Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

4 λυρικοί ποιητές (Αρχίλοχος - Αλκαίος - Ανακρέων - Θέογνις)

 

4  λυρικοί  ποιητές 

(Αρχίλοχος - Αλκαίος - Ανακρέων - Θέογνις)



ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ

1ο)  Σήμα χειμώνος

«Γλαύκε κοίτα·  Η βαθιά θάλασσα ήδη ταράσσεται με κύματα,

στις δύο άκρες των Γυρέων* όρθιο στέκει σύννεφο, σημάδι χειμώνα·

έρχεται δε, απρόσμενα, φόβος».

 

«Γλαῦχ᾽ ὅρα· βαθὺς γὰρ ἤδη κύμασιν ταράσσεται πόντος,

ἀμφὶ δ' ἄκρα Γυρέων ὀρθὸν ἵσταται νέφος,  σῆμα χειμῶνος·

κιχάνει δ' ἐξ ἀελπτίης φόβος».

 

       * Ακρωτήρι της Τήνου, ή μυθολογική αναφορά στα βράχια όπου ο Αίας ο Λοκρός συνάντησε τον θάνατο του. (From Wikipedia / Archilochus).

      

2ο)  Ο ρίψασπις πολεμιστής

«Την ασπίδα μου, μια τέλεια αρματωσιά που παράτησα δίπλα σ’ ένα θάμνο - χωρίς να το  θέλω - κάποιος Σάιος  (Σάιοι: θρακική φυλή)  τώρα θα χαίρεται.                                                     

Τον εαυτό μου πάντως τον έσωσα.  Τι με νοιάζει η ασπίδα ‘κείνη;  Ας πάει στο καλό.  Άλλη θ’ αποκτήσω κάποια φορά που δεν θα ΄ναι χειρότερη».

 

«Ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται, ἥν παρὰ θάμνῳ

ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον οὐκ ἐθέλων·

αὐτὸν δ' ἔκ μ' ἐσάωσα· τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνη;

Ἐρρέτω· ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω».

 

       Το θέμα του ριψάσπιδος πολεμιστή απαντά και σε άλλους ποιητές, όπως στον Ανακρέοντα και τον Οράτιο. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα εάν εδώ πρόκειται για κάποιο προσωπικό βίωμα του Αρχίλοχου. Ωστόσο νεότατος ο Αρχίλοχος, είχε ακολουθήσει τον πατέρα του, αρχηγό Πάριων αποικιστών, στη Θάσο. Οι άποικοι  αυτοί ενεπλάκησαν σε συρράξεις με διάφορες θρακικές φυλές και οι πιο πάνω στίχοι αναφέρονται σε μια τέτοια μάχη, όπου - πιθανόν - ο νεαρός τότε Αρχίλοχος πέταξε τα όπλα του, προκειμένου να σωθεί. Πάντως στο δίλημμα ζωή ή θάνατος ο ποιητής απαντά διαφορετικά από τους ήρωες του έπους, που πέθαιναν για την δόξα.  Ύψιστο χρέος γι’ αυτόν είναι η σωτηρία της ανθρώπινης ζωής.

      Το πιο πάνω ποίημα είχε καταστεί περιλάλητο, μάλιστα ο «αθεόφοβος» Αρχίλοχος το είχε ψάλλει ο ίδιος μέσα στη πόλη της Σπάρτης, όταν κάποτε είχε προσκληθεί από τους Σπαρτιάτες να τους τραγουδήσει! Όμως οι Σπαρτιάτες, γαλουχημένοι με πολεμόφιλα προστάγματα σαν το: «Ή ταν ή επί τας», ή με θούρια άσματα όπως το πασίγνωστο του (σύγχρονου του) Τυρταίου: «Τι τιμή στο παλικάρι όταν, πρώτο στη φωτιά, σκοτωθεί για την πατρίδα με τη σπάθα στη δεξιά!.....κλπ.…..μες στο αίμα ας κυλιστεί!» μόλις άκουσαν το ποίημα έφριξαν και εξεδίωξαν τον ποιητή κακήν κακώς, ενώ απαγόρευσαν ν’ απαγγέλλονται τα ποιήματα του!

 

3ο) Η  Νεοβούλη

«Κρατώντας κλωνάρι μυρσίνης διασκέδαζε και τριανταφυλλιάς όμορφο άνθος.

Η δε κόμη της ώμους κατασκίαζε και πλάτες.

Μοσκοβολούσαν τα μαλλιά και το στήθος της, ως κι’ ένας γέρος θα την ποθούσε».

 

«ἔχουσα θαλλὸν μυρσίνης ἐτέρπετο  ῥοδῆς τε καλὸν ἄνθος.

ἡ δέ οἱ κόμη ὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα.

ἐσμυριχμένας κόμην καὶ στῆθος, ὡς ἂν καὶ γέρων ἠράσσατο»  

       

              Ο Αρχίλοχος είχε επιστρέψει στη πατρίδα του τη Πάρο, μετά από μια εκστρατεία. Ερωτεύτηκε την κόρη του Λυκάμβη, Νεοβούλη - προς την οποία οι πιο πάνω στίχοι του - αλλά επειδή ο πατέρας της δεν του την έδωσε ένοιωσε ταπεινωμένος. Για εκδίκηση, μέσα από τα ποιήματά του, σατίριζε όλη την οικογένεια και ήταν τόσο φαρμακερός, που τελικά την οδήγησε στην αυτοκτονία! Η οικογένεια για να γλιτώσει….. κρεμάστηκε!

 

        O Αρχίλοχος (7ος αι. π.Χ.), γεννήθηκε στη Πάρο, ήταν αρχαίος λυρικός ποιητής. Συνέθεσε ελεγείες, ύμνους και ποιήματα, σε ιαμβικό και τροχαϊκό μέτρο. Θεωρείται ο γενάρχης της κωμωδίας και της σάτιρας στην ποίηση και ο δημιουργός του λόγιου ιάμβου (τον είπαν «ο Όμηρος των ιάμβων»). Έβαλε κατά των αξιών και των συμβόλων της αριστοκρατικής ιδεολογίας και με την αθυροστομία στηλίτευσε καταστάσεις και πρόσωπα στη δημόσια ζωή.  Ο Αρχίλοχος έζησε πολυτάραχη ζωή.  Στη ζωή και στο έργο του υπήρξε αντισυμβατικός, σκληρός σαρκαστής - χλευαστής των ηρωικών ιδεωδών της εποχής του, ένας αντί – Όμηρος.

        Ο Αρχίλοχος εισήγαγε στην ποίηση και στη μουσική πολύ σημαντικές καινοτομίες, μάλιστα επηρέασαν ως και τους μεγάλους Λατίνους ομότεχνους του. Σ’ όλη την Ελλάδα ήταν εξαιρετικά δημοφιλής.  Σε Ολυμπιακούς αγώνες έλαβε έπαθλο μουσικής και ποίησης με τον  «Ύμνο προς τον Ηρακλέα».

       Πέθανε «μαχόμενος για την πατρίδα του» σε μάχη μεταξύ Παριανών και  Ναξίων.  Επιτύμβιο στον τάφο του έγραφε ότι οι Μούσες του επέτρεψαν την χρήση των ιάμβων, από φόβο μην υπερβεί τον ποιητή της Ιλιάδας και Οδύσσειας στην τελειότητα του εξάμετρου.

 

ΑΛΚΑΙΟΣ

Χειμών

«Βρέχει ο Δίας,

σταμνιά χύνονται απ’ τον ουρανό,

πάγωσαν των υδάτων οι ροές.

Νίκησε το χειμώνα ανάβοντας φωτιά,

Ρίξε μπόλικο γλυκόπιοτο κρασί

μέσα στη κούπα του νερού

και κάτω από το κεφάλι σου

βάλε ένα μαξιλάρι μαλακό.

…….. Γιατί ο γιός της Σεμέλης και του Δία χάρισε το κρασί στους ανθρώπους για να ξεχνούν τις στεναχώριες τους.  Βάλε ένα νερό και δύο κρασί, γέμισε τα ποτήρια να ξεχειλίσουν κι ας τσουγκρίσουμε…..»

 

 «ὔει μὲν ὀ Ζεῦς, ἐκ δ' ὀράνω μέγας

χείμων, πεπάγαισιν δ' ὐδάτων ρόαι

κάββαλλε τὸν χείμων', ἐπὶ μὲν τίθεις

πῦρ ἐν δὲ κέρναις οἶνον ἀφειδέως

μέλιχρον, αὐτὰρ ἀμφὶ κόρσαι

μόλθακον ἀμφιτιθεις γνόφαλλον

…… Οίνον γαρ Σεμέλας και Διός υιός λαθικάδεον ανθρώποισιν έδωκ’.   Έγχεε κέρναις ένα και δύο πλήαις κακ κεφάλας <α> δ’ άτερα ταν ατέραν κύλιξ ωθήτω……»

 

 Αλκαίος ο Μυτιληναίος (c. 625 – c. 580 π. Χ.) Λυρικός ποιητής. Έζησε περίπου την ίδια εποχή με τη Σαπφώ.

 

ΑΝΑΚΡΕΩΝ


Ο πονηρὸς  Ἀρτέμων,  ο γιος τα Κύκης.

«Στενό-μυτερό βαρβαρικό σκουφάκι φορούσε παλιά και με ξύλινους κρίκους στόλιζε τα’ αυτιά του. Με ψιλό ξεφτισμένο δέρμα βοδιού που ‘χε να πλυθεί απ’ όταν ήταν κάλυμμα μιας φτηνό-ασπίδας, περιτύλιγε το κορμί του.

Με παρέες φουρνάρισσες και πόρνες ο ελεεινός και τρισάθλιος Αρτεμώνας, πέρναγε τον καιρό του, μέσα στη ψευτιά και την απάτη.

 Πάμπολλες οι φορές που τον είχαν γραπώσει απ’ τον σβέρκο,  τον είχαν δέσει στον τροχό και με καμουτσί τα’ αυλάκωναν τη ράχη, τρίχα-τρίχα του ξερίζωναν τα μαλλιά και τα γένια.

Σήμερα, σε φανταχτερά αμάξια καθισμένος σουλατσάρει, χρυσά γιορντάνια φορώντας… Ποιος;  Ο γιός της συφοράς!... και ομπρελίνο από φίλντισι κρατά, λες κι’ είναι γυναίκα»!

 

«Πρὶν μὲν ἔχων βερβέριον, καλύμματ᾽ ἐσφηκωμένα, καὶ ξυλίνους ἀστραγάλους ἐν ὠσὶ καὶ ψιλὸν περὶ πλευρῆισι ‹δέρριον› βοός, νήπλυτον εἴλυμα κακῆς ἀσπίδος, ἀρτοπώλισιν κἀθελοπόρνοισιν ὁμιλέων ὁ πονηρός Ἀρτέμων, κίβδηλον εὑρίσκων βίον,  πολλὰ μὲν ἐν δουρὶ τιθεὶς αὐχένα, πολλὰ δ᾽ ἐν τροχῶι, πολλὰ δὲ νῶτον σκυτίνηι μάστιγι θωμιχθείς, κόμην πώγωνά τα᾽ ἐκτετιλμένος· νῦν δ᾽ ἐπιβαίνει σατινέων χρύσεα φορέων καθέρματα παῖς ‹ὁ› Κύκης καὶ σκιαδίσκην ἐλεφαντίνην φορεῖ γυναιξὶν αὔτως ‹ἐμφερής›».

 

Ανακρέων  ο Τήιος (c 572 – c 485 π.Χ.)  Έλληνας λυρικός ποιητής (αποσπ. 388).

 

ΘΕΟΓΝΙΣ  

Ύμνος  στον  θεό  Απόλλωνα

Φοίβε βασιλιά, όταν σε γέννησε η θεά σεβάσμια Λητώ, φοίνικα με τ’ απαλά τα χέρια ακουμπώντας,  απ’ τους αθάνατους τον  πιο όμορφο στο στρογγυλό πέλαγος, όλη επλήσθη Δήλος η παμμέγιστη από θεϊκή ευωδιά, γέλασε δε γη η πελώρια κι αγαλλίασε στα βάθη μέσα η γκρίζα θάλασσα.

 

«Φοῖβε ἄναξ, ὅτε μέν σε θεὰ ταέκε πότνια Λητώ

φοίνικος ῥαδινῆς χερςὶν ἐφαψαμένη,

ἀθανάτων κάλλιστον, ἐπὶ τροχοειδέϊ λίμνῃ,

πᾶσα μὲν ἐπλήσθη Δῆλος ἀπειρεςίη

ὀδμῆς ἀμβροςίης, ἐγέλασσε δὲ γαῖα πελώρη,

γήθησεν δὲ βαθὺς πόντος ἁλὸς πολιῆς»

«Θεόγνιδος  Ελεγείαι» (Α΄ στιχ, 5 – 10).

 

Θέογνις ο Μεγαρεύς, ελεγειακός ποιητής, άκμασε στα μέσα του  5ου αιώνα  π. Χ.

 

Υ.Γ.  Τα πιο πάνω ποιήματα μετέφρασα – απέδωσα στη νέα Ελληνική γλώσσα ο ίδιος. Έχουν βέβαια μεταφραστεί από παλιά και από πολλούς ονομαστούς φιλόλογους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου