, ενέτασσε τον εαυτό του στους μαθητές του Αριστοτέλη),  περίπου 6.000 τον αριθμό, σταυρώθηκαν κατά μήκος της Αππίας Οδού, ενώ εκτιμάται ότι οι νεκροί στο πεδίο της μάχης ήταν πολύ περισσότεροι. Οι σταυροί με τα αποσυντιθέμενα πτώματα «κοσμούσαν» επί χρόνια την Αππία Οδό, προς παραδειγματισμό…..


Χάρτης της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας το 45 π.Χ.


Χάρτης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 330 μ.Χ.


3)Graecia capta ferum victorem cepit et artis intulit agresti Latio”

      Όσο οι Ρωμαίοι τον  2ο  και 1ο  αι. π.Χ.  κατακτούσαν στρατιωτικά, και λεηλατούσαν καταστρέφοντας, την Ελλάδα και την Ελληνιστική Ανατολή, οι Έλληνες εισχωρούσαν πνευματικά -με τα γράμματα και τις τέχνες τους- στη Ρώμη, αναπτύσσοντάς την πολιτιστικά.     Ο  Οράτιος το εξέφρασε παροιμιωδώς (με το πασίγνωστο ρητό): “Η κατακτημένη Ελλάδα κατέκτησε τον νικητή, και εισήγαγε τις τέχνες στο αγροίκο Λάτιο” / Graecia capta ferum victorem cepit et artis intulit agresti Latio”. (Οράτιος, Επιστολές 2.1, 156-157)

      Η Ελληνική παιδεία -φιλολογία και φιλοσοφία- εισέδυσαν τότε και σε μεγάλο βαθμό στη Ρώμη. Ο Κάτων (ο πρεσβύτερος), θεματοφύλακας των πιο ακραίων συντηρητικών αξιών της Ρώμης, πρώτος,  νωρίς, διείδε κινδύνους σ’ αυτό…… και ο Πλούταρχος, παρά την εκτίμηση που επέδειξε κατά την σύνθεση του πορτραίτου του εμβληματικού Κάτωνα, κατακεραύνωσε αυτή του την θέση:

      “Ο Κάτων κήρυξε με το ύφος ενός προφήτη, ή ενός μάντη, ότι η Ρώμη θα έχανε την Αυτοκρατορία της εάν μολυνόταν από τα Ελληνικά γράμματα. Αλλά ο χρόνος με βεβαιότητα έχει αποδείξει την κενότητα αυτού του αρρωστημένου λόγου, διότι ενώ η πόλη βρίσκεται στο μεσουράνημα της αυτοκρατορίας της, μετατρέπει κάθε μορφή Ελληνικής μόρφωσης και πολιτισμού σε δική της”.  (Πλούταρχος, Κάτων ο πρεσβύτερος 23.2-3).

        Μάρκος Πόρκιος Κάτων (Marcus Porcius Cato, 234  – 149 π.Χ.) Ρωμαίος πολιτικός, ο επιλεγόμενος Πρεσβύτερος για να διακρίνεται από τον ομώνυμο δισέγγονό του, Κάτωνα τον Νεότερο. Ο Κάτων ο Πρεσβύτερος ήταν αυτός που τελείωνε κάθε ομιλία του με το «Η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί». Προσηλωμένος στα αυστηρά ρωμαϊκά ήθη, ο Κάτων θεωρούσε τον ελληνικό τρόπο ζωής, που είχε επηρεάσει τους πατρίκιους της Ρώμης, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Ως ύπατος (consul) το 195 π.X. αλλά κυρίως ως τιμητής (censor) το 184, αξίωμα με το οποίο συνδέθηκε ολόκληρη η πολιτεία του, ο Κάτων έβαλε σκοπό της ζωής του να αναμορφώσει τα “διεφθαρμένα από την ελληνική επιρροή” ήθη της ρωμαϊκής αριστοκρατίας….

        Μάρκος Πόρκιος Κάτων ο Ιτυκαίος (Marcus Porcius Cato Uticensis, 95  – 12  46 π.Χ.), κοινώς γνωστός ως Κάτων ο Νεότερος για να τον διακρίνουν από τον προπάππου του, τον Κάτωνα τον πρεσβύτερο, ήταν Ρωμαίος πολιτικός προς το τέλος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και υποστηρικτής της Στωικής φιλοσοφίας. Ήταν ένας διακεκριμένος ρήτορας, που έχει μείνει στην ιστορία για το πείσμα του και την επιμονή του (ειδικά στη μακρά διαμάχη του με τον Ιούλιο Καίσαρα) καθώς και την ηθική του ακεραιότητα και τη διάσημη αποστροφή του για την πανταχού παρούσα διαφθορά εκείνης της περιόδου.

      Πράγματι, ο πιο πάνω αρρωστημένος λόγος, ανησυχία και φοβία του Κάτωνα, διαλύθηκε εν πολλοίς. Σύντομα, η ευχέρεια που αποκτήθηκε στις πολιτικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις των Ρωμαίων, αύξησε τις διανοητικές αναζητήσεις τους, και οι πολυάριθμες ρητορικές και φιλοσοφικές σχολές, κέντρα Ελληνικής παιδείας, που ήδη ήταν διάσπαρτες και άκμαζαν στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου, και βεβαίως, πάνω απ’ όλες, οι μεγάλης φήμης σχολές των Αθηνών, άρχισαν ολοένα να γίνονται πυκνότερες και από εκ Ρώμης φοιτητές.

      Γενικά, στη διάρκεια των τριών τελευταίων προ-χριστιανικών αιώνων, δηλαδή στη διάρκεια των “Ελληνιστικών χρόνων”, που αρχίζουν από τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) και τελειώνουν με την ήττα του Μάρκου Αντώνιου στη ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ.) τρία είναι τα φιλοσοφικά συστήματα που θα επικρατήσουν στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο: Ο Στωικισμός, ο Επικουρισμός και ο Σκεπτικισμός, ενώ αξιόλογη πρόοδο θα καταγράφει στη φιλοσοφία, όπως και στις θρησκείες, στις τέχνες κ.ά., και ο λεγόμενος “Συγκρητισμός”.

      Ο “Συγκρητισμός” (στη σύγχρονη λατινική: syncretismus), συλλέγει επιλεκτικά, συγχωνεύει και αφομοιώνει, ό,τι καλλίτερο θεωρεί από κάθε φιλοσοφική σέχτα. Ο “Συγκρητισμός” την εποχή εκείνη ευνοήθηκε και  από την όλο και μεγαλύτερη εδαφική εξάπλωση του Ρωμαϊκού κράτους, μια γενικευμένη αποκέντρωση που συντελέστηκε, καθώς και από την ένταξη στο νέο κόσμο ποικίλων φυλών ανθρώπων με διαφορετικές παραδόσεις και συνήθειες. 

    Κατά μία άποψη, βέβαια, οι Ρωμαϊκές αποκρίσεις στον Ελληνισμό αποτελούνταν από ένα περίπλοκο και εν μέρει ασυνάρτητο μείγμα υιοθέτησης, προσαρμογής, μίμησης, απόρριψης και απαγόρευσης»!

        Κατά τον καθηγητή Α. Α. LONG,  «Ο Στωικισμός υπήρξε η σημαντικότερη κίνηση στην ελληνιστική φιλοσοφία, και εκείνη που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση. Για περισσότερο από τέσσερις αιώνες ισχυριζόταν ότι έχει οπαδούς του μεγάλο αριθμό μορφωμένων ανθρώπων στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, και η επίδραση του δεν περιορίστηκε μόνο στην κλασσική αρχαιότητα….»  (“H Ελληνιστική φιλοσοφία, Στωικοί – Επικούρειοι – Σκεπτικοί”).  

      Όντως, στο δυτικό πολιτισμό και το χριστιανισμό, προβεβλημένοι στωικοί, σε  ολόκληρη τη Ρωμαϊκή περίοδο, άσκησαν μεγάλη επιρροή. Και ως στωικοί πιστώθηκαν στην ιστορία οι Κάτων ο Ιτυκαίος, Κικέρων, Σενέκας, Οκταβιανός Αύγουστος, Μάρκος Αυρήλιος, κ.ά..  Κατόπιν τούτου, γενικά και για όλο το διάστημα των Ελληνιστικών χρόνων και μετέπειτα, μπροστά πρώτο σε σχετική κατάταξη, οι μελετητές τοποθετούν το Στωικισμό.

       Ειδικότερα στα χρόνια της ύστερης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (1ος αι. π.Χ.) και στην Ιταλική χερσόνησο  που εξετάζουμε στο παρόν, παρά ενδείξεις και περί του αντιθέτου, δεν διαφοροποιούν τη κατάταξη. Διατηρούν τη πρωτοκαθεδρία του Στωικισμού, τον Επικουρισμό ταξινομούν στη δεύτερη θέση, ενώ η απήχηση της Πλατωνικής και της Αριστοτελικής (Περιπατητικής) φιλοσοφίας δείχνει πιο αδύναμη, με τον Πλατωνισμό να ανακάμπτει, όμως δύο αιώνες μετέπειτα, με τον Λούκιο Απουλήιο, (Λούκιος Απουλήιος (123 - 170) ο επιλεγόμενος Πλατωνικός και Σοφιστής, υπήρξε φιλόσοφος, ποιητής και ρήτορας), ακόμα αργότερα με τον «Νεοπλατωνισμό», και τα άλλα παρακλάδια του.     

      Και σε διάφορους λόγους αποδίδουν το γιατί ο προτιμώμενος φιλοσοφικός προσανατολισμός ενός Ρωμαίου της αριστοκρατικής ελίτ, εμφανίζεται να είναι ο Στωικισμός, με τον Επικουρισμό να έπεται.        

     Ο κυριότερος λόγος δείχνει να είναι η φαινομενική αδυναμία των ορθολογικών, μετριοπαθών, ειρηνόφιλων Επικούρειων δογμάτων να συνταιριάσουν με τα αυστηρά Ρωμαϊκά ήθη, με τις συντηρητικές παραδόσεις και με τις αγαπημένες, αριστοκρατικές, αντιλήψεις της άρχουσας τάξης των Ρωμαίων, που ήταν…… Η συμμετοχή στην πολιτική, η διάκριση και ανέλιξη σε αξιώματα, η άσκηση εξουσίας, η φιλοπόλεμη διάθεση, η απόκτηση ισχύος και πλούτου βεβαίως, και αυτά σε μια περίοδο ιστορίας της Ρώμης που χαρακτηρίζεται - εν μέσω εποχής βαρβαρότητας -  από μια πρωτοφανή - εκρηκτική κυριολεκτικά -  επέκταση σε χώρο, δύναμη και πλούτο.

      Ο Στωικισμός εξάλλου, είχε προηγηθεί χρονικά ως προς την διείσδυση στη  Ρωμαϊκή κοινωνία, και μάλιστα υψηλά εκπροσωπούμενος,  με τους δασκάλους Παναίτιο, μετέπειτα σχολάρχη της Στοάς στην Αθήνα, και Ποσειδώνιο, τον πολυμαθή Στωικό φιλόσοφο, καθώς και με τον Ρωμαίο ένθερμο υποστηρικτή του Στωικισμού, διάσημο στρατηγό και πολιτικό, Σκιπίωνα Αιμιλιανό / Αφρικανό το νεότερο…… 


     4) Η Στωική φιλοσοφία στη Ρώμη (Παναίτιος – Ποσειδώνιος)

      Στη Ρώμη, πρώτος - συστηματικά εισήγαγε τη Στωική φιλοσοφία ο Παναίτιος (185 – 109 π.Χ.). Ο Παναίτιος, με καταγωγή από την Λίνδο της νήσου Ρόδου, αφού -στη Στοά των Αθηνών- μαθήτευσε στους διαδόχους του Χρύσιππου, Διογένη τον Σελεύκιο (ή αλλιώς Βαβυλώνιο) και Αντίπατρο τον από την Ταρσό, θα μεταβεί στη Ρώμη (μέσα του 2ης π.Χ. αι.). Εκεί, θα περάσει αρκετά από τα χρόνια της ακμής του, θα αποκτήσει στενή φιλία με τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό (Αφρικανό) τον νεότερο, και η εξάπλωση του Στωικισμού στους Ρωμαίους κατά την ύστερη Δημοκρατία, οφείλει πιθανόν πολλά στην επίδραση του. (Α. Α. LONGH Ελληνιστική φιλοσοφία, Στωικοί – Επικούρειοι – Σκεπτικοί, σελ. 188)”.  Μετά τον θάνατο του Σκιπίωνος Αιμιλιανού, το 129 π.Χ., ο Παναίτιος επέστρεψε στην Στωική σχολή της Αθήνας, ως σχολάρχης (υπήρξε ο τελευταίος αδιαφιλονίκητος σχολάρχης της), διαδεχόμενος τον Αντίπατρο.

      Το πιο ονομαστό έργο του Παναίτιου ήταν το «Περί Καθηκόντων», το οποίον χρησιμοποιήθηκε ως κύρια πηγή από τον Κικέρωνα για το έργο του με τον ίδιο τίτλο, “De officiis”.  Επίσης ο Παναίτιος έγραψε το «Περί Σωκράτους και των Σωκρατικών», όλα γραμμένα στη Ρώμη.

     Publius Cornelius Scipio Africanus Aemilianus (185–129 π.Χ.), γνωστός ως Scipio Aemilianus ή Scipio Africanus (Africanus = cognomen ex virtute) ο νεότερος. Ρωμαίος στρατηγός και πολιτικός, γνωστός για τα στρατιωτικά του κατορθώματα στον Τρίτο κατά της Καρχηδόνας πόλεμο (149 - 146 π.Χ.), μάλιστα επόπτευσε την τελική ήττα και την καταστροφή της πόλης της Καρχηδόνας. Υπήρξε εξέχων προστάτης συγγραφέων και φιλοσόφων, ο πιο διάσημος από τους οποίους ήταν ο Έλληνας ιστορικός Πολύβιος. Στην πολιτική, αντιτάχθηκε στο λαϊκίστικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων του δολοφονηθέντος κουνιάδου του, Τιβέριου Γράκχου.

      Μετά τον Παναίτιο, ο μαθητής αυτού Ποσειδώνιος ο Ρόδιος ή Ποσειδώνιος ο Απαμεύς (Απάμεια Ορόντου Συρίας 135 - Ρώμη, 51 π.Χ.) διαδραμάτισε τον σημαντικότερο ρόλο, με τα γραπτά έργα του και τις προσωπικές του επαφές, στην εξάπλωση της Στωικής φιλοσοφίας στον Ρωμαϊκό κόσμο. Ο Ποσειδώνιος, Έλληνας, Αντιοχέας, υπήρξε πολυμαθής Στωικός φιλόσοφος, αστρονόμος, γεωγράφος, πολιτικός, ιστορικός και διδάσκαλος. Θεωρήθηκε από τους συγχρόνους του ως ο πολυμαθέστερος άνθρωπος    του κόσμου για εκείνη την εποχή.

      Ο Ποσειδώνιος ολοκλήρωσε τις ανώτερες σπουδές του στην Αθήνα, όπου μαθήτευσε κοντά στον γηραιό πλέον Παναίτιο, τον επικεφαλής της Στωικής Σχολής. Περί το 95 π.Χ. εγκαταστάθηκε στη Ρόδο, κράτος με φήμη ως προς τις επιστημονικές έρευνες, και έγινε Ρόδιος πολίτης. Συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή της Ρόδου, φθάνοντας στα ανώτερα αξιώματα, ενώ υπηρέτησε και ως πρεσβευτής στη Ρώμη το 87 - 86 π.Χ., κατά την εποχή του Μαρίου και του Σύλλα. Οι διασυνδέσεις του με τη Ρωμαϊκή ανώτερη τάξη ήταν σημαντικές όχι μόνο για την πολιτική του, αλλά και για τις επιστημονικές του έρευνες. Η είσοδός του στους ρωμαϊκούς κυβερνητικούς κύκλους τον διευκόλυνε να πραγματοποιήσει ταξίδια στη Δύση, πέρα και από τα ρωμαϊκά σύνορα (Ελλάδα, Ισπανία, Αφρική, Ιταλία, Σικελία, Δαλματία, Γαλατία, Λιγουρία).

      Από το τεράστιο έργο του Ποσειδώνιου δεν έχει σωθεί ως ολότητα σήμερα τίποτα, παρά μόνο αποσπάσματα. Ο Ποσειδώνιος, παρότι συνεπής Στωικός, ήταν εκλεκτικός. Ακολουθούσε όχι μόνο τους παλαιότερους Στωικούς, αλλά και τους Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Εκατό χρόνια αργότερα ο Σενέκας αναφερόταν στον Ποσειδώνιο, ως έναν από εκείνους με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στη φιλοσοφία.


5) Η Επικούρεια φιλοσοφία στη Ρώμη    

          Όμως, δύο - τρεις γενιές αργότερα, εποχή της ύστερης Δημοκρατίας, εντοπίζουμε τον Επικουρισμό να βρίσκεται σε μια εντυπωσιακά διαφορετική κατάσταση, να ακμάζει. Κι’ αυτό διότι είχαν δημιουργηθεί κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις, ώστε να προσληφθεί και αφομοιωθεί από τη Ρωμαϊκή κοινωνία και τον αξιοσέβαστο φιλοσοφικό διάλογο.

     Στη διάρκεια του 1ου π.Χ. αι., η δύναμη της αλήθειας των Επικούρειων ιδεών κατάφερε να μετατρέψει αυτή τη “φαινομενικά” απρόσφορη κουλτούρα υποδοχής τους, σε ένα από τα πιο δεκτικά και πρόθυμα ακροατήρια στην ιστορία της σχολής του Επίκουρου, καθιερώνοντας την φιλοσοφία του Αθηναίου σοφού και διαφωτιστή Επίκουρου ως κορυφαία επιλογή σπουδών για τους Ρωμαίους δημοκράτες - φιλοπρόοδους νέους και την Επικούρεια φιλοσοφία δημοφιλή και σε  λαϊκά στρώματα.

      Ο D. N. Sedley, στο έργο του: 'Epicureanism in the Roman Republic', διαπιστώνει: «….. Η εποχή του Κικέρωνα (1ος αι. π.Χ.) είναι αξιοσημείωτη, και ενδεχομένως μοναδική, ως προς το βαθμό του απόλυτου σεβασμού που ο Επικουρισμός κατέκτησε μεταξύ των Ρωμαίων πολιτών…».  ('The age of Cicero is remarkable, and probably unique, for the degree of sheer civic respectability that Epicureanism had acquired…).  

        Επίσης, ο ίδιος αναφέρει ότι:  «….. Αν και από τα μέσα έως στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ., η Ρώμη είχε καταστεί ισχυρό κέντρο της Στωικής δραστηριότητας, ομολογουμένως, γνωρίζουμε εκπληκτικά λίγους Ρωμαίους σε αυτή τη περίοδο που έγιναν Στωικοί», και  διευκρινίζει:  «Ο Στωικισμός είχε ασφαλώς σημαντικό αντίκτυπο στη Ρωμαϊκή σκέψη στην Ύστερη Δημοκρατία, αν και οι Ρωμαίοι που φέρουν επίσημα τη “ταμπέλα” του Στωικού (card- carrying Roman Stoics) αυτό το καιρό φαίνονται σχετικά λίγοι σε αριθμό»……  

        Έπειτα, «Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;»; (Ο αρχιερεύς των Ιουδαίων Καΐάφας, διαρρηγνύων τα ιμάτια του, στη δίκη του Χριστού (Ματθαίου ΚΣΤ' 63)……. Χαρακτηριστική είναι η απογοήτευση του Κικέρωνα, του διασημότερου και σκληρότερου επικριτή του Επίκουρου, ο οποίος θρηνεί για τη δημοφιλία της Επικούρειας θεωρίας, σε σχέση με την Στωική, γράφοντας:  

      “Άλλοι (εννοεί τους Επικούρειους) έχουν τη γνώμη ότι, η ζωή της τιμής πρέπει να συνδυαστεί με τη ζωή της ευχαρίστησης, συνδυάζοντας σιγά - σιγά ένα ζεύγος που σίγουρα θα εκτρέψει το ‘να -  τ’ άλλο απ’ τη πορεία. Πάντως, αυτών που λένε (εννοεί τους Στωικούς):  “Όχι, ο δρόμος προς τη δόξα οδηγεί κατευθείαν στη γη του μόχθου και της αυτοθυσίας”,  ακούω τα λόγια ν’ αντηχούν σε σχεδόν άδειες αίθουσες διαλέξεων”. (Pro Caelio 4,1 trans. D. H. Berry Cicero, Defense Speeches (2008), c.f. De Fin).  

        Ο Φρειδερίκος Νίτσε (1844-1900), στο έργο του «Ο Αντίχριστος» (1888) θα γράψει εμφαντικά (βλ. εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, σελ. 234):  «….. κάθε διάνοια που μετρούσε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν επικούρειος…..»

     Και η πιο πάνω διαπίστωση του Νίτσε («….. κάθε διάνοια που μετρούσε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν επικούρειος…..») πιστοποιεί την μεγάλη διάδοση και δημοφιλία της Επικούρειας φιλοσοφίας, κυρίαρχης ιδεολογίας μεταξύ των πεπαιδευμένων ανθρώπων, κατά τα χρόνια εκείνα.    

 

6)  Επικούρειοι στα γραπτά του Κικέρωνα

Marcus Tullius Cicero (106 - 43 π.Χ.)

      Ο Κικέρων  (Marcus Tullius Cicero, 106 - 43 π.Χ.)διάσημος ρήτορας, πολιτικός και συγγραφέας της Ρώμης   μιλά για ύπαρξη  ενός μεγάλου αριθμού φίλων της Επικούρειας φιλοσοφίας, συμπολιτών του  “…. cum tam multi sint Epicurei….” (De Finibus I 7,25).  Μάλιστα, απ’ αυτόν τον ίδιο, τα συγγράμματα και τις επιστολές του, γνωρίζουμε τα ονόματα των περισσοτέρων Επικουρείων της Ιταλίας. Και γι’ αυτούς, παρατηρεί, ο Κικέρων:

     “….. Σε μένα το υψηλότερο καλό φαίνεται να βρίσκεται στην ψυχή, σ’ αυτούς στο σώμα. Σε μένα στην αρετή, σ’ αυτούς στην ηδονή. Αλλά αυτοί παλεύουν γι' αυτά που πιστεύουν, και επικαλούνται την αφοσίωση των διπλανών τους. Πράγματι, υπάρχουν πολλοί που προσέρχονται πρόθυμα, συντασσόμενοι στο πλευρό τους. Εγώ είμαι κάποιος που εξηγεί πως δεν αναλαμβάνω δεσμεύσεις. Εγώ θα πάρω δεδομένο αυτό που έχει γίνει.…”.

      Ο Κικέρων υπήρξε σφοδρός αντίπαλος της φιλοσοφίας του Επίκουρου, και στα γραπτά του μπορούμε να δούμε τις αγωνιώδεις προσπάθειες που κατέβαλε για να υπηρετήσει αυτό το σκοπό. Η έμμονη ιδεοληψία του, για τους - τάχα - φοβερούς κινδύνους που διέτρεχε η Ρωμαϊκή κοινωνία από την διείσδυση των Επικούρειων ιδεών σ’ αυτήν,  τον οδήγησε να δηλώσει ανάγκη να τον πολεμήσει “με «άλογο και πόδι” (εννοεί με ιππικό και στρατό), δηλ. με όλες του τις δυνάμεις.

       .......... Στη πραγματικότητα, από τον Επικούρειο Διαφωτισμό, κίνδυνο διέτρεχαν οι αυταρχικές και αντιδημοκρατικές ιδέες, οι αριστοκρατικές αντιλήψεις, οι φοβίες,  θρησκοληψία και δεισιδαιμονίες των ανθρώπων, η διχόνοια, εξαπάτηση και  εκμετάλλευση του λαού, έναντι συμφερόντων ολίγων. Και, βέβαια, ο Ρωμαϊκός μιλιταρισμός και ιμπεριαλισμός, αιτίες που προκάλεσαν απερίγραπτη δυστυχία και αιματοχυσία στην ανθρωπότητα, εν τέλει δε οδήγησαν σε παρακμή και καταστροφή τον αρχαίο κόσμο και στον υπερχιλιετή μεσαίωνα….

         Όμως και στον ίδιο τον Κικέρωνα, αυτές οι αξίες και ιδανικά που πίστευε και προάσπιζε “με «άλογο και πόδι”, προκάλεσαν και το αξιοθρήνητο τέλος του….

      Περιώνυμοι φίλοι του Κικέρωνα, μερικοί στενοί συνεργάτες του, υπήρξαν φλογεροί Επικούρειοι, τους οποίους, όπως είπαμε, αναφέρει στα κείμενα του.  Αναγνωρίζει αυτή την ασυνήθιστη συλλογικότητα φίλων του, παρά τη γνωστή ενάντια στον Επικουρισμό στάση του, μέσω του εκπροσώπου του, του Λουκίλιου με τα εξής λόγια: 

      “Παραμένω σταθερός κατά των Επικούρειων, αν και γνωρίζω τόσους από αυτούς. Και είναι τόσο καλοί άνθρωποι, και τόσο καλοί φίλοι μεταξύ τους”.

      Παρέλκει να μπούμε στο κόπο να συγκεντρώσουμε εμείς ένα κατάλογο Ρωμαίων Επικουρείων.  Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε τη σημαντική παρουσία τους μέσα σ’ αυτή τη γενιά, και μόνο ερευνώντας τις προσπάθειες που κατέβαλε ο επικριτής τους Κικέρων για να τους αντιμετωπίσει. Βέβαια, δεν θα συμπεράνουμε την ευδοκίμηση του Επικουρισμού στη Ρώμη βασιζόμενοι μόνο στα γραφόμενα του Κικέρωνα για τη δημοτικότητά του.

      Όμως, μέσα από μια προσεκτική ανάγνωση και αντιπαραβολή των αναφορών του πάνω σ’ αυτό το θέμα, μπορούμε να δείξουμε, αξιόπιστα, τη μεγάλη εισφορά της Επικούρειας φιλοσοφίας στη πνευματική ζωή της Ρώμης, με δεδομένο και ότι ο Κικέρων αποτελεί την μεγαλύτερη, αν όχι την αποκλειστική, ίσως, πηγή πληροφοριών για το θέμα που εξετάζουμε.

      Ξεκινάμε την απαρίθμηση Ρωμαίων  - Επικούρειων θιασωτών που μας παρέχει ο Κικέρων…. από την Ρωμαϊκή ελίτ προέρχονται όλοι, αφεύκτωςδιότι μόνον τους περιώνυμους πολιτικούς, και τους συγγραφείς βεβαίως, κατέγραψε η ιστορία, με  τον ευγενή Λεύκιο Σαουφέιο (Lucius Saufeius), τον συγκλητικό Γάιο Βέλληιο (Gaius Velleius), τον ύπατο Γάιο Βίβιο Πάνσα Καιτρονιανό (Gaius Vibius Pansa Caetronianus) και τον Λεύκιο Καλπούρνιο Πείσωνα Καισόνινο (Lucius Calpurnius Piso Caesoninus). Στον τελευταίο (Πείσωνα), που τυγχάνει και ο πιο αξιόλογος ανταγωνιστής του, θ’ αναφερθούμε και πιο κάτω εκτενώς.

      Οι επιστολές του Κικέρωνα αποκαλύπτουν επίσης συζητήσεις που είχε με διαφόρους φίλους του, σχετικά με τις Επικούρειες τάσεις τους, όπως για παράδειγμα….. πειράγματα του Γάιου Τρεμπάτιου Τέστα  (Gaio Trebazio Testa) για να γίνει κάποιος Επικούρειος κατά την παραμονή του στο στρατόπεδο του Καίσαρα, και έρευνα των Επικούρειων πεποιθήσεων του Γάιου Κάσσιου Λογγίνου (Gaius Cassius Longinus).

          Ο Gaio Trebazio Testa / Γάιος Τρεμπάτιος Τέστα ( 1ος αι. π.Χ.,) ήταν νομικός και πολιτικός της αρχαίας Ρώμης. Διατηρούσε στενές σχέσεις φιλίας και εμπιστοσύνης με τον Καίσαρα, τον Αύγουστο, τον Οράτιο, τον Μαικήνα καθώς και με τον Κικέρωνα, με τον οποίο είχε εκτενή αλληλογραφία και που του αφιέρωσε το ρητορικό έργο “Topica”, αφήγηση του ομώνυμου έργου του Αριστοτέλη.

         Ο Gaius Cassius Longinus / Γάιος Κάσσιος Λογγίνος ( 87 ή 86  – 3 Οκτωβρίου 42 π.Χ.) ήταν Ρωμαίος συγκλητικός και ηγετικός υποκινητής της συνωμοσίας για τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα. Ήταν διοικητής των στρατευμάτων με τον Μάρκο Ιούνιο Βρούτο (Marcus Iunius Brutus) κατά τη διάρκεια της μάχης των Φιλίππων εναντίον των συμμαχικών δυνάμεων του Μάρκου Αντώνιου και του Οκταβιανού, πρώην υποστηρικτών του Καίσαρα, και αυτοκτόνησε μετά την ήττα του από τον Μάρκο Αντώνιο.

     Μια άλλη ένδειξη της διάδοσης και της ικμάδας του Επικούρειου λόγου στις τάξεις της μορφωμένης Ρωμαϊκής ελίτ της εποχής, παρέχεται, όταν ο Κικέρων, στον ονομαστό  φιλοσοφικό του διάλογο: “De Natura Deorum” (Σχετικά με τη φύση των θεών), γράφτηκε το 45 π.Χ., περιγράφει έρευνα και συζήτηση για το θέμα των “αθάνατων θεών”.

      Η συζήτηση γίνεται  στο σπίτι του φίλου του Γάιου Αουρέλιου Κόττα (Gaius Aurelius Cotta, 124–73 π.Χ., Ρωμαίος πολιτικός, ρήτορας, Pontifex Maximus. Ακαδημεικός σκεπτικιστής. Θείος του Ιουλίου Καίσαρα), ο οποίος στον διάλογο εκπροσωπεί τον, “αποχρώσεως” του Κικέρωνα, “Ακαδημεικό Σκεπτικισμό”. Ο Κουίντος Λουκίλιος Βάλβος (Quintus Lucilius Balbus, Στωικός φιλόσοφος, μαθητής του Παναιτίου) υποστηρίζει τις απόψεις των Στωικών και ο (προαναφερθείς) Γάιος Βέλληιος (Gaius Velleius) αυτές των Επικουρείων.

      Γράφει, λοιπόν, ο Κικέρων στο “De Natura Deorum”  ότι “…… Τον βρήκα (τον οικοδεσπότη φιλόσοφο Cotta) να κάθεται σε μια κόγχη, να συζητά με τον Gaius Velleius, ένα μέλος της Συγκλήτου, τον οποίον οι Επικούρειοι θεωρούσαν ως τον κορυφαίο Ρωμαίο υποστηρικτή τους, εκείνη την εποχή”.

     Καλύτερα πάντως, η θυελλώδης σχέση του Κικέρωνα με τον  Επικουρισμό δείχνεται επισημαίνοντας ότι ο επιστήθιος φίλος και μυστικοσύμβουλος του, ο φημισμένος Ρωμαίος λόγιος Τίτος Πομπόνιος, ο επονομασθείς Αττικός {Tria nomina: praenomen, nomen (gentilicium) και cognomen}..... Titus Pomponius Atticus (110 – 32 π.Χ.), λόγω της  βαθιάς Ελληνικής παιδείας του και της υπερ-εικοσαετούς διαμονής του εις την πόλη της Παλλάδος, ήταν χωρίς αμφιβολία ένας από τους μεγαλύτερους θιασώτες του Επικούρου. Εκτός, από συμμαθητές και στενοί φίλοι αυτοί οι δύο: Titus Pomponius Atticus και Marcus Tullius Cicero,  γνώριζαν πολύ καλά τα Ελληνικά γράμματα και την Ελληνική φιλοσοφία, έχοντας κάνει λαμπρές σπουδές και στην Αθήνα……


Titus Pomponius Atticus (110 – 32 π.Χ.)

       Ο Titus Pomponius Atticus (110 – 32 π.Χ.) - αργότερα ονομάστηκε Quintus Caecilius Pomponianus Atticus – ήταν Ρωμαίος εκδότης βιβλίων, τραπεζίτης, μεγαλο-ιδιοκτήτης γαιών, επιχειρηματίας, αλλά και μεγάλος προστάτης των γραμμάτων. Γνωστός για την αλληλογραφία και τη στενή του φιλία με τον Κικέρωνα. Ο Αττικός καταγόταν από πλούσια ρωμαϊκή οικογένεια της τάξης των ιππέων (κατώτερη αριστοκρατική, μη άρχουσα τάξη) και από το γένος Pomponia, που ανάγεται μέχρι το βασιλιά της αρχαιότατης Ρώμης Νουμά Πομπίλιο. Έτυχε λαμπράς Ελληνικής παιδείας. Σύμφωνος με τις Επικούρειες επιλογές του, έμεινε μακριά από την πολιτική, τηρώντας αυστηρή πολιτική ουδετερότητα, μάλιστα σε πολύ ταραχώδεις εποχές. Ανάμεσα στους φίλους του, εκτός από τον Κικέρωνα, ο Σύλλας, ο Ορτήνσιος, ο Κάτων, ο Αντώνιος, ο Οκταβιανός, ο Μ. Βιψάνιος Αγρίππας (που παντρεύτηκε την κόρη του). Ο Αττικός κληρονόμησε από στενό συγγενή του κολοσσιαία περιουσία την οποίαν διαχειρίστηκε με σύνεση και επαύξησε…..

       Υποστήριξε τα γράμματα. Παθιασμένος συλλέκτης αρχαίων συγγραμμάτων, είχε εκπαιδεύσει γραφείς να γράφουν σε παπύρους αντίγραφα προς εμπορίαν. Απέκτησε φήμη λόγιου αρχαιογνώστη, θεωρείται ο μεγαλύτερος και παλαιότερος βιβλιο-εκδότης της αρχαιότητας. Οι εκδόσεις Ελλήνων συγγραφέων του Αττικού, όπως  Πλάτωνας,  Δημοσθένης,  Αισχίνης, βραβεύτηκαν για την ακρίβειά τους στον αρχαίο κόσμο. Στο πλήθος των έργων που δημοσίευσε, και αυτά του φίλου του Κικέρωνα. Σε 14 βιβλία διασώζεται η συλλογή 454 επιστολών του Κικέρωνα προς τον Αττικό, από ένα σύνολο 813 επιστολών του ρήτορα που μας έχουν διασωθεί, ενώ αυτές του Αττικού προς τον Κικέρωνα έχουν εξαφανιστεί.  Επίσης, δυστυχώς, όλα τα βιβλία που ο Αττικός συνέγραψε -πολλά και σημαντικά- χάθηκαν…..

      Ο Titus Pomponius Atticus,  όπως μαθαίνουμε από τον φίλο του Κορνήλιο Νέπωτα (Cornelius Nepos, 100 - 24 π.Χ. Ρωμαίος βιογράφος και ιστορικός. Είχε αφιερώσει στον Αττικό το βιβλίο του: “Περί επιφανών ανδρών”), έκρινε -κάποτε- πως η κοινωνική αναταραχή στην Ρώμη ήταν τέτοια που ένας άνδρας της δικής του θέσης δεν θα μπορούσε να ζήσει με τον τρόπο που του υπαγόρευε η αξιοπρέπειά του (dignitas) χωρίς να αδικήσει το ένα μέρος ή το άλλο. Και θεώρησε την εποχή κατάλληλη να ασχοληθεί με πολιτιστικές αναζητήσεις…….

       “Στην Αθήνα (…… όπου ο Αττικός έμεινε περισσότερα από 20 χρόνια, στη Ρώμη επέστρεψε το 65 π.Χ.) απέκτησε μεγάλο κύρος.……  Εκεί ζούσε με τέτοιον τρόπο που δικαίως ήταν αγαπητός σε όλους τους Αθηναίους, επειδή συχνά βοηθούσε τις δημόσιες ανάγκες με τον πλούτο του. Για παράδειγμα, όταν η πόλη χρειαζόταν να διαπραγματευτεί ένα δάνειο και δεν μπορούσε να το κάνει με δίκαιους όρους, πάντα έσπευδε στη διάσωσή του...... Προσέθεσε στις υπηρεσίες του και ακόμα μία πράξη γενναιοδωρίας, καθώς οργάνωσε μία διανομή σίτου σε όλο τον λαό της Αθήνας…… Το αποτέλεσμα ήταν πως το κράτος ανταπέδωσε [στον Αττικό] όλες τις πιθανές τιμές και ήθελε να τον κάνει πολίτη της Αθήνας…...Όσο αυτός ήταν στην Αθήνα, αντιτάχθηκε στην ανέγερση οποιουδήποτε αγάλματος προς τιμή του, αλλά δεν μπορούσε να το αποτρέψει αφότου έφυγε. Και έτσι οι Αθηναίοι έστησαν μερικά προς τιμήν του στα πιο ιερά τους μέρη, επειδή τον θεώρησαν σύμβουλο και βοηθό τους στην όλη διοίκηση του κράτους τους”. (Νέπως, Αττικός 2.3).

        Οικογενειακά του Titus Pomponius Atticus:  Ο πατέρας του Αττικού πέθανε όταν αυτός ήταν πολύ μικρός. Η αδερφή του Πομπονία παντρεύτηκε τον Quintus Tullius Cicero (νεότερο αδερφό του ρήτορα και φίλου του Κικέρωνα). Ο Αττικός το 58/56 π.Χ., όταν ήταν ήδη 53/54 ετών, παντρεύτηκε μια συγγενή του, την Πηλία (εγγονή του Κράσσου). Η Πηλία, που πέθανε μετά από 12 χρόνια γάμου (στα 29 της χρόνια) του γέννησε έναν γιο με το ίδιο όνομα, τον Τίτο Πομπόνιο Αττικό (για τον οποίο λίγα είναι γνωστά), καθώς και μια κόρη, την Αττική (Pomponia Caecilia Attica), η οποία έγινε η πρώτη σύζυγος του Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα (του στενού φίλου-υπαρχηγού του Οκταβιανού Αυγούστου)…...

       {…..  Η κόρη της Αττικής και του Αγρίππα, η Βιψάνια Αγριππίνα, γεννήθηκε το 36 π.Χ., αρραβωνιάστηκε σε ηλικία μόλις ενός έτους με τον μελλοντικό αυτοκράτορα Τιβέριο. Παντρεύτηκαν γύρω στο 19 π.Χ. Ο γιος τους Δρούσος Ιούλιος Καίσαρας (γεννήθηκε το 14 π.Χ.), πιθανότατα θα ήταν διάδοχος του πατέρα του Τιβέριου, αν δεν πέθαινε δηλητηριασμένος από τον Σεγιανό, τον ισχυρό Πραιτοριανό έπαρχο της Ρώμης….}  

     Ο Αττικός έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στη Ρώμη. Αμέσως μετά τα 77α γενέθλιά του αρρώστησε και στην αρχή η ασθένειά του φαινόταν μικρή. Αλλά μετά από τρεις μήνες η υγεία του επιδεινώθηκε. Αποφασίζοντας να επιταχύνει το αναπόφευκτο, απείχε από την κατάποση οποιασδήποτε τροφής, λιμοκτονούσε μέχρι θανάτου και πέθανε την πέμπτη ημέρα τέτοιας νηστείας, το έτος 32 π.Χ. Την πολύ απλή κηδεία του την παρακολούθησε, όπως λέγεται, με βαθύ σεβασμό, η μισή Ρώμη. Τάφηκε στον οικογενειακό τάφο που βρίσκεται στο Πέμπτο Μίλι της Αππίας Οδού…...

      Η σχέση των δύο ανδρών (Κικέρωνα και Αττικού) κράτησε, χωρίς διακοπή και χωρίς σύννεφα, μέχρι τον θάνατό τους. Σε κάθε απουσία τους έγραφαν ο ένας στον άλλον και περισσότερες από μία φορές την ημέρα. Δείγμα της στενής φιλίας τους, πέραν των εκατοντάδων επιστολών που αντάλλαξαν, είναι και το ότι ο Κικέρων αφιέρωσε στον Αττικό, δύο πραγματείες του: “Περί φιλίας” και “Περί γήρατος”, και ο Αττικός, σε μια περίοδο κινδύνου του Κικέρωνα, όταν ο Κικέρων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα το 49 π.Χ., του έκανε δώρο 250.000 σεστερτίες.   Sestertius (plural sestertii), or sesterce (plural sesterces), was an ancient Roman coin. During the Roman Republic it was a small, silver coin issued only on rare occasions. During the Roman Empire it was a large brass coin.

      Εν τούτοις, ο μεν Titus Pomponius Atticus αγάπησε, και δια βίου συνετάχθη με τον Επικουρισμό, ο δε Marcus Tullius Cicero στράφηκε προς τον Πλατωνισμό, που τότε διάνυε την Ακαδημεική – Πέμπτη περίοδο του, με σχολάρχη στην Αθήνα τον Αντίοχο Ασκαλωνίτη. Το χειρότερο, ο Κικέρων εξελίχθηκε σε σφοδρό πολέμιο του Επικουρισμού, παρ’ όλο που και για τους τρείς σχολάρχες του “Κήπου Αθηνών” που γνώρισε, προσωπικά στη ζωή του, κατά σειράν: Ζήνωνα το Σιδώνιο, Φαίδρο και Πάτρωνα, εκφράζεται με κολακευτικά λόγια.  

- Τον Ζήνωνα το Σιδώνιο (στο “De Natura Deorum”, i. 21), που γνώρισε - άκουσε κατά τα χρόνια παραμονής (σπουδών)  του στην Αθήνα, χαρακτηρίζει «κορυφαίο Eπικούρειο» (coryphaeus epicureorum).

