Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

ΟΙ ΣΟΦΙΣΤΕΣ ΚΑΙ Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ

 

ΟΙ  ΣΟΦΙΣΤΕΣ   ΚΑΙ  Ο  ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ 

1) Το σοφιστικό κίνημα

          Ο όρος σοφιστής, αρχικά, είχε πλατιά σημασία, καθόσον αναφερόταν σε κάθε πεπαιδευμένο άνθρωπο, γενικά το κάτοχο οποιασδήποτε επιστήμης (γνώσης-τέχνης). Σοφιστές, σε όλη την αρχαιότητα, ονομάστηκαν απ’ τους συγχρόνους τους, όλοι που ήταν διάσημοι για τη σοφία τους.

           Περί τα μέσα του 5ου π.Χ. αι. όμως στον Ελληνικό χώρο εμφανίζεται ομάδα ανδρών που χρησιμοποιεί τις γνώσεις τους, ιδιαίτερα τη ρητορική τους δεινότητα, για να εκπαιδεύουν νέους να αποκτήσουν τις δικές τους γνώσεις και δεξιότητες, ή πολίτες να διεκδικήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Αυτοί θα αποκληθούν «σοφιστές».

          Σκοπός των διδασκαλιών και άλλων υπηρεσιών που προσέφεραν ήταν ο βιοπορισμός τους. Οι σοφιστές, με βάση και κάποιες κοινές μεταξύ τους αντιλήψεις, θα αποτελέσουν κίνημα, το «Σοφιστικό κίνημα» του 5ου π.Χ. αι., που θα διατηρηθεί σε ακμή μέχρι περίπου το 380 π.Χ.. Το «σοφιστικό κίνημα» αυτό δεν ήταν συνεκτικό φιλοσοφικό ρεύμα, ούτε δημιούργησε σχολές.

           Κατά τους σοφιστές, οι νόμοι δεν είναι ούτε έμφυτοι στην ανθρώπινη φύση, ούτε δώρο κάποιων θεών. Είναι συμφωνίες θεσπισμένες από τους ανθρώπους, όσο αυτές εξυπηρετούν το κοινό όφελος τους, άρα και μεταβλητές κατόπιν κοινής συναινέσεως. Εξ άλλου, η δύναμη κάθε νόμου εξαρτάται από την προθυμία του ατόμου να τον αποδεχτεί και σεβαστεί.  Δεν υπάρχει, συνεπώς, τίποτα το ιερό και μόνιμο σ’ αυτόν τον καθαρά ανθρώπινο θεσμό.

           Το σοφιστικό κίνημα, ως από τις πιο πάνω πρωτοπόρες και θαρραλέα διατυπωμένες ιδές, στάθηκε οδηγός της φιλελεύθερης σκέψης στην Ελλάδα. Για την εποχή, όπου η ιδέα της κατωτερότητας των βαρβάρων έναντι των Ελλήνων ήταν κυρίαρχη στις αντιλήψεις των προγόνων μας,  μάλιστα ενισχυμένη μετά τις νίκες επί των Περσών και που ήταν αδιανόητο να υπάρχει κοινωνία χωρίς δούλους, ο Βίλχελμ Νέστλε  (Wilhelm Nestle, ο μαζί με τον Eduard Zeller συγγραφείς της «Ιστορίας της Ελλ. φιλοσοφίας», Ελλ. μετάφραση Χαράλαμπος Θεοδωρίδης)  έγραψε:……. 

   …… «Θα προσδίδει για πάντα δόξα στην Ελληνική Σοφιστική το γεγονός ότι, ξεκινώντας από την έννοια του φυσικού νόμου, εναντιώθηκε στην ύπαρξη δουλείας για λόγους θεωρητικούς (δηλ. νόμου των ανθρώπων), ενώ η Σωκρατική σχολή, Πλάτων και Αριστοτέλης, αντιπροσωπεύουν σ’ αυτό το θέμα ένα αποφασιστικό βήμα προς τα πίσω».

            Οι λειτουργοί της Σοφιστικής κίνησης, τα πιο ανήσυχα πνεύματα της εποχής με καταγωγές από διάφορα μέρη του Ελληνικού κόσμου, δεν ήσαν μόνο προοδευτικοί στοχαστές, αλλά και επαγγελματίες, όπως είπαμε, που ασκούσαν στην πράξη την τέχνη της ρητορικής σε όλους τους κλάδους της, δικανική, πολιτική, επιδεικτική.

          Συστηματοποίησαν και έγγραψαν εγχειρίδια της ρητορικής, της ευγλωττίας (ορθοέπειας), της εριστικής και της πολιτικής τέχνης και βέβαια ήσαν και δάσκαλοι της ρητορικής, αφού σαν τέχνη, αυτή νοούνταν διδακτή. Ως πρότυπο - υπόδειγμα τους διάλεξαν τον μυθικό (και τραγικό) ήρωα Παλαμήδη (που φημιζόταν για τη σοφία και την επινοητικότητά του). Για να διδάσκουν τους νέους, διένυαν όλη  την Ελλάδα, όμως κέντρο είχαν την Αθήνα. Ελάμβαναν αμοιβές, τα δίδακτρα τους ήταν μάλλον τσουχτερά.

           Ο Karl Popper ονόμασε τους σοφιστές «Η Μεγάλη Γενιά», ενώ από τον Hegel κι ύστερα παραβάλλουμε την εποχή των Σοφιστών,  με αυτήν  του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα".

            Οι φίλοι της Επικούρειας φιλοσοφίας αναγνωρίζουν ότι θέσεις των σοφιστών, ως αυτές απέναντι στο θέμα της ελευθερίας του ανθρώπου και της θρησκείας, έχουν σαφώς τον χαρακτήρα ενός (πρώιμου) διαφωτισμού. Όμως τον πρώτο και ουσιαστικό Διαφωτισμό η ανθρωπότητα οφείλει  στην Επικούρεια φιλοσοφία, ως από τη πληρότητα, συστηματικότητα και ανωτερότητα της θεωρίας της σε όλους τους τομείς: Γνωσιολογία (Κανόνας) – Φυσική – Ηθική.   

           Όσοι κλίνουν προς ιδεαλιστικές απόψεις, κρίνουν διαφορετικά τη προσφορά του  σοφιστικού κινήματος. Έτσι, κατά τον Κ. Δ. Γεωργούλη (1894-1968, «Ιστορία της Ελλ. φιλοσοφίας», Εκδόσεις Παπαδήμα, β’ έκδοση 1994, σελ.120).

          «….. παρ’ όλες τις αναμφισβήτητες υπηρεσίες που προσέφεραν στην ανάπτυξη της επιστήμης και στην διαμόρφωση της διδακτικής τεχνικής, στο σύνολο τους οι σοφιστές, απετέλεσαν αρνητικό παράγοντα ως προς την ευδοκίμηση του αρχαίου Ελληνισμού. Ευνόησαν τον υποκειμενισμό και τον αχαλίνωτο εγωισμό, ο οποίος δεν μπορούσε παρά να θραύσει τις δεσμεύσεις και την σταθερότητα του κοινού πολιτικού βίου». 

           Ιδρυτής, και ο ένας από τους δύο κορυφαίους της σοφιστικής κίνησης, υπήρξε ο Πρωταγόρας, ο Αβδηρίτης (490 – 420 π.Χ.). Ορθολογιστής, υποστηρικτής της θεωρίας της προοδευτικής εξέλιξης του ανθρώπινου γένους (με τις δικές του προσπάθειες και προς το καλλίτερο) από την αρχική, πρωτόγονη κατάσταση του. Αγνωστικιστής στα θέματα της θρησκείας. Παρά το υψηλό κύρος που διέθετε, κατηγορήθηκε για αθεΐα και μαρτυρείται πως τα βιβλία του κάηκαν δημόσια στην αγορά της Αθήνας, μάλιστα για να αποφύγει τα χειρότερα διέφυγε προς τη Σικελία.

           Ο Πρωταγόρας εισήγαγε την έννοια του «ανθρωποκεντρισμού», με το χαρακτηριστικό του απόφθεγμα «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Υιοθετώντας ακραίο υποκειμενισμό, εκκινούσε με το αξίωμα ότι υπάρχουν δύο αντίθετα επιχειρήματα για κάθε ζήτημα (αργότερα αυτά, τα διπλά-δίδυμα επιχειρήματα, θα ονομασθούν «Δισσοί λόγοι») και ότι ο ρήτορας πρέπει να είναι σε θέση να υποστηρίζει αντίθετες απόψεις με ίση επιτυχία.

          Κάθε συζήτηση, για τον εξ Αβδήρων σοφιστή, είναι μια «Μάχη των λόγων (Λογομαχία)», από την οποίαν ο ένας συζητητής θα πρέπει να εξέλθει νικητής και ο άλλος ηττημένος.

            Στο Διογένη Λαέρτιο διαβάζουμε «…. και πρώτος λόγων αγώνας εποιήσατο».

            Στον ομώνυμο Πλατωνικό διάλογο λέει ο Πρωταγόρας  «….πολλοίς ήδη εις αγώνα λόγων αφικόμην  ανθρώποις».

            Έχοντας μεγάλη πεποίθηση για την ρητορική του δεινότητα, ο Πρωταγόρας ισχυρίζονταν ότι μπορούσε να καταστήσει το αδύνατο επιχείρημα ισχυρότερο. Στους νέους έλεγε ότι διδάσκει την «πολιτική αρετή» καθώς και την «πολιτική σοφία και τέχνη».  Ως αρετή δε νοούσε τη ωφελιμότητα και ως «πολιτική σοφία και τέχνη» την ικανότητα διαχείρισης  των υποθέσεων της πολιτείας. 

            Ο διάλογος «Πρωταγόρας», από τους ωραιότερους του Πλάτωνα, υποτίθεται διεξάγεται το έτος 432 π.Χ., όταν ο μεν Σωκράτης ήταν 38 ετών, ο δε Πρωταγόρας 58. Είναι η αντιπαράθεση της Σωκρατικής διαλεκτικής με την Σοφιστική ρητορική. Το συμπέρασμα του διαλόγου (προκύπτει μετά από διαφωνίες, αλλά και μετατοπίσεις και συμβιβασμούς των διαφόρων απόψεων των συζητητών) είναι ότι η «Αρετή» είναι - εκ φύσεως - μία, μόνη και απλή και κατά την ουσία της και κατά την ενέργεια της και κακώς κανείς θα την χώριζε σε μέρη.  Δικαιοσύνη, οσιότης, σωφροσύνη, σοφία και ανδρεία αποτελούν αδιάσπαστα είδη αυτής, της μίας αρετής.

           Κατά τον Πλάτωνα, η «Αρετή (των φιλοσόφων)» στηρίζεται στην γνώση και είναι διδακτή, κανείς, λοιπόν, δεν σφάλλει εκουσίως. Όσο για την «αρετή των σοφιστών», την  εμπειρική, αυτή είναι ψευδής και μη διδακτή.

            Ο άλλος μεγάλος σοφιστής ήταν Γοργίας ο Λεοντίνος (483–375 π.Χ.  Γεννήθηκε στην πόλη “Λεοντίνοι” της Σικελίας (Μεγάλης Ελλάδας). Περιπλανώμενος, όπως οι περισσότεροι των σοφιστών, εμφανίζεται στην Αθήνα στην περίοδο κορύφωσης της δόξας του, όπου ασκεί σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση της αττικής πεζογραφίας και ποίησης. Πέθανε στη Θεσσαλία, έζησε 108 χρόνια!.......   Άλλοι μακροβιότατοι φιλόσοφοι αναφέρονται οι: Δημόκριτος, Σόλων, Θαλής, Πιτακκός, Ισοκράτης).

           Αγνωστικιστής και σκεπτικιστής επίσης. Στο ίδιο πνεύμα με τον Πρωταγόρα, ο Γοργίας έλεγε ότι χρειάζεται τόλμη και πνεύμα η συζήτηση, η οποία καλεί, όπως ο κήρυκας στα Ολύμπια, οποιονδήποτε επιθυμεί να λάβει μέρος, ωστόσο, στεφανώνει μόνον εκείνους που μπορούν να νικήσουν. Έδινε έμφαση στον «καιρό», δηλ. την κατάλληλη στιγμή μιας ομιλίας. Πίστευε, ότι η φύση όρισε ο δυνατότερος να εξουσιάζει και να οδηγεί τον ασθενέστερο. 

           Στον Πλατωνικό διάλογο «Γοργίας», ο Σωκράτης ρωτά τον Γοργία για τον ακριβή χαρακτήρα της τέχνης που αυτός ασκεί (449d-450α) και αυτός απαντά ότι πρόκειται για την «τέχνη του λόγου», η οποία παρέχει ξεχωριστή ικανότητα ομιλίας στους κατόχους της και, δεδομένου ότι η  ομιλία αποτελεί την έκφραση της σκέψης και της ευφυίας, τους καθιστά εξαιρετικά νοήμονες  («δυνατούς φρονείν»).

           Ο Γοργίας όρισε την ρητορική τέχνη ως εκείνη του ευλογοφανούς, πειστικού, λόγου, «πειθοῦς δημιουργόν», η οποία πειθώ είναι κεφαλαιώδης, γιατί καμία αλήθεια δεν υπάρχει πέραν αυτής για την οποίαν κάποιος έχει πειστεί.  Άλλωστε, για τους Πρωταγόρα και Γοργία, η γνώμη είναι το παν, δεν υπάρχει άλλο αντικειμενικό κριτήριο για την αλήθεια. Περαιτέρω, η αλήθεια είναι αυτή που εξασφαλίζει το πρωταρχικό ανθρώπινο καλό, την ελευθερία!

           Χαρακτηριστικό δείγμα μαθήματος ρητορικής, ή επίδειξης δικανικού λόγου, υπέροχο από πλευράς της γλώσσας και των επιχειρημάτων του είναι το: «Ἑλένης ἐγκώμιον». Αποδίδεται στον Γοργία και «τύχηι αγαθήι» είναι  ένα από τα ελάχιστα έργα σοφιστών που σώζονται ολόκληρα. Στο «Ἑλένης ἐγκώμιον» ο Γοργίας επιλαμβάνεται να δείξει ότι η Ελένη δεν ευθύνεται που ακολούθησε τον Πάρη στην Τροία. Στην αρχή του έργου, απαριθμούνται τέσσερις λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε να της αποδοθεί ευθύνη για την απόφασή της αυτή:

1ος)  Απόφαση θεών και τύχη,   2ος)  Άσκηση βίας,   3ος)  Πειστικός λόγος,   4ος)  Έρωτας.

            Ο Γοργίας διερευνά έναν - ένα τους τέσσερις αυτούς λόγους και για όλους αποφαίνεται ότι η Ελένη είναι αθώα!  Αποδεικνύει ότι και στις τέσσερις περιπτώσεις (ενδεχόμενα), η τάλαινα Ελένη βρέθηκε αντιμέτωπη με δυνάμεις κατά πολύ υπέρτερες από τη θέληση οποιουδήποτε ανθρώπου! Απέδειξε, ο Γοργίας, ότι είναι άδικος ο ψόγος (μώμος) κατά της Ελένης  «…..ήτις είτ’ ερασθείσα, είτε λόγω πεισθείσα, είτε βία αρπασθείσα, είτε υπό θείας ανάγκης αναγκασθείσα, έπραξεν ά έπραξεν»!

           Εκτός από τους πιο πάνω αναφερθέντες πρώτους και μεγαλύτερους σοφιστές της αρχαιότητας (Πρωταγόρα και Γοργία), άλλοι σημαντικοί ρήτορες - συγγραφείς - εκπρόσωποι της σοφιστικής φιλοσοφικής τάσης των χρόνων εκείνων, ήσαν:

            - Πρόδικος ο Κείος. Φημιζόταν για την ρητορική του τέχνη και την σοφία, εξ ου και η φράση «σοφότερος Προδίκου». Συγγραφέας του μύθου του Ηρακλή στο τρίστρατο (με την Αρετή και την Κακία).

            - Ιππίας ο Ηλείος. Ξακουστός για την απέραντη μνήμη και πολυμάθεια του. Ασχολήθηκε με τα μαθηματικά, διέπρεψε στη Γεωμετρία.

            - Αντιφών ο Ραμνούσιος. (Συγχέεται με δύο ακόμα συνονόματους του συγγραφείς). Έβλεπε μια μοναδική, ενεργό, λογική αρχή να δρα, τόσο στον άνθρωπο όσο και στη φύση (σαν το «Νου» του Αναξαγόρα). Η φιλοσοφία του για την ζωή ήταν ένας εκλεπτυσμένος και διανοητικός ηδονισμός, ενώ ισχυρίζονταν ότι επινόησε μια «τέχνη αλυπίας», χρήσιμη σε ψυχικά ασθενείς. Η παρατήρηση του για τον «χρόνο», ότι δεν έχει ουσιαστική ύπαρξη αλλά είναι νοητική έννοια ή μέσο μέτρησης, εντυπωσιάζει ακόμα και σημερινούς επιστήμονες.

             - Θρασύμαχος ο από την Χαλκιδόνα του Βοσπόρου: Πασίγνωστος από την «Πολιτεία» του Πλάτωνα, όπου τον παρουσιάζει «αμοραλιστή (ανηθικιστή)» να λέει ότι η δικαιοσύνη είναι «τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον», το συμφέρον αυτών που κυβερνούν, ότι ο ισχυρότερος υποτάσσει τους άλλους και άλλα παρόμοια (……ενδεχομένως ως κοινωνιολογικές παρατηρήσεις και αντίλογο του συζητούμενου θέματος, για τις ανάγκες της Πλατωνικής δραματουργίας).

             - Κριτίας, Αθηναίος. Η ευφυΐα και πολυμερής παιδεία του, τον έκαναν από τους ικανότερους πολιτικούς και πιο μορφωμένους άνδρες της εποχής του. Ως λόγιος ασχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου, τα δε ρητορικά του έργα χρησίμευσαν στη ρωμαϊκή εποχή ως πρότυπα σε μεγάλους Ρωμαίους ρήτορες.  Όμως, τα φοβερά ελαττώματα του χαρακτήρα του τον έκαναν να μείνει στην ιστορία ως ο πιο αιμοδιψής εκ των “τριάκοντα τυράννων”.

             - Αντισθένης, Αθηναίος (445-365 π.Χ.): Ρήτορας και μαθητής του Γοργία, θαυμαστής και φίλος του Σωκράτη. Αισθησιοκράτης, απέρριπτε την περί «Ιδεών» θεωρία του Πλάτωνα και ονομαστή έμεινε η ρήση του:  «Ίππον μεν ορώ, ιππότητα δε ουκ ορώ»……. Για τον Θεό έλεγε ότι «οὐδενὸς δεῖται».

           Το ανώτατο αγαθό κατά τον Αντισθένη ήταν η ζωή, η σύμφωνη με την αρετή. Η δε αρετή συνδέεται με τον λόγο – λογική και επαρκεί για την ευδαιμονία, «μηδενὸς προσδεομένην, ὅτι μὴ Σωκρατικῆς ἰσχύος» (Διογένης Λαέρτιος, VI, 10.8 - 11.3).

           Υπέρμαχος ων της εγκράτειας και καρτερικότητας, σημαντικά επηρέασε και τους Κυνικούς και τους Στωικούς φιλόσοφους….. «Οὗτος ἡγήσατο καὶ τῆς Διογένους ἀπαθείας   καὶ τῆς Κράτητος ἐγκρατείας  καὶ τῆς Ζήνωνος καρτερίας».    (Διογένης Λαέρτιος VI, 15.1 - 2).

            - Αλκιδάμας ο Ελεάτης, από την Ελαία της Αιολίδας.  Δήλωνε ότι κανένα άνθρωπο δεν τον έκανε η φύση σκλάβο, την δε φιλοσοφία ήθελε «οχυρό κατά των νόμων». 

           - Διαγόρας ο Μήλιος (o “άθεος”),  -  Λυκόφρων  και άλλοι…….

2) Σοφιστική ρητορική  και  Πλάτωνας – Αριστοτέλης – Στωικοί

           Ο Ιδεαλισμός, η επίσημη ιδεολογία του Πλάτωνα (427-347 π.Χ.) στα έργα του οποίου δεσπόζει η Διαλεκτική, η κατ’ αυτόν «καλή ρητορική», ήρθε σε αντιπαραβολή με τον εμπειρισμό και σκεπτικισμό των Σοφιστών. Ως γνωστόν, για τον ιδρυτή της Σχολής της Ακαδημίας η  δικαιοσύνη, ο νόμος κλπ., σύμφωνα με την περί «Ιδεών» θεωρία του, είναι αυθύπαρκτες έννοιες, που αναλλοίωτες  υπάρχουν  και φυλάσσονται αιωνίως σε υπερβατικό χώρο, αντίθετα με όσα πίστευαν οι Σοφιστές.

           Αναπόφευκτα, λοιπόν, ο Πλάτων ήρθε σε σφοδρή  αντιπαράθεση με  τους….. «αμόρφωτους που επιθυμούν όχι τη σοφία, αλλά την ήττα του αντιπάλου τους, τους δοκησισοφούντας ρήτορας», ως χαρακτήριζε τους Σοφιστές.  Συλλήβδην δε τους σοφιστές χαρακτήριζε «τσαρλατάνους» και έλεγε ότι «το κακώς γράφειν, φέρει αισχύνην». 

           Έλεγε επίσης ο Πλάτων ότι η «κακή/κίβδηλη» ρητορική των σοφιστών, που μάλιστα συνιστά και χαρακτηριστικό γνώρισμα τους, στερείται της γνώσεως της αληθείας, συνεπώς δεν αρκεί (είναι ελλιπής) και ότι αυτού του είδους η ρητορεία, αποσκοπώντας να καλοπιάσει ένα ακροατήριο, παράγει ομοίωμα δικαιοσύνης.

           Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.), θεωρούσε τον ρητορικό λόγο (αγόρευση - επιχείρημα της ρητορικής) έναν από τους τρεις τρόπους πειθούς, παράλληλα με το ήθος και το πάθος. Με τον αναλυτικό τρόπο που εξετάζει τα θέματα, τον υπερβολικό ζήλο του για ταξινομήσεις, ο Αριστοτέλης διακρίνει τρία είδη ρητορικού λόγου: Τον συμβουλευτικό, τον δικανικό και τον επιδεικτικό…..

            Ως προς την Ρητορική, στο εγχειρίδιο Ρητορικής που έγραψε ο Αριστοτέλης με βάση άλλα προηγούμενα βιβλία που κυκλοφορούσαν τότε, η Ρητορική περιγράφεται σαν την «ικανότητα να διακρίνει κανείς τους τρόπους να πείθει τους άλλους για οποιοδήποτε θέμα» και την θεωρεί «αντίστοιχη» (αντίστροφη), ή κλάδο (μόριον) της Διαλεκτικής.

            Ο Σταγειρίτης σοφός με αυστηρότητα, βλέπει τον συνήγορο μιας υπόθεσης να κάνει ταχυδακτυλουργίες με τον γραπτό ή τον άγραφο νόμο, προκειμένου να εξυπηρετήσει καλλίτερα την υπόθεση του και με ειρωνεία παρατηρεί ότι ο ασυνείδητος ρήτορας μπορεί να παραδεχθεί ότι η λύση που υποστηρίζει είναι άδικη, όχι όμως και ασύμφορη για τον πελάτη του. Μπορεί ο σοφιστής να αναγνωρίσει ότι ο πελάτης του έβλαψε, όχι όμως και ότι παρέβει τον νόμο!

            Τη σκληρή κριτική του Αριστοτέλη δεν γλυτώνει ούτε ο φημισμένος ρητορο-διδάσκαλος Ισοκράτης, για τον οποίον πίστευε ότι ενδιαφέρονταν περισσότερο για την ρητορική επιτυχία, παρά για την αναζήτηση της αλήθειας.

           Οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι δεν είχαν, κι’ αυτοί, εκτίμηση στη Ρητορική. «…… Γιατί τέτοιος απατεώνας είναι ο Λόγος» - γράφει Σέξτος ο Εμπειρικός (2ος/3ος αι. μ.Χ.)  «που και τα φαινόμενα κλέβει κάτω από την μύτη μας» (Πυρρώνειοι Υποτυπώσεις Ι,20).   Οι Σκεπτικοί θεωρούσαν το «φαινόμενο», το μόνο αναμφισβήτητο, εναργές και απόλυτο και ήσαν αντίθετοι σε κάθε δόγμα, θέση, ή άποψη του οποιουδήποτε. 

3)  Σοφιστική ρητορική  και  ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ

           Κατηγορηματικά απέναντι στη Ρητορική-Σοφιστική βρίσκεται και ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.), στη λογική πως οι διφορούμενες και ασαφείς έννοιες, «οι σοφιστείες», λεκτικές ακροβασίες, που μπορεί να υποκρύπτουν άγνοια είτε κακή πρόθεση, εξαπατούν και παγιδεύουν τον νουν.

           Ο  Μητρόδωρος είχε γράψει βιβλίο 9 τόμων "Εναντίον των Σοφιστών". Τον ρήτορα δεν τον κάνουν τα τεχνάσματα, παρά η φύση…. «Φύσις γαρ εστιν η κατορθούσα (=που ορθώνει-εδραιώνει) λόγους,  τέχνη δε ουδεμία».

            Ο Διογένης Λαέρτιος γράφει ότι οι Επικούρειοι ονόμαζαν σοφιστές όσους διαστρέβλωναν τη διδασκαλία τους και ότι  «…… την διαλεκτικήν, ως παρέλκουσαν,  αποδοκιμάζουσιν».

           Ο Επίκουρος στόχο είχε μοναδικό την απόκτηση γνώσης που να συντελεί στην ανθρώπινη ευδαιμονία. Δεν εκπαίδευε μέλλοντες πολιτικούς ή στρατιωτικούς ηγέτες, ιερείς ή μεταπράτες. Ούτε συνηγόρους υπεράσπισης ιδιοτελών συμφερόντων ή επιδεικτικούς ρήτορες – υποκριτές, αναγκαίους σε κοινωνίες «αγορών» (της λέξης «αγορά» και με την πολιτική και την οικονομική σημασία της).

           Πανηγυρικοί λόγοι - ανθρώπινες ματαιοδοξίες, ήταν ξένες προς την Επικούρεια αντίληψη. Κατά τους Επικούρειους, ο σοφιστής-ρήτορας, θεωρώντας ότι κατέχει την γνώση και την αλήθεια, με ομιλία όπου ο εντυπωσιασμός και το πυροτέχνημα παίζει πιο σημαντικό ρόλο από την ουσία των λεγομένων, προσπαθεί να την μεταδώσει και να την επιβάλει στους απέναντι. Έτσι, έριδες και ταραχές -μάλλον- προκύπτουν παρά γόνιμα αποτελέσματα. 

           Στους Επικούρειους η γνώση θεμελιώνεται όχι πάνω στην τεχνική του ρήτορα να πείθει ότι οι ισχυρισμοί του (που άλλωστε αλλάζουν κατά τον εντολέα) είναι σωστοί, αλλά πάνω σε θεμέλιο επιστημονικό και αυτό είναι ο «Επικούρειος Κανόνας», η Επικούρεια γνωσιολογία. Έτσι, οι Επικούρειοι αντιπαρέρχονταν τις άσκοπες και ανώφελες, αν μη βλαπτικές λογομαχίες. Αντ’ αυτών προέκριναν συζητήσεις «φιλικού τύπου». 

           Για την ενασχόληση των ανθρώπων με τα ζητήματα της τρέχουσας πολιτικής και των παραταξιακών αντιπαραθέσεων, που όχι σπάνια δημιουργούν αναστατώσεις και διχόνοιες, οι Επικούρειοι είχαν επιφυλάξεις. Η «πολιτική» άλλωστε, συνιστά τον κατ’ εξοχήν χώρο άσκησης της σοφιστικής τεχνουργίας, γι’ αυτό οι Επικούρειοι έθεταν ως προϋπόθεση απασχόλησης με τη πολιτική, αυτή να  ασκείται μετά «καλοκαγαθίας»…. Μόνον υπ’ αυτόν τον όρο, θεωρούσαν ότι θα αποφέρει (και μάλιστα πολλά) αγαθά στις πόλεις……..

            “Πολιτική πολλάκις αίτιον και συμφορών ανηκέστων… μετά μέντοι καλοκαγαθίας λαμβανομένην ταις μεν πόλεσιν αγαθά πολλά συμβάλλεσθαι και μεγάλα…..”

……. μας λέει ο Επικούρειος Φιλόδημος (1ος αι. π.Χ.) στα αποσπάσματα του βιβλίου του «Περί Ρητορικής», που διασώθηκαν. Το έργο αυτό του Φιλόδημου είναι διαφωτιστικό, ως προς τις περί Ρητορικής αντιλήψεις των Επικουρείων.

           Σε κάθε φιλικού τύπου συζήτηση επιζητείται η έρευνα της, για όλους ωφέλιμης, γνώσης, χωρίς να της λείπει η ζωντάνια, η κριτική, η παρρησία. Και από ένα τέτοιο διάλογο βγαίνουν όλοι κερδισμένοι, ή μάλλον, πιο κερδισμένος βγαίνει αυτός που θεωρείται “ηττημένος”, καθώς αυτός κάτι παραπάνω μαθαίνει, που δεν το ήξερε προηγουμένως!...

            «Εν  φιλολόγω συζητήσει πλείον ήνυσεν (κέρδισε/ανύω=επιτελώ, κατορθώνω) ο ηττηθείς, καθ’ ο προσέμαθεν  (δηλ. έμαθε περισσότερα)»            (Επικούρου Προσφώνησις 74).

4) Η παρακμή του Σοφιστικού κινήματος 

           Αυτό το πρώτο σοφιστικό κίνημα (πρώτο, γιατί μετά από 3-4 αιώνες θα δημιουργηθεί ένα δεύτερο), το οποίο - μέσα στο γενικότερο κλίμα της φιλελεύθερης σκέψης που δημιούργησε - μεγάλως συνετέλεσε ώστε ν’ ανθίσει ο Αττικός πολιτισμός του 5ου π.Χ. αι., εν τέλει, κατόπιν και της πολεμικής των άλλων φιλοσοφικών σεχτών, βαθμιαία ατόνησε και απαξιώθηκε. Ακόμα χειρότερο, συκοφαντήθηκε και κακολογήθηκε.

            Πολλοί θεώρησαν εξεζητημένες τις φιλοσοφικές θέσεις που εξέφραζε, άγονη εριστική τις λεκτικές ακροβασίες του. Άλλοι τρόμαζαν στην ιδέα αμοραλιστές πολιτικοί, με όπλο την  δεξιοτεχνία του λόγου τους, ν’ αποκτήσουν ανεξέλεγκτη δύναμη, να γίνουν δημαγωγοί. Πόσο μάλλον που ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης προειδοποιούσαν ότι η αχαλίνωτη ελευθερία είναι καταστροφική για τη πόλη.

           Επίσης φοβόντουσαν ότι οι σοφιστές ήσαν ασυνείδητοι δάσκαλοι, ξεμυάλιζαν τους νέους και διέφθειραν τις παραδοσιακές αξίες των κοινωνιών. Ο Αριστοφάνης ανελέητα τους καυτηριάζει και τους διακωμωδεί («Νεφέλες» κ.ά.), ή συγκαταβατικά είναι επιφυλακτικός…. «Ου με πείσεις, καν με πείσης»! («Πλούτος»). 

           Βέβαια, κατά μεγάλο μέρος ο ξεπεσμός των σοφιστών οφείλεται και σ’ αυτούς τους ίδιους. Ορισμένοι απ’ αυτούς τους ρήτορες - ρητοροδιδάσκαλους - δικολάβους, ήσαν όντως φιλοχρήματοι και υποκριτές, ανακόλουθοι με τις υψηλές έννοιες των λόγων που διακήρυσσαν και δίδασκαν. 

            Έτσι, οι επίβουλοι απ’ αυτούς, δεν απέφυγαν την σάτιρα και από τον ομότεχνο τους, τον Λουκιανό τον Σαμοσατέα, που ανήκει στην δεύτερη σοφιστική γενιά. Στις πραγματείες του «Ρητόρων διδάσκαλος» και «Περί των επί μισθώ συνόντων», τους στηλιτεύει σκληρά.

           Με την πάροδο του χρόνου οι λέξεις  σοφιστής και  σοφιστεία απόκτησαν την μειωτική σημασία που έχουν μέχρι σήμερα. Στην παρακμή του σοφιστικού κινήματος, βεβαίως, θα συντελέσει και το ότι μετά από λίγα χρόνια στις πόλεις λόγω των πολέμων, θα πάψουν να λειτουργούν δημοκρατίες. Θ’ αντικατασταθούν αρχικά από ολιγαρχικές κυβερνήσεις, που υπόδειγμα είχαν το Σπαρτιατικό πολίτευμα και θαύμαζαν τα Λακωνικά -αυστηρά- ήθη.  Καταληκτικά, οι πόλεις της Ελλάδας θα χάσουν την αυτοτέλεια τους, θα καταστούν υποτελείς σε άλλους επικυρίαρχους, τους Μακεδόνες και τους Ρωμαίους στη συνέχεια.

5) Η  Δεύτερη  Σοφιστική

           Μια αναλαμπή (πριν τον μεσαίωνα που σαν φανεί θα σβήσει κάθε πνευματική κίνηση για τα χίλια επόμενα χρόνια) συσταίνει η λεγόμενη «Δεύτερη σοφιστική» κίνηση».  Θα αναπτυχθεί στο ανατολικό, το «Ελληνικό» από πλευράς γλώσσας και γενικότερης παιδείας, τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα, και θα παραμείνει ζωντανή για τουλάχιστον τρεις αιώνες. Αυτοί οι νέοι ρήτορες - σοφιστές, δεν ασχολούνται με την κλασσική φιλοσοφία και την επιστήμη. Δεν υπερασπίζονται δημοκρατικά ιδεώδη, αφού η Ρωμαϊκή αυτοκρατορική απολυταρχία είχε καταλύσει τα δημοκρατικά πολιτεύματα.

            Ελάσσονες είναι οι περισσότεροι των σοφιστών του 1ου - 3ου μ.Χ. αι., από τους ομότεχνους τους του 5ου - 4ου π.Χ. αι., ωστόσο διαδίδουν την ελληνική παιδεία, έμπλεοι  θαυμασμού και νοσταλγίας για την Ελληνική ιστορική, φιλοσοφική και λογοτεχνική παράδοση, «το ένδοξο παρελθόν» της φυλής.

           Κυριαρχούν στο εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής εκείνης, παραδίδοντας μαθήματα θεωρίας του προφορικού λόγου, δηλ. της ρητορείας. Παράλληλα περιοδεύουν και δίνουν διαλέξεις, μέσα από τις οποίες επιδεικνύουν την τέχνη του λόγου, τη ρητορική τους δεινότητα, σε πάσης φύσεως πανηγυρικές κ.ά. ομιλίες. Συχνές είναι οι φλογερές και βίαιες  φραστικές υπερβολές τους (λόγος στομφώδης) και οι τεχνικές κατασκευής πάθους άκαιρου και χωρίς νόημα, εκεί που δεν απαιτείται, ή πάθους άμετρου εκεί που χρειάζεται να είναι μετριασμένο, φαινόμενο  που  το ονόμαζαν «παρέν-θυρσον» (Ανάλογο φαινόμενο απαντάται και στις τέχνες). Στήνονταν επιδεικτικοί αγώνες μεταξύ σοφιστών, όπου η παρουσίαση των λόγων τους ελάμβανε θεατρικό χαρακτήρα.

           Με νομικά ή δικανικά θέματα -συνήθως- δεν ασχολούνταν οι ίδιοι, όμως όπως είπαμε και παραπάνω, οι πιο ικανοί ή επιτήδειοι πλαισίωναν διοικητικές θέσεις, ή έπαιρναν διάφορα υψηλά αξιώματα στον μηχανισμό διοίκησης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι αμοιβές τους  ήταν -γενικά- μεγάλες, ενώ δέχονταν χορηγίες και δώρα από ισχυρούς θαυμαστές τους.

           Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της «Δεύτερης σοφιστικής» είναι οι:

            - Δίων από την  Προύσα  (40–120 μ.Χ.), για την ευγλωττία του επονομασθείς Χρυσόστομος. 

            - Ηρώδης ο Αττικός  (102-177 μ.Χ.), από τους επιφανέστερους ρήτορες και σοφιστές της εποχής του, βαθύπλουτος Αθηναίος από τον Μαραθώνα. Φίλος αυτοκρατόρων, ανήλθε σε διάφορα ρωμαϊκά αξιώματα, έγινε μέλος της ρωμαϊκής Συγκλήτου. Μεγάλος ευεργέτης της Αθήνας και άλλων πόλεων στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία.

            - Αίλιος  Αριστείδης (117–181 μ.Χ.).  Υπόδειγμα για την πολυμάθεια και ευφράδειά του.

            - Φιλόστρατος (170–250 μ.Χ.) Λούκιος Φλάβιος. Από τους πιο σημαντικούς της «Δεύτερης σοφιστικής», γιός σοφιστή με το ίδιο όνομα, του Φιλόστρατου Βέρου. Υπήρξε ευνοούμενος της Ιουλίας Δόμνας, της δεύτερης συζύγου του αυτοκράτορα  Σεπτίμιου Σεβήρου, η οποία ήταν διάσημη για την μόρφωση και την πολιτική επιρροή της, καθώς και σαν προστάτιδα των τεχνών, της μουσικής και της φιλοσοφίας. Τη φήμη του ο Φιλόστρατος οφείλει κυρίως για τη συγγραφή του βίου του Απολλώνιου του Τυανέως.

           - Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (125 - 180 μ.Χ.) Υπήρξε από τους σημαντικότερους Αττικιστές συγγραφείς της περιόδου της δεύτερης σοφιστικής. Διακρίθηκε ιδιαίτερα σαν σατυρικός συγγραφέας. Ξεκίνησε ως σοφιστής-ρήτορας-δικηγόρος, ωστόσο, σε ηλικία 40 ετών στράφηκε στη φιλοσοφία, μάλιστα την Επικούρεια.

            - Αθήναιος  ο  Nαυκρατίτης (τέλη 2ου- αρχές 3ου αι. μ.Χ.), φαινόμενο πολυμάθειας, γνωστός για το σπουδαίο έργο του «Δειπνοσοφισταί».

 6)  ΕΠΙΛΟΓΟΣ

           Δεδομένου ότι κάθε άνθρωπος προσπαθεί να δικαιολογήσει και υπερασπισθεί την, από τη δική του σκοπιά και με βάση το δικό του συμφέρον, «αλήθεια», αντιλαμβανόμαστε την σπουδαιότητα που αποκτά ένας σωστός διάλογος, χωρίς «σοφιστικά» τεχνάσματα και τρικλοποδιές. Έτσι, μεγάλη αξία έχει η Επικούρεια θέση να εναντιωνόμαστε σε σοφιστικού τύπου αντιπαραθέσεις, αφού……. «Φύσις εστιν η κατορθούσα λόγους, τέχνη δε ουδεμία».

           Αντίθετα, να προκρίνουμε τις φιλοσοφικές συζητήσεις, που άμεσα μας προσφέρουν δύο μεγάλα αγαθά,  γνώση και ευφροσύνη…….. «Επί μεν των άλλων επιτηδευμάτων μόλις τελειωθείσιν ο καρπός επέρχεται, επί δε φιλοσοφίας συντρέχει τη γνώσει το τερπνόν.  Ου γαρ μετά μάθησιν απόλαυσις, αλλά άμα μάθησις και απόλαυσις».

           Σημαίνει: «…… Όσον αφορά τις άλλες ενασχολήσεις το αποτέλεσμα έρχεται μόλις αυτές ολοκληρωθούν, ενώ στη φιλοσοφική συζήτηση η ευχαρίστηση είναι ταυτόχρονη με την γνώση. Διότι δεν έρχεται μετά την μάθηση η απόλαυση, αλλά συγχρόνως με την μάθηση υπάρχει και απόλαυση».  (Επικούρου Προσφώνησις 27). 

 

           Υ. Γ.  Είναι το πλήρες κείμενο της ομιλίας μου στο «11ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ», στις  21/2/2021.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου