Σάββατο 8 Μαΐου 2021

Το “ΒΑΚΧΙΚΟΝ" κ.ά. “αποκηρυγμένα” ποιήματα του Κ. Καβάφη

 

Το “ΒΑΚΧΙΚΟΝ" κι’ ακόμα τέσσερα, από τα “αποκηρυγμένα” ποιήματα

του Κωνσταντίνου Καβάφη

Νεανικές αδεξιότητες, συναισθηματικές εκτροπές, ιδεολογικές αστοχίες;


Το “ΒΑΚΧΙΚΟΝ"


Από του κόσμου κεκμηκώς τήν πλάνον αστασίαν,

εντός του ποτηρίου μου εύρον τήν ησυχίαν

ζωήν κ' ελπίδα εν αυτώ καί πόθους εσωκλείω

δότε νά πίω.

 

  Μακράν εδώ των συμφορών, των θυελλών τού βίου,

αισθάνομ' ως διασωθείς ναύτης εκ ναυαγίου

κ' εν ασφαλεί ευρισκόμενος εντός του λιμένος πλοίω

Δος μοι νά πίω.

 

 Ω! υγιής του οίνου μου ζέσις, απομακρύνεις

πάσαν ψυχράν επιρροήν. Φθόνου ή καταισχύνης,

ή μίσους, ή διαβολών, δεν με εγγίζει κρύο

δότε νά πίω.

 

 Τήν άχαριν αλήθειαν γυμνήν δεν βλέπω πλέον.

’λλην απήλαυσα ζωήν, καί κόσμον έχω νέον

εν των ονείρων τω ευρεί ευρίσκομαι πεδίω -

δός, δός νά πίω!

 

 Κί άν ήναι δηλητήριον, καί άν εύρω τήν πικρίαν

της τελευτής εντός αυτού, εύρον πλήν ευτυχίαν,

τέρψιν, χαράν, καί έπαρσιν εν τω δηλητηρίω

δότε νά πίω!

 


“ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ”

 

Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν

Κι’ απ’ όλα τα λουλούδια του κάμπου φαίνεται

η νεότης πιο ωραία. Αλλά μαραίνεται

γρήγορα, και σαν πάει δεν ξαναγένεται·

η πασχαλι[αίς] με της δροσιάς τα δάκρυα την ραντίζουν.

 

Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.

Αλλά τα ίδια μάτια δεν τα κοιτάζουνε.

Και άλλα χέρια σ’ άλλα στήθεια τα βάζουνε.

Έρχοντ’ οι ίδιοι μήνες, πλην ξένοι μοιάζουνε·

τα πρόσωπα αλλάξαν και δεν τ’ αναγνωρίζουν.

 

Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.

Αλλά με την χαρά μας πάντα δεν μένουνε.

Αυτά οπού ευφραίνουν, αυτά πικραίνουνε·

κ’ επάνω εις τους τάφους, που κλαίμε, βγαίνουνε,

καθώς τους γελαστούς μας τους κάμπους χρωματίζουν.

 

Πάλ’ ήλθε καλοκαίρι κ’ οι κάμποι όλοι ανθίζουν.

Aλλ’ απ’ το παραθύρι δύσκολα φθάνεται.

Και το υαλί μικραίνει-μικραίνει, χάνεται.

Το πονεμένο μάτι θολώνει, πιάνεται.

Βαριά τα κουρασμένα πόδια, δεν μας στηρίζουν.

 

Για μας δεν είναι φέτος που οι κάμποι όλοι ανθίζουν.

Λησμονημένου Aυγούστου κρίνοι μάς στέφουνε,

τ’ αλλοτεινά μας χρόνια γοργά επιστρέφουνε,

σκιαίς αγαπημέναις γλυκά μάς γνέφουνε

και την φτωχή μας την καρδιά γλυκά αποκοιμίζουν.



"ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΚΑΚΟΣ ΚΑΙΡΟΣ"

 

Δεν με πειράζει αν απλώνη

έξω ο χειμώνας καταχνιά, σύννεφα, και κρυάδα.

Μέσα μου κάμνει άνοιξι, χαρά αληθινή.

Το γέλιο είναι ακτίνα, μαλαματένια όλη,

σαν την αγάπη άλλο δεν είναι περιβόλι,

του τραγουδιού η ζέστη όλα τα χιόνια λυώνει. [. . .]

 


ΤΙΜΟΛΑΟΣ Ο ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΟΣ



Είν’ ο Τιμόλαος ο πρώτος μουσικός

της πρώτης πόλεως της Σικελίας.

Οι Έλληνες της Δυτικής Ελλάδος μας,

εκ Νεαπόλεως, και Μασσαλίας,

εκ Τάραντος, Πανόρμου, και Aκράγαντος,

και εξ όσων άλλων πόλεων τας όχθας

της Εσπερίας στέφουσι μ’ ελληνισμόν,

σπεύδουν αθρόοι εις τας Συρακούσας,

ν’ ακροασθώσι του ενδόξου μουσικού.

 

Σοφώτατος εν λύρα και κιθάρει,

γνωρίζει έτι τον λεπτόν ημίοπον,

τον τρυφερόν εν τρυφεροίς αυλοίς. Εξάγει

από τον γίγγραν μελωδίαν κλαίουσαν.

Και ότε εν χερσί την μάγαδίν του

λαμβάνει, αι χορδαί αυτής την ποίησιν

εκπέμπουν της θερμής Aσίας — μύησιν

ηδυπαθείας και γλυκείας ρέμβης,

των Εκβατάνων και της Νίνου άρωμα.

 

Aλλά εν μέσω των επαίνων των πολλών,

εν μέσω των πολυταλάντων δώρων,

περίλυπος είν’ ο καλός Τιμόλαος.

Γενναίος Σάμιος δεν τον ευφραίνει,

και σιωπών προσβάλλει το συμπόσιον.

 

Aόριστός τις λύπη τον κατέχει,

η λύπη της πολλής αδυναμίας του.

Κενά αισθάνεται τα όργανά του,

ενώ πληρούται η ψυχή του μουσικής.

Τους μυστικούς του ήχους να εκχύση,

μάτην παλαίει μετά πόνου κ’ εμμονής·

αι τελειότεραί του αρμονίαι μένουν

βωβαί κ’ υπολανθάνουσαι εντός αύτού.

 

Το δε ενθουσιών πλήθος θαυμάζει

όσα εκείνος ψέγει και περιφρονεί.

Τον θορυβεί επαίνων βοερά φωνή,

κ’ εν μέσω των πολυταλάντων δώρων

αφηρημένος ίσταται ο μουσικός.


Ο  ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Εγράφη έπειτα από ανάγνωσιν περιγραφής της ζωγραφιάς "Ο Οιδίπους και η Σφιγξ" του Γουστάβου Μορό.

 

Επάνω του η Σφιγξ είναι πεσμένη

με δόντια και με νύχια τεντωμένα

και μ’ όλην της ζωής την αγριάδα.

Ο Οιδίπους έπεσε στην πρώτη ορμή της,

τον τρόμαξεν η πρώτη εμφάνισί της —

τέτοια μορφή και τέτοιαν ομιλία

δεν είχε φαντασθεί ποτέ έως τότε.

 

Μα μόλο που ακουμπά τα δυο του πόδια

το τέρας στου Οιδίποδος το στήθος,

συνήλθε εκείνος γρήγορα — και διόλου

τώρα δεν την φοβάται πια, γιατί έχει

την λύσιν έτοιμη και θα νικήσει.

 

Κι όμως δεν χαίρεται γι’ αυτήν την νίκη.

Το βλέμμα του μελαγχολία γεμάτο

την Σφίγγα δεν κοιτάζει, βλέπει πέρα

τον δρόμο τον στενό που πάει στας Θήβας,

και που στον Κολωνό θ’ αποτελειώσει.

 

Και καθαρά προαισθάνεται η ψυχή του

που η Σφιγξ εκεί θα τον μιλήσει πάλι

με δυσκολότερα και πιο μεγάλα

αινίγματα που απάντησι δεν έχουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου