Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2022

H ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ

 H  ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 1) Γενικά

2) Η Αιτιοκρατία (Ντετερμινισμός)

         ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι:  P. S. de Laplace: “Essai Philosophique Sur Les Probabilites

           ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΙ:   ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ από τη φυσική επιστήμη

3) Η Αναιτιοκρατία (Ιντετερμινισμός)

4) Η Πιθανοκρατία της σύγχρονης φυσικής

         -   Η ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΚΒΑΝΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

          -   ΦΥΣΙΚΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΜΕΤΑΣΤΡΑΦΕΝΤΕΣ ΣΤΟΝ ΙΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟ

         -   ΦΥΣΙΚΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΥ

         -   ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

         -   ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΙΙ: O Χάιζενμπεργκ και το βιβλίο του “Φυσική και Φιλοσοφία”

         - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV: Περί του αν οι κοινωνικοί – πολιτικοί – ιδεολογικοί και πολιτισμικοί παράγοντες της εποχής συνέβαλαν στην αποδοχή της Αναιτιοκρατίας στην Κβαντική θεωρία

5) Ο Επίκουρος: Φυσική θεωρία - Παρέγκλιση και Τυχαιότητα

          5.1) Μερικά αποσπάσματα από Επικούρεια συγγράμματα

          5.2)  Η επινόηση (το "επαγωγικό άλμα") της “παρέγκλισης”

          5.3)  Από την (ατομική) φυσική των Ελλήνων

          5.4)  Η “(Επικούρεια) παρέγκλιση”

 6) Η Ελεύθερη βούληση των ανθρώπων

 7) Ο Επικούρειος "Κανών"

 8) Επίλογος

ΠΡΟΣΘΗΚΗ: “Η αιτιότητα και η αναιτιότητα. Η Επικούρεια θέση”..... Το κείμενο της ομιλίας μου σε φίλους της Επικούρειας φιλοσοφίας  (“ΚΗΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ”) στις 7-11-2022



1) Γενικά

     Αιτιότητα (Causality) ονομάζεται η σχέση μεταξύ αιτίας και αιτιατού (αποτελέσματος). Αποτελεί σημαντικό ζήτημα του φιλοσοφικού στοχασμού ήδη από την ύστερη αρχαιότητα, σήμερα είναι ζητούμενο σε όλες τις σύγχρονες Επιστήμες, Θετικές και Θεωρητικές, σ’ ολόκληρο σχεδόν το φάσμα τους.

     Ο Πλάτωνας (427-347 π.Χ.), στον διάλογο “Τίμαιος”, κάνει λόγο περί Αιτιών, τις οποίες διαιρεί σε:

 1) Πρώτες Αιτίες, όπου κατατάσσει τις “Ιδέες” και

2) Δεύτερες ή Ξυναίτια, που αφορούν τα υλικά πράγματα. 

       Ο Δημόκριτος (460 -370 ή 360) θα πει: "Είναι προτιμότερο να βρεις ένα αίτιο, παρά να αποκτήσεις τη βασιλεία των Περσών".

        Ο Αριστοτέλης, στα “Μετά τα φυσικά”, αφού ορίζει την φιλοσοφία επιστήμη της αληθείας, που έχει σαν σκοπό, η μεν θεωρητική (φιλοσοφία) την αλήθεια, η δε πρακτική το έργο, στην συνέχεια, συμπληρώνει ότι: Δεν γνωρίζουμε το αληθές χωρίς την αιτία….      

       «Ορθώς δ’ έχει και το καλείσθαι την φιλοσοφίαν επιστήμην της αληθείας. Θεωρητικής μεν τέλος αλήθεια, πρακτικής δε έργον…….Ουκ ίσμεν δε το αληθές άνευ της αιτίας».

 “Μετά τα φυσικά” Α έλ., 993b,21-26

        Έτσι, οι θεωρητικές επιστήμες λογίζονται ανώτερες των εμπειρικών (πρακτικών)  “Διό καί τούς άρχιτέκτονας περί έκαστον τιμιωτέρους καί μάλλον είδέναι νομίζομεν τών χειροτεχνών καί σοφωτέρους, ότι τάς αίτίας τών ποιουμένων ίσασιν”   (“Μετά τα φυσικά” Α, 981a,33).

        Η κάθε γένεση και φθορά των υλικών πραγμάτων είναι αυτή που μας αναγκάζει να ερευνούμε «δια τι τούτο συμβαίνει και τι το αίτιον. Ου γαρ δη το γ’ υποκείμενον αυτό ποιεί μεταβάλλειν εαυτό…». Αναζητούμε, λοιπόν, την αιτία στη μεταβολή κάθε πράγματος (υποκειμένου), διότι αυτό από μόνο του δεν μπορεί να μεταβάλλει τον εαυτό του (“Μετά τα φυσικά” Α, 984a,21-24).  

          Η σοφία, επομένως, ολοφάνερο, είναι η επιστήμη των αιτιών και των αρχών Ότι μεν ουν η σοφία περί τίνας αιτίας και αρχάς εστίν επιστήμη, δήλον») (“Μετά τα φυσικά” Α, 982a,1)
             Και στο ερώτημα ποια είδη αιτίων, απαντά πως υπάρχουν τέσσερα είδη αιτιών («Τα δε αίτια λέγεται τετραχώς»):

1) Ουσίας:   “Ουσία και το τι ήν είναι”, ανάγεται γαρ το δια τι εις τον λόγον έσχατον, αίτιον δε και αρχή το δια τι το πρώτον

2) Ύλης:  Ύλης και ότι υπόκειται εις αυτήν, “εξ ου γίνεταί τι”, αυτό από το οποίον γίνεται ένα πράγμα και που υπάρχει και στο παράγωγο ως συστατικό του στοιχείο.

3) Όθεν η αρχή της κινήσεως: Πόθεν η αρχή της κινήσεως. Η εξ ου η μεταβολή (ποιητική αιτία). Δηλώνει εκείνο από το οποίον προέρχεται η πρώτη αρχή της κίνησης. 

4) Αντικειμένης αιτίας ταύτη, το ου ένεκα και τ’αγαθόν Η τελική αιτία, το δια ποιον λόγο και το αγαθόν, καθόσον τούτο, το αγαθόν, είναι το τέλος, δηλ. ο σκοπός, πάσης γενέσεως και κινήσεως.

“Μετά τα φυσικά” Α, 981a,28-36

     Το συνηθισμένο όνομα των τεσσάρων αιτιών του Αριστοτέλη είναι: Ύλη, Μορφή, Δρώσα δύναμις και Σκοπός. (Στον Αριστοτέλη οι έννοιες:  Ύλη, Ουσία, Μορφή, συχνά συγχέονται)  Και τα τέσσερα «αίτια» του θεωρούσε απαραίτητα για την παραγωγή επιστημονικού αποτελέσματος (γνώσης - σοφίας). Και, η, υπό τις τέσσερες αυτές μορφές, εκδοχή της αιτιότητας ήταν ευρέως γνωστή και αποδεκτή μέχρι τον Μεσαίωνα.

   Κατά τον Σταγειρίτη σοφό, για τους “μονιστές” φιλόσοφους, δηλ. για όσους «περί του παντός ως αν μιάς ούσης φύσεως απεφήναντο», δεν γίνεται κανένας λόγος για «αίτια»…..

……διότι για την ύπαρξη μιας αιτίας απαιτούνται δύο παράγοντες, ο ενεργών και ο υφιστάμενος την ενέργεια. Έτσι, αυτοί που νομίζουν «εν το παν», δεν μνημονεύονται για καμία αιτιώδη αλληλουχία.

  Όμως, ακόμα και ο Παρμενίδης, ως από την πραγματικότητα των φαινομένων (του αισθητού κόσμου), αναγκάσθηκε να παραδεχθεί δύο τις αιτίες και δύο τις αρχές. Το μεν “εν” (ιδεατό) να αντιστοιχεί προς τον λόγο (την ιδεατή-λογική σκέψη), τα δε “πολλά” (αισθητά) να ανταποκρίνονται προς την αισθησιακή αντίληψη. Και στο μεν “εν” αντιλαμβάνεται “το Όν”, στα δε “πολλά” “το μη Όν”! 

 «….εξ ανάγκης έν οίεται είναι το ον και άλλο ουδέν…αναγκαζόμενος ακολουθείν τοις φαινομένοις, και το εν μεν κατά λόγον πλείω δε κατ’ αίσθησιν υπολαμβάνων είναι, δύο τας αιτίας και δύο τας αρχάς πάλιν τίθησι…..κατά μεν το ον…….θάτερον δε κατά το μη ον».

“Μετά τα φυσικά” Α, 986b,12-39, 987a 1-2

       Στο άρθρο μας αυτό θα μας απασχολήσουν τα "Αίτια" εις τα οποία οφείλονται οι μεταβολές - όχι των ιδεατών, αλλά - των υλικών αντικείμενων, αυτών δηλ. που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις, με άλλα λόγια, η "Αιτιότητα" στον χώρο των φυσικών φαινομένων.

       Δεν πρόκειται για πραγματεία της Φυσικής. Μια ματιά ρίχνουμε στον αντίκτυπο που έχει η αιτιότητα πάνω στον φιλοσοφικό στοχασμό, ιδίως στον τομέα της ηθικής…

          Ήδη όμως και από τις απαρχές των συζητήσεων περί Αιτιότητας, διαμορφώνονται δύο αντίθετες απόψεις πάνω στο θέμα. Η πρώτη δέχεται ότι οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο, είναι συνέπεια μιας προϋπάρχουσας αιτίας (ή μιας ακολουθίας αιτιών). Ότι δηλαδή, πίσω από κάθε επακόλουθο υπάρχει, κρύβεται πολλές φορές, ένα τουλάχιστον αίτιο. Έτσι, στον άπειρο κόσμο, κάθε συμβάν θεωρείται ταυτόχρονα απόρροια, αλλά και γενεσιουργός αιτία άλλου. Η Ζωή εξηγείται σαν μια φυσικό-χημική διαδικασία που καθορίζεται από Νόμους, που υποτάσσονται πλήρως στην Αιτιότητα.

     Τέτοιες απόψεις είναι αυτές, που συνιστούν την θεωρία της Αιτιοκρατίας (Ντετερμινισμού). Ακριβώς αντίθετη θεωρία, είναι αυτή της Αναιτιοκρατίας (Ιντετερμινισμού), η οποία μόνο χρονική αλληλουχία και τυχαιότητα αναγνωρίζει στα γεγονότα και καμία μεταξύ τους σκοπιμότητα.

     Δεν είναι λίγοι οι διανοούμενοι που, επιφυλασσόμενοι, δεν εντάσσονται σε καμιά από τις δυο πιο πάνω βασικές θεωρίες. Άλλοι πάλι ποσώς προβληματίζονται περί αιτιότητας, αφού δεν δέχονται ότι στον κόσμο συμβαίνει οποιαδήποτε μεταβολή, ή κίνηση. Φερ’ ειπείν οι Ελεάτες (Παρμενίδης, 6ος/5ος αι. π.Χ. κ.ά.) δίδασκαν πως ό,τι βλέπουμε ως αλλαγή, δεν είναι παρά μια αυταπάτη. Σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι σαφές, χωρίς έρευνα, ποιο από δυο συσχετιζόμενα γεγονότα αποτελεί το αίτιο, ή είναι το παρεπόμενο του άλλου…

      «Ποιο, αλήθεια, έγινε πρώτα: η κότα, ή το αυγό»;… Αν και σ’ αυτό το ερώτημα ο σύγχρονος Βέλγος συγγραφέας Paul Carvel έχει δώσει την ευφυέστατη απάντηση: «Εξαρτάται, σημασία έχει, πότε πέρασε απ’ το κοτέτσι ο κόκορας»!

 

2) Η Αιτιοκρατία (Ντετερμινισμός)

     Σύμφωνα με την θεμελιώδη αρχή της Αιτιοκρατίας (Ντετερμινισμού) τίποτε στον κόσμο δεν δημιουργείται εκ του μηδενός. Κάθε τι προέρχεται από κάτι άλλο, τα πάντα στον κόσμο γίνονται κατόπιν αιτιώδους συνάφειας. Κάθε γεγονός, λοιπόν, συνδέεται με αλυσιδωτή σχέση με τις προγενέστερες καταστάσεις. Δεν υπάρχουν ανεξήγητα, ή τυχαία γεγονότα. Η ιδέα μάλιστα ότι το σύμπαν ολόκληρο διέπεται από μια - μόνη - Νομοτέλεια, δηλαδή ότι αποτελεί ένα ενιαίο ντετερμινιστικό σύστημα, έχει επιδράσει με καθοριστικό τρόπο στις Δυτικές φιλοσοφικές και θρησκευτικές αντιλήψεις.

     Η Αρχή της Αιτιοκρατίας, απαντάται το πρώτον στον Ηράκλειτο (6ος/5ος αι. π.Χ.) όταν αυτός λέγει ότι τα πάντα γίνονται “…..κατά λόγον  (με λογική (αιτία) και κατά χρεών (από αναγκαιότητα)”.

      Όμοια και σαφέστερα εκφράζεται στους Ατομικούς φιλόσοφους Λεύκιππο (ιδρυτή της Ατομικής θεωρίας) και Δημόκριτο (θεμελιωτή της Ατομικής θεωρίας)…. 

- “Ουδέν χρήμα (πράγμα) μάτην γίγνεται, αλλά πάντα εκ λόγου τε και υπ’ ανάγκης” ,

“Μηδέν εκ του μη όντος γίνεσθαι, μηδ’ ες το μη ον φθείρεσθαι” και 

- “Πάντα τε κατ’ ανάγκην γίνεσθαι”.

     Ο Εμπεδοκλής (495-435 π.Χ.) είχε προβάλει την έξοχη θεωρία ότι τα υπάρχοντα ζωικά είδη, ως εκ της φαινομένης προσαρμογής των μερών τους σε συγκεκριμένους σκοπούς, είναι προϊόντα μιας φυσικής επιλογής κατά την οποίαν επιβιώνουν τα πιο ικανά. Από την τεράστια ποικιλία ειδών, “τα επιτηδείως συστάντα” επιβίωσαν.

      Ο Πλάτωνας αντιπαθούσε τον Δημόκριτο (460-370 π.Χ.) και τις απόψεις του, σε σημείο μάλιστα να εύχεται να καούν όλα τα βιβλία του! (Διογένης Λαέρτιος). Όμως στον “Τίμαιο” εξέφρασε σκέψεις συγγενικές προς αυτές των Ατομικών φιλοσόφων, ομιλώντας για την ύλη και για το πως ο Θεός σχεδίασε το Σύμπαν.

     Η Αριστοτελική σκέψη προχώρησε ακόμα πιο πέρα από την απλή (τυφλή) αναγκαιότητα του Δημόκριτου. Ο Αριστοτέλης προσδίδει σ’ όλα τα πράγματα της φύσης ένα σκοπό για τον οποίο συμβαίνουν, μια “τελική αιτία” για την οποίαν γίνονται (Άνευ αιτίου ουδέν εστίν). Στην Αριστοτελική φυσική όλες οι αιτιακές σχέσεις είναι τελεολογικές, για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, η Αιτιοκρατία είναι καθαρή “Τελεολογία”, χωρίς μεταφυσικές έννοιες.

 Στην “Τελεολογία”, αρχικός σκοπός και αποτέλεσμα (αρχή και τέλος της διαδικασίας) ταυτίζονται.      Πρόκειται, άρα, για ένα κλειστό – κυκλικό σύστημα σκέψης.

      Οι Στωικοί φιλόσοφοι πίστευαν ότι ο κόσμος διέπεται από μια θεία τάξη και από μια αδήριτη αναγκαιότητα, την “Ειμαρμένη”, σύμφωνα με την οποίαν ο,τιδήποτε εκδηλώνεται στο σύμπαν είναι αυστηρά προκαθορισμένο και δεν αλλάζει με τίποτα.

      Ο Αθηναίος φιλόσοφος Επίκουρος (341-270 π.Χ.), στα πλαίσια της ορθολογικής φυσικής του φιλοσοφίας, της βασισμένης στην παρατήρηση και το πείραμα, πίστευε ότι όλα στη φύση γίνονται, όχι βέβαια κάτω από την επενέργεια θεϊκών ή άλλων μυστηριωδών δυνάμεων και κατά τα “καπρίτσια” τους, αλλά επί τη βάσει σταθερών και ακλόνητων (φυσικών) νόμων (Χαρακτηριστικά, βλ. Λουκρήτιου “De Rerum Natura”, ο ύμνος προς τον Επίκουρο). 

      Ωστόσο, προκειμένου να αιτιολογήσει το απρόοπτο στη Φύση, τις απειράριθμες κάθε είδους μεταβολές και μεταλλάξεις που συμβαίνουν χωρίς σταματημό στον κόσμο, καθώς και την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων, διατύπωσε την όλως ιδιοφυή θεωρία της “παρέκκλισης” κατά την κίνηση των ατόμων της ύλης. Πρωτότυπη ιδέα, που προέκυψε ως  ένα "επαγωγικό άλμα" στη σκέψη του Επίκουρου, η οποία όμως εκπληκτικά προσιδιάζει στη σύγχρονη θεωρία της κβαντικής φυσικής και τα συμπεράσματα της για την αναιτιότητα και την τυχαιότητα των φυσικών φαινομένων……

          Έτσι, η Φυσική φιλοσοφία του Επίκουρου, ως προς το θέμα Αιτιότητας  - Αναιτιότητας  άπτεται (κάνει λόγο - συμπεριλαμβάνει) και των δύο απόψεων, όπως αναλυτικά στο κεφ. 5 του παρόντος θα δείξουμε.

 Στις συγγραφές Λατίνων ποιητών και διανοούμενων αφθονούν αναφορές σχετιζόμενες με την Αιτιοκρατία. Μερικά Λατινικά ρητά, που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα σε λόγιες εκφράσεις, είναι:

- Omnia causa fiunt  (Όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο)

- Natura nihil fit in frustra  (Η Φύση δεν κάνει τίποτα χωρίς λόγο)

- Ratio legis est anima legis  (Η αιτία του νόμου είναι η ψυχή του νόμου)

- Post hoc, ergo propter hoc  (Κατόπιν αυτού, άρα εξαιτίας αυτού).

- Ας αναφερθεί εδώ και το motto του Καρδινάλιου Ρισελιέ (1585-1642), του πανίσχυρου πρωθυπουργού του Λουδοβίκου ΙΓ' : “Tout par raison (Όλα για κάποιον λόγο).

      Ο Θωμάς Ακινάτης (1225 – 1274), ο εκπρόσωπος του “Σχολαστικισμού”, που άσκησε -μακράν- τη μεγαλύτερη επιρροή κατά τον μεσαίωνα, συρράπτοντας τη Χριστιανική θεολογία με την Αριστοτελική φιλοσοφία (και με κάποιες αποκλίσεις προς την Πλατωνική φιλοσοφία), προσπάθησε να υποστηρίξει την πίστη με την λογική, με το να επεξηγεί τα μυστήρια της Εκκλησίας με μεθόδους των (φυσικών) επιστημών.

     Παρ’ όλο που πίστευε ότι η ύπαρξη του Θεού είναι αυτονόητη από μόνη της, διερεύνησε με λεπτομέρεια πέντε επιχειρήματα για την ύπαρξη του, ευρέως γνωστά ως “Πέντε δρόμοι (ή τρόποι)” (“quinque viae”). Βάση της επιχειρηματολογίας του (για την ύπαρξη του Υψίστου) αποτελεί το Αριστοτελικό (ακίνητο) πρώτο κινούν, από το οποίον θεωρεί ότι εκπορεύεται η άπειρη αλυσίδα αιτιών κάθε κίνησης. Έτσι, ο Ακινάτης, αναγόμενος από αιτίου εις αίτιον καταλήγει στο πρώτο αίτιο άνευ ποιούντος αιτίου, δηλ. στο Θεό!

 ΣΗΜ: Τυχαία “περιστατικά” που αποδίδονται από κάποιους στην (ανεξερεύνητη) θέληση - επέμβαση κάποιας Ανώτερης Δύναμης”, δηλ. σε “θαύμα”, δεν είναι, ασφαλώς, αντικείμενο της πραγματείας μας αυτής.....

        Στα νεότερα χρόνια:

     Στην φιλοσοφική αντίληψη φιλοσόφων όπως των Φράνσις Μπέικον, Γαλιλαίου, Καρτέσιου, Νεύτωνα, Μιχαήλ Λομονόσοφ, Λαπλάς (βλ. πιο κάτω στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι), Σπινόζα και Γάλλων υλιστών του 18ου αι., η Αιτιοκρατία ταυτίζεται με την Αναγκαιότητα, χαρακτηριζόμενη από μηχανιστικές και αφηρημένες ιδέες, ενώ ο αντικειμενικός χαρακτήρας της Τυχαιότητας απορρίπτεται.

      Στους φυσικούς και φιλοσόφους η φιλοσοφία της “Αιτιότητας”  (Ντετερμινισμού) είναι κυρίως συνδεδεμένη με  την έννοια της “Νομοκρατίας”, δηλαδή με την αντίληψη ότι όλα όσα συμβαίνουν στην φύση, υπόκεινται σε νόμους που ισχύουν χωρίς εξαίρεση. Και συνάδει με την Καντιανή έννοια της αιτιότητας (ως συμμόρφωσης στο νόμο), κυρίως όμως με τη Φυσική του Νεύτωνα, σύμφωνα με την οποίαν οι θεμελιώδεις συνθήκες που έχουν εγκατασταθεί στο σύμπαν από το ξεκίνημα του, δημιουργούν γεγονότα, ή εξελίξεις αναπόφευκτες και με τρόπο μονοσήμαντο.

     Έτσι, που αν ήταν δυνατόν (πράγμα βεβαίως παντελώς αδύνατον) να γνωρίζουμε το σύνολο της ύλης και τους νόμους που διέπουν τον κόσμο, θα ήταν εφικτό να προσομοιάσουμε κάθε σημείο του σύμπαντος, σε οποιοδήποτε χρόνο!

     Το ζήτημα της δυνατότητας επίτευξης αξιόπιστων προβλέψεων σε σύνθετους τομείς μέσω υπολογισμού, θα αμφισβητηθεί μόνο με το έργο του Henri Poincaré και θα φτάσει στο ευρύ κοινό μόνο με τη “θεωρία του χάους”.

      Η θεωρία του χάους υποστηρίζει ότι μια πολύ μικρή απόκλιση σε μια παράμετρο μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στην προκύπτουσα κατάσταση σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

     Ο Νεύτωνας (1643-1727)  δήλωνε πως δεν έκανε υποθέσεις και πως είχε συμπεράνει τις βασικές του έννοιες και νόμους από τα πειραματικά ευρήματα κατά τρόπο αιτιακό.

     Αντίστροφα, ο Αϊνστάιν (1879–1955) πίστευε πως ο φυσικός επιστήμονας φτάνει στη θεωρία του μόνο μέσω θεωρητικών διαλογισμών, και “αξιωματικών υποθέσεων”. Κατόπιν συνεχίζει την μελέτη του “απαγωγικά”, δηλ. από την “υπό υπόθεση” θεωρία του προς τα γεγονότα και τα πειράματα δεδομένα. Γι’ αυτό το λόγο, κάθε θεωρία υπόκειται σε παραπέρα τροποποίηση και αναδόμηση, με την έλευση νέων τεκμηρίων που είναι ασυμβίβαστα με τις βασικές – αρχικές υποθέσεις.  

      Η, κατά τα άλλα ρηξικέλευθη, θεωρία της Σχετικότητας του Einstein δεν αμφισβήτησε την πιο πάνω καθιερωμένη αρχή της Αιτιότητας -  Αιτιοκρατίας. Η Νευτώνεια και η Σχετικιστική Φυσική, λοιπόν, εντάσσονται στην Ντετερμινιστική λογική και με την αντίληψη αυτή υπηρέτησαν και υπηρετούν την επιστήμη και τη θεωρητική σκέψη με μεγάλη επιτυχία.

  Χαρακτηριστικό είναι ότι και για τις δύο πιο πάνω θεωρίες (Νευτώνεια και η Σχετικιστική) ισχύει: Η κατάσταση κάθε απομονωμένου συστήματος σε μια δεδομένη χρονική στιγμή δίδεται με ακρίβεια, μονάχα όταν καθορίζονται αριθμοί που προσδιορίζουν τη θέση και την ορμή κάθε μάζας του συστήματος, κατ’ εκείνη τη χρονική στιγμή. Δεν εμφανίζονται αριθμοί που να αναφέρονται σε πιθανότητα.

       Έτσι, η έννοια της αστοχίας, της πιθανότητας και του τυχαίου, στις πιο πάνω θεωρίες Νεύτωνα και Αϊνστάιν, λογίζονται – υπάγονται,  μόνον, στην γενική “θεωρία σφαλμάτων”.

     Όμως, στο μεταίχμιο του 20ουαι., τόσο στην κλίμακα του σύμπαντος (μεγάκοσμος), όσο και σ’ αυτήν του ατόμου της ύλης (μικρόκοσμος), εμφανίζονται σοβαρά προβλήματα, στα οποία η καθιερωμένη φυσική του Νεύτωνα, καθώς και η αντίληψη πως ο φυσικός μπορεί να συνάγει θεωρητικές έννοιες από πειραματικά δεδομένα, αμφισβητήθηκαν, καθότι βρέθηκαν σε αδυναμία να απαντήσουν και να δώσουν λύσεις. Συναφώς αμφισβητήθηκε και ο συνεπαγόμενος της Νευτώνειας φυσικής Ντετερμινισμός.

      Και αυτόν, τον ιδιαίτερο προβληματισμό πάνω στην αρχή της αιτιοκρατικής εξήγησης παράξενων και ανεξήγητων φαινομένων που διαπίστωναν διενεργώντας κάποια νέα πειράματα (όπως  των Μάικελσον και Μόρλυ και της θερμικής ακτινοβολίας του μέλανος σώματος), έφερε η Κβαντική - Κβαντομηχανική θεωρία (ονομάσθηκαν έτσι από την λατινική λέξη “quantum” που σημαίνει ποσότητα), που προτάθηκε, ακριβώς, για να τα εξηγήσει.

     Κυρίως, η Κβαντική - Κβαντομηχανική θεωρία ερμηνεύτηκε από την λεγόμενη Σχολή της Κοπεγχάγης, και την “Αρχή της Αβεβαιότητας (Απροσδιοριστίας)” του Χάιζενμπεργκ (Werner Karl Heisenberg, 1901-1976), οι οποίες - με δυνατή πλειοψηφία των φυσικών επιστημόνων - εγκατέλειψαν την αιτιοκρατική ερμηνεία της φύσης και τάχθηκαν με την άποψη της τυχαιότητας, ακριβέστερα με την πιθανοκρατία στην φύση. (Βλ. κεφάλαιο 4 του παρόντος άρθρου)….

  ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι:  Pierre Simon de Laplace: “Essai Philosophique Sur Les Probabilites

     “Πατριάρχης” του Ντετερμινισμού, μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε ο ονομαστός Γάλλος μαθηματικός, αστρονόμος, φυσικός, πολιτικός και φιλόσοφος Pierre - Simon de Laplace, με το έργο του: “Essai Philosophique Sur Les Probabilites”, ενός πολυσυζητημένου φιλοσοφικού δοκιμίου για τις πιθανότητες.

     Γράφει στην Εισαγωγή του δοκιμίου του: «Πρέπει λοιπόν να θεωρήσουμε την παρούσα κατάσταση του Σύμπαντος ως αποτέλεσμα της προηγούμενης κατάστασής του και ως αιτία αυτού που πρόκειται να ακολουθήσει. Μια νοημοσύνη” (Une intelligence) που, για μια δεδομένη στιγμή, θα γνώριζε όλες τις δυνάμεις με τις οποίες εμψυχώνεται η φύση και την αντίστοιχη κατάσταση των όντων που τη συνθέτουν, αν επιπλέον ήταν αρκετά μεγάλη για να υποβάλει αυτά τα δεδομένα στην ανάλυση, θα περιλάμβανε στις ίδιες διατυπώσεις [μαθηματικούς τύπους] τις κινήσεις των μεγαλύτερων σωμάτων στο σύμπαν και εκείνων του ελαφρύτερου ατόμου:  Τίποτα δεν θα ήταν αβέβαιο για εκείνη [τη Νοημοσύνη - Διάνοια] και το μέλλον, καθώς το παρελθόν, θα ήταν παρόν στα μάτια της».  

     Αυτή η “Νοημοσύνη” αναφέρεται ως “Ο δαίμονας του Λαπλάς (démon de Laplace)” (Ανάλογος ο “δαίμονας του Maxwell”). Η περιγραφή της υποθετικής νοημοσύνης που περιγράφεται για τον Λαπλάς, ως μικρός διάβολος, δεν προέρχεται, ωστόσο, από τον Laplace, αλλά από εξεζητημένες βιογραφίες του.  Ο Laplace ήλπιζε ότι η ανθρωπότητα θα είχε βελτιώσει την επιστημονική της κατανόηση για τον κόσμο και πίστευε ότι, αν αυτή ολοκληρωνόταν, θα χρειαζόταν ακόμα μια εξαιρετική ικανότητα υπολογισμού για να τον προσδιορίσει πλήρως σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή.

      Και μια μαρτυρία σχετικά με την αντίληψη του Laplace περί “θείας πρόνοιας” 

      Ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο που -αποδίδεται- στον Λαπλάς και στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, 1ο  Ύπατο κατ’ εκείνη την εποχή, σύμφωνα με τον Hervé Charles Antoine Faye, στρατιωτικό και πολιτικό μηχανικό (1763-1825) περιγράφεται πιο κάτω: 

      Καθώς ο πολίτης Λαπλάς παρουσίαζε στον στρατηγό Βοναπάρτη την πρώτη έκδοση της Έκθεσης του Συστήματος του Κόσμου, ο στρατηγός του είπε: “Ο Νεύτων μίλησε για τον Θεό στο βιβλίο του. Έχω ψάξει το δικό σου βιβλίο, στο παρελθόν, και δεν έχω βρει ούτε μια φορά αυτό το όνομα”.

      Πράγματι, ο Νεύτωνας είχε πει ότι: “Αυτή η αξιοθαύμαστη διάταξη του Ήλιου, των πλανητών και των κομητών μπορεί να είναι έργο μόνο ενός ευφυούς και παντοδύναμου όντος”. Και πίστευε ότι η θεϊκή παρέμβαση ήταν απαραίτητη για την τακτική αποκατάσταση της τάξης στο Ηλιακό Σύστημα.  

       O Laplace θα απαντήσει: “Πολίτη Πρώτε Ύπατε, δεν χρειαζόμουν αυτή την υπόθεση”!  (Je n'avais pas besoin de cette hypothèse-là. / Δεν είχα ανάγκη αυτή την υπόθεση”). Ο Ναπολέων τότε, διασκεδάζοντας πολύ, αναφώνησε: "Α, είναι μια ωραία υπόθεση· εξηγεί πολλά πράγματα" (Α! c'est une belle hypothèse; ça explique beaucoup de choses).

              ΣΗΜ: Η πιο πάνω πληροφορία αμφισβητείται, ή, κατ’ άλλους, ήταν ο μαθηματικός Lagrange που αναφώνησε: “Α! είναι μια όμορφη υπόθεση. Εξηγεί πολλά πράγματα”. 

      - Ο Ναπολέων Βοναπάρτης διετέλεσε διαδοχικά: Πρώτος Ύπατος της Γαλλίας (1798-1804), Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας (1802-1805), Αυτοκράτορας των Γάλλων (1804-1814), βασιλιάς της Ιταλίας (1805-1814) και Προστάτης της Συνομοσπονδίας του Ρήνου (1806-1813)….. 

 

       ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΙ:  ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ από τη φυσική επιστήμη

        1)  Προτάθηκε, πρόσφατα, ένα όριο στην αποτελεσματικότητα του υπολογισμού του Σύμπαντος, δηλαδή στην ικανότητα του “μικρού διαβόλου του Laplace” να επεξεργάζεται άπειρη ποσότητα πληροφοριών. Το όριο αυτό, που αναφέρεται στη μέγιστη εντροπία του Σύμπαντος, την ταχύτητα του φωτός και τον ελάχιστο χρόνο που απαιτείται για τη μεταφορά πληροφοριών σε μήκος ίσο με το μήκος Planck, είναι ίσο με 2130 bit….. Συμπέρασμα:  Τίποτα που να απαιτεί περισσότερο από αυτό το ποσό δεδομένων δεν μπορεί να υπολογιστεί, αναφορικά με τον χρόνο που έχει περάσει μέχρι στιγμής στο Σύμπαν!

          2) Για να γίνονται συγκρίσεις στα μεγέθη, πιο κάτω δίδονται τιμές σε κάποιες  παγκόσμιες σταθερές, όπως σήμερα τις δίνει η φυσική επιστήμη:

           -  Μήκος Planck (λ), ή κλίμακα Planck, είναι μια μονάδα μήκους, που αποτελεί μέρος του συστήματος των φυσικών μονάδων που ονομάζονται μονάδες Planck (το μήκος, ο χρόνος και η μάζα Planck), και ισούται με λ =  1.616 252 × 10−35 m. Το μήκος Planck είναι πολύ μικρότερο ακόμη και από τη διάμετρο ενός πρωτονίου. Πράγματι, είναι περίπου εκατό δισεκατομμύρια δισεκατομμυρίων φορές μικρότερο από τη διάμετρο του πρωτονίου (σε μέτρα, περίπου 10-35).

          - h (σταθερά του Planck) = 6,626 068 × 10−34 m2 kg/s

          - αριθμός του Avogadro = 6.022 1415 × 1023

          - φορτίο ηλεκτρονίου = 1,60217646 × 10-19 C

          - c (ταχύτητα του φωτός) = 299 792 458 m· s−1

          - διάμετρος του πρωτονίου = 1,724×10-15 m

          - G (βαρυτική σταθερά) = 6.674 × 10−8  cm3· g−1· s−2

       - Το δυαδικό ψηφίο ή μπιτ ( bit, συμβολίζεται και ως b) είναι η στοιχειώδης μονάδα πληροφορίας στην Επιστήμη Υπολογιστών και στις Τηλεπικοινωνίες. Ένα bit είναι η ποσότητα της πληροφορίας που μπορεί να αποθηκευτεί από μία δυαδική συσκευή, ή από άλλο φυσικό σύστημα το οποίο μπορεί να υπάρχει σε μία από δύο διακριτές καταστάσεις.      


3) Η Αναιτιοκρατία (Ιντετερμινισμός)

      Αμφισβήτηση της αρχής της Αιτιότητας, στα πλαίσια της αμφισβήτησης των πάντων της θεωρίας τους, εξέφραζαν στην Αρχαιότητα - πρωταρχικά - οι “Σκεπτικιστές / Πυρρωνικοί” φιλόσοφοι. (Πύρρων ο Ηλείος, 360–270 π.Χ.). Σύμφωνα με τις απόψεις τους, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα συνάφεια/δεσμός μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος, καθότι αυτός είναι επινόημα των ανθρώπων.

     Ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.), όπως πιο πάνω στο κεφ. 2, περί Αιτιοκρατίας, αναφέραμε

     "......στα πλαίσια της ορθολογικής φυσικής του φιλοσοφίας, της βασισμένης στην παρατήρηση και το πείραμα, πίστευε ότι όλα στη φύση γίνονται, όχι βέβαια κάτω από την επενέργεια θεϊκών ή άλλων μυστηριωδών δυνάμεων και κατά τα “καπρίτσια” τους, αλλά επί τη βάσει σταθερών και ακλόνητων (φυσικών) νόμων.

     Ωστόσο, προκειμένου να αιτιολογήσει το απρόοπτο στη Φύση, τις απειράριθμες κάθε είδους μεταβολές και μεταλλάξεις που συμβαίνουν χωρίς σταματημό στον κόσμο, καθώς και την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων, διατύπωσε την όλως ιδιοφυή θεωρία της “παρέκκλισης” (στην κίνηση των ατόμων της ύλης). Πρωτότυπη ιδέα, η οποία εκπληκτικά προσιδιάζει στη σύγχρονη θεωρία της (κβαντικής) φυσικής και τα συμπεράσματα της για την αναιτιότητα και την τυχαιότητα των φυσικών φαινομένων".

    Έτσι, η Φυσική φιλοσοφία του Επίκουρου, ως προς το θέμα Αιτιότητας  - Αναιτιότητας  άπτεται και των δύο απόψεων, όπως αναλυτικά στο κεφ. 5 του παρόντος θα δείξουμε.

       Στα νεότερα χρόνια και ο Ντέιβιντ Χιουμ (David Hume, 1711-1776) αμφισβήτησε την Αιτιοκρατία. Σύμφωνα με τον Σκώτο φιλόσοφο, καμία αντίφαση δεν υπάρχει εάν για μια αιτία ισχυριστεί κάποιος, ότι δεν συνεπάγεται το αποτέλεσμα που της αποδίδεται. Ούτε εμπειρικά είναι δυνατόν ποτέ να παρατηρήσουμε τον αιτιώδη σύνδεσμο, την αναγκαία σχέση μεταξύ αιτίας και του αποτελέσματος. Απλώς, σε μια αιτιώδη σχέση, παρατηρούμε το ένα γεγονός να διαδέχεται κάποιο άλλο που προηγήθηκε και τίποτα άλλο πέραν της χρονικής αυτής διαδοχής τους.

     Συνεπώς, σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Χιουμ, η γνώση της ουσίας των γεγονότων είναι αδύνατη. Παραδεχόταν, πάντως, ότι στα πρακτικά ζητήματα οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να σκέπτονται με όρους αιτίας – αποτελέσματος.   

     

 4) Η Πιθανοκρατία της σύγχρονης φυσικής

Η ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΚΒΑΝΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

     Μεγάλο μέρος της σύγχρονης αμφισβήτησης της Αιτιοκρατίας, στη όλη συζήτηση γύρω από τον Ντετερμινισμό, παρουσιάζεται με επίκεντρο τα σύγχρονα πορίσματα της Κβαντομηχανικής (1925-26).

Κβαντομηχανική (QuantumMechanics) Ο τύπος της φυσικής επιστήμης που εφαρμόζεται αποκλειστικά στα άτομα.

     Σύμφωνα μ’ αυτή, και συγκεκριμένα στο ατομικό επίπεδο, τα στοιχεία που περιγράφουν τις κινήσεις και την δυναμική των στοιχειωδών σωματιδίων, μπορούν να υπολογιστούν μόνον πιθανολογικά - στατιστικά. Μάλιστα, είναι δυνατόν να προβλέψουμε την θέση ενός σωματιδίου, αλλά όχι ταυτόχρονα και την ταχύτητά του. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορεί να προβλεφθούν τα γεγονότα του σύμπαντος, ακόμα και αν ήταν δυνατό να έχουμε όλα τα στοιχεία της προηγούμενης κατάστασης τους και την ικανότητα να τ’ αναλύσουμε επακριβώς.

     Όπως γράψαμε και πιο πάνω, μέχρι που η Επιστήμη γνώριζε μόνο την Νευτώνεια Φυσική και διακατεχόταν από απέραντη αισιοδοξία και βεβαιότητα, είχαμε την αυταπάτη ότι, θεωρητικά τουλάχιστον, αυτό θα μπορούσαμε να το επιτύχουμε.

       Το συμπέρασμα που συνάγεται από τη έρευνα των φαινομένων, τουλάχιστον στην συντριπτική τους πλειοψηφία, δείχνει ότι αυτή η αδυναμία δεν έχει να κάνει με μειονέκτημα του επιστήμονα να παρατηρήσει και μελετήσει τα φυσικά φαινόμενα, αλλά σε συγκεκριμένη ιδιότητα της ύλης, εκφρασμένη από την “Αρχή της αβεβαιότητας (απροσδιοριστίας)” του Χάιζενμπεργκ, η οποία έχει παρατηρηθεί πειραματικά.

      Ο λόγος που δεν βλέπουμε αυτή την αβεβαιότητα στην καθημερινότητα είναι ότι εμφανίζεται σε φαινόμενα εξαιρετικά πολύ μικρής κλίμακας. Εμφανής γίνεται στον μικρόκοσμο, και αυτό δεν αποτελεί καμία ιδιαιτερότητα, αφού κάθε φυσική θεωρία έχει συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής.

      Πριν ολοκληρωθεί η διατύπωση της Κβαντικής θεωρίας, το 1926 στην Κοπεγχάγη και το 1927 στο περίφημο συνέδριο του Σολβέυ, είχαν προηγηθεί (τέλη 19ου - αρχές 20ου αι.) σημαντικές πρόοδοι στην Φυσική.  Επιγραμματικά πιο κάτω παραθέτω τις σημαντικότερες, που απετέλεσαν “σταθμούς” στην εξέλιξη της επιστήμης αυτής:

         1) Το πείραμα των Μάικελσον και Μόρλυ (Michelson – Morley, 1887), όπου μέτρησαν την ταχύτητα του φωτός. Στόχος του πειράματος ήταν η απόδειξη της ύπαρξης του αιθέρα. Προσπάθησαν, λοιπόν, να μετρήσουν την ταχύτητα της Γης σε σχέση με αυτόν, συγκρίνοντας τη συμβολή δύο δεσμών φωτεινών ακτίνων. Ανακάλυψαν πως η ταχύτητα του φωτός ήταν πάντα η ίδια, προς κάθε κατεύθυνση.

      Το πείραμα των Μάικελσον - Μόρλεϋ απέδειξε τη μη ύπαρξη του αιθέρα, την ύπαρξη δηλαδή μιας απόλυτης ταχύτητας - αυτής του φωτός, η οποία δεν εξαρτάται από τον παρατηρητή, και οδήγησε τον Άλμπερτ Αϊνστάιν to 1905 στην διατύπωση της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας, όπου “σχετικοποιείται” η χρονική διάρκεια ενός συμβάντος και το μήκος ενός αντικειμένου, ως προς την κινητική κατάσταση του παρατηρητή που μετρά αυτά τα μεγέθη.

     2) Ο νόμος της θερμικής ακτινοβολίας του μέλανος σώματος του Μαξ Πλάνκ, το 1900. (Max Plank, θεωρείται ο πατέρας της Κβαντικής Θεωρίας, 1858-1947). Kαι η ανακάλυψη του ιδίου ότι μόνον υπό μορφή κβάντων δράσης εκπέμπεται ή απορροφάται η ενέργεια.

     3) Η διφυής υπόσταση του φωτός, από ηλεκτρομαγνητικά κύματα είτε κβάντα φωτός (σωματίδια, τα ονομαζόμενα φωτόνια). Κατά τον Πάσκουαλ Γιόρνταν το φως δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά κάτι τρίτο. Κατά την κβαντική θεωρία, πάντως, το φως αποτελείται από διακριτά σωματίδια, είναι δηλαδή κβαντωμένο.

      Παλαιότερα, και για πολλά χρόνια, δύο ξεχωριστές για το φως θεωρίες  αντιμάχονταν η μία την άλλη. Του Ισαάκ Νεύτωνα (1643-1727) ο οποίος πίστευε ότι τα φωτεινά σώματα εκπέμπουν σωματίδια, και του Ολλανδού φυσικού Κρίστιαν Χόυχενς (1629-1695) κατά τον οποίον το φως στέλνεται κυματοειδώς από περιοδικές "διαταραχές" της φωτεινής πηγής.

      4) Οι εργασίες του Άλμπερτ Αϊνστάιν το 1905 πάνω στο φωτοηλεκτρικό φαινόμενο (εκπομπή ηλεκτρονίων από τα μέταλλα, υπό την επίδραση του φωτός), πάνω στην ειδική θερμότητα των στερεών σωμάτων και βέβαια οι δύο περί Σχετικότητας σπουδαιότατες θεωρίες του:

      - Η ειδική θεωρία της σχετικότητας (1905), μια θεωρία πάνω στη δομή του χωροχρόνου, την ισοδυναμία μάζας - ενέργειας (E = mc²), κλπ.

     -  Η Γενική θεωρία της σχετικότητας (1915-16), μια θεωρία πάνω στη βαρύτητα, την καμπύλωση του χωροχρόνου κλπ. 

     5) Η ανακάλυψη της δομής του ατόμου -κύρια- από τον Ράδερφορντ (1911) - Το ατομικό μοντέλο Ράδερφορντ. …. Και η εξήγηση της σταθερότητας του (κατά ένα  συνδυασμό της κλασσικής με την κβαντική μηχανική)  από τον Ν. Μπορ (1913)…..

     6) Η, από τον Νιλς Μπορ (Niels Bohr, 1885-1962), το 1913, εισαγωγή στοιχείων της κβαντικής θεωρίας στην μελέτη της δομής του ατόμου και η, με αυτόν τον τρόπο, εξήγηση για την ασυνήθιστη, και ανεξήγητη από την Νευτώνεια φυσική, σταθερότητα των ατόμων των στοιχείων (π.χ. έπειτα από οποιοδήποτε σύγκρουση ή χημική αντίδραση).

     7) Τα πειράματα του Αμερικανού φυσικού Άρθουρ Κόμπτον (Arthur Compton, 1892-1962) πάνω στον σκεδασμό των ακτίνων Χ. Το φαινόμενο Κόμπτον αναφέρεται στη σκέδαση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από φορτισμένα σωματίδια (συνήθως  ηλεκτρόνια). Ήταν ένα από τα φαινόμενα που αδυνατούσε να εξηγήσει η κλασική φυσική. Ο Κόμπτον μελέτησε πειραματικά το πρόβλημα (1922-23) και κατάφερε να το εξηγήσει με τη βοήθεια της κβαντικής θεωρίας. Και αυτό ήταν μία από τις πρώτες, μεγάλες, επιτυχίες της κβαντικής θεωρίας.

     8) Οι έρευνες των Μπορν, Τζόρνταν και Ντίρακ, πάνω στις μήτρες, που παριστάνουν την θέση και την ορμή των ηλεκτρονίων, που έδειξαν ότι οι μήτρες αυτές δεν είναι μεταθετές.

      Η ορμή ενός αντικειμένου στην Κλασική μηχανική ορίζεται ως το γινόμενο της μάζας του αντικειμένου επί την ταχύτητά του. Είναι διανυσματικό μέγεθος, όπως και η ταχύτητα, και έχει τη φορά και τη διεύθυνση αυτής. Η δύναμη είναι ίση με το ρυθμό αλλαγής (μεταβολής) της ορμής. Στην κβαντική μηχανική, η ορμή ορίζεται ως ένας τελεστής πάνω στην κυματοσυνάρτηση…..

     Αυτό σύσταινε, με καθαρό τρόπο, ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην κλασσική μηχανική και την “μηχανική των μητρών”, που είναι, άλλως καλουμένη, η “κβαντομηχανική”.

Κρίθηκε αναγκαίο, οι μηχανικοί νόμοι να πρέπει να διατυπωθούν, όχι σαν εξισώσεις για τις θέσεις και τις ταχύτητες των ηλεκτρονίων, αλλά σαν εξισώσεις για τις συχνότητες και τα πλάτη της ανάλυσης τους κατά Φουριέ.

Το καλοκαίρι του 1925 οι έρευνες οδηγήθηκαν σε ένα μαθηματικό φορμαλισμό που ονομάζεται “μηχανική των μητρών” ή πιο γενικά “κβαντομηχανική”.

     9) Οι πειραματισμοί πάνω στη πορεία μικροσωματιδίων μέσα στον θάλαμο “Ουίλσον”, συσκευή μέγιστης σημασίας για τις εξελίξεις της σύγχρονης φυσικής, καθώς για πρώτη φορά έγινε ορατή και φωτογραφήθηκε η τροχιά ενός σωματιδίου που διαπερνάται από ένα αέριο κατάλληλα επιλεγμένο γι’ αυτό τον σκοπό. Σε  θαλάμους “Ουίλσον” -με κατάλληλες φωτογραφικές μεθόδους- μπορεί να διαπιστωθεί και ο τύπος των σωματιδίων.

      10) H Κυματομηχανική του Σραίντιγκερ (Erwin Schrödinger, 1887-1961), κατά την οποίαν, αντί να διαχωρίζεται ο παρατηρητής από το παρατηρούμενο σύστημα και να θεωρείται η μέτρηση ως υπεύθυνη για την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης σε μια διακριτή τιμή, οι συντεταγμένες τόσο του συστήματος παρατήρησης όσο και των αλληλεπιδρώντων συστημάτων θεωρούνται ως μέρη ενός “συσχετισμένου” (entangled) συστήματος.

      Στην κυματομηχανική θεώρηση, η αλληλεπίδραση εμφανίζεται στον χώρο που περιέχει τόσο τη συσκευή μέτρησης όσο και το παρατηρούμενο σύστημα και έτσι, η μέτρηση αφορά και στα δύο στοιχεία του συσχετισμένου συστήματος.  

     Παρακάτω υπενθυμίζονται πέντε βασικές έννοιες της Κβαντομηχανικής:

     1) Η Κυματοσυνάρτηση / Wave function (Συνήθως συμβολίζεται με το ελληνικό γράμμα ψ ή Ψ). Είναι η συνάρτηση (μαθηματική απεικόνιση) που περιγράφει ένα κύμα και ταυτόχρονα περιέχει πληροφορία για την κίνηση ενός σωματίου στο χώρο.

     Ως γνωστόν, βάσει της θεωρίας του “Κυματοσωματιδιακού δυϊσμού” της ύλης, του De Broglie, που επιβεβαιώθηκε και πειραματικά, είναι δυνατόν, υπό προϋποθέσεις, ένα σωμάτιο να συμπεριφέρεται συγχρόνως και σαν κύμα, με μήκος κύματος: λ= h/p, όπου h η σταθερά δράσεως του Πλανκ και p το μέτρο της ορμής του.

Η σταθερά του Πλανκ, αναφερόμενη ως h, είναι μία φυσική σταθερά που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το μέγεθος των κβάντων. Παίζει κεντρικό ρόλο στη θεωρία της κβαντικής μηχανικής. Μαζί με την ταχύτητα του φωτός, είναι οι δυο θεμελιώδεις φυσικές σταθερές.

      2) Η εξίσωση Schrödinger, είναι μία διαφορική εξίσωση που προτάθηκε, από τον Αυστριακό φυσικό Έρβιν Σρέντινγκερ το 1925 -26, για να περιγράψει τη χρονική και χωρική εξάρτηση κβαντομηχανικών συστημάτων, αποτελεί δε πεδίο μετάδοσης κβαντικής πληροφορίας.
Η Κυματοσυνάρτηση  ικανοποιεί την εξίσωση χρόνου του Schrödinger, όπου η κατάσταση κάθε φυσικού συστήματος στον προγενέστερο χρόνο, συσχετίζεται με αυτήν (την διαφορετική) σε κάθε μεταγενέστερο. Η Κυματοσυνάρτηση καταρρέει κάθε φορά, κατά τον Schrödinger, μετά από “γεγονός κρούσης” με άλλη.

Η εξίσωση Schrödinger παίζει κεντρικό ρόλο στην κβαντομηχανική θεωρία, με σημασία ανάλογη του 2ου νόμου του Νεύτωνα στην κλασσική μηχανική (F = mγ).   

          3) Η στατιστική ερμηνεία της Κυματοσυνάρτησης, ως συνάρτησης πυκνότητας πιθανότητας στην εξίσωση Σρέντινγκερ. 

Εξαιρετικά σημαντικό είναι ότι, το τετράγωνο του μέτρου της Κυματοσυνάρτησης (ψ^2) έχει φυσικό νόημα, καθώς, κατά τον Μαξ Μπορν, αποτελεί την πυκνότητα πιθανότητας να βρεθεί ένα σωματίδιο που περιγράφεται από τη κυματοσυνάρτηση αυτή, μέσα σε ένα συγκεκριμένο στοιχειώδες όγκο.

 Η ανωτέρω διαπίστωση του Μπορν είναι ακριβώς αυτή που, καίρια, κλονίζει την «Αιτιότητα» στην Κβαντομηχανική θεωρία.

    Ο Μαξ Μπορν δεν προσυπέγραφε την αιτιοκρατική προσέγγιση, διότι δεν υποστηριζόταν από το πείραμα. Και προχώρησε, διατυπώνοντας την σήμερα καθιερωμένη στατιστική ερμηνεία της Κυματοσυναρτήσης ως συνάρτησης πυκνότητας πιθανότητας στην εξίσωση Σρέντινγκερ, την οποία και δημοσίευσε τον Ιούλιο του 1926. Έτσι, βάσισε την απόρριψη της αιτιότητας, ακριβώς πάνω στα θεμέλια της κυματομηχανικής (Βλ. και πιο κάτω την αναφορά μας στον Μ. Μπορν).


     4)  ΗΑρχή της αβεβαιότητας (ή απροσδιοριστίας)” του Werner Heisenberg. Το 1927 ο Γερμανός φυσικός Βέρνερ Χάιζενμπεργκ διατύπωσε την “Αρχή της αβεβαιότητας”, μετά από στενή συνεργασία με τον Δανό φυσικο-φιλόσοφο Νιλς ΜπορΒλ. πιο κάτω και για την “Αρχή της Συμπληρωματικότητας” του Niels Bohr

        Η αρχή της αβεβαιότητας έδινε μια τελείως νέα ερμηνεία για τον φυσικό κόσμο, όπως ότι κύμα και σωματίδιο είναι δύο διαφορετικές θεωρήσεις του ίδιου πράγματος, ή, με άλλα λόγια, η εικόνα σωματίου και αυτή κύματος, είναι δύο συμπληρωματικές περιγραφές της ίδιας πραγματικότητας. Έδινε και ουσιαστική εξήγηση της σταθερότητας της ύλης. Στη θέση δε της Αιτιότητας της Κλασικής Φυσικής, η “Αρχή της αβεβαιότητας” θέτει την  τυχαιότητα των γεγονότων.  

              Η βασική μαθηματική έκφραση της αρχής της αβεβαιότητας είναι: 

               Εάν μετράμε τη θέση ενός σωματίου με αβεβαιότητα Delta x και ταυτόχρονα μετράμε την ορμή του με αβεβαιότητα Delta p, τότε το γινόμενο των δύο μεγεθών δεν μπορεί να είναι μικρότερο από έναν αριθμό της τάξης του ħ, όπου ħ (προφέρεται "h-bar") η ανηγμένη σταθερά του Πλανκ: ħ = h/2π.  Δηλαδή: Delta x επί Delta p >= h/4π,  [ή Delta x επί Delta p >= ħ (h-bar)/2].  

       Οι αβεβαιότητες των μεγεθών θέσης και ορμής Delta x και Delta p ισούνται με τη διασπορά τους γύρω από τη μέση τους τιμή.

       Ο Χάιζενμπεργκ εξήγησε ότι η ελάχιστη αβεβαιότητα στη μέτρηση των Delta x και Delta p δεν είναι πειραματικό σφάλμα, δεν οφείλεται δηλαδή στις ατέλειες των πειραματικών συσκευών, αλλά προκύπτει από τη δομή της ύλης καθ’ εαυτήν. Πιο συγκεκριμένα, η σχέση αβεβαιότητας είναι άμεση συνέπεια του κυματοσωματιδιακού δυϊσμού της ύλης.

       To 1930, o Χάιζενμπεργκ, στις “Φυσικές αρχές της κβαντικής θεωρίας” ένα βιβλίο για επαγγελματίες φυσικούς, θα γράψει:

       «Η επίλυση των παραδόξων στην ατομική φυσική μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν απαρνηθούμε ακόμα περισσότερο τις παλιές καλές ιδέες. Η σημαντικότερη ανάμεσα τους είναι η ιδέα ότι τα φυσικά φαινόμενα υπακούουν σε αυστηρούς νόμους – η αρχή της αιτιότητας».

      Ισχύει: Όταν οι κβαντικοί αριθμοί του παρατηρούμενου συστήματος είναι μικροί, όπως στην περίπτωση των υπατομικών φαινομένων, τότε η αβεβαιότητα που καθορίζεται από την αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, για τις θέσεις και τις ορμές των μαζών του συστήματος, γίνεται σημαντική. Τότε επίσης και οι αριθμοί της πιθανότητας, οι συναφείς προς τους αριθμούς θέσης και ορμής στη συνάρτηση κατάστασης γίνονται σημαντικοί.

     Όταν όμως οι κβαντικοί αριθμοί του συστήματος είναι μεγάλοι, τότε το ποσοτικό μέγεθος της απροσδιοριστίας, που καθορίζεται από αρχή του Χάιζενμπεργκ, γίνεται ασήμαντο και οι αριθμοί της πιθανότητας στη συνάρτηση κατάστασης μπορούν να αμεληθούν. Αυτό αληθεύει στα μεγάλα, κατά την κοινή αντίληψη, αντικείμενα…..

      Τότε η κβαντομηχανική, παράγει σαν ειδική περίπτωση της την Νευτώνεια και Αϊνστάνεια μηχανική, και η “ανίσχυρη αιτιότητα” (πιθανοκρατία) της κβαντομηχανικής, καθίσταται "ισχυρή αιτιότητα" (ντετερμινισμός) στην Νευτώνεια και Αϊνστάνεια φυσική .

       Προφανής η αντιστοιχία (αντίστροφη αν θέλετε) με την Ευκλείδεια Γεωμετρία, η οποία είναι έγκυρη -αξιόπιστη, και συνιστά ειδική περίπτωση της “απόλυτης γεωμετρίας” (Bolyai-Lobachevskian, μη Ευκλείδειες  γεωμετρίες), όταν οι καμπυλότητες του χώρου που αναφερόμαστε είναι αμελητέες.

     

     5) Η “Αρχή της Συμπληρωματικότητας” του Niels Bohr. Θεωρείται φιλοσοφικό δόγμα της κβαντομηχανικής (….. Ο Χάιζενμπεργκ είχε πει για τον Μπορ ότι ήταν “κυρίως φιλόσοφος, όχι φυσικός") σύμφωνα με το οποίο κάθε συστατικό στη φύση έχει δύο διακριτούς και αμοιβαία αποκλειόμενους χαρακτήρες, έναν σωματιδιακό και έναν κυματικό. Το ποιος από τους δύο χαρακτήρες εμφανίζεται εξαρτάται κάθε φορά από το πώς ο παρατηρητής εκτελεί τη μέτρησή του.

Οι δύο εικόνες (σωμάτιο – κύμα), λογικά, αποκλείονται αμοιβαία, αφού ένα πράγμα δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι σωμάτιο, δηλ. ύλη περιορισμένη σε πολύ μικρό όγκο, και κύμα, δηλ. πεδίο που εκτείνεται σε μεγάλο χώρο. Έτσι, ο Νιλς Μπορ εμφανίζει τις δύο πιο πάνω καταστάσεις να  “αλληλοσυμπληρώνονται”.

Την άποψη αυτή που εισηγήθηκε ο Μπορ, εμπεριέχει στοιχεία ψυχολογίας, και είναι διάσημη για την ασάφεια και την αμφισημία της. Στη συνέχεια προεκτάθηκε ως γενική έννοια που αφορά πεδία της Φυσικής και άλλων επιστημών.

Π.χ. η γνώση για τη θέση ενός σωματιδίου είναι συμπληρωματική της γνώσης για την ταχύτητα ή την ορμή του, και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε και τις δύο με την ίδια ακρίβεια…Βλ. πιο πάνω εκεί που γράψαμε για την “Αρχή της αβεβαιότητας ή απροσδιοριστίας” του Heisenberg…..

   Η “Αρχή της Συμπληρωματικότητας” του Μπορ συνιστά, μαζί με την “Αρχή της απροσδιοριστίας” του Χάιζενμπεργκ, τον ακρογωνιαίο λίθο της ερμηνείας της Κβαντικής Μηχανικής από τη “Σχολή της Κοπεγχάγης”.

       Η απροσδιοριστία στην Κβαντική θεωρία - επαναλαμβάνουμε - δεν αναφέρεται στην αδυναμία του ανθρώπου να παρατηρήσει ορισμένα φαινόμενα στο μικρόκοσμο, ούτε αποτελεί φιλοσοφική αγνωσία. Αντικατοπτρίζει μία πραγματική ιδιότητα του Φυσικού Κόσμου, η οποία εμφανίζεται και πειραματικά, και αρχίζει με την παρατήρηση ότι πλέον αμφισβητείται η πλήρης υπαγωγή των μελλοντικών φαινομένων στα παρόντα και τα παρελθόντα φαινόμενα.

      Ο δε λόγος που δεν βλέπουμε αυτή την αβεβαιότητα στην καθημερινότητα είναι ότι εμφανίζεται σε πολύ μικρή κλίμακα, κυρίως  γίνεται εμφανής στον μικρόκοσμο, όπως παραπάνω εξηγήσαμε.

        Ανακεφαλαιώνοντας:

      Οι νεότερες πρόοδοι της Φυσικής δημιούργησαν σκεπτικισμό και προβληματισμούς, που προστέθηκαν σε προϋπάρχοντες (όπως ήταν αυτοί πάνω στη κίνηση Μπράουν, στην ραδιενέργεια,  στους νόμους της θερμοδυναμικής κλπ. κλπ.).

      Φαινόταν, ότι η υλική φύση δεν είναι ένα κλειστό σύστημα που βασίζεται σε αυστηρούς νόμους, τα φυσικά φαινόμενα δεν ερμηνεύονται πλέον με συνεπή τρόπο σ’ ένα μαθηματικό τετραδιάστατο χωροχρόνο, και ο ανθρώπινος νους δεν θα αποκτούσε ποτέ την ικανότητα να κατανοήσει τον κόσμο με την λογική.

        Σημείωση: Στενή σχέση αναγνωρίστηκε ανάμεσα στο ρεύμα της “μη αιτιότητας” στη φυσική των  κβάντα, με αυτό του λεγόμενου “ιντουισιονισμού” στα μαθηματικά.   

     Τον “ιντουισιονισμό” θεωρείται ότι ίδρυσε ο Ολλανδός μαθηματικός LEJ Brouwer (1881-1966), κάτω και από  τη διαμορφωτική επιρροή του Άρθουρ Σοπενχάουερ (1788-1860). Ο “ιντουισιονισμός” ευθύς βρέθηκε σε οξεία αντιπαράθεση με τον Ντάβιντ Χίλμπερτ, ανυποχώρητο υπερασπιστή των κλασσικών μαθηματικών.  

       Έτσι, έκδηλη κατέστη η πεποίθηση πολλών μαθηματικοφυσικών ότι οι εμφανιζόμενες δυσκολίες και αντιφάσεις, καθώς και τα λεγόμενα “παράδοξα”, τον άλυτο γρίφο της Κβαντικής θεωρίας, οφείλονταν στην εσωτερική συγκρότηση της ατομικής φυσικής για τον λόγο ότι είναι ριζικά διαφορετική σε σχέση με τις καθιερωμένες (Νευτώνειες) αντιλήψεις/βεβαιότητες.

      Ουσιαστικά, στον Μικρόκοσμο, είχαμε ανακαλύψει ένα περίεργο είδος φυσικής πραγματικότητας, που χαρακτηρίζονταν από “εγγενή ανορθολογικότητα”. Πραγματικά, το στοιχείο του ανορθολογισμού στην κβαντική αξιωματική θεμελίωση ήταν αναπόφευκτο, παρ’ όλη τη χρησιμοποίηση των (ορθολογικών) εννοιών της κλασσικής φυσικής στην κατασκευή της νέας - ριζικά διαφορετικής – κβαντικής.

     Αναφορικά με το βασικό και ακανθώδες θέμα της “Αιτιότητας”:

     Η "Αιτιότητα", στην κβαντική θεωρία κατά τον Χάιζενμπεργκ, βρίσκεται ακριβώς στη μέση πραγματικότητας και πιθανότητας, δηλαδή αναμεσίς του Νευτώνειου τύπου Ντετερμινισμού και του Ιντετερμινισμού της Κβαντο-μηχανικής, ο οποίος μαθηματικά εκφράζεται με “στατιστικές μήτρες”, ή “συναρτήσεις πιθανότητας”, ή “κύματα πιθανότητας” (κατά τον Μπορν) στο χώρο των πολλών διαστάσεων, συνεπώς είναι μια μάλλον αφηρημένη μαθηματική ποσότητα.

      Αυτή η κατάσταση παραπέμπει – είναι μια ποσοτική έκφραση της παλιάς έννοιας “δυνάμει” της Αριστοτελικής φιλοσοφίας…. Η δε μετάβαση από το “δυνατό” στο “πραγματικό” συντελείται κατά την διάρκεια της πράξης της παρατήρησης….

      Παραμένει ωστόσο ανοικτό το ερώτημα ως ποιο βαθμό δυνάμεθα να δώσουμε μια “αντικειμενική” περιγραφή του κόσμου, ιδιαίτερα στο ατομικό επίπεδο της ύλης. Σημειώνουμε ξανά ότι, κατά την Κβαντική θεωρία, η μόνη περιγραφή που μπορεί να γίνει σ’ ένα στοιχειώδες σωματίδιο, δεν είναι άλλη παρά μια συνάρτηση πιθανότητας!  

   Και σίγουρα, λέγοντας “αντικειμενική” εικόνα, δεν αγνοούμε ότι οι έννοιες που κατανοούμε είναι στη πραγματικότητα “εξιδανικεύσεις”, και βέβαια δεν συνταιριάζουν με ακρίβεια στον “αληθινό” φυσικό κόσμο!

      Σημαντικό όμως είναι ότι σε κάθε επιστημονική παρατήρηση, αυτή καθαυτή η πράξη της παρατήρησης, με τα φωτόνια που προσπίπτουν πάνω στο παρατηρούμενο αντικείμενο, όταν οι κβαντικοί του αριθμοί είναι μικροί (μικροσωματίδιο), επηρεάζει τη θέση και κίνηση του αντικειμένου, το μεταβάλλει γενικώς.    

      Επομένως, και η εξίσωση κίνησης για την συνάρτηση πιθανότητας….. αυτή που στην θεωρία της κβαντομηχανικής υποκαθιστά την αιτιότητα της κλασσικής φυσικής….. περιέχει και το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της με το μηχάνημα μέτρησης.

      Συνεπώς η πραγματικότητα (σε μια παρατήρηση μικροσωματιδίου) μεταβάλλεται, εξαρτώμενη από το αν την παρατηρούμε ή όχι!

        Στον Νιλς Μπορ, αυτή η παράξενη σχέση της αλληλεπίδρασης (του παρατηρητή με το παρατηρούμενο αντικείμενο) του θύμιζε τα παλιά σοφά λόγια ότι…. «Στο δράμα της ύπαρξης είμαστε οι ίδιοι και ηθοποιοί και θεατές».

       Η Κβαντομηχανική, είναι αλήθεια, εκδηλώνεται μέσα και από πολλά «παράδοξα». Ωστόσο, δεν συνιστά, απλά, μια αφηρημένη φυσική θεωρία, αφού οι εφαρμογές της σήμερα είναι μεγίστης σπουδαιότητας και κυριολεκτικά αμέτρητες. Ο,τιδήποτε κρατάμε στα χέρια μας ή εξαρτόμαστε απ’ αυτό - Το διαδίκτυο, η κινητή τηλεφωνία, η μαγνητική τομογραφία, ο φακός LED, η ακτίνα λέιζερ κλπ. κλπ. - οφείλουν την ύπαρξή τους στην κβαντομηχανική.

      Πάντως, τα δεδομένα, αυτής της σύγχρονης φυσικής, επιφέρουν τεράστια μεταβολή στις αντιλήψεις των επιστημόνων περί της «Αιτιοκρατίας». Έτσι, οι επιστήμονες, στην πλειονότητα τους, πεπεισμένοι ότι: “Η Κβαντομηχανική αποδεικνύει οριστικά το γεγονός ότι ο νόμος της αιτιότητας δεν ισχύει”, άρχισαν, σταδιακά όλο και περισσότερο, να την εγκαταλείπουν και να προσχωρούν στην «Αναιτιοκρατία», πιο σωστά την «Πιθανολογία».   

      Καθόλου εύκολο στους φυσικούς επιστήμονες  δεν ήταν το πέρασμα από την βεβαιότητα  και ασφάλεια που παρείχε ο Ντετερμινισμός της κλασσικής φυσικής, στην αβεβαιότητα και ανασφάλεια που συνεπάγεται ο Ιντετερμινισμός της νέας (κβαντικής) φυσικής.

      Εντούτοις, εφόσον η φυσική επιστήμη είναι πειραματική, ως πρώτος δίδαξε ο Επίκουρος, και έχουμε πειστικά τα πειραματικά δεδομένα, η αναθεώρηση των μέχρι τότε σχετικών απόψεων κρίθηκε αναγκαία, και ακόμα περισσότερο, τελευταίως, οι περί του “Χάους” θεωρίες ενίσχυσαν τις απόψεις αυτές.

      Και μία εύστοχη παρατήρηση του Ουάιτχεντ: “Η σύγχρονη επιστήμη και φιλοσοφία δεν έχουν θέση για - καθόλου δεν χρειάζονται - την έννοια της ουσίας”! Θα προσθέταμε και τις έννοιες του αγαθού, του πράγματος καθαυτό κ. ά. εννοιών των κλασσικών φιλοσοφικών δογμάτων….  

ΦΥΣΙΚΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΜΕΤΑΣΤΡΑΦΕΝΤΕΣ ΣΤΟΝ ΙΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟ (ΑΝΑΙΤΙΟΚΡΑΤΙΑ)

      Ήδη από το 1919-20, αρκετά χρόνια πριν από το 1925–26 οπόταν εισήχθη η Κβαντομηχανική και “επιλύθηκαν” τα  προβλήματα της παλιάς κβαντικής θεωρίας, πολλοί εξέχοντες φυσικοί στην Γερμανία μιλούσαν για “κρίση στη φυσική”. Άρχισαν να συνειδητοποιούν σταδιακά - όλο και περισσότερο, ότι το σχήμα «Αιτιότητα = Μηχανικισμός = Ορθολογισμός» δεν ήταν πλέον λειτουργικό. Εξ άλλου, έλεγαν, η αρχή της Αιτιότητας συνεπάγεται την ύπαρξη ακριβών φυσικών νόμων. Όμως, αφού όλοι οι γνωστοί φυσικοί νόμοι δεν είναι ακριβείς, καθόλου  δεν είναι απίθανο να ισχύει η Αναιτιοκρατία. 

Την “κρίση στη φυσική” υπογράμμιζαν φυσικοί επιστήμονες, μερικοί απ’ αυτούς:  

 - Φραντς Έξνερ στις “Διαλέξεις” του,

- Χέρμαν Βάιλ στο περίφημο έργο του “Χώρος – Χρόνος – Ύλη”,  

- Ρίχαρντ φον Μίσες,  

- Βάλτερ Σότκι,  

- Βάλτερ Νερνστ,  

- Γκούσταβ Ντετς,

- Μαξ Ντεν….. κ.ά.

      Στη συνέχεια, μέσα στην 3η δεκαετία του 20ου αι. - στη κορύφωση της κρίσης στη φυσική, και άλλοι επιστήμονες πέρασαν στην αντίληψη ότι μπορεί να υπάρξει φυσική (η κβαντομηχανική) χωρίς να προϋποθέτει την αρχή της αιτιότητας (σε ατομικό επίπεδο), τουτέστιν διάβηκαν το κατώφλι της αποδοχής του ιντετερμινισμού.

      Θα αναφερθούμε σε 4  από τους πιο ονομαστούς από αυτούς, και αυτοί (κατά την σειρά που εκδηλώνουν αυτή τους την προτίμηση) είναι:

      1) Ο Έρβιν Σρέντινγκερ, ο οποίος στην εναρκτήρια ομιλία του, ως καθηγητής της  θεωρητικής φυσικής στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης (9/12/1922), παρουσίασε μανιφέστο κατά της αιτιότητας.

      Αποκηρύσσοντας την αιτιότητα ως «μία σκοτεινή, αιώνια ακατάληπτη προσταγή» υποστηρίζει ότι η λύση στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ατομική φυσική θα εξαρτηθεί από την «απελευθέρωση απ’ τη βαθιά ριζωμένη προκατάληψη της απόλυτης αιτιότητας»…..

     Ωστόσο, το φθινόπωρο του 1925 επανέρχεται στην αιτιότητα. Πιθανόν οι λόγοι αυτών των μεταστροφών του Σρέντινγκερ στο ζήτημα της αιτιότητας είναι κοινωνικό-ηθικοί, δηλ. δεν συνδέονται στενά με τη φυσική.                                 

Erwin Schrödinger (1887 –  1961)  Αυστριακός φυσικός, εφηύρε την περίφημη κυματική εξίσωση που φέρει το όνομά του. Βραβείο Νόμπελ Φυσικής, μαζί με τον Πολ Ντιράκ (Paul Dirac, 1902-1984),  για τις εργασίες του πάνω στην ατομική θεωρία.

       2) Ο Χανς Ράιχενμπαχ, ο οποίος ως και τα μέσα του 1925 υπήρξε σθεναρός υποστηρικτής του ιδεώδους της αιτιότητας. Σ’ ένα εκλαϊκευμένο άρθρο του (Σεπτ. 1925) με θέμα “Οι νόμοι των πιθανοτήτων και οι αιτιακοί νόμοι” έγραφε:

      “Ο νόμος της αιτιότητας, αυτός ο υπέρτατος νόμος, είναι η προϋπόθεση για την εφαρμογή των μαθηματικών στη φυσική, και άρα η προϋπόθεση για να είναι η φυσική θετική επιστήμη”.  

        Δύο μήνες όμως αργότερα, έχει την άποψη ότι οι πιθανοκρατικοί νόμοι έχουν πρωτοκαθεδρία έναντι των αιτιακών. Σε άρθρο του υπό τον τίτλο: “Η αιτιακή δομή του κόσμου”, αποφαίνεται ότι:

      “Για τη φυσική η υπόθεση του ντετερμινισμού  είναι απολύτως κενή, επομένως πρέπει να απορριφθεί, και στην θέση της να τεθεί η έννοια της πιθανότητας, που θεωρείται θεμελιώδης και μη αναγώγιμη”.

 Hans Reichenbach (1891-1953) κορυφαίος φιλόσοφος της επιστήμης, υποστηρικτής του λογικού εμπειρισμού, καθηγητής φυσικής στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου τότε. Μετά το 1938 καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες.  

      3) Ο Μαξ Μπορν (1882-1970), που επανειλημμένα, από το 1920 και μετά, είχε τονίσει την κατάρρευση της κλασσικής μηχανικής στο κβαντικό πλαίσιο και είχε σαφή επίγνωση των πιέσεων που ασκούνταν στην αρχή της αιτιότητας, ως από τα προβλήματα και τα παράδοξα της κβαντικής θεωρίας. Ο ίδιος, το 1923, δήλωνε την πεποίθηση του, ότι “όλο το εννοιολογικό σύστημα της φυσικής πρέπει να ανοικοδομηθεί από τα θεμέλια του”.

     Έτσι, δεν προσυπέγραφε και την αιτιοκρατική προσέγγιση, εφόσον αυτή δεν υποστηριζόταν από το πείραμα.

       Πέραν των πιο πάνω δηλώσεων, ο Μαξ Μπορν προχώρησε (1926) σε μια σημαντική ετυμηγορία, που καταγράφεται σαν η πρώτη απόρριψη της αιτιότητας που είχε πραγματικά ιστορική σημασία στην κβαντική θεωρία.

      Δίδοντας φυσικό νόημα στο τετράγωνο του μέτρου της κυματοσυνάρτησης του Σρέντινγκερ, θεωρώντας αυτό σαν την πυκνότητα πιθανότητας να βρεθεί ένα σωματίδιο που περιγράφεται από τη κυματοσυνάρτηση αυτή, μέσα σε ένα συγκεκριμένο στοιχειώδες όγκο, ουσιαστικά θεμελιώνει την απόρριψη της αιτιότητας, πάνω στα θεμέλια της κυματομηχανικής.

       Ανακοινώνοντας την δική του ερμηνεία για την κυματική συνάρτηση του ηλεκτρονίου του Σρέντινγκερ, με βάση το εύρος πιθανότητας, παρατηρεί τα εξής:

                    “Εδώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το πρόβλημα του ντετερμινισμού στο σύνολο του. Από την πλευρά της δικής μας κβαντομηχανικής όμως, δεν υπάρχει ποσότητα που να παραμένει αιτιακή στην περίπτωση ενός μεμονωμένου φαινομένου κρούσης, και στην πράξη δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι υπάρχουν εσωτερικές ιδιοκαταστάσεις του ατόμου που υπαγορεύουν μια καθορισμένη διαδρομή κρούσης.

       Μπορούμε, άραγε, να ελπίζουμε ότι θα ανακαλύψουμε τέτοιες ιδιοκαταστάσεις αργότερα (όπως φάσεις εσωτερικών ατομικών κινήσεων) και ότι θα είμαστε σε θέση να τις ορίσουμε για κάθε μεμονωμένη περίπτωση;…… Ή μήπως πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η συμφωνία θεωρίας και πειράματος σχετικά με την αδυναμία να καθοριστούν οι παράγοντες της αιτιακής μεταβολής είναι μια προκαθορισμένη αρμονία, που βασίζεται στην μη ύπαρξη τέτοιων παραγόντων;

      Προσωπικά κλείνω προς την άποψη ότι ο ντετερμινισμός δεν ισχύει στον ατομικό κόσμο. Όμως αυτό παραμένει ένα φιλοσοφικό ερώτημα, διότι τα φυσικά επιχειρήματα δεν έχουν καταλήξει τελεσίδικα”.

 M. Born, “Zur Quantenmechanik der Stossvorgange”.  Zeitschrift fur Physik, 37 (1926).  («Σχετικά με την κβαντική μηχανική των διεργασιών κρούσης». Περιοδικό για τη φυσική).

Βλ. “Η κρίση στη Φυσική και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης”, σελ. 156 - Πρβλ. Λουκρητίου DRN ΙΙ, 216-250

        Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα όμως, πάνω στο θέμα της υπάρξεως ή όχι «Αιτιότητας» στη φύση, είναι και η διάλεξή του Max Born κατά τη τελετή βράβευσης του με Νόμπελ, (1954) για την “θεμελιώδη έρευνα του στην κβαντομηχανική.  Μάλιστα βραβεύτηκε, ακριβώς για τη στατιστική ερμηνεία της Κυματοσυνάρτησης” του Έρβιν Σρέντιγκερ, ένα πεδίο στο οποίο είχε εργασθεί μόνος του.  

         Ενδεικτικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την ομιλία του Μπορ, όπου εξετάζει τα φιλοσοφικά συμπεράσματα του έργου του: 

«…… Πιστεύω ότι ιδέες όπως η απόλυτη βεβαιότητα, η απόλυτη ακρίβεια, η τελική αλήθεια, κλπ. αποτελούν επινοήματα της φαντασίας (figments of the imagination), τα οποία δεν θα πρέπει να αναμιγνύονται σε κανένα πεδίο της επιστήμης. Από την άλλη πλευρά, κάθε πρόταση πιθανότητας είναι είτε ορθή, είτε λανθασμένη, από την οπτική γωνία της θεωρίας πάνω στην οποία βασίζεται. Αυτή η “χαλαρωτική σκέψη” (γερμ.: “Lockerung des Denkens”. Υπονοεί και τη κινητοποίηση της συνείδησης) μου φαίνεται ότι είναι η μεγαλύτερη ευλογία που μας έχει προσφέρει η σύγχρονη επιστήμη. Γιατί η πίστη σε μία μοναδική αλήθεια και στην κατοχή της από κάποιον άνθρωπο, αποτελεί τη ρίζα όλων των κακών στον κόσμο». 

      4)  Ο Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, ο δημιουργός της “Αρχής της απροσδιοριστίας” το   1927, ο οποίος την ίδια χρονιά δήλωνε ότι: “…..η κβαντομηχανική αποδεικνύει οριστικά το γεγονός ότι ο νόμος της αιτιότητας δεν ισχύει….”.

     Πάντως Μπορν και Χάιζενμπεργκ κρατούσαν και μια “πισινή”, έχοντας μεν υιοθετήσει την αρχή της “μη αιτιότητας”, αλλά σαν προσωρινό συμπέρασμα των πειραμάτων……  Αναλυτικότερα για τις (γενικότερες φιλοσοφικές) απόψεις του Βέρνερ Χάιζενμπεργκ  βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ.

       Κατόπιν όλων αυτών, στο επίπεδο φυσικής μικρό-σωματιδίων (Κβαντομηχανική) και σύμφωνα με την Ερμηνεία(1927) που έδωσε μια ομάδα, ένας κύκλος φυσικών που απετέλεσαν  τη λεγόμενη Σχολή της Κοπεγχάγης”, κάθε γνώση του αληθούς είναι, εξ αιτίας των κβαντο-θεωρητικών νόμων, από την ίδια τη φύση ατελής γνώση. Όθεν, η παλαιά υλιστική οντολογία δεν ισχύει.

 Η “Ερμηνεία της σχολής της Κοπεγχάγης” πέρασε την κρίσιμη δοκιμασία, το φθινόπωρο του 1927, στη συνέντευξη του Σολβέυ στις Βρυξέλλες. Έκτοτε θεωρείται μια συνεπής ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας….παρά τις αντιρρήσεις του Αϊνστάιν.

Η ερμηνεία αυτή κατέστη κυρίαρχη, μέχρι σήμερα. Και, όπως είπαμε και επαναλαμβάνουμε, τη βάση της διαμόρφωσαν οι απόψεις των Βέρνερ Χάιζενμπεργκ (με την αρχή της αβεβαιότητας) και Νιλς Μπορ (με την αρχή της συμπληρωματικότητας).

       Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της “Σχολής της Κοπεγχάγης”, όλα τα φαινόμενα στο μικρόκοσμο, οι μακροσκοπικοί φυσικοί νόμοι και οι, από το χάος των τυχαίων συμβάντων, εμφανιζόμενες κανονικότητες, κατ’ ουσίαν είναι αποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων, θεωρούνται στατιστικού χαρακτήρα, και ως εκ τούτου πρέπει να μελετώνται στατιστικά – πιθανολογικά. Έτσι, ο Ντετερμινισμός, με λίγα λόγια, δεν επιβεβαιώνεται.

       Όλοι όσοι γενικά  αποδέχονται την αναιτιοκρατία στη φυσική, δεν ανήκουν -αναγκαίως- στους υποστηρικτές της “σχολής της Κοπεγχάγης”….. Κι αν όλα τα παραπάνω ακούγονται παράξενα, ας δούμε -χαρακτηριστικά- τι έλεγε ο Φραντς Έξνερ, στις “Διαλέξεις για την φυσική θεμελίωση των φυσικών επιστημών” (1919): 

       “Η φύση δεν ρωτάει εάν ο άνθρωπος την καταλαβαίνει ή όχι, κι’ εμείς δεν είμαστε εδώ για να κατασκευάσουμε μια φύση που να μπορεί να ανταποκριθεί στην αντιληπτική μας ικανότητα”!

 

ΦΥΣΙΚΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΥ (ΑΙΤΙΟΚΡΑΤΙΑΣ)

       Κατά την κλασσική αντίληψη, απ’ όλες τις καθαρά φιλοσοφικές έννοιες, εκείνη της αιτιότητας έχει ασκήσει την μεγαλύτερη επίδραση στην εξέλιξη της ανθρωπότητας. Σε αυτή οφείλεται και η καταπολέμηση της δεισιδαιμονίας και άλλοι πρόοδοι της επιστήμης και της τεχνολογίας.

      Έτσι, απέναντι στο κύμα των μεταστροφών στο δόγμα της μη αιτιότητας (που είχε κορύφωση την περίοδο 1920-1930) υπήρχαν, ασφαλώς, και αυτοί που θεωρούσαν ότι η απόρριψη της αιτιότητας είναι στην πραγματικότητα απόρριψη του ίδιου του (ορθού) λόγου, των νόμων της σκέψης μας, ή, ακόμα χειρότερα, οιονεί επιστροφή στον μυστικισμό.   Πίστευαν, εξ άλλου, ότι αξίωμα του φυσικού είναι το γεγονός ότι μελετά ένα κόσμο που δεν έφτιαξε ο ίδιος και ο οποίος υπάρχει, ουσιαστικά αμετάβλητος, ακόμα και αν αυτός δεν υπήρχε.   

      Οι περισσότεροι απ’ αυτούς (χτυπητή εξαίρεση ο Αϊνστάιν) ήσαν άνθρωποι με αυστηρές και συντηρητικές (πολιτικά) αρχές. Η ομάδα αυτή των επιστημόνων, αμφισβήτησαν και επέκριναν την πιθανολογική εικόνα για το σύμπαν, προσπαθώντας να κρατήσουν την μέχρι τότε ντετερμινιστική.

      Σε τελευταία ανάλυση, στατιστική χωρίς αιτιώδη θεμελίωση δεν μπορεί ποτέ να αναγνωριστεί από την φυσική σαν κάτι οριστικό, η δε  τυχαιότητα κάλλιστα δυνατόν να προκύπτει από αίτια επακριβώς καθοριζόμενα από νόμους.   

       Στην εμπροσθοφυλακή αυτών που άμεσα αντέδρασαν στη νέα τάση και παρέμειναν ασυμβίβαστα και θαρραλέα αφοσιωμένοι στην αρχή της αιτιότητας, όχι μόνον στις φυσικές επιστήμες αλλά και στις ανθρωπιστικές, ήσαν και οι δύο πιο σημαίνοντες θεωρητικοί της Γερμανίας, ο Max Planck (1858 – 1947), πατέρας της Κβαντικής Θεωρίας και ο Albert Einstein (1879 – 1955), θεμελιωτής της Θεωρίας της Σχετικότητας, αλλά και απ' τους μεγαλύτερους επιστήμονες όλων των εποχών.

      - Ο τότε 65χρονος Max Planck, σε ομιλία του στην Πρωσική Ακαδημία (17/2/1923) είπε στο ακροατήριο του “Η υπόθεση μιας αιτιότητας χωρίς εξαιρέσεις, ενός απόλυτου ντετερμινισμού, αποτελεί προϋπόθεση και απαραίτητη συνθήκη για την επιστημονική γνώση”.    

      - Ο Albert Einstein υποστήριζε ότι η πιθανολογική φύση της Κβαντομηχανικής συνιστούσε ένα θεμελιώδες της  ελάττωμα. Κατέβαλε δε προσπάθεια να βρει τον αναγκαίο “σύνδεσμο”, που εφαρμοζόμενος πάνω στην κβαντομηχανική, θα ικανοποιούσε το ντετερμινιστικό μοντέλο. Το 1922, στο άρθρο του “Για την τρέχουσα κρίση στη θεωρητική φυσική”, έγραψε:

      “Στόχος της θεωρητικής φυσικής είναι η δημιουργία λογικού εννοιολογικού συστήματος, που να βασίζεται στο μικρότερο δυνατό αριθμό αμοιβαία εξαρτώμενων υποθέσεων, κάτι που θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε αιτιακά όλο το πλέγμα των φυσικών διαδικασιών”.

      Και την αντίρρηση του αυτή στους νόμους της Τύχης και στον Ιντετερμινισμό, ο μεγαλύτερος φυσικός του 20ου αι. θα εκφράσει, αργότερα, με την παροιμιώδη φράση του: Ο Θεός δεν παίζει ζάρια”…..

         Ο Αϊνστάιν, σε μία επιστολή του στον Μπορν με ημερομηνία 4 Δεκεμβρίου 1926, έγραψε το περίφημο σχόλιό του για την κβαντομηχανική: “Η κβαντομηχανική είναι ασφαλώς επιβλητική. Αλλά μια φωνή μέσα μου μού λέει πως δεν είναι ακόμα η πραγματική θεωρία. Μάς πληροφορεί για πάρα πολλά, αλλά δεν μάς φέρνει στ' αλήθεια πλησιέστερα στο μυστικό του “Παλαιού των ημερών”. Εγώ, εν πάση περιπτώσει, είμαι πεπεισμένος ότι Εκείνος δεν παίζει ζάρια”……  

Σημ.: Παλαιός των ημερών”, είναι το όνομα του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη, έτσι όπως το αποδίδει η μετάφραση των Ο΄. Στη Βουλγκάτα (τη λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής) “Antiquus Dierum”. 

      Την ιστορική σπουδαιότητα της αιτιότητας, υποστήριζε σθεναρά και ο διάσημος φυσικός Βίλχεμ Βιν, πρύτανης του πανεπιστημίου του Μονάχου (1925-1926), τονίζοντας ότι η φύση μπορεί να είναι κατανοητή με την λογική δύναμη της ανθρώπινης διάνοιας, και ότι δεν υπάρχει περιοχή της φύσης που να υπερβαίνει τα όρια της κατανόησης μας.

      Ήλπιζε ότι “….ο αριθμομυστικισμός -που δεν ανήκει στη φυσική- θα εκτοπιστεί από την ψυχρή λογική της φυσικής σκέψης….”.

      Πρόσθετε ότι αυτοί που αμφιβάλλουν για την αιτιότητα “απλώς πάσχουν από πνευματική εξάντληση”, και ότι οι φυσικοί δεν πρόκειται να επαναπαυθούν, αν δεν κατορθώσουν να υπαγάγουν τις ατομικές διαδικασίες στον νόμο της αιτιότητας.     

      Ο Αϊνστάιν  παρέμεινε όλα τα χρόνια υποστηρικτής της αιτιοκρατίας στη όλη φυσική επιστήμη. Το 1932 σε παρατήρηση κάποιου συγγραφέα ότι: “Είναι τώρα της μόδας να αποδίδει η φυσική επιστήμη κάτι σαν ελεύθερη βούληση ακόμα και στις ομοιόμορφα επαναλαμβανόμενες διαδικασίες της φύσης”,

      ο Αϊνστάιν απάντησε: “Αυτή η ανοησία, δεν είναι απλώς ανοησία. Είναι απαράδεκτη ανοησία!

 Ο Αϊνστάιν θεωρούσε απολύτως απαράδεκτο ένα ηλεκτρόνιο να επιλέγει, με τη δική του ελεύθερη βούληση, όχι μόνο τη στιγμή που θα εκτιναχτεί αλλά και την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει.

    Συνδιαλλακτικά πάντως, ανέπτυξε θεωρία, σύμφωνα με την οποίαν κάποιες “κρυμμένες μεταβλητές”, που η επιστήμη θα ανακαλύψει στο μέλλον, θα δώσουν στην σύγχρονη (κβαντική) φυσική αυτό που της λείπει για να την κάνει ντετερμινιστική.

      Γύρω την άποψη αυτή δημιουργήθηκε δυνατή, αλλά μειοψηφική ομάδα μεταξύ των επιστημόνων, που δεν αποδέχονταν την πλήρη κατάργηση του Ντετερμινισμού, ούτε στο υποατομικό επίπεδο της ύλης.

      Το 1935, εμφανίστηκε η λεγόμενη ομάδα E.P.R (από τα αρχικά γράμματα των ονομάτων των Albert Einstein, Boris Podolski και Nathan Rosen) οι οποίοι στο άρθρο τους “Το παράδοξο, των E.P.R.”, μίλησαν για αυτές τις πρόσθετες φυσικές ποσότητες (“κρυμμένες μεταβλητές”), που αν και όταν (στο μέλλον) ήθελε αποκαλυφθούν, θα περιγράψουν σωστά την φυσική πραγματικότητα…..

       …… "Αν μπορούμε, χωρίς καθόλου να διαταράξουμε ένα σύστημα, να προβλέψουμε με βεβαιότητα την τιμή ενός φυσικού μεγέθους, τότε υπάρχει κάποιο στοιχείο φυσικής πραγματικότητας που αντιστοιχεί σ' αυτό το φυσικό μέγεθος"….  

          Πάντως, το 1969 ο S. Bell (John Stewart Bell, 1928-1990, Βρετανός φυσικός στο CERN/το Ευρωπαϊκό εργαστήριο σωματιδιακής φυσικής) απέδειξε (Θεώρημα ή ανισότητα του Bell) ότι καμιά θεωρία κρυμμένων μεταβλητών που διατηρεί τις παραδοχές της τοπικότητας και του ντετερμινισμού δεν μπορεί να πετύχει τις προβλέψεις της κβαντικής φυσικής. Αυτό απετέλεσε θεωρητικό πόρισμα ζωτικής σημασίας και κατά τα τελευταία χρόνια έγινε κύρια πηγή πολλών θεωρητικών και πειραματικών ερευνών.

        Ακόμα, μοντέλα για την αποκάλυψη δυναμικών – αιτιακών νόμων στη κβαντική φυσική υπεδείχθησαν, προσπάθειες για να αποδοθεί η τυχαιότητα σε αίτια επακριβώς καθοριζόμενα από νόμους έγιναν. Όμως αυτά δεν επιβεβαιώθηκαν πειραματικά και δεν τελεσφόρησαν.      


ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

       Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να συνοψίζαμε τους προβληματισμούς της εποχής, όπως τους εξέφρασε ο Χέρμαν Βάιλ το 1920:

“Είναι η στατιστική απλώς ο σύντομος δρόμος για να φτάσουμε σε συγκεκριμένα αποτελέσματα που προκύπτουν από αιτιώδεις νόμους, ή μήπως υποδηλώνει ότι δεν διέπουν τον κόσμο αυστηρές αιτιακές συσχετίσεις, άρα -αντιθέτως- θα πρέπει να αναγνωριστεί δίπλα στον νόμο και η τυχαιότητα, ως ανεξάρτητη δύναμη, που περιορίζει την εγκυρότητα του νόμου;”.

      Πάουλι (Wolfgang Pauli, 1900-1958) και Μπορ (Niels Bohr, 1885-1962) συμφωνούσαν ότι ήταν αναγκαία μια αλλαγή των εννοιών του χώρου και του χρόνου, αυτών καθαυτές, μια αλλαγή που θα μπορούσε να καταστήσει….. περιττό το ζήτημα της αιτιότητας! 

      Προς γεφύρωση του χάσματος απόψεων στην εξήγηση των φυσικών φαινομένων, προκειμένου να μην υπάρχουν αντιφάσεις και για να επιτευχθεί ενοποίηση της φυσικής επιστήμης (Νεύτωνα - Αϊνστάιν - κβάντα), έχει προταθεί να τεθούν “βαθμοί / διαβαθμίσεις” στο ζήτημα της αιτιότητας.

      Έτσι, μπορούμε - συμβιβαστικά - να δεχτούμε ότι ισχύει γενικά η “Μηχανική Αιτιότητα” (όχι η “τελεολογική”) με την εξής σημαντική υποσημείωση:

      Στην μεν φυσική των Νεύτωνα και Αϊνστάιν η αιτιότητα ανταποκρίνεται στον (δυνατόν) “ισχυρότερο” τύπο αιτιότητας, είναι μηχανική και ντετερμινιστική, ενώ στην κβαντομηχανική ανταποκρίνεται στον “ασθενέστερο” τύπο αιτιότητας, μηχανική μεν αλλά όχι ντετερμινιστική!

      F.S.C.Northrop, καθηγητής φιλοσοφίας πανεπιστημίου Γιέηλ προλογίζοντας το βιβλίο: “Φυσική και Φιλοσοφία” του Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, όπου αναλύει το θέμα διεξοδικά.

      Αν δεχτούμε την πιο πάνω παραδοχή, στο επίμαχο ερώτημα περί υπάρξεως ή μη αιτιότητας στην κβαντομηχανική και το “Ναι” και το “Όχι” είναι εξ ίσου σωστές και λάθος απαντήσεις ταυτόχρονα…. όπως η “γάτα του Σραίντιγκερ”, που είναι συγχρόνως ζωντανή και νεκρή!.... με την προαναφερθείσα απαραίτητη προϋπόθεση του “βαθμού” που προσδίδουμε στην αιτιότητα: ασθενικό ή ισχυρό, προκειμένου ν’ απαντήσουμε: Ναι ή Όχι!

     Όπως και να έχουν τα πράγματα, σήμερα δεν εκπλησσόμαστε στη “μη ντετερμινιστική υπόθεση”. Είναι η φυσιολογική συνέπεια των σύγχρονων θεωριών των Κβάντα και του Χάους. Πρέπει, σε τελευταία ανάλυση, να μάθουμε να ζούμε μαζί της!


 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ: Ο Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, και το βιβλίο του “Φυσική και Φιλοσοφία”.

      Τις περί “Αιτιότητας” συμπερασματικές επόψεις του Γερμανού φυσικού Werner Karl Heisenberg (1901 -1976, Νόμπελ Φυσικής 1932) σύντομα διατυπώσαμε σε πιο πάνω κεφάλαια της παρούσης πραγματείας μας.  Στο παράρτημα αυτό, θα αναφερθούμε και στις γενικότερες φιλοσοφικές του τοποθετήσεις, όπως αυτές αποτυπώνονται στο πολύ-διαβασμένο βιβλίο του: “Φυσική και Φιλοσοφία. Η επανάσταση στη σύγχρονη επιστήμη(Το πλήρες κείμενο στην έκδοση 1958).

       Το βιβλίο “Φυσική και Φιλοσοφία” θεωρείται “εκλαϊκευμένο”, όμως για να κατανοηθεί απαιτεί ικανή ενημέρωση στα θέματα αυτά από τον αναγνώστη.  Το 1930 ο Χάιζενμπεργκ είχε εκδώσει το βιβλίο: “Οι Φυσικές αρχές της Κβαντικής θεωρίας”, για επαγγελματίες φυσικούς.  

      Και οι απόψεις του Χάιζενμπεργκ έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όχι μόνον γιατί διακρίνονται για την πρωτοπόρο βαθιά οξυδέρκεια τους, αλλά και γιατί αυτές εκφράζουν και τις θέσεις της μεγάλης πλειοψηφίας των διακεκριμένων φυσικών της εποχής του.

    Γενικά, ο Χάιζενμπεργκ πίστευε πως η επιστημονική πρόοδος οδηγούσε σε πολιτισμικές συγκρούσεις, αλλά και ότι η σύγχρονη φυσική είναι “μέρος μιας γενικής ιστορικής διαδικασίας που τείνει προς την ενοποίηση και τη διεύρυνση του σημερινού μας κόσμου”.

     Στο βιβλίο “Φυσική και Φιλοσοφία”, ο συγγραφέας αρχικά διατρέχει τα βασικά σημεία των κυριότερων φιλοσοφικών θεωριών. Από τον Θαλή, έως την εποχή του. Και βέβαια κατόπιν εξηγεί πλήρως την κβαντική - κβαντομηχανική, της οποίας, άλλωστε, τα κύρια δόγματα αυτός (μαζί με τον Ν. Μπορν) διατύπωσαν στην “Ερμηνεία της σχολής της Κοπεγχάγης”.

      Παραθέτω πιο κάτω, κάποιες, μόνον από τις φιλοσοφικού ενδιαφέροντος απόψεις του, που σταχυολόγησα από το πιο πάνω βιβλίο:

     …… Παρατηρώντας ότι η μάζα και η ενέργεια, κατά τη θεωρία της σχετικότητας, είναι ουσιαστικά ταυτόσημες έννοιες, ενώ στην σύγχρονη κβαντική θεωρία το φως περιγράφεται πότε σαν σωματίδιο – πότε σαν κύμα, και ότι τα στοιχειώδη σωματίδια προκύπτει να απαρτίζουν μαθηματικές μορφές (βέβαια, μεγάλης πολυπλοκότητας), ο Χάιζενμπεργκ σημειώνει:

       “…. Η σύγχρονη Φυσική παίρνει οριστική θέση ενάντια στον υλισμό του Δημόκριτου και υπέρ του Πλάτωνα και των Πυθαγορείων….. Τα στοιχειώδη σωμάτια στον Τίμαιο του Πλάτωνα δεν είναι τελικά ουσία, αλλά μαθηματικά σχήματα…. Όλα τα πράγματα είναι αριθμοί….”!

        Όμως ο Χάιζενμπεργκ, αφού έχει αναγνωρίσει στους Έλληνες φιλοσόφους εκείνη την “ευφυή διαίσθηση”, με την οποίαν αυτοί, καθώς λέγει, προσέγγισαν σε ίδια, ή παρόμοια, συμπεράσματα με τους επιστήμονες της σύγχρονης εποχής (μάλιστα, οι τελευταίοι έφτασαν κατόπιν σκληρών κόπων και επί αιώνες), ομολογεί ότι θα παρεννοηθεί πλήρως, αν δεν διευκρινίσει ότι:

         “Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στη σύγχρονη επιστήμη και την Ελληνική φιλοσοφία, και η διαφορά αυτή είναι η εμπειριστική στάση της σύγχρονης επιστήμης. Από την εποχή του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα η σύγχρονη επιστήμη βασίζεται πάνω στη λεπτομερή μελέτη της φύσεως και στο αξίωμα πως πρέπει να διατυπώνεται μόνον ό,τι έχει επαληθευθεί, ή τουλάχιστον μπορεί να επαληθευτεί με το πείραμα”. (“Φυσική και Φιλοσοφία” σελ. 93-97).

          “Πρώτος μεγάλος φιλόσοφος της νέας περιόδου της επιστήμης ο Καρτέσιος, με το έργο του «Λόγος περί Μεθόδου»…… Η βάση της φιλοσοφίας του Καρτέσιου είναι ριζικά διαφορετική από εκείνη των αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων. Ενώ αυτοί προσπάθησαν να βρουν κάποια θεμελιακή ενοποιητική αρχή του κόσμου, ο Καρτέσιος προσπαθεί να αποκαταστήσει την τάξη με τη βοήθεια μιας θεμελιακής διαίρεσης. Μιας διαίρεσης, που έχει αφετηρία το τρίπτυχο «Θεός – Κόσμος – Εγώ», και υπάρχει ανάμεσα στην ύλη και το  πνεύμα, ή ανάμεσα σε σώμα και ψυχή….. Ένας τέτοιος διαχωρισμός διατυπώνεται και στην Πλατωνική φιλοσοφία, όμως στον Καρτέσιο αποκτά πληρότητα…..  Και στην περίοδο που ακολούθησε η φιλοσοφία και οι επιστήμες αναπτύχθηκαν με βάση αυτή τη πολικότητα της Καρτεσιανής οντολογίας, “res cogitans – res extensa”.

          Ωστόσο, στο έργο του Γαλιλαίου, και στη συνέχεια του Νεύτωνα, η απόκτηση γνώσης κρατείται μακριά από τη θεολογία και τις διαμάχες της, δεν αναφέρεται το όνομα του θεού ή οποιαδήποτε άλλη θεμελιακή αιτία, και η απόκτηση γνώσης οφείλεται μόνον στο συνδυασμό εμπειρικής παρατήρησης και μαθηματικών. Έτσι οικοδομήθηκαν όλοι οι κλάδοι της κλασσικής φυσικής, έχοντας πρότυπο πως μπορεί κανείς να περιγράψει τον κόσμο χωρίς να μιλάει για τον θεό ή τον εαυτό του…..

      Όμως, η Κβαντική θεωρία - κατά την “Ερμηνεία της σχολής της Κοπεγχάγης” - αλλάζει την κατάσταση. «Οι φυσικές επιστήμες δεν περιγράφουν και δεν εξηγούν απλώς τη φύση. Είναι μέρος από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στη φύση και τους εαυτούς μας. Περιγράφουν τη φύση όπως αυτή φανερώνεται στη μέθοδο των ερωτήσεων μας»  (“Φυσική και Φιλοσοφία” σελ. 101-105) 

       Ο Χάιζενμπεργκ ονοματίζει “δογματικό ρεαλισμό” την (παλιά) επιστημονική άποψη πως «δεν υπάρχουν προτάσεις, αναφερόμενες στον υλικό κόσμο που να μην μπορούν να αντικειμενοποιηθούν». Αναγνωρίζει ότι ένας “πρακτικός ρεαλισμός” ήταν και θα είναι πάντα ουσιαστικό μέρος των φυσικών επιστημών, όμως ο δογματικός τοιούτος, όπως εκδηλώνεται τώρα, δεν είναι αναγκαστική συνθήκη για τις φυσικές επιστήμες, παρ’ όλο που στο παρελθόν έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη πρόοδο της ανθρωπότητας.

      Συνεχίζοντας λέει: “Ο δογματικός ρεαλισμός είναι η θέση της κλασσικής φυσικής….. Και όταν ο Αϊνστάιν επέκρινε την κβαντική θεωρία, το έκανε από τη σκοπιά του δογματικού ρεαλισμού…..Όμως, η κβαντική θεωρία αποτελεί παράδειγμα για τη δυνατότητα ερμηνείας της φύσης με τη βοήθεια απλών μαθηματικών νόμων, παρ’ όλη τη φοβερή πολυπλοκότητα των φαινομένων που καλείται να ερμηνεύσει. Η φυσική επιστήμη, λοιπόν, είναι πράγματι δυνατή χωρίς την βάση του δογματικού ρεαλισμού”.

     Ο Χάιζενμπεργκ πάει ένα βήμα πιο πέρα με τον “μεταφυσικό ρεαλισμό” του. “Τα πράγματα αληθινά υπάρχουν”, πιστεύει, σύμφωνα και με το επιχείρημα του Καρτέσιου “Ο θεός δεν μπορεί να μας έχει εξαπατήσει”.  

     Όμως, επειδή, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, η δυσκολία του “μεταφυσικού ρεαλισμού” είναι αισθητή -και η ιδέα αυτή επικρίθηκε-  αναπτύχθηκαν η εμπειριστική φιλοσοφία (με τους Λοκ, Μπέρκλεϋ και Χιουμ), καθώς και η αισθησιοκρατία και ο θετικισμός. Και όλες αυτές οι φιλοσοφικές θεωρήσεις οδηγήσαν στην θέση πως όλη η γνώση βασίζεται στην εμπειρία.

      Ωστόσο, “….Μια οριστική απόφαση είναι δυνατή μόνο όταν η πρόταση ανήκει σε ένα κλειστό σύστημα εννοιών και αξιωμάτων….. Και η επιμονή στο αξίωμα της πλήρους λογικής διευκρίνησης θα έκανε την επιστήμη αδύνατη….” .

      Ο θεμελιωτής του γερμανικού ιδεαλισμού Ιμμάνουελ Καντ  (Καίνιξμπεργκ 1724 – 1804), πάντα κατά τα γραφόμενα από τον Χάιζενμπεργκ, προσπάθησε να συνδυάσει αυτές τις δύο γραμμές σκέψεις (Καρτέσιου, από τη μια μεριά και Λοκ - Μπέρκλεϋ, από την άλλη)  φτάνοντας στο συμπέρασμα ότι η γνώση, κατά ένα μέρος είναι a prioriκαι δεν συνάγεται επαγωγικά από την εμπειρία. Τις δε “a priori” γνώσεις ο Καντ θεώρησε σαν αναμφισβήτητη αλήθεια.

       Έτσι, ο Καντ επινοεί διάκριση μεταξύ “εμπειρικής” γνώσης και “a priori” γνώσης, και ακόμα μεταξύ “αναλυτικών προτάσεων”, που προκύπτουν από την λογική και “συνθετικών προτάσεων”, που δεν προκύπτουν από την λογική.

      Και στο “δυσάρεστο” ερώτημα «αν τα πράγματα όντως υπάρχουν(;)», θεωρεί ότι «η ιδέα του “πράγματος καθαυτό” είναι διαφορετική από το αντικείμενο της παρατήρησης».

       Ο Καντ, ως  “a priori” γνώση θεωρεί στα Μαθηματικά την Ευκλείδεια γεωμετρία, και στην Φυσική, εκτός από τον χώρο και τον χρόνο, την έννοια της ουσίας και τον νόμο της αιτιότητας, για τον οποίον νόμο της αιτιότητας αναφέρει ότι αποτελεί τη βάση κάθε επιστημονικού έργου, εφόσον - κατά κανόνα - κάθε γεγονός προκύπτει από κάποιο προηγούμενο του, άσχετα αν δεν μπορούμε πολλές φορές να βρούμε την αιτία.

     Τον Χάιζενμπεργκ όμως απασχολεί να εξηγήσει την κβαντομηχανική, μάλιστα στην εκδοχή “ερμηνείας της από την σχολή της Κοπεγχάγης”. Και κατηγορηματικά αποφαίνεται, ότι οι θεωρήσεις του Κάντιου (“a priori” έννοιες κλπ.) δεν περιέχονται στο επιστημονικό σύστημα της σύγχρονης φυσικής.  

        Για δε το Καντιανό “πράγμα καθαυτό”, αν και οι ατομικοί φυσικοί δεν χρησιμοποιούν καθόλου αυτήν την έννοια, δεν είναι άλλο λέει τελικά, παρά μια μαθηματική δομή, η οποία κι’ αυτή συνάγεται -έμμεσα- από την εμπειρία.

      Έπειτα γράφει ότι, ακόμα και οι απλές γενικές έννοιες, όπως “η ύπαρξη”, “ο χώρος”, “ο χρόνος”, δεν θα μπορέσουν ποτέ να καθορισθούν με καθαρή λογική και να φτάσουν σε μια “απόλυτη αλήθεια”.

      Όμως, για όλες αυτές τις έννοιες μπορούν να καθοριστούν, με ακρίβεια, “σχέσεις” ανάμεσα τους.  Και αυτές οι έννοιες, αν αποτελέσουν μέρος ενός συστήματος αξιωμάτων και ορισμών, αυτό (το σύστημα) μπορεί να εκφραστεί με συνέπεια από ένα μαθηματικό σχήμα. (“Φυσική και Φιλοσοφία”, σελ. 115-119). 

       Στα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου του, ο Χάιζενμπεργκ περιγράφει με επιστημονικό τρόπο και αρκετές λεπτομέρειες, την κβαντική θεωρία καθώς και αρκετά τελευταία πειράματα και διάφορες θεωρίες σε πολλούς τομείς της επιστήμης (Λίγα γνωστά από αυτά αναφέραμε κι εμείς σαν τίτλους στο κεφ. 4 της παρούσης πραγματείας), που έντονα προβλημάτισαν τους φυσικούς, σχετικά με την εφαρμογή που έχουν σ’ αυτά οι Νευτώνειοι νόμοι.

        Π.χ., με την βοήθεια της κοσμικής ακτινοβολίας ή μεγάλων επιταχυντών αποκαλύφθηκαν καινούργια χαρακτηριστικά της ύλης. Εκτός των τριών δομικών λίθων της ύλης (ηλεκτρόνιο – πρωτόνιο – νετρόνιο) ανακαλύφθηκαν καινούργια στοιχειώδη σωμάτια, αν και ο χρόνος ζωής τους ήταν μονάχα ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου!........ 

           Και αυτά, τα στοιχειώδη σωματίδια απαρτίζουν ένα κόσμο δυναμικοτήτων ή δυνατοτήτων, μάλλον, παρά ένα κόσμο πραγμάτων ή γεγονότων.

      Επίσης, παρατηρήθηκαν ταυτόχρονα γεγονότα, που συμβαίνουν σε διαφορετικά σημεία, χωρίς καμία δράση οποιουδήποτε είδους να έχει δυνατότητα να φτάσει έγκαιρα από το ένα σημείο στο άλλο. Επομένως τα δύο γεγονότα δεν θα μπορούσαν να συνδέονται και με καμιά αιτιακή σχέση! …..... Τα μέρη αυτά του βιβλίου είναι δυσκολονόητα. Κατανοητά είναι μόνον σε επαγγελματίες φυσικούς…       

      Έτσι, πολύ περισσότερο από έναν προβληματισμό, στους επιστήμονες διαμορφώθηκε η πεποίθηση ότι η Νευτώνεια μηχανική, ακόμα και όπως συμπληρώθηκε με την σχετικιστική, δεν μπορεί να βελτιωθεί. Μπορεί μονάχα να αντικατασταθεί με κάτι άλλο ριζικά διαφορετικό, το οποίον όμως κι’ αυτό δεν θα μπορεί να δώσει μια πλήρη και  αντικειμενική περιγραφή της φύσης!

      Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης ο φυσικός και φιλόσοφος Καρλ Βαϊτσέκερ εισήγαγε την έννοια του “βαθμού αληθείας”. Αν η πρόταση έχει βαθμό 1 είναι αληθής, αν έχει 0 είναι λαθεμένη. Είναι δυνατές όμως και ενδιάμεσες (μιγαδικές) τιμές….. Το τετράγωνο της απόλυτης τιμής του μιγαδικού αριθμού δίνει την πιθανότητα του να αληθεύει η πρόταση! 

         Carl von Weizsäcker, 1912-2007, φυσικός, μεγαλύτερος αδελφός του πρώην προέδρου της Γερμανίας (1984-1994)  Richard von Weizsäcker)   

       Ο Χάιζενμπεργκ, υποστηρίζει με πάθος τα, σύμφωνα με την σχολή της Κοπεγχάγης, ερμηνευτικά συμπεράσματα των θεωριών και πειραμάτων που μνημονεύει στο βιβλίο του, “...... πολλά των οποίων πιθανόν να αντιφάσκουν με μερικές από τις κοινές ιδέες”.  Όμως, λέγει: Πρώτη αξίωση του επιστήμονα θα είναι πάντα η πνευματική εντιμότητα”.

       Έτσι,  αναφέρεται και στις αντιδράσεις, πολλές απ’ αυτές δριμύτατες, που δημιούργησε αυτή η ερμηνεία. Επικριτές της σχολής της Κοπεγχάγης (όπως οι οπαδοί του «διαλεκτικού υλισμού») έφτασαν να την χαρακτηρίσουν ως την πιο αντιδραστική, ανάμεσα στις διάφορες ιδεαλιστικές τάσεις της σύγχρονης φυσικής επιστήμης  (“Φυσική και Φιλοσοφία”, σελ. 187-234).

       Καταλήγοντας, ο Χάιζενμπεργκ μας προτρέπει “ανοιχτές τις πόρτες να φυλάμε” για την είσοδο καινούργιων εννοιών, ακόμα και σε ‘κείνα τα μέρη της επιστήμης που οι παλιές έννοιες πολύ πρόσφορες υπήρξαν στη κατανόηση των φαινομένων και χρήσιμες.

      Άλλωστε οι γνώσεις που έχουμε κατακτήσει ένα πολύ μικρό (εντελώς μηδαμινό) μόνο μέρος αποτελούν στο σύνολο τους.  

      Η σύγχρονη φυσική αύξησε τον σκεπτικισμό ποικιλοτρόπως, όμως πρέπει στη πράξη να έχουμε κατανόηση. Συντελούνται αλληλεπιδράσεις μεταξύ της επιστήμης και της γενικής τάσης της σκέψης. Πάντα θα πρέπει να υπάρχει μια θεμελιακή συμπληρωματικότητα ανάμεσα στην ώριμη σκέψη και την απόφαση……..  (“Φυσική και Φιλοσοφία”, σελ. 250-259).    


 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ: Περί του αν οι κοινωνικοί – πολιτικοί – ιδεολογικοί και πολιτισμικοί παράγοντες της εποχής συνέβαλαν στην αποδοχή της Αναιτιοκρατίας (Ιντετερμινισμού) στην Κβαντική θεωρία.

      Σύντομη αναφορά σε τρία ενδιαφέροντα άρθρα των ιστορικών της φυσικής: Πωλ Φόρμαν, Τζων Χέντρι και Νόρτον Γουάιζ, από το βιβλίο: «Η κρίση στη Φυσική και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης» των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης (Επιμέλεια: Θόδωρος Αραμπατζής – Κώστας Γαβρόγλου). Στα άρθρα αυτά, οι συγγραφείς αναφέρουν πλήθος δημοσιευμάτων εξεχόντων φυσικών της εποχής με (αμφιλεγόμενες) απόψεις σχετικές με το ζήτημα της αιτιοκρατίας. Τμήματα της  πραγματείας μας αυτής, έχουν βασισθεί στο πιο πάνω βιβλίο….   

1)  Άρθρο του Paul Forman: “The Forman Thesis” (1971).

     Το 1971 σε μια ρηξικέλευθη μελέτη του (“The Forman Thesis”)  ο καθηγητής ιστορίας της επιστήμης Paul Forman (γεν. 1937) υποστήριξε ότι η διαμόρφωση της κβαντικής φυσικής, και ειδικότερα η αποδοχή της αναιτιοκρατίας στη φυσική επιστήμη, ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα - στο πνεύμα της εποχής (Zeitgeist) - στην Γερμανόφωνη Ευρώπη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

     Και η επιχειρηματολογία του Φόρμαν αποτελεί την πρώτη κοινωνιολογική ερμηνεία της ιστορίας της Φυσικής του 20ου αι.. Το άρθρο έχει τεράστια και αναγνωρισμένη σημασία, θεωρείται σταθμός στην ιστορία της κβαντικής θεωρίας.

      Μετά την ήττα της Γερμανίας, κυρίαρχη πνευματική τάση στον ακαδημαϊκό κόσμο της Δημοκρατίας Βαϊμάρης ήταν μια νέο-ρομαντική, υπαρξιστική Φιλοσοφία της ζωής(“Lebensphilosophie), που χαρακτηρίζονταν και από μια γενικευμένη αίσθηση κρίσης στην κοινωνία, τον πολιτισμό και τη γνώση και που εκφράζονταν με την απόρριψη της συμβατικής μεταφυσικής, του ασφυκτικού ντετερμινισμού, του θετικισμού και της μηχανιστικής σκέψης - μηχανοκρατίας.

      Γρήγορα, μια ανταγωνιστική διάθεση απέναντι στον παραδοσιακό αναλυτικό ορθολογισμό στις θετικές επιστήμες και στις τεχνικές εφαρμογές τους ειδικότερα, δημιουργήθηκε. Η αιτιακή εξήγηση παρουσιαζόταν απαξιωτικά, η δε έννοια της αιτιότητας αντιπροσώπευε την απεχθή πλευρά του επιστημονικού έργου των φυσικών.

     Το αυστηρό πρότυπο της αιτιότητας, κληρονομιά του 18ου αι. (υλισμός, διαφωτισμός, ωφελιμισμός κλπ.), καθώς και η ορθολογική επιστήμη της μηχανικής, δεν φαίνονταν κατάλληλο για το σύνολο των εμπειριών της εποχής.

      Ο Π. Φόρμαν δέχεται την άποψη, που πριν απ’ αυτόν είχε εκφραστεί από τον Μαξ Γιάμερ, ότι ορισμένες φιλοσοφικές ιδέες του τέλους του 19ου αι. όχι μόνον προετοίμασαν την σχετική πνευματική ατμόσφαιρα, αλλά συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση των νέων εννοιών της σύγχρονης κβαντικής θεωρίας.

     Έτσι, ακόμα και το από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της νέας κβαντομηχανικής, ο “μη αιτιακός” χαρακτήρας της, δεν ήταν απόρροια των εσωτερικών εξελίξεων στη Φυσική, αλλά αποτέλεσμα της οικειοποίησης και του προσεταιρισμού από πολλούς φυσικούς ανορθολογικών ιδεολογιών που δέσποσαν στον Γερμανικό χώρο στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπως η πιο πάνω αναφερθείσα “Lebensphilosophie”, υπαρξιστική φιλοσοφία, την οποίαν ο Γκέοργκ Λούκατς θεωρεί ως την κυρίαρχη ιδεολογία ολόκληρης της ιμπεριαλιστικής περιόδου στη Γερμανία.

      Βέβαια, στην “κουλτούρα της Βαϊμάρης” ανήκουν -αντιθέτως- και ισχυρά κινήματα εγγενώς συμβατά με την ορθολογική ανάλυση και τις επιτεύξεις της σύγχρονης φυσικής επιστήμης και τεχνολογίας. Και αυτά ήταν ο “Κύκλος της Βιέννης” και ο “λογικός θετικισμός” (Κατά τους θετικιστές το εμπειρικό γεγονός και μόνον μετράει ως βάση της γνώσης), το “Μπάουχαους” και ο “λειτουργισμός” (functionalism).

      Όμως αυτά τα ρεύματα δεν απέκτησαν επιρροή ικανή ώστε να ανακόψουν την  “Φιλοσοφία της ζωής”, που έμεινε ως κυρίαρχη ιδεολογία στη Γερμανία, από το 1918 και ως την άνοδο του Ναζισμού στη χώρα.   

     Προηγούμενες εργασίες μελετητών της ιστορίας των πολιτισμών, έδειχναν ότι, οι γενικότεροι θεωρητικοί προβληματισμοί που κατευθύνουν τις έρευνες των επιστημόνων, επηρεάζονται από κοινωνικά γεγονότα και κοινωνικές πιέσεις. Κατ’ άλλους, ο γνωσιακός πυρήνας της επιστήμης δεν επηρεάζεται από εξωτερικές επιδράσεις, εντούτοις αυτές επηρεάζουν τον ρυθμό της επιστημονικής προόδου και μπορούν να αλλάξουν και την κατεύθυνση της. Τα πιο πάνω ισχύουν ακόμα και για την Φυσική επιστήμη, ένα κλάδο που δεσμεύεται αυστηρά από τα πειραματικά αποτελέσματα!

     Γενικευμένη, πάντως, κατ’ εκείνη την εποχή στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ήταν η αίσθηση μιας μεγάλης και σε εξέλιξη “κρίσης”, που αγκάλιαζε όλους τους τομείς (πολιτικό - οικονομικό - παιδεία - επιστήμες – πολιτισμό κλπ.). Και αυτή, η πολύπλευρη αίσθηση κρίσης των πατροπαράδοτων αξιών, η αρνητική αξιολόγηση των παραδοσιακών κλάδων και μεθόδων της επιστήμης, επηρέασε την ρητορική και την αυτογνωσία ακόμα και των φυσικομαθηματικών.

      Έτσι και ως προς τις θετικές επιστήμες, απαραίτητη τότε θεωρήθηκε μια επαναστατική αλλαγή, από την υπάρχουσα στείρα μηχανοκρατία σε μια νέα επιστήμη, των αξιών, της διαίσθησης, των συναισθημάτων, του ζωντανού, του οργανικού.

      Κατά τον Π. Φόρμαν η Αναιτιοκρατία υποστηρίχτηκε από Γερμανούς φυσικούς πριν την εμφάνιση μιας θεμελιωδώς μη αιτιακής κβαντομηχανικής, που να το δικαιολογεί!

     Στο περιώνυμο βιβλίο “Η παρακμή της Δύσης” (1918) (100.000 αντίτυπα πούλησε μέσα σε λίγα χρόνια, όταν ο αριθμός των πανεπιστημιακών αποφοίτων στην Γερμανία μετά βίας αριθμούσε το τριπλάσιο), ο Γερμανός συγγραφέας Όσβαλντ Σπένγκλερ, υποστηρίζει  (μεταξύ πολλών άλλων) τη διαβόητη θέση περί μη αντικειμενικότητας στις θετικές επιστήμες. Μάλιστα για την φυσική προέβλεπε ότι θα εκφυλιζόταν σε στατιστική.

     Διατείνεται ο Σπένγκλερ: “Δεν υπάρχει μία μαθηματική επιστήμη, υπάρχουν απλώς πολλών ειδών μαθηματικά….. Δεν υπάρχει καθαρή Φυσική επιστήμη, εν υπάρχει καν φυσική επιστήμη που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κοινή για όλους τους ανθρώπους….. Η αρχή της αιτιότητας είναι ένα δυτικό φαινόμενο, ακριβέστερα ένα φαινόμενο της εποχής του μπαρόκ……”.

       Έτσι, για πολλούς, η πίστη στη βεβαιότητα των μαθηματικών και της πειραματικής μεθόδου της φυσικής, ότι δηλ. μία θεωρία  μπορεί να θεμελιωθεί ως αληθής, με βάση την συμφωνία της με το πείραμα κλονίστηκε!

     Οι “μοντερνιστές” πανεπιστημιακοί τόλμησαν να γίνουν και μεθοδολογικά τολμηροί.  Σαν επακόλουθο, και ο ντετερμινισμός της (κλασσικής) φυσικής, τέθηκε σε ευρεία αμφισβήτηση…..

2) Άρθρο του Τζων Χέντρι (1980)

      Το άρθρο του Τζων Χέντρι (1980) αναφέρεται και κριτικά σχολιάζει το πιο πάνω άρθρο του Π. Φόρμαν, το οποίον, πάντως, χαρακτηρίζει σπουδαίο και ορόσημο στην ιστοριογραφία της επιστήμης. Ο Χέντρι αναγνωρίζει την επίδραση που είχε στην Γερμανική κοινωνία το νεορομαντικό – υπαρξιστικό κίνημα της “Φιλοσοφίας της ζωής”, έκδηλο στον εξπρεσιονισμό στη λογοτεχνία την τέχνη και την μουσική, που μετασχηματίστηκε σε κυρίαρχη πολιτισμική δύναμη στη Γερμανία μετά την ήττα της στον Α΄Π.Π.

      Όμως, αμφιβάλλει για την εγκυρότητα των θέσεων που υποστηρίζει ο Φόρμαν, θεωρώντας τις υποθέσεις, που δεν έχουν αποδειχθεί. Οι κατά των μαθηματικών και της φυσικής επιθέσεις που περιγράφει μελανά ο Φόρμαν, κατά τον Τζων Χέντρι, αφορούσαν την αξία και όχι το περιεχόμενο των επιστημών αυτών.

     Κάποιοι που ξιφούλκησαν κατά της αιτιότητας, όπως ο πολύς ‘Οσβαλντ Σπένγκλερ στο προαναφερθέν διαβόητο βιβλίο του: “Η παρακμή της Δύσης”, ήταν γιατί την θεώρησαν από τα σύμβολα του δυτικού υλισμού, στον οποίον δεν πίστευαν, ενώ δεν τέθηκε από κανέναν ευθέως το ζήτημα της προσαρμογής της  φυσικής και των μαθηματικών στα νέα ιδεώδη.   

      Άλλωστε, αν η “αιτιότητα” παρέδιδε την κυριαρχία της στο “πεπρωμένο”, πίστευαν αυτή η εξέλιξη θα συνιστούσε το θάνατο, και όχι κάποιο μετασχηματισμό της φυσικής επιστήμης.

       Ως προς τον Χέρμαν Βάιλ, που το 1920 διατύπωσε την πρώτη σημαντική απόρριψη της αιτιότητας στην φυσική, αυτό ισχυρίζεται ο Τζ. Χέντρι καθορίστηκε από προβληματισμούς που είχαν αναπτυχθεί στο εσωτερικό του κλάδου…..

       Ο Βάιλ διαπίστωνε ότι η σύγχρονη φυσική, παρ’ όλο που δεν εύρισκε θέση στο πλαίσιο της “νομοκρατούμενης φύσης”, ή της “φυσικής πεδίου”, μπορούσε να είναι ορθή.

      Η δε μη αιτιότητα (που θεμελιωδώς στηρίζεται στη μεταφυσική και όχι στην εμπειρία) προέκυπτε από κάτι που ενυπήρχε στην ύλη, βαθιά ριζωμένο σε ένα σύμπλεγμα φυσικών προβλημάτων. Και αυτό ακριβώς είχε καταστήσει τη Φυσική θεμελιωδώς στατιστική - μη αιτιακή.

      Για την μεταστροφή των φυσικών προς την Αναιτιοκρατία, ο συγγραφέας του άρθρου Τζων Χέντρι θεωρεί ότι πέραν των (πιθανών) εξωγενών παραγόντων, υπήρχαν και ενδογενείς, καθόσον η κβαντική θεωρία εμπεριείχε στοιχεία αβεβαιότητας. Όμως επρόκειτο πάντοτε για αβέβαια συμπεράσματα, που προέκυπταν από αβέβαια δεδομένα.  

     Αλλ’ αυτά τα αβέβαια συμπεράσματα, κατά την ανάλυση του Μπορ, προέκυπταν από φαινομενικά σαφώς καθορισμένα δεδομένα για την κατάσταση του ατόμου και την κίνηση του ηλεκτρονίου. Και αυτό θα μπορούσε, βεβαίως, να αλλάξει εάν υπήρχαν κρυφές παράμετροι σε μικροσκοπικό επίπεδο…..

3)  Άρθρο του Νόρτον Γουάιζ (1994)

Πάσκουαλ Γιόρνταν: Κβαντομηχανική, ψυχολογία, Εθνικοσοσιαλισμός

     Το άρθρο αναφέρεται στον Γερμανό θεωρητικό μαθηματικό-φυσικό Pascual Jordan (1902 – 1980), που (σε εργασία με τον Χάιζενμπεργκ και τον Μπορν) συνέβαλε σημαντικά στην κβαντική μηχανική, καθώς και την κβαντική θεωρία πεδίου. Ο Γιόρνταν ήταν θιασώτης της μεταφυσικής και ενθουσιώδης οπαδός της φροϋδικής ψυχολογίας, πίστευε δε ότι ο δημοκρατικός φιλελευθερισμός και οι αξίες του είχαν πεθάνει.

         Πολλοί από τους κύριους πρωταγωνιστές στη διαμόρφωσης της κβαντομηχανικής είχαν στραφεί στη ψυχολογία για να τους βοηθήσει να κατανοήσουν τις έννοιες τις οποίες πάσχιζαν να αναπτύξουν. Οι γνωστότεροι απ’ αυτούς: Μπορ, Πάουλι, Γιόρνταν, Ρ. φον Μίσες, Χ. Βάιλ κ. ά. Δεν ήταν λίγοι και αυτοί που ζήτησαν βοήθεια από ψυχολόγους και ψυχίατρους, λόγω  υπερκοπώσεως, ή ακόμα ψυχοσωματικής κατάρρευσης!

     Σύμφωνα με τον Γιόρνταν η ψυχολογία είναι η πιο περιεκτική απ’ όλες τις επιστήμες, το δε συνειδητό και το ασυνείδητο αντιστοιχούν με τις παρατηρήσιμες και τις μη παρατηρήσιμες καταστάσεις στην κβαντομηχανική. Ο ίδιος ο Φρόυντ, κατά θεωρία του, είχε μεταβιβάσει το ατομικό ασυνείδητο – που το είχε ερμηνεύσει ως “κβαντική απροσδιοριστία” – στην παραψυχολογία και στο κοινωνικό ασυνείδητο….

      Αρχικά ο Γιόρνταν είχε αντιπαλότητα με  το ακραίο εθνικιστικό κίνημα των Γερμανών φυσικών, το περιβόητο “Deutsche Physik  (Γερμανική Φυσική) των Φίλιπ Λέναρντ και Γιοχάνες Σταρκ, κίνημα που στις αρχές της δεκαετίας του 1930 γνώρισε ανάπτυξη, καθώς συνεργαζόμενος με τους κορυφαίους - εβραϊκής καταγωγής - συνάδελφους του φυσικούς, τον Μαξ Μπορν (τον θεωρούσε μέντορα του) και τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, παρήγαγε φυσική που στηρίζονταν στην συνεισφορά Εβραίων!  

      Ο Λέναρντ και ο Στάρκ ήταν επιφανείς φυσικοί που μάλιστα τιμήθηκαν με βραβεία Νόμπελ. Η οργάνωση που ίδρυσαν, η “Deutsche Physik”, ήταν εθνικιστική-φιλοναζιστική και επιζητούσε η κάθε  επιστήμη, μακριά από τον θετικισμό, να υπηρετεί τα συμφέροντα του Γερμανικού έθνους. Για τους πανεπιστημιακούς καθηγητές φυσικής απαιτούσε να είναι μόνον από την «αρία φυλή», κάτι βέβαια που αμέσως εγκρίθηκε και επεκτάθηκε από τους Ναζί.

     Η “Deutsche Physik”, σαν εταιρεία συνομωσιολογική-αντισημιτική-αντικομουνιστική (αυτά “πήγαιναν πακέτο”) είχε χαρακτηρίσει την σχετικότητα του Αϊνστάιν ως “Εβραϊκή Φυσική” και την πολέμησε,  κ. ά. παρόμοια.

      Όμως, από το 1933 ο Γιόρνταν υπήρξε υπερήφανο μέλος του Ναζιστικού Κόμματος (NSDAP), δηλ. του Εθνικο-σοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού κόμματος, (όπως άλλωστε ο Λέναρντ και ο Σταρκ), και της παραστρατιωτικής του πτέρυγας, της SA….

   Ο Pascual Jordan στον πόλεμο στρατεύθηκε, εθελοντής της Βέρμαχτ. Μετά τον πόλεμο, με την ένταξη του στην Χριστιανοδημοκρατική Ένωση του Κόνραντ Αντενάουερ και την εκλογή του στην Bundestag, “αποναζιστικοποιήθηκε”, ενώ ανέκτησε μια νέα πανεπιστημιακή θέση ως καθηγητής. 

     Το 1957 υποστήριξε τον επανεξοπλισμό της “Μπούντεσβερ”  (οι ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας) με τακτικά πυρηνικά όπλα, επιδίωξη που προωθούσε ο νέος υπουργός άμυνας του Κ. Αντενάουερ, ο Franz Josef Strauss, ένας ιδιαίτερα επικίνδυνος, ακραία δεξιός, ισχυρός πολιτικός. Τότε, 18 κορυφαίοι πυρηνικοί επιστήμονες της Δυτικής Γερμανίας (οι “Göttingen Eighteen”, μεταξύ αυτών οι νομπελίστες Otto Hahn, Max Born, Werner Heisenberg και Max von Laue ) εξέδωσαν το περίφημο “Μανιφέστο του Göttingen” σε ένδειξη σφοδρής ανησυχίας και  διαμαρτυρίας.

        Ο Γιόρνταν θεωρούσε ότι η “νέα φυσική” έπρεπε, όχι μόνο να υπηρετεί τη “νέα παγκόσμια τάξη”, που προωθούσε ο Γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός, αλλά και να προσφέρει τα όπλα, σε υλικό και διανοητικό επίπεδο, για την εξάλειψη των εχθρών!

      Και ο υπ’ αριθμόν ένα διανοητικός εχθρός ήταν ο Διαφωτισμός, που κατά τον Γιόρνταν συνίστατο στη μηχανιστική - υλιστική αναγωγή του φυσικού κόσμου, την αντιθρησκευτική στάση κλπ. Tο δε “Τρίτο Ράιχ”, πίστευε, προβαίνει ήδη στην εκκαθάριση του Διαφωτισμού…

    Άλλες, επιθετικές και φιλοπόλεμες, πολιτικό-κοινωνικές και (παρα)ψυχολογικές έως παρανοϊκές  “θεωρίες” του Π. Γιόρνταν, δεν θα αναφερθούν στο παρόν πόνημα….. Σίγουρα η “περίπτωση Γιόρνταν” δεν είναι μοναδική τα χρόνια εκείνα, όμως είναι η πλέον εξέχουσα που καταγράφτηκε από ένα τόσο υψηλόβαθμο επιστήμονα!   

       Ο Γιόρνταν αντιλαμβανόταν την “επαναστατική κβαντομηχανική”, συνδυασμένη με τον “επαναστατικό θετικισμό”, να επιτίθεται στο νομιμοποιητικό πλαίσιο των αιτιοκρατικών θεωριών του Νεύτωνα και του Λαπλάς, καθώς επίσης και στην υποτιθέμενη ικανότητα της επιστημονικής μεθόδου να αποκαλύψει την αντικειμενική αλήθεια της ίδιας της φύσης. Αναζητούσε δε γι’ αυτήν (την φύση) μια ερμηνεία μη μηχανική – μη αιτιακή …..

      Σαν συμπέρασμα από την όντως ακραία “περίπτωση Γιόρνταν”, μπορεί να εξαχθεί ότι πράγματι οι γενικότερες πολιτικές-θρησκευτικές-μεταφυσικές καταβολές ενός επιστήμονα αποτελούν πηγές απ’ όπου αντλεί ιδέες κατά την αναζήτηση επιστημονικής γνώσης.

     Το ίδιο, όμως, θα μπορούσαμε να πούμε και για επιστήμονες άλλων εποχών, που υπερασπίστηκαν, όχι βέβαια ναζιστικά ιδεώδη ως ο Γιόρνταν, αλλά φιλελεύθερες αξίες.       Όπως π.χ. συνέβη στην εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, όταν η διάδοση των ιδεωδών της, μαζί και το μηχανιστικό κοσμοείδωλο της επιστήμης, είχαν φτάσει στην κορύφωση τους.  

       Τώρα, αν οι ψυχολογικές και θετικιστικές ερμηνείες της κβαντομηχανικής με τις φιλοσοφικές προεκτάσεις τους, που ενστερνίζονταν οι Μπορ, Πάουλι, Χάιζενμπεργκ, Γιόρνταν κ.ά. εξέφραζαν μια γενικότερη τάση που συνέβαλλε στην δημιουργία πολιτιστικού κλίματος, πρόσφορου στην  εμφάνιση του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία, είναι ένα ερώτημα στην ιστορία της μαθηματικής-φυσικής που εξακολουθεί να συζητείται από τους ιστορικούς των επιστημών.

      Κατά την άποψη του συγγραφέα του άρθρου Νόρτον Γουάιζ, το ασταθές μείγμα ανάμεσα σε μια σύγχρονη βιομηχανική οικονομία, και μια κατά βάση κοινωνικοπολιτική οργάνωση φεουδαρχική {ή τουλάχιστον ιεραρχική και κορπορατιστική (συντεχνιακή)}, που αναπτύχθηκαν στην Γερμανία μετά το 1870, συνετέλεσε στην αποτυχία του Γερμανικού φιλελευθερισμού, που άνοιξε τον δρόμο και στη ναζιστική δικτατορία.

      Και ως προς τα  “μαθηματικά της κβαντομηχανικής”, που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν με πολύ διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το σε ποιες πλευρές θα επέλεγε κάποιος να δώσει έμφαση, όπως και για την “στατιστική αιτιότητα”, που μεγάλη σχέση έχει με την ολιστική προσέγγιση στην ψυχολογική και κοινωνική θεωρία, δεν συνεπάγεται ότι οδηγούν σε εθνικοσοσιαλιστικού τύπου στρεβλώσεις. Η κβαντομηχανική, η ψυχανάλυση, ο θετικισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός δεν είναι εξελίξεις απομονωμένες από ιστορική άποψη, όμως δεν συνιστούν ένα ενιαίο σύνολο.    

          ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Διάσημη είναι η φράση του Αϊνστάιν: “Αν η θεωρία της σχετικότητας αποδειχτεί λάθος, τότε οι μεν Γερμανοί θα με πουν Εβραίο, οι δε Γάλλοι θα με πουν Γερμανό. Αν η θεωρία αποδειχτεί πετυχημένη, οι μεν Γερμανοί θα με πουν Γερμανό, οι δε Γάλλοι πολίτη του κόσμου” ……. Όμως, παρ’ όλο που η θεωρία της σχετικότητας αποδείχτηκε πετυχημένη, υπήρξαν Γερμανοί επιστήμονες, φανατικοί ναζιστές, που καταφέρθηκαν εναντίον της, για μόνο το λόγο ότι είχε προκύψει από άτομο Εβραϊκής καταγωγής!   


5) Ο Επίκουρος: Φυσική θεωρία - Παρέγκλιση και Τυχαιότητα

      5.1) Μερικά αποσπάσματα από Επικούρεια συγγράμματα

     “Χάμω σερνόταν η ανθρώπινη ζωή, να την κλαις βλέποντας την μπρος στα μάτια, πλακωμένη κάτω από το βάρος μιας θρησκείας,  που προβάλλοντας κεφάλι απ’ τις χώρες τ’ ουρανού  απειλούσε τους θνητούς με τη τρομερή της όψη.

     Οπότε πρώτος ένας Έλληνας, ένας άνθρωπος, τόλμησε να σηκώσει τα θνητά του μάτια κατεπάνω της  και πρώτος να σταθεί μπροστά της.

     Αυτόν δεν τον κράτησαν των θεών τα παραμύθια, ούτε οι κεραυνοί, ούτε ο ουρανός με τ’ απειλητικό μουρμουρητό του. Περίσσια του κέντρισαν της ψυχής το αψύ θάρρος και πιο πολύ του άναψαν τον πόθο να ξετινάξει πρώτος τις σφιχτές της φύσης κλειδωνιές. 

      Η ζωντανή ορμή του νου θριάμβευσε. Διάβηκε τους φλογισμένους φράχτες του σύμπαντος και το αμέτρητο όλο περπάτησε με το νου και τη σκέψη. Κείθε μας γύρισε νικητής, για να μας πει τι μπορεί να γίνει και τι όχι, και τους κανόνες που ορίζουν κάθε πράξη, σύμφωνα μ’ ατράνταχτους νόμους.

      Έτσι, δαμασμένη ή θρησκεία πατιέται με τη σειρά της κάτω από τα πόδια μας, κι εμάς η νίκη μας υψώνει στα ουράνια”.                                                                                               Τίτου Λουκρήτιου Κάρου (Ύμνος προς τον Επίκουρο): “De rerum naturaI, 62 – 79).

      Ο Επίκουρος (341–270) ήταν ένας υλιστής φιλόσοφος, και - όπως ο πριν απ’ αυτόν  Δημόκριτος (~460–370) - οπαδός της ατομικής θεωρίας. Τα μόνα πράγματα που υπάρχουν είναι άτομα και κενό, δίδασκε, και τα δύο αυτά είναι άπειρα.  Επομένως και το σύμπαν είναι απεριόριστο, και το διέπουν οι φυσικοί νόμοι ακλόνητοι και απαραβίαστοι, όπως βεβαιώνει και ο Λουκρήτιος, που πιστά τον εκφράζει (βλ. το πιο πάνω περιώνυμο απόσπασμα από το έργο DRN).

      Κατά τον Επίκουρο “… τίποτα δεν προκύπτει ποτέ από το τίποτα….” (Επιστολή προς Ηρόδοτο), και υποδεικνύει ότι όλα τα γεγονότα έχουν αιτίες, γνωστές ή άγνωστες. Οι δε αιτίες κατά τον Αθηναίο σοφό (όπως και κατά τον Σταγειρίτη) είναι τρεις. “Κάποια πράγματα συμβαίνουν εξ ανάγκης, άλλα κατά τύχη, άλλα μέσω της δικής μας πράξεως”.

      Από τις τρεις επιστολές του Επίκουρου, που ο Διογένης Λαέρτιος (3ος αιώνας μ.Χ.) μας διέσωσε, σταχυολογώ:

        - Επιστολή προς Μενοικέα (ή “περί βίου”) (133-135):

         «….. Ο (φιλοσοφημένος) άνθρωπος περιγελά το πεπρωμένο που κάποιοι (σημ.: Οι Στωικοί) το παρουσιάζουν σαν απόλυτο κυρίαρχο των πάντων, λέγοντας μάλλον πως, από τα πράγματα κάποια γίνονται από ανάγκη, κάποια άλλα από τύχη, άλλα τέλος από την δική μας βούληση. Γιατί η μεν ανάγκη δεν υπόκειται σε ευθύνη, η τύχη από την άλλη μεριά είναι άστατη, αλλά η ελευθερία μας δεν εξουσιάζεται από κανέναν άλλον, και φυσικά επιδέχεται τον ψόγο όσο και τον έπαινο.

         Επειδή είναι προτιμότερο να ακολουθούμε τον μύθο για τους θεούς, παρά να υποδουλωνόμαστε στο πεπρωμένο των φυσικών φιλοσόφων, μιας και ο μύθος μας δίνει την ελπίδα να κάμψουμε τους θεούς τιμώντας τους, ενώ η αναγκαιότητα είναι αμείλικτη».

        - Επιστολή προς Ηρόδοτο (ή “περί φύσεως”) (77-81):

        «……εξ αιτίας του αρχικού σχηματισμού της ύλης σε τέτοιες συσσωρεύσεις, στη φάση της γέννησης του κόσμου, προκαλείται και αυτός ο νόμος της περιοδικότητας στην κίνηση του. Επιπλέον πρέπει να θεωρούμε ότι το έργο της “φυσιολογίας” (δηλ. της φυσικής επιστήμης) είναι να εξακριβώσουμε την αιτία των πιο βασικών φαινομένων της.

       Και η ευδαιμονία μας βρίσκεται στη γνώση των ουράνιων φαινομένων (των μετεώρων) και στην κατανόηση της φύσης των οντοτήτων που βλέπουμε σε αυτούς τους ουράνιους σχηματισμούς καθώς και όλων αυτών “όσα συγγενή προς την εις τούτο ακρίβειαν”………   

      Και κάποιοι που γνωρίζουν μεν τα ουράνια φαινόμενα, αλλά ακόμα αγνοούν τη φύση αυτών των πραγμάτων και τις βασικές τους αιτίες, νοιώθουν τον ίδιο (ψυχικό) φόβο που θα ένοιωθαν αν δεν τα γνώριζαν καθόλου, ίσως και μεγαλύτερο…

           Και πρέπει να εξετάζουμε με προσοχή, με πόσους τρόπους ένα φαινόμενο εμφανίζεται στη γη, όταν ερευνούμε με τη λογική τις αιτίες των ουράνιων φαινομένων και όλων αυτών που είναι πέραν από την ικανότητα των αισθήσεων….

      Επειδή, αν μελετήσουμε προσεκτικά όλα αυτά, θα εξιχνιάσουμε ορθά τις αιτίες που προκαλούν την ταραχή και τον φόβο μας, και καθορίζοντας τις πραγματικές αιτίες των ουράνιων φαινομένων και όλων των άλλων φαινομένων  που συμβαίνουν τυχαία κάθε τόσο, θα απαλλαγούμε από όλα αυτά που φοβίζουν στον ύψιστο βαθμό τους άλλους ανθρώπους….».            

       - Επιστολή προς Πυθοκλή (ή περί ουρανίων φαινομένων):

         «….και ούτε πρέπει να προσπαθούμε να επιβάλλουμε με τη βία μια απίθανη θεωρία, και ούτε πρέπει να επιζητούμε η θεωρία αυτών των (ουρανίων) φαινομένων να είναι σε όλα όμοια είτε με την συζήτηση των θεωριών αυτών πάνω στα διάφορα είδη της ανθρώπινης ζωής, είτε με την λύση των άλλων φυσικών προβλημάτων ……. τουτέστιν, και με την ορολογία του παρόντος καιρού, οι φυσικές θεωρίες δεν πρέπει να επηρεάζονται από κοινωνικούς παράγοντες, είτε άλλες φυσικές θεωρίες……

        …..Γιατί δεν πρέπει να μελετούμε τη φύση σύμφωνα με κενές υποθέσεις και αυθαίρετους νόμους, αλλά σύμφωνα με αυτά που απαιτούν τα φαινόμενα».  (84-86).

        «….Και πρέπει πάντα να θυμόμαστε την μέθοδο των πολλαπλών αιτίων, και να ερευνούμε τις υποθέσεις και τις αιτίες που είναι σύμφωνες με αυτές, και να μην αποβλέπουμε σε ανακόλουθες εξηγήσεις που διογκώνουμε χωρίς αιτία, προκειμένου να καταλήξουμε - με διαφορετικούς τρόπους κατά περίπτωση - στη μεθοδολογία του ενός-μοναδικού τρόπου εξήγησης….».  (95)

          «…. Και η θεϊκή φύση καθόλου να μην υπεισέρχεται (στις φυσικές εξηγήσεις), αλλά να την αφήνουμε μακριά-αμέτοχη και στη πλέρια μακαριότητα της, διότι αν αυτό δε γίνει, όλη η περί των μετεώρων (ουρανίων σωμάτων) ερμηνεία θα είναι μάταιη…… (Και η θεία φύσις προς ταύτα μηδαμή προσαγέσθω, αλλ’ αλειτούργητος διατηρείσθω και εν τη πάσει μακαριότητι, ως ει τούτο μη πραχθήσεται, άπασα η περί των μετεώρων αιτιολογία ματαία έσται).  (97)       

          «…. Αυτοί που δέχονται μία μόνο εξήγηση και μάχονται ενάντια στη μαρτυρία των φαινομένων έχουν υποπέσει σε λάθη σχετικά με την δυνατότητα του ανθρώπου να επιτύχει τη γνώση.....

         ….. Διότι αν και οι δύο εξηγήσεις δεν αντιμάχονται τα φαινόμενα, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε σε ποιες περιπτώσεις οφείλονται στην μία (εξήγηση) τα αίτια, και σε ποιες στην άλλη….(επί δε ποίοις παρά τούτο ή τούτο το αίτιον γίνεται ουκ έστι συνιδείν).....

        …… Αλλά το να αποδίδει κανείς μία μοναδική αιτία σε φαινόμενα, όταν αυτά υπόκεινται σε πολλές, είναι παραφροσύνη. Και γίνεται εντελώς εσφαλμένα, από άτομα που είναι οπαδοί ανόητων αστρολογικών αντιλήψεων, που δίδουν ερμηνείες εις μάτην, για τις αιτίες κάποιων από τα φαινόμενα, ενώ δεν απαλλάσσουν πάντα τη θεία φύση από βάρος ευθύνης…..».  (98-113)             

          «….. Και πάνω απ’ όλα, να αφιερώσεις τον εαυτό σου Πυθοκλή, στην μελέτη των πρώτων αρχών, του απείρου, και των συγγενών θεμάτων με αυτά. Και επίσης (στην μελέτη) των κριτηρίων της αλήθειας και των συναισθημάτων, καθώς και της αιτίας για την οποίαν ερευνούμε όλα αυτά. Επειδή, όταν όλα αυτά τα πράγματα μελετηθούν διεξοδικά, θα μας κάνουν ικανούς να κατανοήσουμε εύκολα τις αιτίες των επιμέρους φαινομένων….».  (116)

Βασικό, πάντως, είναι να γνωρίζουμε το μέγεθος της αξίας - και το γιατί - που η Επικούρεια φιλοσοφία δίδει στην επιστήμη της “Φυσικής” (“Φυσιολογίας”).  

                  Από τις συλλογές αποφθεγμάτων του Επίκουρου: ΚΥΡΙΕΣ ΔΟΞΕΣ (ΚΔ) και Επίκουρου Προσφώνησις (ΕΠ) επιλέγουμε: 

Διαδικτυακός τόπος www.epicuros.gr,

      - ΚΔ, 11 «Εάν δεν μας ενοχλούσαν καθόλου οι υποψίες μας σχετικά με τα επουράνια και με τον θάνατο, μήπως έχουν ή μήπως δεν έχουν κάποια σχέση με μας, και ακόμη αν δεν μας ενοχλούσε το ότι δεν κατανοούμε τα όρια των πόνων και των επιθυμιών, δεν θα είχαμε ανάγκη την φυσιολογία».

     - ΚΔ, 12  «Δεν είναι δυνατόν να διαλύει κανείς τους φόβους για τα πιο σημαντικά φαινόμενα όταν δεν γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος αλλά ερμηνεύει τις υποψίες του για κάτι σύμφωνα με τους μύθους. Επομένως δίχως την μελέτη της φύσης δεν είναι δυνατόν να απολαμβάνει κανείς ακέραιες τις ηδονές».

     - ΕΠ, 45 «Η φυσιολογία (η μελέτη της Φύσης, η επιστήμη) παρασκευάζει ανθρώπους που ούτε καυχιούνται, ούτε είναι αερολόγοι, ούτε επιδεικνύουν την περιμάχητη (περιζήτητη) από τους πολλούς παιδεία, αλλά σοβαρούς και αυτάρκεις, που φροντίζουν τα μέγιστα επί των δικών τους αγαθών και όχι επί των πραγμάτων.  

     - ΕΠ, 49 «Δεν είναι δυνατόν να διαλύει κανείς τους φόβους για τα πιο σημαντικά φαινόμενα, όταν δεν γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος αλλά ερμηνεύει τις υποψίες του για κάτι σύμφωνα με τους μύθους. Επομένως δίχως την μελέτη της φύσης δεν είναι δυνατόν να απολαμβάνει κανείς ακέραιες τις ηδονές».

  

         5.2)  Η επινόηση (το "επαγωγικό άλμα") της “παρέγκλισης”

     Όμως, η ιδιοφυία του Επίκουρου, προχώρησε ακόμα πιο πέρα από τις πιο πάνω έξοχες παρατηρήσεις και νουθεσίες, όπου σαφώς η Φυσιολογία (Φυσική) καθορίζεται ως  πειραματική επιστήμη, ενώ διακρίνεται αιτιοκρατική θεμελίωση και τεκμηρίωση της.

       Συγκεκριμένα, διατυπώνοντας - μετά από πολύχρονες έρευνες της Φύσης και των φαινομένων της με μεθόδους «Επαγωγικής λογικής», και σύμφωνα με τον «Κανόνα» (την γνωσιολογία του) - την καινοτόμο και πρωτότυπη ιδέα της “παρέγκλισης(λατ.: clinamen) των ατόμων, ο Επίκουρος “παρεκκλίνει” από το αιτιοκρατικό φυσικό μοντέλο προς την τυχαιότητα των φυσικών γεγονότων.

      Πως, αλήθεια,  συλλαμβάνει ένας επιστήμονας μια ρηξικέλευθη ιδέα; Ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας Τζων Στάινμπεκ (1902-1968) στο έργο του “Γλυκιά Πέμπτη” γράφει, σύμφωνα βέβαια με την “ποιητική του εν-συναίσθηση”:

       «Η φλόγα από την σύλληψη μιας ιδέας φουντώνει κι αμέσως σβήνει, αφήνοντας τους ανθρώπους συνταραγμένους, να νοιώθουν ταυτόχρονα  δυστυχία και φόβο. Βέβαια, υπάρχουν πάντα πολλά πράγματα που προμηνύουν τον ερχομό της. Όλοι ξέρουν για το μήλο του Νεύτωνα. Η “Καταγωγή των ειδών” άστραψε, για μια στιγμή, ολοκληρωμένη μέσα στη σκέψη του Δαρβίνου, κι ύστερα αυτός πέρασε όλη του τη ζωή κάνοντας μελέτες για να την αποδείξει. Ο Αϊνστάιν συνέλαβε την “θεωρία της σχετικότητας” σε χρόνο ίσο μ’ αυτόν που μας χρειάζεται για να κτυπήσουμε τα χέρια σ’ ένα και μοναδικό χειροκρότημα. Αυτό είναι το μεγαλύτερο μυστήριο σχετικά με την ανθρώπινη σκέψη – "το επαγωγικό άλμα".

           Ξαφνικά όλα βρίσκουν τη θέση τους, τα άσχετα αποκτούν συνοχή, η ασυμφωνία μετατρέπεται σε αρμονία και η ασυναρτησία φοράει την κορόνα της ξεκάθαρης έννοιας. Όμως, το άλμα που οδηγεί στο φως  έχει σαν αφετηρία του το πλούσιο έδαφος της σύγχυσης και ο άλτης δεν αποφεύγει να γνωρίσει τον πόνο».

         Σχετικά με το πώς στον άνθρωπο αποκαλύπτεται μια υπέρτατη “γνώση”, ο Πλάτωνας στην Ζ΄ (7η) επιστολή του μας παρουσιάζει την δική του (ιδεαλιστική)  θεωρία.  Κατ’ αυτόν, ο άνθρωπος πρέπει να διαθέτει μια ξεχωριστή θεϊκή φύση και έναν άξιο οδηγό, και μετά την εξαντλητική ανοδική πορεία του απ’ όλα τα στάδια της γνώσης και αφού έχει φτάσει στην ανώτατη βαθμίδα της, θα του αποκαλυφθεί η “γνώση (ή αλήθεια)”….. «όπως το πυρ ξεπηδά και άξαφνα ανάβει φως μέσα στην ψυχή του….».   

(Στη ΣΗΜΕΙΩΣΗ βλ. τα κατά τον Πλάτωνα διαδοχικά στάδια προσέγγισης της).

       Γράφει λοιπόν ο Πλάτων ότι για την αληθινή γνώση, αυτήν που «ἀληθῶς ἐστιν ὄν», δεν μπορεί να γίνει λόγος «…..διότι δεν εκφράζεται με λόγια σαν τα άλλα μαθήματα, αλλά σαν αποτέλεσμα της αδιάκοπης επεξεργασίας του θέματος και επικοινωνία με αυτό, όπως το πυρ ξεπηδά και άξαφνα ανάβει φως μέσα στην ψυχή και τρέφει το ίδιο τον εαυτό του».

         «…… ῥητὸν γὰρ οὐδαμῶς ἐστιν ὡς ἄλλα μαθήματα, ἀλλ᾽ ἐκ πολλῆς συνουσίας γιγνομένης περὶ τὸ πρᾶγμα αὐτὸ καὶ τοῦ συζῆν ἐξαίφνης, οἷον ἀπὸ πυρὸς πηδήσαντος ἐξαφθὲν φῶς, ἐν τῇ ψυχῇ γενόμενον αὐτὸ ἑαυτὸ ἤδη τρέφει»

       Όσον αφορά δε τον ίδιο λέει, ως έχει διακηρύξει, για τα σπουδαιότερα θέματα δεν έγραψε και δεν θα γράψει ποτέ, γιατί αυτά δεν υπάρχει τρόπος να διατυπωθούνε.

         Σε άλλο σημείο, ο Πλάτων  θεωρεί πως την αλήθεια λίγοι έχουν την δυνατότητα να την βρούνε μόνοι τους, με μικρή βοήθεια. Από τους υπόλοιπους, άλλοι γεμίζουν τον εαυτό τους  με αδικαιολόγητη και λαθεμένη ικανοποίηση, και άλλοι με φαντασμένη και κούφια ελπίδα, πως έχουν τάχα μάθει κάτι σπουδαίο.

      Πιστεύει ακόμα ο Πλάτων ότι η φλόγα της αληθείας για να αναπηδήσει (αποκαλυφθεί)  χρειάζεται μια ξεχωριστή θεϊκή φύση και ένας άξιος οδηγός ο οποίος να δείχνει στο μαθητή τον δρόμο ως το τελικό στάδιο της μύησης, οπότε ο μαθητής μπορεί πια να πορευτεί δίχως τη βοήθεια του («Πλάτωνος Ζ’ επιστολή»).

           ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Πλάτων, στην «Πολιτεία», γράφει πως η γνώση χωρίζεται στις πιο κάτω δυο (κύριες) βαθμίδες, οι οποίες αντιστοιχούν στην διττή πραγματικότητα, την αισθητή και την νοητή (αντίστοιχα) και οι οποίες δυο (κύριες) βαθμίδες υποδιαιρούνται κάθε μια σε δυο μερικότερες κατηγορίες:

       1) Δόξα.  Αφορά τα ορώμενα και αναλύεται:

1α) Εικασία. Αντιστοιχεί στις εικόνες των ορατών (οι σκιές που βλέπουν οι δεσμώτες στην αλληγορία του σπηλαίου), και

1β) Πίστη. Αντιστοιχεί σε γνώση για τα ίδια τα ορατά.

       2) Νόηση ή Επιστήμη.  Αφορά τα νοούμενα, κι’ αναλύεται:

2α) Διάνοια. Αντιστοιχεί στα όντα που βρίσκονται στο ενδιάμεσο μεταξύ αισθητών και νοητών, δηλ. που σε γνώση που δεν είναι πλήρως απαλλαγμένη ακόμα από τον ορατό κόσμο, όπως είναι τα μαθηματικά, και

2β) Νόηση. Αντιστοιχεί στην ύψιστη γνωστική βαθμίδα, απ’ όπου είναι δυνατή η θεώρηση της ιδέας του Αγαθού.

      Πρέπει να σημειώσουμε ότι το φαινόμενο της παρέγκλισης αναφέρεται στη κίνηση  των στοιχειωδών σωματιδίων (των ατόμων) της ύλης. Είναι μια - από τις τρεις - μορφή κίνησης των ατόμων. Πουθενά ο Επίκουρος δεν σημειώνει απροσδιοριστίες στον μεγάκοσμο

     Έτσι, σε μακροσκοπικό (όπως θα λέγαμε σήμερα) επίπεδο δεν χάνονται αναγκαίως οι λογικές ερμηνείες, η τάξη και η κανονικότητα. Μια τέτοια εκδοχή φέρνει ακόμα πλησιέστερα την ατομική φυσική του Επίκουρου με την σύγχρονη κβαντομηχανική.


   
     Πάντως με αυτήν, την (μεγαλειώδη) επινόηση της “παρέγκλισης”,  πρώτη και κυριότατη αρχή της δημιουργίας (όπως το BING BANG?), ο Επίκουρος καταφέρνει να ερμηνεύσει καλλίτερα:

 1ο)  Την πορεία - εξέλιξη της δημιουργίας, το τυχαίο, το απρόοπτο / το  απροσδόκητο / τον  αυθορμητισμό / την ενδεχομενικότητα στα φυσικά φαινόμενα.

 2ο) Την ύπαρξη ελεύθερης βούλησης και συνεπακόλουθα την ελευθερία του ατόμου - την χειραφέτηση του από τα δεσμά της μοίρας, καθώς και την  έννοια της υπευθυνότητας και ηθικής ευθύνης του.  

 Η φυσική του Επίκουρου, αναμφίβολα, προκαλεί μεγάλο θαυμασμό ακόμα και σήμερα, για τον λόγο ότι είναι εναρμονισμένη με τις πιο σύγχρονες επιστημονικές θεωρήσεις.  

 

  5.3)  Από την (ατομική) φυσική των Ελλήνων

         5.3.1) Η ατομική θεωρία στην φυσική φιλοσοφία διατυπώθηκε στην Ελλάδα το πρώτον από τους Λεύκιππο και Δημόκριτο. Σύμφωνα με την ατομική θεωρία τα αρχικά στοιχεία είναι τα “ἂτομα και το κενόν”. Τα άτομα είναι τα ελαχιστότατα κομμάτια της ύλης, αόρατα και άπιαστα, αντιληπτά μόνο με τη νόηση, στερεά, χωρίς κενά μέσα τους. Δεν μπορούν να τεμαχιστούν ή να διαλυθούν ούτε να καταστραφούν. (Για το λόγο αυτό, άλλωστε, ονομάστηκαν άτομα).

        Είναι άναρχα και αιώνια και μένουν αναλλοίωτα στις ενώσεις και στους χωρισμούς. Κενόν είναι ο άδειος χώρος. Σ΄ αυτόν μέσα βρίσκονται τα άτομα, τα οποία, καθώς κινούνται αδιάκοπα, υφίστανται χτυπήματα και τινάγματα («πληγή» - «αναπαλμός») το ‘να – τ’ άλλο. Έτσι, εμπλέκονται αναμεταξύ τους, ενώνονται σε άπειρους συνδυασμούς και δημιουργούν τον υλικό κόσμο.

  Ο Αριστοτέλης (Μεταφυσικά I,4) λέγει:…. “Λεύκιππος δε και ο εταίρος αυτού Δημόκριτος στοιχεία μεν το πλήρες και το κενόν είναι φασι, λέγοντες οίον, το μεν ον, το δε μη ον”……  

           Ο Δημόκριτος (460-370) υπήρξε φιλόσοφος πολυμαθής, πολυταξιδεμένος, στην μακρά ζωή του τα ενδιαφέροντα του ήταν πλατιά. Ασχολήθηκε σχεδόν με όλους τους τομείς της ανθρώπινης γνώσης. Από τον τεράστιο όγκο των γραπτών του ελάχιστα κομμάτια διασώθηκαν. Δίνω, πιο κάτω τέσσερα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το έργο του:

1) Δύο φησίν είναι γνώσεις, την μεν δια των αισθήσεων την δε δια της διανοίας.

2) Μηδέν εκ του μη όντος γίνεσθαι μηδ’ ες το μη ον φθείρεσθαι.

3) Αρχάς είναι των όλων ατόμους και κενόν, τα δ’ άλλα πάντα νενομίσθαι.

(Δηλ. Τα άτομα και το κενό είναι η αρχή των πάντων, τα υπόλοιπα είναι κατασκευάσματα του νου).

4) Νόμῳ χροιή, νόμῳ γλυκ­ύ, νόμῳ πι­κρόν… Ἐτεῇ δ’ ἄ­το­μα καί κε­νόν...Τά­λαι­να φρήν, παρ’ ἡ­μέων λα­βοῦσα τάς πίστεις ἡ­μέ­ας καταβάλλεις; Πτῶ­μα τοί τό κα­τά­βλη­μα..

(Δηλ. συμ­βα­τι­κά ὑ­πάρ­χει χρῶ­μα, συμ­βα­τι­κά γλυ­κό, συμ­βα­τι­κά πι­κρό... Στη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα υπάρχουν ἄ­το­μα καί κε­νό……. Τα­λαί­πω­ρη δι­ά­νοι­α, αφού πήρες ἀπὸ μάς τίς πλη­ρο­φο­ρί­ες, εμάς προσπαθείς νά νικήσεις;  Ἡ νί­κη σου θα είναι ἡ πτώ­ση σου). 

    Η Δημοκρίτεια φυσική θεωρία είναι αυστηρά αιτιοκρατική. 

 

        5.3.2) Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης δεν αποδεχόντουσαν την Δημοκρίτεια φυσική / υλιστική φιλοσοφία. Πάντως, ως προς το γενικότερα φιλοσοφικό θέμα της αιτιότητας, η Αριστοτελική θεωρία, ακόμα αυστηρότερα από την Δημοκρίτεια, ήταν “τελολογική”.       

       5.3.3) Ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.), αντίθετα, βασίζει την φυσική του θεωρία (φυσιολογία) στην ατομική φυσική των Λεύκιππου και Δημόκριτου, όμως, πλην κάποιων σημείων της θεωρίας των, τα οποία διόρθωσε και συμπλήρωσε.

        Οι βασικές αρχές της φυσικής θεωρίας του Επίκουρου συνοψίζονται στα εξής:

1). Τίποτα δεν δημιουργείται από το τίποτα. Η ύλη δεν καταστρέφεται στο τίποτα.

2). Ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από θεία παρέμβαση. Ακόμα και αν υπάρχουν θεοί, αυτοί δεν επιδρούν στο φυσικό κόσμο.

3). Πρωταρχικά στοιχεία της ύλης είναι μικρά αδιαίρετα άφθαρτα σωματίδια, τα  άτομα  (= άτμητα), τα οποία έχουν τρεις ιδιότητες: σχήμα – μέγεθος – βάρος.  Όλα τα σώματα, είτε είναι άτομα, είτε προέρχονται από ένωση ατόμων. Τίποτα δεν υπάρχει εκτός από τα άτομα και το κενό ανάμεσά τους.

4). Η αίσθηση είναι αξιόπιστη, διότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κάτι άλλο πιο αξιόπιστο από αυτήν. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει αισθητό αν δεν έχει υλική υπόσταση.

5) Αυτό που αποκαλούμε “ψυχή” είναι μια οντότητα, που συνίσταται από  (λεπτότατα) υλικά χαρακτηριστικά και δεν συνεχίζει να υπάρχει μετά τον θάνατο.

6). Το σύμπαν είναι άπειρο. Δεν βρισκόμαστε στο κέντρο του σύμπαντος, αλλά είμαστε ένας από τους αναρίθμητους κόσμους του σύμπαντος. Οι κόσμοι και τα έμβια όντα δημιουργούνται από τυχαία γεγονότα λόγω της χαοτικής κίνησης των ατόμων.

7). Τα άτομα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση μέσα στο κενό και διακρίνονται τρία είδη κινήσεως τους:

      α)  Η προκύπτουσα από τις αλλεπάλληλες μεταξύ τους συγκρούσεις.

      β)  Η από το ίδιον βάρος τους, σε μια ευθεία, παράλληλη, πτωτική πορεία.

  γ) Η  αιφνίδια, απρόσμενα, αναπάντεχα, αυθόρμητα προκύπτουσα αλλαγή (κατ’  απειροελάχιστον) κατεύθυνση κίνησης - Αυτή είναι η «Επικούρεια παρέκκλιση» - με αποτέλεσμα την μετά από σύγκρουση – συμπλοκή των στοιχειωδών ατόμων της ύλης, δημιουργία σύνθετων σωμάτων και ποικίλων μεταλλαγών. 

     5.3.4) Οι βασικές διαφορές της Επικούρειας φυσικής (ατομικής) φιλοσοφίας, με αυτήν του Δημόκριτου, είναι οι εξής:

α)  Ο Επίκουρος θεωρούσε όλα τα άτομα ελάχιστα και γι’ αυτό απρόσιτα στις αισθήσεις (ανεπαίσθητα), ενώ ο Δημόκριτος δέχονταν ότι υπάρχουν και πολύ μεγάλα άτομα, ακόμα και μέχρι το μέγεθος του κόσμου (ο Δημόκριτος λέει ότι “αι άτομοι είναι άπειροι κατά μέγεθος”). 

β) Ο Επίκουρος θεωρούσε ότι ο αριθμός των ειδών των ατόμων είναι πεπερασμένος, όχι μόνο λόγω της απαγόρευσης που θέτει για την απειρία ειδών το  θεώρημα των Bolzano-Weirstrass (Καθοριστική παρατήρηση, που πρωτο-διατυπώθηκε από τον φυσικό κ. Γιάννη Αλεξάκη), αλλά και επειδή με άπειρα είδη ατόμων δεν μπορεί να υπάρξει συστηματικά δομημένο, “κεκοσμημένο Σύμπαν”.

 Τούτο, επειδή αν τα είδη των ατόμων ήταν απειράριθμα δεν θα ήταν εφικτή η ταξινόμηση, η κόσμηση του Σύμπαντος, ούτε και θα ήταν εφικτή η συστηματική μελέτη της, κάτι που επίσης αντιβαίνει την “Ανθρωπική Αρχή”. 

Ο Επίκουρος δέχεται πεπερασμένο αριθμό ειδών των ατόμων, άποψη που σαφώς επιβεβαιώνεται σήμερα από την Χημεία και την Σωματιδιακή Φυσική, προκειμένου να στηρίξει την διακριτότητα και την κβαντική (δεματική) υπόσταση των ατόμων……

Γράφει εν προκειμένω ο Γιάννης Αλεξάκης: «….. Αλλά, ακόμα και αν ο Δημόκριτος περιόριζε τα απειράριθμα μεγέθη των ατόμων σε μια περιορισμένη (φραγμένη) περιοχή μικρών, αόρατων δια γυμνού οφθαλμού μεγεθών, πάλι θα είχε πρόβλημα. Επειδή τότε θα είχαμε την περίπτωση ενός φραγμένου απειροσυνόλου μεγεθών (bounded infinite set), που κατά το θεώρημα των Bolzano-Weirstrass έχει τουλάχιστον ένα οριακό σημείο, δηλαδή ένα σημείο συσσώρευσης (accumulation or cluster point). Στο σημείο αυτό (ορθότερα: στην γειτονία αυτού του σημείου) θα ήταν συσσωρευμένα απειράριθμα μεγέθη (είδη) ατόμων, που δεν θα ήταν διακριτά μεταξύ τους, και η περί ατόμων θεωρία, που προϋποθέτει την διακριτότητα, και πάλι θα κατέρρεε.

Ο Επίκουρος αντίθετα, λύνει το πρόβλημα, με το να δεχτεί πεπερασμένο αριθμό μεγεθών (ειδών) ατόμων. Στην απόδειξη του μάλιστα, χρησιμοποιεί σκεπτικό, που η ομοιότητα του, ή μάλλον η εξ αντιστροφής αντιστοιχία του με το σκεπτικό του θεωρήματος των Bolzano-Weirstrass, αλλά και του ισοδυνάμου με αυτό λήμματος των Heine-Borel, εκπλήσσει πραγματικά. (ΕπΗ 58, 59 και 60). Στο θεώρημα Heine-Borel / Bolzano-Weirstrass οδηγήθηκα από τις λέξεις που χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Επίκουρος. Επαναλαμβάνω ότι ο Επίκουρος για την άρση όλων των ασυνεπειών και των παραλόγων καταλήξεων, ακριβώς για να στηρίξει την διακριτότητα και την κβαντική (δεματική) υπόσταση των ατόμων, δέχεται πεπερασμένο αριθμό ειδών των ατόμων, άποψη που πανηγυρικά επιβεβαιώνεται σήμερα από την Χημεία και την Σωματιδιακή Φυσική. Η σύγχρονη επιστήμη δέχεται την ύπαρξη πεπερασμένου πλήθους ειδών σωματιδίων…..»

γ) Η παρέγκλισητων ατόμων της ύλης, που συνιστά και την σημαντικότερη διαφορά, μεταξύ των δύο ατομικών φιλοσόφων της αρχαιότητας (Δημόκριτου και Επίκουρου). Η “παρέγκλιση” -επαναλαμβάνουμε- έχει σαν συνέπεια η φυσική (αλλά και ηθική) φιλοσοφία του Επίκουρου να αποκτά και τυχαιοκρατικό χαρακτήρα, ξεφεύγοντας από τα άτεγκτα αιτιοκρατικά δεσμά, αυτήν την ατέρμονη παγκόσμια αλυσίδα από αιτίες και αποτελέσματα. Ο δε άνθρωπος τελικά να κερδίζει “ελευθερία”.

Και η ιδέα αυτή του ιδρυτή της “Σχολής του Κήπου”, τολμηρή, καινοτόμα, εντυπωσιακά οξυδερκής, συνιστά την κορυφαία στιγμή στην εναγώνια προσπάθεια του να ανιχνεύσει την “αλήθεια”, να κατανοήσει το μυστήριο του “είναι και του γίγνεσθαι”, τελικά, να μας προσφέρει την «ελευθερία», αγαθό υψίστης αξίας σύμφυτο, αναπαλλοτρίωτο.

       5.4)  Η “(Επικούρεια) παρέγκλιση”

       Κατά τον Επίκουρο, τα άτομα της ύλης προσδεμένα / συσσωματωμένα στην μάζα όπου ανήκουν σε (νοητό) πλέγμα (το “πλεκτικόν”), κινούμενα “κατά πάλσιν και περίπαλσιν”, και βρισκόμενα σε κατακόρυφη πτώση μέσα στο πελωρίων διαστάσεων μεταξύ τους κενό, λόγω του βάρους τους, σε κάποιο απροσδιόριστο, τυχαίο, σημείο της διαδρομής τους και κατά χρονικά διαστήματα παντελώς ανύποπτα, “παρεκκλίνουν” της κατακόρυφης πορείας τους……..

       Ο Στοβαίος γράφει επιγραμματικά: “Επίκουρος {λέει ότι} ….. κινείσθαι δε τα άτομα τότε μεν κατά στάθμην, τότε δε κατά παρέγκλισιν, τα δε άνω κινούμενα κατά πληγήν και  υπό παλμόν ……”.

      Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, συνδέονται/συμπλέκονται, συγκρούονται, φθείρουν, διαλύουν κλπ. άλλα άτομα. Πρόκειται για μια εντελώς αναπάντεχη και αναιτιολόγητη εκδήλωση της ύλης, στο χαμηλότερο επίπεδο ύπαρξης της, το άτομο. Με τη διαδικασία αυτή, κατά τον Επίκουρο, δημιουργούνται όλα τα συμβαίνοντα στη φύση και ποικιλόμορφα γεννιούνται, μεταλλάσσονται και πεθαίνουν όλα τα είδη. (Επιστολή προς Ηρόδοτο).

    Στο μεγαλειώδες έργο του Λουκρήτιου (94-55 π.Χ.): “De Rerum Natura(II, 216-224), υπάρχει εκτενέστατη σχετική αναφορά, που εστιάζεται ακριβώς στην αναίτια (sine causa) παρέγκλιση (Declinatio)”……

       Όταν τα άτομα φέρονται από το ίδιο τους βάρος μες στο κενό, σε στιγμές ακαθόριστες και σε τόπους ακαθόριστους παρεκκλίνουν κάπως από την τροχιά τους, τόσο μόνο, όσο που να μπορείς να πεις ότι διαφοροποιήθηκε η κίνηση τους.

     Αν δεν υπήρχε αυτή η παρέκκλιση, όλα τα άτομα θα έπεφταν σα σταγόνες βροχής στα τρίσβαθα του κενού και δεν θα προέκυπτε καμιά επαφή, καμιά πρόσκρουση μεταξύ των αρχικών στοιχείων, κι έτσι η φύση δεν θα δημιουργούσε ποτέ τίποτα”.

«Η επανεμφάνιση του ποιήματος “De Rerum Natura” (από τον Poggio Bracciolini to 1417) ήταν μιατέτοια “παρέγκλιση”, μια απρόσμενη παρέκκλιση από την ευθύγραμμη τροχιά -στη συγκεκριμένη περίπτωση, προς τη λήθη- πάνω στην οποίαν έμοιαζαν να ταξιδεύουν το ποίημα και η φιλοσοφία του»!  

(Stephen Greenblatt “The Swerve, How the Renaissance Began”, στην Ελλ. μεταφρ. σελ. 19)

    

      Μέχρι τα νεώτερα χρόνια, αυτή η “λεπτομέρεια” της παρέγκλισης των ατόμων είχε κατακριθεί, είτε είχε περάσει απαρατήρητη. Ο Κικέρων (106-43 π.Χ.) γράφει στο ονομαστό έργο του: “De Finibus bonorum et malorum” (I,6):

     «…. και δεν υπάρχει τίποτε πιο ντροπιαστικό για ένα φυσικό από το να λέει ότι κάτι γίνεται “δίχως αιτία / sine causa”...».

       Ο όλος Επικουρισμός, ως γνωστόν, από άδικη είτε σκόπιμη διαστρέβλωση των υψηλών ιδεών του, βρίσκονταν σε καθεστώς συκοφαντίας. Από το μεγάλης εκτάσεως συγγραφικό έργο του Επίκουρου ελάχιστα αποσπάσματα είχαν διασωθεί, η δε λατινική μετάφραση του  10ου βιβλίου  (του βιβλίου που αποκλειστικά αναφέρεται  και διασώζει τον Επίκουρο) του έργου του Διογένη Λαέρτιου (3ος αι. μ.Χ.): «Βίοι φιλοσόφων» (“Βίοι και γνώμαι των εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων και των εκάστη αιρέσει αρεσκόντων εν επιτόμω συναγωγή”), έγινε, από τον Ambrogio Traversari,  μόλις  το 1433.

     Τότε περίπου η ανθρωπότητα γνώρισε και το μεγάλης αξίας  ποιητικό-φιλοσοφικό έργο του Λουκρήτιου (1ος αι. π.Χ.) “De Rerum Natura”, που εντελώς χαμένο για 1.500 χρόνια, ανακαλύφθηκε ξανά το 1417, από τον Poggio Bracciolini, στη βιβλιοθήκη κάποιου Γερμανικού μοναστηριού.

 

     Το σημείο αυτό της Επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας, δηλ. η “παρέγκλιση”,  είναι φανερό ότι παραπέμπει - συνάδει στις δύο βασικότερες αρχές της σύγχρονης Φυσικής, που πιο πάνω εκτενώς μνημονεύσαμε. Στην “Αρχή της αβεβαιότητας / απροσδιοριστίας του Heinsenberg” και στην Κβαντική θεωρία. Η “Επικούρεια παρέγκλιση”, με τους όρους της σύγχρονης επιστήμης ασφαλώς, έχει επαληθευθεί 2.200 χρόνια μετά την διατύπωση της. 

     Ο Φρειδερίκος Νίτσε, με ανυπόκριτο θαυμασμό, θα αναφωνήσει: “Η Επιστήμη έχει βαλθεί να επιβεβαιώσει τον Επίκουρο”!

 Κρίσιμο συμπέρασμα 

-  Το σύστημα του Επίκουρου, στο σύνολο του, απορρίπτει κάθε ιδέα αρχικής αιτίας  και τελικής αιτίας.

-  Η “παρέγκλιση” των ατόμων της ύλης,  έχει σαν συνέπεια η όλη φυσική (και ηθική) φιλοσοφία του Επίκουρου να καθίσταται επιπροσθέτως και τυχαιοκρατική, μη αυστηρά και καθολοκληρίαν αιτιοκρατική. Και αυτό δεν συνιστά καμία αντίφαση!

       Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι ο Επίκουρος είναι ανοικτός στην έρευνα και δεκτικός σε πολλαπλές  ερμηνείες, αρκεί βέβαια τα πειραματικά δεδομένα τους να μην «αντιμαρτυρούνται» .

             «….Και πρέπει πάντα να θυμόμαστε την μέθοδο των πολλαπλών αιτίων, και να ερευνούμε τις υποθέσεις και τις αιτίες που είναι σύμφωνες με αυτές, και να μην αποβλέπουμε σε ανακόλουθες εξηγήσεις που διογκώνουμε χωρίς αιτία, προκειμένου να καταλήξουμε - με διαφορετικούς τρόπους κατά περίπτωση - στη μεθοδολογία του ενός-μοναδικού τρόπου εξήγησης….».  (Επιστολή προς Πυθοκλή 95)

Από την αρχαιότητα και ως τον Γαλιλαίο και Νεύτωνα διαδεδομένη ήταν η εξής εντύπωση: Η φύση είναι απλή, δεν κατασκευάζει τίποτα περιττό ή χωρίς λόγο και πάντως ό,τι κάνει το κάνει κατά τον οικονομικότερο τρόπο….

Σχετικά: Οι αριθμολογία του Πυθαγόρα. Οι τέλειες γραμμές (ευθεία-κύκλος) και τα ιδανικά στερεά του Πλάτωνα. Το απόφθεγμα του Αριστοτέλη: «Ουθεν γαρ, ως φαμέν, μάτην η φύσις ποιεί» (Περὶ πορείας ζῴων / "De incessu animalium", 704b15). Ο από τον Άγγλο μοναχό και λόγιο του 14ου αι. Γουλιέλμο του Όκκαμ διατυπωθείς «νόμος της φειδούς» / «Το ξυράφι του Όκκαμ».    

Και ο Νεύτωνας στο “Principia” γράφει: «Η φύση δεν κάνει τίποτα μάταια, οι περισσότερες αιτίες είναι μάταιες, όταν λιγότερες επαρκούν».

  Οι ανωτέρω φιλοσοφικές θεωρήσεις (….. αν και από μόνο του το Πτολεμαϊκό σύστημα τις διέψευδε), διατυπωμένες πριν την καθιέρωση της πειραματικής μεθόδου ως απαρέγκλιτης αρχής στη Φυσική επιστήμη, πριν από την κβαντική θεωρία και πριν από αυτήν περί Χάους και της πολυπλοκότητάς του  - κατά την αντίληψη μας - ουδόλως μειώνουν τη σπουδαιότητα του πιο πάνω αποσπάσματος (95) της επιστολής προς Πυθοκλή. Ίσα-ίσα, η εγκυρότητα της όλης Επικούρειας φυσικής, δείχνει, ξανά, να επιβεβαιώνεται έως στη σύγχρονη εποχή…    

- Η φύση πειραματίζεται αενάως. Δεν υπάρχει καμία διακριτή στιγμή γένεσης, όπως περιγράφουν οι θρησκευτικοί μύθοι. Όλα τα όντα ανεξαίρετα, από τα φυτά ως και τον άνθρωπο, έχουν εξελιχθεί μέσα από μια μακρά και σύνθετη διαδικασία δοκιμής και σφάλματος.

        -  Η παρέγκλιση - δημιουργός δεν έρχεται (δηλ. δεν ενεργεί) αντίθετα με την κατεύθυνση της φύσης, ούτε πραγματικά αντιβαίνει ή παρεμποδίζει τους νόμους της (όπως χωρίς κανένα περιορισμό κάνει ένα θαύμα μιας θεότητας). Και είναι βέβαιον ότι η «τάξη» του σύμπαντος κατά κανένα τρόπο και ούτε κατ’ ελάχιστον διασαλεύεται από την υιοθέτηση της τυχαιότητας στην  Επικούρεια φυσιολογία.

       Ο Μητρόδωρος, μάλιστα, θωρακισμένος με την ακαταμάχητη φιλοσοφία του δασκάλου του, δεν πτοείται από τα τυχόν εμπόδια (τις αναποδιές) που μπορεί απρόοπτα να αντιμετωπίσει, δεν σκιάζεται από ατυχήματα του τυχαίου. «Ω τύχη», αναφωνεί, «σε πρόλαβα και έφραξα κάθε σου πέρασμα»! (Ρητό του Βατικανού)   

-  Πάντως με την "παρέγκλιση", η ατελέσφορη νομοκρατία παύει να διαφεντεύει τον κόσμο, η λογική αιτιοκρατία δεν συνιστά τον μοναδικό κανόνα των αλλαγών στην Φύση, η οποία δεν χρειάζεται δημιουργό θεό ή κάποια ρυθμιστική νόηση.

- Κατά μία άποψη, η κάθε αυθόρμητη και τυχαία παρέγκλιση (και είναι αυτές πραγματικά απειράριθμες), που είναι μια δύναμη εσωτερική των όντων ως την όρισε ο Επίκουρος, μετά την επέλευση της, εξαφανίζεται, και στη συνέχεια αφήνει ξανά το χώρο ανοικτό στην αναγκαιότητα, στο νόμο. Με αυτόν τον τρόπο, αν δηλ. κάτι τέτοιο ισχύει, μπορεί να υποστηριχθεί ότι: Αιτιοκρατία και αναιτιοκρατία συνυπάρχουν και συγκυβερνούν τον κόσμο.     

     Απόλυτα “αιτιοκρατική”, ως πιο πάνω αναφέραμε, είναι η Δημοκρίτεια θεωρία, η δε του Αριστοτέλη, ακόμα αυστηρότερα, “τελολογική”.  Και μόνον η Φυσική (και η Ηθική, όπως θα δούμε παρακάτω) φιλοσοφία του Επίκουρου δέχεται, αιτιολογεί και νομιμοποιεί  την “τυχαιότητα” που παρατηρείται στην φύση.

 

6) Η Ελεύθερη βούληση

      Είναι, γενικά, παραδεκτό ότι η Φυσική δεν είναι ούτε επιστημονικά, ούτε οντολογικά ουδέτερη. Και το “αληθές” των Φυσικών επιστημών ταυτίζεται με το “δίκαιο” των Ανθρωπιστικών. Πιο πάνω επανειλημμένα γράψαμε ότι, κατά τους ντετερμινιστές, οι φυσικοί νόμοι και όσα εξ αυτών συνεπάγονται, συνιστούν εκδηλώσεις σκληρής αναγκαιότητας.

     Άρα κατ’ επέκταση και ο άνθρωπος, αναπόσπαστο μέρος της φύσεως, διαγράφει πορεία προκαθορισμένη από αδιάκοπη αλληλουχία αιτιών και αποτελεσμάτων, σε μια ατελεύτητη αιτιοκρατική αλυσίδα, απ’ την οποίαν δεν μπορεί να ξεφύγει. Και η ζωή, λοιπόν, σαν όλα τα φυσικά φαινόμενα που υπακούουν στην αδυσώπητη αιτιοκρατία - αναγκαιότητα, βρίσκεται κι’ αυτή σε μονόδρομο, χωρίς διαφυγή.

       Μετά απ’ αυτή την ανάλυση το “λογικό συμπέρασμα” είναι ότι στους ανθρώπους δεν φαίνεται να λειτουργεί η λεγόμενη “Ελεύθερη βούληση”, και κατά συνέπειαν:  Δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ποτέ καμία ευθύνη, σε κανέναν άνθρωπο, για οποιαδήποτε πράξη του!

     Πρόκειται για σοβαρό επακόλουθο - παρενέργεια του άκρατου και χωρίς εξαιρέσεις  Ντετερμινισμού, που όπως καθαρά βλέπουμε έχει τρομακτικές συνέπειες και σε εκτός της Φυσικής πεδία, όπως είναι αυτά της Ηθικής, της Κοινωνιολογίας, της Νομικής και του Δικαίου.

     Και τίθεται το αμείλικτο ερώτημα: Ανεξήγητη, λοιπόν, είναι (;) και θα παραμείνει έτσι εσαεί (;), η από την Φυσική Πραγματικότητα, την Θρησκεία και τους κειμένους Αστικούς Νόμους εγνωσμένη “Ελευθερία βούλησης” του ανθρώπου;

      Ο Επίκουρος έδωσε απάντηση σ’ αυτό το πολύ δύσκολο ερώτημα, στα πλαίσια της λογικής και των δυνατοτήτων της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας. Η “Ελευθερία βούλησης” του ανθρώπου, που βέβαια την αποδέχεται ο Επικουρισμός, ερμηνεύεται όμοια με την τυχαία και απρόβλεπτη συμπεριφορά των ατόμων της ύλης, όπως διατυπώνεται στην πιο πάνω θεωρία του, αυτή της “παρέγκλισης”. Με άλλα λόγια, η “παρέγκλιση” (στην ύλη) είναι και η πηγή της ελεύθερης βούλησης (στον άνθρωπο).

        Ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης γράφει:  «Ο αυθορμητισμός, αρχίζοντας στα άτομα της ύλης με την παρέγκλιση, φτάνει στον θρίαμβο του στην ανθρώπινη συνείδηση».

(Χ. ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ: “ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου”, σελ. 368)

      Το "πεπρωμένο" (είναι καθώς πιστεύουν και..... γραπτό!), η θεία επιβράβευση ή τιμωρία, η θεϊκή πρόνοια και τα τοιαύτα, πράγματα ανύπαρκτα  που όμως καταδυναστεύουν τους θνητούς, εξοβελίζονται από τη ανθρώπινη ζωή με την “παρέγκλιση” και την συνεπακόλουθη “ελευθερία βούλησης”.   Σχετικά, ο Επίκουρος διεμήνυσε στον Μενοικέα:

      “Την δε ειμαρμένη που προτείνουν μερικοί {οι Στωικοί} ως κυρίαρχο των πάντων, [ο σοφός] την κοροϊδεύει….., γιατί είναι προτιμότερο να ακολουθούμε το μύθο περί θεών παρά να υποτασσόμαστε στην ειμαρμένη των φυσικών {Στωικών} φιλοσόφων. Γιατί ο μύθος περί θεών αφήνει να διαφαίνεται κάποια ελπίδα εξιλέωσης μέσω απόδοσης τιμών προς αυτούς, ενώ η ειμαρμένη, κατ’ ανάγκην, δεν αφήνει καμία ελπίδα εξιλέωσης”…..

       Ο Καρνεάδης, ο σκεπτικιστής σχολάρχης της Ακαδημίας του 2ου π.Χ. αι., δεν είναι αρνητικός στην ελευθερία της βούλησης, όμως μέμφεται τους Επικουρείους, διότι - καθώς πιστεύει - το πρόβλημα της ελευθερίας, αντί να το περιορίσουν στον άνθρωπο, ως από την ανθρώπινη του φύση, οι Επικούρειοι, μέσω των παρεκκλίσεων τους (στην κίνηση των ατόμων), το μετέφεραν και στο σύμπαν (την Φύση).

      Οι γνωστοί πολέμιοι του Επικουρισμού, Κικέρωνας και Πλούταρχος, κατηγορηματικά θα αναγνωρίσουν ότι η βασική αυτή υπόθεση του Επίκουρου, η αυθόρμητη “παρέγκλιση”, συνυφασμένη με τα όντα σκοπεύει να “σώσει την εξουσία μας πάνω στον εαυτόν μας” (δηλ. να διασώσει την ελευθερία μας)….. όπως το εφ΄ημίν μη απόληται.

Πλούταρχου: “Πότερα τῶν ζῴων φρονιμώτερα τὰ χερσαία ἢ τὰ ἔνυδρα (De sollertia animalium)”, βιβλ. XII, 66 ,  Jean-Marie Guyau “Η Ηθική του Επίκουρου”, εκδ. ΖΗΤΡΟΣ, σελ. 113-114

      Σωστά, λοιπόν, διατείνεται ο Λουκρήτιος (DRN. 254-260) ότι τα άτομα με την απόκλιση τους από την ευθεία κίνηση σπάζουν τα “δεσμά της οικουμένης(fati foedera), έτσι που πια, να μην ακολουθεί επ’ άπειρον η μία αιτία την άλλη, έτσι που πια η δύναμη της βούλησης, αποσπασμένη από το πεπρωμένο, να μας οδηγεί και να προχωρούμε εκεί, όχι επειδή είναι προκαθορισμένο, αλλά επειδή έτσι θέλουμε!

 

       7) Ο Επικούρειος “Κανών”. 

       Με τον “Κανόνα” (άλλως λεγόμενον “Κανονικόν”), όπως ονομάζεται η Γνωσιολογία που ανέπτυξε ο Επίκουρος, ο ιδρυτής της σχολής του Κήπου υιοθετεί τις απαραίτητες (θεμελιώδεις) εμπειρικές αρχές ή κριτήρια, που αποτελούν αναγκαία και ικανή συνθήκη ώστε τα συμπεράσματα μας για τη φύση του κόσμου και τη θέση του ανθρώπου μέσα σ’ αυτόν να είναι έγκυρα. Έτσι, δημιουργήθηκε μία τετράδα κριτηρίων της αληθείας.

        Το τετραπλό κριτήριο της αληθείας αποτελείται από:

-  Τις αισθήσεις,

- Τα πάθη (συναισθήματα, συγκινήσεις),

- Τις προλήψεις (έννοιες των πραγμάτων που βρίσκονται εκ των προτέρων αποθηκευμένες στο νου) και

- Τις φανταστικές επιβολές τής διανοίας (διορατικές συλλήψεις του νου).

        Το τετρακριτήριο υπαγορεύει τους κανόνες της επιστημονικής έρευνας της φύσης (της φυσιολογίας), και τη μέθοδο που πρέπει να ακολουθείται για την έρευνα των φαινομένων.

 Όλα τα φαινόμενα καταδεικνύουν την πραγματικότητα. Και όλη η πραγματικότητα μπορεί να γίνει αντιληπτή. Η εμπειρική μεθοδολογία βασίζεται στην αρχή της επιμαρτύρησης και της αντιμαρτύρησης, και το αξίωμα της πλήρους αναλογίας. Κατά τον Επίκουρο, αληθείς γνώμες είναι εκείνες που επιβεβαιώνονται και δεν αμφισβητούνται από το ολοφάνερο, ενώ ψευδείς γνώμες είναι εκείνες που δεν επιβεβαιώνονται και αμφισβητούνται από το ολοφάνερο.

Το αξίωμα της πλήρους αναλογίας βασίζεται στην παραδοχή ότι για όλα τα σώματα στη φύση ισχύουν οι ίδιοι φυσικοί νόμοι. Κατά συνέπεια “εφόσον όλα τα γνωστά επιμέρους στοιχεία δύο σωμάτων είναι όμοια, τότε θα είναι όμοια και τα άγνωστα στοιχεία τους”.

Ο Επίκουρος, σε αντίθεση με άλλους φιλοσόφους, ενδιαφέρεται για την κατανόηση της φύσης, σαν προϋπόθεση του κύριου μελήματος και ενδιαφέροντος της φιλοσοφίας του, που είναι η ηθική θεωρία, δηλαδή οι αρχές που καθοδηγούν την ανθρώπινη δράση με σκοπό την επιδίωξη του το εὖ ζῆν και της ευδαιμονίας.

 Θα πρέπει να τονισθεί ότι ο Κανών και η Φυσική είναι αναγκαίο να εξετάζονται μαζί, διότι είναι συμπληρωματικά και αποτελούν ενιαίο σύνολο στην Επικούρεια φιλοσοφία. Θεωρούμενα ως μία ενότητα, τα κριτήρια της αληθείας και η περί φύσεως θεωρία εκφράζουν με απλό τρόπο την οντολογική και γνωσιολογική θεωρία του Επίκουρου.

Το Κανονικόν και η Φυσική υπηρετούν ένα ωφελιμιστικό σκοπό, την προετοιμασία και την εκπαίδευση του ατόμου για μια γαλήνια ζωή, που οδηγεί στην κατάκτηση της ευδαιμονίας του. 

Η οποία ευδαιμονία συνιστά την κύρια επιζήτηση της Επικούρειας φιλοσοφίας. Διότι, η αύξηση της ηδονής και η μείωση της οδύνης είναι ο υπέρτατος σκοπός της ανθρώπινης ζωής.


8) Επίλογος

       Ολοκληρώνεται το άρθρο μας, μικρή συνεισφορά στον μεγάλο προβληματισμό πάνω σ’ ένα τεράστιο θέμα, με την “ποιητικής αδείας αβεβαιότητα” του Αργεντινού συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899-1986):…. “Δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζω, αν τα γεγονότα που σας διηγούμαι είναι τα αίτια, ή τα αποτελέσματα”!

     Όσον αφορά τα συμπεράσματα μας για την αναγκαιότητα, τυχαιότητα κλπ., ας έχουμε υπ’ όψιν ότι ο σοφός άνθρωπος……

       «…..περιγελά το πεπρωμένο που κάποιοι το παρουσιάζουν σαν απόλυτο κυρίαρχο των πάντων, λέγοντας -μάλλον- ότι από τα πράγματα κάποια γίνονται από ανάγκη, κάποια άλλα από τύχη και κάποια άλλα, τέλος, από την δική μας βούληση. Γιατί η μεν ανάγκη δεν υπόκειται σε ευθύνη, η τύχη από την άλλη μεριά είναι άστατη, αλλά η ελευθερία μας δεν εξουσιάζεται από κανέναν άλλον.

     Βεβαίως επιδέχεται τον ψόγο όσο και τον έπαινο (ο σοφός άνθρωπος). Επειδή είναι προτιμότερο να ακολουθούμε τον μύθο για τους θεούς παρά να υποδουλωνόμαστε στο πεπρωμένο των φυσικών φιλοσόφων, διότι ο μύθος μας δίνει την ελπίδα να κάμψουμε τους θεούς τιμώντας τους, ενώ η αναγκαιότητα είναι αμείλικτη.

      Την τύχη εξάλλου (ο σοφός άνθρωπος) ούτε θεό την θεωρεί, όπως πιστεύουν οι πολλοί, αφού τίποτα δεν γίνεται από τον θεό χωρίς τάξη, ούτε πάλι την θεωρεί ως αβέβαιη αιτία. Ούτε πιστεύει ότι από την τύχη δίνεται το καλό ή το κακό στους ανθρώπους για μια ευτυχισμένη ζωή, όμως αυτή (η τύχη) παρέχει την ευκαιρία και την αρχή για μεγάλα καλά ή μεγάλα δεινά.

     Και πιστεύει, τελικά, ότι είναι καλύτερα να ατυχήσει σε κάτι που σκέφτηκε σωστά (εὐλογίστως ἀτυχεῖν), παρά να ευτυχήσει χωρίς να έχει συλλογισθεί (ἢ ἀλογίστως εὐτυχεῖν). Γιατί είναι καλύτερο στις ανθρώπινες πράξεις να αποτύχει εκείνο που επιλέχθηκε σωστά, παρά να επιτύχει από ευνοϊκή τύχη εκείνο που κακώς επιλέχθηκε….».

(Επιστολή προς Μενοικέα 133-135)


ΤΕΛΟΣ  του ΑΡΘΡΟΥ


 

ΠΡΟΣΘΗΚΗ  

Το κείμενο ομιλίας μου σε φίλους της Επικούρειας φιλοσοφίας (“ΚΗΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ”)  στις 7-11-2022

(Επιλεκτική περίληψη του πιο πάνω άρθρου περί της "Αιτιότητας")

“Η αιτιότητα και η αναιτιότητα. Η Επικούρεια θέση”


       Θα αναπτύξω το θέμα μέσα από τρία κεφάλαια:

1ο) Η Αιτιότητα & η Αναιτιότητα στην φιλοσοφία και στην κλασσική φυσική

2ο) Η Κβαντομηχανική και η στατιστική πιθανολογία

3ο) Επίκουρος: Φυσική θεωρία - Παρέγκλιση και Τυχαιότητα


Κεφ. 1ο) Αιτιότητα – Αναιτιότητα στην φιλοσοφία και την κλασσική φυσική

       Αιτιότητα ονομάζεται η σχέση μεταξύ αιτίας και αιτιατού (αποτελέσματος). Αποτελεί σημαντικό ζήτημα του φιλοσοφικού στοχασμού ήδη από την ύστερη αρχαιότητα. Σήμερα είναι ζητούμενο σε όλες τις σύγχρονες Επιστήμες, θετικές και θεωρητικές, σ’ ολόκληρο σχεδόν το φάσμα τους.

       Ο Πλάτωνας, στον διάλογο “Τίμαιος”, κάνει λόγο περί Αιτιών, τις οποίες διαιρεί σε Πρώτες Αιτίες, όπου κατατάσσει τις “Ιδέες”, και Δεύτερες ή Ξυναίτια, που αφορούν τα υλικά πράγματα. 

     Ο Αριστοτέλης, στα έργα του “Φυσικά” και “Μετά τα φυσικά”, γράφει πως το να γνωρίζεις, σημαίνει να γνωρίζεις δια των αιτιών, και είναι έργο της επιστήμης να γνωρίσει τα αίτια.  Έτσι, οι θεωρητικές επιστήμες καθίστανται ανώτερες των εμπειρικών.

        Συναφώς: “Διό καί τούς άρχιτέκτονας περί έκαστον τιμιωτέρους καί μάλλον είδέναι νομίζομεν τών χειροτεχνών καί σοφωτέρους, ότι τάς αίτίας τών ποιουμένων ίσασιν”  (“Μετά τα φυσικά” Α, 981a,33).

        Η κάθε γένεση και φθορά των υλικών πραγμάτων είναι αυτή που μας αναγκάζει να ερευνούμε «δια τι τούτο συμβαίνει και τι το αίτιον. Ου γαρ δη το γ’ υποκείμενον αυτό ποιεί μεταβάλλειν εαυτό…». Αναζητούμε, λοιπόν, την αιτία στη μεταβολή κάθε πράγματος (υποκειμένου), διότι αυτό από μόνο του δεν μπορεί να μεταβάλλει τον εαυτό του (“Μετά τα φυσικά” Α, 984a,21-24) 

        Η σοφία, επομένως, ολοφάνερο, είναι η επιστήμη των αιτιών και των αρχών Ότι μεν ουν η σοφία περί τίνας αιτίας και αρχάς εστίν επιστήμη, δήλον») (“Μετά τα φυσικά” Α, 982a,1).

         Και στο ερώτημα ποια είδη αιτίων, απαντά πως υπάρχουν τέσσερα είδη αιτιών («Τα δε αίτια λέγεται τετραχώς»):

1) Ουσίας:   “Ουσία και το τι ήν είναι”, ανάγεται γαρ το δια τι εις τον λόγον έσχατον, αίτιον δε και αρχή το δια τι το πρώτον

2) Ύλης:  Ύλης και ότι υπόκειται εις αυτήν, “εξ ου γίνεταί τι”, αυτό από το οποίον γίνεται ένα πράγμα και που υπάρχει και στο παράγωγο ως συστατικό του στοιχείο.

3) Όθεν η αρχή της κινήσεως: Πόθεν η αρχή της κινήσεως. Η εξ ου η μεταβολή (ποιητική αιτία). Δηλώνει εκείνο από το οποίον προέρχεται η πρώτη αρχή της κίνησης. 

4) Αντικειμένης αιτίας ταύτη, το ου ένεκα και τ’αγαθόν Η τελική αιτία, το δια ποιον λόγο και το αγαθόν, καθόσον τούτο, το αγαθόν, είναι το τέλος, δηλ. ο σκοπός, πάσης γενέσεως και κινήσεως.

“Μετά τα φυσικά” Α, 981a,28-36

     Το συνηθισμένο όνομα των τεσσάρων αιτιών του Αριστοτέλη είναι: Ύλη, Μορφή, Δρώσα δύναμις και Σκοπός. Και τα τέσσερα «αίτια» του θεωρούσε απαραίτητα για την παραγωγή επιστημονικού αποτελέσματος (γνώσης > σοφίας).

        Και, η, υπό τις τέσσερες αυτές μορφές, εκδοχή της αιτιότητας ήταν ευρέως γνωστή και αποδεκτή μέχρι τον Μεσαίωνα.

             Ο Δημόκριτος (460 -370 ή 360) θα πει: "Είναι προτιμότερο να βρεις ένα αίτιο, παρά να αποκτήσεις τη βασιλεία των Περσών".      

       Ήδη όμως, και από τις απαρχές των συζητήσεων περί Αιτιότητας, διαμορφώνονται δύο αντίθετες απόψεις πάνω στο θέμα. Η πρώτη δέχεται ότι ο,τιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο, είναι συνέπεια μιας προ-υπάρχουσας αιτίας, ή μιας ακολουθίας αιτιών. Ότι δηλαδή, πίσω από κάθε επακόλουθο υπάρχει, κρύβεται πολλές φορές, ένα τουλάχιστον αίτιο. Έτσι, στον άπειρο κόσμο, κάθε συμβάν θεωρείται ταυτόχρονα απόρροια, αλλά και γενεσιουργός αιτία άλλου. Η Ζωή εξηγείται σαν μια φυσικό-χημική διαδικασία που καθορίζεται από Νόμους, που υποτάσσονται πλήρως στην Αιτιότητα.

       Τέτοιες απόψεις είναι αυτές που συνιστούν την θεωρία της Αιτιοκρατίας (Ντετερμινισμού). Ακριβώς αντίθετη θεωρία, είναι αυτή της Αναιτιοκρατίας (Ιντετερμινισμού), η οποία μόνο χρονική αλληλουχία και τυχαιότητα αναγνωρίζει στα γεγονότα και καμία μεταξύ τους σκοπιμότητα.

       Δεν είναι λίγοι οι διανοούμενοι που, επιφυλασσόμενοι, δεν εντάσσονται σε καμιά από τις δυο πιο πάνω βασικές θεωρίες. Άλλοι πάλι ποσώς προβληματίζονται περί αιτιότητας, αφού δεν δέχονται ότι στον κόσμο συμβαίνει οποιαδήποτε μεταβολή, ή κίνηση.

     Φερ’ ειπείν οι Ελεάτες (Παρμενίδης, 6ος/5ος αι. π.Χ. κ.ά.) δίδασκαν πως ό,τι βλέπουμε ως αλλαγή, δεν είναι παρά μια αυταπάτη. Σε πολλές περιπτώσεις, εξάλλου, δεν είναι σαφές, ποιο από δυο συ-σχετιζόμενα γεγονότα αποτελεί το αίτιο, ή είναι το παρεπόμενο του άλλου…

       Δεν υπάρχουν ανεξήγητα, ή τυχαία γεγονότα στην Αιτιοκρατία. Η ιδέα μάλιστα ότι το σύμπαν ολόκληρο διέπεται από μια -μόνη- Νομοτέλεια, δηλαδή ότι αποτελεί ένα ενιαίο ντετερμινιστικό σύστημα, έχει επιδράσει με καθοριστικό τρόπο στις Δυτικές φιλοσοφικές και θρησκευτικές αντιλήψεις.

     Η Αρχή της Αιτιοκρατίας, απαντάται το πρώτον στον Ηράκλειτο όταν αυτός λέγει ότι τα πάντα γίνονται “…..κατά λόγον  (με λογική (αιτία) και κατά χρεών (από αναγκαιότητα)”.

      Όμοια και σαφέστερα εκφράζεται στους Ατομικούς φιλόσοφους Λεύκιππο (ιδρυτή της Ατομικής θεωρίας) και Δημόκριτο (θεμελιωτή της Ατομικής θεωρίας)….

 - “Ουδέν χρήμα (πράγμα) μάτην γίγνεται, αλλά πάντα εκ λόγου τε και υπ’ ανάγκης”,

- “Μηδέν εκ του μη όντος γίνεσθαι, μηδ’ ες το μη ον φθείρεσθαι”,  και

- “Πάντα τε κατ’ ανάγκην γίνεσθαι”

          Η Δημοκρίτεια φυσική θεωρία, λοιπόν, είναι αιτιοκρατική.

        Η Αριστοτελική σκέψη προχώρησε ακόμα πιο πέρα από την απλή (τυφλή) αναγκαιότητα του Δημόκριτου. Ο Αριστοτέλης, όπως είπαμε, προσδίδει σ’ όλα τα πράγματα της φύσης ένα σκοπό για τον οποίο συμβαίνουν, μια “τελική αιτία  (αιτία όλων των αιτιών)” για την οποίαν γίνονται.  (Άνευ αιτίου ουδέν εστίν). Στην Αριστοτελική φυσική όλες οι αιτιακές σχέσεις είναι τελεολογικές. Για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, η Αιτιοκρατία είναι καθαρή “Τελεολογία”, χωρίς μεταφυσικές έννοιες.

      Οι Στωικοί φιλόσοφοι πίστευαν ότι ο κόσμος διέπεται από μια θεία τάξη και από μια αδήριτη αναγκαιότητα, την “Ειμαρμένη”, σύμφωνα με την οποίαν ο,τιδήποτε εκδηλώνεται στο σύμπαν είναι αυστηρά προκαθορισμένο και δεν αλλάζει με τίποτα.

       Αμφισβήτηση της αρχής της Αιτιότητας, στα πλαίσια της αμφισβήτησης των πάντων της θεωρίας τους, εξέφραζαν στην Αρχαιότητα - πρωταρχικά - οι “Σκεπτικιστές / Πυρρωνικοί” φιλόσοφοι. Σύμφωνα με τις απόψεις τους, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα συνάφεια,  δεσμός, μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος, καθότι αυτός είναι επινόημα των ανθρώπων.

       Ο Επίκουρος, στα πλαίσια της ορθολογικής φυσικής του φιλοσοφίας, της βασισμένης στην παρατήρηση και το πείραμα, πίστευε ότι όλα στη φύση γίνονται, όχι βέβαια κάτω από την επενέργεια θεϊκών ή άλλων μυστηριωδών δυνάμεων και κατά τα “καπρίτσια” τους, αλλά επί τη βάσει σταθερών και ακλόνητων (φυσικών) νόμων. Χαρακτηριστικά, Λουκρήτιου “De Rerum Natura”, ο ύμνος προς τον Επίκουρο. 

       Ωστόσο, προκειμένου να αιτιολογήσει το απρόοπτο στη Φύση, τις απειράριθμες κάθε είδους μεταβολές και μεταλλάξεις που συμβαίνουν χωρίς σταματημό στον κόσμο, καθώς και την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων, διατύπωσε την όλως ιδιοφυή θεωρία της “παρέκκλισης”, κατά την κίνηση των ατόμων της ύλης. Ιδέα πρωτότυπη, η οποία εκπληκτικά προσιδιάζει στη σύγχρονη θεωρία της κβαντικής φυσικής και στα συμπεράσματα της για την αναιτιότητα και την τυχαιότητα των φυσικών φαινομένων.

       Έτσι, η Φυσική φιλοσοφία του Επίκουρου, ως προς το θέμα Αιτιότητας  - Αναιτιότητας  άπτεται, κάνει λόγο – συμπεριλαμβάνει, και των δύο απόψεων, όπως αναλυτικά στη συνέχεια θα δείξουμε.

     Στα νεότερα χρόνια:

      Στην αντίληψη φιλοσόφων όπως των: Φράνσις Μπέικον, Γαλιλαίου, Καρτέσιου, Νεύτωνα,  Λομονόσοφ, Λαπλάς, Σπινόζα και Γάλλων υλιστών του 18ου αι., η Αιτιοκρατία ταυτίζεται με την Αναγκαιότητα, χαρακτηριζόμενη από μηχανιστικές και αφηρημένες ιδέες, ενώ ο αντικειμενικός χαρακτήρας της Τυχαιότητας απορρίπτεται.

       Ο Ντέιβιντ Χιουμ αμφισβήτησε την Αιτιοκρατία. Σύμφωνα με τον Σκώτο φιλόσοφο, καμία αντίφαση δεν υπάρχει εάν για μια αιτία ισχυριστεί κάποιος, ότι δεν συνεπάγεται το αποτέλεσμα που της αποδίδεται. Παραδεχόταν, πάντως, ότι στα πρακτικά ζητήματα οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να σκέπτονται με όρους αιτίας – αποτελέσματος.

       Στους φυσικούς και φιλοσόφους, η έννοια της “Αιτιότητας” είναι συνδεδεμένη με  αυτήν  της “Νομοκρατίας”, δηλαδή με την αντίληψη ότι όλα όσα συμβαίνουν στην φύση, υπόκεινται σε νόμους που ισχύουν χωρίς εξαίρεση. Και συνάδει με την “Καντιανή” έννοια της αιτιότητας (ως συμμόρφωσης στο νόμο), κυρίως όμως με τη Φυσική του Νεύτωνα, σύμφωνα με την οποίαν οι θεμελιώδεις συνθήκες που έχουν εγκατασταθεί στο σύμπαν από το ξεκίνημα του, δημιουργούν γεγονότα, ή εξελίξεις αναπόφευκτες και με τρόπο μονοσήμαντο.

      Έτσι, που αν ήταν δυνατόν να γνωρίζουμε το σύνολο της ύλης και τους νόμους που διέπουν τον κόσμο, θα ήταν εφικτό να προσομοιάσουμε κάθε σημείο του σύμπαντος, σε οποιοδήποτε χρόνο! ……..

       Η φυσική επιστήμη (η φυσιογνωσία) είναι οπωσδήποτε πειραματική επιστήμη, ως δίδαξε ο Επίκουρος. Ο Νεύτωνας  δήλωνε πως δεν έκανε υποθέσεις και πως, από τα πειραματικά ευρήματα, είχε συμπεράνει τις βασικές του έννοιες και νόμους κατά τρόπο αιτιακό. Αλλά και, η κατά τα άλλα ρηξικέλευθη, θεωρία της Σχετικότητας του Einstein δεν αμφισβήτησε την καθιερωμένη αρχή της Αιτιότητας -  Αιτιοκρατίας.

       Η Νευτώνεια και η Σχετικιστική Φυσική, λοιπόν, εντάσσονται στην Ντετερμινιστική λογική και με την αντίληψη αυτή υπηρέτησαν και υπηρετούν την επιστήμη και τη θεωρητική σκέψη με μεγάλη επιτυχία. Η έννοια της αστοχίας, της πιθανότητας και του τυχαίου, στις πιο πάνω θεωρίες Νεύτωνα και Αϊνστάιν, λογίζονται – υπάγονται,  μόνον, στην γενική “θεωρία σφαλμάτων”.

Κεφ. 2ο) Η Κβαντομηχανική και η στατιστική πιθανολογία

       Ωστόσο, στο μεταίχμιο του 20ου αι., τόσο στην κλίμακα του σύμπαντος (μεγάκοσμος), όσο και σ’ αυτήν του ατόμου της ύλης (μικρόκοσμος), εμφανίζονται σοβαρά προβλήματα στην εκτέλεση πληθώρας πειραμάτων, στα οποία η καθιερωμένη φυσική του Νεύτωνα, καθώς και η αντίληψη πως ο φυσικός μπορεί να συνάγει θεωρητικές έννοιες από πειραματικά δεδομένα, αμφισβητήθηκαν, καθότι βρέθηκαν σε αδυναμία να απαντήσουν και να δώσουν λύσεις. Συναφώς, αμφισβητήθηκε και ο, συνεπαγόμενος της Νευτώνειας φυσικής, Ντετερμινισμός.

       Το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης αμφισβήτησης της Αιτιοκρατίας, στη όλη συζήτηση γύρω απ’ αυτήν, παρουσιάζεται με επίκεντρο τα σύγχρονα πορίσματα της Κβαντομηχανικής.

      Η πλήρης διατύπωση της Κβαντικής θεωρίας με την Κβαντομηχανική, συντελέστηκε το 1926 στην Κοπεγχάγη, και το 1927 στο περίφημο συνέδριο του Σολβέυ. Και αυτή, η Κβαντομηχανική δηλ. θεωρία, προπαντός, ερμηνεύτηκε από την λεγόμενη «Σχολή της Κοπεγχάγης», ερμηνεία που υποστηρίχθηκε από μια πολύ δυνατή πλειοψηφία  επιστημόνων, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις αιτιοκρατικές εξηγήσεις των φυσικών φαινομένων (στο μικρόκοσμο) και τάχθηκαν με την άποψη της τυχαιότητας, ακριβέστερα, με την πιθανοκρατία, στην φύση.

        Τον ακρογωνιαίο λίθο ερμηνείας της Κβαντικής Μηχανικής από τη “Σχολή της Κοπεγχάγης”, συνιστούν η “Αρχή της αβεβαιότητας (ή της απροσδιοριστίας)” του Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, μαζί αχώριστα με την  “Αρχή της Συμπληρωματικότητας” του Νιλς Μπορ.

       Κατά την “Αρχή της αβεβαιότητας” του Χάιζενμπεργκ, η γνώση για τη θέση ενός σωματιδίου είναι συμπληρωματική της γνώσης για την ταχύτητα ή την ορμή του, και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε και τις δύο με την ίδια ακρίβεια. Αυτή δε, η σχέση αβεβαιότητας, είναι άμεση συνέπεια του κυματοσωματιδιακού δυϊσμού της ύλης, που περιγράφει η “Αρχή της Συμπληρωματικότητας” του Μπορ.

        Εξαιρετικά σημαντικό όμως είναι ότι: Το τετράγωνο του μέτρου της Κυματοσυνάρτησης (ως συνάρτησης πυκνότητας πιθανότητας στην εξίσωση Σρέντινγκερ) έχει φυσικό νόημα, καθώς, κατά τον Μαξ Μπορν, (μαθηματικά) εκφράζει την πυκνότητα πιθανότητας να βρεθεί ένα σωματίδιο που περιγράφεται από τη κυματοσυνάρτηση αυτή, μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο στοιχειώδες όγκο.

         Η ανωτέρω διαπίστωση του Μαξ Μπορν είναι ακριβώς αυτή που καίρια κλονίζει την «Αιτιότητα».

        Ανακοινώνοντας την δική του ερμηνεία για την κυματική συνάρτηση του ηλεκτρονίου του Σρέντινγκερ, με βάση το εύρος πιθανότητας, ο Μαξ Μπορν παρατηρεί τα εξής:

                    “Εδώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το πρόβλημα του Ντετερμινισμού στο σύνολο του. Από την πλευρά της δικής μας Κβαντομηχανικής όμως, δεν υπάρχει ποσότητα που να παραμένει αιτιακή στην περίπτωση ενός μεμονωμένου φαινομένου κρούσης. Και στην πράξη δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι υπάρχουν εσωτερικές ιδιοκαταστάσεις του ατόμου που υπαγορεύουν μια καθορισμένη διαδρομή κρούσης.

       Μπορούμε, άραγε, να ελπίζουμε ότι θα ανακαλύψουμε τέτοιες ιδιοκαταστάσεις αργότερα και ότι θα είμαστε σε θέση να τις ορίσουμε για κάθε μεμονωμένη περίπτωση;…… Ή μήπως πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η συμφωνία θεωρίας και πειράματος σχετικά με την αδυναμία να καθοριστούν οι παράγοντες της αιτιακής μεταβολής είναι μια προκαθορισμένη αρμονία, που βασίζεται στην μη ύπαρξη τέτοιων παραγόντων;

      Προσωπικά κλείνω προς την άποψη ότι ο ντετερμινισμός δεν ισχύει στον ατομικό κόσμο. Όμως αυτό παραμένει ένα φιλοσοφικό ερώτημα, διότι τα φυσικά επιχειρήματα δεν έχουν καταλήξει τελεσίδικα”.

        Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα όμως, πάνω στο θέμα της υπάρξεως ή όχι Αιτιότητας στη φύση, είναι και η διάλεξή του Max Born κατά τη τελετή βράβευσης του με Νόμπελ, (1954) για την θεμελιώδη έρευνα του στην κβαντομηχανική.  Μάλιστα βραβεύτηκε, ακριβώς για τη στατιστική ερμηνεία της Κυματοσυνάρτησης” του Έρβιν Σρέντιγκερ, ένα πεδίο στο οποίο είχε εργασθεί μόνος του.  Ενδεικτικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την ομιλία του Μπορ, όπου εξετάζει τα φιλοσοφικά συμπεράσματα του έργου του:

«…… Πιστεύω ότι ιδέες όπως η απόλυτη βεβαιότητα, η απόλυτη ακρίβεια, η τελική αλήθεια, κλπ. αποτελούν επινοήματα της φαντασίας τα οποία δεν θα πρέπει να αναμιγνύονται σε κανένα πεδίο της επιστήμης. Από την άλλη πλευρά, κάθε πρόταση πιθανότητας είναι είτε ορθή, είτε λανθασμένη, από την οπτική γωνία της θεωρίας πάνω στην οποία βασίζεται. Αυτή η “χαλαρωτική σκέψη” (γερμ.: “Lockerung des Denkens”. Υπονοεί και τη κινητοποίηση της συνείδησης) μου φαίνεται ότι είναι η μεγαλύτερη ευλογία που μας έχει προσφέρει η σύγχρονη επιστήμη.

Γιατί η πίστη σε μία μοναδική αλήθεια και στην κατοχή της από κάποιον άνθρωπο, αποτελεί τη ρίζα όλων των κακών στον κόσμο».

       Έτσι, στο ατομικό επίπεδο, τα στοιχεία που περιγράφουν τις κινήσεις και την δυναμική των στοιχειωδών σωματιδίων, δεν μπορούν να προσδιοριστούν “αιτιακά”, δηλ. γνωρίζοντας την πρότερη κατάσταση, σ’ ένα μονωμένο σύστημα, να καθορίσουμε και την μελλοντική.    

       Αυτό μπορεί να γίνει μόνον πιθανολογικά - στατιστικά. Μάλιστα, μπορούμε μεν να προβλέψουμε την θέση ενός σωματιδίου, αλλά όχι ταυτόχρονα και την ταχύτητά του.

       Και το συμπέρασμα που συνάγεται από τη έρευνα τέτοιων φαινομένων, τουλάχιστον στην συντριπτική τους πλειοψηφία, δείχνει ότι αυτή η αδυναμία δεν έχει να κάνει με μειονέκτημα  του επιστήμονα να παρατηρήσει και μελετήσει τα φυσικά φαινόμενα, αλλά σε συγκεκριμένη ιδιότητα της ύλης. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα περίεργο είδος φυσικής πραγματικότητας, που χαρακτηρίζεται από μια “εγγενή ανορθολογικότητα”.

        Ο λόγος που δεν βλέπουμε αυτή την αβεβαιότητα - τυχαιότητα στην καθημερινότητα, παρά μόνον το σκληρό πρόσωπο της Αιτιοκρατίας, είναι ότι εμφανίζεται σε φαινόμενα εξαιρετικά πολύ μικρής κλίμακας. Εμφανής γίνεται στον μικρόκοσμο, και αυτό δεν αποτελεί καμία ιδιαιτερότητα, αφού κάθε φυσική θεωρία έχει συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής.

       Πάντως ισχύει: Όταν οι κβαντικοί αριθμοί του παρατηρούμενου συστήματος είναι μικροί, όπως στην περίπτωση των υπατομικών φαινομένων, τότε η αβεβαιότητα που καθορίζεται από την αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, για τις θέσεις και τις ορμές των μαζών του συστήματος, γίνεται σημαντική.

       Όταν όμως οι κβαντικοί αριθμοί του συστήματος είναι μεγάλοι, τότε το ποσοτικό μέγεθος της απροσδιοριστίας, που καθορίζεται από αρχή του Χάιζενμπεργκ, γίνεται ασήμαντο και οι αριθμοί της πιθανότητας στη συνάρτηση κατάστασης μπορούν να αμεληθούν. Αυτό αληθεύει στα μεγάλα, κατά την κοινή αντίληψη, αντικείμενα.

      Είναι τότε που η κβαντομηχανική παράγει, σαν ειδική περίπτωση της, την Νευτώνεια και Αϊνστάνεια μηχανική, και η “ανίσχυρη αιτιότητα” - Πιθανοκρατία της Κβαντομηχανικής, καθίσταται “ισχυρή αιτιότητα” - Ντετερμινισμός στην Νευτώνεια και Αϊνστάνεια φυσική.

     Οπωσδήποτε, η Κβαντομηχανική άλλαξε την κατάσταση. Οι φυσικές επιστήμες πλέον δεν περιγράφουν και δεν εξηγούν απλώς τη φύση. Είναι μέρος από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στη φύση και τους εαυτούς μας. Περιγράφουν τη φύση, όπως αυτή φανερώνεται στη μέθοδο των ερωτήσεων μας.

     Φάνηκε, ότι η υλική φύση δεν είναι ένα κλειστό σύστημα που βασίζεται σε αυστηρούς νόμους, και τα φυσικά φαινόμενα δεν ερμηνεύονται πλέον, με συνεπή τρόπο, σ’ ένα μαθηματικό τετραδιάστατο χωροχρόνο. Ακόμα, ότι ο ανθρώπινος νους δεν θα αποκτούσε ποτέ την ικανότητα να κατανοήσει τον κόσμο με την λογική…..  

           Η Κβαντομηχανική, είναι αλήθεια, εκδηλώνεται μέσα και από πολλά «παράδοξα». Ωστόσο, δεν συνιστά, απλά, μια αφηρημένη φυσική θεωρία, αφού οι εφαρμογές της σήμερα είναι μεγίστης σπουδαιότητας και κυριολεκτικά αμέτρητες. Ο,τιδήποτε κρατάμε στα χέρια μας ή εξαρτόμαστε απ’ αυτό - Το διαδίκτυο, η κινητή τηλεφωνία, η μαγνητική τομογραφία, ο φακός LED, η ακτίνα λέιζερ κλπ. κλπ. - οφείλουν την ύπαρξή τους στην κβαντομηχανική.

       Διαπιστώνεται, ακόμα, ότι συνάρτηση πιθανότητας….. αυτή που στην θεωρία της κβαντομηχανικής υποκαθιστά τους αιτιακούς νόμους της κλασσικής φυσικής….. περιέχει και το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της με το μηχάνημα μέτρησης. Αυτό σημαίνει ότι η πραγματικότητα (σε πειράματα παρατήρησης μικροσωματιδίων) μεταβάλλεται, εξαρτώμενη από το αν την παρατηρούμε ή όχι!

      Τα δεδομένα αυτής της σύγχρονης φυσικής (δηλ. της κβαντομηχανικής), επιφέρουν τεράστια μεταβολή στις αντιλήψεις των επιστημόνων περί της Αιτιοκρατίας. Έτσι, οι επιστήμονες, στην πλειονότητα τους, συνειδητοποιούν ότι το σχήμα “Αιτιότητα = Μηχανικισμός = Ορθολογισμός” δεν ήταν πλέον λειτουργικό. Στη συνέχεια, πεπεισμένοι ότι: “…..η Κβαντομηχανική αποδεικνύει οριστικά το γεγονός ότι ο νόμος της αιτιότητας δεν ισχύει….”, άρχισαν, σταδιακά όλο και περισσότερο, να την εγκαταλείπουν και να προσχωρούν στην “Αναιτιοκρατία”, πιο σωστά την “Πιθανολογία”, η οποία μαθηματικά εκφράζεται με “στατιστικές μήτρες”, ή “συναρτήσεις πιθανότητας”, ή “κύματα πιθανότητας” (κατά τον Μπορν) στο χώρο των πολλών διαστάσεων, συνεπώς είναι μια μάλλον αφηρημένη μαθηματική ποσότητα.

         Υπάρχουν, βέβαια και αυτοί που επιμένουν στην Αιτιοκρατία, όπως ο  πατέρας της Κβαντικής Θεωρίας Max Planck και ο θεμελιωτής της Θεωρίας της Σχετικότητας Albert Einstein, ο οποίος πεπεισμένος ότι o θεός δεν παίζει ζάρια” αναζητεί -χωρίς επιτυχία- κάποιες “κρυμμένες μεταβλητές”, που θα δώσουν στην σύγχρονη (κβαντική) φυσική αυτό που της λείπει για να την κάνει ντετερμινιστική.  Άλλοι, πάλι, ζητούν να αναγνωριστεί ισότιμα δίπλα στον (φυσικό) νόμο και η τυχαιότητα, άλλοι να τεθούν “βαθμοί / διαβαθμίσεις” στο ζήτημα της αιτιότητας και της φυσικής αλήθειας, κλπ.

       Οι προβληματισμοί αυτοί, και εν τέλει το ερώτημα: Υπάρχει “Αιτιοκρατία, ή Αναιτιοκρατία”; δημιουργούν σοβαρή “κρίση στη επιστήμη της φυσικής”, με επίκεντρο, φυσικά, τις γερμανόφωνες χώρες της Ευρώπης, όπου αίφνης εγείρεται και ένα πελώριο ηθικής τάξεως ζήτημα: 

         “….. Αν και κατά πόσον, η δραματική αυτή στροφή της ιστορίας της φυσικής, δηλ. η μαζική αποδοχή του Ιντετερμινισμού στην Κβαντική θεωρία, ήταν απόρροια των εσωτερικών εξελίξεων στη Φυσική, ή μήπως σ’ αυτό συνέβαλαν οι κοινωνικοί – πολιτικοί – ιδεολογικοί και πολιτισμικοί παράγοντες της εποχής, του μεσοπολέμου στην ηττημένη του Α’ Π.Π. Γερμανία, το γενικότερο δηλαδή πνεύμα της εποχής…”.

        Η συζήτηση για το θέμα αυτό υπήρξε, και ακόμα είναι, μεγάλη. Καταγράφονται δε ποικίλες απόψεις, όλες ενδιαφέρουσες. Ένα κοκτέιλ παραγόντων, όπου η  Κβαντομηχανική εμπλέκεται με την τρέχουσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση, τον εθνικοσοσιαλισμό ιδιαίτερα, και διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα, όπως η νέο-ρομαντική, υπαρξιστική “Φιλοσοφία της ζωής” (H Lebensphilosophie” την οποίαν ο Γκέοργκ Λούκατς θεωρεί ως την κυρίαρχη ιδεολογία ολόκληρης της ιμπεριαλιστικής περιόδου στη Γερμανία), ο θετικισμός, ανορθολογικά ρεύματα, η ψυχανάλυση κ. ά.

         Κλίνοντας το κεφάλαιο για την σύγχρονη φυσική, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι, ακόμα και οι απλές γενικές έννοιες, όπως “η ύπαρξη”, “ο χώρος”, “ο χρόνος”, δεν θα μπορέσουν ποτέ να καθορισθούν με καθαρή-κατανοητή λογική και να φτάσουν σε μια “απόλυτη αλήθεια”. Ωστόσο, για όλες αυτές τις έννοιες μπορούν να καθοριστούν, με ακρίβεια, “σχέσεις” ανάμεσα τους. Και αυτές οι έννοιες, αν αποτελέσουν μέρος ενός συστήματος αξιωμάτων και ορισμών, αυτό το σύστημα μπορεί να εκφραστεί με συνέπεια από ένα μαθηματικό σχήμα.

        O Χάιζενμπεργκ προτρέπει, “ανοιχτές τις πόρτες να φυλάμε” για την είσοδο καινούργιων εννοιών, ακόμα και σε εκείνα τα μέρη της επιστήμης όπου οι παλιές έννοιες υπήρξαν πολύ πρόσφορες στη κατανόηση των φαινομένων, και χρήσιμες.  Άλλωστε οι γνώσεις που έχουμε κατακτήσει, ένα πολύ μικρό (εντελώς μηδαμινό) μόνο μέρος αποτελούν στο σύνολο τους. 

         Όσο για την “Αιτιότητα”, μέγα θέμα της φυσικής και της φιλοσοφίας,  διαφαίνεται να (συν)υπάρχουν οι δύο βασικές αντιτιθέμενες απόψεις, αλλά με σοβαρές αποχρώσεις στην εφαρμογή τους, όπως και με σημεία σύγκλισης.

        Κατά τον Χάιζενμπεργκ, το ζήτημα της “Αιτιότητας” τοποθετείται ακριβώς στη μέση πραγματικότητας και πιθανότητας, δηλαδή αναμεσίς του Νευτώνειου τύπου Ντετερμινισμού και του Ιντετερμινισμού της Κβαντομηχανικής. 

      Πάντως, σε κάθε περίπτωση, ας έχουμε υπ’ όψιν μας ότι: “Πρώτη αξίωση του επιστήμονα θα είναι πάντα η πνευματική εντιμότητα”.


Κεφ. 3ο) Ο Επίκουρος: Φυσική θεωρία - Παρέγκλιση και Τυχαιότητα

              “Χάμω σερνόταν η ανθρώπινη ζωή, να την κλαις βλέποντας την μπρος στα μάτια, πλακωμένη κάτω από το βάρος μιας θρησκείας,  που προβάλλοντας κεφάλι απ’ τις χώρες τ’ ουρανού  απειλούσε τους θνητούς με τη τρομερή της όψη.

     Οπότε πρώτος ένας Έλληνας, ένας άνθρωπος, τόλμησε να σηκώσει τα θνητά του μάτια κατεπάνω της  και πρώτος να σταθεί μπροστά της.

     Αυτόν δεν τον κράτησαν των θεών τα παραμύθια, ούτε οι κεραυνοί, ούτε ο ουρανός με τ’ απειλητικό μουρμουρητό του. Περίσσια του κέντρισαν της ψυχής το αψύ θάρρος και πιο πολύ του άναψαν τον πόθο να ξετινάξει πρώτος τις σφιχτές της φύσης κλειδωνιές. 

      Η ζωντανή ορμή του νου θριάμβευσε. Διάβηκε τους φλογισμένους φράχτες του σύμπαντος και το αμέτρητο όλο περπάτησε με το νου και τη σκέψη. Κείθε μας γύρισε νικητής, για να μας πει τι μπορεί να γίνει και τι όχι, και τους κανόνες που ορίζουν κάθε πράξη, σύμφωνα μ’ ατράνταχτους νόμους.

      Έτσι, δαμασμένη ή θρησκεία πατιέται με τη σειρά της κάτω από τα πόδια μας, κι εμάς η νίκη μας υψώνει στα ουράνια”.                                                                                               

Τίτου Λουκρήτιου Κάρου (Ύμνος προς τον Επίκουρο): “De rerum naturaI, 62 – 79).

      Ο Επίκουρος, υλιστής φιλόσοφος, ήταν οπαδός της ατομικής θεωρίας των Λεύκιππου – Δημόκριτου (με κάποιες θεωρητικές διαφορές). Τα μόνα πράγματα που υπάρχουν είναι άτομα και κενό, δίδασκε ο Επίκουρος, και τα δύο αυτά είναι άπειρα.  Επομένως και το σύμπαν είναι απεριόριστο, και το διέπουν οι φυσικοί νόμοι ακλόνητοι και απαραβίαστοι, όπως βεβαιώνει και ο Λουκρήτιος, που πιστά τον εκφράζει (βλ. το πιο πάνω περιώνυμο απόσπασμα από το έργο DRN).

      Κατά τον Επίκουρο “… τίποτα δεν προκύπτει ποτέ από το τίποτα….” και υποδεικνύει ότι:  Όλα τα γεγονότα έχουν αιτίες, γνωστές ή άγνωστες. Οι δε αιτίες κατά τον Αθηναίο σοφό, όπως και κατά τον Σταγειρίτη, είναι τρεις. “Κάποια πράγματα συμβαίνουν εξ ανάγκης, άλλα κατά τύχη, άλλα μέσω της δικής μας πράξεως”.

       Από τις τρεις επιστολές του Επίκουρου, που ο Διογένης Λαέρτιος (3ος αι. μ.Χ.) μας διέσωσε, σταχυολογώ:

      - Επιστολή προς Μενοικέα:

         «….. Ο (φιλοσοφημένος) άνθρωπος περιγελά το πεπρωμένο….. {που κάποιοι (σημ.: Οι Στωικοί) το παρουσιάζουν σαν απόλυτο κυρίαρχο των πάντων}….. λέγοντας μάλλον πως, από τα πράγματα κάποια γίνονται από ανάγκη, κάποια άλλα από τύχη, άλλα τέλος από την δική μας βούληση. Γιατί η μεν ανάγκη δεν υπόκειται σε ευθύνη, η τύχη από την άλλη μεριά είναι άστατη, αλλά η ελευθερία μας δεν εξουσιάζεται από κανέναν άλλον, και φυσικά επιδέχεται τον ψόγο όσο και τον έπαινο».

        - Επιστολή προς Ηρόδοτο:

        «……εξ αιτίας του αρχικού σχηματισμού της ύλης σε τέτοιες συσσωρεύσεις, στη φάση της γέννησης του κόσμου, προκαλείται και αυτός ο νόμος της περιοδικότητας στην κίνηση του. Επιπλέον, πρέπει να θεωρούμε ότι το έργο της “φυσιολογίας” (δηλ. της φυσικής) είναι να εξακριβώσουμε την αιτία των πιο βασικών φαινομένων της.

          ….. Και πρέπει να εξετάζουμε με προσοχή, με πόσους τρόπους ένα φαινόμενο εμφανίζεται στη γη, όταν ερευνούμε με τη λογική τις αιτίες των ουράνιων φαινομένων και όλων αυτών που είναι πέραν από την ικανότητα των αισθήσεων….

      Επειδή, αν μελετήσουμε προσεκτικά όλα αυτά, θα εξιχνιάσουμε ορθά τις αιτίες που προκαλούν την ταραχή και τον φόβο μας, και καθορίζοντας τις πραγματικές αιτίες των ουράνιων φαινομένων και όλων των άλλων φαινομένων που συμβαίνουν τυχαία κάθε τόσο, θα απαλλαγούμε από όλα αυτά που φοβίζουν στον ύψιστο βαθμό τους άλλους ανθρώπους….».            

    - Επιστολή προς Πυθοκλή:

         «….και ούτε πρέπει να προσπαθούμε να επιβάλλουμε με τη βία μια απίθανη θεωρία, και ούτε πρέπει να επιζητούμε η θεωρία αυτών των (ουρανίων) φαινομένων να είναι σε όλα όμοια, είτε με την συζήτηση των θεωριών αυτών πάνω στα διάφορα είδη της ανθρώπινης ζωής, είτε με την λύση των άλλων φυσικών προβλημάτων ….. Γιατί δεν πρέπει να μελετούμε τη φύση σύμφωνα με κενές υποθέσεις και αυθαίρετους νόμους, αλλά σύμφωνα με αυτά που απαιτούν τα φαινόμενα».  

         «….Και πρέπει πάντα να θυμόμαστε την μέθοδο των πολλαπλών αιτίων, και να ερευνούμε τις υποθέσεις και τις αιτίες που είναι σύμφωνες με αυτές, και να μην αποβλέπουμε σε ανακόλουθες εξηγήσεις που διογκώνουμε χωρίς αιτία. Κι’ αυτό,  προκειμένου να καταλήξουμε - με διαφορετικούς τρόπους και κατά περίπτωση - στη μεθοδολογία του ενός - μοναδικού τρόπου εξήγησης….». 

           «…. Αυτοί που δέχονται μία μόνο εξήγηση και μάχονται ενάντια στη μαρτυρία των φαινομένων έχουν υποπέσει σε λάθη σχετικά με την δυνατότητα του ανθρώπου να επιτύχει τη γνώση.....

          ….. Διότι, αν και οι δύο εξηγήσεις δεν αντιμάχονται τα φαινόμενα, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε σε ποιες περιπτώσεις οφείλονται στην μία (εξήγηση) τα αίτια, και σε ποιες στην άλλη…. (επί δε ποίοις παρά τούτο ή τούτο το αίτιον γίνεται ουκ έστι συνιδείν)

        …… Αλλά το να αποδίδει κανείς μία μοναδική αιτία σε φαινόμενα, όταν αυτά υπόκεινται σε πολλές, είναι παραφροσύνη. Και γίνεται εντελώς εσφαλμένα, από άτομα που είναι οπαδοί ανόητων αστρολογικών αντιλήψεων, που δίδουν ερμηνείες εις μάτην, για τις αιτίες κάποιων από τα φαινόμενα, ενώ δεν απαλλάσσουν πάντα τη θεία φύση από βάρος ευθύνης…..».  

 Η επινόηση της “παρέγκλισης”

           Όμως, η ιδιοφυία του Επίκουρου, προχώρησε ακόμα πιο πέρα από τις πιο πάνω έξοχες παρατηρήσεις και νουθεσίες, όπου σαφώς η Φυσιολογία (Φυσική) καθορίζεται ως  πειραματική επιστήμη, ενώ διακρίνεται αιτιοκρατική θεμελίωση και τεκμηρίωση της.

        Συγκεκριμένα, διατυπώνοντας την ρηξικέλευθη και πρωτότυπη ιδέα της “παρέγκλισης(λατ.: clinamen) των ατόμων, ο Επίκουρος “παρεκκλίνει” από το αιτιοκρατικό φυσικό μοντέλο προς την τυχαιότητα των φυσικών γεγονότων.

      Πρέπει να τονίσουμε: Το φαινόμενο της παρέγκλισης αναφέρεται στη κίνηση των στοιχειωδών σωματιδίων (των ατόμων) της ύλης. Είναι μια - από τις τρεις - μορφή κίνησης των ατόμων. Πουθενά ο Επίκουρος δεν σημειώνει απροσδιοριστίες στον μεγάκοσμο. Έτσι, σε μακροσκοπικό (όπως θα λέγαμε σήμερα) επίπεδο δεν χάνονται αναγκαίως οι λογικές ερμηνείες, η τάξη και η κανονικότητα.

      Με αυτήν, την (μεγαλειώδη) επινόηση της “παρέγκλισης”, πρώτη και κυριότατη αρχή της δημιουργίας (όπως το BING BANG; - ίσως), ο Επίκουρος καταφέρνει να ερμηνεύσει καλλίτερα:

 1ο)  Την πορεία - εξέλιξη της δημιουργίας, το τυχαίο, το απρόοπτο, το  απροσδόκητο, τον  αυθορμητισμό, την ενδεχομενικότητα στα φυσικά φαινόμενα.

 2ο) Την ύπαρξη ελεύθερης βούλησης και συνεπακόλουθα την ελευθερία του ατόμου - την χειραφέτηση του από τα δεσμά της μοίρας, καθώς και την  έννοια της υπευθυνότητας και ηθικής ευθύνης του.  

     Κατά τον Επίκουρο, τα άτομα της ύλης προσδεμένα - συσσωματωμένα στην μάζα όπου ανήκουν μέσα σε (νοητό) πλέγμα, το “πλεκτικόν”, κινούμενα “κατά πάλσιν και περίπαλσιν”, και βρισκόμενα σε κατακόρυφη πτώση μέσα στο πελωρίων διαστάσεων μεταξύ τους κενό λόγω του βάρους τους, σε κάποιο απροσδιόριστο, τυχαίο, σημείο της διαδρομής τους και κατά χρονικά διαστήματα παντελώς ανύποπτα, “παρεκκλίνουν” της κατακόρυφης πορείας τους……

      Στο έργο του Λουκρήτιου (94-55 π.Χ.): “De Rerum Natura” (II, 216-224), υπάρχει εκτενέστατη σχετική αναφορά, που εστιάζεται ακριβώς στην αναίτια (sine causa) Επικούρεια “παρέγκλιση (Declinatio)”……

   Μετά ταύτα, το «κρίσιμο συμπέρασμα» μας είναι:

-        Το σύστημα του Επίκουρου, στο σύνολο του, απορρίπτει κάθε ιδέα αρχικής αιτίας  και τελικής αιτίας.

-        Η “παρέγκλιση” των ατόμων της ύλης,  έχει σαν συνέπεια η όλη (φυσική και ηθική) φιλοσοφία του Επίκουρου να καθίσταται -επιπροσθέτως- και τυχαιοκρατική, μη αυστηρά και καθολοκληρίαν αιτιοκρατική. Και αυτό δεν συνιστά καμία αντίφαση!

       Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι ο Επίκουρος είναι ανοικτός στην έρευνα και δεκτικός σε πολλαπλές ερμηνείες φαινομένων, αρκεί βέβαια τα πειραματικά δεδομένα τους να μην «αντιμαρτυρούνται».

             «….Και πρέπει πάντα να θυμόμαστε την μέθοδο των πολλαπλών αιτίων, και να ερευνούμε τις υποθέσεις και τις αιτίες που είναι σύμφωνες με αυτές, και να μην αποβλέπουμε σε ανακόλουθες εξηγήσεις που διογκώνουμε χωρίς αιτία. Προκειμένου να καταλήξουμε - με διαφορετικούς τρόπους κατά περίπτωση - στη μεθοδολογία του ενός - μοναδικού τρόπου εξήγησης….».  (Επιστολή προς Πυθοκλή 95)

          -   Η παρέγκλιση - δημιουργός δεν έρχεται, δηλ. δεν ενεργεί, αντίθετα με την κατεύθυνση της φύσης, ούτε πραγματικά αντιβαίνει ή παρεμποδίζει τους νόμους της (όπως χωρίς κανένα περιορισμό κάνει ένα θαύμα μιας θεότητας). Και είναι βέβαιον ότι η “τάξη” του σύμπαντος κατά κανένα τρόπο - ούτε κατ’ ελάχιστον - διασαλεύεται από την υιοθέτηση της τυχαιότητας στην  Επικούρεια φυσιολογία.

      Ο Μητρόδωρος,  θωρακισμένος με την ακαταμάχητη φιλοσοφία του φίλου-δασκάλου του Επίκουρου, δεν πτοείται από τα τυχόν εμπόδια (τις αναποδιές) που μπορεί απρόοπτα να αντιμετωπίσει. Δεν σκιάζεται από ατυχήματα του τυχαίου. Ω τύχη, αναφωνεί, σε πρόλαβα και έφραξα κάθε σου πέρασμα”! (Ρητό του Βατικανού)  

      Πάντως, με την παρέγκλιση, η ατελέσφορη Νομοκρατία παύει να διαφεντεύει τον κόσμο και η λογική Αιτιοκρατία δεν συνιστά τον μοναδικό κανόνα των αλλαγών στην Φύση, η οποία δεν χρειάζεται δημιουργό θεό, ή κάποια ρυθμιστική νόηση. 

    -    Κατά την άποψη μας:

         Η κάθε, αυθόρμητη και τυχαία, παρέγκλιση, και είναι αυτές πραγματικά απειράριθμες, που είναι μια δύναμη εσωτερική των ατόμων ως την όρισε ο Επίκουρος, μετά την επέλευση της εξαφανίζεται και στη συνέχεια αφήνει ξανά το χώρο ανοικτό στην αναγκαιότητα, στο νόμο.

    -     Με αυτόν τον τρόπο, αν δηλ. κάτι τέτοιο ισχύει, μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι: Αιτιοκρατία και Αναιτιοκρατία συνυπάρχουν και συγκυβερνούν τον κόσμο.    

      Ως προς την «Ελεύθερη βούληση»:    Είναι γενικά παραδεκτό ότι η Φυσική δεν είναι ούτε επιστημονικά, ούτε οντολογικά ουδέτερη. Και το “αληθές” των Φυσικών επιστημών ταυτίζεται με το “δίκαιο” των Ανθρωπιστικών. Πιο πάνω επανειλημμένα είπαμε ότι, κατά τους ντετερμινιστές, οι φυσικοί νόμοι και όσα εξ αυτών συνεπάγονται, συνιστούν εκδηλώσεις σκληρής αναγκαιότητας.

     Άρα, κατ’ επέκταση, και ο άνθρωπος, αναπόσπαστο μέρος της φύσεως, διαγράφει πορεία προκαθορισμένη από αδιάκοπη αλληλουχία αιτιών και αποτελεσμάτων, σε μια ατελεύτητη αιτιοκρατική αλυσίδα, απ’ την οποίαν δεν μπορεί να ξεφύγει. Και η ζωή, λοιπόν, σαν όλα τα φυσικά φαινόμενα που υπακούουν στην αδυσώπητη αιτιοκρατία - αναγκαιότητα, βρίσκεται κι’ αυτή σε μονόδρομο, χωρίς διαφυγή.

      Μετά απ’ αυτή την ανάλυση το “λογικό συμπέρασμα” είναι ότι στους ανθρώπους δεν φαίνεται να λειτουργεί η λεγόμενη “Ελεύθερη βούληση”, και κατά συνέπειαν τούτου….  

      Δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ποτέ καμία ευθύνη, σε κανέναν άνθρωπο, για οποιαδήποτε πράξη του!

         Πρόκειται για σοβαρό επακόλουθο του άκρατου και χωρίς εξαιρέσεις  Ντετερμινισμού, που όπως καθαρά βλέπουμε έχει τρομακτικές συνέπειες και σε εκτός της Φυσικής πεδία, όπως είναι αυτά της Ηθικής, της Κοινωνιολογίας, της Νομικής και του Δικαίου.

        Και τίθεται το αμείλικτο ερώτημα: Ανεξήγητη, λοιπόν, είναι (;) και θα παραμείνει έτσι εσαεί (;), η από την φυσική πραγματικότητα, την θρησκεία και τους κειμένους αστικούς νόμους εγνωσμένη “ελευθερία βούλησης” του ανθρώπου;

      Ο Επίκουρος έδωσε απάντηση σ’ αυτό το πολύ δύσκολο ερώτημα, στα πλαίσια της λογικής και των δυνατοτήτων της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας. Η “Ελευθερία βούλησης” του ανθρώπου, που βέβαια την αποδέχεται ο Επικουρισμός, ερμηνεύεται όμοια με την τυχαία και απρόβλεπτη συμπεριφορά των ατόμων της ύλης, όπως διατυπώνεται στην θεωρία του, αυτή της “παρέγκλισης”. Με άλλα λόγια, η “παρέγκλιση” (στην ύλη) είναι και η πηγή της ελεύθερης βούλησης (στον άνθρωπο).

       Ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης γράφει:  «Ο αυθορμητισμός, αρχίζοντας στα άτομα της ύλης με την παρέγκλιση, φτάνει στον θρίαμβο του στην ανθρώπινη συνείδηση». “ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου”, σελ. 368)

        Σωστά, λοιπόν, διατείνεται ο Λουκρήτιος (DRN. 254-260) ότι τα άτομα με την απόκλιση τους από την ευθεία κίνηση σπάζουν τα “δεσμά της οικουμένης(fati foedera), έτσι που πια, να μην ακολουθεί επ’ άπειρον η μία αιτία την άλλη.  Έτσι που πια, η δύναμη της βούλησης, αποσπασμένη από το πεπρωμένο, να μας οδηγεί και να προχωρούμε εκεί, όχι επειδή είναι προκαθορισμένο, αλλά επειδή έτσι θέλουμε!

     Επίλογος:

     Ολοκληρώνεται η τοποθέτηση μας, μικρή συνεισφορά στον μεγάλο προβληματισμό, πάνω σ’ ένα τεράστιο θέμα, με μια Επικούρεια παραίνεση, προς το σοφό άνθρωπο, ο οποίος:

       «…..περιγελά το πεπρωμένο -  που κάποιοι το παρουσιάζουν σαν απόλυτο κυρίαρχο των πάντων - λέγοντας, μάλλον, ότι από τα πράγματα κάποια γίνονται από ανάγκη, κάποια άλλα από τύχη και κάποια άλλα, τέλος, από την δική μας βούληση. Γιατί η μεν ανάγκη δεν υπόκειται σε ευθύνη, η τύχη από την άλλη μεριά είναι άστατη, αλλά η ελευθερία μας δεν εξουσιάζεται από κανέναν άλλον.

      Την τύχη εξάλλου (ο σοφός άνθρωπος) ούτε θεό την θεωρεί όπως πιστεύουν οι πολλοί, αφού τίποτα δεν γίνεται από τον θεό χωρίς τάξη, ούτε πάλι την θεωρεί ως αβέβαιη αιτία. Ούτε πιστεύει ότι από την τύχη δίνεται το καλό ή το κακό στους ανθρώπους για μια ευτυχισμένη ζωή, όμως αυτή (η τύχη) παρέχει την ευκαιρία και την αρχή για μεγάλα καλά, ή για μεγάλα δεινά.

     Και πιστεύει, τελικά (ο σοφός), ότι είναι καλύτερα να ατυχήσει σε κάτι που σκέφτηκε σωστά (εὐλογίστως ἀτυχεῖν), παρά να ευτυχήσει χωρίς να έχει συλλογισθεί (ἢ ἀλογίστως εὐτυχεῖν).     Γιατί είναι καλύτερο στις ανθρώπινες πράξεις να αποτύχει εκείνο που επιλέχθηκε σωστά, παρά να επιτύχει από ευνοϊκή τύχη, εκείνο που κακώς επιλέχθηκε….».

(Επιστολή προς Μενοικέα 133-135)

 

ΤΕΛΟΣ της ομιλίας της 7/11/2022

  

2 σχόλια:

  1. ακόμα και αν ήταν δυνατό να έχουμε όλα τα στοιχεία της προηγούμενης κατάστασης τους και την ικανότητα να τ’ αναλύσουμε επακριβώς.

    Θα αντικαθιστούσα την πρόταση αυτήν με την εξής:
    επειδή δεν είναι δυνατό να..... κ.λπ..
    Δικαιολόγηση: στην κβαντική θεωρία δεν έχουμε επακριβώς καθορισμένες τροχιές αλλά πιθανοκρατικές μεταβάσεις στους χώρους φάσεων, λόγω της Αρχής της Ακαθοριστίας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πρόδρομος Ιωσηφίδης10 Νοεμβρίου 2022 στις 6:54 μ.μ.

    Το άρθρο σας είναι αξιολογότατο.
    Ωστόσο,θα ήθελα να σημειώσω τα εξής:Ο Ηράκλειτος τον "λόγον"(Απ.1),δεν τον εννοούσε ως αιτία,αλλά ως τρόπο εσωτερικής αντικειμενικής λειτουργίας τών πάντων.
    Και ακριβώς,διότι τον εννοούσε ως τρόπο λειτουργίας,τον χαρακτήριζε καί ως "ξυνόν"(Απ.2).
    Δυστυχώς,ως προς το τι ακριβώς εννοούσε ο Ηράκλειτος με τον "ξυνόν λόγον" του,έχει παρανοηθεί από πλείστους,και μάλιστα διάσημους,μελετητές του!!!
    prodromosioss@gmail.com
    9/11/2022,18.30

    ΑπάντησηΔιαγραφή