- Τον Φαίδρο εκτιμούσε ιδιαίτερα, αποκαλώντας τον “επιφανή φιλόσοφο, άνδρα μεγάλης αξίας και πνευματικό σημείο αναφοράς” και στο διάσημο (προαναφερθέν)  έργο του “De Natura Deorum” (Περί της φύσεως των Θεών)  χρησιμοποίησε, ως πρότυπο, το αντίστοιχο σύγγραμμα του Φαίδρου «Περί Θεών».

- Τον Πάτρωνα (Patro), που πέρασε κι’ αυτός κάποιο χρόνο στη Ρώμη όπου είχε συναντήσεις και συζητήσεις με ελλόγιμους Ρωμαίους, σε γραπτά του Κικέρωνα εντοπίζουμε να λέει:

      «Έχω κάθε είδους δεσμούς με τον Πάτρωνα τον Επικούρειο, εκτός από το ότι στη φιλοσοφία διαφωνώ κάθετα μαζί του. Όμως, κατά  τις πρώτες ημέρες του στη Ρώμη, ήμουν ένας από αυτούς που ιδιαίτερα επεδίωκε επαφές».

Φαίδρος – Πάτρων - Γάιος Μέμμιος 

       Φαίδρος (138 – 70/69 π.Χ.):  Έλληνας Επικούρειος φιλόσοφος. Μαθητής του Απολλόδωρου και του Ζήνωνα του Σιδώνιου. Eπιφανής άνδρας του δημοσίου βίου της Αθήνας, ιδιαίτερα γνωστός και πολύ ευπρόσδεκτος όμως και στη Ρώμη, όπου έζησε για κάποιο διάστημα. Για τα μέλη της Ρωμαϊκή ελίτ ήταν “philosophus nobilis” / ευγενής φιλόσοφος.  Σχολάρχης  της Επικούρειας σχολής στην Αθήνα μετά το θάνατο του Ζήνωνα του Σιδώνιου (γύρω στο 75 π.Χ.) και μέχρι τον θάνατό του το 70 ή 69 π.Χ. Τον Φαίδρο διαδέχθηκε ο Πάτρων.

        Πάτρων,  Επικούρειος φιλόσοφος. Έζησε για κάποιο διάστημα στη Ρώμη , όπου γνώρισε, μεταξύ άλλων, τον Κικέρωνα και την οικογένεια του Γάιου Μέμμιου. Απέκτησε και τη φιλία του Αττικού. Από τη Ρώμη είτε απομακρύνθηκε είτε επέστρεψε στην Αθήνα και εκεί διαδέχθηκε τον Φαίδρο ως επικεφαλής της Επικούρειας σχολής, γύρω στο 70/69 π.Χ.

       Γάιος Μέμμιος: (πέθανε περίπου το 49 π.Χ.) Ρωμαίος ρήτορας και ποιητής. Ήταν δήμαρχος (Tribune of the Plebs, 66 π.Χ.), πιθανώς προστάτης του Λουκρήτιου και γνώριμος του Κάτουλλου και του Χέλβιου Σίννα. Ενώ στην αρχή ήταν ισχυρός υποστηρικτής του Πομπήιου, αργότερα μάλωσαν και πήγε  με το μέρος του Καίσαρα. Σύμφωνα με τον Οβίδιο, ο Μέμμιος ήταν συγγραφέας ερωτικών ποιημάτων. Διέθετε σημαντικές ρητορικές ικανότητες, αλλά η περιφρόνηση του για τα Λατινικά γράμματα και η προτίμηση στα Ελληνικά  μείωσαν την αποτελεσματικότητά του ως συνήγορου. Ο Μέμμιος ήταν παντρεμένος με τη Φαύστα Κορνηλία, κόρη του Λεύκιου Κορνήλιου Σύλλα. Είχαν τουλάχιστον έναν γιο, τον Γάιο Μέμμιο, ύπατο το 34 π.Χ. Καταδικάστηκε για παράνομες πρακτικές σε εκλογές, αποχώρησε στην Αθήνα και στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Πέθανε περίπου το έτος 49……. Στον Μέμμιο ο Λουκρήτιος απηύθυνε το “De rerum natura” ….. και γι’ αυτό ο Μέμμιος κέρδισε μια θέση στην ιστορία μας!

        …….. Από τον Κικέρωνα φαίνεται ότι ο Μέμμιος απέκτησε ένα κτήμα στην Αθήνα, μέσα στο οποίο βρίσκονταν ερείπια του σπιτιού  του Επίκουρου (Η “σχολή του Κήπου”;), και ότι είχε αποφασίσει να χτίσει στην τοποθεσία αυτή ένα σπίτι για τον ίδιο. Έτσι ο  Μέμμιος, είχε πάρει άδεια από τον Άρειο Πάγο - δικαστήριο να γκρεμίσει έναν παλιό τοίχο που ανήκε σ’ αυτή, την πρώην ιδιοκτησία του Επίκουρου.  Αυτό θεωρήθηκε από τον Πάτρωνα ως ένα είδος βεβήλωσης, και ως εκ τούτου απευθύνθηκε στον Αττικό και τον Κικέρωνα, να τους παρακινήσει να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους στον Άρειο Πάγο για να ακυρωθεί το διάταγμα. Ο Αττικός επίσης έγραψε στον Κικέρωνα για το θέμα αυτό. Ο Κικέρων έφτασε στην Αθήνα την επομένη της αναχώρησης του Μέμμιου για τη Μυτιλήνη. Διαπιστώνοντας ότι ο Μέμμιος είχε εγκαταλείψει το σχέδιό του για την ανέγερση του οικοδομήματος στο οποίο θα είχε παρέμβει ο εν λόγω τοίχος, συμφώνησε να βοηθήσει. Νομίζοντας όμως ότι ο Άρειος Πάγος δεν θα ανακαλούσε το διάταγμα χωρίς τη συγκατάθεση του Μέμμιου, έγραψε στον τελευταίο, προτρέποντας το αίτημά του, σε μια κομψή επιστολή, που υπάρχει ακόμη.

      Οι έπαινοι του Κικέρωνα για τον χαρακτήρα των γνωστών σ’ αυτόν Επικούρειων δεν σταματούν στους Επικούρειους δασκάλους Ζήνωνα τον Σιδώνιο, Φαίδρο και Πάτρωνα. Στο έργο του “De Finibus” επαινεί τον απ’ αυτόν επιλεγμένο συνομιλητή του, εκπρόσωπο και υποστηρικτή των Επικούρειων θέσεων, Lucius Manlius Torquatus, ως ένα “…… άνθρωπο βαθιά μορφωμένο”.  

       Lucius Manlius Torquatus, πολιτικός και στρατιωτικός, ύπατος το 65 π.Χ. Κορυφαίος Επικούρειος, διακρίθηκε από τον Κικέρωνα για τις γνώσεις του στην Ελληνική λογοτεχνία και το εύρος της μόρφωσής του.

De finibus bonorum et malorum”

       To “De finibus bonorum et malorum”, γράφτηκε μέσα σε λίγους μήνες, ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 45 π.Χ., όταν ο Κικέρων ήταν 61 ετών. Αφιερωμένο στον Marcus Junius Brutus (….που επρόκειτο σύντομα να γίνει ένας από τους δολοφόνους του Ιουλίου Καίσαρα). Αποτελείται από πέντε βιβλία, στα οποία ο Κικέρων εξηγεί τις φιλοσοφικές απόψεις του Επικουρισμού, του Στωικισμού και του Πλατωνισμού.  Θέμα του αποτελεί μια εκδοχή του Σωκρατικού ζητήματος: «Πώς πρέπει να ζούμε». Κεντρικό είναι το ερώτημα: Ποιο θεωρείται το μεγαλύτερο αγαθό (finis bonorum, summum bonum) που θα πρέπει να επιδιώκουμε και ποιο το μεγαλύτερο κακό που θα πρέπει να αποφεύγουμε (finis malorum, summum malum).  Οι απαντήσεις δίνονται σε τρεις διαλόγους ενωμένους μεταξύ τους, στους οποίους παρουσιάζονται -κριτικά- οι ηθικές θεωρίες του Επίκουρου (βιβλία I-II), των Στωικών (III-IV) και του Πλατωνικού (Νεότερη περίοδος) Αντίοχου Ασκαλωνίτη (V)…….

…….. Στο πρώτο βιβλίο, παρουσιάζεται η Επικούρεια θεωρία του ηδονισμού, η οποία υποστηρίζει ότι η ηδονή με τη μορφή απονίας (απουσία πόνου) αποτελεί το ύψιστο αγαθό. Στο δεύτερο βιβλίο, ο Κικέρων επικρίνει αυτή την άποψη, επιτίθεται στον Επικούρειο ορισμό της ηδονής και υποστηρίζει ότι είναι ασυνεπές να θεωρούμε την ηδονή - απουσία πόνου ως το τελικό αγαθό, αφού αυτά δεν είναι ένα και το αυτό αγαθό, αλλά μάλλον δύο ξεχωριστά αγαθά. Ο Torquatus υπερασπίζεται τις Επικούρειες θέσεις…...

        Στο τρίτο και τέταρτο βιβλίο συζητείται η ηθική των Στωικών, με συνομιλητή του Κικέρωνα τον Marcus Porcius Cato Uticensis (τον Νεώτερο Κάτωνα), στο δε πέμπτο-τελευταίο βιβλίο ο Κικέρων παρουσιάζει με τη μορφή διαλόγου μεταξύ του ίδιου και πολλών φίλων τη θεωρία της ευδαιμονίας που διδάσκει ο Αντίοχος ο Ασκαλωνίτης.

       Αντίοχος ο Ασκαλωνίτης. Σχολάρχης της (Σκεπτιστικής) Ακαδημίας στην Αθήνα (88–86 π.Χ.). Αντιμετώπιζε τον Αριστοτελισμό ως υποομάδα του Πλατωνισμού, επεδίωξε να δείξει ότι οι τρεις σχολές, Ακαδημεική, Περιπατητική και Στωική διαφέρουν περισσότερο στη διατύπωση παρά στην ουσία, έτσι άνοιξε το δρόμο για τον “Εκλεκτικισμό”. Είχε ως μαθητή τον Κικέρωνα, ο οποίος στα έργα του αναφέρεται συχνά στον Αντίοχο Ασκαλωνίτη}.

       Συνεκτικό στοιχείο του έργου “De Finibus” είναι η σκεπτικιστική μέθοδος του Κικέρωνα, ο οποίος δηλώνει ότι εμπνέεται από τον Σωκράτη και την Σκεπτικιστική Ακαδημία (του Αρκεσίλαου και του Καρνεάδη). Έτσι, το “De finibus” υποδέχεται εκτός από τις εξεταζόμενες ηθικές θεωρίες και αυτή της Σκεπτικής Ακαδημίας, όπως την αντιλαμβανόταν ο Κικέρων. Η συγκεκριμένη θέση αποτυπώνεται στη διαλογική μορφή του έργου, στην εξέταση της πειστικότητας των ηθικών θεωριών (έλεγχος) και στον απορητικό (= ο προς το “απορείν / αμφιβάλλειν”) επίλογο του.  

       Το “De finibus” συγκαταλέγεται στα πολυτιμότερα κείμενα της αρχαίας ηθικής φιλοσοφίας, όχι μόνο ως βασική πηγή των ελληνιστικών ηθικών θεωριών, αλλά και για την ενδελεχή διερεύνηση των ηθικών ερωτημάτων και των δυνατών απαντήσεων, η οποία εμπλέκει τον αναγνώστη με τρόπο ανάλογο των σωκρατικών διαλόγων.

      Και σε μια συζήτηση με τον Λεύκιο Παπίριο Παέτο  (Lucius Papirius Paetus), ο Κικέρων σημειώνει για τον Επικούρειο  γνώριμό τους Φάβιο Γάλλο  (M. Fabius Gallus) ότι  “…Πραγματικά αγαπώ αυτόν τον άνθρωπο, όχι μόνο λόγω του πολύ υψηλού βαθμού ειλικρίνειας και την ασυνήθιστη ευπρέπεια του, αλλά και επειδή συνηθίζω να χρησιμοποιώ την εξαιρετική δουλειά του στις διαφωνίες που έχω με πότες Επικούρειους”.

       Ότι όλες αυτές οι φιλοφρονήσεις για τη πολυμάθεια και τον χαρακτήρα προσώπων που του είναι γνωστά, και συγχρόνως φίλα προσκείμενοι στον Επικουρισμό, καθώς και παρόμοιες επαινετικές δηλώσεις για τους Φιλόδημο και  Λουκρήτιο, στους οποίους  θ’ αναφερθούμε ευθύς στη συνέχεια, ειπώθηκαν από έναν τόσο καυστικό επικριτή της Επικούρειας φιλοσοφίας, - επαναλαμβάνουμε - καταδεικνύει την επιτυχία της Επικούρειας φιλοσοφίας στο να προσελκύει μια αξιοθαύμαστη κατηγορία πιστών οπαδών, ταυτόχρονα ιδιαίτερα δραστήριων – ηγετικών στελεχών του Ρωμαϊκού κράτους.


 7) Ο Επικουρισμός στην Καμπανία  (Φιλόδημος – Σείρων)

      Μια αξιοσημείωτη συγκέντρωση αναφορών παραπέμπουν στην παρουσία ιδιαίτερα σημαντικού Επικουρισμού και στην περιοχή της Καμπανίας, της εγγύς της Ρώμης περιφέρειας της νοτιοδυτικής Ιταλίας, όπου οι πιο πάνω αναφερθέντες επιφανείς Ρωμαίοι Επικούρειοι Fabius και Cassius, και άλλοι πλούσιοι Ρωμαίοι, είχαν αγροκτήματα ή βίλες. 

Χάρτης της Ν. Ιταλίας και της Σικελίας.

      Στη Νεάπολη αναφέρεται ένας τάφος, χρονολογούμενος του 1ο π.Χ. αι., που δηλώνει την  παρουσία του Γάιου Στάλλιου Αουράνου  (Gaius Stallius Hauranus), ενός Επικούρειου, στην περιοχή. Ο Stallius ήταν γνωστός λόγω των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και των αγαθοεργιών του, τώρα αναγνωρίζεται και ως Επικούρειος.  Γράφει η επιτύμβια του επιγραφή: 
“Gaius Stallius Hauranus,  κύριος αυτής  της περιοχής, μέρους Επικούρειας κοινότητας, που ανθίζει από χαρά”
“Stallius Gaius has sedes Hauranus tuetur, ex Epicureio gaudivigente choro” 

      Ο Επικουρισμός στην Καμπανία, όμως, διακρίνεται όχι μόνο μέσω συνδέσμων των οπαδών του, που φαίνεται να είχαν ερείσματα στην περιοχή, αλλά και μέσω ενός εξαιρετικά μεγάλου επιστημονικού έργου που συντελείτο εκεί, αναφορικά με την Επικούρεια φιλοσοφία. Και ο πιο αξιόλογος  Επικούρειος διανοούμενος στην Καμπανία ήταν, βέβαια, ο  Φιλόδημος, τα γραπτά του οποίου αντιπροσωπεύουν εμπεριστατωμένη ερμηνεία και διασαφήνιση της Επικούρειας φιλοσοφίας, που μας έχει κληροδοτήσει η κλασική αρχαιότητα.


Φιλόδημος ο Γαδαρινός  (περ. 100-40/35 π.Χ.)

       Φιλόδημος ο Γαδαρινός (περ. 100-40/35 π.Χ.). Από την πόλη Γάδαρα της Παλαιστίνης κειμένης πλησίον της λίμνης Τιβεριάδος (θάλασσα της Γαλιλαίας). Υπήξε μαθητής του Ζήνωνα του Σιδώνιου στον «Κήπο των Αθηνών». Ο Φιλόδημος, με τη διδασκαλία του, επηρέασε τους Ρωμαίους ποιητές Βιργίλιο, Βάρο και Οράτιο.

        Έγραψε τα εξής βιβλία (αρκετά αποσπάσματα σώζονται από τους παπύρους του Ερκολάνο): Περί Αισθήσεως, Περί Θεών, Περί Ευσεβείας,  Περί των Στωικών,  Περί Πλούτου,  Περί Οργής,  Περί Ποιητικής,  Περί Ρητορικής, Περί Φιλαργυρίας,  Επικούρειες Δόξες,  Περί Ομιλίας,  Περί Αρετών και Κακιών,  Περί Υπερηφάνειας,  Περί σύνταξις των Φιλοσόφων,  Περί Θανάτου,  Περί Σημείων και Σημειώσεων,  Περί Ηθικής,  Περί Χάριτος,  Περί Οικονομίας,  Περί Παρρησίας,  Περί Μουσικής,  Περί του καθ΄ Όμηρον αγαθού βασιλέως,  Περί Κολακείας,  Περί Επιχαιρεκακίας.

       Στη  Συρία – Παλαιστίνη κατά την Ελληνιστική περίοδο ανθούσε ο Επικουρισμός. Και άλλοι σημαίνοντες Επικούρειοι φιλόσοφοι κατάγονταν από την Συρία, όπως: Ζήνων ο Σιδώνιος, Βασιλείδης από τη Τύρο, Φιλονίδης ο Λαοδίκειος (200 - 130 π.Χ.) (Ο Φιλονίδης προσπάθησε να προσηλυτίσει τον Αντίοχο Δ´ Επιφανή στον Επικουρισμό, κατόπιν υπήρξε καθηγητής φιλοσοφίας του Δημήτριου Α´, του ανιψιού του Αντίοχου),  Διογένης ὁ Ταρσεύς, Διογένης από τη Σελεύκεια, κ.ά.

     Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, γνωρίζαμε για τον Φιλόδημο περιλήψεις 38 επιγραμμάτων του, τα περισσότερα με ερωτική θεματολογία, σε διάφορες ανθολογίες. “Παλατινή”, “Πλανούδεια”, “Ελληνική Ανθολογία του Μελέαγρου” / 

         Ο Μελέαγρος ήταν κυνικός φιλόσοφος, ποιητής και επιγραμματοποιός. Γεννήθηκε κι’ αυτός, όπως και ο Φιλόδημος, στα Γάδαρα της Κοίλης Συρίας. Έζησε στην Τύρο και πέθανε το 60 π.Χ. στην Κω).

      Τα 39 φιλοσοφικά συγγράμματα του Φιλόδημου, ευρείας θεματολογίας, θεωρούνταν χαμένα στους μεταγενέστερους.  Ωστόσο, από τη μεγάλη ηφαιστειακή έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ., που έθαψε σε στάχτες εκτός από την Πομπηία και την πόλη Herculaneum (Ηράκλειον), μπόρεσαν -κατά καλή τύχη- μέσα σε κρύπτη μιας επιβλητικής βίλας στο Herculaneum, που ονομάστηκε “βίλα των παπύρων, ή βίλα του Πείσωνα”, (βλ. πιο κάτω για τον L. Calpurnius Piso) να διατηρηθούν αρκετά από τα έργα του Φιλόδημου, όμως σε απανθρακωμένους κυλίνδρους παπύρου. Πιθανόν αυτή η “βίλα των παπύρων” να συνέπιπτε και με την Επικούρεια σχολή του Φιλόδημου, και οι πάπυροι να συνιστούσαν την βιβλιοθήκη του, που είναι και η μόνη διασωθείσα βιβλιοθήκη της αρχαιότητας (Στην “βίλα του Πείσωνα” διασώθηκε και  μια εκτενής συλλογή από ογδόντα γλυπτά εξαιρετικής ποιότητας).

      Το έργο της αναζήτησης, ανασκαφής και της αποκρυπτογράφησης αυτών των κυλίνδρων είναι ιδιαίτερα δύσκολο και οι εργασίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα, δυόμισι σχεδόν αιώνες μετά την εύρεση των πρώτων γραπτών του Φιλοδήμου.

 

Αναπαράσταση της “βίλας των παπύρων” (“βίλας του Πείσωνα”).

      Πέραν της αξίας που έχουν για την Επικούρεια φιλοσοφία και τη διαχρονική της εξέλιξη, τα έργα του Φιλόδημου που ανευρέθηκαν στο Herculaneum, προφανής είναι η σπουδαιότητα της αρχαιολογικής αυτής ανακάλυψης και ως προς την αποκάλυψη - ανάδειξη της ισχυρής παρουσίας και επιρροής του Επικουρισμού στους κύκλους της μορφωμένης Ρωμαϊκής κοινωνίας εκείνης της εποχής (1ος αι. π.Χ.).

      Στο έργο του Κικέρωνα “In Pisonem(Κατά του Πείσωνα, βλ. πιο κάτω για τον L. Calpurnius Piso) ο Κικέρων εξυμνεί τις αρετές του Φιλοδήμου, λέγοντας:

      “…. Τώρα ο Έλληνας για τον οποίο μιλάω είναι ακτινοβόλος όχι μόνο στη φιλοσοφία αλλά και σε άλλα επιτεύγματα, που λέγεται ότι οι Επικούρειοι συνήθως παραμελούν. Επιπλέον, συνθέτει ποίηση τόσο πνευματώδη, εύθετη και κομψή, που καμία άλλη δεν θα μπορούσε να είναι πιο ιδιοφυής…”.

         “…… Est autem hic de quo loquor non philosophia solum, sed etiam ceteris studiis quae fere ceteros Epicureos neglegere dicunt perpolitus; poema porro facit ita festivum, ita concinnum, ita elegans, nihil ut fieri possit argutius”.

      Η φιλική σχέση μεταξύ Κικέρωνα και Φιλοδήμου υποδηλώνεται και σε μια αναφορά του Κικέρωνα, σε συνάντηση του με τον Φιλόδημο, όπου αποκαλύπτει και ο εύθυμος χαρακτήρας του τελευταίου.  

      Ωστόσο, ο πιο αξιοσημείωτος συνεργάτης του Φιλόδημου φαίνεται να ήταν ο πιο πάνω αναφερθείς Πείσων (Λεύκιος Καλπούρνιος Πείσων Καισόνινος), Ρωμαίος συγκλητικός.

Lucius Calpurnius Piso Caesoninus (101 – περ. 43 π.Χ.)

        Ο Πείσων (Lucius Calpurnius Piso Caesoninus, 101 – περ. 43 π.Χ.) ήταν Ρωμαίος συγκλητικός. Απόκτησε υψηλά αξιώματα, εξελέγη ύπατος της Ρώμης το 58 π.Χ. και ανθυπάτος (κυβερνήτης) της Μακεδονίας το 57-55 π.Χ. Υπήρξε και πεθερός, ο τέταρτος και τελευταίος πεθερός,  του Ιουλίου Καίσαρα, μέσω της κόρης του, της Calpurnia…..

       …….. Η  Καλπουρνία ήταν η σύζυγος (59 - 44 π.Χ. ) του Ι. Καίσαρα την εποχή της δολοφονίας του. Πιστή και ενάρετη, φαίνεται ανεχόταν τις αμέτρητες ερωτοδουλειές του Καίσαρα. Ο Καίσαρας νυμφεύτηκε την Καλπουρνία, όταν διαζεύχτηκε την Πομπηία, εγγονή του Σύλλα, με το αιτιολογικό ότι…. η σύζυγος του Pontifex Maximus (Αρχιερέα), είχε τότε αυτό το αξίωμα ο Κ.,  έπρεπε να είναι όχι απλά τίμια, αλλά και υπεράνω κάθε υποψίας!

       Η Καλπουρνία παντρεύτηκε τον Ιούλιο Καίσαρα στα τέλη του 59 π.Χ., κατά τη διάρκεια της υπατείας του. Ήταν περίπου δεκαεπτά ετών και πιθανότατα νεότερη από τη προγονή της (την κόρη του Ι. Καίσαρα από τη 2η σύζυγό του Κορνηλία), την Ιουλία. Περίπου τότε και η Ιουλία παντρεύτηκε τον Γναίο Πομπήιο, τον Μέγα, τον πρώην προστατευόμενο του Σύλλα ο οποίος ήταν ύπατος το 70 π.Χ. και πρόσφατα είχε γίνει ένας από τους στενότερους πολιτικούς συμμάχους του Καίσαρα  (Οι: Γναίος Πομπήιος Magnus, Μάρκος Λικίνιος Κράσσος, και Γάιος Ιούλιος Καίσαρας, θα αποτελέσουν την “Πρώτη Τριανδρία” της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Και οι τρεις θα έχουν αξιοθρήνητο τέλος…).

       Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο Πείσων ήταν οπαδός Επικούρειας σχολής - με τροποποιήσεις για να ταιριάζει σε πολιτικούς, αφού το αυθεντικό δόγμα του Επικούρου συνιστούσε απομάκρυνση από την πολιτική. Σύμφωνα με τον Ronald Syme, ο Piso “Συνένωσε την αφοσίωση στα Ρωμαϊκά πρότυπα συμπεριφοράς και το ζωηρό ενδιαφέρον για τα Ελληνικά  γράμματα και τη φιλοσοφία”. Ο Piso πιστεύεται ότι ήταν χορηγός του Φιλόδημου και ο ιδιοκτήτης της βίλας των παπύρων στο Herculaneum.

     Η με τον Πείσωνα σχέση θα ήταν, όλα δείχνουν, ιδιαίτερης σημασίας για τον Φιλόδημο, γιατί δεν συναναστρεφόταν απλά με κάποιο συγκλητικό, αλλά με έναν από τους πιο μεγάλους πολιτικούς της ύστερης Δημοκρατίας. Η στενή φιλία των δύο ανδρών, εκτός από αυτά που γράφει ο Κικέρων, προκύπτει και εκ του ότι ένα από τα επιγράμματα του Φιλοδήμου ήταν αφιερωμένο στον Πείσωνα και, όπως αποκαλύφθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ότι το έργο του Φιλόδημου: «Περί του καλού βασιλιά κατά τον Όμηρο»,  («Περί του καθ΄ Όμηρον αγαθού βασιλέως»),  προφανώς απευθύνονταν σ’ αυτόν.

      Οι πάπυροι του Herculaneum αποκαλύπτουν επίσης σχέσεις του Φιλοδήμου, ως φίλου και δάσκαλου, και με άλλους διακεκριμένους και ταλαντούχους Ρωμαίους, και ίσως η πιο σημαντική από αυτές να είναι αυτή με τον Γάιο Βίβιο Πάνσα Καιτρονιανό  (Gaius Vibius Pansa Caetronianus, ο οποίος στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία έλαβε τα αξιώματα tribune (δημάρχου) το 51 π.Χ. και ύπατου το 43 π.Χ., για τον Επικούρειο προσανατολισμό του οποίου έχουμε ήδη σημειώσει σχόλια του Κικέρωνα.

     Η σύνδεση του Gaius Vibius Pansa Caetronianus με τον Φιλόδημο αποκαλύφθηκε  κατά τη δεκαετία του 1990, όταν ο Tiziano Dorandi διαπίστωσε ότι στον Pansa Caetronianus ήταν αφιερωμένο το Ρητορικό Βιβλίο IV του Φιλοδήμου.

      Είναι φανερό, ότι η ικανότητα του Φιλόδημου να δημιουργεί φιλίες με υψηλόβαθμους πολιτικούς της Ρεπουμπλικανικής Δημοκρατίας, (Κικέρωνα, Piso, Pansa κ.ά. Ρωμαίους ευγενείς, όπως οι Quintilius και  Lucius Varius Rufus),  το ταλέντο του στο σχηματισμό σχέσεων με αξιόλογα μέλη της κοινωνίας,  επισημαίνει και τον ζήλο, και  τον αγώνα του, να διαδώσει την Επικούρεια φιλοσοφία, ευρύτερα από ένα στενό κύκλο.

       - Για τον Κουιντίλιο (Quintilius) λίγα είναι γνωστά, εκτός από το ότι κατείχε “ιππικό βαθμό”.

       - Ο Βάριος (Lucius Varius Rufus, περίπου 70-15 π.Χ.) φαίνεται είχε μια ιδιαίτερα γόνιμη και εγκωμιαστική λογοτεχνική σταδιοδρομία. Ήταν συγγραφέας ενός διδακτικού ποιήματος, που δεν υπήρχε πια, με τίτλο “De Moret” («Περί θανάτου»), το οποίο προφανώς συνδέετε με την Επικούρεια διδασκαλία. Υποστηρίζεται ότι ο ίδιος, μαζί με τον Πλώτιο Τούκα (Plotius Tucca), βοήθησαν στην επεξεργασία της “Αινειάδας” μετά τον θάνατο του Βεργίλιου. Όμως φαίνεται ότι έτυχε μεγάλης φήμης κατά τη διάρκεια της ζωής του μέσω του διάσημου έργου του: “Θυέστης”  (κι’ αυτό δεν υπάρχει πλέον), μια τραγωδία για την οποία κέρδισε έπαινο και χρηματικό βραβείο από τον αυτοκράτορα Αύγουστο καθώς και την αναγνώριση από τον  Κουιντιλιανό (Marcus Fabius Quintilianus, 35 - 100 μ.Χ.).

      Ο Φιλόδημος ωστόσο δεν υπήρξε ο μόνος μεγάλος Επικούρειος σοφός και δάσκαλος στην Καμπανία, εκείνα τα χρόνια.  Ένας άλλος, μεγάλος Επικούρειος λόγιος, ήταν και ο Σείρων (Siro).


Σείρων  (Siro)

      Ο Κικέρων στο έργο του: “De Finibus” (2.119), στη ανίχνευση και κριτική που κάνει των Επικούρειων θέσεων, αναφέρει τους Φιλόδημο και Σείρωνα ……ως τις σύγχρονες αυθεντίες της Επικούρειας φιλοσοφίας”,  και ισχυρίζεται ότι: “…..είναι εξαιρετικοί και λόγιοι φίλοι” του!

      Και όταν αποκρυπτογραφήθηκε ένα θραύσμα παπύρου από το Herculaneum, όπου ο Φιλόδημος αναφέρεται απευθείας στον Σείρωνα και τη σύνδεσή του με τη Νάπολη, η συσχέτιση των δύο ανδρών επιβεβαιώθηκε. Αναφορικά με τον Σείρωνα, στο “Catalepton”, τη συλλογή διαφόρων ποιημάτων και επιγραμμάτων της αρχαιότητας, υπάρχει και το πιο κάτω επίγραμμα, αμφισβητούμενης αλλά πιθανής συγγραφής από τον Βιργίλιο:

Aπλώνουμε τα πανιά μας για τ' αραξοβόλια της ευδαιμονίας,

γυρεύοντας ένα φορτίο με τα σοφά λόγια του Σείρωνα,

που θ’ απαλλάξει τη ζωή μας από κάθε της έγνοια.

Μικρό σπίτι, του Σείρωνα κάποτε, κι εσύ, ω μικρό χωραφάκι,

οι αληθινοί και τέλειοι θησαυροί ενός τέτοιου δάσκαλου.

“…. nos ad beatos vela mittimus portus magni petentes docta dicta Sironis, vitamque ab omni vindicabimus cura. Villula, quae Sironis eras, et pauper agelle, verum illi domino tu quoque divitiae…..”.

“….we spread our sails for the ports of happiness, Seeking a cargo of Siro's learned sayings, And shall free our life from every care. Little villa, once Siro's, and you, o tiny field, The true and perfect riches of such a master…..”.

      Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Σείρων αξίζει μια θέση δίπλα στον Φιλόδημο, που πολύ κοπίασαν για την διείσδυση, προώθηση και διάδοση του Επικουρισμού, σε όλη τη Ρωμαϊκή Ιταλία.


Βιργίλιος

      Μια κλασική παράδοση διατεινόταν ότι κάποια απ’ τα νιάτα του Βιργίλιου είχαν περάσει κάτω από την επιρροή του Σείρωνα, υπήρχαν όμως ελάχιστα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν αυτή την πρόταση. Ωστόσο, οι Ιταλοί μελετητές Marcello Gigante και Mario Capasso, σαν απέκτησαν πρόσβαση σε μερικούς παπύρους - απ’ αυτούς που είχαν σταλεί στο Παρίσι το 1802 ως δώρο για τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα - μπόρεσαν να αποκρυπτογραφήσουν σχέσεις του Φιλόδημου με τους Πλώτιο (Plotius Tucca), Βάριο (Lucius Varius Rufus), Βιργίλιο και Κουιντίλιο (Quintilius), επιβεβαιώνοντας πως ο Βιργίλιος υπήρξε φίλοςσυνεργάτης του Φιλόδημου….. και, όπως συλλογίστηκε αργότερα ο Gigante: “……. αυτό που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν μόνο μια έξυπνη εικασία έχει γίνει μια υπέροχη πραγματικότητα”.


Marcus Pompilius Andronicus

      Στοιχεία για έναν άλλο Επικούρειο λόγιο που εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Καμπανίας, συγκεκριμένα στην πόλη Κύμη (Cumae), προκύπτουν από γραπτά του Σουετώνιου.

       Gaius Suetonius Tranquillus, 1ος -2ος αι. μ.Χ. Το σημαντικότερο έργο του που μας διασώζεται είναι το “De Vita Caesarum” (Περί του βίου των Καισάρων), αποτελούμενο από δώδεκα βιογραφίες διαδοχικών αυτοκρατόρων από τον Ιούλιο Καίσαρα ως τον Δομιτιανό.

      Ο Σουετώνιος περιγράφει κάποιον Μάρκο Πομπήλιο Ανδρόνικο (Marcus Pompilius Andronicus,  καταγόμενον (κι’ αυτόν) από τη Συρία). Αυτός, λόγω της προσήλωσής του σε Επικούρεια στάση ζωής θεωρήθηκε νωθρός για την εργασία  γραμματικού που έκανε, ακόμα ακατάλληλος να διευθύνει μια σχολή. Συνειδητοποιώντας ότι στη Ρώμη μικράς αποδοχής έχαιρε, μετακόμισε στη Κύμη (Cumae) της Καμπανίας.

      Η  Κύμη της Καμπανίας, υπήρξε  η πρώτη Ελληνική αποικία στην ηπειρωτική χώρα της Ιταλίας, που ιδρύθηκε από αποίκους από την Εύβοια στο 8ο αιώνα π.Χ.. Σύντομα έγινε μια από τις ισχυρότερες αποικίες, αργότερα έγινε μια πλούσια Ρωμαϊκή πόλη.

     Ο Marcus Pompilius Andronicus στην Cumae έζησε πολύ φτωχική ζωή, αλλά με πολύ ελεύθερο χρόνο για να γράφει βιβλία.  Όντας άπορος αναγκάστηκε να πουλήσει τα αξιοθαύμαστα έργα του, όπως το: “Κριτική στα Χρονικά του Έννιου / Annalium Ennii Elenchorum”.

        Quintus Ennius (περ. 239 – περ. 169 π.Χ.) συγγραφέας και ποιητής. Συχνά θεωρείται ο πατέρας της ρωμαϊκής ποίησης. Η επιρροή του στη λατινική λογοτεχνία ήταν σημαντική, ιδιαίτερα στη χρήση ελληνικών λογοτεχνικών προτύπων. Το πιο διάσημο έργο του, ένα ιστορικό έπος σε εξάμετρα, ονομάζεται “Annales”. Πρόκειται για ένα επικό ποίημα σε δεκαπέντε βιβλία, που αργότερα επεκτάθηκε σε δεκαοκτώ, καλύπτοντας τη Ρωμαϊκή ιστορία από την πτώση της Τροίας το 1184 π.Χ. μέχρι τον Κάτωνα τον Πρεσβύτερο το 184 π.Χ. Ήταν το πρώτο λατινικό ποίημα που υιοθέτησε τον δακτυλικό εξάμετρο που χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική επική και διδακτική ποίηση. Τα Annals έγιναν σχολικό κείμενο για τους Ρωμαίους μαθητές, μέχρι που αντικαταστάθηκε από την Αινειάδα του Βιργίλιου. Σώζονται περίπου 600 γραμμές. Ένα αντίγραφο του έργου βρίσκεται ανάμεσα στα λατινικά ρολά της βιβλιοθήκης Herculaneum .


8) Lucretius  &  άλλοι Επικούρειοι λόγιοι

      Αναφέραμε ήδη έναν αξιοσημείωτο κατάλογο Επικούρειων λόγιων που έδρασαν στην Ιταλική χερσόνησο, όμως - βέβαια - θα ήταν ατελής, αν δεν αναφερόμαστε και στον σπουδαιότερο! Και ασφαλώς, ο μακράν πιο σημαντικός απ’ όλους τους Λατίνους Επικούρειους, κάθε εποχής, είναι ο φημισμένος:  Titus Lucretius Carus (c. 99 – c. 55 π.Χ.).  

 Titus Lucretius Carus (99 – 55 π.Χ.)

      Το ανυπέρβλητο έργο του: De Rerum Natura” (“Περί της φύσεως των πραγμάτων”), είναι ένα  φιλοσοφικό και διδακτικό ποίημα σε 7.400 λατινικούς στίχους, λογοτεχνικό αριστούργημα της Ρωμαϊκής αρχαιότητας. Επηρέασε την επόμενη γενιά των Ρωμαίων ποιητών (ιδιαίτερα τον Βιργίλιο), όμως το πολύ σημαντικό είναι ότι περιγράφει - με άφταστο ποιητικό λόγο - όλες τις Επικούρειες διδασκαλίες και συνιστά τη σημαντικότερη πηγή κατανόησης της δογματικής σύνθεσης του κλασικού Επικουρισμού. Και η αξία του έργου: “De Rerum Natura” αυξάνει, όταν αναλογιστούμε, ότι είναι το μόνο μεγάλο Επικούρειο σύγγραμμα που σώθηκε ακέραιο, όταν από το μεγάλο συγγραφικό έργο του ίδιου του Επίκουρου, διασώθηκαν μόνον τρεις σύντομες επιστολές και μερικές δεκάδες αποφθέγματα, οι “Κύριες Δόξες” του.

      Ο Κικέρων, σύγχρονος του Λουκρήτιου, θα σχολιάσει ότι το ποίημα “De Rerum Natura” περιέχει “λάμψεις ιδιοφυΐας”. 

       Ο Βιργίλιος σε τρεις διάσημους στίχους θα γράψει: «Ευτυχισμένος αυτός που μπόρεσε να γνωρίσει τα αίτια των πραγμάτων, πάτησε χάμω όλους τους φόβους και υπέταξε την αδυσώπητη μοίρα, το βουητό του αχόρταγου Αχέροντα».  (“Γεωργικά” 2. 490-3….. Για την συγγραφή του ποιήματος “Γεωργικά” τον είχε προτρέψει ο Μαικήνας (Gaius Maecanas).

        Και ο Οβίδιος, πιο γενναιόδωρος στον έπαινο για τον μόχθο του Λουκρήτιου: “Οι υψηλοί στίχοι του Λουκρήτιου δεν θα χαθούν έως ότου η γη παραδώσει την τελευταία μέρα στην καταστροφή”.

Για τον Λουκρήτιο, όπως και για τον Φιλόδημο, έχουν γίνει, γίνονται και θα γίνονται -πάντα- ιδιαίτερες και μεγάλες αναφορές από Επικούρειους φίλους.

     Μαζί με τον Λουκρήτιο, οφείλουμε να μνημονεύσουμε και μερικούς άλλους Ρωμαίους λόγιους που εργάστηκαν για τη διάδοση των Επικούρειων διδασκαλιών μέσω του λατινικού λόγου τους.  Ο Κικέρων αναφέρει τον Επικούρειο φιλόσοφο Κάτιο τον  Ίνσουβρο (Catius Insuber…… Insubri  (Ίνσουβροι) Γαλατική φυλή που κατοικούσε στη σημερινή Λομβαρδία. Γύρω στο 400 π.Χ. ίδρυσαν την πόλη των Μεδιολάνων (Μιλάνο), η οποία κατακτήθηκε το 222 π.Χ. από τους Ρωμαίους) και τον πεζογράφο Γάιο Αμαφίνιο  (Gaius Amafinius), ως  συγγραφείς προσιτών κειμένων που έδωσαν την Επικούρεια φιλοσοφία στους πληβείους και σε απλούς ανθρώπους. Ο Gaius Amafinius, που ήκμασε περί το 125 π.Χ. ουσιαστικά εισήγαγε τον Επικουρισμό στη Ρώμη. Τα έργα του Amafinius γρήγορα «κατέκτησαν την Ιταλία» (“Italiam totam occupaverunt”) έγραψε o Κικέρων.  Πράγματι, οι Επικούρειες συγγραφές των Κάτιου και Αμαφίνιου (Catius, Amafinius) και ενός ακόμα, του Ραμπίριου (Rabirius) ήταν οι πρώτες φιλοσοφικές πραγματείες που γράφτηκαν στη λατινική γλώσσα.


Catius,  Amafinius  και  Rabirius

      - Ο Catius Insuber (π. 45 π.Χ.), συνέθεσε μια πραγματεία για την Επικούρεια φιλοσοφία, σε τέσσερα βιβλία, με τον τίτλο: «Για τον φυσικό κόσμο και για το ύψιστο αγαθό» (De rerum natura et de summo bono).  Τα γραπτά του δεν διασώζονται, όμως αναφέρονται από τον Κικέρωνα, μάλιστα ως έργα με τα οποία ο Catius αναμένει από τον φίλο του Cassius Longinus, τον από τους μελλοντικούς δολοφόνους του Ιούλιου Καίσαρα και πρόσφατα προσήλυτο στον Επικουρισμό, καθώς και από τον κύκλο των Επικούρειων συνεργατών του, να είναι εξοικειωμένοι.

      - Ο Gaius Amafinius/Amafanius πιθανώς έζησε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. Συνέγραψε αρκετά έργα. Τα σπουδαιότερα έργα του Αμαφίνιου έχουν ως θέμα τους τη φιλοσοφία του Επικούρου και ιδιαίτερα το κεφάλαιο περί φυσικής. Τα έργα του Amafinius γρήγορα «κατέκτησαν την Ιταλία» (“Italiam totam occupaverunt”) έγραψε o Κικέρων, αν και τα κατέκρινε  για έλλειψη κομψότητας και μεθόδου, όπερ μπορεί να οφείλεται στο ότι ο Κικέρων αντιτίθετο στη διδασκαλία του Επίκουρου.

      - Ο Gaius Rabirius ήταν συγκλητικός του 1ου αι. π.Χ. που είχε κατηγορηθεί ως συμμέτοχος σε δολοφονία πολιτικού το 100 π.Χ.  Οδηγήθηκε σε μια δίκη σκοπιμότητας 37 χρόνια αργότερα, το 63 π.Χ. Τον υπερασπίσθηκε ο Κικέρων, Ύπατος στη Ρώμη εκείνη τη χρονιά.

      Ο φημισμένος Ρωμαίος λόγιος Κοϊντιλιανός (Quintilianus), ένα και πλέον αιώνα αργότερα, κάνει αναφορά στα έργα του Catius Insuber, επαινεί τα κείμενά του ως μια επωφελή έκθεση των Επικούρειων διδασκαλιών, πάντως σημειώνει ότι το έργο του στερείται βάρους, δηλαδή εμφανίζει αδυναμίες στο περιεχόμενο, ίσως σε σχέση με την μετάφραση στα λατινικά φιλοσοφικών εννοιών και αντιγνωμιών από τον Catius.

       Marcus Fabius Quintilianus (35 - 100 μ.Χ.) Ρωμαίος ρήτορας και παιδαγωγός με καταγωγή από την Ιβηρική χερσόνησο. Από τους σημαντικότερους ρήτορες της αρχαιότητας, ενώ το παιδαγωγικό του έργο είχε σημαντική επίδραση στον μετέπειτα ευρωπαϊκό αναγεννησιακό ουμανισμό. Το έργο για το οποίο είναι περισσότερο γνωστός είναι η 12τομη Ρητορική αγωγή (Institutio Oratoria) το οποίο αποτελεί λεπτομερή ανάλυση και διδασκαλία της ρητορικής καλύπτοντας όλα τα στάδια εκμάθησης και τύπους ρητορείας.

      Ο Κοϊντιλιανός καινοτόμησε σε σχέση με τα ήθη και αντιλήψεις της εποχής του υποστηρίζοντας πως η σωματική τιμωρία των μαθητών έκανε κακό, ταπείνωνε τον μαθητή και θα έπρεπε να μην ασκείται, με την έμφαση να δίνεται στην δημιουργία αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ καθηγητή και μαθητευόμενου. Κατά τις περιόδους της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, το έργο του γνώρισε ιδιαίτερα μεγάλη δημοφιλία μεταξύ των ανθρωπιστών της εποχής. Σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Έρασμος, ο Λούθηρος και ο Ρουσσώ έκαναν πολυάριθμες αναφορές στις θεωρίες του Κοϊντιλιανού, ως προς την παιδαγωγική και την πρόοδο που αυτές επέφεραν.

     Μια ακόμα προσθήκη στη συλλογή Λατίνων εκφραστών του Επικούρου είναι ο Ιγνάτιος ο  Ίνσουβρος (Egnatius Insuber). Η δραστηριότητα του τοποθετείται κάπου - πριν το 46 π.Χ. Από τα έργα του διασώθηκαν μόνον δύο αποσπάσματα, που μοιράζονται τον ίδιο στόχο με αυτόν του έργου του Λουκρήτιου: Να εξηγήσει τα Επικούρεια δόγματα μέσω της λατινικής γλώσσας. Μάλιστα και τα έργα του Ιγνάτιου μοιράζονται τον ίδιο τίτλο με αυτόν του Λουκρήτιου, και ονομάζονται: “De Rerum Natura”.

      Τέλος, από έναν κατάλογο Επικούρειων της Ρώμης στα ύστερα χρόνια της Ρωμ.  Δημοκρατίας, δεν πρέπει να παραληφθεί ο πρωτοπόρος στην Ιατρική Ασκληπιάδης (129/124 - 40 π.Χ.), που αναφέρεται από τον ονομαστό γιατρό του 2ου μ.Χ. αι. Κλαύδιο Γαληνό. Ο Ασκληπιάδης, γιατρός, από την Προύσα της Βιθυνίας, εισήγαγε μια μορφή ιατρικής στη Ρώμη του 1ου π.Χ. αι., βασισμένη στη φυσική (τον ατομισμό) και τον υλισμό του Επίκουρου.


 9) Επίλογος – Συμπεράσματα

      Η Επικούρεια φιλοσοφία, στα ύστερα χρόνια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, απέκτησε εκφρασμένη και μεγάλη  υποστήριξη από ολόκληρη τη Ρωμαϊκή κοινωνία.  

- Τόσον από μια ισχυρή ελίτ Ρωμαίων αριστοκρατών …. Αυτός ο ισχυρισμός ενισχύεται αν αναλογισθούμε ότι για καμιά άλλη φιλοσοφική σχολή δεν μπορεί να συνταχθεί μεγάλος κατάλογος υποστηρικτών, ως αυτός που παραθέσαμε πιο πάνω για τους Επικούρειους. 

όσο και από μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων του λαούόπως σημαίνει η συγγραφή και μεγάλη διάδοση Επικούρειων βιβλίων και ομολογεί, με λύπη του, ο Κικέρων, βλέποντας “σχεδόν άδειες τις αίθουσες διαλέξεων των Στωικών.

-  και ασφαλώς ανάμεσα στους πεπαιδευμένους, στους ποιητές και στους συγγραφείς, όπως οι μεγάλοι  Αττικός,  Φιλόδημος, Σείρων,  Λουκρήτιος,  Βιργίλιος, Οβίδιος, Οράτιος, για να αναφερθούμε στους πιο ονομαστούς. 

  «….. κάθε διάνοια που μετρούσε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν επικούρειος…..»                                                                                           Φρ. Νίτσε, στο έργο του «Ο Αντίχριστος» (1888). Βλ. κεφ.5.

        Σημειώνει, χαρακτηριστικά, ο  Άγγλος πολιτικός, διπλωμάτης και δοκιμιογράφος  Sir William Temple (1628 – 1699, Βλ. το άρθρο: “Sir William Temple” στο μπλογκ μου), απ’ τους πρώτους φίλους της Επικούρειας φιλοσοφίας στη Βρετανία, στο δοκίμιο του: “Upon the Gardens of Epicurus“, 1685:      

     «…… Όμως ο Επίκουρος, έχει βρει τόσο μεγάλους υποστηρικτές της αρετής του, όπως και των γνώσεων και επινοήσεων του, ώστε δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω. Και μόνο οι καταγραφές του Διογένη Λαέρτιου φαίνονται πολύ ειλικρινείς και αντικειμενικές για ν’ αμφισβητηθούν ή να χρειάζονται τη βοήθεια σύγχρονων συγγραφέων. Εν τούτοις, ακόμα κι’ αν όλα αποτύγχαναν, ο Επίκουρος θα βρισκόταν πολύ καλά προστατευμένος, ως από την ανωτερότητα πολλών μελών της ανά τους αιώνες ομάδας υποστηρικτών του, και ιδιαίτερα εκείνων που βρέθηκαν κοντά στα σπουδαιότερα της ιστορίας πρόσωπα και γεγονότα.  Δεν χρειάζεται να ονομάσω περισσότερους από τον Καίσαρα, τον Αττικό, τον Μαικήνα, τον Λουκρήτιο, τον Βιργίλιο, τον Οράτιο.  Όλοι, άντρες αξιοθαύμαστοι στα δικά τους διαφορετικά πεδία και ενδεχομένως απαράμιλλοι στην ιστορία…».


      Υπάρχει πάντως η απορία, πως; ο Επικουρισμός, η πλέον ειρηνική και α-πολιτική φιλοσοφία, υπήρξε επιτυχής στο να διεισδύσει και προσελκύσει ως μέλη του, άνδρες που συγκεντρώθηκαν από μια από τις πιο φιλόδοξες και αρχομανείς ομάδες της  αρχαιότητας, όπως ήταν η τάξη των Ρωμαίων αριστοκρατών στα ταραχώδη και βάναυσα χρόνια της Res Publica Romana;

      Ασφαλώς, πολλοί Ρωμαίοι έλκονταν προς τον Επίκουρο λόγω και της α-πολιτικής του στάσης, Σημειώνουμε ότι ο Αττικός και ο Paetus δεν διέτρεξαν πολιτικές σταδιοδρομίες.  Όμως αυτό δεν αποτελούσε το κυρίαρχο χαρακτηριστικό των Ρωμαίων θιασωτών του, διότι παρατηρείται, οι περισσότεροι από τους Ρωμαίους Επικούρειους που γνωρίζουμε, και από την ύπαρξη των οποίων μπορούμε να κρίνουμε την επιτυχία της φιλοσοφίας αυτής, να είναι αριστοκρατικής καταγωγής ενεργοί πολιτικοί, στρατιωτικοί, ή επιχειρηματίες, να κατέχουν υψηλά αξιώματα και κυρίως να είναι πολύ πλούσιοι. Επίσης, πολλά από τα αποδεικτικά στοιχεία, από τα γραπτά του Κικέρωνα, προέρχονται, ή είναι αναφορές, από Επικούρειους που συζητούσαν για τον φιλοσοφικό τους προσανατολισμό, ενώ βρίσκονταν σε στρατόπεδα πολεμώντας σε αποφασιστικούς πολέμους της Ρώμης.

      Αντιλαμβανόμαστε, ότι πολλά μέλη της ελίτ της Ρωμαϊκής κοινωνίας από αυτά που δήλωναν Επικούρειοι, ήσαν ιδιαίτερα χαλαροί ως προς τη συμμόρφωσή τους με τα δόγματα της Επικούρειας φιλοσοφίας που αφορούν τη συμμετοχή των Επικουρείων στην πολιτική ζωή και στις διαμάχες που μια τέτοια ενασχόληση αναπόφευκτα  συνεπάγεται. 

     Για την επιτυχία του Ρωμαϊκού Επικουρισμού στα χρόνια της ύστερης Ρ. Δημοκρατίας, ορισμένοι εξηγούν ότι…. Οι ανελέητοι πόλεμοι, οι σκληρές κοινωνικές αντιπαραθέσεις, γενικά τα τρομερά γεγονότα που σημάδεψαν τις δύο τελευταίες γενιές της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, οι εμπειρίες που κατέλειπαν όλα αυτά, επέτρεψαν - τελικά - στο δόγμα του Επίκουρου να συνηχήσει με με τη γενική ατμόσφαιρα, τα ήθη, και την κοινωνικο-πολιτιστική κατεύθυνση, τη διάθεση - κύριο ρεύμα της εποχής, (mainstream ή trend), το Zeitgeist της εποχής.

         Zeitgeist Τσάιτγκαϊστ (γερμανικά ετυμ.: zeit: χρόνος, geist:πνεύμα) είναι το γενικό πολιτιστικό, πνευματικό, ηθικό και / ή πολιτικό κλίμα μέσα σε ένα έθνος ή ακόμη και σε συγκεκριμένες ομάδες, παράλληλα με τη γενική ατμόσφαιρα, τα ήθη, και κοινωνικο-πολιτιστική κατεύθυνση ή διάθεση μιας εποχής (παρόμοια με την αγγλική λέξη mainstream ή trend).

     Και αυτή η ερμηνεία,  φαίνεται,  επαρκώς να εξηγεί την επιτυχία του Ρωμαϊκού Επικουρισμού, καθώς δείχνει να ερμηνεύει και τη χρονολογική του διακύμανση, αποκαλύπτοντας γιατί η ελκυστικότητα της Επικούρειας φιλοσοφίας μειώθηκε, όταν η Ρωμαϊκή Δημοκρατία (Roman Republic: 509–27 π.Χ.)  περιέπεσε στο καθεστώς της Ηγεμονίας (Principate 27 π.Χ. – 284 μ.Χ.) – Αυτοκρατορίας (Roman Empire 27 π.Χ. – 395 μ.Χ).

     Συνοψίζοντας το συμπέρασμα μας…. Η Επικούρεια φιλοσοφία με τις ανθρώπινες, φιλελεύθερες και πρωτοποριακές δοξασίες της,  τις χρήσιμες - χρηστικές κωδικοποιημένες αρχές της, όπως φ.ε. είναι οι "Κύριες Δόξες" του Επικούρου και η “Tετραφάρμακος του Φιλόδημου”, βρήκε σημαντικότατη απήχηση στους Ρωμαίους των ύστερων χρόνων της Δημοκρατίας, όλων των τάξεων.

       Ο Ρωμαϊκός κόσμος του 1ου π.Χ. αι. ένθερμα ανταποκρίθηκε στη μόνη φιλοσοφία Διαφωτισμού, την Επικούρεια, που τους προσέγγισε για να τους διδάξει την σπουδαιότητα του ορθολογισμού και της φρόνησης, τη μεγάλη αξία της ανθρώπινης φιλίας, την εγκυρότητα των αισθήσεων, το πως θα φθάσουμε με βεβαιότητα στην επιστημονική γνώση, ποια τα κριτήρια της αλήθειας, ποια η αδιάψευστη φύση των πραγμάτων. Ακόμα, πως η “αταραξία της ψυχής”, καθώς και η  συγγενής με τη φύση μας “ηδονή” συνιστούν, ως μείζονα αγαθά, αρχή και σκοπό μιας ευτυχισμένης ζωής.


10) List of Epicurean philosophers   (From Wikipedia)

List of Epicurean philosophers   

This is a list of Epicurean philosophers, ordered (roughly) by date.

The criteria for inclusion in this list are fairly mild. See also Category: Epicurean philosophers.

Name

Period

Notes

3rd century BC

Epicurus

341-270 BC

Founder of the Epicurean school of philosophy.

Polyaenus of Lampsacus

c. 345-c. 285 BC

Mathematician and friend of Epicurus.

Metrodorus of Lampsacus

331-278 BC

Close friend of Epicurus.

Leontion

fl. 300 BC

Philosopher who criticized Theophrastus.

Timocrates of Lampsacus

fl. 300 BC

Brother of Metrodorus, and apostate of Epicureanism.

Leonteus of Lampsacus

c. 300 BC

Pupil of Epicurus.

Themista of Lampsacus

c. 300 BC

Pupil of Epicurus.

Carneiscus

c. 300 BC

Epicurean who wrote a work on friendship.

Idomeneus of Lampsacus

c. 325-c. 250 BC

Friend and pupil of Epicurus. Biographer of famous lives.

Hermarchus

c. 325-c. 250 BC

Second leader of the Epicurean school.

Pythocles

c. 323-c. 250 BC

Pupil of Epicurus.

Colotes of Lampsacus

c. 320-c. 250 BC

Friend of Epicurus.

Polystratus

c. 290-219 BC

Third leader of the Epicurean school.

Dionysius of Lamptrai

c. 275-205 BC

Fourth leader of the Epicurean school.

Basilides

c. 250-c. 175 BC

Fifth leader of the Epicurean school.

2nd century BC

Philonides of Laodicea

c. 200-c. 130 BC

Epicurean philosopher who lived at the Seleucid court.

Thespis

fl. 150 BC

Teacher of Philonides

Diogenes of Tarsus

fl. 150 BC

Epicurean philosopher and author.

Diogenes of Seleucia

fl. 150 BC

Epicurean philosopher, lived at the court of Syria.

Alcaeus and Philiscus

fl. 150 BC

Epicurean philosophers expelled from Rome in 173 or 154 BC.

Apollodorus

fl. 125 BC

Leader of the Epicurean school, teacher of Zeno of Sidon.

Demetrius Lacon

c. 150-c. 75 BC

Epicurean philosopher and writer.

Zeno of Sidon

c. 150-c. 75 BC

Epicurean philosopher, and teacher of Philodemus.

Gaius Amafinius

fl. 125 BC

Epicurean philosopher who introduced Epicureanism to Rome.

Titus Albucius

fl. 105 BC

Orator and politician.

1st century BC

Rabirius

fl. 100 BC

Writer of Epicurean texts in Latin

Phaedrus

138-70 BC

Leader of the Epicurean school.

Philodemus

c. 110-c. 40 BC

Epicurean philosopher whose works survive in the Villa of the Papyri.

Lucretius

c. 95-c. 55 BC

Epicurean philosopher-poet who composed De rerum natura.

Patro

fl. 70 BC

Leader of the Epicurean school.

Catius

fl. 50 BC

Epicurean philosopher, wrote Latin books

Titus Pomponius Atticus

c. 110 BC-c. 33 BC

Banker and patron of letters.

Siro

fl. 50 BC

Epicurean philosopher and teacher of Virgil.

2nd century AD

Diogenes of Oenoanda

fl. 125 AD

Epicurean who carved Epicurus's teachings on a wall in Oenoanda.




Greek era: Epicurus Polyaenus Metrodorus Batis Leontion Carneiscus Idomeneus Hermarchus Colotes Themista Leonteus Polystratus Dionysius of Lamptrai Basilides Philonides Diogenes of Tarsus Alcaeus and Philiscus Apollodorus Demetrius Lacon Zeno of Sidon

 Roman era: Amafinius Rabirius Titus Albucius Phaedrus Philodemus Lucretius Patro Catius Siro Diogenes of Oenoanda

 Modern era: Pierre Gassendi Denis Diderot Jeremy Bentham Jun Tsuji Christopher Hitchens Michel Onfray...

ΟΙ  ΣΤΩΙΚΟΙ (List of Stoic philosophers From Wikipedia)

Marcus AureliusEpictetusMusonius RufusSeneca the YoungerPosidoniusPanaetiusAntipater of TarsusDiogenes of BabylonChrysippusCleanthesZeno of Citium



11)  Παράρτημα:  

Ο Ιούλιος Καίσαρ, ήταν Επικούρειος; 

       Δύο άρθρα1ο)   Katharina Volk:  “Caesar the Epicurean?  A Matter of Lif

                           2o)  FCBOURNE:  “ΚΑΙΣΑΡ Ο ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ” 

Ιούλιος Καίσαρ (100 π.Χ. - 15 Μαρτίου 44 π.Χ.)

1ο άρθρο:

Katharina Volk  

Caesar the Epicurean?  A Matter of Life and Death

Μετάφραση: Παναγιώτης Γιαβής

 Περίληψη:  Αυτό το κεφάλαιο (Chapter 5, Caesar the Epicurean? A Matter of Life and Death) επανεξετάζει το ζήτημα του υποτιθέμενου Επικουρισμού του Καίσαρα. Αν και δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι ο Καίσαρας ήταν αφοσιωμένος Επικούρειος, υπάρχουν ελκυστικές αποδείξεις ότι μπορεί να υιοθέτησε για τον εαυτό του μια εκδοχή του δόγματος ότι «ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς».

     Αυτές περιλαμβάνουν την παρατήρησή του, στην ομιλία του για τους καταδικασμένους οπαδούς του Κατιλίνα (όπως αναφέρει ο Σαλούστιος), ότι ο θάνατος δεν είναι μια τιμωρία αλλά το τελικό σημείο κάθε εμπειρίας, και η δήλωσή του στα τέλη της ζωής του (δημοσιεύσεις της οποίας βρίσκονται στο “Pro Marcello” του Κικέρωνα και στον Σουετώνιο) ότι είχε “ζήσει αρκετά”.  

     Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται εξετάζοντας τα κριτήρια που χρησιμοποιούν συνήθως οι μελετητές για τη μέτρηση των αναφορών για την φιλοσοφία στην αρχαιότητα, υποστηρίζοντας την διεύρυνση των ορισμών, και ακόμα θεωρώντας κι έναν Επικούρειο κάποτε, ως τον Καίσαρα, σαν μέρος της ιστορίας του Επικουρισμού.

Καίσαρ ο Επικούρειος;  

Ένα ζήτημα ζωής και θανάτου

     Ο Ιούλιος Καίσαρας (Στμ. Gaius Iulius Caesar, 13 Ιουλίου 100 π.Χ. - 15 Μαρτίου 44 π.Χ.), ήταν Επικούρειος;  Φαίνεται απίθανο. Καμία αρχαία πηγή δεν τον προσδιορίζει σαν οπαδό του Κήπου, ούτε μας λένε ότι σπούδασε με Έλληνες φιλοσόφους οποιασδήποτε πεποίθησης, όπως έκαναν τόσοι πολλοί από τους συνομηλίκους του, τόσο στη Ρώμη όσο και στο εξωτερικό. Επιπλέον, ο άνθρωπος που φιλόδοξα ελίσσονταν στην εξουσία, στη συμφωνία κατανομής της εξουσίας γνωστή ως 1η τριανδρία, που πέρασε χρόνια πολεμώντας τους Γαλάτες, που ξεκίνησε και κέρδισε έναν εμφύλιο πόλεμο και στη συνέχεια κυβέρνησε τη Ρώμη ως οιονεί μονάρχης έως ότου δολοφονηθεί, θα φαινόταν ότι ήταν απίθανος οπαδός μιας Σχολής που συμβούλευε την αποχή από την πολιτική (political quietism) και την καλλιέργεια απλών απολαύσεων.

     Αντίθετα, ο Καίσαρας μπορεί να θεωρηθεί ως το τέλειο παράδειγμα του αξιολύπητου   ατόμου που, σύμφωνα με τα λόγια του Λουκρήτιου (Στμ. Titus Lucretius Carus, 94 - 55 π.Χ.)   “Αγωνίζεται μέρα και νύχτα με τον μέγιστο μόχθο για να φτάσει σε εξέχουσα θέση και να αναλάβει την εξουσία” (“noctes atque dies niti praestante labore| ad summas emergere opes rerumque potiriDRN, 2 - 12,13). Είναι άνθρωπος σαν αυτούς, που ο φωτισμένος Επικούρειος, από τους γαλήνιους ναούς των σοφών, κοιτάζει κάτω με ήρεμη ικανοποίηση.

     Ότι αυτή η φιλοδοξία του Καίσαρα, θα μπορούσε να θεωρηθεί από τους συγχρόνους του, ως η ίδια, η μεγάλη αντίθεση με τα Επικούρεια ιδεώδη, είναι προφανές από ένα απόσπασμα στο υβρεολόγιο του Κικέρωνα (Στμ. Marcus Tullius Cicero, 106 - 43 π.Χ.) Kατά του Πίσωνα” το 55 π.Χ. Μεταξύ πολλών άλλων επικρίσεων, ο Κικέρων επικρίνει τον Πίσωνα για τον διεστραμμένο Επικουρισμό του, που οδήγησε αυτόν τον Ρωμαίο αριστοκράτη στην άκρως αντιρωμαϊκή άρνησή του να επιδιώξει έναν θρίαμβο για τα στρατιωτικά του κατορθώματα στη Μακεδονία. Ο L. Calpurnius Piso Caesoninus, ο προστάτης του Φιλόδημου και μάλιστα πολύ γνωστός για τις Επικούρειες τάσεις του, ήταν επίσης πατέρας της συζύγου του Καίσαρα, γεγονός που δίνει τη δυνατότητα στον Κικέρωνα να προτείνει -σαρκαστικά- στον Πίσωνα να δώσει μια Επικούρεια διάλεξη στον γαμπρό του, λέγοντάς του ότι οι δημόσιες ευχαριστίες και οι θρίαμβοι είναι τόσα πολλά ανούσια μπιχλιμπίδια, “περίπου, σαν τα παιχνίδια των παιδιών”.

     Όπως συνεχίζει να επισημαίνει ο Κικέρων, ο Καίσαρ κάθε άλλο παρά δεκτικός ήταν σε αυτού του είδους τα επιχειρήματα: “Πιστέψτε με, αυτός ο άνθρωπος ασχολείται ασταμάτητα για τη δόξα. Φλέγεται, καίγεται από την επιθυμία για έναν μεγάλο και άξιο θρίαμβο. Δεν έχει μάθει τα ίδια πράγματα με εσάς”.

     Ωστόσο, παρά αυτά τα εμπόδια, οι μελετητές, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν επανειλημμένα αποδώσει κάποια μορφή Επικουρισμού στον Καίσαρα. Ενώ τα αποδεικτικά στοιχεία, ως έχουν, είναι γνωστά καλώς και έχουν συζητηθεί από πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες, θα άξιζε τον κόπο να εξετάσουμε ακόμα μια φορά το ζήτημα.

     Πρόσφατο υπήρξε κύμα ενδιαφέροντος – εξαιρετικό παράδειγμα αυτού του τόμου – για τη Ρωμαϊκή φιλοσοφία γενικά, και τον Ρωμαϊκό Επικουρισμό ειδικότερα, με ιδιαίτερη προσοχή στις διασταυρώσεις φιλοσοφίας και πολιτικής κατά την ταραχώδη περίοδο της ύστερης Δημοκρατίας.

     Δεδομένου ότι ο Καίσαρας ήταν το κατεξοχήν πολιτικό πρόσωπο της εποχής, καθώς και ένας φοβερός διανοούμενος, θα θέλαμε να μάθουμε τι πίστευε, αν μη τι άλλο, για τη φιλοσοφία, και ιδιαίτερα για τη Σχολή που ήταν η πιο δημοφιλής μεταξύ των συγχρόνων του, αυτή του Επίκουρου.

     Το ότι ο Καίσαρας ήταν γνώστης της Επικούρειας φιλοσοφίας είναι αναμφίβολο. Αν και ο ίδιος δεν είχε λάβει κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφική εκπαίδευση, οι βασικές γνώσεις σχετικά με τις μεγάλες φιλοσοφικές σχολές αποτελούσαν, τον 1ο αιώνα π.Χ., αναπόσπαστο μέρος της πολιτιστικής μόρφωσης της Ρωμαϊκής αριστοκρατίας, και ο Καίσαρας δύσκολα θα μπορούσε να μην υιοθετήσει τις αρχές του πιο νεωτεριστικού φιλοσοφικού δόγματος της Ρώμης.

     Επιπλέον, όπως έχει συχνά επισημανθεί, πολλοί από τους φίλους και οπαδούς του Καίσαρα ήταν Επικούρειοι. Αυτοί περιλαμβάνουν όχι μόνο τον πεθερό του, τον Πίσωνα, αλλά και τον έμπιστο αναπληρωτή-βοηθό του C. Vibius Pansa Caetronianus, καθώς και τον νομικό C. Trebatius Testa. Στην περίπτωση άλλων ακολούθων του Καίσαρα, όπως ο L. Cornelius Balbus, ο A. Hirtius και ο C. Matius, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τη φιλοσοφική τους πεποίθηση, αλλά έχουν συχνά προταθεί Επικούρειες τάσεις.

     Ενώ οι παλαιότερες απόψεις ότι ο Επικουρισμός παρείχε μια πολιτική ιδεολογία στο κόμμα του Καίσαρα έχουν καταρριφθεί εδώ και πολύ καιρό, και είναι καλά τεκμηριωμένο ότι  Επικούρειοι στάθηκαν και στις δύο πλευρές του Εμφυλίου Πολέμου, η συγκέντρωση στον κύκλο του Καίσαρα θεωρούμενων Επικούρειων, ακόμα, αξίζει να σημειώνεται.

     Αυτό που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι στοιχεία για την δραστηριότητα των Επικούρειων στο στρατόπεδο του Καίσαρα κατά τη διάρκεια των εκστρατειών στη Γαλατία, τη Γερμανία και τη Βρετανία. Ο Τρεμπάτιος, ο οποίος είχε ενταχθεί στο επιτελείο του Καίσαρα, μετά από σύσταση του Κικέρωνα, προσηλυτίστηκε στον Επικουρισμό το 53 π.Χ., προφανώς υπό την επιρροή του Pansa. Ο μέντοράς του πίσω στη Ρώμη αντέδρασε με περιπαικτικό τρόμο: “Ο φίλος μου ο Πάνσα, μου είπε ότι έγινες Επικούρειος.  Ω υπέροχο στρατόπεδο!” (indicavit mihi Pansa meus Epicureum te esse factum. o castra  praeclara!)

     Μόλις ένα χρόνο νωρίτερα, οι ώρες ελεύθερου χρόνου των αξιωματικών της εκστρατείας του Καίσαρα, μπορεί να είχαν αφιερωθεί στη μελέτη του ολο-καίνουργιου ποιήματος του Λουκρήτιου. Όπως έδειξε ο Christopher Krebs, ακολουθώντας τον F. R. Dale, ο ίδιος ο Καίσαρας πρέπει να είχει διαβάσει το “De Rerum Natura το 54, αν κρίνει από τις εντυπωσιακές λεκτικές απηχήσεις στα βιβλία 5, 6 και 7 του έργου του “Γαλατικός Πόλεμος”.

     Είναι πιθανό ότι ο Καίσαρας, ίσως και άλλα ενδιαφερόμενα για τη φιλοσοφία μέλη του επιτελείου του, γνώρισαν τον Λουκρήτιο από τον Κουίντο Κικέρωνα (Στμ. Quintus Tullius Cicero, 102 – 43 π.Χ., πολιτικός και στρατιωτικός, και ο νεότερος αδελφός του φημισμένου ρήτορα Μάρκου Τύλλιου Κικέρωνα), ο οποίος ήξερε το ποίημα μέχρι τον Φεβρουάριο του 54, και εντάχθηκε στην εκστρατεία του Καίσαρα λίγο αργότερα. Ο Dale (1958) φαντάζεται με συμπάθεια ότι ο Καίσαρας “διάβασε τον Λουκρήτιο με τον Κουίντο στη Βρετανία, ένα καλοκαιρινό βράδυ στη σκηνή του”.

     Ωστόσο, η εξοικείωση με τους Επικούρειους και η γνώση Επικούρειων συγγραμμάτων, δεν κάνει ένα Επικούρειο. Εξάλλου, ο αναντίρρητα μη Επικούρειος Κικέρων είχε πολλούς Επικούρειους φίλους και διάβαζε το ποίημα του Λουκρήτιου. Όμως, τι πίστευε πραγματικά ο Καίσαρας; Ελλείψει αρχαίων ισχυρισμών ότι υποστήριζε τις Επικούρειες απόψεις, όλα τα στοιχεία είναι περιστασιακά, πράγμα που σημαίνει ότι οι φιλοσοφικές απόψεις του άνδρα, εάν υπάρχουν, πρέπει να συναχθούν από τη συμπεριφορά και τις προφορικές και γραπτές δηλώσεις του.

      Δεν θα εξετάσω εδώ όλα τα χαρακτηριστικά του Καίσαρα που έχουν προστεθεί για να καταδείξουν την συμπάθεια του προς την Επικούρεια φιλοσοφία. Οι μελετητές έχουν επισημάνει τον ορθολογισμό του και την ψύχραιμη στόχευση των ωφελημάτων (utilitas), τον θρησκευτικό του σκεπτικισμό, το ταλέντο του για φιλία, την πολιτική του για επιείκεια (clementia), ή ακόμα και ολόκληρη την πολιτική του τροχιά και την μέθοδο του, ως ενδείξεις της πίστης του Καίσαρα στον “Κήπο”.

     Προφανώς, τέτοια επιχειρήματα είναι πολύ υποθετικά. Αν υποθέσουμε, για λόγους επιχειρηματολογίας, ότι ο Καίσαρας διέθετε στην πραγματικότητα όλα τα χαρακτηριστικά που του αποδίδονται, κάτι που δεν είναι δεδομένο, αυτά είναι πολύ ασυνήθιστα για να αποδείξουν τις φιλοσοφικές του απόψεις. Αν γνωρίζαμε με βεβαιότητα ότι ο Καίσαρας υποστήριζε τον Επικουρισμό, τότε θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό ο χαρακτήρας, η συμπεριφορά και οι αποφάσεις του που επιδεικνύονταν θα μπορούσαν να εξαρτώνται από τα πιστεύω του.

     Ελλείψει ενός πιο προφανώς αξιόπιστου στοιχείου, ένας απλός ψύχραιμος και λογικός ευλαβής σκεπτικιστής, και καλός φίλος, με απέχθεια για την άσκοπη αιματοχυσία των συμπολιτών του, δεν μπορεί, ως τέτοιος, να θεωρηθεί και Επικούρειος.

     Υπάρχει, ωστόσο, ένα πρόσθετο και ελπιδοφόρο σύνολο αποδεικτικών στοιχείων που οι μελετητές έχουν συχνά επισημάνει, και που αφορά τη στάση του Καίσαρα απέναντι στον θάνατο. Σύμφωνα με τον Επίκουρο, βέβαια, ο φόβος του θανάτου είναι – μαζί με τον φόβο των θεών – το κύριο εμπόδιο για την επίτευξη μιας ευτυχισμένης ζωής, και ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιτύχει την “αταραξία”, χωρίς να έχει υιοθετήσει την αλήθεια ότι, “ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς”.

     Όποιες και αν οι άλλες φιλοσοφικές του πεποιθήσεις μπορεί να ήταν, ή να μην ήταν, ο Καίσαρ σε πολλές περιπτώσεις επέδειξε μια περιφρόνηση για τον θάνατο, που θα μπορούσε να θεωρηθεί τουλάχιστον ως Επικούρειας επήρειας. Προσπερνώντας το καλά επιβεβαιωμένο σωματικό του θάρρος και τις παράτολμες πράξεις του που αψηφούν το θάνατο κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών του εκστρατειών, θα επικεντρωθώ σε ό,τι ακολουθεί πάνω σε μερικές επιβεβαιωμένες εκφράσεις, οι οποίες συνδυάζονται για να μας επιτρέψουν ίσως κάποια επίγνωση στις πεποιθήσεις του Καίσαρα για τη ζωή και τον θάνατο.

     Το πρώτο είναι ένα επιχείρημα που φέρεται να προέβαλε ο Καίσαρας στην ομιλία του στις 5 Δεκεμβρίου 63 π.Χ., όταν η σύγκλητος συζήτησε την τύχη των καταδικασθέντων οπαδών του  Κατιλίνα. Αφού ο εκλεγμένος Ύπατος Σιλανός είχε προτείνει τη θανατική ποινή και οι επόμενοι ομιλητές υποστήριξαν την πρότασή του, ο Καίσαρας πρότεινε αντ' αυτής ισόβια κάθειρξη χωρίς τη δυνατότητα αποφυλάκισης. Ενώ στο μεγαλύτερο μέρος της ομιλίας του, όπως ανακατασκευάστηκε από τον Σαλούστιο στο έργο του: “Bellum Catilinae / Πόλεμος κατά Κατιλίνα”, ο Καίσαρ ασχολείται με την προειδοποίηση προς τους Συγκλητικούς να μην εγκρίνουν ένα μέτρο αμφισβητήσιμης νομιμότητας, προσέτι, προσφέρει ένα εντυπωσιακό επιχείρημα κατά της ίδιας της θανατικής ποινής:

        Για την τιμωρία μπορώ να μιλήσω σύμφωνα με στα γεγονότα: Στο πόνο και τη δυστυχία ο θάνατος είναι μια ανακούφιση από τη θλίψη, όχι ένα μαρτύριο. Διαλύει όλες τις ανθρώπινες κακίες, και πέρα από αυτόν, δεν υπάρχει χώρος ούτε για φροντίδα ούτε για χαρά”.

    Αν και ο Σαλούστιος δεν παραθέτει αυτολεξεί τον Καίσαρα, προφανώς χρησιμοποίησε τα αρχεία της Συγκλήτου για την ανα-κατασκευή των ομιλιών. Και η ιστορικότητα των παρατηρήσεων για τον θάνατο επιβεβαιώνεται όχι μόνο από το γεγονός ότι ο Κάτων του Σαλούστιου, απαντώντας στον Καίσαρα, αναφέρεται σε αυτά, αλλά κυρίως από την περίληψη της συζήτησης του ίδιου του Κικέρωνα στην τέταρτη ομιλία του “Κατά Κατιλίνα”. Όσο για τον Κάτωνα, αρχίζει την επίθεσή του στην πρόταση του Καίσαρα ως εξής:

     “Ο Καίσαρας πριν από λίγο μας έδωσε αυτή τη επιταγή, μια καλά διατυπωμένη και καλά δομημένη διάλεξη για τη ζωή και τον θάνατο, θεωρώντας προφανώς ψευδή όσα λέγονται για τον κάτω κόσμο, δηλαδή ότι χωρισμένοι από τους καλούς, οι κακοί κατοικούν σε φριχτά, έρημα, βρώμικα και τρομακτικά μέρη”.

     Ο Κικέρων, τέλος, παραφράζει τις απόψεις του Καίσαρα για τον θάνατο ως εξής:  “Ο άλλος ομιλητής καταλαβαίνει ότι ο θάνατος δεν δημιουργήθηκε από τους αθάνατους για χάρη της τιμωρίας, αλλά είναι, είτε αναγκαιότητα της φύσης, είτε απαλλαγή από τον κόπο και τη δυστυχία. Έτσι, οι σοφοί άνθρωποι ποτέ δεν τον υπέστησαν άθελά τους, και οι γενναίοι άνθρωποι συχνά τον επιδίωξαν ακόμη και πρόθυμα..…. Αφήνει μόνο ζωή στους εγκληματίες.  Αν αυτό το είχε αφαιρέσει, θα είχε αφαιρέσει με έναν μόνο πόνο πολλές δυστυχίες στο μυαλό και το σώμα, καθώς και όλες τις τιμωρίες για τα εγκλήματά τους.

     Επομένως, για να μένει κάποιος φόβος στη ζωή, για τους κακούς ανθρώπους, εκείνοι, οι παλαιοί άνθρωποι, ισχυρίσθηκαν ότι υπήρχαν κάποιες τιμωρίες αυτού του είδους για τους ασεβείς στον κάτω κόσμο — αφού φυσικά καταλάβαιναν ότι χωρίς αυτές (τις τιμωρίες), ούτε καν το θάνατο (οι κακοί) θα είχαν να φοβούνται”.

     Παρόλο που τα λόγια του Καίσαρα και του Κάτωνα φιλτράρονται μέσα από τον Σαλούστιο, και δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό ο Κικέρων διαστρεβλώνει ή εξωραΐζει το επιχείρημα του Καίσαρα, ωστόσο προκύπτει μια λογικά σαφής εικόνα του τι πρέπει να είπε ο Καίσαρας. Προφανώς, ισχυρίστηκε ότι η θανατική ποινή δεν ήταν κατάλληλη τιμωρία επειδή ο θάνατος αποτελεί το απόλυτο καταληκτικό σημείο για την ανθρώπινη εμπειρία, πέρα από το οποίο ένα άτομο δεν θα επηρεαστεί ούτε από καλό ούτε από κακό – και σίγουρα όχι από τις τιμωρίες του παραδοσιακού κάτω κόσμου. Σαν συμπέρασμα, ο θάνατος δεν πρέπει να μας  φοβίζει.

     Ενώ η ιδέα ότι “ο θάνατος δεν είναι κακό” είναι μια φιλοσοφική κοινοτοπία, υπάρχει σίγουρα μια Eπικούρεια χροιά στο επιχείρημα του Καίσαρα. Οι μελετητές έχουν επισημάνει τη γλώσσα της διάλυσης ([mortem] cuncta mortalium mala dissolvere / [ο θάνατος] διαλύει όλα τα κακά του θνητού) και την κατάρριψη των μύθων για τον κάτω κόσμο. Θα μπορούσαμε επίσης να αναρωτηθούμε εάν η δήλωση του Καίσαρα ότι, πέρα από το θάνατο, δεν υπάρχει θέση ούτε για φροντίδα (cura) ούτε για χαρά (gaudium) παραπέμπει στους δύο πόλους της Επικούρειας θεωρίας, τον (ψυχικό) πόνο ή διαταραχή και την (ψυχική) ευχαρίστηση.

        Τίποτα από αυτά δεν ισοδυναμεί με μια αδιάληπτη τοποθέτηση πάνω στο Επικούρειο δόγμα – που ούτως ή άλλως θα ήταν άτοπο σε μια πολιτική ομιλία – αλλά το εδάφιον δείχνει ότι ο Καίσαρας ήταν καλά ενημερωμένος τουλάχιστον πάνω σε ορισμένες πτυχές της Επικούρειας σκέψης.

     Το γιατί επέλεξε να συμπεριλάβει αυτούς στην έκκλησή του για μετριοπάθεια έναντι των (συνωμοτών) Κατιλιανών (Catilinarians) πρέπει να παραμείνει ανοιχτό. Φυσικά, ο Καίσαρας μπορεί απλώς να εξέφραζε τις δικές του, βαθιά ριζωμένες, πεποιθήσεις. Ίσως, ωστόσο, προσπαθούσε επίσης να απευθύνει έκκληση στους συναδέλφους του Συγκλητικούς με φιλοσοφική στόχευση.  Ολόκληρη η ομιλία του είναι μια προσπάθεια να παρακινηθεί το κοινό να προσεγγίσει το ζήτημα της τιμωρίας των συνωμοτών ορθολογικά, παρά συναισθηματικά, και η παρατήρηση ότι “ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς” μπορεί να λειτούργησε τόσο σαν επιχείρημα για να ηρεμήσει όσους παρασύρθηκαν από τις επικλήσεις για το αίμα των κακοποιών, όσο και ως νοητικό “φύλλο συκής” (“συγκάλυψη”) για εκείνους - που (όπως ο ίδιος ο Καίσαρας) - μπορεί να είχαν πολιτικές ή ιδιωτικές συμπάθειες με τους καταδικασθέντες.

     Εκτός απ’ αυτό το επιλεγμένο χωρίο (sound bite) από το πρώιμο στάδιο της σταδιοδρομίας του Καίσαρα, έχουμε ακόμα μια σειρά από (αντίστοιχες) εκφράσεις προς το τέλος της ζωής του, όταν παρέμενε στη Ρώμη ως Δικτάτορας, αφού είχε βγει νικητής από τον Εμφύλιο Πόλεμο. Ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι ο Καίσαρας συνήθιζε να εκφράζει την αίσθηση ότι είχε ζήσει αρκετά, υπονοώντας ότι δεν φοβόταν τον θάνατο. Το πιο σημαντικό περιστατικό είναι αυτό που συζητήθηκε από τον Κικέρωνα στην ομιλία του “Για τον Μάρκελλο”, που δόθηκε στη σύγκλητο το 46 π.Χ. Σ’ αυτήν, τη ρητορικά ζυγιασμένη κίνηση, ο ομιλητής, αφενός, επαινεί υπερβολικά τον Καίσαρα για την απόφασή του να δώσει χάρη και να ανακαλέσει τον εξόριστο εχθρό του Μ. Μάρκελλο. Από την άλλη, υποστηρίζει ότι είναι καθήκον του Δικτάτορα να αποκαταστήσει τη Ρεπουμπλικανική μορφή διακυβέρνησης, υπονοώντας ότι ο Καίσαρας θα υπολείπεται των δυνατοτήτων του και θα χάσει την αληθινή δόξα, εάν επιτρέψει τα πράγματα να παραμένουν στο παρόν, ανεπιθύμητο status quo.

     Ως μέρος της επιχειρηματολογίας του, ο Κικέρων ανέφερε μια φράση που ο ίδιος ο Καίσαρας μόλις είχε χρησιμοποιήσει στη δική του ομιλία, στην οποία ο Δικτάτορας, προφανώς για να συγκεντρώσει τη συμπάθεια και την υποστήριξη των Συγκλητικών, όχι μόνο παραπονέθηκε για την προηγούμενη εχθρότητα του Μάρκελλου και ανέφερε τις τρέχουσες απειλές κατά της ζωής του, αλλά, έκανε επίσης την μακρόθυμη διαπίστωση ότι είχε ζήσει αρκετά για τη φύση και τη δόξα”.

               (Στμ. «Έζησαν». Με τη λέξη τούτη οι Ρωμαίοι δηλώνουν κατ’ ευφημισμόν τον θάνατον. / “έζησαν”. Ούτω δε Ρωμαίων οι δυσφημείν μη βουλόμενοι το τεθνάναι σημαίνουσιν. Πλούταρχος, Κικέρων 22,4)

     Δεδομένου ότι, κατά τη άποψη του Κικέρωνα, ο Καίσαρας δεν είχε ζήσει αρκετά μέχρι να εκπληρώσει το καθήκον του απέναντι στην “res publica”, ο Κικέρων ανέλαβε ευγενικά να αντιταχθεί στον ισχυρισμό του Δικτάτορα, κατασκευάζοντας ένα φιλοσοφικό αντεπιχείρημα, κατά το οποίον ερμηνεύει ξεκάθαρα την άποψη του ανταγωνιστή του, ως Επικούρεια.  Όπως αναγνωρίζει ο Κικέρων, η ιδέα ενός σημείου “επαρκείας”, πέρα από το οποίο η ζωή δεν έχει περαιτέρω θέλγητρα, είναι ιδιόρρυθμη στις διδασκαλίες του Κήπου.

     Οι Επικούρειοι υποστήριζαν ότι η τέλεια ευχαρίστηση δεν μπορεί να αυξηθεί με τη διάρκεια (παράταση) του χρόνου και ότι μπορεί κανείς να αποσυρθεί ενώ τα πάει καλά, και κάποιος να έχει “χορτάσει” από τα ευχάριστα πράγματα.  Έτσι, στο κατηγορητήριο της, στο τέλος του βιβλ. 3 του Λουκρήτιου “Σχετικά με τη φύση των πραγμάτων / (DRN)”, η προσωποποιημένη Φύση λέει στον άνδρα που δεν θέλει να πεθάνει ότι “δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσα επιπλέον να επινοήσω και να δημιουργήσω για να σε ευχαριστήσω:  Όλα είναι πάντα τα ίδια”. Kαι ότι θα έπρεπε να φύγει “χορτασμένος και γεμάτος”.

     Φυσικά, ένας αληθινός Επικούρειος δεν έχει επιθυμία για δόξα, αλλά ο ίδιος ο Κικέρων επισημαίνει ότι αυτό το μέρος της προσωπικότητας του Καίσαρα είναι αιρετικό (ανορθόδοξο), και όχι μέρος της Επικούρειας «σοφίας / “sapientia”» του:

       Δεν θα αρνηθείς ότι, παρόλο που είσαι σοφός, σφοδρά επιθυμείς δόξα”.

      Από την οπτική γωνία του Κικέρωνα, βέβαια, η άποψη του Καίσαρα είναι εντελώς λανθασμένη. Μπορεί να έζησε αρκετά για τη φύση και τη δόξα, “αλλά όχι αρκετά για την πατρίδα, που είναι το πιο σημαντικό πράγμα”. Εάν ο Καίσαρας παραιτηθεί τώρα, θα χάσει την ευκαιρία του να αφήσει πίσω του μια μόνιμη κληρονομιά. Η ευχαρίστηση, ακόμη και η ανάμνηση της περασμένης απόλαυσης, την οποία οι Επικούρειοι εκθείασαν τόσο πολύ, θα τελειώσει με το θάνατο. Mόνο η αληθινή δόξα ζει. Επομένως, υπάρχει μόνο μία πορεία για τον Καίσαρα, με την προϋπόθεση ότι είναι αληθινά σοφός και όχι απλώς εμποτισμένος με την Επικούρεια ψευδο-σοφία.

     “Αυτό η μοίρα όρισε για ‘σένα, αυτή η πράξη μένει, σ’ αυτό επιβάλλεται να αφιερώσεις την προσπάθειά σου: Βάλε τη Δημοκρατία σε τάξη, και πρώτα και κύρια θα μπορέσεις να ωφεληθείς απ’ αυτήν, με τη μεγαλύτερη ηρεμία και ειρήνη. Σ’ αυτό το σημείο, αφού θα έχεις εκπληρώσεις το χρέος σου προς την πατρίδα, και -χορτασμένος με τη ζωή- θα έχεις ευχαριστήσει τη φύση, (τότε)  μπορείς να πείς ότι έχεις ζήσει αρκετά”.

     Ενώ είναι θεωρητικά πιθανό ο Κικέρων να πρόσθεσε μια Επικούρεια εκδοχή στο “satietas vivendi (κορεσμός της ζωής)” του Καίσαρα, μου φαίνεται πιο πιθανό (o Κικέρων) να ερμήνευσε σωστά κάτι, που υπήρχε ήδη στη στάση του Καίσαρα. Το ότι ο Δικτάτορας είχε τη συνήθεια, τους τελευταίους μήνες της ζωής του, να διατυπώνει την αίσθηση ότι είχε ζήσει τη ζωή του στο έπακρο. Και μια συνακόλουθη έλλειψη φόβου για το θάνατο, επιβεβαιώνεται από μια σειρά ιστορικών πηγών. Ο Σουητώνιος αναφέρει εκτενώς τις διάφορες εξηγήσεις που δόθηκαν από σύγχρονους για την κουραστική στάση του Καίσαρα απέναντι σε ενδεχόμενο θάνατο, μέσω αποπειρών κατά της ζωής του (De Vita Caesarum, Ιούλιος Κ. 86).

        Μήπως η υγεία του είχε υποβαθμιστεί και επομένως “δεν ήθελε να ζήσει άλλο;(neque voluisse se diutius vivere?); Προτιμούσε “να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο μια για πάντα, παρά να τον φοβάται πάντα”; (subire semel quam cavere semper?).  Ή μήπως ο Καίσαρας ήταν πραγματικά πεπεισμένος ότι είχε ζήσει “αρκετά”; Σύμφωνα με ορισμένους φίλους του, συνήθιζε να εκφράζει την άποψή του ως εξής:

         “[Συνήθιζε να λέι ότι] η ασφάλειά του δεν ήταν τόσο προς το δικό του συμφέρον, όσο προς αυτό της Κοινοπολιτείας. Διότι, από καιρό, είχε επιτύχει περισσότερα από αρκετή δύναμη και δόξα. Αλλά αν θα του συμβεί κάτι, η Κοινοπολιτεία δεν θα ήταν σε ειρήνη και θα γλιστρούσε ξανά στον εμφύλιο πόλεμο, σε μια μάλλον χειρότερη κατάσταση”.

      “non tam sua quam rei publicae interesse, uti salvus esset: se iam pridempotentiae gloriaeque abunde adeptum; rem publicam, si quid sibi eveniret,neque quietam fore et aliquanto deteriore condicione civilia bella subituram”.

     Αυτός ο αλαζονικός ισχυρισμός μοιάζει σχεδόν σαν απάντηση στις προτροπές του Κικέρωνα στο “Για τον Μάρκελλο”: Αντί να αποδεχτεί το καθήκον του να συνεχίσει να εργάζεται για το κοινό καλό, ο Καίσαρας ξαναβάζει τη μπάλα σταθερά στο γήπεδο του “res publica”. Αν οι συμπολίτες του Ρωμαίοι θέλουν ειρήνη και ηρεμία, πρέπει να προστατεύσουν τη ζωή του Καίσαρα. Όσο για τον ίδιο τον Καίσαρα, έχει εκπληρώσει από καιρό τις δικές του επιθυμίες, και δεν μπορούσε να τον ενδιαφέρει καθόλου.

     Ο Σουετώνιος καταλήγει με ένα ανέκδοτο που βρίσκεται επίσης στον Πλούταρχο και στον Αππιανό. Το βράδυ πριν από τη δολοφονία του, ο Καίσαρας παρακολούθησε ένα δείπνο, όπου η συζήτηση μετατράπηκε σε μια συζήτηση για το ποιο είδος θανάτου ήταν το πιο επιθυμητό. Ο Δικτάτορας (φαινομενικά προέβλεψε τον επικείμενο θάνατό του) δήλωσε τη δική του προτίμηση για έναν ξαφνικό και απροσδόκητο (repentinum inopinatum que). Εξεταζόμενες σε συνδυασμό, οι αναφερόμενες δηλώσεις του Καίσαρα για τη ζωή και τον θάνατο, μπορούν – με όλη τη δέουσα προσοχή – να θεωρηθούν ως μαρτυρία μιας στάσης, σύμφωνης με την Επικούρεια σκέψη.

     Το θάνατο δεν πρέπει να τον φοβόμαστε: Είναι μια διάλυση και απόλυτο τέλος, πέρα από το οποίο δεν υπάρχει τίποτα που να μας αφορά. Αντίστροφα, η ζωή δεν είναι κάτι που μπορεί να παραταθεί επωφελώς για πάντα: Μόλις ζήσει κανείς αρκετά, μπορεί επίσης να πεθάνει με ηρεμία. Αυτή η στάση είναι ενδεικτική αυτού που ο Raphael Woolf έχει περιγράψει ως την Επικούρεια “μικρής κλίμακας” άποψη για την ανθρώπινη ύπαρξη.

      Εφόσον όλες οι απαραίτητες επιθυμίες μπορούν εύκολα να εκπληρωθούν και το “summum bonum” της “καταστηματικής ηδονής” επιτυγχάνεται έτσι εύκολα, η Επικούρεια ζωή δεν είναι, σαν να λέγαμε, μεγάλη υπόθεση και, ως εκ τούτου, ούτε ο θάνατος. Το άτομο που έχει φτάσει στο “satietas vivendi (κορεσμό της ζωής)” δεν έχει λόγο να μην πεθάνει. Όπως το θέτει ο Woolf, “Μόνο η φιλοσοφία, που θεωρεί τη ζωή ως ουσιαστικά μικρής κλίμακας, αυτή μπορεί να θεωρήσει τον θάνατο ως, πραγματικά, θέμα αδιαφορίας”.

     Η ζωή του ίδιου του Καίσαρα, φυσικά, κάθε άλλο παρά μικρής κλίμακας ήταν και όταν δήλωνε ότι είχε ζήσει αρκετά ή ότι είχε πετύχει το αντικείμενο των επιθυμιών του, προφανώς δεν αναφερόταν στο ότι πληρούσε τις μινιμαλιστικές συνθήκες του Επικούρειου ηδονισμού. Είναι, ωστόσο, κατανοητό ότι ήταν μια μικρής κλίμακας άποψη της ζωής και του θανάτου, η οποία επέτρεψε στον Καίσαρα να στοχεύσει τόσο ψηλά, καθώς έκανε. Κάποιος που δεν θεωρεί μεγάλη υπόθεση ούτε τη ζωή ούτε τον θάνατο, μπορεί να πάρει ρίσκα από τα οποία οι άλλοι θα υποχωρήσουν, επειδή δικαιολογείται να μην φοβάται, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα.

     Ο άνθρωπος που είπε στη μητέρα του, πριν από την εκλογή του στο αξίωμα του Pontifex Maximus, ότι θα επέστρεφε ως νικητής ή καθόλου, και που παρομοίασε την αρχή του εμφυλίου με την είσοδο σε ένα τυχερό παιχνίδι (alea iacta est / “O κύβος ερρίφθη”. (Στμ. Η  ιστορική φράση που αναφώνησε ο Καίσαρ στις 10 Ιανουαρίου 49 π.Χ., καθώς οδηγούσε τον στρατό του πέρα ​​από τον ποταμό Ρουβίκωνα στη Β. Ιταλία), μπορεί κάλλιστα να ήταν σε θέση να διατηρήσει την ψυχραιμία του σ’ αυτές τις καταστάσεις υψηλού κινδύνου, αφού ήταν σίγουρος ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα για ‘μας.

     Σε αυτό το σημείο της επιχειρηματολογίας μου, ξεχωριστοί αναγνώστες μπορεί να είναι λίγο πολύ πεπεισμένοι από τον ισχυρισμό μου ότι οι απόψεις του Καίσαρα για τη ζωή και τον θάνατο οφείλουν κάτι στο Επικούρειο δόγμα. Παραδέχομαι ότι το επιχείρημα είναι θεωρητικό, και είμαι πρόθυμη να το προωθήσω όσο πιο μακριά πιστεύω, και όχι περαιτέρω.

       Εάν, ωστόσο, απλώς για λόγους επιχειρηματολογίας, δεχθούμε προς το παρόν την ιδέα ότι ο Καίσαρας είχε υιοθετήσει το Επικούρειο αξίωμα: «Ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς» για τους δικούς του σκοπούς, το ερώτημα εξακολουθεί να παραμένει:

        Ήταν Επικούρειος; Με τον κίνδυνο της επίκλησης του περιλάλητου “Curate’s Egg”  (Στμ. Το “Curate’s Egg  = αυγό του επιμελητή” είναι κάτι που περιγράφεται ως εν μέρει κακό και εν μέρει καλό),  θα ήμουν διατεθειμένη να απαντήσω: “Εν μέρει”.  

     Ίσως, όμως, είναι καιρός με τη σειρά μας να αμφισβητήσουμε το ερώτημα και να αναρωτηθούμε τι θα χρειαζόταν στην πραγματικότητα, για έναν αρχαίο Έλληνα ή Ρωμαίο, να “χαρακτηριστεί” ως Επικούρειος (ή, ως εκ τούτου, ως οπαδός οποιασδήποτε άλλης φιλοσοφικής σχολής). Σημειώστε ότι δεν με απασχολεί τώρα, όπως στην αρχή του κεφαλαίου, το θέμα των αποδείξεων. Το ερώτημα δεν είναι πώς μπορούμε, με τις περιορισμένες πηγές μας, να εντοπίσουμε έναν πιθανό οπαδό της Σχολής, αλλά, μάλλον, ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται για να θεωρήσουμε κάποιον Επικούρειο.

      Το υποτιθέμενο κριτήριο αυτοπροσδιορισμού μπορεί να ακούγεται κοινότοπο, αλλά έχει μια σημαντική συνέπεια για την κατανόηση της φιλοσοφικής πεποίθησης. Αν, για να χαρακτηριστεί κανείς, ας πούμε, ως Επικούρειος, αρκεί απλώς να θεωρεί τον εαυτό του Επικούρειο, τότε η Eπικούρεια ορθο-δοξία και η ορθο-πραξία δεν είναι απαραίτητες προϋποθέσεις. Με άλλα λόγια, ένας Επικούρειος, με αυτόν τον ορισμό, μπορεί να έχει απόψεις ασυμβίβαστες με το Επικούρειο δόγμα ή μπορεί να ενεργεί με τρόπους που δεν συμμορφώνονται με την Επικούρεια ηθική διδασκαλία.

       Στην πραγματικότητα, εκτός και αν το εν λόγω άτομο είναι σοφό, είναι πολύ απίθανο οι σκέψεις και οι πράξεις του να συμβαδίζουν με την Επικούρεια φιλοσοφία ανά πάσα στιγμή. Εφόσον όμως προσδιορίζεται ως Επικούρειος, θα πρέπει να τον θεωρούμε Επικούρειο. Φυσικά, μπορεί, να είναι ένας κακός Επικούρειος - αλλά αυτή είναι μια διαφορετική ερώτηση.

              Ομοίως, έχουμε συνηθίσει να αποδεχόμαστε τον αυτο-προσδιορισμό των ανθρώπων ως, π.χ., Χριστιανούς, Βουδιστές ή Μαρξιστές, χωρίς να αντέχουμε την περιστασιακή ή ακόμη και συχνή αποτυχία τους να ενστερνιστούν πλήρως ή να ανταποκριθούν στις αρχές της εν λόγω πίστης (για να μην αναφέρουμε καν διαφωνίες, ως προς το τι είναι και τι υπονοούν αυτές οι αρχές).

     Η μελέτη των φιλοσοφικών αναφορών στην αρχαία Ρώμη γενικά, και του Ρωμαϊκού Επικουρισμού ειδικότερα, έπασχε από καιρό από αβεβαιότητα, σχετικά με το εάν, μεμονωμένοι Ρωμαίοι, ήταν πραγματικά “σοβαροί” με τη φιλοσοφία, ή αν χαρακτηρίζονταν, ας πούμε, ως “πραγματικοί” Επικούρειοι.  Εργαζόμενοι με την ελπίδα μιας δογματικής συνέπειας (σχετιζόμενη με την αρχή της φιλανθρωπίας, που εφαρμόζεται συμβατικά στην ερμηνεία φιλοσοφικών κειμένων), οι μελετητές έχουν παλέψει με μια αντιληπτή έλλειψη νοητικής συνοχής και/ή ηθικής δέσμευσης, από την πλευρά ορισμένων από τα άτομα που μελετούν, και έχουν προσπαθήσει να συμβιβαστούν με αυτό το πρόβλημα με έναν από τρεις τρόπους.

       Αρχικά, υπήρξε μια μακρά παράδοση άρνησης της φιλοσοφικής αξιοπιστίας ή της πολυπλοκότητας, ακόμη και σε Ρωμαίους με αποδεδειγμένα φιλοσοφικά ενδιαφέροντα και εξειδίκευση. Αυτή η τάση εντοπίζεται και μεταξύ μελετητών που μελετούν συγκεκριμένα τέτοια άτομα και έχουν συμβάλει πολύ στη γνώση μας για την ιστορία της Ρωμαϊκής σκέψης. Έτσι, για παράδειγμα, στα πλαίσια των ακαδημαϊκών σπουδών του Ρωμαϊκού Επικουρισμού, η «Prosopography of Roman Epicureans» (1988) της Catherine J. Castner είναι περιβόητη για την περιφρονητική της απόρριψη της επιπολαιότητας, και της “αλαζονικής στάσης” απέναντι στο Eπικούρειο δόγμα, πολλών αντρών, τους οποίους η συγγραφέας προσδιορίζει ως (πιθανούς) Επικούρειους.

     Μια τέτοια άποψη θεωρείται ευρέως άδικη και καθόλου χρήσιμη, και τα τελευταία χρόνια σημαντική εργασία έχει αφιερωθεί στην πνευματική αποκατάσταση της Ρωμαϊκής φιλοσοφίας και μεμονωμένων Ρωμαίων στοχαστών, συμπεριλαμβανομένων των Επικούρειων. Αυτή, η δεύτερη, απολογητική προσέγγιση, πέτυχε να καταδείξει το υψηλό επίπεδο της φιλοσοφικής γνώσης και την πολυπλοκότητα των επιχειρημάτων, πολλών Ρωμαίων με φιλοσοφικά ενδιαφέροντα και πεποιθήσεις.

     Στην ιστορία της φιλοσοφίας, ονομασίες όπως “Ακαδημαϊκός”, “Στωικός” ή “Επικούρειος” χρησιμοποιούνται συχνότερα για να ορίσουν συγγραφείς φιλοσοφικών έργων που ασπάζονται και εκθέτουν το δόγμα της εν λόγω σέχτας. Πολύ συχνά, τέτοια άτομα συνδέονταν με τη Σχολή, ως ίδρυμα, ή ενεργούσαν με άλλο τρόπο, ως δάσκαλοι που δηλώνουν μια συγκεκριμένη φιλοσοφική αναφορά.  Δάσκαλοι φιλοσοφίας που δεν εξέδωσαν βιβλία μπορούν επίσης να χαρακτηριστούν σύμφωνα με τη προσήλωση τους σε κάποια Σχολή, όπως και οι φιλόσοφοι συγγραφείς, που δεν απέκτησαν επίσημη σχέση με μία Σχολή και δεν ασχολήθηκαν με τη διδασκαλία.

     Σύμφωνα με αυτή τη σύμβαση, για παράδειγμα, ο Χρύσιππος και ο Ποσειδώνιος είναι και οι δύο Στωικοί, όπως και ο δάσκαλος του Κικέρωνα και φιλοξενούμενος στην οικία του Διόδοτος (ο οποίος δεν έγραψε, από όσο γνωρίζουμε, τίποτα) και ακόμη και ο Σενέκας (που δεν είχε καμία σχέση με τη στωική σχολή ως ίδρυμα και δεν ήταν επαγγελματίας δάσκαλος). Έχουμε τη συνήθεια να αποκαλούμε όλα αυτά τα άτομα “φιλοσόφους”, ακόμη κι αν κάποιοι από αυτούς δεν θα είχαν χρησιμοποιήσει αυτόν τον χαρακτηρισμό για τον εαυτό τους και οι σύγχρονοι μελετητές πιστεύουν -κατά περίσταση- ότι για συγκεκριμένους αρχαίους στοχαστές και συγγραφείς δεν αρμόζει, σύμφωνα με τη δική τους αντίληψη, αυτό που λέγεται φιλοσοφία.

     Ωστόσο, όροι, όπως “Επικούρειος” ή “Στωικός”, έχουν σαφώς και ευρύτερη εφαρμογή, και αυτό είναι το ζητούμενο εδώ. Είναι σίγουρα λογικό να χρησιμοποιούνται τέτοιοι χαρακτηρισμοί για άτομα που δεν είναι φιλόσοφοι με οποιαδήποτε περιγραφή, αλλά που από μόνα τους ενστερνίζονται τις διδασκαλίες μιας συγκεκριμένης σχολής, ως πειστικό τρόπο θεωρητικής εξήγησης, ή/και οδηγό πρακτικής συμπεριφοράς. Μ’ αυτή την έννοια χαρακτηρίζουμε τον Πίσωνα Επικούρειο και τον νεότερο Κάτωνα Στωικό, και με αυτή την έννοια ερευνούμε αν ο Ιούλιος Καίσαρας θα μπορούσε να ήταν Επικούρειος.

     Το ερώτημα παραμένει: Τι μας δικαιολογεί να ισχυριστούμε ένα συγκεκριμένο άτομο ως οπαδό μιας συγκεκριμένης Σχολής, εάν αυτό το άτομο όχι μόνο δεν είχε θεσμική σχέση, αλλά ούτε καν δίδασκε ή έγραψε φιλοσοφία; Τι χρειάζεται για να γίνει ο Πίσων, ή ο Καίσαρ εν προκειμένω, ή οποιοσδήποτε σύγχρονος οπαδός του Επίκουρου, Επικούρειος;

     Η απάντηση, υποθέτω, είναι πολύ απλή: Ένα άτομο είναι “Επικούρειος” (ή “Στωικός” ή “Ακαδημαϊκός” ή “Περιπατητικός”) εάν προσδιορίζεται ως τέτοιος. Εάν ένα άτομο διατείνεται: “Σε ακολουθώ (te sequor), “Ω δόξα του ελληνικού έθνους (o Graiae gentis decus)”,  ή αυτοαποκαλείται “Γουρούνι από το κοπάδι του Επίκουρου picuri de grege porcum), αυτό το άτομο θα πρέπει να θεωρείται Επικούρειος.

     Φυσικά, όπως έχουμε ήδη δει, στην περίπτωση πολλών αρχαίων προσωπικοτήτων, μας λείπει αυτή η σαφής αναγνώριση και πρέπει να εξετάσουμε, προσεκτικά, όποιες πρόσθετες πηγές μπορεί να υπάρχουν.  Έτσι, για παράδειγμα, δεν διαθέτουμε καμία άμεση μαρτυρία ότι ο νεότερος Κάτων αναφέρθηκε ποτέ στον εαυτό του ως Στωικό. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο σύγχρονος του Κικέρων τον αποκαλεί επανειλημμένα Στωικό, και εξετάζει τη συμπεριφορά και τις δηλώσεις του από μια Στωική σκοπιά, μας κάνει εύλογα πεπεισμένους ότι ο ίδιος ο Κάτων ταυτίστηκε ως Στωικός – και επομένως, κατά τον ορισμό μου, ήταν Στωικός.

     Εστιάζοντας, όχι μόνο στα δημοσιευμένα έργα ανδρών όπως ο Κικέρων, αλλά και στις καθημερινές επιστολικές ανταλλαγές ενός ευρέος φάσματος ατόμων, μελετητές, όπως η Miriam Grifin, ο Sean McConnell και ο Nathan Gilbert, έχουν παρουσιάσει την άποψη ότι η Ρωμαϊκή φιλοσοφία ήταν απλώς το μοντέρνο χόμπι (ενασχόληση) μιας ανώτερης (κοινωνικής) τάξης  σε αναζήτηση πολιτιστικού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, αναγνώσεις αυτού του τύπου, κάποιων που τροφοδοτούνται από επιθυμία να αποδειχθεί η ορθοδοξία του εν λόγω κειμένου ή του προσώπου, διατρέχουν τον κίνδυνο να γίνουν υπερβολικά μεροληπτικές και να ξεσκεπαστούν εντάσεις και ασυνέπειες.

          Για να μείνουμε με τη Σχολή (δηλ. την Επικούρεια) που εξετάζουμε σε αυτό το κεφάλαιο: Ακόμα και οι πιο μορφωμένοι και αφοσιωμένοι Ρωμαίοι Επικούρειοι δεν συμμορφώνονταν πάντα με αυτό που καταλαβαίνουμε ότι απαιτεί η θεωρία του  Επίκουρου.

      Εδώ μπαίνει η τρίτη προσέγγιση. Ορισμένοι μελετητές – πρώτοι και καλλίτεροι ο Michael Erler και ο Jeffrey Fish – έχουν υποστηρίξει ότι οι Ρωμαίοι Επικούρειοι υιοθέτησαν μια μορφή “ανορθόδοξου” Επικουρισμού, μια μορφή που θεωρήθηκε πιο κατάλληλη για την κοινωνία και τον τρόπο ζωής τους ως μέλη της Ρωμαϊκής ελίτ. Μερικές φορές οι εν λόγω μαθητευόμενοι θεωρείται ότι αναπτύσσουν αυτό, το συγκεκριμένο είδος του “Ρωμαϊκού Επικουρισμού”, από μόνοι τους, προσαρμόζοντας απλώς τις Επικούρειες διδασκαλίες σ’ ένα νέο πλαίσιο. Συχνά, ωστόσο, οι μελετητές υποστηρίζουν την επιρροή σύγχρονων τους Ελλήνων Επικούρειων, ιδιαίτερα του Φιλόδημου, του φίλου και προστατευόμενου του Πίσωνα.

       Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το δυνητικά ντροπιαστικό γεγονός ότι τόσοι πολλοί Ρωμαίοι Επικούρειοι σε καμία περίπτωση δεν τήρησαν την εντολή του κυρίου τους να “ζουν απαρατήρητοι” και αντ' αυτού ακολούθησαν την τυπική πολιτική σταδιοδρομία της Ρωμαϊκής αριστοκρατίας.

             Η Επικούρεια προσταγή για την αποφυγή της πολιτικής αντιπαράθεσης δεν ήταν ποτέ απόλυτη και επέτρεπε διάφορες εξαιρέσεις, και είχε ρήτρες διαφυγής. Ακόμα κι έτσι, ο Επίκουρος φαίνεται να έχει υποστηρίξει ότι για τους περισσότερους ανθρώπους, στις περισσότερες περιπτώσεις, μια ζωή συνδεμένη με την πολιτική δεν θα ευνοήσει την “ἀταραξία” – πράγμα που σημαίνει ότι η πολιτική δραστηριότητα ενός μεγάλου αριθμού Ρωμαίων Επικούρειων θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, αν όχι ως πρόβλημα, τουλάχιστον ως ένα φαινόμενο που απαιτεί συζήτηση.

     Αντίθετα, αν μπορεί να αποδειχτεί ότι υπήρχε μια καλόπιστη Επικούρεια άποψη, που να  συγχωρούσε την πολιτική ενασχόληση-δέσμευση, τότε πολλοί “κακοί” Επικούρειοι θα είχαν διασωθεί ως απόλυτα ορθόδοξοι. Το πρόβλημα είναι ότι, δεδομένου του αποσπασματικού χαρακτήρα του σωζόμενου έργου του Φιλοδήμου (και της σχεδόν παντελούς έλλειψης πληροφοριών για τη διδασκαλία άλλων Ελλήνων Επικούρειων που δραστηριοποιούνται στην Ιταλία), οι ισχυρισμοί αυτής της φύσης είναι συχνά ασαφείς.

          Εφόσον η επιμέλεια των αποσπασμάτων συνεχίζεται με γοργούς ρυθμούς, η μελέτη του Φιλόδημου είναι ένα ταχέως αναπτυσσόμενο πεδίο, όπου συνεχώς (επανα)διατυπώνονται νέες αναγνώσεις και ερμηνείες. Ως αποτέλεσμα, υπήρξαν τόσο συναρπαστικές νέες ιδέες για τη σκέψη του Φιλόδημου, όσο και εύλογες διαμάχες.

       Ακόμα κι έτσι, η θέση του Ρωμαϊκού Επικουρισμού σε ένα κοινωνικό και πνευματικό πλαίσιο, αρκετά διαφορετικό από αυτό του αρχικού Κήπου του Επίκουρου, είναι ένα σημείο που αξίζει πολύ να προσέξουμε. Παρά τον γνωστό σεβασμό της Σχολής για τον ιδρυτή της, ο Επικούρειος δεν ήταν ένας αμετάβλητος μονόλιθος, αλλά αναπτύχθηκε με την πάροδο του χρόνου με τη Ρώμη και την Ιταλία του 1ου αιώνα, προσφέροντας ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κεφάλαιο.

     Και οι τρεις προσεγγίσεις που συζητήθηκαν αποτυπώνουν σημαντικές πτυχές του Επικούρειου σκηνικού στη Ρώμη. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα εξαιρετικά εξελιγμένης ορθοδοξίας και ορθοπραξίας, για τα οποία ο ίδιος ο Επίκουρος θα ήταν υπερήφανος. Υπάρχουν σημάδια ανάπτυξης νέων ορθόδοξων αντιλήψεων και Επικούρειων πρακτικών, είτε εγχώριων, είτε επηρεασμένων από τη σκέψη των σύγχρονων Ελλήνων δασκάλων. Και σίγουρα υπάρχουν περιπτώσεις ατόμων που, παρά τη δηλωμένη πίστη τους, δεν συμμορφώθηκαν, ή όχι πάντα, ή με όλους τους τρόπους, στο Επικούρειο δόγμα και την ηθική. Ταυτόχρονα, και οι τρεις προσεγγίσεις, υιοθετώντας μια κάπως στενή εστίαση, κινδυνεύουν να χάσουν από τα μάτια τους ορισμένες πτυχές του Ρωμαϊκού Επικουρισμού, απλώς και μόνο επειδή δεν ταιριάζουν οι  ορισμοί τους.

     Εισηγούμαι ότι, απελευθερώνοντας τον εαυτό μας από την “απαίτηση συνέπειας”  - ενν. την επιθυμία μας να έχουμε τους Επικούρειους να σκέφτονται και να συμπεριφέρονται με “Επικούρειο τρόπο”, και η  οποιαδήποτε απομάκρυνση από την ορθοδοξία να θεωρείται πνευματική και ηθική αποτυχία - θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε μια ευρύτερη και βαθύτερη εκτίμηση του φαινομένου του Ρωμαϊκού Επικουρισμού και, μάλιστα, της Ρωμαϊκής φιλοσοφίας και της ιστορίας της φιλοσοφίας γενικότερα.  Όταν ένας Ρωμαίος ανώτερης τάξης υιοθετεί τις διδασκαλίες του Επίκουρου για τον εαυτό του, είναι, προφανώς, ενδιαφέρον να προσδιορίσουμε πόσο εξελιγμένες αποδεικνύονται η φιλοσοφική θεωρία και πρακτική του, και πώς συνεχίζει να ζει σύμφωνα με τις αρχές του Κήπου. 

      Είναι εξίσου ενδιαφέρον να δούμε που, είτε αρνείται συνειδητά, είτε σιωπηρά αποτυγχάνει να υιοθετήσει την Επικούρεια διδασκαλία, ή - για να έχουμε μια ευρύτερη άποψη - ποιες πτυχές του Επικούρειου δόγματος απευθύνονται στη Ρωμαϊκή κοινωνία και ποιες όχι. Μόλις σταματήσουμε να ανησυχούμε αν συγκεκριμένα άτομα ήταν “πραγματικοί” ή ακόμα και “καλοί” Επικούρειοι, μπορούμε να αποκτήσουμε μια εικόνα του Ρωμαϊκού Επικουρισμού σε όλη του την πρωτοτυπία, την ποικιλομορφία και την αυτό-αντινομία.

      Θα ήθελα να κάνω αυτήν την έκκληση, για μια περιεκτική και ολιστική προσέγγιση της ιστορικής μελέτης της φιλοσοφίας, ένα βήμα παραπέρα, και αυτό με φέρνει πίσω στον Καίσαρα.  Ήταν Επικούρειος ή όχι;  Ακόμη και με το μινιμαλιστικό κριτήριό μου, η απάντηση – τουλάχιστον όπως βασίζεται στα στοιχεία που έχουμε – πρέπει σίγουρα να είναι αρνητική.

        Καμία αρχαία πηγή δεν πλησιάζει καν στο να υποδείξει ότι ο Καίσαρας ταυτίστηκε ως Επικούρειος, και επομένως θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την υπόθεση κλειστή. Έχω υποστηρίξει, ωστόσο, ότι ο Καίσαρας είχε ορισμένες ιδέες για τη ζωή και τον θάνατο, τις οποίες άντλησε από το Επικούρειο δόγμα: Έχοντας γνώση της Επικούρειας φιλοσοφίας, προφανώς υιοθέτησε και προσάρμοσε κάποιες διδασκαλίες της για τη ζωή του χωρίς να λάβει υπόψη του άλλες, πόσο μάλλον να δηλώσει πίστη στη Σχολή (τον Κήπο) στο σύνολό του.

       Κάνοντας αυτό, ο Καίσαρας δεν ήταν, σχεδόν, μόνος. Αναμφίβολα, πολλοί μορφωμένοι Ρωμαίοι άφησαν τον εαυτό τους να επηρεαστεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από μεμονωμένες αρχές διαφόρων γνωστών φιλοσοφικών συστημάτων, όπως τα ανθρώπινα όντα, ανά τους αιώνες, ξεχώρισαν και επέλεξαν από τις φιλοσοφίες, τις θρησκείες, τις πολιτικές ιδεολογίες και τα άλλα δόγματα, που ήταν διαθέσιμα στις κοινωνίες.

      Η ιστορία της φιλοσοφίας, σωστά κατανοητή, πρέπει να λάβει υπόψη όχι μόνο τους φιλοσόφους και τους δηλωμένους οπαδούς τους, αλλά και τις πολλαπλές εκδηλώσεις της φιλοσοφίας στον ανθρώπινο πολιτισμό συνολικά. Απομακρυνόμενη από τον πυρήνα του δόγματος, πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψη την πρακτική πλευρά (έθιμα, συνήθειες) και τις εκφράσεις (εκδηλώσεις) της σε μια μεγάλη ποικιλία μέσων και πλαισίων. Τα ζητήματα της ορθοδοξίας και της ορθοπραξίας θα διαδραματίσουν αναγκαστικά σημαντικό ρόλο σε αυτό το εγχείρημα, αλλά δεν θα καταφέρουν, από μόνα τους, να ξεκλειδώσουν την ιστορική σημασία της φιλοσοφίας, είτε σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, είτε στην ανάπτυξή της με την πάροδο του χρόνου.

     Όπως δείχνουν οι εργασίες στον τόμο αυτό, ο Επικουρισμός είχε εξαιρετική επιρροή στην αρχαία Ρώμη κατά τον τελευταίο π.Χ. αιώνα και μετά, και αυτή η επιρροή αποδεικνύεται όχι μόνο σε φιλοσόφους-συγγραφείς όπως ο Λουκρήτιος και ο Κικέρωνας, ή σε τέτοιους αυτό-προσδιοριζόμενους Επικούρειους, όπως ο Κάσσιος και ο Πίσωνας. Διαποτίζει τη Ρωμαϊκή κοινωνία στο σύνολό της, αφήνοντας τα ίχνη της στην ποίηση, τη ρητορική, τις επιγραφές, τα έργα τέχνης και τις σκέψεις και τα λόγια πολλών ανθρώπων.  Ένας από αυτούς ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας.

       Ο Καίσαρας δεν ήταν Επικούρειος, όμως -πάρα πολύ- του αξίζει μια θέση στην ιστορία της Επικούρειας φιλοσοφίας.

 

Katharina Volk

(Chapter 5)  Caesar the Epicurean?  A Matter of Life and Death  

Summary: This chapter (Chapter 5, Caesar the Epicurean?  A Matter of Life and Death) reexamines the question of Caesar’s putative Epicureanism. While there is no reason to believe that Caesar was a committed Epicurean, there exist tantalizing pieces of evidence that he may have adopted for himself a version of the tenet that “death is nothing to us.” These include his observation, in his speech about the convicted Catilinarians (as reported by Sallust), that death is not a punishment but the endpoint of all experience, and his late-in-life statement (versions of which are found in Cicero’s Pro Marcello and in Suetonius) that he had “lived enough.” The chapter concludes by considering the criteria scholars typically employ for gauging philosophical affiliation in antiquity, arguing for a broadening of definitions and for considering even a some-time Epicurean as Caesar as part of the history of Epicureanism.

Was Julius Caesar an Epicurean? It seems unlikely. No ancient sourceidentifies him as an adherent of the Garden, nor are we told that he studied with Greek philosophers of any persuasion, as so many of his peers didboth at Rome and abroad. In addition, the man who ambitiously maneuvered himself into the power-sharing arrangement known as the First Triumvirate, spent years battling the Gauls, started and won a civil war and then ruled Rome as a quasi-monarch until being assassinated wouldappear to be an improbable follower of a school that counseled politicalquietism and the cultivation of simple pleasures. On the contrary, Caesar might be seen as a perfect example of the wretched individual who, in the words of Lucretius, “strives day and night with the utmost toil to reach a position of prominence and assume power(noctes atque dies niti praestante labore | ad summas emergere opes rerumque potiri, 2.12-13). It is on men like these that the enlightened Epicurean looks down with quiet self-satisfaction from the serene temples of the wise.

That Caesar s ambition could be viewed by his contemporaries as the very antithesis of Epicurean ideals is apparent from a passage in Cicero’ s invective “Against Piso” of 55 BC. Among many other criticisms, Cicero reproaches Piso for his perverted Epicureanism, which has led this Roman aristocrat to his highly un-Roman refusal to seek a triumph for his military exploits in Macedonia. L. Calpurnius Piso Caesoninus, the patron of Philodemus and indeed well-known for his Epicurean leanings, was alsothe father of Caesar s wife, a fact that enables Cicero to suggest sarcastically that Piso give an Epicurean lecture to his son-in-law, telling him that public thanksgivings and triumphs are just so many meaningless baubles, “almost the playthings of children” (delectamenta paene puerorum, 60).

As Cicero goes on to point out, Caesar would be anything but receptive to this kind of argument: “Believe me, that man is carried on by glory; he is a flame, he burns with the desire for a grand and deserved triumph. He has not learned those same things as you(fertur ille vir, mihi crede, gloria; flagrat,ardet cupiditate iusti et magni triumphi. non didicit eadem ista quae tu, 59).

Despite these obstacles, however, scholars have over the past few decades repeatedly ascribed some form of Epicureanism to Caesar. While the evidence, such as it is, is well known and has been discussed from many dierent angles, it will be worth while to consider the question once more. There has been a recent surge of interest  – of which thisvolume is an excellent example  – in Roman philosophy in general and Roman Epicureanism in particular, with special attention paid to the intersections of philosophy and politics in the turbulent period of the late Republic. Given that Caesar was the era s foremost political figure, as wellas a formidable intellectual, we would like to know what, if anything, he thought about philosophy and especially about the school most popular among his contemporaries, that of Epicurus.

That Caesar was informed about Epicureanism is without doubt. Even if he had undergone no specifically philosophical training himself, basic knowledge concerning the major philosophical schools was, by the first century BC, part and parcel of the Roman aristocracy s cultural competence, and Caesar can hardly have failed to pick up the principles of Romes most fashionable philosophical creed. Furthermore, as has often been pointed out, many of Caesar s friends and followers were Epicureans.

These include not only his father-in-law Piso, but also his trusted lieuten-ant C. Vibius Pansa Caetronianus and the jurist C. Trebatius Testa. In the case of such other Caesarians as L. Cornelius Balbus, A. Hirtius andC. Matius, we cannot be sure about their philosophical allegiance, but Epicurean leanings have often been suggested.

While older views that Epicureanism provided a political ideology for the Caesarian party have long been debunked, and it is well established that Epicureans stood on both sides of the Civil War, the concentration of putative Epicureans in Caesar s circle is still worth noting.

What is especially interesting is the evidence for Epicurean activity inthe Caesarian camp during the campaigns in Gaul, Germany and Britain.Trebatius, who had joined Caesar ’s staff on the recommendation of Cicero, converted to Epicureanism in 53 BC, apparently under the in influence of Pansa. His mentor back in Rome reacted in mock horror:  “ My friend Pansa tells me you have become an Epicurean. Thats a great campyou got there!(indicavit mihi Pansa meus Epicureum te esse factum. o castra  praeclara! ,Fam. 7.12.1).

Just a year earlier, the leisure hours of the campaigning Caesarian officers may have been taken up with studying Lucretiusbrand-new poem. As Christopher Krebs has shown, following F. R. Dale, Caesar himself must have read “On the Nature of Things” in 54, to judge from striking verbal echoes in Books 5, 6 and 7 of his “Gallic War”.  

It is possible that Caesar, and perhaps other philosophically interestedmembers of his staff, were introduced to Lucretius by Quintus Cicero, who knew the poem by February 54  (Cic. QFr. 2.10.3) and joined Caesar s campaign shortly there after. Dale (1958, 182) fondly imaginesthat Caesar “read Lucretius with Quintus in Britain, on a summer evening in his tent.

Familiarity with Epicureans and knowledge of Epicurean writing, how-ever, do not an Epicurean make (after all, the decidedly non-Epicurean Cicero had many Epicurean friends and read Lucretius’ poem). What did Caesar actually believe? In the absence of ancient claims that he espoused Epicurean views, all the evidence is circumstantial, which means that the man’s philosophical opinions, if any, need to be inferred from his behavior and oral and written utterances.

I will not here review all the characteristics of Caesar that have been adduced to demonstrate his Epicureanism. Scholars have pointed to his rationalism and cool aiming at utilitas, his religious skepticism, his flair for friendship, his policy of “clementia” or even his entire political trajectory and program as indications of Caesar ’s allegiance to the Garden.

Obviously, such arguments are highly speculative. If we assume for the sake of argument that Caesar in fact possessed all the traits ascribed to him (which is not a given), they are far too unspecific to prove his philosophical views. If we knew for certain that Caesar espoused Epicureanism, then we might be justified in wondering to what extent his displayed character, behavior and decisions might have been informed by his creed.

In the absence of a more obviously smoking gun, a mere cool and rational religious skeptic and good friend with an aversion to the needless bloodshed of his peers cannot as such be convicted of Epicureanism.

There is, however, one additional and promising set of evidence that scholars have often pointed to and that concerns Caesar’s attitude to death. According to Epicurus, of course, fear of death is  – together with fear of the gods – the main obstacle to attaining a happy life, and a person cannot achieve “ἀταραξία” without having internalized the truth that “ο θάνατος ουδέν προς ημάς / death is nothing to us”.

Whatever his other philosophical beliefs may or may not have been, Caesar on a number of occasions displayed a contempt for death that might be seen as at least Epicurean-inflected. Passing over his well-attested physical courage and death-defying acts during his military campaigns, I will concentrate in what follows on a few attested utterances, which combine to allow perhaps some insight into Caesars views on life and death.

The first is an argument Caesar reportedly made in his speech on December 5, 63 BC,  when the senate debated the fate of the convicted Catilinarians. After the consul-designate Silanus had proposed the death penalty and the subsequent speakers had seconded his motion, Caesar suggested instead life long imprisonment without the possibility of parole. While the greater part of his speech as reconstructed by Sallust in his “Bellum Catilinae / War against Catiline”  is concerned with cautioning the senators against approving a measure of questionable legality, Caesar also offers a striking argument against the death penalty itself:

 «About the punishment I can speak according to the facts: in sorrow andmisery death is a relief from grief, not a torture. It dissolves all human ills,and beyond it, there is place for neither care nor joy.

While Sallust is not quoting Caesar verbatim, he presumably availedhimself of the senatorial archives in reconstructing the speeches.  And the historicity of the remarks on death is confirmed not only by the factthat Sallusts Cato, in responding to Caesar, refers back to them, butcrucially also by Ciceros own summary of the discussion in the fourth speech “Against Catiline”. As for Cato, he begins his attack on Caesar sproposal as follows: 

            “C. Caesar a little while ago gave this order a well-phrased and well-structured lecture on life and death, apparently deeming false what is said about the underworld, namely, that divorced from the good, the wicked inhabit horrid, desolate, foul and fearful places”.

Cicero, finally, paraphrases Caesar s views on death as follows: “The other speaker understands that death was not created by the immortalgods for the sake of punishment, but is either a necessity of nature or freedom from toil and misery. Thus wise men have never undergone it unwillingly, and brave men have often even willingly sought it . . . He leaves only life to the criminals. If he had taken that away, he would have removed with one single pain many miseries of mind and body as well as all punishments for their crimes.  Therefore, in order that there be some fear left in life for wicked men, those men of old maintained that there were some punishments of this sort set for the impious in the underworld — since of course they understood that without them, not even death would have to be feared”.

Even though Caesar ’s and Cato’s words are filtered through Sallust, and itis unclear to what extent Cicero is distorting or embellishing Caesar s argument, there still emerges a reasonably clear image of what Caesar must have said. Apparently, he claimed that the death penalty was not a suitable punishment because death constitutes the absolute end point for human experience beyond which a person will be aected by neither good nor ill  – and certainly not the punishments of the traditional underworld. As a result, death is not to be feared (non esse mortem ipsam pertimescendam).

While the idea that “death is not an evil” is a philosophical common-place, there is certainly an Epicurean flavor to Caesar s argument. Scholars have pointed to the language of dissolution ([mortem] cuncta mortalium mala dissolvere) and to the debunking of the myths aboutthe underworld. We might also wonder whether Caesar s statement that,beyond death, there is place for neither cura nor gaudium alludes to the two poles of Epicurean experience, (mental) pain or disturbance and (mental) pleasure. None of this amounts to a sustained exposition of Epicurean doctrine  –  which would at any rate be out of place in a political speech  – but the passage shows that Caesar was well versed in at least some aspects of Epicurean thought.

 Why he chose to include those in his plea for moderation vis-à-vis the Catilinarians must remain open. Of course, Caesar may simply have been voicing his own, deeply held convictions.Perhaps, however, he was also trying to appeal to his fellow senators with philosophical aspirations: The entire speech is an attempt to induce theaudience to approach the question of the conspirators’ punishment rationally rather than emotionally, and the observation that “death is nothing to us” may have served both as an argument to calm those carried away by the calls for the malefactors’ blood and as an intellectual fig leaf for those who (like Caesar himself) might have had political or private sympathies with the convicted men.

In addition to this sound bite from an early stage in Caesar ’s career, we also have a number of utterances from the end of his life, when he helds way in Rome as dictator after having emerged victorious from the Civil War. A number of sources report that Caesar was wont to express a feeling that he had lived enough, with the implication that he was unafraid of death. The most prominent incident is one discussed by Cicero in his speech For Marcellus, given in the senate in 46 BC. In this rhetorical balancing act, the speaker, on the one hand, bestows extravagant praise on Caesar for his decision to pardon and recall his exiled foe M. Marcellus.  On the other, he argues that it is the dictator s duty to restore the republican form of government, insinuating that Caesar will fall short of his potential and miss out on true glory if he allows matters to persist in the present, undesirable status quo.

As part of his argument Cicero cited a phrase that Caesar himself had just used in his own speech, in which the dictator, apparently to rally senatorial sympathy and support, not only complained about Marcellus’ past enmity and mentioned current threats against his own life, but also made the resigned claim that he had “lived long enough for both natureand glory” (satis diu vel naturae vixi vel gloriae).

Since, in Ciceros opinion, Caesar had not lived enough until he had done his duty by the res  publica, he took it upon himself politely to combat the dictator s assertion, constructing a philosophical counter-argument in which he clearly interprets his opponents view as Epicurean. As Cicero recognizes, the idea of a point of  “enoughnesbeyond which life provides no further attractions is peculiar to the teachings of the Garden.

The Epicureans held that perfect pleasure can not be increased by the duration of time and that one may as well quit while the going is good and one has had “satis” of good things. Thus in her diatribe at the end of Book 3 of Lucretius “On the Nature of  Things”, personifed Nature tells the man unwilling to die that “there is nothing that I could additionally contrive and invent to please you: Everything is always the sameand that he ought to leave while “sated and full of things”. Of course, a true Epicurean has no desire for glory, but Cicero himself points out that this part of Caesar ’s utterance is heterodox and not part of his Epicurean “sapientia”:  “You will not deny that even though you are wise, you are most desirous of fame”.

From Cicero’s perspective, of course, Caesar ’s view is completely wrong. He may have lived enough for nature and for glory, “but not enough for the fatherland, which is the most important thing” (at, quod maximum est, patriae certe parum, 25):  If Caesar quits now, he will lose his chance of leaving behind a lasting legacy. Pleasure, even the memory of past pleasure,by which the Epicureans set so much store, will end with death; only trueglory lives on. Therefore, there is only one course possible for Caesar, provided that he is truly sapiens and not just imbued with Epicurean pseudo-wisdom (27): “haec igitur tibi reliqua pars est; hic restat actus, in hoc elaborandum est utrem publicam constituas, eaque tu in primis summa tranquillitate et otioperfruare: tum te, si voles, cum et patriae quod debes solveris, et naturamipsam expleveris satietate vivendi, satis diu vixisse dicito”.

“This part is left for you, this deed remains, to this you must devote your eort: Put the Republic in order, and you first and foremost will be able to profit from it in the greatest tranquility and peace. At that point, once you have paid your debt to the fatherland, and sated with life have satisfied nature, you may say that you have lived enough.

While it is theoretically possible that Cicero added an Epicurean slant to Caesar ’s “satietas vivendi”, it seems to me more likely that he interpretedcorrectly something that was already present in Caesar ’s attitude. That the dictator was in the habit, in the last months of his life, of expressing a sensethat he had lived his life to the full, and a concomitant lack of fear of deathis attested by a number of historical sources.  Suetonius reports at lengththe various explanations given by contemporaries of Caesar s jaded attitude in the face of possible death through attempts on his life (Iul. 86):  Was his health failing and he therefore “ wished to live no longer ” (neque voluisse se diutius vivere)?  Did he prefer “ to face danger once and for all rather thanalways fear it” (subire semel quam cavere semper)? Or was Caesar genuinely convinced that he had lived “enough”? According to some of his friends, he was accustomed to state his view as follows:  “non tam sua quam rei publicae interesse, uti salvus esset: se iam pridempotentiae gloriaeque abunde adeptum; rem publicam, si quid sibi eveniret,neque quietam fore et aliquanto deteriore condicione civilia bella subituram”.

     “[He used to say that] his safety was not so much in his own interest as inthat of the commonwealth. For he had long achieved more than enough of power and glory. But if something should happen to him, the common- wealth would not be at peace and would slide back into civil war in a rather  worse condition”.

This arrogant assertion almost sounds like a response to Cicero’s exhortations in “For Marcellus”: Rather than accept his duty to continue working for the common good, Caesar puts the ball firmly back in the court of the “res  publica”. If his fellow Romans want peace and quiet, they need to protect Caesar s life. As for Caesar himself, he has long fulfilled his own desires and could not care less.

Suetonius concludes with an anecdote found also in Plutarch and Appian. The night before he was assassinated, Caesar attended a dinner party where the conversation turned to a discussion about what kind of death was the most desirable. The dictator (seemingly predicting his own imminent demise) declared his own preference for one that was suddenand unexpected (repentinum inopinatum que). Considered in combination, Caesar s reported utterances about life anddeath can – with all due caution –be considered evidence for an attitude in keeping with Epicurean thought.

Death is not to be feared: It is a dissolution and absolute end, beyond which there is nothing that concernsus. Conversely, life is not something that can be profitably prolonged for ever: Once one has lived enough, one might as well die with equanimity. This attitude is indicative of what Raphael Woolf has described as the Epicurean “small-scaleview of human existence. Since all necessary desires can be easily fulfilled and the “summum bonum”of “ katastematic pleasure” thus easily achieved, Epicurean life is, as it were, not a big dealand, as a result, neither is death. The person who has reached “satietas vivendi” has no reason not to die. As Woolf puts it, “it is only the philosophy that regards life as essentially small-scale that can regard death as essentially a matter of indifference.

Caesar ’s own life, of course, was anything but small-scale, and when hedeclared that he had lived enough or achieved the object of his desires, he was clearly not referring to his having met the minimalist conditions of Epicurean hedonism. It is, however, conceivable that it was a small-scale view of life and death that enabled Caesar to aim as high as he did. Someone who considers neither life nor death a big deal can take risks that others will shrink from because he is justified in being unafraid of  whatever the outcome will be. The man who told his mother before his election to Pontifex Maximus that he would return as the winner or not at all, and who likened his beginning a civil war to entering a game of chance (alea iacta est), may well have been able to keep his cool in these high-risk situations, because he was certain that death is nothing to us.

By this point in my discussion, individual readers may be more or less convinced by my claim that Caesar ’s views on life and death owe some-thing to Epicurean doctrine. I admit that the argument is speculative, and I am willing to push it as far as I have, and no further. If, however, merely for the sake of argument, we accept for the moment the idea that Caesar had adopted the Epicurean maxim “death is nothing to us” for his own purposes, the question still remains: Was he an Epicurean? At the risk of invoking the infamous Curate’s Egg, I would be inclined to answer, “in part.” Perhaps, though, it is time in turn to question the question and toask ourselves what it would actually take for an ancient Greek or Roman to “qualify” as an Epicurean (or, for that matter, an adherent of any other philosophical school). Note that I am not now, as at the beginning of thechapter, concerned with the matter of evidence. The question is not how  we, with our limited sources, can identify a potential adherent of the school but, rather, what conditions must be fulfilled for us to consider someone an Epicurean.

In the history of philosophy, such labels as “Academic,” “Stoic” or “Epicurean” are most often used to designate authors of philosophical works that espouse and expound the doctrine of the sect in question. Very often, such individuals were affiliated with the school as an institution or otherwise active as teachers professing a specific philosophical affiliation. Philosophical teachers who did not publish may likewise be labeled according to their school allegiance, as may philosophical writers who had no official connection to a school and did not engage in teaching.

By this convention, for example, Chrysippus and Posidonius are both Stoics, as are Cicero’s teacher and house guest Diodotus (who did not, as far as we know, write anything) and even Seneca (who had nothing to do with the Stoic school as an institution and was not a professional teacher). We are in the habit of calling all such persons “philosophers”, even if someof them would not have applied this designation to themselves and modern scholars occasionally feel that particular ancient thinkers and writers do not fit  their own understanding of what philosophy is.

Terms like “Epicurean” or “Stoic”, however, clearly also have a wider application, and that is what is at issue here. It surely makes sense to usesuch designations for people who are not philosophers by any description but who for themselves embrace the teachings of a particular school as a convincing mode of theoretical explanation and/or guide to practical behavior. It is in this sense that we call Piso an Epicurean and the younger Cato a Stoic, and it is in this sense that we are investigating whether JuliusCaesar might have been an Epicurean. The question remains: What justifies us to claim a particular individual as the adherent of a particular school, if that individual not only had no institutional affiliation but did not even teach or write philosophy? What does it take to make Piso or Caesar or, for that matter, any modern follower of Epicurus, an Epicurean?

The answer, I posit, is very simple. A person is an Epicurean (or Stoic or  Academic or Peripatetic) if he or she identifies as such. If a person pro-claims, “te sequor”, “o Graiae gentis decus”, or calls himself Epicuri “de grege  porcum”, that person should be considered an Epicurean. Of course, as wehave already seen, in the case of many ancient figures, we lack such explicitself-identification and must carefully review whatever additional sources there may be. Thus, for example, we possess no direct testimony to the younger Cato’s ever referring to himself as a Stoic; however, the fact thathis contemporary Cicero repeatedly calls him a “Stoicus” and considers his behavior and utterances from a Stoic perspective makes us reasonably confident that Cato himself identified as a Stoic  –  and thus, by my definition, was a Stoic.

The posited self-identification criterion may sound banal, but it has an important corollary for our understanding of philosophical allegiance. If,in order to qualify as, say, an Epicurean, it is sucient merely to consider oneself an Epicurean, then Epicurean orthodoxy and orthopraxy are not necessary conditions. In other words, an Epicurean by this definition may hold opinions incompatible with Epicurean doctrine or may act in waysnot conforming to Epicurean ethical teaching. As a matter of fact, unlessthe person in question happens to be a sage, it is highly unlikely that her thoughts and actions will be in keeping with Epicureanism at all times. As long as she identifies as an Epicurean, however, we should consider her an Epicurean. Of course, she may, as it were, be a bad Epicurean –but that is a dierent question*.

         *Similarly, we are accustomed to accept the self-identification of people as, e.g., Christians,Buddhists or Marxists, not withstanding their occasional or even frequent failure to fully embrace or live up to the tenets of the creed in question (not even to mention disagreements as to what these tenets are and imply).

The study of philosophical affiliation in ancient Rome in general and of Roman Epicureanism in particular has long suffered from anxiety over  whether individual Romans were really “serious” about philosophy or qualify as, say, “real” Epicureans. Working with an expectation of doctrinal consistency (related to the charity principle conventionally applied to theinterpretation of philosophical texts), scholars have struggled with a perceived lack of intellectual coherence and/or ethical commitment on the part of some of the individuals they study, and have attempted to come to terms with this problem in one of three ways.

First, there has been a long tradition of flat-out denying philosophical credibility or sophistication even to Romans with proven philosophical interests and expertise. This tendency is found even among scholars who specifically study such individuals and have contributed much to our knowledge of the history of Roman thought. Thus, for example, within the scholarship of Roman Epicureanism, Catherine J. Castner s “Prosopography of Roman Epicureans” (1988) is notorious for its scornful dismissal of the superficiality andcavalier attitude(xvii) toward Epicurean doctrine of the very men whom the author identifies as (possible) Epicureans.

Such a view has been widely felt to be unfair and unhelpful, and inrecent years, important work has been dedicated to the intellectual rehabilitation of Roman philosophy and of individual Roman thinkers, including Epicureans. This second, apologetic approach has succeeded indemonstrating the high level of doctrinal knowledge and the sophistication of argument of many Romans with philosophical interests and allegiances.

Focusing not only on the published works of men like Cicero but on the every day epistolary exchanges of a wide range of individuals, such scholars as Miriam Grin, Sean McConnell and Nathan Gilbert have put paid to the notion that Roman philosophy was just the fashionable pastime of an upper class in search of cultural capital. At the same time, readings of this type, of ten fueled by a desire to prove the orthodoxy of the text or figure in question, run the risk of becoming over-charitable and glossing over tensions and inconsistencies. To stick with the school at issue in this chapter: Even the most learned and committed Roman Epicureans do not always conform to what we understand Epicureanism to entail.

This is where the third approach comes in. A number of scholars  – first and foremost Michael Erler and Jeffrey Fishhave argued that Roman Epicureans adopted a form of  “unorthodoxEpicureanism, one that was deemed more appropriate to their society and their lifestyle as members of the Roman elite. Sometimes the practitioners in question are seen as developing this particular brand of  “Roman Epicureanismon their own, simply adjusting Epicurean teachings to a new context. Often, however, scholars assert the influence of contemporary Greek Epicureans, in particular Philodemus, the friend and protégé of Piso.  A case in point is the potentially embarrassing fact that so many Roman Epicureans by no means adhered to their master s injunction tolive unnoticedand instead followed the typical political careers of the Roman aristocracy.

         (As Roskam: 2007a has shown), the Epicurean injunction to avoid political engagement was never absolute and allowed for various exceptions and escape clauses. Even so, Epicurus appears to haveheld that for most people in most circumstances, a life spent in politics will not be conducive to “ἀταραξία” – which means that the political activity of a large number of Roman Epicureans should still be considered, if not a problem, at least a phenomenon that calls for discussion.

If it can be shown that there was instead a bona fide Epicurean point of view that condoned political engagement, then numerous “badEpicureans will have been saved as perfectly orthodox. Theproblem is that, given the fragmentary nature of Philodemussurviving work (and the near-total lack of information about the teaching of other Greek Epicureans active in Italy), claims of this nature are often inconclusive; even so, the situatedness of Roman Epicureanism in a social and intellectual context quite different from that of Epicurusoriginal Garden is a point very much worth taking. Despite the schools well-known veneration of its founder, Epicureanism was not an unchanging monolith but developed over time, with first-century Rome and Italy providing a particularly intriguing chapter.

             Since the editing of the fragments continues apace, the study of Philodemus is a rapidly developing field where new readings and interpretations are constantly being (re)formulated. As a result, there have been both exciting new insights into Philodemusthought and fair amounts of controversy.

All three approaches discussed capture important aspects of the Epicurean scene at Rome. There are many examples of highly sophisticated orthodoxy and orthopraxy, of which Epicurus himself would havebeen proud. There are signs of developing new orthodoxies and Epicurean practices, whether homegrown or influenced by the thought of contemporary Greek teachers. And there certainly are cases of individuals who, despite their declared allegiance, did not, or not always or in all ways,conform to Epicurean doctrine and ethics. At the same time, all three approaches, adopting a somewhat narrow focus, risk losing sight of some aspects of Roman Epicureanism, simply because they do not fit their definitions.

I suggest that by freeing ourselves of the consistency requirement – our desire to have Epicureans think and behave in an Epicurean way, with any departure from orthodoxy considered an intellectual and ethical failure – we will be able to gain a wider and deeper appreciation of the phenomenon of Roman Epicureanism (and, indeed, Roman philosophy and the history of philosophy in general). When an upper-class Roman adopts the teachings of Epicurus for himself, it is obviously interesting to determine how sophisticated his philosophical theory and practice turn out to be, and how he goes about living according to the precepts of the Garden. It is equally interesting to see where he either consciously refuses or tacitly fails toadopt Epicurean teaching, or – to take a broader view  – which aspects of Epicurean doctrine appeal to Roman society and which ones do not. Once we stop worrying whether particular individuals were “real” or even “good” Epicureans, we can gain a picture of Roman Epicureanism in all its originality, diversity and self-contradiction.

I would like to take this plea for an inclusive and holistic approach tothe historical study of philosophy one step further, and this brings me back to Caesar. Was he an Epicurean or not? Even by my minimalist criterion,the answer – at least as based on the evidence we have – must surely be no. No ancient source comes even close to indicating that Caesar identified as an Epicurean, and we might therefore consider the case closed. I have been arguing, however, that Caesar held certain ideas about life and death that were informed by Epicurean doctrine: Being knowledgeable about Epicureanism, he apparently adopted and adapted some teachings for hisown life without taking on board others, let alone declaring allegiance to the school as a whole. In doing so, Caesar was hardly alone. No doubt many educated Romans let themselves be influenced in one way or another by individual tenets of the various philosophical systems they encountered, just as human beings through the ages have picked and chosen from the philosophies, religions, political ideologies and other creeds available in their societies.

The history of philosophy, properly understood, needs to consider not only philosophers and their declared followers, but also philosophy ’s manifold manifestations in human cultureas a whole. Moving out from the core of doctrine, it needs to take account of practice and of expressions in a wide variety of media and contexts. Questions of orthodoxy and orthopraxy will of necessity play an importantrole in this enterprise, but will not, on their own, succeed in unlocking thehistorical significance of philosophy in either a specific society or its development over time.

As the papers in this volume show, Epicureanism was extremely influential in ancient Rome during the last century BC and beyond, and this influence is on evidence not only in such philosophical writers as Lucretius and Cicero or such self-identified Epicureans as Cassius and Piso. It pervades Roman society as a whole, leaving its traces in poetry, oratory, inscriptions, art work and the thoughts and utterances of many people. One of them was Julius Caesar. Caesar was not an Epicurean, but he very much deserves a place in the history of Epicureanism.

Katharina Volk: Columbia University.  In Epicurus in Rome: Philosophical Perspectives in the Ciceronian Age, ed. by S. Yona and G. Davis. Cambridge: Cambridge University Press, 2022, pp. 72-86.

 

ΤΕΛΟΣ του  ΑΡΘΡΟΥ της Katharina Volk

 “Caesar the Epicurean?  A Matter of Life and Death”.

Μετάφραση: Παν. Γιαβής

 

2ο άρθρο:

FRANK C. BOURNE : 

ΚΑΙΣΑΡ  Ο  ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ

Μετάφραση: Λεωνίδας Α. Αλεξανδρίδης

 1) Η Ελληνική παράδοση

     Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η φιλοσοφία, η οποία αναπτύχθηκε στην Ελληνική   Ανατολή στα   τέλη   του 4ου και τον 3ο αιώνα  π.Χ., έπρεπε να δώσει έμφαση στις ατομικές αρετές και να αναζητήσει ικανοποίηση στην απόσυρση από τη δημόσια ζωή. Μετά τον Μ. Αλέξανδρο, η εμφάνιση των μεγάλων κρατών, τα οποία κυβερνούνταν από φιλόδοξους δεσπότες, και η κατάληξη   σε   ασήμαντα   κράτη   των   ελευθέρων πόλεων - κρατών που είχαν απομείνει, σήμαινε ότι ο κανονικός πολίτης είχε μικρή ευκαιρία να εκφράσει αποτελεσματικά τον   εαυτό του στη δημόσια   σκηνή.  

     Συνεπώς, καθώς ο Επίκουρος ανέπτυσσε το ηθικό του σύστημα βασισμένο στην ατομική φυσική του Δημόκριτου, έδινε έμφαση στο ότι ένας εγκρατής άνδρας αποσυρμένος από τις ψεύτικες αξίες του πολιτικού κόσμου, μπορούσε, με τη βοήθεια φίλων, να αποφύγει σε μεγάλο βαθμό τα φυσικά βάσανα της πείνας, της δίψας και του κρύου. Ενώ, οι εχθροί του πνεύματος, της δεισιδαιμονίας, και του φόβου του θανάτου,  μπορούσαν να  νικηθούν με  την κατανόηση  της  φύσης του σύμπαντος και με την υιοθέτηση στην ιδιωτική ζωή πειθαρχημένης μετριοπάθειας και σεμνότητας.

     Το   μήνυμα του  Επίκουρου   έκανε   πολλούς προσήλυτους στην Ανατολή, έτσι ώστε αιώνες αργότερα οι οπαδοί του τον τιμούσαν και βεβαίωναν την αποδοτικότητα   της   θεωρίας του. Και  ενώ  η  Ανατολή   εξακολουθούσε   να κυβερνιέται   από   εξωτερικές   εξουσίες, εντούτοις, υπάρχει μαρτυρία ότι οι Επικούρειοι επιδείκνυαν πνεύμα   δημόσιας φροντίδας  για   την   ηρεμία   των συμπολιτών τους.

     Ο Διογένης Οινοανδέας τον δεύτερο αιώνα μ. Χ. ανήγειρε τοίχο ο οποίος περιείχε  μεγάλη επιγραφή δίνοντας  τις βασικές αρχές των Επικούρειων θεωριών, “επειδή  είναι και σωστό να βοηθήσω αυτούς που θα έλθουν μετά από μας, και να βοηθήσω ξένους ανάμεσα μας”, επειδή “εάν κοιτάξουμε την έκταση του κόσμου, υπάρχει μια χώρα για όλους, όλη η γη, και ένα σπίτι, ο κόσμος”. (Απόσπασμα 2, στήλη  V, Απόσπασμα 25, στήλη II).

     Και   τον   ίδιο   αιώνα, ο  Λουκιανός μαρτυρούσε  Επικούρειες   σταυροφορίες ενάντια στην δεισιδαιμονία και τους τσαρλατάνους οι οποίοι εξαπατούσαν τις μάζες.  (Αλέξανδρος ο Ψευδομάντης,  25, 38, 44-46).  Ακόμη και στην Ελληνική Ανατολή, τότε, η απόσυρση από την δημόσια ζωή δεν σήμαινε πλήρη ή καθολική απόσυρση από την δημόσια φροντίδα.

 2) Ο Ρωμαίος Επικούρειος

     Η   διάδοση   του   Επικουρισμού   στην   Ιταλία,   εντούτοις,   δημιούργησε διαφορετική   κατάσταση,   μια   κατάσταση  όχι   ανόμοια   με   αυτήν   την   οποίαν αντιμετώπισαν   αργότερα οι χριστιανοί, όπου μια ελκυστική αλλά πολύ προσωπική ιδεολογία μεταφέρθηκε σε μια κοινωνία, όπου η συμμετοχή στα δημόσια πράγματα ήταν παραδοσιακή, θεμελιώδης, αποτελεσματική και ηθικά υποχρεωτική.

     Σε κάθε περίπτωση, λίγο καιρό πριν από τον Κικέρωνα, ένας κάποιος Αμαφίνιος είχε δημοσιεύσει στα Λατινικά περιγραφή της Επικούρειας θεωρίας, και  το  έργο του  απασχόλησε πολλούς άλλους. Αυτά  τα κείμενα, παρατηρούσε χλευαστικά ο Κικέρων, ήταν εξαιρετικά δημοφιλή, επειδή ήταν γραμμένα   σε   μια   απλή  μη τεχνική   γλώσσα   και   με   αυτό   τον   τρόπο   ήταν ελκυστικά για τις μάζες. (Acad. 1.5. ; Tusc. 1.6 - 2.7,8.  4.6,7).

     Αλλά η θεωρία ήταν ελκυστική όχι μόνο για τους κοινούς ανθρώπους: Προτεινόταν η ίδια σε κάποια από τα πιο σημαντικά πρόσωπα της Ύστερης Δημοκρατίας, άνδρες οι οποίοι   φαινόταν να έχουν βρει   στην  Επικούρεια   διδασκαλία   τουλάχιστον κάποιον οδηγό για την ιδιωτική τους και την δημόσια σταδιοδρομία.  Ακόμη   και   ένας   ατελής   κατάλογος   διακεκριμένων   ανδρών   του  1ου αι.   π.Χ.  οι οποίοι έχουν  θεωρηθεί λίγο-πολύ ως Επικούρειοι είναι εντυπωσιακός.

     Υπήρχε ο Αττικός, ο μεγάλος φίλος   όχι μόνο του Κικέρωνα, αλλά και πολλών άλλων Ρωμαίων οι οποίοι διέφεραν πολιτικά σημαντικά ο ένας με  τον   άλλον:  ο Πούμπλιος   Αλφένος  Βάρος και ο  Γάϊος Τρεμπάτιος Τέστα, διακεκριμένοι νομικοί οι οποίοι αναφέρονταν για αιώνες για τις νομικές τους γνώμες· Οι κακότυχοι ύπατοι του 43 π.Χ., ο Άουλος  Ίρτιος και ο Γάϊος Βίμπιος Πάνσα· ο Γάϊος Καλπούρνιος Πίσων, Ύπατος, τιμητής, και πεθερός του Ιούλιου   Καίσαρα· Ο   Γάϊος   Μέμμιος,   κυβερνήτης   της   Βιθυνίας και πάτρωνας και φίλος του Λουκρήτιου· Ο  συνωμότης   Κάσσιος, αν και η δέσμευση του, φαινόταν κάπως ανολοκλήρωτη ακόμη και για τους αρχαίους· Ο Λούκιος Παπίριος Παίτος, ο οποίος, όπως ο Αττικός, απέφευγε την πολιτική εμπλοκή και ωφελείτο οικονομικά από αυτή την κατάσταση· Και φυσικά, υπήρχε ο ίδιος ο   Ιούλιος   Καίσαρ.      

     Λιγότερο εντυπωσιακός δεν είναι ο κατάλογος των λογοτεχνών: Όχι μόνο ο μεγάλος επικός ποιητής  Λουκρήτιος, αλλά και ο Οράτιος και ο νεαρός Βιργίλιος, και πιθανόν ο πάτρωνας τους ο Μαικήνας. Και οι αμοιβαίες σχέσεις αυτού του λογοτεχνικού κόσμου με τον πολιτικό κόσμο περιγράφονται από τον βαθύ θαυμασμό που εκφράζεται από τον Κικέρωνα για τον Σίρωνα, τον Επικούρειο δάσκαλο του Βιργίλιου, και την αφιέρωση των ποιημάτων του από τον Κάτουλο, ο οποίος  συνόδευε   τον   Μέμμιο  στην Βιθυνία,  από   τον  Κορνέλιο  Νέπο,  ο   οποίος   έγραψε   την  πολύ   επαινετική βιογραφία του Αττικού· και εδώ φαίνεται να υπάρχει   στενή σχέση όχι μόνο ανάμεσα   στον  Καίσαρα  και  τον Τριβάτιο   Τέστα,   αλλά   τα   επόμενα   χρόνια, ανάμεσα στον διακεκριμένο νομικό και τον Οράτιο.

     Είναι θέμα σημαντικής  ανησυχίας, για πολλούς πολίτες, εάν ή όχι η θρησκεία ή η φιλοσοφική πεποίθηση ενός άνδρα επηρεάζει την συμπεριφορά του στις δημόσιες υποθέσεις. Ο φόβος (ή η ελπίδα) τον οποίον έχουν, για αιώνες δημιουργεί τα   πεδία των μαχών του κόσμου. Στη  Ρώμη  ο Επικούρειος πολιτικός άνδρας του οποίου η σταδιοδρομία είναι περισσότερο τεκμηριωμένη είναι, βεβαίως, ο Ιούλιος Καίσαρ.

     Δεν υπάρχει θέμα εκτός από το ότι οι πολιτικές του και οι αποφάσεις του διέφεραν πολύ από άλλες την εποχή του. Υπό  το  φως της κλίσης του προς την Επικούρεια φιλοσοφία, πρέπει να εξετάσουμε σε ποιο βαθμό οι δραστηριότητες του και η ιδιαιτερότητα του φαίνεται να αντανακλούν τα διδάγματα της σχολής. Θα  υπάρξουν, βεβαίως,  πράξεις   οι  οποίες  δεν μπορούν  να  δείξουν  ότι έχουν  κάποια   σχέση με τον Επικουρισμό του. Αυτό εντούτοις δεν  μπορεί καθόλου να σκανδαλίσει τους κριτικούς, εάν μόνο απεικονίσουν την ασυνέπεια ή ακόμη τις ανεξήγητες πολιτικές πολλών “Χριστιανών” ηγετών του παρελθόντος και του παρόντος.

 3) Επικούρεια Πολιτική Θεωρία

     Ένα πρόβλημα τίθεται, όταν κάποιος σκεφθεί, ότι ο Επίκουρος φαίνεται να έχει    αναπτύξει   το  σύστημα  του  για  την προστασία και την ευδαιμονία  των ατόμων  τα   οποία βρήκαν αυτή τη μεγάλη ασφάλεια στην τόσο πλήρη απόσυρση από την οργανωμένη κοινωνία, όσο ήταν εφικτό. Μέρος του έργου είναι, λοιπόν, να   εξετάσουμε πως ένα δημόσιο πρόσωπο στη Ρώμη θα ερμήνευε και θα χρησιμοποιούσε τις διδασκαλίες του Επίκουρου στη φυσική, στην ψυχολογία και   την   ιδιωτική του συμπεριφορά, όταν αντιμετώπιζε προβλήματα της πολιτείας.

     Για να είναι πειστική η κοινωνική και πολιτική θεωρία πρέπει να προκύπτει αποδεικτικά από τις βασικές  προτάσεις  του  συστήματος.  Και ο Ρωμαίος Λουκρήτιος  είναι ο κατάλληλος  οδηγός,  επειδή  το  πάθος του ήταν  η Επικούρεια φυσική και οι εκδηλώσεις της στον ορατό κόσμο. 

     Η στάση του απέναντι στην Επικούρεια φιλοσοφία δεν είναι βέβαια ύποπτη, όπως είναι του Κικέρωνα, και σε αυτό το θέμα οφείλουμε στο έργο του την ίδια προσοχή και μέθοδο την οποία συνιστούσε στον Μέμμιο (De Rerum Natura I.402-09).  Ένας ερευνητής δεν πρέπει να περιμένει να λεχθούν τα πάντα· αλλά όταν δίδονται νύξεις (vestigia  parva) αυτός  ο ίδιος πρέπει  να   είναι   σε   θέση   να αντιλαμβάνεται   άλλα   πράγματα   (cognoscere   cetera) όπως ακριβώς  ένας καλός κυνηγητικός σκύλος, όταν του δίδεται η μυρωδιά, μυρίζει το θήραμα στην φωλιά του.

     Ο Επικούρειος πρέπει να βρει τις ενδείξεις του στην έκθεση των θεμελιωδών αρχών και να συμπεράνει από αυτές (protrahere inde) πως οι θεμελιώδεις αρχές  μπορούν να χρησιμοποιούνται σε άλλα πεδία.  Και το αντικείμενο του αφιερώματος του  Λουκρήτιου, ο  Μέμμιος,  είναι σημαντικός παράγοντας σε αυτή την έρευνα, επειδή ήταν ένας Ρωμαίος, τον οποίον είχε προσελκύσει η Επικούρεια φιλοσοφία, αλλά και ένας ο οποίος, όπως ένας Δυτικός τον οποίο είχε προσελκύσει ο Χριστιανισμός, δεν ήταν προετοιμασμένος  να εγκαταλείψει όλες τις ασχολίες για τις οποίες είχε εκπαιδευτεί  και, όπως ο απρόθυμος πλούσιος νεαρός, να τα πουλήσει όλα και να δεσμευτεί συνολικά.

     Από τη στιγμή που δημιουργείται μια σταθερή φυσική βάση και ένα σταθερό φυσικό πλαίσιο κάποιος βρίσκει ότι υπάρχουν πολλά στα διασωθέντα κείμενα του  ίδιου του Επίκουρου τα οποία  θα  ρίξουν  φως  στις  αντιλήψεις και  τη καθοδήγηση οι οποίες μπορούν να προσφερθούν ακόμη και σε δημόσια πρόσωπα.

     Για να αντιληφθούμε την Επικούρεια κοινωνική και πολιτική θεωρία πρέπει να   αντιληφθούμε  και τις βάσεις της δημιουργίας  των   ενώσεων: Η ένωση ανθρώπου με άνθρωπο ή ανθρώπου σε ομάδες, και οι αρχικές συμβάσεις και η κυβέρνηση εξ’ αυτών. Αυτή η συνάθροιση, αυτή η ένωση των μονάδων για να σχηματίσουν ένα  νέο   σύνολο, είναι θεμελιώδης αντίληψη της Επικούρειας φιλοσοφίας, βασισμένη φυσικά στην αμοιβαία έλξη.  

     Πρώτα απ’ όλα, αυτό είχε συμβεί στον άψυχο κόσμο, όπου από το χάος, δημιουργήθηκε η ορατή ύλη, ως άλογα άτομα τα οποία κινούμενα τυχαία μέσα στο κενό  συναντιόνταν και ενώνονταν με άλλα με τα οποία ήταν ομογενή ή φυσικά συμβατά (D.R.N.V.443-45). Αυτά τα άτομα, όταν βρίσκονταν σε ενώσεις τέτοιες ώστε να είναι λίγο-πολύ σταθερές, παρουσίαζαν χαρακτηριστικά πολλές φορές πολύ διαφορετικά  από   τα   αρχικά   τους   συστατικά,  ακόμη όπως στην   σύγχρονη χημεία παρατηρούμε ότι τα επιβλαβή συστατικά χλώριο και νάτριο ενώνονται για να σχηματίσουν μια αναγκαία ουσία για τη ζωή, το κοινό αλάτι. Με το χρόνο μερικές από αυτές τις ενώσεις εμφάνιζαν αυτό το πολύ αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό το   οποίο ονομάζουμε  “ζωή”  και την ικανότητα να αναπαράγουν τον εαυτό τους. 

     Αυτή η έλξη μεταξύ  των ατόμων, και μετά μεταξύ των  ενώσεων   των   ατόμων,   νωρίς στο D.R.N. ονομάζεται “Venus / Αφροδίτη” (Η λέξη αρχικά ίσως σήμαινε «έλξη», «γοητεία» και αργότερα αυτή η ιδιότητα προσωποποιήθηκε και στο μύθο αναγνωρίστηκε με την ελληνική λέξη Αφροδίτη)nec  sine  te  quicquam  dias  in  luminis  oras  exoritur(I.22-23).  Ανάμεσα στα  ζωντανά πράγματα το “ένστικτο  της αγέλης” θεωρείτο φυσικό. Αυτό προκύπτει από την Επικούρεια θεωρία της όρασης: Αυτά τα πολύ λεπτά άτομα των εικόνων εκπέμπονται σταθερά από τις επιφάνειες κάθε πράγματος άψυχου και έμψυχου, ανθρώπινου και θεϊκού, και ερεθίζουν τις αισθήσεις ή τη νόηση άλλων  (D.R.N.  IV  45-268).

     Η  πρόσληψη ελκυστικών  και  συμβατών εικόνων μπορεί λοιπόν να είναι το όχημα με το οποίο κοινότητες, οι οποίες βασίζονται στον νόμο (foedera) της φύσης, μπορούν να επηρεάζονται (D.R.N.V  57-57 και αλλού). Δεν πρέπει κάποιος να υποθέσει ότι αυτές οι ενώσεις είναι   προκαθορισμένες.   Αλλαγές   λαμβάνουν   χώρα   μέσω   της  “fortuna governance” (D.R.N. V107) ….. Αυτή η “ευτυχής ευκαιρία” αναφέρεται επανειλημμένα ως πηγή των πόρων της ζωής (I 106, II 1167, III 1085, V 960), τις οποίες θεωρώ ότι είναι η τάξη των πραγμάτων βασισμένη στην επικούρεια φυσική: Τα σωστά άτομα ή οι σωστοί άνθρωποι συμβαίνει να βρίσκονται στο σωστό μέρος το σωστό χρόνο. 

     Και μπορεί να φαίνεται ότι δεν ήταν μόνο εικόνες “επιφάνειας”, οι οποίες προσελκύουν τον ένα άνθρωπο στον άλλον: Ήταν λόγω της καλής εμφάνισης (facies), της  δύναμης (vis), και του  ταλέντου (ingenium), που ο άνθρωπος πρώτα διάλεξε πρόσωπα τα οποία ήθελε να τιμήσει και να εργασθεί μαζί τους (D. R.N. 1110-12). Από τη στιγμή που δημιουργούνται, υπάρχουν δυο  τρόποι για να επιβιώσουν τα ζωντανά πράγματα: Εξάρτηση από την ικανότητα κάποιου, ή χρησιμότητα σε άλλα ζωντανά πράγματα.  

     Η   ιστορία   των άγριων και δεσποζόμενων ζώων το δείχνει   (D.R.N.  V  871-77).   Ο   πρώτος άνθρωπος χρησιμοποιούσε την πρώτη μέθοδο: Επιβίωνε με  δόντια και με νύχια / valereet  vivere  doctus  (D.R.N. V 958-61).  Αλλά,  από  την  αρχή, ο άνδρας προσελκυόταν από άλλο ανθρώπινο πλάσμα, τη γυναίκα, και ενωνόταν με αυτήν, είτε λόγω αμοιβαίας επιθυμίας, δύναμης, και δωροδοκίας (D.R.N. V.962-65). Τα   σπέρματα   των   δυο   γονέων, εάν ήταν από κατάλληλα συμπληρωματικά   άτομα, δημιουργούσαν   παιδιά   (D.R.N.  IV  1248-56)

     Οι βλαστοί και οι μητέρες τους έγιναν αιτία να αναπτυχθούν στον άνδρα ευαισθησίες τρυφερότητας· και αυτό οδήγησε τους άνδρες να εισέλθουν σε κοινωνικές συμφωνίες με άλλους άνδρες, ως   μέσο   προστασίας   των οικογενειών τους. Αυτό δεν στηριζόταν όλο στην φυσική στοργή. Εντούτοις, εκτιμήθηκαν οι ωφελιμιστικές απόψεις των παιδιών ως υποστηρίγματα στα γεράματα κάποιου (D.R.N. IV 1256).

     Σε αυτή την κοινωνική συμφωνία,  στην   οποίαν   εισήλθαν   για  να προστατεύσουν τα υπάρχοντα κάποιου και τους αγαπημένους του, βρίσκεται η βάση για την κοινωνική και πολιτική αντίληψη της δικαιοσύνης. “Το δίκαιο της φύσεως, είναι το συμβόλαιο του συμφέροντος στο να μη βλάπτει ο ένας τον άλλον ούτε να βλάπτεται(Κ.Δ. XXXI). Γι’ αυτούς που δεν μπόρεσαν να συνάψουν   τέτοια   συμφωνία,  δεν  υπάρχει  ούτε  δικαιοσύνη ούτε  αδικία:  Η δικαιοσύνη είναι απλά το όνομα που έχει δοθεί για κοινωνική πρακτική(Κ.Δ.XXXII,  XXXIII).

     Οι άνθρωποι βρήκαν, εντούτοις, ότι σύντομα προέκυψε ένα νέο πρόβλημα, καθώς   εκείνοι οι φυσικοί ηγέτες, τους οποίους είχαν τότε επιλέξει ν’ ακολουθήσουν, άρχισαν ειδικά μετά την δημιουργία του πλούτου, να μάχονται ο ένας με τον άλλον με την λανθασμένη πεποίθηση ότι το αξίωμα και ο πλούτος θα τους έκαναν ασφαλείς (D.R.N. V 1120-22). Η ασφάλεια είναι, βεβαίως, φυσικό αγαθό αλλά αυτός ήταν ο λανθασμένος τρόπος να το αποκτήσουν (Κ.Δ.  VI,  VII)

     Για να αντιδράσουν σε αυτόν τον νέο κίνδυνο, οι κοινότητες συμφώνησαν να εκλέγουν τους κυβερνήτες τους και να χρησιμοποιούν το νόμο και νομοθετήματα (iura leges): (D.R.N.  V1143-47). Το απαραβίαστο αυτών των κοινοτικών κανόνων τηρούνταν από τον φόβο μήπως η οργανωμένη  κοινότητα μπορούσε  βασικά να ανακαλύψει και να τιμωρήσει μια αντικοινωνική πράξη, ανεξάρτητα από το πόσο καλά φαινόταν να είναι κρυμμένη.

     Το κακό της αδικίας παρουσιάζεται από αυτόν το φόβο, ο οποίος συνδέεται με   αυτό·  Αλλά, ένας δίκαιος άνδρας πρέπει να είναι απαλλαγμένος από την ταραχή, αντί να υποφέρει πάντοτε από τις ανησυχίες οι οποίες μαστίζουν τους παραβάτες (Κ.Δ. XVII, XXXIV. Αποσπ. Ηθικής 82).  Οι νόμοι λοιπόν υπάρχουν προς όφελός του σοφού: όχι ότι δεν μπορούν να κάνουν λάθος, αλλά ότι δεν μπορούν να το υποφέρουν (Αποσπ. Ηθικής 81).  Και για τον κυβερνήτη υπάρχει θετική αντίληψη: Ένας άνδρας ο οποίος προκαλεί φόβο δεν μπορεί ο ίδιος ποτέ να είναι ελεύθερος (ο.π. 84).

     Κάποιος μπορεί να δει ότι από ορισμένες απόψεις η Δικαιοσύνη είναι παντού η ίδια: Προσφέρει αμοιβαία πλεονεκτήματα για τους ανθρώπους στις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά θα υπάρξουν διαφορές στις λεπτομέρειες στις διαφορετικές κοινωνίες, και μπορεί να υπάρχουν διαφορές από εποχή σε εποχή στην ίδια κοινωνία (Κ.Δ. XXXVI- XXXVIII). Οι Επικούρειοι, τότε, θεωρούσαν ότι μπορούσαν να χαράξουν συστηματικά κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς και πρακτικές οδηγίες από τις θεωρίες τους   σε   ότι   αφορά   την   φύση   του   Σύμπαντος   και     την   αντίληψη   της αυτοσυντήρησης.  

     Αλλά, ο  Επίκουρος  ήταν  ηθικολόγος,  όχι   θεωρητικός πολιτικός, και η δουλειά του ήταν να εφοδιάσει όλους τους εισερχόμενους με οδηγίες για ευτυχισμένη   ζωή.   Και έχουμε σημειώσει ότι αισθανόταν ότι η επίτευξη αυτής της ηρεμίας και ασφάλειας, οι οποίες είναι απαραίτητες για ευτυχισμένη ζωή, μπορούσαν να επιτευχθούν καλύτερα μέσω της απόσυρσης από τον πολιτικό κόσμο: “Πρέπει να ελευθερώσουμε τους εαυτούς μας από τη φυλακή των καθημερινών ενασχολήσεων και της πολιτικής(Επικ. Προσφ. LVIII),  «Λάθε   βιώσας»   (Αποσπ.   Ηθικής  86).

     “Ασφάλεια στους ανθρώπους μέχρις ενός βαθμού επιτυγχάνεται όταν υπάρχει η δυνατότητα για ευημερία και ευπορία· Απόλυτη γίνεται η ασφάλεια όταν προέρχεται από μια ήσυχη ζωή και την απομάκρυνση από τους πολλούς(Κ.Δ. XIV).

     Αλλά και ο Επίκουρος είχε συνείδηση ότι ένα διαφορετικό περιβάλλον, από αυτό της σύγχρονης του Ελλάδας, ή μια ειδική ατομική ιδιοσυγκρασία, μπορούσε να αποσπάσει μια διαφορετική λύση:

     “Ούτε και ο Επίκουρος ακόμη πιστεύει ότι οι άνθρωποι οι οποίοι λαχταρούν τιμές και δόξα πρέπει να περνούν αδρανή ζωή: Αλλά πρέπει να γεμίζουν τις φύσεις τους ασχολούμενοι με την πολιτική και εισερχόμενοι  στην κοινωνική ζωή, με την έννοια ότι, λόγω της φυσικής τους διάθεσης, είναι περισσότερο πιθανό να  υποστούν  βλάβη   από  την αδράνεια,  εάν δεν επιτύχουν  αυτό το οποίο επιθυμούν».   (Πλούταρχος  DeTranq. Anim.  A  65. 466  A= Us. 555).

     Και ο Διογένης Οινοανδέας παραθέτει την Κ. Δ.  VI ότι η επίτευξη της εξουσίας μπορεί να θεωρηθεί φυσικό αγαθό εάν από αυτό κάποιος εξασφαλίσει πραγματικά αυτή την ασφάλεια την οποίαν επιθυμεί. (Αποσπ. 26, στηλη. IV).  Ώστε, υπάρχει και μια άλλη αντίληψη, η οποία θα μετριάσει μια γενική καταδίκη της πολιτικής ενασχόλησης.

     Είναι αλήθεια ότι οι Επικούρειοι χρησιμοποιούσαν τα κριτήρια της ηδονής και του πόνου για να προσδιορίσουν το αισθητό  αγαθό ή κακό· αλλά   δεν   ήταν   ηδονιστές.  Η αναζήτηση της ευτυχίας περιλάμβανε περισσότερες από μια σειρά στιγμών ηδονής: Κάποιος πρέπει να υπολογίσει τα μακροχρόνια πλεονεκτήματα στην λήψη των αποφάσεων.

     “Και ακριβώς επειδή η ηδονή  είναι   το   πρωταρχικό  και  σύμφυτο   αγαθό   μέσα   μας, δεν επιλέγουμε  κάθε ηδονή, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις  όπου  προσπερνάμε πολλές ηδονές, όταν εξαιτίας τους  προκύπτουν για  μας   μεγαλύτερες ενοχλήσεις. Και υπάρχουν πόνοι που τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, εφόσον  η ηδονή που ακολουθεί είναι για μας μεγαλύτερη, όταν  για πολύ χρόνο υπομένουμε τους πόνους”. (Επιστ. Προς Μενοικέα  X. 129).

     Σε κάθε επιθυμία λοιπόν πρέπει  να θέτουμε το   ακόλουθο   ερώτημα: “Τι   θα   μου συμβεί, αν πραγματοποιηθεί αυτό που επιθυμώ και επιζητώ; Και τι, αν δεν πραγματοποιηθεί;” (Επικ. Προσφ.  LXXI)

     O Λουκρήτιος “ανατινάζει” τις τρέλες από τις φιλοδοξίες του κόσμου (D.R.N. III. 995-1002), όμως, αναγνωρίζει ότι κανένας πολίτης, σε ταραγμένους   καιρούς, δεν μπορεί να μένει ασυγκίνητος με τα προβλήματα της πατρίδας του, ή να οπισθοχωρεί από την βοήθεια να τα λύσει: 

      “Γιατί,  σ’  αυτούς  τους  χαλεπούς  για  την  πατρίδα χρόνους, ούτε εγώ μπορώ  με αμέριμνο το νου στο έργο μου να αφοσιωθώ, ούτε ο ξακουστός γόνος των Μέμμιων  σε τέτοιες συνθήκες να λείψει από τη δράση για το κοινό καλό(ο.π. I. 41-43).

 4) Πνευματική Αφοσίωση

     Δεν γνωρίζω πότε ο Καίσαρ συνάντησε για πρώτη φορά την Επικούρεια φιλοσοφία, ή πότε βρήκε στις αρχές της λογική καθοδήγηση σε πολλά από τα σχέδια του και στα προβλήματα ύπαρξης. Ο συνηθισμένος Ρωμαίος δεν ήταν “ευαγγελικός” (κήρυκας) και δεν αισθανόταν την ανάγκη να ομολογήσει μια φιλοσοφική πίστη. Οι περισσότεροι μορφωμένοι Ρωμαίοι ήταν βεβαίως εξοικειωμένοι με τις διάφορες Ελληνιστικές σχολές, αλλά μόνο συγγραφείς φιλοσοφίας, όπως ο Κικέρων και ο Λουκρήτιος, ή ένας θεωρητικός όπως ο Κάτων, αισθάνονταν την ανάγκη να προπαγανδίσουν, ή να υποσημειώσουν τις πράξεις τους.

     Όμως δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι αυτή η περίφημη ομιλία, που εκφωνήθηκε όταν ήταν εκλεγμένος Πραίτορας σχετικά με την μεταχείριση των συνωμοτών του Κατιλίνα, περιείχε μια ωμή Επικούρεια άποψη του θανάτου και των μακροχρόνιων κακών αποτελεσμάτων αντισυνταγματικής πράξης, όσο και σκόπιμη μπορούσε  να  φανεί  προς  στιγμήν  στον Κικέρωνα και τον Κάτωνα. (Salust,  Cat., 51.20, 27, 32-33).

     Κατά τη διάρκεια της Υπατείας του έκανε σαφή την πλήρη  περιφρόνηση του για   τις   δεισιδαιμονίες και τις προφητείες οι οποίες συνδέονταν με την  εθνική θρησκεία και τις πολιτικές τους εφαρμογές, με την αδιαφορία του για την κωλυσιεργία του συντρόφου του Μπόμπουλου.  Επεδίωκε,  στη ζωή  του ως  πολίτης,  αυτήν την τυπικά Επικούρεια συμπεριφορά, με την μη προσήλωση του στην παρακολούθηση των Ιερών ημερών (Suetonius, Div. Jul. 54, 59, 65, 77, 86.Appian,  BC  II.  152-53)·  και αυτό επεκτεινόταν και   στην στρατιωτική του σταδιοδρομία.

     Ήταν ευτύχημα που έπαιξε σημαντικό μέρος στις επιχειρήσεις, όπως είχε τόσο συχνά δηλώσει ο Λουκρήτιος, και αυτό ήταν ειδικά αλήθεια στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Συχνά ο Καίσαρ αναφερόταν στην ίδια του την τύχη· Ενώ, στις στομφώδεις ομιλίες του στα στρατεύματα του, έδινε έμφαση στην κριτική του εκτίμηση της κατάστασης, χωρίς αναφορές σε οιωνούς ή  θεϊκή καθοδήγηση (Caesar, BC III. 68.1).  Ο ίδιος προσωπικά αψήφησε έναν ιερέα οιωνοσκόπο όταν έκανε εισβολή στην Αφρική (Cicero, De Div., 2.24.52)· Και η περιφρόνηση του για τις προειδοποιήσεις του Σπουρίννα για τις Ειδούς του Μαρτίου είναι αξιοσημείωτη (Suet., Div. Jul., 81.4).

     Η Επικούρεια περιφρόνηση του για τις υποκρισίες της παραδοσιακής θρησκείας ήταν μόνο μια άποψη περίπτωσης πνευματικής εντιμότητας. Πρέπει   να υπάρχουν λογικές ερμηνείες· Και, όταν οι μαρτυρίες ήταν ανεπαρκείς, καμία αυθαίρετη θέση δεν λαμβανόταν. Αυτό μπορούμε να το δούμε σε όλο το έργο “Για τη Φύση των Πραγμάτων”. Και είναι ειδικά αξιοσημείωτο στην προθυμία του να γίνουν δεχτές πολλές εναλλακτικές φυσικές υποθέσεις στην αστρονομία. Αυτή η πνευματική   εντιμότητα μπορούσε να βρεθεί και στις μη φιλοσοφικές  του εργασίες.

     Τα κείμενα του Αττικού είχαν επαινεθεί ειδικά για την σχολαστική ακρίβεια τους. (Cicero, Brutus III.14, XI.44).   Δεν μπορούσε να πει ψέματα ή να υποφέρει κάποιο ψέμα.  (Nepos,  Atticus  15).  Όμως  αυτός, με  τη σειρά του, μπορούσε να κατηγορεί τους ρήτορες για διαστρέβλωση της ιστορίας (Cicero, Brutus  X.42, XI.43)· και μπορούσε να κατσαδιάζει τον Κικέρωνα για έλλειψη από μέρους του ειλικρίνειας (ο.π.  LXXXV. 292,  LXXXVI. 297), πράγμα το οποίο σαφώς το άξιζε. (Cicero, Ad Atticus V. 21, XIV.13,13b ; Ad Fam. V.12.3)

    Υπάρχει γενικά η γνώμη, από τους αρχαίους και τους σύγχρονους, ότι τα “Σχόλια  του Καίσαρα” είχαν γραφτεί με την ίδια αποφυγή χρήσης από τον ίδιο καλολογικών στοιχείων. Πράγματι, η ήρεμη μη απολογητική αφήγηση των δικών του αποφάσεων   και   πράξεων,  για τις οποίες  είχε  δεχθεί σοβαρές κριτικές  στη  Ρώμη,  αποδεικνύουν   την απόφαση του να   περιγράψει   τα γεγονότα  και  να  τα αφήσει να  μιλήσουν  από  μόνα  τους, ακόμη και αν θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν προσωπικούς και νομικούς εχθρούς (BG IV. 4-15·   Πλούταρ.,  Καίσαρ  XXII).  

     Η   αφοσίωση   του   στην   αλήθεια   περιγράφεται, ίσως, από το ανέκδοτο του “κοντού ξίφους”. Του το έδειξαν να κρέμεται σε έναν Γαλατικό ναό και του είπαν ότι οι Γαλάτες  έλεγαν ότι το είχαν πάρει από αυτόν. Και   όταν   τον   πίεζαν   να   το   πάρει, αυτός απλά χαμογέλασε και απομακρύνθηκε με την οδηγία να μην το πειράξουν (Πλούταρ., Καίσαρ XXVI).  Αν και η χρήση από τον Καίσαρα ενός έντονα απλού ύφους γραφής μπορεί να έχει αναπτυχθεί με την εκπαίδευση του  σε  ρητορική   σχολή,   ήταν ακολουθώντας την Επικούρεια άποψη ότι η λογοτεχνία έπρεπε να είναι ευθεία, σαφής, χωρίς   στολίδια, και εύκολα κατανοητή από όλους   (παρ.   Διογένης Λαέρτιος X. 13, 31).

     Ο Επίκουρος ελεεινολογούσε τον σνομπισμό, και ο “Κήπος” ήταν ονομαστός για   την ισότητα που μοιράζονταν εκεί δούλοι και ελεύθεροι, άνδρες και γυναίκες,   πολίτες και ξένοι. Αυτή ήταν ακριβώς μια αντί-ρωμαϊκή συμπεριφορά, ειδικά για τις ανώτερες τάξεις της Ρώμης οι οποίες είχαν ταξική συνείδηση. Υπάρχουν   υποψίες   αυτής της συμπεριφοράς, για παράδειγμα, στη δουλοπρεπή κολακεία ενός   Κικέρωνα σε κάποιους μάλλον αποκρουστικούς εκπροσώπους παλαιών   οικογενειών   πατρικίων και σε χυδαίες επιθέσεις στις νέες.

     Ο Καίσαρ φαίνεται να είναι απαλλαγμένος από αυτή τη συμπεριφορά. (Suetonius, Div.  Jul.   76.3)  Αυτή η πνευματική αφοσίωση στην έμφυτη  αξία παρά στην  φυλή ή το γένος ήταν σαφής στα λόγια του (ο.π. 72) και, όπως θα δούμε, ανεπιφύλακτη στην διακυβέρνηση του. Οι Επικούρειοι   αντιλαμβάνονταν ότι ο σκοπός της   ευτυχίας  δεν επιτυγχανόταν με τις ικανοποιήσεις της στιγμής, αλλά με τη λογική επιλογή των δρόμων, οι οποίοι θα οδηγήσουν  στην ευτυχισμένη ή ικανοποιητική ζωή ως   σύνολο.    

     Πράγματι, από μια άποψη το Επικούρειο υψηλότερο  αγαθό έρχεται πολύ κοντά στην ίδια τη ζωή, βέβαια αυτή είναι όλο αυτό που έχουμε. Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια ερμηνεία της ηδονής απαιτεί την καλλιέργεια όλων των σημαντικών αρετών: Της εγκράτειας, της ανδρείας, της δικαιοσύνης ,και ειδικά της φρόνησης.

     Αυτός,  ο   υπολογισμός του μακροπρόθεσμου οφέλους, αντίθετα με αυτόν του άμεσου, περιγραφόταν επανειλημμένα στη ζωή του Καίσαρα. Αυτός   δήλωνε   δημόσια   την   αναγνώριση των άμεσων πλεονεκτημάτων, αλλά μεγάλης  κλίμακας καταστροφικών   αποτελεσμάτων, κάποιων   από   τις   πράξεις   του   Σύλλα   (Salust.  Cat.51.27,   32-33)·  Και   η εκτίμηση   του   των   συνεπειών   περιγράφεται και στον Ρουβίκωνα  και  στις σκέψεις του μετά τα Φάρσαλα.

     Και είναι αξιοσημείωτο ότι μετά από αιώνες οι άνθρωποι ανέφεραν τις παρατηρήσεις του ότι “Η ανάμνηση της σκληρότητας που διαπράχθηκε είναι πολύ φτωχή, όταν προβάλλεται στα γεράματα ενός ανθρώπου”. (Ammianus Macellinus  XXIX. 2.18). Τόσες πολλές μαρτυρίες των Επικούρειων τάσεων στην πνευματική ζωή του Καίσαρα. 

     Αλλά, με δεδομένο ότι ένας Ρωμαίος  Επικούρειος μπορούσε να αισθάνεται την   ανάγκη   να   συμμετέχει  στην   πολιτική   ζωή,  στον   αγώνα   για πολιτική επιβίωση και πρόοδο, φαίνονται θεμελιώδεις Επικούρειες αρετές;

     Υπάρχει μαρτυρία ότι χρησιμοποιείτο ο  υπολογισμός για “το  υψηλότερο αγαθό”.  Ειδικά δυο σημαντικά χαρακτηριστικά της σχολής προσέδιδαν τα ίδια στην όψη της ζωής του ανθρώπου: Η έμφαση στην φιλία και η καλλιέργεια της φρόνησης.

 5) Ο Ειδικός στην Πολιτική Τακτική 

     Η   επιμονή   του   Επίκουρου   ότι   η   φιλία   είναι   το   καλύτερο   μέσο   για   την δημιουργία   της   ευδαιμονίας  ολόκληρης  της  ζωής   (Κ.Δ.  XXVII)  είχε   σαφώς επιρροή στην ιδιωτική ζωή του Καίσαρα, όπως θα δούμε πιο κάτω. Αλλά ο Επικούρειος ήταν επώδυνα έντιμος  στην εύρεση, την προέλευση ή τη βάση της φιλίας, στην ανάγκη για βοήθεια, αν και με τον καιρό έγινε επιθυμητή γι’ αυτήν την ίδια (Επικ. Προσφ. XXIII).

     Αυτή, η ωφελιμιστική άποψη της φιλίας, δεν έπρεπε να προσβάλει τις ευαισθησίες των Ρωμαίων ηθικολόγων: Ο Κικέρων και οι  σύγχρονοι του   χρησιμοποιούσαν  τον  όρο  amicitia  και  amicus  τόσο ελεύθερα, σε  σχέση με τις πολιτικές συμμαχίες ή σε σχέση με απλή συκοφαντία, επειδή γι’ αυτούς η όλη ιδέα της φιλίας ήταν εκχυδαϊσμένη.

     Ο ίδιος ο Κικέρων λέει για τον Καίσαρα Hunc tu non ames? (Δεν τον αγαπάς;) (Ad Attic. IV.19), μια έκφραση η οποία ερμηνεύεται εν μέρει από το “divina Caesaris in mefratremque meum liberavalitas” (την θεϊκή του Καίσαρα και προς τον αδελφό μου γενναιοδωρία) (Ad. Fam. I.9.18). Πράγματι, οι επιστολές του Κικέρωνα είναι γεμάτες από αναφορές στην σταθερή εύνοια και την ευγένεια του Καίσαρα προς αυτόν. (παράδειγμα Ad Fam. IX. 9.17. 2; Ad Attic. VII. 3,8;V. 6,10,13)

     Και ο Καίσαρ ήταν πράγματι ονομαστός για την καλλιέργεια της φιλίας, προκειμένου να υποστηρίξει την ασφάλεια του σε κατοπινό  χρόνο (adsecurate on posteri temporis). (Suet., Div. Jul. 23.2, 27)· Και κάποιες από αυτές τις φιλίες, σαφώς πραγματοποιούνταν με ψυχραιμία, για τα οφέλη τα οποία θα προέκυπταν από αυτές. Αυτός ήταν  βέβαια ο λόγος για την καλλιέργεια του Κλώδιου, και   είχε   καλό   λόγο   να  τον  αντιπαθεί·  Και ο Δίων Κάσσιος ανέλυσε τη δημιουργία της πρώτης τριανδρίας, ως απόρροια  της αντίληψης του Καίσαρα για τις αξίες της φιλίας (37.55-56).

     Η υπολογισμένη καλλιέργεια της φιλίας και των σχετικών αρετών, όπως η γενναιοδωρία και η επιείκεια, δίνει έμφαση στην υπέρτατη σημασία που έχει για έναν Επικούρειο η Φρόνηση. Είναι το μεγαλύτερο αγαθό, το θεμέλιο πάνω στο   οποίο   βασίζονται   όλες   οι   άλλες   αρετές οι   οποίες   οδηγούν   σε   μια ευτυχισμένη   ζωή:  «Τούτων   δὲ   πάντων   ἀρχὴ   καὶ   μέγιστον  ἀγαθὸν   φρόνησις». (Επιστολή προς Μενοικέα Λαερτ. X.132)  Είναι από φρόνηση, βεβαίως, που κάποιος μαθαίνει να υπολογίζει ποια πράξη έχει το μεγαλύτερο συμφέρον για τη δική του περιοχή ευθύνης, και συνεπώς να σχεδιάζει για το μέλλον. Έτσι βλέπουμε ότι η δημιουργία φιλίας απέβλεπε και στην περαιτέρω ωφέλεια, και τελικά στην ηδονή του μέλλοντος.

     Η ανεκτικότητα, η ευρύτητα αντιλήψεων, η γενναιοδωρία πρέπει να  είναι τα χαρακτηριστικά της φιλίας (Επικ. Προσφ.LXVII, Κ.Δ.  I) και  η  καλλιέργεια   τους υπήρξε  βεβαίως ευνοϊκή για τον Καίσαρα. Ο λόγος της γενναιοδωρίας του επαύξανε σημαντικά την προμήθεια των μεταφορών των στρατευμάτων του. (Cicero  Ad  Att,  IX.3)

      Η προτίμηση του για διαπραγμάτευση και για συμβιβασμό παρά για προσφυγή στα όπλα (Appian, BC II.32 Caesar BC III.10) οδήγησε ακόμη και τους εχθρούς του να  παραδεχθούν την  εντιμότητα του.  (Appian,  BC  II.36)  Ο Κικέρων περίμενε τα χειρότερα από αυτόν (Ad Att. VII.22; IX.2a; VII.7), όπως θα  μπορούσε, όταν κάποιος σκεφθεί τη φύση των αντιπάλων του Καίσαρα και άλλων σύγχρονών του, που διψούσε για  αίμα. (Caesar BC I.33 – III.83)

     Αλλά, τελικά, έπρεπε να παραδεχθεί ότι ήταν ο Καίσαρας και οι Επικούρειοι φίλοι του, που δούλεψαν ακούραστα για συμφιλίωση, συνεννόηση και ειρήνη (AdFam.  XVI. 12.3;  Ad  Att, IX. 7,7a-c), όταν ο Πομπήιος δεν ήθελε ειρήνη. Αντ’ αυτού, ήταν έτοιμος για μακελειό, έβλεπε όλους όσοι δεν ενώνονταν μαζί του σαν εχθρούς του, και διατηρούσε ένα στρατόπεδο γεμάτο με σχέδια για εκδίκηση, προγραφές και δημεύσεις. (Ad  Attic.VII.8,  IX.10,11;  Pro  Marcello  C.17;Plutarch,  Pompey  61;  Suet.  Div.  Jul. 75.1)

     Εδώ βλέπουμε στην πράξη το βασικό  σχετικισμό της Επικούρειας αντίληψης για τη   Δικαιοσύνη, η  οποία βρίσκεται  σε αντίθεση  με  την  άποψη του άσπρου και του μαύρου άλλων σχολών της εποχής. Καθώς, στις αρχές Μαρτίου του 49 π.Χ., ο Κικέρων είχε δει τη σοφία, τον συνδυασμό προνοητικότητας και επιείκειας του Καίσαρα, και   παρατηρούσε ότι οι μάζες  πήγαιναν προς αυτόν κατά κοπάδια   (Ad Attic.VIII.13)

     Και το ότι η πολιτική του Καίσαρα, σε αυτό το θέμα, ήταν σκόπιμη, φαίνεται  στην σύντομη ομιλία του προς τους νικημένους εχθρούς του στο Κονφίνιο, για την αγνωμοσύνη τους για τις περασμένες ευεργεσίες, πριν τους απελευθερώσει, μαζί με το δημόσιο χρήμα το οποίο έλεγχαν (Caesar BC I.23)

     Η πρακτική  εφαρμογή  των  Επικούρειων αρετών  από  τον Καίσαρα, στην τακτική της πολιτικής του ζωής, φαίνεται να εκτείνεται από την αρχή της έως το τέλος της.  Όταν ήταν εκλεγμένος Πραίτορας, η προνοητικότητα του τον παρακίνησε να προειδοποιήσει τον Κικέρωνα και τη Σύγκλητο, ότι οι μακροχρόνιες συνέπειες της διαχείρισης των εμπλεκομένων στην συνωμοσία του Κατιλίνα θα υπερκάλυπτε κατά πολύ τις πρόσκαιρες ηδονές της εκδίκησης  (Salust.  Cat.   51.32-36).  

     Ο Κικέρων αγνόησε  αυτή  τη συμβουλή, όπως, αργότερα στη ζωή του, έκανε το ίδιο με τους Επικούρειους Αττικό και Τριμπάτιο:  Να εφαρμόσει τη φρόνηση στην πολιτική του ζωή.  Υπέφερε από τη μη συμμόρφωση του. Το  60 π.Χ. , όταν ο Καίσαρ επέστρεψε από την Ισπανία, ξανά, ήταν σωστός στο να δημιουργήσει τα στέρεα   πλεονεκτήματα της Υπατείας, απέχοντας από το άμεσο γόητρο και την ηδονή του θριάμβου (Suet. Div. Jul. 18.2).  Η αγωνία του στον Ρουβίκωνα, που αφορούσε τα μελλοντικά αποτελέσματα της απόφασης του, (Appian  BC  II,35) και οι μελετημένες του προσπάθειες μετά τα Φάρσαλα να εξασφαλίσει τη συνεργασία των παλαιών αντιπάλων του, αποδεικνύουν το συνεχές του ενδιαφέρον για διαρκή οφέλη για τον εαυτό του και το κράτος.

 6) Ο Στρατηγός

     Μια στρατιωτική σταδιοδρομία φαίνεται να είναι η πλήρης αντίθεση του Επικούρειου ιδεώδους· και αυτό βεβαίως κάνει δύσκολη οποιαδήποτε επίδειξη της   Επικούρειας   επιρροής   σε   έναν   στρατιώτη   ή   έναν   στρατηγό.   Αλλά   οι Ρωμαίοι Επικούρειοι μπορούσαν να φανταστούν την ανάγκη να συμμετέχουν στον πόλεμο, όταν πίστευαν ότι το απαιτούσε το Κράτος (D.R.N. I.41-43)· Και όταν ασχολούνταν με τέτοια έργα περιορίζονταν να στηρίζουν τις αποφάσεις τους σε πολλές από τις ίδιες βασικές αρχές τις οποίες χρησιμοποιούσαν στην πολιτική τους ζωή.

     Βεβαίως υπήρχε ανάγκη και χώρος για την άσκηση της φρόνησης, της δικαιοσύνης, της επιείκειας, και απεριόριστης φροντίδας για αξία από τον ευσυνείδητο διοικητή. Και αυτό συμβαίνει όλο και περισσότερο σε  έναν   Επικούρειο,   ο οποίος είναι πεισμένος για την ωφελιμιστική βάση αυτών των αρετών.

     Ο   Πομπήιος ήταν   περιβόητος για την   επιμονή   του να κατακλύζει με προμήθειες χρημάτων και ανδρών. Ο προσεκτικός σχεδιασμός, επίσης, έπαιζε μέρος στις   εκστρατείες   του· Αλλά πολύ υπέρτερες δυνάμεις, ενάντια στις οποίες συχνά  έδειχνε αδιάφορη εναντίωση,  έκαναν  πολλά για να δημιουργήσουν την φήμη του. Ο Καίσαρ έκανε πολύ περισσότερα με πολύ λιγότερα. Η φρόνηση του, ή η προνοητικότητα του, μπορούν να περιγραφούν πρώτον από την γενική συμπεριφορά του προς τη τακτική και τη στρατηγική.

     Ο Σουετώνιος σχολίασε τη μεγάλη του φροντίδα στη χρήση της ανίχνευσης και της πληροφορίας, πριν από μια εκστρατεία, ενώ από τη στιγμή που θα πραγματοποιείτο θα διακινδύνευε προσωπικά, εάν η ασφάλεια των ανδρών του εξαρτιόταν από   αυτήν (Suet. Div. Jul. 58.2).  Και  έδειξε διαφορετικό είδος φρόνησης, που τον οδήγησε στο να εγκαταστήσει εκ νέου τους Ελβετούς στην  πατρίδα τους, ως προπύργιο εναντίον των Γερμανών, μάλλον, παρά να καταστήσει τους ηττημένους εχθρούς δούλους, πράγμα που θα ήταν άμεσα και οικονομικά πλεονεκτικό (Πλούταρχος, Καίσαρ XVIII).

     Οι Επικούρειοι κατηγορούσαν την άγνοια ως την  πηγή  του ανθρώπινου φόβου σε αυτό τον κόσμο και  στον επόμενο (Κ.Δ. XI, XII).

     Η φύση μπορεί να έχει επιτρέψει σε οποιονδήποτε άνδρα ατομική σύσταση, η οποία θα τον οδηγούσε σε αντικοινωνικές συμπεριφορές ανόητων πεποιθήσεων και αποφάσεων, και αυτές ίσως δεν μπορούν να ξεριζωθούν εντελώς. Αλλά με την κατάλληλη πληροφόρηση και εκπαίδευση, τόσο λίγα υπολείμματα αυτών των   ανεπιθύμητων, αλλά   φυσικών   κλίσεων, θα παρέμεναν, ώστε  όλοι  οι άνθρωποι να είναι ικανοί να ζήσουν ζωές όμοιες με αυτές των θεών (D.R.N.III. 307-13, 319-22).

     Το κέντρο αυτής της εκπαίδευσης  πρέπει να είναι μελέτη της φυσικής επιστήμης, των αρχών που βρίσκονται κάτω από αυτήν (ο.π.I.148) και βεβαίως των ηθικών αποτελεσμάτων (Επιστ. Προς Μενοικέα, Διογ.Λαερτ. X. 121-35). Ο Καίσαρ, βεβαίως, δεν έδινε στρατιωτικά μαθήματα στον Επικουρισμό. Αλλά πίστευε ότι ενημερωμένα στρατεύματα ήταν ανώτερα, από αυτά τα οποία ήταν τυφλά πειθαρχημένα.

     Επομένως, όχι μόνο αρνιόταν να εκμεταλλευθεί τους φόβους από δεισιδαιμονία, αλλά συχνά τους εξηγούσε τους περίεργους κινδύνους ή αβεβαιότητες μιας επικείμενης εκστρατείας, και ακόμη τους εξηγούσε τους στρατηγικούς και τους ηθικούς του λόγους, για μια δεδομένη δράση (Caesar BC I. 42). Και στην Πλακεντία   προέτρεψε τα στρατεύματα του να πάρουν τις αποφάσεις τους εξετάζοντας αυτό που ήταν μάλλον μόνιμα ωφέλιμο, από τις ηδονές της στιγμής (Δίων Κάσσιος 41.27).

     Η αυτό-πειθαρχεία  του Καίσαρα τον έκανε ήρωα στα στρατεύματα του. Δεν φειδόταν ο ίδιος  στο πεδίο  καμία από   τις κακουχίες  τις οποίες  υπέφεραν (Suet.  Div.  Jul.   57),  και συχνά οδηγούσε την πορεία, ώστε να παίρνουν θάρρος από το παράδειγμα   του. Εδώ, ο Επικούρειος υπολογισμός μπαίνει ξανά σ’ εφαρμογή, αντιπαραθέτοντας   τον κίνδυνο, ή την ταλαιπωρία του παρόντος, ενάντια στο μεγαλύτερο όφελος του υψηλού ηθικού ανάμεσα στα στρατεύματα του. Οι γενναιόδωρες απονομές χάρης σε πολλούς από τους ανταγωνιστές του, δημιουργούσε χτυπητή αντίθεση.

     Η επιείκεια του Καίσαρα προς τους εχθρούς του, και προσωπικούς και στρατιωτικούς,  είναι  ξακουστή. Η αντίθετη πολιτική του Πομπήιου και των υποστηρικτών του είναι τόσο χτυπητή, ώστε θα έπρεπε να έχει προκαλέσει περισσότερα   σχόλια,  απ’  όσα  φαίνεται  να   έχει  προκαλέσει.  Όχι   μόνο   ο Καίσαρ   (αντίθετα με τον Πομπήιο)  μεταχειριζόταν  όλους τους  ουδέτερους,  όπως και τους υποστηρικτές του, ως φίλους του (Suet.  Div.  Jul. 75.1)· αλλά μεταχειριζόταν τον νικημένο εχθρό με  ευγένεια και  γενναιοδωρία. Αυτοί οι οποίοι παραδίδονταν  αφήνονταν να φύγουν ελεύθεροι, ή να ενταχθούν στο στρατό του (Caesar BC I.23.5, 86.3-4), ενώ οι Πομπηιανοί δολοφονούσαν τους αιχμαλώτους (ο.π. II.44.2, III.8, 14.3, 28.4, 71.4).

     Ειδικά, διδακτικές είναι οι πράξεις του σε σχέση με τους Πομπηιανούς στην Ισπανία. Επεδίωκε τη νίκη μάλλον με αποκλεισμό και διαπραγματεύσεις παρά δίνοντας μάχες, οι οποίες αναπόφευκτα θα είχαν αποτέλεσμα απώλειες, και έτσι ενημέρωνε τα στρατεύματα του. Είχαν αντιρρήσεις και ήθελαν να πολεμήσουν· αλλά όταν η πολιτική του στεφόταν με επιτυχία, παραδέχονταν ότι αυτός είχε δίκιο (ο.π. I.72,74;Appian,  BC  II.   43).  

     Ο Πετρείος  και ο Αφράνιος από την άλλη μεριά δολοφόνησαν προδοτικά τους στρατιώτες του Καίσαρα, οι οποίοι είχαν γίνει δεκτοί με οικειότητα στα στρατεύματα τους (Caesar BC I. 76). Και η αντίθεση των πολιτικών στις εκστρατείες της Ανατολής είναι εξίσου αξιοσημείωτη. Ο Μπίμπιλος σκότωσε τους αιχμαλώτους του με την ελπίδα ότι με τον τρόμο θα αποθάρρυνε άλλους άνδρες του Καίσαρα (ο.π. III.8)· Αλλά στα  Φάρσαλα, ακόμη και στη μάχη, ο Καίσαρ νουθετούσε τους άνδρες του, όπου και αν ήταν δυνατόν, να λυπώνται τους συμπολίτες τους (Suet.  Div. Jul.  75.2). Η πολύχρονη αφοσίωση και ευγνωμοσύνη των στρατευμάτων και των πολιτών αποδεικνύει την σοφία των υπολογισμών του.

7) Ο Διοικητής

     Ένα από   τα  μαθήματα  του Κήπου έδινε  έμφαση στην  έμφυτη αξία του ατόμου.   Η   εκτίμηση   στηριζόταν  σε  ικανότητες της νόησης και της ομοφροσύνης, όχι στην ηλικία, το φύλο, την νομική κατάσταση, ή την ευγενική καταγωγή (Διογένης Λαέρτιος  X.9-11). Ο ίδιος ο Καίσαρ  ήταν υπερήφανος για το γενεαλογικό του δένδρο, αν μπορούμε να κρίνουμε από τα ανέκδοτα για  την αγόρευση του στην κηδεία της θείας του Ιουλίας (Suet. Div.Jul.6). Αλλά στη διοίκηση  των   δημοσίων   υποθέσεων   έκανε  άνδρες διάσημους  λόγω των ικανοτήτων τους, όχι λόγω της γενιάς τους  (Velleius Paterculus  II. 51.3). Και έκανε σαφές ότι οι ικανοί θα χρησιμοποιούνταν στη κυβέρνηση, ενώ θα μπορούσε προσωπικά να μην εγκρίνει τον τρόπο ζωής τους (Πλούταρχος, Καίσαρ LI).

     Πράγματι, στράφηκε προς δούλους για την επιθεώρηση του νομισματοκοπείου και στις υπηρεσίες φόρων· Εμπιστευόταν, την φροντίδα τριών λεγεώνων στην   Αλεξάνδρεια,  σε γιό  απελεύθερου· Και η αντίληψη του ότι η αξία ανάμεσα στους   ξένους πρέπει να αναγνωρίζεται, εάν  η  Ρώμη  έπρεπε  να αποκτήσει βιώσιμη κυβέρνηση, τον οδήγησε να προικίσει μισό-Ρωμαίους Γαλάτες με  δικαιώματα  πολίτη,  και  ακόμη   να δεχθεί κάποιους  από   αυτούς  στη Σύγκλητο (Suet. Div. Jul. 76.3).

     Αυτή η πολιτική, βεβαίως, αποσπούσε πολλές κριτικές ανάμεσα στους ψευτο-αριστοκράτες της Ρώμης (ο.π. 80.2 , Cicero ad Att. IX.18). Αυτή η συμπεριφορά ίσως έχει κάποια σχέση με τις ικανότητες του να είναι άνετος και δημοφιλής με τα στρατεύματα του, στα οποία μέχρι τότε υπερείχε του κατά τα άλλα άξιου διοικητή (και Πλατωνικού) Λουκίλιου.

     Ήταν αυτή, η μεγάλη ικανότητα του Επικουρισμού, να πλησιάζει και πιθανόν να πείθει τις άρχουσες τάξεις, οι οποίες τον έκαναν τόσο επικίνδυνο και επαναστατικό στα μάτια των υπερασπιστών της καθεστηκυίας τάξης, όπως ο Κικέρων και οι Στωικοί. Παντού, η ανεκτικότητα του για τους ξένους αντανακλάται ίσως και στην δημοφιλία του μεταξύ των Εβραίων. Στην εθνική και θρησκευτική ιδιαιτερότητα και ευαισθησία τους έδειχνε ανεκτικότητα και τους υπερασπιζόταν επανειλημμένα (Ancient Roman Statutes 104-05, 107-09).

     Ξανά,  η   αναγνώριση  των δεξιοτήτων   τους,   της   εκπαίδευσης,   και   της παράδοσης,   τον   οδήγησε   να   προωθήσει   παλαιούς   εχθρούς   σε υψηλές θέσεις, ανεξάρτητα από τα δικά του συναισθήματα προς αυτούς (Appian, BCII.   107). Και  πολλούς  από  αυτούς   τους οποίους ήταν δύσκολο να χρησιμοποιήσει, λόγω του παλαιού μίσους τους προς αυτόν, εν τούτοις τους συγχωρούσε ως συμμετοχή στις αρμονικές σχέσεις με την Σύγκλητο (Cicero, Ad Fam. IV.4.3., 6.3.).

      Η προσωπική ανεκτικότητα και επιείκεια δεν σήμαινε, εν τούτοις, χαλαρότητα στη προσφορά  στη  δημόσια ασφάλεια, ή στη δημόσια ευημερία. Ενώ η Επικούρεια θεωρία δεν επέτρεπε “απόλυτη” δικαιοσύνη, η όλη αντίληψη ενός κοινωνικού  συμβολαίου συνεπαγόταν  την   ανάγκη   να   τηρούν   τους   κανόνες,  τους οποίους η κοινωνία είχε   δεχθεί για το δικό της καλό, μέχρις ότου η κοινωνία να συμφωνήσει να τους αλλάξει.

     Και η ελεύθερη βούληση στο άτομο σήμαινε ότι τα άτομα ήταν προσωπικά υπεύθυνα για τις πράξεις τους και δεν μπορούσαν να καταπατούν τους νόμους, χρησιμοποιώντας τη δικαιολογία της κληρονομικότητας ή την αδυναμία του περιβάλλοντος:  Ο σοφός περιφρονεί το πεπρωμένο· “Και περιγελά το πεπρωμένο, που κάποιοι το παρουσιάζουν σαν απόλυτο κυρίαρχο των πάντων,  λέγοντας μάλλον  ότι από τα πράγματα κάποια γίνονται από ανάγκη κάποια άλλα από τύχη και κάποια άλλα τέλος από τη δική μας βούληση. Γιατί, η μεν ανάγκη δεν υπόκειται σε ευθύνη, η  τύχη από την άλλη μεριά είναι άστατη,  αλλά η ελευθερία δεν εξουσιάζεται από κανέναν, και φυσικά επιδέχεται τον ψόγο όσο και τον έπαινο(Επιστ. Προς Μενοικέα, Διογένης Λαέρτιος  X.133).

     Και πράγματι, ο Καίσαρ είχε την φήμη ότι εφάρμοζε τον νόμο με μεγάλη επιμέλεια και αυστηρότητα (Suet. Div. Jul. 43.1). Αύξησε τις ποινές για εγκληματικές πράξεις, δημεύοντας   όλη   την περιουσία των δολοφόνων και το μισό της περιουσίας άλλων εγκληματιών (ο.π. 42.3).

     Στο πεδίου του δημόσιου νόμου θέσπισε τους πιο αυστηρούς γενικούς από τους νόμους του “de  repetundis”  (για εκβιασμό)  (Digest  48.11 –  Codex  Just. 9.27), μια πράξη η οποία ήταν σύμφωνη με το ενδιαφέρον να βελτιώσει την επαρχιακή κυβέρνηση. O “lex majestatis” του αποσκοπούσε στην βελτίωση της εθνικής ή της δημόσιας ασφάλειας ("Το έγκλημα του majestas είναι αυτό που διαπράττεται εναντίον του ρωμαϊκού λαού ή κατά της ασφάλειάς του",  Digest 48.4 ; Codex Just. 9.8), ενώ o “lex Julia”, εάν είναι δικός του, προστάτευε τους πολίτες της   αυτοκρατορίας   από   φυσικές καταστροφές (Digest 48.6,7 ; Codex Just. 9.12).  Η νομοθεσία σε αυτούς τους τομείς είναι ιδιαίτερα κατάλληλη για πρόσωπα τα οποία συνέδεαν  στενά  την επιδίωξη της ευτυχίας με την ασφάλεια του ατόμου και της περιουσίας.

     Για τον επικούρειο η συσσώρευση πλούτου προς χάριν του ήταν καθαρή τρέλα. Ο   πλούτος  ήταν  μια  από εκείνες τις “επιθυμίες” οι οποίες ήταν ακόρεστες. (Κ.Δ. XV, D.R.N.  II.34-39, V. 1113-26, Επικ. Προσφ. XLIII). Αλλά, χρησιμοποιούμενος με φρόνηση, το χρήμα μπορεί να αυξήσει αυτή την ασφάλεια, η οποία είναι απαραίτητη. Ο σοφός μπορεί να βγάλει χρήματα, αλλά μόνο από τη σοφία του, να φροντίσει την   περιουσία του, και να σχεδιάσει το μέλλον (Διογένης Λαέρτιος X.120). Ανάμεσα στους Ρωμαίους Επικούρειους και ο Καίσαρ, και βεβαίως ο Αττικός, συσσώρευσαν  μεγάλη περιουσία·  Πόσο δίκαια είναι δύσκολο να πούμε: Ίσως, σύμφωνα με τα πρότυπα  των   συγχρόνων  τους, περισσότερο νόμιμα ή δίκαια από την τοκογλυφική μέθοδο ενός Βρούτου ή ενός Κράσσου. Βέβαια κανένας άνδρας δεν ήταν φιλάργυρος, αλλά χρησιμοποιούσε τα χρήματα του γενναιόδωρα, συνετά, αποτελεσματικά. 

     Ο   Πλούταρχος επανειλημμένα παραθέτει τον Καίσαρα να δηλώνει ότι  το χρήμα   πρέπει να χρησιμοποιείται, όχι να αποταμιεύεται. Συσσώρευε πλούτο για να  τον   χρησιμοποιήσει ως δημόσιο λογαριασμό, με τον οποίον να βραβεύει αυτούς που το άξιζαν, να εξασφαλίσει το μέλλον, ή να στηρίξει το παρόν. (Πλούταρχος, Καίσαρ V, VII, XVII, XXIX) Όπως ο Λούκουλλος (ό οποίος δεν ήταν Επικούρειος), και ο Καλπούρνιος Πίσων και ο Μέμμιος (οι οποίοι ήταν), ο Καίσαρ ήταν ασυνήθιστος Ρωμαίος στο να δείχνει φροντίδα για την οικονομική ευημερία των επαρχιωτών, επειδή αντιλαμβανόταν τα μακροπρόθεσμα οφέλη τα οποία θα προέκυπταν.

     Έτσι, όταν ήταν κυβερνήτης στην Ισπανία, έδρασε δραστικά εκεί για να ανακουφίσει τους εκεί οφειλέτες, όπως είχε κάνει ο Λούκουλλος στην Ασία, και οι ενέργειες του εκτιμήθηκαν για πολύ από τους Ισπανούς. (ο.π. XI, XII)  Μετά την ήττα του Πομπήιου ανακούφισε εντελώς την Ασία από τα νύχια των publicani, και αλλού,  προειδοποίησε τους τελευταίους ενάντια στα υπερβολικά και γι’ αυτό το λόγο συχνά καταστροφικά κτυπήματα για συμβόλαια. (Suet. Div. Jul. 20.3)

        Σημ. Publicani: Οι τελώνες, οι δημόσιοι εργολάβοι. Προμήθευαν τις Ρωμαϊκές λεγεώνες και στρατιωτικούς, διαχειρίζονταν την είσπραξη των λιμενικών δασμών και επέβλεπαν το κοινό κτιριακά έργα. Επιπλέον, χρησίμευαν ως φοροεισπράκτορες για τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, και αργότερα τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αναπτύσσοντας τους φόρους των ρωμαϊκών επαρχιών, και μειοδοτικά συμβόλαια (από τη Σύγκλητο της Ρώμης) για την είσπραξη διαφόρων ειδών φόρων). (Appian,BC II.92 – Δίων Κάσσιος 42.6)

      Αλλά η φροντίδα του για υγιή οικονομία δεν περιοριζόταν στα ξένα χρέη της Ρώμης. Οι καταστροφές του εμφυλίου πολέμου είχαν φέρει αυξημένη οικονομική δυσχέρεια στην Ιταλία, όπου ήταν ενδημικό να  είναι  κάποιος  φτωχός αγρότης·  και   πολλοί ήλπιζαν ότι η κυβέρνηση του Καίσαρα θα έφερνε νέο επαναστατικό πρόγραμμα για τους οφειλέτες.  Αλλά, η Επικούρεια φρόνηση επιβάλλει φροντίδα για την οικονομική ευημερία όλων· και δεν ήταν πλέον τιμωρία η αναδιανομή της περιουσίας και η καταστροφή της πίστωσης, από όσο  απαιτούσε το ξεπούλημα και   η απερίσκεπτη αποποίηση άλλων προτύπων και ηθών, με τα οποία ο λαός είχε ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα (Επικ. Προσφ. XXXVII).

     Αλλά ο Καίσαρ ανακούφισε την   παρούσα  δυστυχία   κανονίζοντας   ώστε   να   επιτρέπεται   οι οφειλέτες να ρυθμίζουν τα χρέη τους με την πώληση της  περιουσίας στην πριν τον  εμφύλιο πόλεμο προσδιορισμένη αξία, και να αφαιρείται από το κεφάλαιο κάθε πληρωμένος μέχρι τότε τόκος. (Caesar,  BC  III.1 ; Suet.  Div.Jul. 42.2; Appian, BC II.48; Πλούταρχος, Καίσαρ XXXVII)

     Τόσο πολύ, βεβαίως, η Επικούρεια αντίληψη μπορούσε  να  αναγνωρίσει ότι η αλλαγή  των περιστάσεων μπορούσε, πρόσκαιρα, να τροποποιήσει τη δικαιοσύνη μιας δεδομένης  κατάστασης  (Κ.Δ.  XXXVIII).  Και  η  εισαγωγή ότι  υπάρχουν τρία κακά από τα οποία ο άνθρωπος πρέπει να προστατευθεί: την πείνα, τη δίψα και το   κρύο (Επικ.   Προσφ.  XXXIII),   ίσως   αντανακλάται   στην   πρόσκαιρη απαλλαγή των ενοικίων:  Όχι για όλους, αλλά μόνο για τα άτομα της κατώτερης τάξης εισοδημάτων, τα οποία σαφώς θα την χρειάζονταν περισσότερο (Sue Div. Jul. 38- Δίων Κάσσιος 42.50-51).

     Η Επικούρεια επιμονή σε πλήρη και αμερόληπτη ενημέρωση είναι πολύ γνωστή (Επίκουρος,  Επιστολή  προς  Πυθοκλή,  Διογένης  Λαέρτιος  X.  87). Μόνο με αυτήν μπορούν να ληφθούν λογικές και συνετές αποφάσεις, και να εξασφαλίζεται η εμπιστοσύνη στο μέλλον. Είναι ενδιαφέρον ότι, στην αρχή της διακυβέρνησης του Καίσαρα, οι ημερήσιες δραστηριότητες των συνελεύσεων και της Συγκλήτου, για πρώτη φορά   δημοσιεύονταν   κανονικά. (Suet.  Div.  Jul.20.1) Και μια φροντίδα για εκπαίδευση, τόσο εύγλωττα επαινείται από τον Λουκρήτιο (D.R.N. III.319-22), είναι σύμφωνη με την   σχεδιασμένη κωδικοποίηση από   τον Καίσαρα   των  νόμων και την ίδρυση στη Ρώμη Λατινικών και Ελληνικών βιβλιοθηκών  υπό   την διεύθυνση του Μ. Βάρου. (Suet. Div. Jul. 44.2)

     Ενώ η Επικούρεια έμφαση στην φυσική επιστήμη μπορεί να είναι ευρύτατα ωφελιμιστική   – να   καταστρέψει τους  φόβους μας  από δεισιδαιμονία –  και  έχουμε  δει τον Καίσαρα να χρησιμοποιεί με αυτό τον τρόπο αυτή τη γνώση  ( Επιστολή προς Πυθοκλή: Διογένης Λαέρτιος X.85 – Κ.Δ. XI, XII), δεν περιφρονούσε να βάζει την  πιο τελευταία επιστημονική   γνώση σε άλλη πρακτική χρήση, προς όφελος του λαού, επειδή αυτός ο ίδιος επωφελείτο από τις προχωρημένες σπουδές της Αλεξάνδρειας στην σαρωτική μεταρρύθμιση του Ρωμαϊκού ημερολογίου (Suet. Div. Jul. 40.1).

 8) Ο άνθρωπος-θεός

     Υπάρχει,  βεβαίως,  άλλο   πεδίο   το  οποίο   επηρεάζει   τη  δημόσια  επιτυχία ενός   δημοσίου   προσώπου:  αυτές  οι  όψεις  της   ιδιωτικής   του   ζωής και ο προσωπικός χαρακτήρας του, που προκαλούν θαυμασμό, αγάπη ή πίστη σε άλλους, δηλαδή, οι χαρισματικές του ικανότητες. Είναι αλήθεια ότι ο Καίσαρ εξέφραζε φιλοδοξία για υψηλές θέσεις στον πρώτο καιρό της σταδιοδρομίας του (Πλούταρχος, Καίσαρ  XI),  ένα πολύ αντί-Επικούρειο γνώρισμα. Όπως και στην περίπτωση του Αύγουστου, εν τούτοις, φαίνεται στην κατοπινή ζωή να έχει μετουσιωθεί σε  φροντίδα για το κοινό καλό, ή τουλάχιστον σε πάλη με τον εαυτό του να διατηρήσει τις αρετές τις οποίες είχε αναπτύξει. (ο.π. LVII)

     Και θα μπορούσε κανείς να ερωτήσει εάν, στη Ρώμη των ημερών του, η πάλη για θέση δεν ήταν απλά πάλη για επιβίωση. Σε κάθε περίπτωση, οι εκθέσεις για τη ζωή του όπως και για τα δικά του έργα αφθονούν με περιγραφές για τα χαρακτηριστικά τα οποία είχαν καλλιεργηθεί  και επαινεθεί από τους Επικούρειους, χαρακτηριστικά τα οποία τους έκαναν εξαιρετικά ελκυστικούς ανθρώπους.

     Σε σχέση με την τροφή, το ποτό και τον  ύπνο η  εγκράτεια του ήταν αξιοσημείωτη, στο σημείο να δείχνει να μην ανησυχεί όταν η τροφή του ήταν άνοστη ή τελείως   αηδιαστική. (ο.π.  XVII - Velleius  Paterculus  II. 41.2)  Πράγματι, ένα τέτοιο συμβάν τον παρακινούσε να επιπλήττει τις κριτικές των λαθών ενός κακοθρεμμένου ατόμου,  παρατηρώντας,  ότι  τέτοια κριτική αντανακλούσε   μόνο   αυτούς   τους   ίδιους. 

     Και  αυτός ο  ίδιος  σημείωνε την αντίθεση, ανάμεσα στην πολυτέλεια  που υπήρχε   στο  στρατόπεδο του Πομπήιου, και τις ελάχιστες ανάγκες του δικού του. (BC III.96)  Μια επέκταση της εγκράτειας του, είναι η φυσική του αντοχή. Γι’ αυτό καλλιεργείτο, εν μέρει, για να διορθώσει  τη φυσική αδυναμία του σώματος του. Και ήταν άφοβος στην πολιτική ηθική, και τις στρατιωτικές κρίσεις, κάτι που προερχόταν από την αυτοπειθαρχία του και την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, οι οποίες είναι προϊόντα της βεβαιότητας ότι ο άνθρωπος έχει ελεύθερη βούληση.  

     Ο Πλούταρχος είναι γεμάτος με επεξηγηματικά ανέκδοτα: Η αναβίωση των αγαλμάτων του Μάριου· Η συμμετοχή του στους στρατιωτικούς κινδύνους· Και η   περιφρόνηση του για τη συνωμοσία. (Caesar II, V, XVII, LVII)  Η καταδεκτικότητα  του  Καίσαρα, η λεπτότητα  του, ο σεβασμός προς άλλους ήταν θέματα γενικού σχολιασμού (ο.π. IV).  Αυτά αποτελούσαν παράδειγμα από την  ασυνήθιστη τιμή με την οποίαν συμπεριφερόταν  προς τη γυναίκα του, την Κορνηλία·  (ο.π. V)  Και η  ανησυχία  του  μήπως  δεν  μπορούσε  να δείχνει πλήρη και σταθερή ευγένεια. (Cicero, Ad. Att. XIV.1.2) 

     Έκανε επίπονες προσπάθειες να συμφιλιώσει αντιπάλους (Πλούτ. Καίσαρ, XII, XV), προσπάθειες οι οποίες (τουλάχιστον στη περίπτωση του Κράσσου και του Πομπήιου) μπορούσαν  και   να  φέρουν  τόσο   προσωπικό   όφελος, όσο η Επικούρεια  φρόνηση συνιστούσε (ο.π.  XIII). Αυτή η καλοσύνη και γενναιοδωρία, οι οποίες ξεκίνησαν ως προσωπικά γνωρίσματα, αναπτύχθηκαν σε συνηθισμένα χαρακτηριστικά της δημόσιας πολιτικής του. (ο.π. XX.  Cicero, Ad Att. IX.7c,16; Salust, Cat. 51.14)

     Στην εξέταση του πολιτικού Καίσαρα, ήταν αξιοσημείωτο το σημαντικό μέρος που έπαιζε η φιλία στους απώτερους πολιτικούς του στόχους. Αλλά η φιλία έπαιζε πολύ πιο βασικό ρόλο για τους Επικούρειους. Ήταν απαραίτητο μέσο για πλήρη και ευτυχισμένη ζωή, και την εξιδανίκευαν (Κ.Δ.  XXVII). Η λογική της   βάση,  η ασφάλεια   η  οποία αναδεικνύεται από την αμοιβαία βοήθεια, γρήγορα καλύφθηκε και επισκιάστηκε, επειδή η σχέση έγινε επιθυμητή από μόνη της. (Επικ. Προσφ. XXIII)

    Τόσο ισχυρό έγινε αυτό το συναίσθημα, ώστε οι  Επικούρειοι  ονόμαζαν  την επιδίωξη της Σοφίας  θνητό  αγαθό μιας ευγενικής ψυχής, αλλά τη Φιλία αθάνατο αγαθό  (ο.π. LXXVIII).  Η φιλία δεν πρέπει να  εισάγεται ελαφρά,  αλλά  από   τη  στιγμή   που  εισχωρεί οι αξίες της υπερκαλύπτουν τους κινδύνους της (ο.π. XXVIII).  Εδώ βλέπουμε τον Επικούρειο υπολογισμό στην πράξη. Αλλά  η εξιδανίκευση ωθείται σε εξαιρετική έκταση: Ένας Επικούρειος ποτέ δεν θα προδώσει τον φίλο του, και θα υπομείνει τα μαρτύρια για χάρη του φίλου του, ακόμη και θα πεθάνει γι’ αυτόν· αυτό που δεν μπορούμε να υποφέρουμε είναι η προδοσία του φίλου μας. (Διογένης Λαέρτιος X. 120· Επικ. Προσφ. LVI-LVII)

     Πράγματι, υπήρχε Επικούρεια αντιπάθεια για την κοινοκτημοσύνη επειδή υποδήλωνε δυσπιστία των φίλων  (Διογένης  Λαέρτιος  X.  11).   Η  εμπιστοσύνη  στους   φίλους είναι, πράγματι,  πιο σημαντική  από   την πραγματική βοήθεια   από   αυτούς (Επικ. Προσφ. XXXIV), επειδή καλλιεργεί αυτή τη ηρεμία της ψυχής η οποία είναι πιο σημαντική  από την ανησυχία για τα εξωτερικά.

     Και αυτό διαφωτίζει την συμβουλή του Επίκουρου  προς  τον Μενοικέα: “Αυτά λοιπόν, και  όλα όσα σχετίζονται με αυτά, να   συλλογίζεσαι   μέρα  και  νύχτα,  μόνος  σου και  με κάποιον  όμοιο σου, και ποτέ δεν θα ταραχθείς ούτε στον ξύπνιο σου, ούτε στον ύπνο σου, αλλά θα ζήσεις σαν θεός ανάμεσα σε ανθρώπους. Γιατί δεν μοιάζει καθόλου με θνητό πλάσμα ένας άνθρωπος που ζει ανάμεσα σε αθάνατα αγαθά”. (Διογένης Λαέρτιος X. 135)

     Οι στενές σχέσεις πολλών Ρωμαίων Eπικούρειων μπορούν τουλάχιστον να διακριθούν   αμυδρά.  Στην   επαινετική   βιογραφία  του Αττικού, ο Νέπος συνέδεσε τα ονόματα του Λουκρήτιου και του Κάτουλλου θεωρώντας τους ως τους   μεγαλύτερους   ποιητές   της   εποχή   του.   Η   αφοσίωση   του   Ίρτιου,   του Πάνσα, του Καίσαρα, του Πίσωνα, του Τρεμπάτιου Τέστα, του Μέμμιου, και πολλών   άλλων   μικρότερων   Επικούρειων  φωτίζει ο  ένας τον άλλον φανερώνεται σταθερά με   υπαινιγμούς προς αυτούς  στις  επιστολές του Κικέρωνα. Ένα χαρακτηριστικό   παράδειγμα  φαίνεται  στον περιπαιχτικό υπαινιγμό στη συνομιλία του Τρεμπάτιου σε σχέση με τον Κικέρωνα από τον Πάνσα. (Ad  Fam.  VII.   12.1) 

     Και  η   ικανότητα αυτή για  θερμές και πιστές προσωπικές σχέσεις δεν δινόταν   πλούσια μόνο σε άλλους  οπαδούς   της σχολής τους, όπως μαρτυρεί η αφοσίωση του Αττικού στον Κικέρωνα, και του Καίσαρα στον Βρούτο. Πράγματι, η σύνδεση με τον Κικέρωνα και η φροντίδα για την ευημερία του, από πολλούς Επικούρειους επιστολογράφους του, είναι όλο και περισσότερο αξιοσημείωτη όταν κάποιος   αναλογισθεί  τη μάλλον προκατειλημμένη ή εχθρική αντιμετώπιση  από  μέρους του (Κικέρωνα)  άλλων πεποιθήσεων. 

     Η καλλιέργεια από τον Καίσαρα της προσωπικής φιλίας, πολύ πιο πάνω από την ωφελιμιστική πολιτική ποικιλία, φαίνεται καθαρά από την νεαρή του ηλικία μέχρι τον θάνατο του. Νωρίς στην σταδιοδρομία του, η εμπιστοσύνη του προς έναν φίλο και έμπιστο, τον οδήγησε να τραβήξει τη γενειάδα ενός φορτικού ηγεμόνα της Ανατολής (Suet.  Div. Jul. 71). Τους φίλους του, ακόμη και τον πιο ταπεινό, τους μεταχειριζόταν με τρυφερότητα και φροντίδα, θυσιάζοντας τη δική του άνεση. (ο.π. 72)  “Ήταν   ονομαστός   για   την   ευγένεια   και   την συμπόνια του”, λέει ο Σαλούστιος, “και για την αφοσίωση του ίδιου για την ευημερία των φίλων του, αγνοώντας τη δική του, με το να μην αρνείται οτιδήποτε άξιζε να δώσει”. (Cat. 54.3-4)

     Καλοδεχόταν ευκαιρίες να συμφιλιώνεται με εκείνους που υπήρξαν ιδιαίτερα σκληροί απέναντι του (Suet. Div. Jul. 73. Δίων Κάσσιος 41.62), και αναγνώριζε ότι ορισμένοι από τους αντιπάλους του όφειλαν ευγνωμοσύνη προς τους εχθρούς του παρά στους φίλους  τους,  και   ότι η αντιπαλότητα τους προς αυτόν έπρεπε να παραβλέπεται και να συγχωρείται. Και, στο τέλος, ενώ στην αρχή αντιστάθηκε στα κτυπήματα των δολοφόνων, όταν αντιλήφθηκε τη προδοσία του έμπιστου και αγαπημένου του Βρούτου – “Και ‘σύ, τέκνον μου;”, κάλυψε το κεφάλι του και υποτάχθηκε. (Suet. Div. Jul. 82. Πλούταρχος, Καίσαρ LXVI)

     Ο Καίσαρ χρησιμοποιούσε σαφώς την παραδοσιακή Ρωμαϊκή θρησκεία και του ψηλό του αξίωμα σε αυτήν απλά για πολιτικό πλεονέκτημα. Γνώριζε ότι σε μεγάλο   βαθμό ήταν υποκρισία.  Αλλά  πολλές από  τις  θρησκευτικές του απόψεις και πράξεις δεν είναι τόσο αμφιλεγόμενες και υποκριτικές, όσο θα μπορούσε να σκεφθεί κάποιος, εάν κάποιος τις δει από το σημείο αναφοράς ενός Επικούρειου. Είναι βεβαίως τυχαίο ότι η μυθική πρόγονος του Ιούλιων ήταν η Αφροδίτη: Τυχαίο. Γιατί ήταν αυτή την οποίαν επικαλέστηκε ο Λουκρήτιος για να  εμπνεύσει και να υποστηρίξει το έργο του· Και ήταν επίσης η Αφροδίτη που με την χάρη της προφανώς είχε προστατεύσει τον Σύλλα και τον έκανε felix.  Σε κάθε περίπτωση, ήταν το σύνθημα του Καίσαρα στα Φάρσαλα και στη Μούντα (Appian BC II.76, 104)· Και στα Φάρσαλα ορκίστηκε σε αυτήν έναν ναό, τον οποίον ανήγειρε αργότερα στη Ρώμη. (ο.π. II.68,102)

     Εν τούτοις, αντίθετα με τις αρχαίες και σύγχρονες λαϊκές  αντιλήψεις, οι Επικούρειοι απείχαν πολύ από το να είναι άθεοι. “Διότι οι θεοί υπάρχουν” βεβαιώνει ο Επίκουρος τον Μενοικέα, επειδή η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι ολοφάνερη,   και είναι πρότυπα ευδαιμονίας για  το ανθρώπινο γένος. (Διογένης Λαέρτιος X.123)

     Αυτοί οι θεοί, οι οποίοι κατοικούν στα μετακόσμια διαστήματα, ατάραχοι στις   ανθρώπινες ανάγκες και πάθη (D.R.N. I.44-49, II.646-51), εκπέμπουν εξαιρετικά λεπτές απορροές, οι οποίες δεν  γίνονται  αντιληπτές από τις λιγότερο λεπτές αισθήσεις μας, αλλά οι οποίες μπορούν να εισδύουν στις καρδιές μας και στο νου μας και να τους επηρεάζουν. Οι ίδιοι οι θεοί δεν παίρνουν καμιά πρωτοβουλία και δεν κάνουν καμία προσπάθεια σε αυτό το θέμα, αλλά η θεία χάρις θα έλθει σε αυτούς οι οποίοι με το κατάλληλο πνεύμα ανοίγουν τις καρδιές τους σε αυτές τις απορροές.

      Όταν κάποιος αντιληφθεί την ανιδιοτελή και τέλεια φύση του Θεού, τότε θα στραφεί στη λατρεία του με τέτοια ψυχική διάθεση που σύντομα θα επιβραβευθεί με την ίδια “tranquila pax” την οποίαν απολαμβάνει ο θεός. (ο.π. VI.68-78)  Άτομα με όμοια ποιότητα (ὅμοιοι, για να μιλήσουμε έτσι) θα έχουν βρει τα μεν τα δε. Είναι εκείνα τα πρόσωπα τα οποία έρχονται με κακή ψυχική διάθεση που αισθάνονται ξένα και τα απορρίπτουν “ὡς ἀλλότριον”. (Διογένης Λαέρτιος X.124). Η θεωρία είναι ενδιαφέρουσα   και   υποβλητική. Αλλά  εξαιρετικά  σημαντική  εδώ  είναι μια προέκταση ή αναλογία η οποία φαίνεται να έχει γίνει σε ανθρώπινο επίπεδο.

     Οι θεοί αξίζουν την λατρεία μας επειδή είναι πρότυπα αυτής της ηρεμίας και ακεραιότητας στις οποίες αποβλέπουν  οι  άνθρωποι· και η λατρεία ή  η επικοινωνία με αυτούς μας φέρνει πιο κοντά σε αυτή την ιδανική κατάσταση. Αλλά το ίδιο σεβάσμιο βλέμμα μπορεί επίσης να προκληθεί από θνητούς, οι οποίοι υπήρξαν μεγάλοι ευεργέτες της ανθρωπότητας.

     Στο έργο “Για τη Φύση των Πραγμάτων”, ο Επίκουρος δεν υμνείται απλά ως  “Graius homo mortalis”  (Έλληνας θνητός), του οποίου η δύναμη του νου έσπασε πρώτη τα δεσμά και έφερε στον άνθρωπο την ελευθερία του από την άγνοια και τη δεισιδαιμονία (I.62-79)· αλλά ήταν θεός, ένας θεός, ξακουστέ μου Μέμμιε”. (V. 8)

     Εδώ υπάρχει  νύξη “Ευημερισμού”·  και θα  μπορούσε να υποθέσει κάποιος, ένας   άνθρωπος πρέπει να προσεγγίζει τα έργα τέτοιων ευεργετών με συμπάθεια και αγάπη, για να βοηθηθεί από τα διδάγματά τους. Ο Επίκουρος βεβαίως απολάμβανε αυτή την μεταχείριση για αιώνες μετά τον θάνατο του, και φαίνεται να το είχε σχεδιάσει. (Διογένης Λαέρτιος  X.18)  Αυτό οδηγεί κάποιον να διερωτηθεί για τον “divus Julius” (θεϊκός Ιούλιος): Με πόση ευγένεια, ή αβρότητα, ή αμφιβολία, ή καλοδιάθετη ανεκτικότητα, εκείνος ο άνδρας, που προοριζόταν να προσπαθήσει να ξεχωρίσει τον κόσμο, έκανε να δει την κολακεία των συγχρόνων του;

     Πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και ο διπρόσωπος Κικέρων τον αποκαλούσε δημόσια  “simillimun  deo”  (όμοιο με θεό) για  τη  γενναιόδωρη   μεταχείριση   των   εχθρών   του.  (ProMarcello  3.8 ; δες  Appian,  BC  II.106)    Υπάρχει σε αυτές τις συμπεριφορές, ίσως, θεωρητική δικαιολογία για την αυτοκρατορική θεοποίηση την οποίαν ο ίδιος ο Καίσαρ, και οι μετέπειτα αγαθοεργοί αυτοκράτορες απολάμβαναν. Και η συμπεριφορά του Καίσαρα ως προς τους κινδύνους της δολοφονίας και  του  θανάτου είναι διπλά Επικούρεια. Έχουμε δει  ότι  νωρίς στην σταδιοδρομία του είχε την άποψη ότι ο  θάνατος ήταν η  πλήρης απελευθέρωση για κάθε άνθρωπο από τον πόνο, από τα βάσανα, και την ανταμοιβή. (Sallust,  Cat.   51.20)    

     Στα μετέπειτα χρόνια του, αυτή η άποψη ενισχύθηκε και επεκτάθηκε. Επαναλάμβανε ότι τη ζωή δεν αξίζει να την ζει κάποιος εάν την ξοδεύει συνεχώς στην επαγρύπνηση και στο φόβο. (Velleius Paterculus II.57.1; Appian, BC II.109)  Εδώ ο υπολογισμός εφαρμόζεται στην πράξη. Και ήταν κοινή γνώση στη Ρώμη ότι αισθανόταν ότι είχε ζήσει αρκετό χρόνο, είτε για τη φύση είτε για την δόξα, μια φιλοσοφική συμπεριφορά για την οποίαν τον επέπληττε ο Κικέρων δημόσια. (Pro Marcello 8.25)   Όμως, επέμενε να αγνοεί τις συνωμοσίες γύρο του. Δεν θα ζούσε με το φόβο· και υποστήριζε ότι δεν τον ενδιέφερε τον ίδιο να πρέπει να συνεχίζει να ζει, παρά για την πατρίδα του· επειδή έβλεπε ότι ο θάνατος του θα καταδίκαζε την πολιτεία σε εμφύλια   σύρραξη. (Suet.  Div.  Jul.   86)  Οι   συνωμότες δεν   είχαν   την   ίδια αντίληψη ή πρόβλεψη.

      Όποιος κι αν  ήταν ο  βαθμός συμβολής των κοινωνικών  αρετών των Επικούρειων στη δημόσια επιτυχία του Καίσαρα, δεν γεννά θέμα ως προς τη συμβολή της άσκησης των ατομικών αρετών τους από αυτόν στην επιτυχία του ως ανθρώπου. Είναι αρκετή μια μαρτυρία για να δείξει ότι αυτός δημιουργούσε και επέβαλε την ίδια αφοσίωση και πίστη σε  άλλους Επικούρειους τις οποίες είχε δείξει προς αυτούς και σε πολλούς άλλους. Είναι μια επιστολή του Γάιου Μάτιου προς τον Κικέρωνα επιπλήττοντας την κριτική του και, υπερασπιζόμενος την πίστη του, συγκλονιστική ανασκευή των προθύμων και των καιροσκόπων της αριστοκρατικής Ρώμης. 

        Λέει, εν μέρει (Cicero, Ad Fam. XI.28):  “Είμαι καλά ενημερωμένος για τις συκοφαντίες, που ο κόσμος με έχει  γεμίσει μετά  τον  θάνατο  του Καίσαρα. Τις υποστηρίζουν εναντίον μου, ότι είμαι βαθιά λυπημένος από την απώλεια και τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Λένε ότι θα έπρεπε να βάλω το κράτος πάνω την φιλία, λες και είχαν αποδείξει ότι ο θάνατος του ήταν ωφέλιμος για το κράτος. Αλλά δεν θα συζητήσω στα έξυπνα θέματα τους, επειδή ομολογώ ότι δεν έχω φτάσει στο ύψος της σοφίας τους. Δεν επιδοκίμασα τον εμφύλιο πόλεμο του Καίσαρα· αλλά ήμουν φίλος του και δεν τον εγκατέλειψα, αν και δεν ενέκρινα την πολιτική του….

     Ήμουν πάντα ενεργητικός στο σβήσιμο αυτής της διχόνοιας, ακόμη και κατά τη γέννηση της. Και έτσι, μετά τη νίκη του, δεν με προσέλκυε η ευκαιρία να κερδίσω, θέση ή χρήματα από έναν φίλο,  βραβεία τα οποία άλλοι λιγότερο κοντά σε αυτόν απ’ ότι  εγώ  είχαν  αρπάξει  χωρίς   αναστολές. Πράγματι, οι νόμοι του Καίσαρα  μίκρυναν  την  περιουσία  μου, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς, οι οποίοι τώρα πανηγυρίζουν για το θάνατο του Καίσαρα, είχαν διατηρήσει το ίδιο τους το δικαίωμα του πολίτη, από την γενναιοδωρία του…  

     “Θα  το   πληρώσεις”, λένε, “επειδή καταδικάζεις αυτό που κάναμε”. Τι  ανήκουστο   θράσος! Να μπορούν κάποιοι να υπερηφανεύονται για ένα έγκλημα, ενώ άλλοι δεν μπορούν ούτε να το μετανιώσουν χωρίς τιμωρία. Γιατί, ακόμη και δούλοι είναι πάντοτε απελευθερωμένοι από φόβο, χαίρονται και κλαίνε από μόνοι τους, και όχι με εντολή άλλων·

     Αλλά τώρα αυτοί οι “πρωταθλητές της ελευθερίας” προσπαθούν να αποσπάσουν αυτά τα δικαιώματα από μένα. Όμως δεν θα πάνε πουθενά, επειδή δεν θα εγκαταλείψω το καθήκον μου και τον ανθρωπισμό μου με καμία απειλή, επειδή πιστεύω ότι δεν  πρέπει  να αποφεύγουμε έναν  έντιμο θάνατο, και συχνά  πρέπει να τον αρπάζουμε. Είναι θυμωμένοι, επειδή ελπίζω ότι θα μετανοήσουν το θάνατο   τους;, Ελπίζω ότι ολόκληρος ο κόσμος θα βρει τον θάνατο του Καίσαρα πικρό

     Δεν φοβάμαι, ότι η νηφάλια συμπεριφορά της ζωής μου θα αποτύχει να αντικρούσει τις συκοφαντίες τους, ή ότι ακόμη και αυτοί οι οποίοι  με  αντιπαθούσαν   για  την  σταθερότητα της φιλίας μου προς τον Καίσαρα δεν θα προτιμήσουν να έχουν φίλους σαν και μένα,, αντί για φίλους σαν και αυτούς τους ίδιους. Εάν οι επιθυμίες μου εκπληρωθούν,  θα   περάσω  το υπόλοιπο  της ζωής μου αποσυρμένος στη Ρόδο. Αλλά εάν  συμβεί κάποια κακοτυχία,  θα παραμείνω στη Ρώμη, αμετάβλητος σε αυτό που ελπίζω ότι ήταν και θα είναι ένας σεμνός βίος”.

     Τέτοια είναι η διαθήκη στην Επικούρεια φιλία. Είναι καλό για μας ότι το σταθερό   αντικείμενο της γενναιοδωρίας του Καίσαρα, ο οποίος αργότερα χόρευε στον τάφο του (Ad Fam. XI.28.1), είχε την εντιμότητα να τη διατηρήσει.

 

FRANK C. BOURNE:  “ΚΑΙΣΑΡ Ο ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ”

Princeton University - Journal Article “Caesar the Epicurean”. The Classical World Vol. 70, No 7 (April-May 1977)


12) ΠΗΓΕΣ: 

1) Χ. Θεοδωρίδη: «Επίκουρος – Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου»

2) An article appeared in the journal: “The Ancient World”, XLIII (2012) pp.151-172. «The Popularity of Epicureanism in Elite Late-Republic Roman Society».

3) David Sedley: “Epicureanism in the Roman Republic”.

4) Α. Α. LONG:  “H Ελληνιστική φιλοσοφία, Στωικοί – Επικούρειοι – Σκεπτικοί”.

5) Sir William Temple: “Upon the Gardens of Epicurus“, 1685. 

6) Wikipedia.

7) Φίλοι της Επικούρειας Φιλοσοφίας "Κήπος Αθηνών" http://www.epicuros.gr


ΤΕΛΟΣ  ΤΟΥ  ΑΡΘΡΟΥ


              

             Παρακάτω, σύντομη Περίληψητου πιο πάνω όλου κειμένου του άρθρου, που αποτέλεσε και την ομιλία μου στο (διαδικτυακό): 12ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (20/2/2022) 

"Η διάδοση και δημοφιλία της Επικούρειας φιλοσοφίας στην Ιταλία, στα χρόνια της ύστερης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας". (Επικούρειοι στην Ιταλία την περίοδο της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας).

Ομιλία στο 12ο Π. Σ. Ε. Φιλοσοφίας (20/2/2022) 

      Η φιλοσοφία του Επίκουρου μπολιάζοντας το δημοκρατικό κορμό της Ρώμης, γνώρισε υψηλή βλάστηση. Το πέρασμα της στη χερσόνησο των Απεννίνων καταγράφεται τον 2ο, και η άνθηση της στον 1ο π.Χ. αι. Στους δύο αυτούς αιώνες στην Ιταλία επικρατούσαν συνθήκες ανάλογες με αυτές που είχαν υπάρξει στην Ελλάδα στον 4ο και 3ο π.Χ. αι.

      Η πρώτη συνάντηση της Επικούρειας φιλοσοφίας με τους Ρωμαίους….. Αρχικά με την ανώτερη τάξη της Ρωμαϊκής κοινωνίας, που αυτή μόνη είχε τότε  πρόσβαση στη παιδεία, και την οποίαν -παραδοσιακά- συνιστούσε μια ελίτ πολιτών, οι λεγόμενοι “πατρίκιοι”…..  καταγράφεται στα τέλη του 2ου π.Χ. αι., δηλαδή, σχεδόν δύο αιώνες μετά την ίδρυση του “Κήπου των Αθηνών”. Και ο πρώτος αναφερόμενος γνήσια Επικούρειος Ρωμαίος στην Ιταλική χερσόνησο, είναι ο Τίτος Αλμπούκιος.

      Ο Τίτος Αλμπούκιος υπήρξε διάσημος ρήτορας στα χρόνια της ύστερης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Ως νέος, σπούδασε στην Αθήνα (τέλη του 2ου αιώνα  π.Χ.). Τότε, η προσοχή της Ρώμης είχε αρχίσει να στρέφεται προς την Ελλάδα. Πολύ σύντομα και άλλοι νεαροί Ρωμαίοι αριστοκράτες θα καθιερωθεί να σπουδάζουν φιλοσοφία στην Αθήνα.

      Ο Τίτος Αλμπούκιος, εντάχθηκε στη σχολή των Επικουρείων, και σε άριστο βαθμό γνώρισε και την Ελληνική λογοτεχνία, μάλιστα σε σημείο που ο Κικέρων τον αναγνώριζε ως “φωτισμένο πνεύμα”. Ο Τίτος Αλμπούκιος σαν επέστρεψε στη Ρώμη, ασχολήθηκε με την πολιτική, και το 105 π.Χ. περίπου έλαβε το αξίωμα του πραίτορα. Όμως, η ατυχής θητεία του σαν κυβερνήτης - propraetor της Σαρδηνίας κατέληξε σε εξορία.

      Ο Τίτος Αλμπούκιος γύρισε ξανά στην Αθήνα και έκτοτε αφοσιώθηκε στην μελέτη της Επικούρειας φιλοσοφίας. Έγινε, σύμφωνα με το Κικέρωνα “σοφός” (dictus) και έφτασε να θεωρεί τον εαυτό του περισσότερο Έλληνα παρά Ρωμαίο. Φαίνεται δε ότι προσαρμόστηκε και σε μια ζωή αυστηράς υπαγωγής προς τα προστάγματα του Επικουρισμού.

      Αναφερθήκαμε στον πρώτο δεδηλωμένο Ρωμαίο Επικούρειο, από την ανώτερη τάξη, για την δράση του οποίου διαθέτουμε ικανά στοιχεία, τον Τίτο Αλμπούκιο. Ωστόσο, μια πρώτη εμφάνιση Επικουρισμού στην Ιταλία, καταγράφεται μισό αιώνα παλαιότερα, και προέρχεται από μερικές φευγαλέες αναφορές σε δύο Επικούρειους θεωρούμενους, τον Αλκέα και τον Φιλίσκο, οι οποίοι, για λόγους που δεν είναι απολύτως σαφείς, εκδιώχθηκαν από τη Ρώμη το 173, ή το 154 π. Χ.  Εκτός από την πιο πάνω σύντομη αναφορά  στους  Αλκέα και Φιλίσκο, οι πηγές που θα μπορούσαν να μας διαφωτίσουν για την ιστορία του Επικουρισμού σ’ αυτή τη περίοδο είναι μηδαμινές.

      Τον  2ο και 1ο αι. π.Χ., όσο οι Ρωμαίοι κατακτούσαν στρατιωτικά και λεηλατούσαν καταστρέφοντας, την Ελλάδα και την Ελληνιστική Ανατολή, οι Έλληνες εισχωρούσαν πνευματικά - με τα γράμματα και τις τέχνες τους - στη Ρώμη, αναπτύσσοντάς την πολιτιστικά.   Ο  Οράτιος το εξέφρασε παροιμιωδώς (με το πασίγνωστο ρητό): “Η κατακτημένη Ελλάδα κατέκτησε τον νικητή, και εισήγαγε τις τέχνες στο αγροίκο Λάτιο.

      Η Ελληνική παιδεία - φιλολογία και φιλοσοφία - εισέδυσαν τότε και σε μεγάλο βαθμό στη Ρώμη. Ο Κάτων (ο πρεσβύτερος), θεματοφύλακας των πιο ακραίων συντηρητικών αξιών της Ρώμης, πρώτος, νωρίς, διείδε κινδύνους σ’ αυτό…… και ο Πλούταρχος, παρά την εκτίμηση που επέδειξε στη σύνθεση του πορτραίτου του εμβληματικού Κάτωνα, κατακεραύνωσε αυτή του την θέση:

      “Ο Κάτων κήρυξε με το ύφος ενός προφήτη, ή ενός μάντη, ότι η Ρώμη θα έχανε την Αυτοκρατορία της εάν μολυνόταν από τα Ελληνικά γράμματα. Αλλά ο χρόνος με βεβαιότητα έχει αποδείξει την κενότητα αυτού του αρρωστημένου λόγου, διότι ενώ η πόλη βρίσκεται στο μεσουράνημα της αυτοκρατορίας της, μετατρέπει κάθε μορφή Ελληνικής μόρφωσης και πολιτισμού σε δική της”. 

      Πράγματι, ο πιο πάνω αρρωστημένος λόγος, ανησυχία και φοβία του Κάτωνα, διαλύθηκε εν πολλοίς. Σύντομα, η ευχέρεια που αποκτήθηκε στις πολιτικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις των Ρωμαίων, αύξησε τις διανοητικές αναζητήσεις τους, και οι πολυάριθμες ρητορικές και φιλοσοφικές σχολές, κέντρα Ελληνικής παιδείας, που ήδη ήταν διάσπαρτες και άκμαζαν στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου, και βεβαίως, πάνω απ’ όλες, οι μεγάλης φήμης σχολές των Αθηνών, άρχισαν ολοένα να γίνονται πυκνότερες και από εκ Ρώμης φοιτητές.

      Γενικά, στη διάρκεια των τριών τελευταίων προ-χριστιανικών αιώνων, δηλαδή στη διάρκεια των “Ελληνιστικών χρόνων”, που αρχίζουν από τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) και τελειώνουν με την ήττα του Μάρκου Αντώνιου στη ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ.) τρία είναι τα φιλοσοφικά συστήματα που θα επικρατήσουν στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο: Ο Στωικισμός, ο Επικουρισμός και ο Σκεπτικισμός, ενώ αξιόλογη πρόοδο θα καταγράφει στη φιλοσοφία, όπως και στις θρησκείες, στις τέχνες κ.ά., και ο λεγόμενος “Συγκρητισμός”.

      Κατά τον καθηγητή Α. Α. LONG,  «Ο Στωικισμός υπήρξε η σημαντικότερη κίνηση στην ελληνιστική φιλοσοφία, και εκείνη που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση. Για περισσότερο από τέσσερις αιώνες ισχυριζόταν ότι έχει οπαδούς του, μεγάλο αριθμό μορφωμένων ανθρώπων στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, και η επίδραση του δεν περιορίστηκε μόνο στην κλασσική αρχαιότητα….»  (“H Ελληνιστική φιλοσοφία, Στωικοί – Επικούρειοι – Σκεπτικοί”). 

       Όντως, στο δυτικό πολιτισμό και στο χριστιανισμό, προβεβλημένοι Στωικοί σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή περίοδο, άσκησαν μεγάλη επιρροή. Και ως στωικοί πιστώθηκαν στην ιστορία οι Κάτων ο Ιτυκαίος, Κικέρων, Σενέκας, Οκταβιανός-Αύγουστος, Μάρκος Αυρήλιος, κ.ά..

      Κατόπιν τούτου, γενικά και για όλο το διάστημα των Ελληνιστικών χρόνων και μετέπειτα,  μπροστά πρώτο σε σχετική κατάταξη, οι μελετητές,  τοποθετούν το Στωικισμό.

      Ειδικότερα, στα χρόνια της ύστερης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (1ος αι. π.Χ.) και στην Ιταλική χερσόνησο που εξετάζουμε, παρά τις ενδείξεις και περί του αντιθέτου, οι μελετητές δεν διαφοροποιούν τη κατάταξη. Διατηρούν τη πρωτοκαθεδρία του Στωικισμού, τον Επικουρισμό ταξινομούν στη δεύτερη θέση, ενώ η απήχηση της Πλατωνικής και της Αριστοτελικής φιλοσοφίας δείχνει πιο αδύναμη, με τον Πλατωνισμό να ανακάμπτει, όμως δύο αιώνες μετέπειτα με τον «Νεοπλατωνισμό» και τα άλλα παρακλάδια του.    

      Και σε διάφορους λόγους αποδίδουν το γιατί ο προτιμώμενος φιλοσοφικός προσανατολισμός ενός Ρωμαίου, της αριστοκρατικής ελίτ, εμφανίζεται να είναι ο Στωικισμός, με τον Επικουρισμό να έπεται.

       Ο κυριότερος λόγος δείχνει να είναι η φαινομενική αδυναμία των ορθολογικών, μετριοπαθών, ειρηνόφιλων Επικούρειων δογμάτων να συνταιριάσουν με τα αυστηρά Ρωμαϊκά ήθη, με τις συντηρητικές παραδόσεις και με τις αγαπημένες, αριστοκρατικές, αντιλήψεις της άρχουσας τάξης των Ρωμαίων, που ήταν: Η συμμετοχή στην πολιτική, η διάκριση και ανέλιξη σε αξιώματα, η άσκηση εξουσίας, η φιλοπόλεμη διάθεση, η απόκτηση ισχύος και πλούτου βεβαίως, και αυτά σε μια περίοδο ιστορίας της Ρώμης που χαρακτηρίζεται - εν μέσω εποχής βαρβαρότητας -  από μια πρωτοφανή - εκρηκτική κυριολεκτικά -  επέκταση σε χώρο, δύναμη και πλούτο.

      Ο Στωικισμός εξάλλου, είχε προηγηθεί χρονικά ως προς την διείσδυση στη  Ρωμαϊκή κοινωνία, και μάλιστα υψηλά εκπροσωπούμενος,  με τους δασκάλους Παναίτιο, μετέπειτα σχολάρχη της Στοάς στην Αθήνα, και Ποσειδώνιο, τον πολυμαθή Στωικό φιλόσοφο, καθώς και με τον Ρωμαίο ένθερμο υποστηρικτή του Στωικισμού, διάσημο στρατηγό και πολιτικό, Σκιπίωνα Αιμιλιανό (Αφρικανό το νεότερο).

      Όμως, δύο - τρεις γενιές αργότερα, εποχή της ύστερης Δημοκρατίας, εντοπίζουμε τον Επικουρισμό να βρίσκεται σε μια εντυπωσιακά αλλιώτικη κατάσταση, να ακμάζει. Κι’ αυτό διότι είχαν δημιουργηθεί κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις, ώστε να προσληφθεί και αφομοιωθεί από τη Ρωμαϊκή κοινωνία και τον αξιοσέβαστο φιλοσοφικό διάλογο.

      Στη διάρκεια του 1ου π.Χ. αι., η δύναμη της αλήθειας των Επικούρειων ιδεών κατάφερε, να μετατρέψει αυτή, τη “φαινομενικά” απρόσφορη κουλτούρα υποδοχής τους, σε ένα από τα πιο δεκτικά και πρόθυμα ακροατήρια στην ιστορία της σχολής του Επίκουρου, καθιερώνοντας την φιλοσοφία του Αθηναίου σοφού και διαφωτιστή Επίκουρου ως κορυφαία επιλογή σπουδών για τους Ρωμαίους δημοκράτες - φιλοπρόοδους νέους και την Επικούρεια φιλοσοφία δημοφιλή και σε λαϊκά στρώματα.

       Ο D. N. Sedley, στο έργο του: “Epicureanism in the Roman Republic”, διαπιστώνει: «….. Η εποχή του Κικέρωνα (1ος αι. π.Χ.) είναι αξιοσημείωτη, και ενδεχομένως μοναδική, ως προς το βαθμό του απόλυτου σεβασμού που ο Επικουρισμός κατέκτησε μεταξύ των Ρωμαίων πολιτών…».

      Επίσης, ο ίδιος αναφέρει ότι:  «….. Αν και από τα μέσα έως στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ., η Ρώμη είχε καταστεί ισχυρό κέντρο της Στωικής δραστηριότητας, ομολογουμένως, γνωρίζουμε εκπληκτικά λίγους Ρωμαίους σε αυτή τη περίοδο που έγιναν Στωικοί»,

      και  διευκρινίζει:  «Ο Στωικισμός είχε ασφαλώς σημαντικό αντίκτυπο στη Ρωμαϊκή σκέψη στην ύστερη Δημοκρατία, αν και οι Ρωμαίοι που φέρουν επίσημα τη “ταμπέλα” του Στωικού (card - carrying Roman Stoics) αυτό το καιρό φαίνονται σχετικά λίγοι σε αριθμό»……  

      Έπειτα, «Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;»;  (Ο αρχιερεύς Καϊάφας, διαρρηγνύων τα ιμάτια του, στη δίκη του Χριστού (Ματθαίου ΚΣΤ' 63)…….  Χαρακτηριστική είναι η απογοήτευση του Κικέρωνα, του διασημότερου και σκληρότερου επικριτή του Επίκουρου, ο οποίος θρηνολογεί για τη δημοφιλία της Επικούρειας θεωρίας, σε σχέση με την Στωική, γράφοντας: 

       “Άλλοι (εννοεί τους Επικούρειους) έχουν τη γνώμη ότι, η ζωή της τιμής πρέπει να συνδυαστεί με τη ζωή της ευχαρίστησης, συνδυάζοντας σιγά - σιγά ένα ζεύγος που σίγουρα θα εκτρέψει το ‘να -  τ’ άλλο απ’ τη πορεία. Πάντως, αυτών που λένε (εννοεί τους Στωικούς):  “Όχι, ο δρόμος προς τη δόξα οδηγεί κατευθείαν στη γη του μόχθου και της αυτοθυσίας”,  ακούω τα λόγια ν’ αντηχούν σε σχεδόν άδειες αίθουσες διαλέξεων”.

      Ο Κικέρων, διάσημος ρήτορας, πολιτικός και συγγραφέας της Ρώμης, μιλά για ύπαρξη  ενός μεγάλου αριθμού φίλων της Επικούρειας φιλοσοφίας, συμπολιτών του  cum tam multi sint Epicurei.  Από αυτόν τον ίδιο μάλιστα, τα συγγράμματα και τις επιστολές του, γνωρίζουμε τα ονόματα των περισσοτέρων Επικουρείων της Ιταλίας. Και γι’ αυτούς, παρατηρεί, ο Κικέρων:

     “….. Σε μένα το υψηλότερο καλό φαίνεται να βρίσκεται στην ψυχή, σ’ αυτούς στο σώμα. Σε μένα στην αρετή, σ’ αυτούς στην ηδονή. Αλλά αυτοί παλεύουν γι' αυτά που πιστεύουν, και επικαλούνται την αφοσίωση των διπλανών τους. Πράγματι, υπάρχουν πολλοί που προσέρχονται πρόθυμα, συντασσόμενοι στο πλευρό τους..…”.

       Ο Κικέρων υπήρξε σφοδρός αντίπαλος της φιλοσοφίας του Επίκουρου, και στα γραπτά του μπορούμε να δούμε τις αγωνιώδεις προσπάθειες που κατέβαλε για να υπηρετήσει αυτό το σκοπό. Η έμμονη ιδεοληψία του, για τους - τάχα - φοβερούς κινδύνους που διέτρεχε η Ρωμαϊκή κοινωνία από την διείσδυση  Επικούρειων ιδεών σ’ αυτήν,  τον οδήγησε να δηλώσει ανάγκη να τον πολεμήσει “με «άλογο και πόδι” (εννοεί με ιππικό και στρατό), δηλ. με όλες του τις δυνάμεις.

       Στη πραγματικότητα, από τον Επικούρειο Διαφωτισμό, κίνδυνο διέτρεχαν οι αυταρχικές και αντιδημοκρατικές ιδέες, οι αριστοκρατικές αντιλήψεις, οι φοβίες,  θρησκοληψία και δεισιδαιμονίες των ανθρώπων. Η διχόνοια, εξαπάτηση και   εκμετάλλευση του λαού, έναντι συμφερόντων ολίγων.

        Και βέβαια ο Ρωμαϊκός μιλιταρισμός και ιμπεριαλισμός, αιτίες που προκάλεσαν απερίγραπτη δυστυχία και αιματοχυσία στην ανθρωπότητα, εν τέλει δε οδήγησαν σε παρακμή και καταστροφή τον αρχαίο κόσμο και στον υπερχιλιετή μεσαίωνα….

      Όμως και στον ίδιο τον Κικέρωνα, αυτές οι αξίες και ιδανικά που πίστευε και προάσπιζε “με «άλογο και πόδι”, προκάλεσαν και το αξιοθρήνητο τέλος του….

      Περιώνυμοι φίλοι του Κικέρωνα, μερικοί στενοί συνεργάτες του, υπήρξαν φλογεροί Επικούρειοι, τους οποίους, όπως είπαμε, αναφέρει στα κείμενα του. Αναγνωρίζει αυτή την ασυνήθιστη συλλογικότητα φίλων του, παρά τη γνωστή ενάντια στον Επικουρισμό στάση του, με τα εξής λόγια: 

      “Παραμένω σταθερός κατά των Επικούρειων, αν και γνωρίζω τόσους από αυτούς. Και είναι τόσο καλοί άνθρωποι, και τόσο καλοί φίλοι μεταξύ τους”.

      Παρέλκει να μπούμε στο κόπο να συγκεντρώσουμε εμείς ένα κατάλογο Ρωμαίων Επικουρείων.  Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε τη σημαντική παρουσία τους μέσα σ’ αυτή τη γενιά, και μόνο ερευνώντας τις προσπάθειες που κατέβαλε ο επικριτής τους Κικέρων για να τους αντιμετωπίσει.

      Βέβαια, δεν θα συμπεράνουμε την ευδοκίμηση της  Επικούρειας φιλοσοφίας στη Ιταλία, βασιζόμενοι μόνο στα γραφόμενα του Κικέρωνα για τη δημοτικότητά του.  Όμως, μέσα από μια προσεκτική ανάγνωση και αντιπαραβολή των αναφορών του πάνω σ’ αυτό το θέμα, μπορούμε να δείξουμε, αξιόπιστα, τη μεγάλη εισφορά της Επικούρειας φιλοσοφίας στη πνευματική ζωή της Ρώμης, με δεδομένο και ότι ο Κικέρων αποτελεί την μεγαλύτερη, αν όχι την αποκλειστική, ίσως, πηγή πληροφοριών για το θέμα που εξετάζουμε.

      Στους Ρωμαίους, θερμούς θιασώτες του Επικούρου, που μας δίδει ο Κικέρων…. από την Ρωμαϊκή ελίτ προέρχονται όλοι, αφεύκτως, διότι μόνον τους περιώνυμους πολιτικούς, και τους συγγραφείς βεβαίως, κατέγραψε η ιστορία…..  περιλαμβάνονται οι:

       Γάιος Βέλληιος, για τον οποίον ο Κικέρων στο φιλοσοφικό του διάλογο “De Natura Deorum”  γράφει: “…… Gaius Velleius, ένα μέλος της Συγκλήτου, τον οποίον οι Επικούρειοι θεωρούσαν ως τον κορυφαίο Ρωμαίο υποστηρικτή τους, εκείνη την εποχή”,

       Λεύκιος Σαουφέιος,.….Γάιος Βίβιος Πάνσα Καιτρονιανός,…..Λεύκιος Καλπούρνιος Πείσων Καισόνινος,…… Γάιος Τρεμπάτιος Τέστα,….. Γάιος Κάσσιος Λογγίνος,….. Λεύκιος Μάνλιος Τορκουάτος,….. Μάρκος Φάβιος Γάλλος,  κ. ά., όλοι αριστοκρατικής καταγωγής που ανήλθαν κατά καιρούς στα ανώτατα πολιτειακά αξιώματα.

     Καλύτερα πάντως, η θυελλώδης σχέση του Κικέρωνα με τον  Επικουρισμό δείχνεται επισημαίνοντας ότι ο επιστήθιος φίλος και μυστικοσύμβουλος του, ο φημισμένος Ρωμαίος λόγιος Τίτος Πομπόνιος, ο επονομασθείς Αττικός  (110 – 32 π.Χ.), λόγω της  βαθιάς Ελληνικής παιδείας του και της υπερ-εικοσαετούς διαμονής του εις την πόλη της Παλλάδος, ήταν χωρίς αμφιβολία ένας από τους μεγαλύτερους θιασώτες του Επίκουρου. Εκτός, από συμμαθητές και στενοί φίλοι αυτοί οι δύο, Αττικός και Κικέρων,  γνώριζαν πολύ καλά τα Ελληνικά γράμματα και τη φιλοσοφία, έχοντας κάνει λαμπρές σπουδές και στην Αθήνα……

      Η σχέση των δύο ανδρών κράτησε, χωρίς διακοπή και χωρίς σύννεφα, μέχρι τον θάνατό τους. Σε κάθε απουσία τους έγραφαν ο ένας στον άλλον και, περισσότερες από μία φορές την ημέρα. Δείγμα της στενής φιλίας τους, πέραν των εκατοντάδων επιστολών που αντάλλαξαν, είναι και το ότι ο Κικέρων αφιέρωσε στον Αττικό, δύο πραγματείες του: “Περί φιλίας” και “Περί γήρατος”, και ο Αττικός, σε μια περίοδο κινδύνου του Κικέρωνα, όταν ο Κικέρων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα το 49 π.Χ., του δώρισε 250.000 σεστερτίες.  

      Εντούτοις, ο μεν Αττικός αγάπησε, και δια βίου συνετάχθη με τον Επικουρισμό, ο δε Κικέρων  στράφηκε προς τον Πλατωνισμό, που τότε διάνυε την Ακαδημεική – πέμπτη περίοδο του, με σχολάρχη στην Αθήνα τον Αντίοχο Ασκαλωνίτη. Το χειρότερο, ο Κικέρων εξελίχθηκε σε σφοδρό πολέμιο του Επικουρισμού, παρ’ όλο που και για τους τρείς σχολάρχες του “Κήπου Αθηνών” που γνώρισε προσωπικά στη ζωή του, κατά σειράν: Ζήνωνα το Σιδώνιο, Φαίδρο και Πάτρωνα, εκφράζεται με κολακευτικά λόγια.  

      - Τον Ζήνωνα το Σιδώνιο, που γνώρισε - άκουσε κατά τα χρόνια παραμονής (σπουδών)  του στην Αθήνα, χαρακτηρίζει: «κορυφαίο Επικούρειο» (coryphaeus epicureorum).

      - Τον Φαίδρο εκτιμούσε ιδιαίτερα, αποκαλώντας τον “επιφανή φιλόσοφο, άνδρα μεγάλης αξίας και πνευματικό σημείο αναφοράς”. Kαι στο (προαναφερθέν) έργο του “De Natura Deorum” (Περί της φύσεως των Θεών) χρησιμοποίησε, ως πρότυπο, το αντίστοιχο σύγγραμμα του Φαίδρου «Περί Θεών».

      - Τον Πάτρωνα (Patro), που πέρασε κι’ αυτός κάποιο χρόνο στη Ρώμη όπου είχε συναντήσεις και συζητήσεις με ελλόγιμους Ρωμαίους, και σε γραπτά του Κικέρωνα εντοπίζουμε να λέει:   «Έχω κάθε είδους δεσμούς με τον Πάτρωνα τον Επικούρειο, εκτός από το ότι στη φιλοσοφία διαφωνώ κάθετα μαζί του. Όμως, κατά  τις πρώτες ημέρες του στη Ρώμη, ήμουν ένας από αυτούς που ιδιαίτερα επεδίωκε επαφές».

      Ότι όλες αυτές οι φιλοφρονήσεις για τη πολυμάθεια και τον χαρακτήρα προσώπων, που του είναι γνωστά, συγχρόνως και Επικούρειοι, καθώς και παρόμοιες επαινετικές δηλώσεις για τους Φιλόδημο και  Λουκρήτιο, ειπώθηκαν από έναν τόσο οξύ επικριτή της Επικούρειας φιλοσοφίας, - επαναλαμβάνουμε - καταδεικνύει την επιτυχία της Επικούρειας φιλοσοφίας στο να προσελκύει μια αξιοθαύμαστη κατηγορία πιστών της φίλων, ταυτόχρονα και ιδιαίτερα δραστήριων, ηγετικών στελεχών του Ρωμαϊκού κράτους.

       Μια αξιοσημείωτη συγκέντρωση αναφορών, παραπέμπουν στην παρουσία ιδιαίτερα σημαντικού Επικουρισμού και στην περιοχή της Καμπανίας, της εγγύς της Ρώμης περιφέρειας της νοτιοδυτικής Ιταλίας, όπου επιφανείς Ρωμαίοι Επικούρειοι και άλλοι πλούσιοι Ρωμαίοι, είχαν αγροκτήματα ή βίλες.

      Στη Νεάπολη  βρέθηκε επιτύμβια στήλη του 1ο π.Χ. αι., που δηλώνει την  παρουσία του Γάιου Στάλλιου Αουράνου, ενός Επικούρειου, στην περιοχή. Ήταν γνωστός από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και  αγαθοεργίες του, τώρα αναγνωρίζεται και ως Επικούρειος.  Γράφει η επιτύμβια επιγραφή: “Gaius Stallius Hauranus,  κύριος αυτής  της περιοχής, μέρους Επικούρειας κοινότητας που ανθίζει από χαρά”

      Ο Επικουρισμός στην Καμπανία, όμως, διακρίνεται όχι μόνο μέσω συνδέσμων φίλων του, που φαίνεται είχαν ερείσματα στην περιοχή, αλλά και μέσω ενός εξαιρετικά μεγάλου επιστημονικού έργου που συντελείτο εκεί, αναφορικά με την Επικούρεια φιλοσοφία. Και ο πιο αξιόλογος  Επικούρειος διανοούμενος, συγγραφέας και δάσκαλος στην Καμπανία ήταν βέβαια ο Φιλόδημος.

      Τα γραπτά του Φιλόδημου, ήσαν χαμένα στους μεταγενέστερους, όμως -κατά καλή τύχη-    αρκετά απ’ αυτά, σε απανθρακωμένους κυλίνδρους παπύρου, βρεθήκαν σε κρύπτη επιβλητικής βίλας της πόλης Herculaneum της Καμπανίας, που ονομάστηκε “βίλα των παπύρων”, ή “βίλα του Πείσωνα”. Πιθανόν αυτή η “βίλα των παπύρων” να συνέπιπτε και με την Επικούρεια σχολή του Φιλόδημου και οι πάπυροι να συνιστούσαν την βιβλιοθήκη του, που είναι και η μόνη διασωθείσα βιβλιοθήκη της αρχαιότητας.

      Ο φερόμενος ιδιοκτήτης της βίλας, Πείσων, Ρωμαίος συγκλητικός, ήταν ίσως ο πιο αξιοσημείωτος συνεργάτης του Φιλόδημου.  Η στενή φιλία των δύο ανδρών, εκτός από αυτά που γράφει ο Κικέρωνας, προκύπτει και εκ του ότι ένα από τα επιγράμματα του Φιλοδήμου ήταν αφιερωμένο στον Πείσωνα και ότι το έργο του Φιλόδημου: «Περί του καθ΄ Όμηρον αγαθού βασιλέως», απευθύνονταν σ’ αυτόν.

      Ο Κικέρων στο έργο του “In Pisonem” (Κατά του Πείσωνα) εξυμνεί τις αρετές του Φιλοδήμου, λέγοντας γι’ αυτόν:  “……  Τώρα ο Έλληνας για τον οποίο μιλάω (ο Φιλόδημος) είναι ακτινοβόλος όχι μόνο στη φιλοσοφία αλλά και σε άλλα επιτεύγματα, που λέγεται ότι οι Επικούρειοι συνήθως παραμελούν. Επιπλέον, συνθέτει ποίηση τόσο πνευματώδη, εύθετη και κομψή, που καμία άλλη δεν θα μπορούσε να είναι πιο ιδιοφυής”.

     Πέραν της μεγάλης αξίας που έχουν για την Επικούρεια φιλοσοφία και τη διαχρονική της εξέλιξη, τα έργα του Φιλόδημου που βρέθηκαν στο Herculaneum, προφανής είναι η σπουδαιότητα της αρχαιολογικής αυτής ανακάλυψης και ως προς την αποκάλυψη της ισχυρής παρουσίας και επιρροής του Επικουρισμού στους κύκλους της μορφωμένης  κοινωνίας εκείνης της εποχής.

      Ο Φιλόδημος, ωστόσο, δεν υπήρξε ο μόνος μεγάλος Επικούρειος σοφός και δάσκαλος στην Καμπανία, εκείνα τα χρόνια.  Ένας άλλος -μεγάλος-  Επικούρειος λόγιος, ήταν και ο Σείρων (Siro).

      Ο Κικέρων στο έργο του “De Finibus”, στη ανίχνευση και κριτική που κάνει των Επικούρειων θέσεων, αναφέρει τους Φιλόδημο και Σείρωνα ……ως τις σύγχρονες αυθεντίες της Επικούρειας φιλοσοφίας”,  και ισχυρίζεται ότι: “…..είναι εξαιρετικοί και λόγιοι φίλοι” του!

      Και όταν αποκρυπτογραφήθηκε ένα θραύσμα παπύρου από το Herculaneum, όπου ο Φιλόδημος αναφέρεται απευθείας στον Σείρωνα και τη σύνδεσή του με τη Νάπολη, η συσχέτιση των δύο ανδρών επιβεβαιώθηκε.

      Αναφορικά με τον Σείρωνα, στο “Catalepton”, τη συλλογή διαφόρων ποιημάτων και επιγραμμάτων της αρχαιότητας, υπάρχει και το πιο κάτω επίγραμμα, πιθανής συγγραφής από τον Βιργίλιο:

Aπλώνουμε τα πανιά μας για τ' αραξοβόλια της ευδαιμονίας,

γυρεύοντας ένα φορτίο με τα σοφά λόγια του Σείρωνα,

που θ’ απαλλάξει τη ζωή μας από κάθε της έγνοια.

Μικρό σπίτι, του Σείρωνα κάποτε, κι εσύ, ω μικρό χωραφάκι,

οι αληθινοί και τέλειοι θησαυροί ενός τέτοιου δάσκαλου.

       Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Σείρων αξίζει μια θέση δίπλα στον Φιλόδημο, που πολύ κοπίασαν για την προώθηση και διάδοση της φιλοσοφίας του Επίκουρου, σε όλη τη Ρωμαϊκή Ιταλία.

      Από κλασική παράδοση γνωρίζαμε ότι τα νιάτα του Βιργίλιου είχαν περάσει κάτω από την επιρροή του Σείρωνα, όμως ελάχιστα στοιχεία την επιβεβαίωναν, ώσπου Ιταλοί μελετητές, σαν απέκτησαν πρόσβαση σε Ερκουλάνιους παπύρους, αποκρυπτογράφησαν σχέσεις του Φιλόδημου με τους Πλώτιο, Βάριο, Βιργίλιο και Κουϊντίλιο, επιβεβαιώνοντας πως ο Βιργίλιος υπήρξε φίλος και συνεργάτης του Φιλόδημου…..

        ……. και, όπως συλλογίστηκε αργότερα ο μελετητής των παπύρων Gigante: “……. αυτό που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν μια ευφυής εικασία (δηλ. η σχέση Φιλόδημου - Βιργίλιου)  έχει γίνει τώρα μια υπέροχη πραγματικότητα”.

      Στοιχεία για έναν άλλο Επικούρειο λόγιο που εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Καμπανίας, συγκεκριμένα στην πόλη Κύμη, προκύπτουν από γραπτά του Σουετώνιου. Ο Σουετώνιος περιγράφει κάποιον Μάρκο Πομπήλιο Ανδρόνικο, καταγόμενο (κι’ αυτόν) από τη Συρία, ο οποίος λόγω της προσήλωσής του σε Επικούρεια στάση ζωής θεωρήθηκε νωθρός για την εργασία του γραμματικού που έκανε, ακόμα ακατάλληλος να διευθύνει μια σχολή. Συνειδητοποιώντας ότι στη Ρώμη μικράς αποδοχής έχαιρε, μετακόμισε στη Κύμη της Καμπανίας.

     Ο Andronicus στην Κύμη έζησε πολύ φτωχικά, αλλά με ελεύθερο χρόνο για να γράφει βιβλία. Και όντας άπορος αναγκάστηκε να πουλήσει τα αξιοθαύμαστα έργα του, όπως το: “Κριτική στα Χρονικά του Έννιου ”.

      Αναφέραμε ήδη έναν αξιοσημείωτο κατάλογο Επικούρειων λόγιων που έδρασαν στην Ιταλική χερσόνησο, ατελή  ασφαλώς αν δεν αναφερόμαστε και στον σπουδαιότερο! Και ασφαλώς, ο μακράν πιο σημαντικός απ’ όλους τους Λατίνους Επικούρειους είναι ο φημισμένος:  Titus  Lucretius  Carus (c. 99 – c. 55 π.Χ.). 

      Το ανυπέρβλητο έργο του: “De Rerum Natura” (“Περί της φύσεως των πραγμάτων”), φιλοσοφικό και διδακτικό ποίημα, είναι ένα  λογοτεχνικό αριστούργημα της Ρωμαϊκής αρχαιότητας. Επηρέασε την επόμενη γενιά των Ρωμαίων ποιητών (ιδιαίτερα τον Βιργίλιο). Όμως, το πολύ σημαντικό είναι ότι περιγράφει, με άφταστο ποιητικό λόγο, όλες τις Επικούρειες διδασκαλίες και συνιστά τη σημαντικότερη πηγή κατανόησης του Επικουρισμού.

     Και η αξία του έργου “De Rerum Natura” αυξάνει, όταν αναλογιστούμε, ότι είναι το μόνο μεγάλο Επικούρειο σύγγραμμα που σώθηκε ακέραιο, όταν από το μεγάλο συγγραφικό έργο του ίδιου του Επίκουρου, διασώθηκαν μόνον τρεις σύντομες επιστολές και μερικές δεκάδες αποφθέγματα.

      Ο Κικέρων, σύγχρονος του Λουκρήτιου, θα σχολιάσει ότι το ποίημα “De Rerum Natura” περιέχει “λάμψεις ιδιοφυΐας.

       Ο Βιργίλιος σε τρεις διάσημους στίχους των “Γεωργικών” του θα γράψει: «Ευτυχισμένος αυτός που μπόρεσε να γνωρίσει τα αίτια των πραγμάτων και πάτησε χάμω όλους τους φόβους και υπέταξε την αδυσώπητη μοίρα, το βουητό του αχόρταγου Αχέροντα».

        Και ο Οβίδιος, πιο γενναιόδωρος στον έπαινο για τον μόχθο του Λουκρήτιου: “Οι υψηλοί στίχοι του Λουκρήτιου δεν θα χαθούν έως ότου η γη παραδώσει την τελευταία μέρα στην καταστροφή”.

Για τους μεγάλους του Επικουρισμού: Φιλόδημο και Λουκρήτιο θα μιλήσουν διεξοδικότερα επόμενοι ομιλητές, στη συνέχεια των ομιλιών του Συμποσίου.

      Μαζί με τον Λουκρήτιο, οφείλουμε να μνημονεύσουμε και μερικούς άλλους Ρωμαίους λόγιους που εργάστηκαν για τη διάδοση των Επικούρειων διδασκαλιών μέσω του λατινικού λόγου τους.  Ο Κικέρων αναφέρει τον Επικούρειο φιλόσοφο Κάτιο τον  Ίνσουβρο (Ίνσουβροι, Γαλατική φυλή που κατοικούσε στη σημερινή Λομβαρδία) και τον πεζογράφο Γάιο  Αμαφίνιο, ως συγγραφείς προσιτών κειμένων που έδωσαν την Επικούρεια φιλοσοφία στους πληβείους και σε απλούς ανθρώπους.

      Τα έργα του Amafinius γρήγορα «κατέκτησαν την Ιταλία» (“Italiam totam occupa-verunt”) έγραψε o Κικέρων.  Πράγματι, οι Επικούρειες συγγραφές των Κάτιου και Αμαφίνιου και ενός ακόμα, του Ραμπίριου, ήταν οι πρώτες φιλοσοφικές πραγματείες που γράφτηκαν στη λατινική γλώσσα.

      Μια ακόμα προσθήκη στη συλλογή Λατίνων εκφραστών του Επικούρου είναι ο Ιγνάτιος, από την  Ινσουβρία κι’ αυτός. Η δραστηριότητα του τοποθετείται κάπου - πριν το 46 π.Χ. Από τα έργα του διασώθηκαν μόνον δύο αποσπάσματα, που μοιράζονται τον ίδιο στόχο με αυτόν του έργου του Λουκρήτιου: Να εξηγήσει τα Επικούρεια δόγματα μέσω της λατινικής γλώσσας.  Και τα έργα του Ιγνάτιου έχουν ίδιο τίτλο με αυτόν του Λουκρήτιου, ονομάζονται: “De Rerum Natura”.

      Τέλος, από έναν κατάλογο Επικούρειων της Ρώμης στα ύστερα χρόνια της Ρωμαϊκής  Δημοκρατίας, δεν πρέπει να παραληφθεί ο πρωτοπόρος στην Ιατρική Ασκληπιάδης.  Ο Ασκληπιάδης, γιατρός, από την Προύσα της Βιθυνίας, εισήγαγε μια μορφή ιατρικής στη Ρώμη του 1ου π.Χ. αι., βασισμένη στη φυσική (τον ατομισμό) και τον υλισμό του Επίκουρου.

Επίλογος – Συμπέρασμα:

      Η Επικούρεια φιλοσοφία, στα ύστερα χρόνια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, απέκτησε εκφρασμένη και μεγάλη  υποστήριξη από ολόκληρη τη Ρωμαϊκή κοινωνία. 

       - Τόσον από μια ισχυρή ελίτ Ρωμαίων αριστοκρατών …. Αυτός ο ισχυρισμός ενισχύεται αν αναλογισθούμε ότι για καμιά άλλη φιλοσοφική σχολή δεν μπορεί να συνταχθεί μεγάλος κατάλογος υποστηρικτών, ως αυτός που παραθέσαμε πιο πάνω για τους Επικούρειους. 

       -  όσο και από μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων του λαού, όπως σημαίνει η συγγραφή και μεγάλη διάδοση Επικούρειων βιβλίων και ομολογεί, με λύπη του, ο Κικέρων, βλέποντας “σχεδόν άδειες τις αίθουσες διαλέξεων των Στωικών.

       -  και ασφαλώς ανάμεσα στους πεπαιδευμένους, στους ποιητές και στους συγγραφείς, όπως οι μεγάλοι  Αττικός,  Φιλόδημος, Σείρων,  Λουκρήτιος,  Βιργίλιος, Οβίδιος, Οράτιος, για να αναφερθούμε στους πιο ονομαστούς.  

     Σημειώνει, χαρακτηριστικά, ο  Άγγλος πολιτικός και δοκιμιογράφος  Sir William Temple, απ’ τους πρώτους  φίλους της Επικούρειας φιλοσοφίας στη Βρετανία, στο δοκίμιο του: “Upon the Gardens of Epicurus“, 1685:

      «…… Όμως ο Επίκουρος, έχει βρει τόσο μεγάλους υποστηρικτές της αρετής του, όπως και των γνώσεων και επινοήσεων του, ώστε δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω. Εν τούτοις, ακόμα κι’ αν όλα αποτύγχαναν, ο Επίκουρος θα βρισκόταν πολύ καλά προστατευμένος, ως από την ανωτερότητα πολλών μελών της ανά τους αιώνες ομάδας υποστηρικτών του, και ιδιαίτερα εκείνων που βρέθηκαν κοντά στα σπουδαιότερα της ιστορίας πρόσωπα και γεγονότα. 

       Δεν χρειάζεται να ονομάσω περισσότερους από τον Καίσαρα, τον Αττικό, τον Μαικήνα, τον Λουκρήτιο, τον Βιργίλιο, τον Οράτιο.  Όλοι, άντρες αξιοθαύμαστοι στα δικά τους διαφορετικά πεδία και ενδεχομένως απαράμιλλοι στην ιστορία…».

     Για την επιτυχία του Επικουρισμού στα χρόνια της ύστερης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, εξηγούν ότι:… Οι ανελέητοι πόλεμοι, οι σκληρές κοινωνικές αντιπαραθέσεις, γενικά τα τρομερά γεγονότα που σημάδεψαν τις δύο τελευταίες γενιές της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, οι εμπειρίες που κατέλειπαν όλα αυτά, επέτρεψαν - τελικά - στο δόγμα του Επίκουρου να συνηχήσει με τη κοινωνικό-πολιτιστική κατεύθυνση της εποχής.

     Και αυτή η ερμηνεία,  φαίνεται, να εξηγεί την επιτυχία του Ρωμαϊκού Επικουρισμού, καθώς δείχνει να ερμηνεύει και τη χρονολογική του διακύμανση, αποκαλύπτοντας γιατί η ελκυστικότητα της Επικούρειας φιλοσοφίας μειώθηκε, όταν η Ρωμαϊκή Δημοκρατία (Roman Republic: 509–27 π.Χ.)  περιέπεσε στο καθεστώς της Ηγεμονίας (Principate 27 π.Χ. – 284 μ.Χ.) – Αυτοκρατορίας (Roman Empire 27 π.Χ. – 395 μ.Χ.).

      Συνοψίζοντας το συμπέρασμα μας:…     Η Επικούρεια φιλοσοφία με τις ανθρώπινες, φιλελεύθερες και πρωτοποριακές δοξασίες της,  τις χρήσιμες - χρηστικές κωδικοποιημένες αρχές της, όπως φ.ε. είναι οι "Κύριες Δόξες" του Επικούρου και η “Tετραφάρμακος του Φιλόδημου”, βρήκε σημαντικότατη απήχηση στους Ρωμαίους των ύστερων χρόνων της Δημοκρατίας, όλων των τάξεων.

       Ο Ρωμαϊκός κόσμος του 1ου π.Χ. αι. ένθερμα ανταποκρίθηκε στη μόνη φιλοσοφία Διαφωτισμού, την Επικούρεια, που τους προσέγγισε για να τους διδάξει την σπουδαιότητα του ορθολογισμού και της φρόνησης, τη μεγάλη αξία της ανθρώπινης φιλίας, την εγκυρότητα των αισθήσεων, το πως θα φθάσουμε με βεβαιότητα στην επιστημονική γνώση, ποια τα κριτήρια της αλήθειας, ποια η αδιάψευστη φύση των πραγμάτων.

       Ακόμα, πως η “αταραξία της ψυχής”, καθώς και η  συγγενής με τη φύση μας “ηδονή” συνιστούν, ως μείζονα αγαθά, αρχή και σκοπό μιας ευτυχισμένης ζωής.

 

ΤΕΛΟΣ





                               
       

                             

       

                                                                                                          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου