Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

Liebestod: Ιστορίες Αγάπης και Θανάτου

 

Liebestod: Ιστορίες Αγάπης και Θανάτου



  Με τον όρο ‘Liebestod εννοούμε την σχέση της Αγάπης (έρωτα), στα γερμανικά Liebe, με τον Θάνατο, στα γερμανικά Tod.  Το όνομα  προέκυψε από την ίδια αυτή  ονομασία που δόθηκε στην τελευταία άρια της όπερας του Richard Wagner: «Τριστάνος και Ιζόλδη (Tristan und Isolde)», η οποία όπερα  έχει θέμα μια μεγάλη, ανολοκλήρωτη κι’ αδιέξοδη αγάπη μεταξύ δύο ερωτευμένων, που τελικά οδηγεί και τους δύο στον θάνατο.

  

    ‘Παθιασμένοι’ έρωτες που καταλήγουν σε θάνατο (και γίνονται «θρύλος»), εμφανίζονται συχνά σε μύθους, στην λογοτεχνία, στη ποίηση και στο μυθιστόρημα. Κυριαρχούν και κορυφώνουν πολλά μουσικά έργα και ασφαλώς εκτείνονται στην ίδια, τη πραγματική ζωή των ανθρώπων.

   Στο παρόν άρθρο μου, που είναι αφιερωμένο στο μεγάλο θέμα του δεσμού Έρωτα και Θανάτου, παρουσιάζω, μέσα από εννέα πολύ γνωστές ‘ρομαντικές ιστορίες’, ασχολίαστα και με συντομία, όχι βέβαια ολόκληρη την πλοκή του έργου, αλλά μόνον ό,τι αναφέρεται στον αμοιβαίο ακαταμάχητο έρωτα των πρωταγωνιστών τους, που μοιραία, αναπότρεπτα, εθελοντικά, προξενεί και τον θάνατο τους.

 1η)  W. Shakespeare:  «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

     Γιατί τόσο σπαραχτική δεν γράφτηκε ποτέ καμία, σαν της Ιουλιέτας και του Ρωμαίου, ιστορία”…. Η ελεγεία του πρίγκιπα της Βερόνας για τους ερωτευμένους, που ολοκληρώνει το ποιητικό αριστούργημα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.

…… Ο ιερέας Λαυρέντιος, στον οποίον η Ιουλιέτα είχε προσφύγει για να την βοηθήσει ν’ αποφύγει τον γάμο που σχεδίαζαν οι δικοί της με τον Πάρη (….. Από την Μυκηναϊκή εποχή αυτό το όνομα είναι συνδεμένο με την καταστροφή!...), έχει στ’ αλήθεια μια κακή, πολύ κακή, όπως αποδείχθηκε, ιδέα. Προτείνει στο απελπισμένο κορίτσι να πάρει ένα ειδικό υπνωτικό φαρμάκι που θα την κάνει να φαίνεται σαν νεκρή για 42 ώρες.  Καθώς όλοι θα τη νομίσουν πεθαμένη ο ανεπιθύμητος γι’ αυτήν γάμος με τον Πάρη θα ματαιωθεί.  Βέβαια, ο πατήρ-Λαυρέντιος εν τω μεταξύ θα στείλει γράμμα στον αγαπημένο της Ιουλιέτας, τον Ρωμαίο, που έχει καταφύγει στην Μάντοβα, για να του εξηγεί το σχέδιο, ώστε αυτός μετά να μπορέσει ανενόχλητος να επιστρέψει στην Βερόνα και ν’ απαγάγει  την (νομιζομένη νεκρή) Ιουλιέτα!

     Το σχέδιο τίθεται σε εφαρμογή όμως….. ο αγγελιοφόρος δεν φτάνει ποτέ στον Ρωμαίο, ο οποίος  μαθαίνοντας πως η Ιουλιέτα πέθανε, αγοράζει ένα δηλητήριο και πηγαίνει στην κρύπτη των Καπουλέτων, όπου έχει μεταφερθεί η σορός της αγαπημένης του, προκειμένου να την θρηνήσει  κι’ έπειτα να θέσει τέρμα στη ζωή του, πίνοντας το δηλητήριο που αγόρασε.  Έτσι και γίνεται!  Μετά από λίγη ώρα η  Ιουλιέτα  ξυπνά και  βρίσκει νεκρό στα πόδια της τον αγαπημένο της Ρωμαίο. Τότε,  χωρίς δισταγμό, αυτοκτονεί και αυτή με το μαχαίρι του…..  

 2η) Οβίδιου «Μεταμορφώσεις»:  «Πύραμος και Θίσβη»

    Την πολύ παλιά εποχή στη Βαβυλώνα, επί βασιλείας της θρυλικής Σεμιράμιδος, δύο νέα παιδιά, η Θίσβη και ο Πύραμος, ζούσαν σε δύο γειτονικά σπίτια. Μια μεσοτοιχία διαχώριζε τα δωμάτια τους. Τους γονείς τους χώριζε έχθρα κι’ ως εκ τούτου είχαν απαγορέψει στα παιδιά τους να έχουν μεταξύ τους την οποιαδήποτε σχέση…. Οι νεανικές  καρδιές των παιδιών όμως δεν υπάκουσαν.  Καθώς η επιτήρηση από τους γονείς ήταν εξαιρετικά αυστηρή, είχαν βρει τρόπο να επικοινωνούν από μια χαραμάδα, μια σχισμή στον μεσότοιχο που χώριζε τα σπίτια τους.     

    Κάποια φορά, τα ερωτευμένα παιδιά συμφώνησαν να συναντηθούν μια νύχτα κρυφά στον «Τάφο του Νίνου», ένα ύψωμα έξω από την πόλη, όπου υπήρχε πηγή νερού και μία μουριά.  Η Θίσβη έφθασε πρώτη εκεί, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε με βιασύνη και κάπου κρύφτηκε, καθώς είδε μια λέαινα που πήγε να ξεδιψάσει στην πηγή, αφού είχε φάει. Το πέπλο της όμως έπεσε  κάτω και η λέαινα το έπαιξε και το λέρωσε με το ματωμένο στόμα της. Στο μεταξύ ήρθε ο Πύραμος, είδε τις πατημασιές της λέαινας και το ματωμένο πέπλο της αγαπημένης του και νόμισε ότι η Θίσβη είχε φαγωθεί από το λιοντάρι….

     Γεμάτος απόγνωση και ενοχή επειδή είχε συμφωνήσει να συναντηθούν σε επικίνδυνο μέρος, αυτοκτόνησε με το σπαθί του.  Η Θίσβη, όταν βγήκε από την κρυψώνα της και είδε τον Πύραμο νεκρό, αυτοκτόνησε επίσης!...… Από τότε, τα λευκά μούρα της μουριάς εκείνης κοκκίνισαν από όλο εκείνο το χυμένο αίμα….. Καθώς διηγούνται, η τέφρα των δύο εραστών τοποθετήθηκε μέσα στην ίδια υδρία.

 3η) Ο Μιμίκος και η Μαίρη

       Το ρεπορτάζ που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1930:… «Την πρωίαν της 25ης Σεπτεμβρίου του 1893, οι Αθηναίοι ανεγίγνωσκον εις τας εφημερίδας, μίαν συνταρακτικήν είδησιν.  Η δευτέρα παιδαγωγός του υιού του διαδόχου Κωνσταντίνου, πρίγκηπος Γεωργίου, Μαρία Βέμπερ, εφονεύθη πεσούσα εκ του αετώματος του Παρθενώνος. Αι εφημερίδες δεν εγνώριζον εάν επρόκειτο περί δυστυχήματος ή αυτοκτονίας. Την 10.30’ πρωινήν της προηγουμένης ημέρας,  η Μαίρη, με την πρώτην παιδαγωγόν του πρίγκηπος αγγλίδα και τον μικρόν πρίγκηπα Γεώργιον, εξήλθον εις περίπατον εις τον Ανακτορικόν Κήπον. Παρέμειναν 20 λεπτά της ώρας. Η Μαίρη τότε είπεν εις την Αγγλίδα, ότι θα μετέβαινε να κάμη ένα γύρον εις την Ακρόπολιν και θα επέστρεφε την μεσημβρίαν δια το γεύμα, κατόπιν του οποίου θα εξήρχοντο πάλιν εις περίπατον μετά του πρίγκηπος….. 

     Ολίγον προ της 11ης, η Μαίρη εβάδιζε με ταχύ βήμα προς την Ακρόπολιν. Διήλθε δια των Προπυλαίων, οι δε φύλακες, καίτοι η ώρα ήτο προχωρημένη, δεν την εσταμάτησαν.  Την εγνώριζον και την έβλεπον συχνάκις επί της Ακροπόλεως. Μετ’ολίγας στιγμάς όλοι απεχώρησαν, πλην γηραιού φύλακος, παραμείναντος παρά τον ναόν της Απτέρου Νίκης και 3 γερμανών περιηγητών. Ο φύλαξ, μηδέποτε υποπτευθείς τι, την παρηκολούθει εξ απλής περιεργείας. Υπήρξεν ο μόνος ο οποίος είδεν ολόκληρον την σκηνήν της αυτοκτονίας, εις όλας της τας λεπτομερείας. Η αφήγησίς του είναι ζωντανή, πλήρης δραματικότητος.

      «Την είδα, διηγήθη ο φύλαξ, να σκύβη και να κόβη κάτι μικρά αγριολούλουδα, που φυτρώνουν κοντά εις τον Παρθενώνα. Τα έβαλε εις το στήθος της. Έπειτα εμπήκεν εις τον ναόν, ανερριχήθη αργά επί της νοτίου πλευράς, κρατούσα την ομβρέλλαν της ανοικτήν εμπρός εις το πρόσωπόν της.  Εβάδισε προς το αέτωμα της προσόψεως και εκάθησεν επί του γείσου, όπου είναι το υψηλότερον μέρος του αετώματος.  Έκλεισε την ομβρέλλα της και την απέθεσε δίπλα της επί του μαρμάρου. Έπειτα έβγαλε το καπέλλο της και εσηκώθηκεν ορθία.  Εκοίταζε δεξιά και αριστερά.  Ο αέρας ανέμιζε τα μαλλιά και τα ρούχα της τόσον, ώστε όταν οι γερμανοί περιηγηταί επλησίασαν, τους εφώναξε ν’ απομακρυνθούν από εντροπή,  διότι τα ρούχα της υψούντο παραπάνω από τον αστράγαλον.  Αρκετή ώρα περιέφερε το βλέμμα της προς όλας τας διευθύνσεις.  Όπως ήτο ντυμένη στα λευκά, νέα, δροσερά, εφαίνετο ως ζωντανόν, ωραίον άγαλμα.  Δεν εσήκωσα ούτε μια στιγμή τα μάτια μου, από πάνω της, χωρίς να ξέρω γιατί. 

      - Έξαφνα, ακριβώς εις τας 11.20’, την είδα να πέφτη από το ύψος εκείνο εις το περιστύλιον. Αμέσως έβαλα τις φωνές, έσπευσαν και οι γερμανοί και ο αρχιτέκτων Τρίμης, ο οποίος είχε μόλις ανέλθει επί της Ακροπόλεως.  Όταν επλησιάσαμεν,  εβογγούσεν ελαφρά.  Έπεσε πλαγίως, διότι εκτυπούσε επάνω στις κολώνες και ευρέθη υπτία. Της ερραντίσαμεν με νερό το πρόσωπο, της εδώσαμε να πιή, αλλά γρήγορα έβλεπε κανείς ότι η ζωή της έσβυνε.  Εκαλέσαμεν ένα αμάξι και την μεταφέραμεν εις το Στρατιωτικόν Νοσοκομείον. (σ.σ. Το στρατιωτικό νοσοκομείο βρισκόταν στον μετέπειτα στρατώνα χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη, δίπλα στο σημερινό Μουσείο της Ακρόπολης.)  Η Μαίρη μόλις ανέπνεε. Εις το νοσοκομείον την περιποιήθη ο εφημερεύων ανθυπίατρος Μαυράκης.  Της έδωσε κονιάκ και της επέδεσε τα τραύματα. Η Μαίρη έφερε τραύμα επί της αριστεράς χειρός, το ιερούν οστούν ήτο θραυσμένον εκ του οποίου επήλθεν εσωτερική αιμορραγία. Επίσης έπαθε κάταγμα του στέρνου και ελαφρόν τραύμα επί της σιαγόνος. Εξέπνευσε την 1ην μ.μ. Η πτώσις δεν της παρεμόρφωσε καθόλου το πρόσωπον.

       Η ΛΥΣΙΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ: Εν τω μεταξύ ο διάδοχος Κωνσταντίνος ειδοποιήθη περί του τραγικού συμβάντος, το οποίον ανήγγειλε καταλλήλως εις την πριγκήπισσαν Σοφίαν, φοβούμενος μήπως την ταράξη διότι ηγάπα πολύ την Μαίρη.  Αι αρχαί επελήφθησαν αμέσως ανακρίσεων. Ήτο αυτοκτονία ή ατύχημα; Ο φύλαξ εβεβαίωνεν ότι και άλλοτε η Μαίρη είχεν ανέλθει επί της κορυφής του Παρθενώνος, μίαν νύκτα μάλιστα σεληνοφώτιστον παρέμεινε αρκετή ώραν.

     Ολίγας στιγμάς μετά τον θάνατον της Μαίρης, κατέφθασαν αι θεραπαινίδες των ανακτόρων με αγκαλιές μενεξέδων της Αττικής. Την εστόλισαν και εθρήνουν προ του νεκρού της, διότι όλοι εις το παλάτι ηγάπων την Μαίρην και της κατεσκεύασαν λουλουδένιο στρώμα. Αλλ’εκτός των θεραπαινίδων, προσήρχοντο και πλήθη κόσμου, ιδία κορίτσια τα οποία εκόμιζον και αυτά λουλούδια.

      Την επομένην το δράμα διελευκάνετο πλήρως.  Δευτέρα αυτοκτονία, του ανθυπιάτρου Μιχαήλ Μιμίκου, απεκάλυψε τούτο. Ιδού οι λόγοι οι οποίοι ώθησαν την Μαίρην προς τον θάνατον:  Από επταμήνου συνεδέετο δι’έρωτος μετά του νεαρού ανθυπιάτρου Μιχαήλ Μιμίκου, υπηρετούντος εις το Α’ Στρατιωτικόν Νοσοκομείον. Η Αυλή είχε μάθει τα του έρωτος αυτού, πολλάκις δε η αγγλίς παιδαγωγός την επετίμησεν. Η Μαίρη είχε γράψει εις τον πατέρα της εν Γερμανία ζητούσα την συγκατάθεσίν του όπως νυμφευθή τον Μιμίκον, αλλ’ο πατήρ της απήντησε αρνούμενος. Περιελθούσα εις αδιέξοδον, έγραψεν εις τον Μιμίκον,  ότι είχεν εκτεθή και η υπόθεσις έπρεπε να τελειώση δια του γάμου. Δεν έλαβεν απάντησιν. Έγραψε δεύτερον, τρίτον γράμμα. Καμμία απάντησις. Τέλος την ημέραν της αυτοκτονίας της, εν εσχάτη απελπισία, του έγραψε:  «Ελθέ σήμερον την πρωίαν εις τας ένδεκα εις την Ακρόπολιν. Είμαι πλέον απελπισμένη. Αν δεν έλθης αυτοκτονώ».  Η Μαίρη μετέβη εις την Ακρόπολιν, ανερριχήθη επί του αετώματος, ανέμενε τον Μιμίκον και βλέπουσα ότι δεν έρχεται, εξετέλεσε το «σαπφικόν άλμα», όπως έγραψεν η «Ακρόπολις». 

     Διατί δεν απήντησεν ο Μιμίκος; Τα γράμματα εστάλησαν εις το Στρατιωτικόν Νοσοκομείον, εις το οποίον επί οκταήμερον δεν προσήλθεν ο Μιμίκος, οικουρών λόγω ασθενείας. Την ογδόην ημέραν, την 24η Φεβρουαρίου, κατά τας 2 μ.μ. εξήλθε και μετέβη εις το νοσοκομείον.  Κάποιος στρατιώτης, τον εσταμάτησεν και του ενεχείρισε τέσσαρα γράμματα. Ήσαν της Μαίρης. Ο Μιμίκος ενώ ητοιμάζετο να τ’ανοίξη, παρετήρησε ασυνήθη κίνησιν εις το νοσοκομείον, εζήτησε πληροφορίας, εισήλθεν εις τον θάλαμον, όπου τω είπον ότι μετέφερον κάποιαν ξένη και είδε την Μαίρην, η οποία μόλις προ μιας ώρας είχεν εκπνεύσει. Έξαλλος ερρίφθη επί του πτώματος, επί μίαν ώραν ολοφυρόμενος. Εις μάτην ο φίλος του ανθυπίατρος Μαυράκης προσεπάθει να τον αποσπάση.  Εν τέλει ο αδελφός του κατώρθωσε να τον παραλάβη αργά το απόγευμα, επειδή δε ήκουσε τον Μιμίκον ορκιζόμενον εις την νεκράν, ότι θα την ακολουθήση, τον επετήρει. Παρέμεινε πλησίον του όλην την νύκτα αγρυπνών περί το προσκεφάλαιον του αδελφού του, αφού είχεν αφαιρέσει εκ του δωματίου παν ό,τι θα ηδύνατο να χρησιμεύση ως όπλον.

     ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Ο ΜΙΜΙΚΟΣ: Ο Μιμίκος επανειλημμένως προσεποιήθη ότι κοιμάται με την ελπίδα, ότι ο αδελφός του θα εξήρχετο όπως μεταβή και κατακλιθή εις το δωμάτιόν του. Αλλ’ο αδελφός του δεν εσάλευε. Περί την αυγήν ο Μιμίκος είπεν εις τον αδελφόν του ότι αισθάνεται ρίγη και τον παρεκάλεσε να του φέρη εκ του παρακειμένου δωματίου εν σκέπασμα. Και ενώ ο αδελφός έσπευσε να εκτελέση την παράκλησιν, ο Μιμίκος γρήγορα, αρπάζει εν πιστόλιον, το οποίον είχε κρύψει υπό το στρώμα, τοποθετεί το στόμιον επί της καρδίας του και πυροβολεί. Ο θάνατός του υπήρξε ακαριαίος.

     Την επομένην εις τας 11 εκηδεύετο η Μαίρη, ενώ εις την οικίαν του Μιμίκου ητοιμάζετο άλλη κηδεία.  Η πριγκήπισσα Σοφία επρότεινε όπως οι δύο ερασταί ταφούν μαζύ,  αλλ’οι οικείοι του Μιμίκου  επροτίμησαν να τον θάψουν εις τον οικογενειακόν των τάφον.  Δύο ημέρας όμως έπειτα οι φίλοι του Μιμίκου μετέβησαν κατά την νύκτα εις το νεκροταφείον, εξέθαψαν τον νεκρόν του Μιμίκου και τον έθαψαν παραπλεύρως της Μαίρης, αφήσαντες το εξής σημείωμα, επάνω εις σωρόν ανθέων: «Ωρκίσθημεν να σας ενώσωμεν οι φίλοι σου και ιδού». 

      ……….. Κηδεύτηκαν τελικά δίπλα δίπλα, με διαφορά έξι ωρών. Στις 10 το πρωί η Μαίρη, στις 4 το απόγευμα ο Μιχαήλ. Μόλις δέκα βήματα παραπέρα από τον τάφο της Μαίρης, ο αγαπημένος της. Η κοινότητα των Διαμαρτυρομένων των Αθηνών φρόντισε τη Μαίρη, ώστε να συνοδευτεί από ιερέα στην τελευταία της κατοικία. Αντίθετα, ο Μιχαήλ «πήγε αδιάβαστος», αφού οι κανόνες της Εκκλησίας αυτό προβλέπουν για τους αυτόχειρες. Τα μεσάνυχτα της 1ης Μαρτίου τέσσερις φίλοι του Μιχάλη Μιμίκου άνοιξαν δεύτερο τάφο δίπλα σ’ εκείνον της Μαίρης και μετέφεραν το φέρετρο του αγαπημένου της, έτσι ώστε να ακουμπούν μεταξύ τους. Οι σφοδρές αντιρρήσεις που σημειώθηκαν γι’ αυτήν την ενέργεια κατέληξαν στην απαγγελία κατηγορίας για τυμβωρυχία! Ωστόσο, το ζήτημα έληξε με παρέμβαση της πριγκίπισσας Σοφίας!

      Κύμα ομαδικής υστερίας επλημμύρησε την πρωτεύουσαν με την ιστορίαν αυτήν. Εν πρώτοις η διπλή αυτοκτονία έδωσε ένα πρόχειρον επιχείρημα εις της ερωτευμένους και ούτω κάθε ερωτευμένο ζευγάρι εθεώρει υποχρέωσίν του να φέρη άνθη εις τον τάφον του Μιμίκου και της Μαίρης. Φυλλάδια με την ιστορίαν των δύο ερωτευμένων εκυκλοφόρουν, απλήστως αναγινωσκόμενα, αι εφημερίδες ημιλλώντο ποια να προσφέρη συνταρακτικωτέρας αποκαλύψεις και εις μάτην οι ολίγοι εναπομείναντες σώφρονες πολίται εκραύγαζον ότι κινδυνεύει η νεολαία να αποχαυνωθή εκ του υστερισμού, ο οποίος την εκυρίευσε. 

    Το κύμα της υστερίας παρήλθεν εύκολα και γρήγορα. Αλλά η ιστορία των δύο ατυχών νέων, οι οποίοι εξ αιτίας μιας κακής συμπτώσεως, εχάθησαν (αν ο Μιμίκος μετέβαινε ολίγας ώρας πριν στο νοσοκομείον, το δράμα θ’απετρέπετο),  παραμένει μία παθητική σελίς εις την ιστορίαν της παλαιάς Αθήνας.».

 4η) V. Bellini:   «Norma» 

       Η Νόρμα, αρχιέρεια των Δρυίδων, έχει κτυπήσει την ασπίδα του πολέμου. Οι πολεμιστές Γαλάτες, υπό την ηγεσία του πατέρα της, του Οροβέσο, πανέτοιμοι και με υψηλό ηθικό, έχουν ήδη συγκεντρωθεί και βιάζονται να πάρουν το σύνθημα για να επιπέσουν κατά των Ρωμαίων κατακτητών της χώρας τους.  Μένει μόνο στην αρχιέρεια  ν’ ανακοινώσει το όνομα ενός ανθρώπινου θύματος, που - σύμφωνα με τα πανάρχαια έθιμα τους - πρέπει να ‘θυσιάσουν’ στην πυρά, προκειμένου να ξεκινήσουν ένα πόλεμο.  Η Norma ανακοινώνει ότι θα θυσιάσει μια ιέρεια που έσπασε τους όρκους της και διατάζει να φωτιστεί η πυρά…..

      Εύκολη για την Νόρμα η επιλογή του θύματος. Η νεαρή ιέρεια Adalgisa έχει παραβιάσει τον περί αγνότητας ιερό νόμο των Δρυίδων, αφού έχει συνάψει ερωτική σχέση με τον Ρωμαίο ανθύπατο Pollione, τον διοικητή των Ρωμαϊκών στρατευμάτων της Γαλατίας.   Όμως εδώ, κρύβεται καλά ένα φοβερό μυστικό. Ο ανθύπατος Pollione, πριν συνάψει την ερωτική του σχέση με την νεαρή  Adalgisa, είχε μακροχρόνιο δεσμό με την ίδια την αρχιέρεια Νόρμα, από τον οποίον μάλιστα έχουν γεννηθεί και δύο παιδιά τους!

     Η Νόρμα, αν στείλει στην πυρά την αντίζηλο της, την Adalgisa, θα πάρει συγχρόνως και την  εκδίκηση, που τόσο πολύ την επιθυμεί, για την μεγάλη προσβολή που της έγινε.  Θα βγάλει από την μέση δια παντός την γυναίκα που της ‘έκλεψε’ τον άντρα και πατέρα των παιδιών της και θα πάψει να κινδυνεύει κι’ αυτή, αφού την παράνομη σχέση της θα μένει να την γνωρίζει μόνο μια πιστή ακόλουθος της.    

     Ακριβώς την στιγμή εκείνη, οι ιέρειες ανακοινώνουν ότι μόλις συνέλαβαν ένα Ρωμαίο αξιωματικό που αθέμιτα είχε εισέλθει στα διαμερίσματα των παρθένων Δρυίδων.  Προβλεπόμενη ποινή για τον οποιοδήποτε που θα έκανε τέτοια «βεβήλωση των ιερών», ο θάνατος! Δεμένο φέρνουν τον ‘βέβηλο’ άνδρα μπροστά στην Νόρμα.  Είναι σε όλους γνωστός. Είναι ο ανθύπατος Pollione, ο οποίος απερίσκεπτα είχε  εισέλθει στα απαγορευμένα διαμερίσματα των Δρυίδων,  προκειμένου ν’ απαγάγει την νεαρή ερωμένη του  Adalgisa,  να την φέρει στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο και στη συνέχεια στη Ρώμη.

     Στην Νόρμα δίδεται μια μοναδική, ουρανόσταλτη, ευκαιρία.  Θ’ απαλλάσσονταν εύκολα κι’ από τους δύο και μάλιστα με βάση τον πατρογονικό  Νόμο τους!  Ανακοινώνει, λοιπόν, ενώπιον των Δρυίδων, του πατέρα της και των στρατιωτών του και του Pollione  την απόφαση της…..

      Η απόφαση της είναι πάνω στην πυρά, εξιλαστήριο θύμα της θυσίας, να ανέβει…. η ιδία!  Αυτή, λέει, είναι η ένοχη!  Έκπληκτοι μένουν όλοι, δεν μπορούν να πιστέψουν στ’ αυτιά τους. Η Νόρμα ζητά συγχώρεση από τον πατέρα της, παρακαλεί να φροντίσουν τα παιδιά της και χωρίς κανένα δισταγμό βαδίζει προς την πυρά. Η  Νόρμα δεν θα πηδήξει στις φλόγες μόνη. Ο Pollione της πιάνει το χέρι,  δηλώνει μετανιωμένος για την απιστία του και ότι αυτή η πυρά είναι και δική του. Άφοβα προχωρούν προς τον θάνατο μαζί και οι δυο, επιβεβαιώνοντας την αμοιβαία αφοσίωση τους. Αγκαλιασμένους, η φωτιά τους εξαγνίζει, στέλνοντας τους στους Ουρανούς.  Εκεί θ’ αρχίσουν μια νέα πιο ιερή κι’ αιώνια αγάπη…..     

 5η)  G. Verdi:  «Αΐντα»

    ….. Το Αιγυπτιακό ιερατείο καταδικάζει τον τρισένδοξο…….τον νικητή του πολέμου ενάντια στους Αιθίοπες, που με επιδρομή είχαν εισβάλει στην κοιλάδα του Νείλου και είχαν απειλήσει ως και την  εκατοντάπυλη πρωτεύουσα του βασιλείου, την Θήβα.... πρίγκιπα Ρανταμές να ταφεί ζωντανός κάτω από το βωμό του του θεού Φθα, γιατί τον προσέβαλε.   Η Άμνερις, η κόρη του Φαραώ, που τον αγαπά παράφορα, προσφέρεται να τον σώσει και διατάζει να τον φέρουν ενώπιον της. Σε κατάσταση αλλοφροσύνης τον παρακαλεί ν’ απαρνηθεί την Αΐντα (την αιθιοπίδα σκλάβα της που κρυφά αγαπά ο Ρανταμές) και έτσι από κατάδικος θανάτου να γίνει – ασφαλώς - βασιλιάς της Αιγύπτου, διάδοχος των Φαραώ. Ο Ρανταμές αρνείται  και είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τη μοίρα του……

    Οι  ιερείς σφραγίζουν με  μεγάλη πέτρα την κρύπτη-τάφο του Ρανταμές και ενώ αυτός θρηνεί που δεν θα ξαναδεί τη αγαπημένη του Αΐντα, αυτή αίφνης του εμφανίζεται μπροστά του! Προηγούμενα, είχε παρεισφρήσει μέσα στον τάφο απαρατήρητη, προκειμένου να πεθάνει μαζί με τον αγαπημένο της!

    Μέσα στο σκοτάδι οι δύο εραστές συναντώνται σ’ ένα αιώνιο εναγκαλισμό και πεθαίνουν γαλήνια!.... Πάνω στο Ναό οι ιερείς ψάλλουν εξιλαστήριους ύμνους προς τον υπέρτατο θεό Φθα!.... Η πριγκίπισσα  Άμνερις  προσεύχεται στην θεά Ίσιδα για τη ψυχή εκείνου που αγάπησε πολύ, αλλ’ αυτός δεν λογάριασε ούτε την ζωή του, χάριν  της αγάπης που ένοιωθε για μια σκλάβα……

6η) G. Verdi:  «Il  Trovatore»

         Στην Ισπανία  - στα χρόνια του Μεσαίωνα -  ξεσπά εμφύλιος πόλεμος. Δύο άνδρες, που είναι αδέλφια αλλ’ αυτό  δεν το γνωρίζουν εξαιτίας ενός δραματικού συμβάντος, πολεμούν στις αντιμαχόμενες πλευρές. Πρόκειται για τον κόμη di Luna και τον γενναίο Manrico, ο οποίος τυγχάνει να είναι και τροβαδούρος (εξ ου και ο τίτλος του έργου).  Ο κόμης di Luna μάχεται με το μέρος του βασιλιά, ο Manrico μαζί με τους επαναστάτες…… Όμως οι δύο άντρες βρίσκονται αντιμέτωποι και για ένα άλλο πολύ σοβαρό λόγο! Λόγω του σφοδρού έρωτα που τους έχει κυριεύσει απέναντι στην ίδια γυναίκα, την όμορφη Leonora. Η καρδιά της  Leonora όμως κτυπά  μόνον για τον τροβαδούρο….

        Ο κόμης από ζήλια και αίσθημα εκδίκησης διατάζει την σύλληψη και την μετά βασανιστηρίων φυλάκιση του τροβαδούρου,  καθώς  και της τσιγγάνας Azucena που τον συνόδευε, θεωρούμενης μητέρας του.

      Η  Leonora μπροστά στον κίνδυνο να εκτελεστεί ο αγαπημένος της Manrico, ζητά από τον κόμη di Luna να τον αφήσει ελεύθερο, με αντάλλαγμα…. τον ίδιο τον εαυτό της! Ο κόμης δέχεται ασφαλώς, όμως η  Leonora έχει και κάτι άλλο στο νου της.  Για να μην πέσει ποτέ στην αγκαλιά του κόμη, παίρνει κρυφά ένα δηλητήριο που θα δράσει ώρες αργότερα από την λήψη του, προκειμένου πριν πεθάνει βεβαιωθεί ότι ο άνδρας που αγαπά έχει ελευθερωθεί, σύμφωνα με την ανόσια - φρικτή «συμφωνία» που αναγκάστηκε να κάνει.

       Όταν όμως η Leonora ανακοινώνει στον Manrico ότι είναι ελεύθερος να φύγει από την φυλακή, αλλ’ αυτή δεν θα τον ακολουθήσει (δεσμευμένη από την κρυφή ‘συμφωνία’ της με τον κόμη, αλλά κι’ επειδή ήξερε ότι θα πέθαινε), εκείνος αρνείται να εγκαταλείψει την φυλακή, χωρίς να είναι και αυτή μαζί του.  Μάλιστα, βλέποντας την επίμονη άρνηση της την κατηγορεί ότι τον πρόδωσε!....…. Όμως το δηλητήριο αρχίζει να δρα!  Καθώς η γυναίκα σβήνει στα χέρια του Manrico, του εξομολογείται  ότι προτίμησε να πεθάνει, από το να παντρευτεί κάποιον άλλον. Ο κόμης που έχει κρυφακούσει τα τελευταία λόγια της Λεονόρας διατάζει την άμεση εκτέλεση του Manrico.  Η τσιγγάνα Azucena,  σαν βλέπει να πέφτει νεκρός ο Manrico,  φωνάζει στον κόμη di Luna: «Εκτέλεσες τον αδελφό σου»!... κι’ αυτός κατάπληκτος αναφωνεί:  «…e vivo ancor / κι’ εγώ ζω ακόμα» ?!....  (Αυλαία!)

 

 7η)  G. Puccini :  «Τόσκα»

        Ρώμη, Ιούνιος του 1800…. Ο αρχηγός της αστυνομίας βαρόνος Σκάρπια, κυριαρχημένος από φοβερό ερωτικό πάθος ορκίζεται να οδηγήσει τον ζωγράφο Μάριο Καβαραντόσσι στην κρεμάλα και την αγαπημένη του ζωγράφου, την γνωστή τραγουδίστρια όπερας Φλόρια Τόσκα,  στην δική του αγκαλιά.  Η ευκαιρία δεν αργεί να του δοθεί……

      Ο Σκάρπια, συλλαμβάνει τον Καβαραντόσσι και με φρικτά βασανιστήρια τον ανακρίνει για να του αποκαλύψει το κρησφύγετο, όπου ο ζωγράφος έχει κρύψει τον Τσέζαρε Αντζελόττι, έναν πολιτικό κρατούμενο που είχε καταφέρει ν’ αποδράσει  από την φυλακή, το ονομαστό  Castel Sant'Angelo.  

     Συγχρόνως ο  Σκάρπια  καλεί στο γραφείο του, που βρίσκεται κι’ αυτό στο  Castel Sant'Angelo και την Τόσκα,  την οποίαν μάλιστα  εξαναγκάζει ν’ ακούσει από το διπλανό δωμάτιο τις φωνές του αγαπημένου της, καθώς απάνθρωπα τον βασανίζουν. Η Τόσκα δεν αντέχει….. Προκειμένου ο Σκάρπια να τον αφήσει ελεύθερο, εκείνη θα πρέπει να υποκύψει στις διεστραμμένες ορέξεις του. Σε απόλυτη απόγνωση, η Τόσκα δέχεται  την «συμφωνία»:   Ο Σκάρπια  θα διατάξει να γίνει εκτέλεση στον κρατούμενο, η οποία όμως θα είναι  «εικονική» και θα υπογράψει έγγραφο με το οποίο η Τόσκα και ο αγαπημένος της θα μπορούν να φύγουν έπειτα ανενόχλητοι από τη Ρώμη…..

      Όταν έχουν γίνει αυτά - υποτίθεται! -  και ο Σκάρπια ζητά από την Τόσκα την αισχρή  «ανταμοιβή» του,  εκείνη,  που της είναι αδιανόητο να εφαρμόσει μια τέτοια αισχρή συμφωνία,  αρπάζει ένα μαχαίρι από διπλανό τραπέζι και μ’ αυτό τον σκοτώνει!  Αμέσως μετά ανεβαίνει στην ταράτσα του Πύργου, όπου το εκτελεστικό απόσπασμα δεν θ’ αργούσε να  φανεί.  Εξηγεί στον αγαπημένο της ότι έχει κανονίσει  να του γίνει εικονική εκτέλεση και ως εκ τούτου,  αυτός θα πρέπει να προσποιηθεί ότι πέφτει νεκρός από τα (στην ‘πραγματικότητα’ άσφαιρα) πυρά. Μετά  την αποχώρηση του αποσπάσματος θα μπορέσουν μαζί να φύγουν προς την ελευθερία…..

      Όμως ο απαίσιος Σκάρπια είχε ξεγελάσει την Τόσκα! Με τρόπο ύπουλα  συνθηματικό που αυτή δεν αντιλήφθηκε, είχε διατάξει να του γίνει εκτέλεση πραγματική, κανονικότατη, όχι εικονική!  Η Τόσκα, στην θέα του νεκρού αγαπημένου της, που για να τον σώσει χωρίς να τα καταφέρει έφτασε ως το έγκλημα, απελπισμένη, ρίχνεται στο κενό από τα ύψη της κορυφής του Castel Sant'Angelo…..  Με τον Σκάρπια θα αναμετρηθούν  πλέον  ενώπιον του Θεού!

       

8η) R. Wagner:  «Ο ιπτάμενος Ολλανδός»  

       Βρισκόμαστε στην ακτή της Νορβηγίας, όπου δύο πλοία αγκυροβολούν σχεδόν ταυτόχρονα πλάι-πλάι. Το πρώτο ανήκει στον καπετάνιο  Ντάλαντ και  δένει εκεί διότι  είναι η πατρίδα του, πλάι το σπίτι του ακριβώς.  Από το άλλο, ένα πολύ ‘μυστηριώδες’ καράβι, παρουσιάζεται ο καπετάνιος του.

      Οι δύο καπετάνιοι συναντώνται στο πλοίο του Ντάλαντ και στην συνομιλία τους ο ξένος καπετάνιος μαθαίνει ότι τον Ντάλαντ περιμένει στο σπίτι του και η αγαπημένη μοναχοκόρη του, η Σέντα,  που είναι ανύπαντρη. Πάραυτα την ζητά απ’ τον πατέρα της σε γάμο και μάλιστα χωρίς δισταγμό προσφέρει στον έκπληκτο Ντάλαντ αμύθητους θησαυρούς, για να τον δελεάσει και να τον κάνει να συναινέσει σ’ αυτόν το γάμο!

     Ο Ντάλαντ συμφωνεί πασιχαρής και φθάνει στο σπίτι του με τον ξένο, τον οποίον  συστήνει στην κόρη του. Ο ξένος καπετάνιος και η Σέντα κοιτάζονται γι’ αρκετή ώρα σιωπηλά. Φανερό ότι κάποια άγνωστη μαγική δύναμη τους συνέδεσε. Η Σέντα μαγεμένη ορκίζεται ότι θα τον αγαπάει αληθινά μέχρι και το θάνατο. Όμως η Σέντα είναι αρραβωνιασμένη με τον κυνηγό Έρικ, ο οποίος βέβαια της διαμαρτύρεται γι’ αυτή την ανεξήγητη μεταστροφή των αισθημάτων της, αφού αυτός δεν έπαψε στιγμή να την αγαπά.

    Ο ξένος καπετάνιος, κρυφακούει τα πιο πάνω λόγια του Έρικ και βαθιά απογοητευμένος δηλώνει ότι αποσύρεται και κατευθύνεται προς το «μυστηριώδες» πλοίο του, για ν’  αναχωρήσει.  Φεύγοντας, μπροστά στους έκπληκτους ανθρώπους, δηλώνει ότι είναι: «Der fliegende Holländer / Ο  Ιπτάμενος Ολλανδός» !

     Η Σέντα, όπως και όλος ο ναυτικός κόσμος στις Βόρειες θάλασσες, πολύ καλά γνώριζε τον θρύλο που περιβάλλει τονΙπτάμενο Ολλανδό’. Για έναν όρκο που είχε αθετήσει κάποτε, είχε καταδικαστεί από τον Διάβολο να θαλασσοδέρνεται για πάντα, μέχρι Δευτέρας Παρουσίας! Άγγελος του είχε πει: Κάθε φορά που θα συμπληρώνεις εφτά χρόνια περιπλανώμενος σ’ άγνωστες θάλασσες, κύματα  θα σε φέρνουν σε ακτή.  Αν εκεί βρεθεί γυναίκα να σ’ αγαπήσει, τότε θα σωθείς!  Μόνον τότε!

     Ο «Ολλανδός» περίλυπος που για μια ακόμα φορά απέτυχε, ενώ τόσο κοντά είχε φτάσει στο στόχο του και στ’ αλήθεια είχε πολύ αγαπήσει αυτήν την υπέροχη κοπέλα, αποπλέει. Όμως πιο πίσω τρέχοντας ακολουθεί η Σέντα, η οποία από κάποιο βράχο  ρίχνεται στη θάλασσα για να τον προλάβει, φωνάζοντας του ότι θα του είναι πιστή μέχρι τον θάνατο!  Ο Ολλανδός, από το πλοίο του ρίχνεται κι’ αυτός στην θάλασσα για να την συναντήσει.  Οι δυο τους αγκαλιάζονται μέσα στα κύματα!  

     Η μεγαλειώδης αυτή πράξη αγάπης και αυτοθυσίας της κοπέλας, είναι ταυτόχρονα και η σωτηρία του «Ιπτάμενου Ολλανδού» απ’ την κατάρα που τον βάραινε επί αιώνες. Το πλοίο ‘φάντασμα’  βυθίζεται στην θάλασσα. Οι δύο ερωτευμένοι ανέρχονται στον Ουρανό!

 

9η) R. Wagner:  «Tristan και Isolde»

       Ο βασιλιάς της Αγγλίας Μάρκος, μετά από μακροχρόνιο, αλλά  -εν τέλει- νικηφόρο πόλεμο με τους Ιρλανδούς, περιμένει σε ακτή της Κορνουάλης το καράβι που μεταφέρει την πριγκίπισσα της Ιρλανδίας Ιζόλδη.  Ο Άγγλος βασιλιάς προτίθεται να την παντρευτεί και με τον γάμο αυτό να επικυρώσει την ειρήνη μεταξύ των δύο χωρών. Την αποστολή να φέρει την νύφη στην Αγγλία, ο βασιλιάς την έχει αναθέσει στον Τριστάνο, τον πιο αξιότιμο ιππότη της Αγγλίας, υιοθετημένο και αγαπημένο του παιδί.

     Η Ιζόλδη διακατέχεται από άσβεστο μίσος για τον Τριστάνο, γιατί αυτός σε κάποια μάχη τα προηγούμενα χρόνια, είχε φονεύσει σε μονομαχία τον αρραβωνιαστικό της, μάλιστα τότε,  αυτή είχε περιποιηθεί με τα βότανα της τα τραύματα του Τριστάνου, μη γνωρίζοντας ότι θεραπεύει αυτόν που σκότωσε τον αρραβωνιαστικό της! Τώρα, πάνω στο πλοίο, για λόγους συμφιλίωσης τους, αλλά και υπέρ της ειρήνης που πρέπει να επικρατήσει εφεξής  μεταξύ των δύο πρώην εμπόλεμων χωρών, αποφασίζουν να πιούν και οι δυο από το ίδιο ποτήρι.

     Όμως η Ιζόλδη αδυνατεί να ξεχάσει τον φόνο του αρραβωνιαστικού της! Γι’ αυτό προστάζει την καμαριέρα της να βάλει δηλητήριο στο ποτήρι, αδιαφορώντας αν συγχρόνως θ’ αποθάνει κι’ αυτή πίνοντας από το ίδιο ποτήρι.... Της καμαριέρας το χέρι ‘δεν πάει’ να εκτελέσει μια τέτοια φρικτή εντολή, γι’ αυτό κρυφά αλλάζει το δηλητήριο μ’ ένα δυνατό ερωτικό φίλτρο!  Έτσι, όταν και οι δυο πίνουν από το ίδιο ποτήρι, ένα πανίσχυρο αίσθημα αγάπης, μια ακατανίκητη έλξη τους διαπερνά!

         Λένε για κάποια πράγματα που δεν κρύβονται και ο έρωτας είναι ένα απ’ αυτά.…           Οι δύο (κρυφίως) ερωτευμένοι (Τριστάνος και Ιζόλδη) πολύ σύντομα μια νυχτιά συνελήφθησαν επ' αυτοφώρω, αγκαλιασμένοι!  Ο Τριστάνος απ’ την ντροπή του,  προτιμά ν’ αυτοκτονήσει, με την Ιζόλδη να δηλώνει ότι θα τον ακολουθήσει στα σκοτάδια της αιώνιας νύχτας!  Όμως, της συλλήψεως των δύο εραστών επακολουθεί καβγάς και μια άγρια ξιφομαχία μεταξύ του  Τριστάνου κι ενός ραδιούργου αξιωματικού της βασιλικής φρουράς, κατά την οποίαν  ο Τριστάνος τραυματίζεται βαριά.  Ετοιμοθάνατος μεταφέρεται στο πύργο του στην Βρετάνη, όπου η Ιζόλδη με θεραπευτικά βότανα, στα οποία επιτηδεύεται, τον διατηρεί στη ζωή….

      Ο βασιλιάς Μάρκος, πολύ στενοχωρημένος για τα συμβάντα, τον επισκέπτεται στο κρεβάτι του και μεγαλόψυχος καθώς είναι τον συγχωρεί για την απιστία του,  μάλιστα θέλει και να τον στεφανώσει με την  Ιζόλδη!....  Είχε ο βασιλιάς μάθει από την καμαριέρα της Ιζόλδης, ότι  η άνομη σχέση τους,  δεν συνιστούσε απόδειξη προδοσίας του βασιλιά τους, αλλά απόρροια της επίδρασης του μαγικού φίλτρου που τους είχε δώσει να πιούν, εν αγνοία τους…..

      Πολύ αργά!  Ο Τριστάνος είναι πια νεκρός, ενώ η Ιζόλδη αρνείται να μείνει στην ζωή χωρίς αυτόν και ξεψυχά κι’ αυτή στην αγκαλιά του αγαπημένου της….. Με τα τελευταία λόγια της εξυμνεί την αγάπη και την αιώνια αφοσίωση. Μόνον ο  θάνατος θα μπορέσει να τους ενώσει αληθινά και παντοτινά!

Μουσικός επίλογος:  YouTube  (Ιζόλδη: Waltraud  Meier)Höchste Lust !


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου