Τρίτη 11 Μαΐου 2021

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ Η ΔΑΣΚΑΛΑ (Διήγημα)

 

Ο  ΓΙΑΤΡΟΣ  ΚΑΙ  Η  ΔΑΣΚΑΛΑ

(Διήγημα)


           ΓΕΡΑΠΕΤΡΟΣ, 

 οι πειρατές πάντα σε πυρπολούσαν, μα οι βλαστοί της λεφτεργιάς από τη στάχτη ανθούσαν.  

 (Δερμιτζογιάννης)

 1. Επίσκεψη του γιατρού σε χωριό…..

    

    Αρχές Αυγούστου 1924. Ο γιατρός Αντώνης Μαριδάκης έχει επισκεφθεί ασθενή σε  χωριό της επαρχίας της Ιεράπετρας Κρήτης.  Το περιστατικό που τον έφερε στο χωριό δεν ήταν δύσκολο και σχετικά γρήγορα το “ξεπέταξε”. Ευτυχώς για τον ασθενή, αλλά και για τον ίδιο! Με μόνον έξι χρόνια  εμπειρία στο μεγάλο και απαιτητικό επάγγελμα που ασκούσε, κάθε φορά που αντιμετώπιζε ένα περιστατικό, η ψυχή του πήγαινε στην “Κούλουρη” μέχρι να κάνει την σωστή διάγνωση και να δώσει τα κατάλληλα φάρμακα. Καθόλου δεν ήταν κακός ή ανεπαρκής ως γιατρός. Το αντίθετο μάλιστα.  Ήταν εξαιρετικός και γι’ αυτό η φήμη του ξεπερνούσε τα όρια της επαρχίας. Απλά, ήταν προσεκτικός μέχρι σχολαστικότητας και πολύ ευσυνείδητος. Στη καριέρα του είχε δει, ή ακούσει για, συμβάντα που κατέληξαν σε τραγωδία και που οφείλονταν σε λάθη, άγνοια, ολιγωρία και κακοτυχία συναδέλφων του, όπως πάνω στο χειρουργείο να ακρωτηριάζεται λάθος χέρι, γάζες και επίδεσμοι να ξεχνιούνται μέσα σε πληγές (και μετά αυτές να προκαλούν γάγγραινες), “καραμπινάτες” πνευμονίες να εκλαμβάνονται ως γρίπες, είτε χολέρες, πανούκλα, φυματίωση να αντιμετωπίζονται ως λοιμώξεις και αντίστροφα δερματίτιδες να προκαλούν πανικό λέπρας και να καταδικάζουν τον ασθενή στη φρικτή εξορία της Σπιναλόγκας. Ακόμα -ελαφρά τη καρδία- να συνταγογραφούν “μαντζούνια” και άλλα αντί άλλων φάρμακα…

          Τα γιατρικά του τα διέθετε και τα πούλαγε ο ίδιος, μάλιστα αρκετά απ’ αυτά τα έφτιαχνε σε εργαστήριο που διατηρούσε στο ιατρείο του στην πόλη, από βότανα που συνέλεγε κατά τις απέραντες μοναχικές του βόλτες  σε βουνά και λαγκάδια.  Στην αρχή κάθε άνοιξης και φθινόπωρου ανέβαινε για συγκομιδή στο οροπέδιο του Λασιθίου (την ομορφιά του, δεν χόρταιναν να βλέπουν τα μάτια του)

 

Ιδιαίτερο είχε ταλέντο να αναγνωρίζει πολλές δεκάδες αυτοφυή φυτά. Τα παρατηρούσε προσεκτικά στο έδαφος ή πάνω σε σχισμές βράχων, συμβουλευόμενος ξενόγλωσσα εγχειρίδια και παρατηρώντας τα με μεγεθυντικό φακό. Ήξερε καθ’ ενός την εποχή ανθοφορίας, κυρίως όμως την χρησιμότητα τους σε συγκεκριμένες παθήσεις.       

          Τριαντατριών χρόνων, ακόμα δεν είχε αποκτήσει δική του οικογένεια.  Ήταν ο πιο περιζήτητος εργένης. Όλο τον ελεύθερο χρόνο που του άφηνε η δουλειά του διέθετε να μελετά  βοτανολογία, επιστήμη για την οποίαν είχε διαθέσει τρία χρόνια σπουδών στο Παρίσι.  Εκτός του ιατρείου του τα φάρμακα τα κουβαλούσε μέσα σε μια εντυπωσιακή δερμάτινη τσάντα, που φόρτωνε στα καπούλια της πανέμορφης άσπρης φοράδας του. Σε ιδιαίτερο μονωμένο δοχείο και μέσα σε πάγο διατηρούσε τις πιο ευπαθείς ουσίες. Τον πάγο (ήταν από τις πιο αποσκιερές χαράδρες της Δίκτης) του έφερναν τακτικά (για να ανανεώνεται) θαρραλέοι άντρες που σκαρφάλωναν στις υψηλότερες κορφές των Λασιθιώτικων βουνών.

          Ο γιατρός,  μετά το πρώτο ασθενή ειδικά για τον οποίον είχε έρθει στο χωριό, εξέτασε και άλλους, που επ’ ευκαιρία τον επισκέφθηκαν στη συνέχεια.


Την αμοιβή του ευέλικτα προσάρμοζε στις δυνατότητες των πελατών του και για πολλούς αυτό σήμαινε εξέταση και φάρμακα δωρεάν, ή πληρωμή σε είδος  - ένα κεφάλι τυρί, μια μπουκάλα λάδι ή κρασί, ένα βαζάκι γλυκό ή μέλι κλπ. - που φόρτωνε στα καπούλια της φοράδας του και μετά, στο σπίτι του, τα διένειμε, πολύ διακριτικά, σε φτωχούς συμπολίτες.

           Είχε φθάσει μεσημέρι, ώρα φαγητού, όταν τέλειωσε με όλους τους ασθενείς και -βέβαια- στο καφενείο οι χωρικοί του είχαν ετοιμάσει πλούσιο γεύμα. (Στην φιλοξενία των Κρητικών δεν χρειάζεται αναφερθώ. Την γνωρίζει όλος ο κόσμος). Κατόπιν, όλοι τον συμβούλευσαν να αναπαυθεί για κάνα δυο ώρες και να μην φύγει καταμεσήμερο, ώρα που κυριολεκτικά  ο ήλιος “καίει την πέτρα”.  Η “νύμφη του Λιβυκού Πελάγους” απείχε περίπου 2 ώρες -με γοργό καλπασμό της φοράδας του- και δεν ήταν φρόνιμο, ούτε αναγκαίο, να κάνει τέτοια διαδρομή πριν πέσει ο ήλιος. Μάλιστα του είχαν στρώσει κρεβάτι με μεταξο-κέντητα σεντόνια στο δροσερότερο δωμάτιο του καλύτερου σπιτιού του χωριού, για να πάρει έναν υπνάκο. Ο γιατρός ανταποκρίθηκε ευχαρίστως σ’ αυτές τις περιποιήσεις. Όταν “ξεμπέρδεψε” μ’ αυτές και βρέθηκε στο δωμάτιο, έβγαλε τα ρούχα του και ξάπλωσε νωχελικά. Ένοιωθε ικανοποιημένος που όλα είχαν πάει καλά. Έκλεισε τα βλέφαρα, αλλά δεν αποκοιμήθηκε αμέσως. Υπάρχει ένα ζήτημα που τον βασανίζει τα τελευταία χρόνια, που απασχολεί την σκέψη του και δεν τον αφήνει εύκολα να ξεκουραστεί……  Η ζωή του, σαν σε κινηματογραφική ταινία, πέρασε μπροστά απ’ τα μάτια του….    

2. Ανέμελα φοιτητικά νιάτα

          Ο Αντώνης - αναμφίβολα - συγκαταλέγονταν στους τυχερούς ανθρώπους της γενιάς του, μιας γενιάς πολύπαθης. Πέρασε τις δύσκολες για τη χώρα εποχές στο “απυρόβλητο”. Αυτό βέβαια υπήρξε γι’ αυτόν και την οικογένεια του “αγκάθι”, μελανό σημείο πιο σωστά. Πως αλλιώς, όταν χιλιάδες Ελληνόπουλα είχαν χάσει ως και τη ζωή τους στους εθνικό-απελευθερωτικούς πολέμους της εποχής εκείνης;  Συνέπεσαν τα γεγονότα, αλλά και κατάλληλα είχαν μεθοδευτεί από το ίδιο και την οικογένεια του, που ήταν από τις πλουσιότερες της Ιεράπετρας, ώστε στην κρίσιμη για την Ελλάδα δεκαετία του ’10, αυτός να απουσιάζει στο εξωτερικό. Η πατρίδα αγωνιζόταν να απελευθερώσει υπόδουλες περιοχές, παράλληλα σπαράσσονταν από εσωτερικό διχασμό. Αυτός είχε αποφύγει “να ντυθεί στο χακί” και να πάει στα πολεμικά μέτωπα, παρ’ όλο που όλες  οι αναβολές στράτευσης είχαν ανακληθεί κατά τις γενικές επιστρατεύσεις των χρόνων εκείνων. Βρισκόταν για σπουδές στο εξωτερικό. Στα 9 συνολικά χρόνια της απουσίας του έξω, ενώ είχε επισκεφτεί και διαμείνει σ’ ένα σωρό Ευρωπαϊκές πόλεις, απέφυγε - για να μην τον “τσιμπήσουν” - να περάσει κι’ από την χώρα του. Με τους γονείς του, πάντως  αντάλλασσε συχνά, όλο αυτό το διάστημα, γράμματα, αφού και τα τσεκ του μπαμπά ήταν τακτικότατα και “χοντρά”. 


          Το  1912, η χρονιά έναρξης των Βαλκανικών πολέμων, τον βρίσκει φοιτητή στην Ιταλία, στο πανεπιστήμιο της Πάδοβα (Παδούη την έλεγαν τότε οι λόγιοι), στην ίδια σχολή που έχουν σπουδάσει εκατοντάδες Έλληνες (Ιατροφιλόσοφοι! Πολλοί από αυτούς μετέπειτα διακρίθηκαν και έφθασαν ψηλά, με επιφανέστερους τους τους Κωλέττη και Καποδίστρια). Το 1914, χρονιά έναρξης του μεγάλου Ευρωπαϊκού πολέμου μεταπηδά στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Το 1917 κάνει ένα πέρασμα από της Γενεύης. Το 1918 αποφοίτησε από παντού  -επιτέλους- και με βαριά καρδιά τα μάζεψε κι’ επέστρεψε στην Ελλάδα οριστικά.

          Πίσω του άφησε όμορφες αναμνήσεις: Τη ξέγνοιαστη Vie de bohemeτου οικονομικά άνετου φοιτητή, αγαπητικιές, αλλά και μερικές “ντροπές” ανομολόγητες.  Ένα “νόθο” αγοράκι οπωσδήποτε και ίσως κι’ άλλο ένα, καθ’ όλες τις ενδείξεις. Παιδιά, που ποτέ  δεν βρήκε το ψυχικό σθένος να αναζητήσει, γνωρίσει και σχετισθεί. Όμως τώρα, είχε πια ωριμάσει και το καταλάβαινε καλά. Δεν τον “έπαιρνε άλλο στας Ευρώπας”.  Ο μεγάλος πόλεμος είχε καταστρέψει τα πάντα παντού απ’ όπου είχε  περάσει  (θα τερματίζονταν την 11η ώρα της 11-11-1918), οι σπουδές του - αισίως αυτές - είχαν περατωθεί, τα χρήματα της οικογένειας στερέψει κι’ αυτός πλησίαζε τα 28 του. Φτάνοντας στην Ελλάδα - αναπόφευκτα - πέρασε από το στρατολογικό γραφείο.  Τι να τον κάνουν και που να τον στείλουν;  Ο πατέρας του  με την “γενναιοδωρία” και τις οικογενειακές γνωριμίες του (Με κάθε εξουσία, “Βενιζελικούς” θέλεις, “Βασιλόφρονες” θέλεις, με όλους “μέσα” ήτανε) βοήθησε, ώστε  ο καλοαναθρεμμένος γιος  να “πέσει στα μαλακά”.       


          Οπωσδήποτε και η συγκυρία ήταν ευνοϊκή. Οι στρατιωτικές ανάγκες βρίσκονταν σε χαμηλό (σχετικά με τα προηγούμενα χρόνια)  επίπεδο. Λογίζονταν “βουτυρόπαιδο” (αμάθητος, αγύμναστος) και “γέρος”, έτσι τον κράτησαν ως στρατιωτικό γιατρό, αποσπασμένο από τη μονάδα του που βρίσκονταν στη Θράκη, στο θεραπευτήριο “Ευαγγελισμός” των Αθηνών. Κυρίως χειρουργούσε και θεράπευε ασθενείς και τραυματίες πολέμου, που έφερναν τα βαγόνια από τη Βόρεια Ελλάδα. Δύο χρόνια σαν συμπλήρωσε έτσι, επωφελημένος κι από “παραθυράκι” νόμου που αποστράτευε “παλιοσειρές”…… κάποιες είχαν να δουν το σπίτι τους έως και 8 χρόνια…. πήρε απολυτήριο στρατού.

          Στην οικογένεια του “δεν ένιωθαν καλά” απέναντι στη κοινωνία που ο Αντωνάκης σ’ όλους τους πολέμους “την έβγαλε λούφα”, όμως γι’ αυτό - έλεγαν - ευθύνεται το ότι ήταν σπουδαίος γιατρός και τον χρειαζόντουσαν στα νοσοκομεία, στα μετόπισθεν, κάτι που - από μια άποψη - δεν απείχε πολύ από την αλήθεια.   

3. Το ξεκίνημα της σταδιοδρομίας

          Όπως και να είχαν τα πράγματα, από τα μέσα του 1920 ο γιατρός μας ήταν ελεύθερος ν’ αρχίσει την σταδιοδρομία του.  

          Η χώρα εκείνη την εποχή έπλεε σε “πελάγη ευτυχίας”. Η συνθήκη του Νεϊγύ (19-11-1919) και των Σεβρών (10-8-1920) την είχε εκτοξεύσει στα “επουράνια”. Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών! Από μικρή περιφερική χώρα, υπερδύναμη στη περιοχή. Ασύλληπτο! Φανταστικό!  Η Ελλάδα παραληρούσε

          Εξέταζε δύο επιλογές: Είτε να μείνει στην Αθήνα, είτε  να επιστρέψει στη γενέτειρα του. Στην Αθήνα, κατά την διάρκεια της θητείας του στον “Ευαγγελισμό”, είχε  δημιουργήσει καλές γνωριμίες με φτασμένους γιατρούς και άλλους πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες. Επίσης ήταν  αριστοκρατικής εμφανίσεως νέος, με ευγενικούς τρόπους, καλλιεργημένος,  κοσμοπολίτης και πολυταξιδεμένος, γνώριζε άπταιστα Ιταλικά και Γαλλικά, πολύ καλά Αγγλικά και Γερμανικά. Σίγουρα τον κατέτασσες στους πολύ γοητευτικούς άντρες. Ο χαρακτηρισμός αυτός επιβεβαιώνεται και από τα “σουξέ” του με κυρίες και δεσποινίδες, (μερικές απ’ αυτές ανήκαν στην Αθηναϊκή αριστοκρατία), που σαν εθελόντριες και νοσοκόμες προσέφεραν υπηρεσίες στα νοσοκομεία, πάνω από  κρεβάτια πονεμένων ανδρών ή μέσα σε σπίτια οικογενειών που είχαν ανάγκες. Η άρτια επιστημονική του κατάρτιση (πολύ καλό βιογραφικό θα λέγαμε σήμερα), η κοινωνικότητα κι οι γνωριμίες που είχε κάνει στην Αθήνα, θα του επέτρεπαν άνετα να εγκατασταθεί μόνιμα και σταδιοδρομήσει στην πρωτεύουσα. Όμως δεν έγινε έτσι. Ο πατέρας του, με τα ζητήματα και τους προβληματισμούς που του έθεσε, τον οδήγησε στην άλλη λύση.  Αυτής, της σταδιοδρομίας στην επαρχία.

           Ήταν μοναχογιός - όχι μοναχοπαίδι, είχε δύο μεγαλύτερες αδελφές -  κι έπρεπε να διαδεχτεί τον γαιοκτήμονα και εισοδηματία “γέρο” του στην διαχείριση της περιουσίας τους, παράλληλα με την άσκηση του ιατρικού του επαγγέλματος, και αυτό απαιτούσε μεγάλη και καθημερινή επί τόπου ενασχόληση. Όφειλε, κατά κάποιο τρόπο, να ακολουθήσει τη παράδοση. Η περιουσία τους ήταν σημαντικά μεγαλύτερη προ ετών, όμως ο (συνεχιζόμενος) πόλεμος, που διέλυσε το εμπόριο και εκμηδένισε την αξία των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων, η συνεπακόλουθη βαθιά οικονομική ύφεση που “πάτωσε” τα έσοδα από μισθώσεις γαιών, οικιών και καταστημάτων, τα “φέσια” (τοκογλυφικών, λέγανε οι κακές γλώσσες) δανείων που είχαν συνάψει ως δανειστές, τα “παράλογα” έξοδα των μακρόχρονων σπουδών του και οι υπέρογκες  προίκες που δόθηκαν για τους γάμους των κοριτσιών - αδελφών του, την είχαν απομειώσει δραστικά. Κινδύνευαν να παύσουν να ανήκουν στην  ελίτ των  πλούσιων της πόλης και να περάσουν στη τάξη των μεσοαστών. Σοβαρή η κατάσταση. Όμως λύση υπήρχε (από παλιά, καλά δοκιμασμένη) και στη περίπτωση του γιατρού εφάρμοζε απολύτως. Θα έλυνε το οικονομικό πρόβλημα μέχρι βάθους τουλάχιστον δύο ακόμα γενεών. Η λύση δεν ήταν άλλη, από ένα “καλό γάμο” και ο μπαμπάς είχε ήδη κάνει την προεργασία. Οι δύο μελλοντο-συμπέθεροι τα είχαν βρει αναμεταξύ τους κάτω στην Ιεράπετρα.  Θα συμπεθεριάζανε δύο από τις ‘καλλίτερες” (τις πλουσιότερες - ισχυρότερες) οικογένειες της πόλης…..

          Τώρα, πως κάποιες οικογένειες βρέθηκαν πλούσιες (η κλίμακα  του πλούτου “επαρχιώτικη”, για να μην υπερβάλουμε) από φτωχικές που ήσαν  - σαν όλες τις Χριστιανικές -  μόλις πριν από μία ή δύο γενιές, είναι ένα άλλο, μεγάλο, θέμα. Η κύρια αιτία ήταν αγορές - “κοψοχρονιά - κτημάτων Οθωμανών γαιοκτημόνων που εγκατέλειπαν πανικόβλητοι τις περιουσίες τους για να αναζητήσουν ασφάλεια (από τις συνεχείς επαναστάσεις των Κρητών) στα μεγάλα αστικά κέντρα της Κρήτης, ή στη Μικρά Ασία και στη Πόλη. Άλλη επικερδής δραστηριότητα εκείνα τα χρόνια ήταν το εμπόριο. Η θάλασσα, που κάποτε ήταν επικίνδυνη λόγω της πειρατείας, τώρα ευνοούσε την ανάπτυξη του…

          Ο παππούς του γιατρού, Αντώνης κι’ αυτός, ορφανός από πατέρα, όταν ήταν παιδί και “για μια μπουκιά ψωμί”, έκανε διάφορα θελήματα σε βαρκάρηδες και ψαράδες. Συνόδευε τα κάρα, που έσερναν γαϊδουράκια με κοφίνια γεμάτα απ’ τη ψαριά των καϊκιών, και στις γειτονιές της πόλης φώναζε κι’ αυτός, αδυνατούλης – μικροκαμωμένος,  μαζί με τους μεγάλους, δυνατά: “Φρέσκα ψάρια - φρέσκο μαριδάκι, κλπ.”….. Έτσι του κόλλησαν ως παρατσούκλι το “ μαριδάκι”, μετά όμως και ως επώνυμο γράφτηκε στο ληξιαρχείο, διότι συνέπεσε εκείνη τη χρονιά ανυπερθέτως, όσοι δεν είχαν, να πρέπει να λάβουν επώνυμο……

           Αργότερα όμως ο παππούς Αντώνης πρόκοψε. Το “μαριδάκι” εξελίχθηκε σε καραβοκύρη και, ακόμα, σε πετυχημένο - αξιοσέβαστο έμπορο, τον κ. Αντώνη Μαριδάκη!    

 4. Το προξενιό

           Για τους δύο νέους, οι γονείς τους λογάριαζαν ότι…. “χλωμό” να έχουν αντίρρηση στη μνηστεία που σχεδίαζαν .…. Γενικά, εκείνα τα χρόνια τους νέους “ως εκ περισσού” τους  ‘ρωτούσαν (αν τους ‘ρωτούσαν) και αυτοί συνήθως δεν έφερναν αντίρρηση στους μεγάλους, γιατί διαφορετικά γίνονταν “ο χαμός” στο σπίτι…

           Πράγματι οι δύο νέοι της ιστορίας μας, όχι μόνον ήσαν “παιδιά” με λογική και φρονιμάδα,  αλλά διαφαίνονταν ότι μεταξύ τους υπήρχε και συμπάθεια. Που και πως είχαν γνωριστεί, ώστε να δημιουργηθεί αυτή η συμπάθεια, η ιστορία έχει ως εξής…. Ο Αντώνης και η Ευανθία……. Οι γονείς της την αποκαλούσαν Ανθή, αυτή όμως προτιμούσε το Ευανθία ως πιο εύηχο και γιατί περιείχε…. το ευ = το καλό!……. όπως λέγονταν η κοπέλα, είχαν γνωριστεί (άσχετα με τις επαφές και συζητήσεις που έκαναν οι γονείς τους στην Κρήτη εκείνη την εποχή), σε κύκλους συμπατριωτών τους (Γεραπετριτών) στην Αθήνα.  Μάλιστα έτυχε η δουλειά τους να βρίσκεται σε δύο πολύ κοντινά μεταξύ τους κτίρια. Η Ευανθία φοιτούσε στο “Μαράσλειο Διδασκαλείο” και ο Αντώνης υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία - γιατρός στο “Θεραπευτήριο του Ευαγγελισμού”, όπως είδαμε.  

           Οι δύο νέοι ταίριαζαν πολύ. Ανήκαν στην ίδια, επαρχιακή μεν αλλά ανώτερη κοινωνική τάξη και είχαν ανάλογη οικογενειακή ανατροφή. Είχαν γνωριστεί οι ίδιοι από μόνοι τους, σε ανύποπτο χρόνο και περιστάσεις, χωρίς μεσολάβηση κανενός. Μάλιστα η Ευανθία, όχι σπάνια,  επισκέπτονταν τον Αντώνη απέναντι, είτε σαν εθελόντρια για περίθαλψη πασχόντων, αλλά και για “μια καλημέρα” στο φίλο - συμπατριώτη, σ’ ένα διάλλειμα του μαθήματος. Δεν χρειαζόταν λοιπόν προξενιό για να γίνει γνωριμία, ούτε προξενητές, που φέρνουν σε αμηχανία και “κουμπώνουν σαν στρείδια” τα απονήρευτα παιδιά. Παραπάνω, είχε αποκτηθεί πολύ καλή “χημεία” αναμεταξύ τους και το ήξεραν κι οι ίδιοι.  

          Έλα όμως που υπήρχε “προβληματάκι” με τον Αντώνη να προχωρήσει σε σχέση… Ο γιατρός  στο Νοσοκομείο, - μυστικά όσο μπορούσε - τα “είχε φτιάξει” (πέραν με τα άλλα “τσιλημπουρδήματα” του) με  νεαρή νοσοκόμα, την Νίτσα… Για το “αμόρε” αυτό του γιατρού, μάλιστα, κάτι είχε πιάσει το αυτί, ή η γυναικεία διαίσθηση, της Ανθής…

           Για τον σπουδαίο λόγο του γάμου και οι τέσσερεις γονείς είχαν ανέβει στην Αθήνα να δουν και να  συζητήσουν με τα παιδιά τους. (Χωριστά με το παιδί της η κάθε πλευρά, εννοείται). Είμαστε στο μεσοκαλόκαιρο του ’20.  Όμως όταν, αισιόδοξοι και περιχαρείς, ξεκίνησαν την σχετική συζήτηση, από τα βλαστάρια τους συνάντησαν “παγωμάρα”, μία μη αναμενόμενη αντίδραση. Τα παιδιά, που δεν είχαν - βέβαια - μεταξύ τους καμία  προ συνεννόηση και αγνοούσαν τι θα τους έλεγαν οι γονείς τους, φάνηκαν διστακτικά κι’ αναποφάσιστα. Επιφυλάχτηκαν ν’ απαντήσουν θετικά, χωρίς να επικαλούνται συγκεκριμένο λόγο, αλλά πάλι δεν απέκλεισαν το ενδεχόμενο ευτυχούς κατάληξης του σεναρίου να “στεφανωθούν”.  Οι “γέροι” εξεπλάγησαν  -“οι κακομίτσιδες”-  για τη μη ανταπόκριση “τω κοπελιώ ντως”, περισσότερο αφού γνώριζαν ότι καθ’ ένα εκφράζονταν για το άλλο με ενθουσιασμό, μέχρι πριν τη συζήτηση περί γάμου. Κάθε γονέας, μοιραία, σκέφτηκε ότι το παιδί του ήταν αισθηματικά δεσμευμένο με άλλο πρόσωπο.

          Οι γονείς του Αντώνη, γνωρίζοντας το “βίο και την πολιτεία” του γιού τους από τα φοιτητικά του χρόνια στην Ιταλία και τη Γαλλία, μάλλον ήταν βέβαιοι για “μπλεξίματα” του. Οι γονείς της Ευανθίας σκέφθηκαν κι’ αυτοί ότι πιθανόν να έχει επισυμβεί κάτι τέτοιο στην κόρη τους….. Ξέρετε, όλοι οι επαρχιώτες και μέχρι τα νεώτερα χρόνια, νόμιζαν ότι η Αθήνα είναι ένα μεγάλο “διαφθορείο” και οι νέοι σαν έρχονται για σπουδές στις μεγαλουπόλεις “χαλάνε”, καταστρέφουν τα ήθη τους, αυτά τα “αγνά” που (υποτίθεται) “κουβαλούν” από τα σπίτια, τη κοινωνία και τα σχολεία  στην “αγνή” επαρχία. Οπωσδήποτε με τις κοπέλες το πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο. Για τ' αγόρια όχι τόσο, αφού ήταν επιθυμητό μετά την εφηβεία τους να “αλητέψουν”, για να γίνουν κάποια μέρα “άντρες”……

         Η Ευανθία είχε δώσει “μάχη” με τους γονείς και παππούδες της να της επιτραπεί να σπουδάσει παιδαγωγική στην Αθήνα. Για ένα κορίτσι της εποχής εκείνης το απολυτήριο Γυμνασίου ήταν το έσχατο σημείο καλλιέργειας που του επιτρεπόταν να φθάσει. Πόσο μάλλον που η Ευανθία είχε μεγαλώσει με Γαλλίδα γκουβερνάντα και με δάσκαλο πιάνου στο σπίτι της. Υπερεπαρκούσαν αυτά σε μια κοπέλα (συν η μεγάλη προίκα οπωσδήποτε. Η ομορφιά και ο χαρακτήρας της έπαιζαν ρόλο, αλλά δευτερότερο!) για να κάνει τον “καλλίτερο γάμο”. Κάθε  παραπάνω μόρφωση ήταν εκ του πονηρού και ανάρμοστη στον κατά την φύσιν προορισμό του θήλεος.

           Μετά την πρώτη ψυχρολουσία γονέων, και των τέκνων, και με τον φόβο των πρώτων να μην προκληθεί “ανήκεστος βλάβη” στην μέχρι τότε τόσο ωραία “στημένη” υπόθεση, όλοι έκαναν ένα “βήμα πίσω” για να σκεφθούν πιο ψύχραιμα. Κανείς δεν ήθελε “να τραβήξει το σκοινί”, φοβούμενος μην σπάσει. Όλοι αναγνώριζαν την σπουδαιότητα του συζητούμενου γάμου. Προφανώς αυτά τα πράματα δεν γίνονται χωρίς πρώτα να συνειδητοποιηθούν, ούτε με το ζόρι, πολύ περισσότερο. Χρειάζονταν χρόνο, δεν είναι: “Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε”! Σίγουρα ο στόχος δεν έπρεπε να χαθεί. Θα ήταν  κρίμα να “χαλάσει” ένα τόσο ωραίο “σενάριο” (Τέλειο από κάθε άποψη όντως)  που θα ‘ταν δύσκολο να ξανά/αναζητηθεί και επανέλθει με άλλους. Και με ποιους άλλους, αλήθεια;  Εύκολα βρίσκονται γαμπροί σαν τον Αντώνη και νύφες σαν την Ευανθία;

           Την άλλη ημέρα η αναστάτωση είχε καταλαγιάσει. Οι νέοι υποσχέθηκαν στους γονείς τους, αόριστα όμως, να εργαστούν για να “ευοδωθεί η δουλειά”.  Με τη πιο πάνω υπόσχεση στις βαλίτσες τους “οι γέροι” αναχώρησαν για τη Κρήτη και στα “παιδιά” έμεινε η  ευθύνη του χειρισμού και της  διεκπεραίωσης της υπόθεσης. Τα παιδιά…. ποια “παιδιά”… Ο Αντώνης 29-30, κοτζάμ γιατρός, ήταν απόφοιτος δύο πανεπιστημίων της Ευρώπης, σε εποχή που οι περισσότεροι δεν είχαν βγει από το χωριό τους, η Ευανθία 21-22 “Μαΐων” μεν, αλλά με μυαλό και γνώσεις καθηγήτριας….. Και οι δύο ήσαν διαμορφωμένες και δυναμικές προσωπικότητες.….

5. Οι αισθηματικοί  προβληματισμοί των νέων

           Ο Αντώνης καταλάβαινε ότι στους ώμους του έπεφτε το βάρος και η ευθύνη να προχωρήσει η υπόθεση. Ήθελε να παντρευτεί και η γυναίκα του να είναι αντάξια των δικών του προσόντων.  Αναγνώριζε ότι η Ευανθία (κοπέλα σαν τα “κρύα νερά”) ξεπερνούσε ακόμα και τις πιο αυστηρές προδιαγραφές που μπορούσε να θέσει. Επίσης, ότι είχε έρθει η ώρα να “προσγειωθεί” στην Ελληνική πραγματικότητα, γιατί στη μακρόχρονη παραμονή του στην Ευρώπη είχε “κακομάθει”. Πόσο όμως εύκολο, ακόμα και επιθυμητό, ήταν αυτό για τον ίδιο προσωπικά; Με αρκετές  εμπειρίες στο “ενεργητικό” του, είχε καταλήξει στην ακόλουθη κοσμοθεωρία σχετικά με τις γυναίκες:

           Όλοι οι έρωτες έρχονται και παρέρχονται, μεγάλες αγάπες καταλήγουν σε πράξεις “ρουτίνας” και “βαρεμάρας”, ή εκφυλίζονται παντελώς. Ήταν της γνώμης ότι οι ερωτικές σχέσεις των ανθρώπων, προκειμένου να τους δίνουν πάντα ηδονή και χαρά, έπρεπε να είναι ελεύθερες, όπως περίπου συμβαίνει στα ζώα. Στο μεγάλο θέμα της οικογένειας, φρονούσε ότι υπάρχει μεγάλη καταπίεση. Ισότητα στα ζευγάρια δεν υπήρχε, αφού ο άντρας εθεωρείτο ανώτερος. Οι παρεμβάσεις των γονέων ήταν συχνά ολέθριες στις σχέσεις ενός ζευγαριού. Η υποκρισία “πήγαινε σύννεφο”.  Όλοι παριστάνουν τους ευτυχισμένους μέσα στα “χρυσά δεσμά του γάμου”, ενώ όλοι έχουν κατά νουν, με την πρώτη ευκαιρία, να τα καταπατήσουν ακόμα και με το πιο ποταπό τρόπο.

           Τώρα, με την τελευταία “φιλεναδίτσα” του, την Νίτσα, ο Αντώνης περνούσε “ζάχαρη”. Την εύρισκε ελκυστική και καλού-ήπιου χαρακτήρα, όμως στη σχέση μαζί της δεν έβαζε (δεν είχε βάλει απ’ αρχής) προοπτική γάμου. Ο λόγος ήταν ότι η οικογένεια της ήταν φτωχή και χαμηλής κοινωνικής τάξης, ενώ και η μόρφωση της ίδιας δεν ξεπερνούσε τις γνώσεις του δημοτικού σχολείου. Η αγραμματοσύνη της, είναι αλήθεια,  πολλές φορές τον είχε φέρει σε αμηχανία.  Λόγω των πολεμικών γεγονότων και των έκτακτων αναγκών που δημιουργήθηκαν, είχε “χρισθεί” βοηθός - νοσοκόμα μετά από ολιγόμηνη μαθητεία και πρακτική εμπειρία μέσα στο Νοσοκομείο. Αν την παρουσίαζε επισήμως σαν γυναίκα του, οι μεν γονείς του θα αρρώσταιναν από ντροπή, η δε “καλή κοινωνία” της Ιεράπετρας θα τους καταφρονούσε έως χλευασμού.  

           Έπρεπε  - και επειγόντως -  να βρει τρόπο να την απομακρύνει, για να μπορέσει να δοθεί ελεύθερος στην Ευανθία. Το τελευταίο τον άγχωνε ασφαλώς, αλλά επειδή το είχε  “διατρέξει” στις προηγούμενες σχέσεις του (και ωμά ο ξεδιάντροπος, το είχε “ξεκαθαρίσει” και στη Νίτσα από την αρχή της σχέσης τους), ήταν βέβαιος ότι θα τα κατάφερνε,  γι’ άλλη μια φορά, να τη κοπανήσει “αβρόχοις ποσί”…… Οι καημένες οι φτωχές κοπέλες, σκέφτονταν, υποτάσσονται χωρίς πολλές διαμαρτυρίες στην κακή τους μοίρα! Το όνειρο τους να παντρευτούν ένα  “πριγκιπόπουλο” (σαν την “αφεντιά” του) μόνο στα παραμύθια της γιαγιάς βγαίνει αληθινό.

          Είχε ένα ακόμα λόγο να θέλει στα γρήγορα να απαλλαγεί από τη Νίτσα. Είχε  αρχίσει να “σηκώνει μύτη”, δηλαδή να αποκτά “δικαιώματα”, αφού η ερωτική τους σχέση ήταν  προχωρημένη. Επιμελώς, βέβαια, ο Αντώνης έκρυβε το δεσμό αυτό. Οι λόγοι ευνόητοι: Να μην “χαλάσει τη μόστρα” του στους γνωστούς του …… Βέβαια ο έρωτας είναι το ένα από τρία πράγματα που δεν κρύβονται (το χρήμα και ο βήχας τ' άλλα δύο). εκτιθέμενος σε σχέση καταδικασμένη. Αλλά και γιατί - πολύ σοβαρό αυτό - το νοσοκομείο  ήταν σαν στρατόπεδο εκείνα τα χρόνια.  Ήταν στέγη δυστυχίας και πόνου χιλιάδων στρατιωτών, αυτός στρατιώτης επίσης εν καιρώ πολέμου. Ούτε λόγος ότι όφειλε να είναι “τύπος και υπογραμμός”, γιατί με το πρώτο στραβοπάτημα θα μπορούσε να βρεθούν, αυτός μεν στο Σαγγάριο και την Αλμυρά έρημο….. να τουφεκά Τσέτες αντάρτες, η δε “σουσουράδα” στο σπίτι της άνεργη και ηθικά στιγματισμένη….    

          Η Ευανθία…. ήτονε στολισμένη μ’ όλες τσι χάρες κι αρετές…. που ο ποιητής Βιτσέντζος Κορνάρος αποδίδει στην Αρετούσα! (Ερωτόκριτος Α΄57-66). “Κλασσική” ομορφιά, τύπο, φινέτσα, πνεύμα σπινθηροβόλο κι εμφάνιση επιβλητική, πέραν - βέβαια - αρετής και χαρακτήρα.  Γνώριζε καλά τον προορισμό των γυναικών ν’ αποκτήσουν σύζυγο και οικογένεια και ενέκρινε το γιατρό. Κολακευόταν να γίνει σύζυγος γιατρού. Της άρεσε και σαν άντρας - να το πούμε καθαρά - όπως ενδόμυχα παραδεχόταν και η ίδια αλλά τόσο “προχωρημένες σκέψεις” δεν αρμόζουν σε μια καθώς πρέπει δεσποινίδα!....  

         Οπωσδήποτε - σκεφτόταν - προηγουμένως έπρεπε να  ξεκαθαριστεί αν κάτι, ή “τι τρέχει” με την Νίτσα.  Το δεσμός τους, αν και πόσο σοβαρός ήταν, αυτή δεν μπορούσε να ξέρει. Ήθελε να πιστεύει ότι ήταν ένα από τα πολλά επιπόλαια φλερτ του ερωτιάρη γιατρού. Αν όμως είχαν “λογοδοθεί” (κατά την έκφραση της εποχής) θα έπρεπε να φύγει μακριά!  Κατά κανένα τρόπο δεν θα (κατά)δεχόταν η προίκα της να “κάνει χαλάστρα” σε σοβαρό δεσμό άλλων κοριτσιών. Το ζήτημα λοιπόν ήταν:  Θα μπορούσε ο γυναικοκατακτητής Αντώνης να μετεξελιχθεί σε πιστό και αφοσιωμένο σύζυγο;…. Ήταν πολύ προβληματισμένη γι’ αυτά….

6.  Το ραντεβού  στην  πλατεία  Συντάγματος

          Το ραντεβού για να μιλήσουν κλείστηκε, σε μια ήσυχη γωνιά κεντρικού ζαχαροπλαστείου της πλατείας Συντάγματος.  Ήταν ένα απόγευμα, ημέρα Δευτέρα, 2 Αυγούστου 1920…..


          Πολλές φορές είχαν συναντηθεί στην τελευταία διετία που γνωρίζονταν, όμως αυτή η συνάντηση τους θα ‘ταν τελείως διαφορετική…. Ξεκίνησαν τη κουβέντα τους φιλικά, με τους καλύτερους οιωνούς και τις καλλίτερες προθέσεις, όμως από την αρχή της συζητήσεως “το κλίμα φάνηκε να στραβώνει”. Δεν έθεσαν το θέμα τους σε σωστή βάση από την πρώτη ώρα, η κουβέντα τους γρήγορα πήρε λάθος τροπή, ξεστράτισε όλως δι’ όλου........ Κι’ αυτή η ζέστη μέσα στο κατάστημα, αν δεν την μετρίαζαν μεγάλοι ανεμιστήρες οροφής, θα ήταν αφόρητη!

          Η αγαθή αλλά άπειρη («άβγαλτη») κοπελίτσα “μπήκε φουριόζα” στον συνομιλητή της. Με μέθοδο “μαιευτική”, τον έκανε να της αποκαλύψει τα πιστεύω και τις αντιλήψεις του. Καθόλου όμως δεν τις άρεσαν οι ελευθεριάζουσες απόψεις του. Διαφώνησε μ’ αυτές και δεν δίστασε να τις “κατακεραυνώσει”. Η Ευανθία υπήρξε επιθετική απέναντι στο κοσμοπολίτη άντρα, όμως προχώρησε (άθελα της;) παραπάνω. Σκέφθηκε “να του εξηγηθεί σταράτα” μην αύριο την καταπιέζει και δυστυχήσει. Και -πρωτάκουστο- είπε ότι αυτή η “κάθετη αντίθεση” της είχε “βαθύ ιδεολογικό χαρακτήρα”!  

           Ο Αντώνης -κι’ αυτός- δεν βρέθηκε σε καλή “φόρμα” εκείνη την ημέρα. Έδειξε, αλαζονικά, ότι ήθελε μια σύζυγο - αντίγραφο “πιστής Πηνελόπης”!  Να ανατρέφει τα κουτσούβελα τους ολημερίς στο σπίτι, ενώ αυτός θα βρίσκονταν στο ιατρείο, στα κτήματα, στο καφενείο και στις λέσχες, χωρίς να δίνει και πολύ λογαριασμό που και με ποιους βρίσκεται, πότε μπαίνει – πότε βγαίνει από το σπίτι και  που και πόσα λεφτά ξοδεύει….. “Λάθος πόρτα είχε κτυπήσει”!

           Η Ευανθία ανέφερε ότι θα ασκούσε ενεργά και δραστήρια το λειτούργημα της παιδαγωγού. Δεν θα ήταν μια γυναίκα, να την “κλείσεις στο σπίτι”…. Η κοινωνία βέβαια δεν ήταν έτοιμη για τέτοιες  αλλαγές και απέκρουε κάθε σκέψη χειραφέτησης των γυναικών. Ανήκουστο να εργάζεται γυναίκα – σύζυγος, που κοινωνικά ανήκε σε ανώτερη τάξη. Αυτό που φοβόταν οι γονείς της (όμως με εντελώς άλλο περιεχόμενο) είχε επισυμβεί. Η Αθήνα την είχε “διαφθείρει”….

          Πολύ καθαρά και ήρεμα,  μετ’ από λίγο, ανακοίνωσε στον έκπληκτο συνομιλητή της ότι είναι οπαδός επαναστατικών ιδεών! Τουτέστιν των αναρχικών -  κομουνιστικών - ανατρεπτικών θεωριών των  Μαρξ,  Έγκελς και Λένιν!  Μάλιστα ότι είχε σκοπό ένθερμα να “δουλέψει” για την διάδοση τους στο λαό!  Είχε γίνει δε, ως απεκάλυψε, κρυφά από όλους τους δικούς της (εννοείται), μέλος του νεοσύστατου τότε “Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ)”. 

              Είχε ιδρυθεί το Νοέμβρη του 1918.  Το Νοέμβρη/Δεκέμβρη του ‘24 θα μετονομαστεί σε “Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ) – Ελληνικό Τμήμα της ΚΔ”.   

           “Έμεινε με ανοικτό το στόμα” ο συντηρητικών αντιλήψεων Αντώνης…. Όταν συνήλθε σκέφθηκε μέσα του ότι ….. η “μικρά  τα ‘χε  παίξει”,  “χωρίς πλάκα, είχε λαλήσει”! Απειρία και πείσματα των νιάτων!; Ποιος ξέρει!  Λες και συναντήθηκαν για να αναλύσουν και να λύσουν πολιτικά, κοινωνικά και φιλοσοφικά προβλήματα του κόσμου και όχι να μιλήσουν για μιαν αγάπη που έπρεπε να κτίσουν, για ένα σπιτικό που πήγαιναν να στήσουν! 

7. Προξενιό - τέλος

           Το χάσμα αντιλήψεων για τα κοινωνικά θέματα έδειξε να είναι πελώριο. Η συζήτηση για την (οποιαδήποτε) σχέση με την Νίτσα είχε νόημα;  Ο γιατρός υπολόγιζε να βρεθεί μετεξεταστέος σ’ ένα μάθημα, σ’ αυτό των ερωτοτροπιών, όμως τελικά δεν τα πήγε καλά και σε άλλα, έτσι φάνηκε ότι “απερρίφθη” από την “ανακρίτρια” του. Στην αρχή έδειξε απορημένος και ίσως προσβεβλημένος, διότι άλλα περίμενε και άλλα βρήκε.

           Αλλιώς γνώριζε ή φαντάζονταν να είναι οι  “χωριατοπούλες”, αυτός Ευρωπαίος. “Είδε κι’ έπαθε” να πείσει τον εαυτό του να εγκαταλείψει την Νίτσα…. την είχε -μήπως- ψιλο-ερωτευθεί κι’ αυτήν και γι’ αυτό αφέθηκε “χαλαρός”, άφησε στη τύχη, δεν “κυνήγησε”, δεν διεκδίκησε με πιο θετικό τρόπο την Ευανθία;… Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! ……. και τώρα από την Ανθούλα έτρωγε “χυλόπιτα” (;), αυτός που δεν είχε φάει ποτέ στην ζωή του, από καμιά γυναίκα;  

           Τέλος πάντων!  Δεν τον “έπαιρνε” -και προς τι;-  να συνεχίσει. Δεν μου ταιριάζει, συλλογίστηκε και κάπως ηρέμησε. Τι δηλαδή, να μπλέξω;  Αυτό ψάχνω να βρω;  Μια πεισματάρα γυναίκα;  Δεν είναι η σύζυγος που γυρεύω….. δηλαδή οι γονείς μας -και των δύο οι γονείς- γυρεύουν για λογαριασμό μας! …. Εγώ μπορώ να “βολεύομαι” μια χαρά με την Νίτσα ή με την όποια Νίτσα….  Δεν είμαι ακόμα ώριμος για οικογένεια, προηγουμένως έχω πολλά να κάνω…..

           Η προοπτική για “στεφάνι”, με τέτοια διαφορά απόψεων και στόχων στη ζωή, είχε “πάει περίπατο”.  Το κατενόησαν και οι δύο, χωρίς ρητά να το ομολογήσουν στη συζήτηση.   

           Όμως, μόνο κατά τη “κοσμοθεωρία” τους διέφεραν, που σαν νέοι - νεοφώτιστοι υπεστήριζαν με φανατισμό  (Αυτό για τη κοπελιά ίσχυε σε υπερθετικό βαθμό).  Κατά τα άλλα δεν υπήρχε πρόβλημα να παραμείνουν φίλοι, όπως άλλωστε ήσαν και οι γονείς τους στην ιδιαίτερη πατρίδα τους.  Εύρισκαν πολύ ενδιαφέροντες τύπους ο ένας τον άλλο και αναγνώρισαν ότι είχαν δεθεί σαν άνθρωποι,  με το άνοιγμα της καρδιάς τους,  με την ειλικρινή εξομολόγηση, που ο καθένας τους είχε κάνει.  

           Αγκαλιάστηκαν και είπαν να  (ξανά) φιλιώσουν, να μη φύγουν μεταξύ τους “τσαντισμένοι”.  Έτσι εκτονώθηκαν κι αναθάρρησαν και οι δύο. Το άγχος που τους διακατείχε έφυγε! Δεν βαριέσαι αδελφέ, δεν μας  βιάζει κανείς και για τίποτα.  Δεν μας πήραν και τα χρόνια!  Έχουμε τις καριέρες μας - πρώτα απ’ όλα να κοιτάξουμε.  Και όταν θα ‘ρθει η ώρα βλέπουμε….  Κανείς δεν χάνεται,  καθ’ ένας  έχει την τύχη του. Και στο κάτω-κάτω της γραφής…. “έχει κι’ αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια”…. Ξεκίνησαν να λένε και όμορφες ιστορίες από την ζωή τους, άσχετες. Δεν άργησαν και τα εκατέρωθεν κομπλιμέντα.  Χαμόγελα και γέλια στο τέλος έσκασαν στα χείλη τους… Τι σου είναι οι νέοι!   Και πόσο λίγο απέχει ο καλός λόγος από την παρεξήγηση, η χαρά από την λύπη….    

           “Με τους γονείς μας “είντα” κάνουμε;  Είντα τους λέμε που περιμένουν πως και πώς να τους δώσουμε  την χαρμόσυνη είδηση;”…..  “Την αλήθεια! Τι άλλο μπορείς να τους πεις για μια τέτοια τόσο λεπτή και σοβαρή υπόθεση;” Σίγουρα δεν τους είχαν εκθέσει με ανάρμοστες συμπεριφορές. Στην μακρινή Γεράπετρο, άλλωστε, δεν “κάτεχε κιαείς πράμα”.  Οι γονείς τους, από την αρχή, ήσαν προσεκτικοί απέναντι στη κοινωνία της πόλης (επιρρεπέστατης σε κουτσομπολιά) και αναμεταξύ τους αξιοπρεπείς στο έπακρον. Η απόφαση των παιδιών τους θα τους στενοχωρούσε πάρα πολύ (…..όντως οι άνθρωποι κοντέψαν να πεθάνουν, όταν έμαθαν τα νέα), όμως αφού ήταν ομόθυμη, δεν θα τους έπεφτε λόγος.  Θα το ξεπερνούσαν!

8. Οι δρόμοι τους χωρίζουν

           Στο ίδιο αυτό ραντεβού, που διήρκεσε, χωρίς να το καταλάβουν, πάνω από τρεις ώρες, μίλησαν και για τα μελλοντικά τους σχέδια, που φευ!, δεν θα ήταν κοινά. Ο Αντώνης, που θα απολύονταν τον επόμενο μήνα από τον στρατό, σχεδίαζε να υπηρετήσει για διάστημα ακόμα 18 - 24 μηνών σε άλλο (μη στρατιωτικό) νοσοκομείο της Αθήνας ή της επαρχίας, για να συμπληρώσει την πρακτική του εκπαίδευση και να πάρει ειδικότητα στη παθολογία. Εύρισκε ότι είχε έλλειμμα στην προετοιμασία του για να ασκήσει ελεύθερο επάγγελμα. Στον “Ευαγγελισμό” γνώρισε πολλούς τραυματίες και ανάπηρους πολέμου και λίγους πραγματικούς ασθενείς.

            Προτιμούσε ένα άλλο νοσοκομείο, κυρίως για να ξεφύγει εντελώς από τη Νίτσα, κίνηση που είχε αποφασίσει να κάνει άμεσα, έτσι κι’ αλλιώς. Μετά, την επιστήμη του -ως παθολόγος-  θα την ασκούσε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου μια “δεξαμενή πελατών” - λογάριαζε - να είναι στην διάθεση του. Η θέση της οικογένειας του στη τοπική κοινωνία, του έδινε πλεονέκτημα. Τέλος, παράλληλα με την κύρια δουλειά του, σιγά-σιγά  θα έπρεπε να αρχίσει να  ασχολείται και με την επιμέλεια της πατρικής περιουσίας τους. Πλήρη ενασχόληση με τα περιουσιακά θα είχε μετά τα γεράματα του πατέρα του...

          {Για την ακρίβεια, η μητέρα του ήταν η πιο πλούσια. Όμως  -έτσι γίνονταν τότε- με τον γάμο της κάθε κόρη παραχωρούσε (με νομικό έγγραφο, το προικοσύμφωνο) όλα τα δικαιώματα να κατέχει και διαχειρίζεται την προίκα της ο προικολήπτης  άντρας της…  και αφέντης και  “κύρης” της…}

           “Καλή επιτυχία Αντώνη, και τη θεωρώ σίγουρη!  Και να μη παραμελείς να διαθέτεις χρόνο και  για την οικογένεια σου, όταν αποκτήσεις….. Μάλιστα, θα μου έδινες χαρά, σαν δασκάλα, να διδάξω τα πρώτα γράμματα στα παιδιά σου…”  Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση της η Ευανθία και οι δύο νέοι αγκαλιάστηκαν ξανά. Παραξενευμένοι τους κοίταξαν θαμώνες από τα παραδίπλα τραπέζια.

           “Τον ερχόμενο μήνα παίρνω το πτυχίο μου από τη Παιδαγωγική Ακαδημία. Δεν θα ξαναγυρίσω στην Ιεράπετρα, τις καθημερινές να κεντώ τα προικιά μου με μεταξένιες κλωστές, τα βράδια να διαβάζω και να συγκινούμαι με τα πάθη του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας….  Και τις Κυριακάτικες εσπέρες με τους γονείς μου δεξιά/ζερβά  -σαν να είμαστε  ζυγαριά- και κάνοντας μου υποδείξεις  -μέσα από τα δόντια τους-  να χαμογελώ ακόμα και σ’ ανθρώπους που δεν εκτιμώ… να εκτίθεμαι ως εμπόρευμα  - νύφη πολύφερνη - σε  μικροαστικά σαλόνια”!   (Γελούν. Μικρή σιωπή)   “Θα κάνω αίτηση να διορισθώ σε δημόσιο σχολείο”……   

         - “Μα ξέρω, Ανθή, κι όχι μόνο από ‘σένα, αλλά από συμμαθήτριες σου, ότι οι καλοί σου βαθμοί, άνετα σου δίνουν δυνατότητα να προσληφθείς στο καλλίτερο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο της  Αθήνας”.

         - “Θέλω να δουλέψω στην επαρχία, σε άπορα παιδιά, ανθρώπους που έχουν ανάγκες χωρίς να διαθέτουν χρήματα”.

         Ο Αντώνης απορεί…. Πολύ ιδεαλίστρια η “δικιά μου, σε καλό να της βγει”…… Παντού υπάρχουν φτωχοί Ευανθία!  Να διαλέξεις, λοιπόν, να υπηρετήσεις τον τόπο μας…. Αλλιώς, πως θα διδάξεις γράμματα στα παιδιά μου; Εσύ μόνη σου το υποσχέθηκες…”.

         -“Κάποια μέρα θα ξαναγυρίσω! Δεν ξεφεύγει κανείς από τον τόπο που γεννήθηκε και έχει τις παιδικές του αναμνήσεις….. (Με αινιγματικό χαμόγελο)…. Παρ’ εκτός και δημιουργήσω αλλού υποχρεώσεις, που δεν μου το επιτρέψουν… Πάντως για κάποια χρόνια, το έχω ήδη  αποφασίσει, θα υπηρετήσω στην Μακεδονία. Εκεί υπάρχουν τρομακτικές ανάγκες και εθνικοί λόγοι. Θα ζητήσω να διοριστώ -συγκεκριμένα- στην Καβάλα… (Χαμογελαστά, σιγά, κάπως συνωμοτικά)… Εκεί υπάρχει εργατιά, καπνεργάτες. Πολλοί απ’ αυτούς είναι συνειδητοποιημένοι ταξικά και οργανωμένοι σε σωματεία. Θα ήθελα πολύ να προσφέρω -στη βάση- για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Μαζί με την αγροτιά!  Η συμμαχία εργατών και αγροτών είναι απαραίτητη για τη νίκη του λαού”!  Η συμμαχία εργατών - αγροτών παριστάνεται με το σφυρί και το δρεπάνι διασταυρωμένα στη κόκκινη σημαία….

Άιντε-άιντε!  Ξανά-μανά  τα ίδια!  Τελείως τα ‘χει παίξει η μικρή με το “χούι” της, σκέφτηκε!  Όμως είχε ήδη αρχίσει να “δουλεύει” μια μεταστροφή μέσα του… Διέκρινε, και το εκτίμησε, ότι η “νεαρά” έχει ήθος και ανθρωπιστικά ιδανικά. Υψηλά ιδανικά, που ποτέ αυτός δεν είχε σκεφθεί καν να βάλει στη ζωή του…

         “Ανθή, να μείνω με την διαβεβαίωση σου ότι στην Ιεράπετρα κάποια μέρα, σε όχι μακρινό μέλλον, θα ξαναβρεθούμε και θα κάνουμε παρέα;… Μέχρι τότε, μου επιτρέπεις να σου στέλνω όπου κάθε φορά είσαι, μια ευχητήρια κάρτα κάθε χρόνο στις γιορτές;” ….. Η Ευανθία με χαμόγελο:  “Θα ανταποκρίνομαι με χαρά”!……  Ο Αντώνης παίρνει θάρρος: “Να πούμε και ότι σε ανάμνηση της σημερινής ημέρας, κάθε τέτοια μέρα του χρόνου, θα ανταλλάσσουμε και ένα γράμμα με τις ειδήσεις μας;…..τα νέα μας;”……..    “Τέλεια!  Σ’ ευχαριστώ Αντώνη”!

9. Στοχασμοί του γιατρού

            Κάθε μέρα, κάθε φορά που ξαπλώνει να κοιμηθεί… μετά από εκείνο το ζεστό Αύγουστο του ’20….. οι ίδιες σκέψεις τον κυνηγούν…. “Τι έφταιξε, αλήθεια, και πήγε στραβά το πράμα;….. Σήμερα συμπληρώνονται και τέσσερα χρόνια από τότε….. Αστραπιαία, δεν μεταδίδεται ο έρωτας; Με την πρώτη ματιά που ανταλλάσσουν οι δύο νέοι; Τα άλλα, τι χρειάζονται; Πάλι, οι πατροπαράδοτοι ηθικοί κανόνες δεν έπρεπε να τηρηθούν;...... Πάντως, ανωριμότητα και επιπολαιότητα δείξαμε στον χειρισμό της μεγάλης μας υπόθεσης και οι δυο μας….. Μια πρόταση αγάπης - γάμου, που είχε όλες τις προϋποθέσεις να γίνει με φυσικό τρόπο, την στραπατσάραμε και τη τελειώσαμε τόσο αδέξια”!  

          Και καλά οι επαρχιώτες γέροι μας που ζουν στον περασμένο αιώνα και η άπειρη κοπέλα. Εγώ; Πως την πάτησα έτσι; Αντί, όπως αρμόζει σε “τζέντλεμαν”, να της μιλήσω για την αγάπη που με είχε εμπνεύσει, και μόνον γι’ αυτήν, στο πρώτο ραντεβού μας… αφού τέλος πάντων είχα “τσιμπηθεί” μαζί της και είχα αποφασίσει να την παντρευτώ... έπεσα στη “λούμπα” στις αφελείς ιδεοληψίες της παιδίσκης να αντιπαραβάλω τις…… έκλυτες θεωρίες μου για το γάμο κ.ά. παρόμοια.  Τι βλακείες!  Τι παιδαριώδη πείσματα!..... Κακό και το timing, που λέμε. Μας ενοχλούσε συνεχώς και αυτή η αφόρητη Αυγουστιάτικη ζέστη…… 

           Έβγαλε από τη μεγάλη τσάντα, όπου τα βιβλία και άλλα σύνεργα της δουλειάς του,  ένα μικρό φάκελο. Παντού σαν πήγαινε μακριά, τον έπαιρνε μαζί του. Είχε μέσα τα επτά γράμματα που είχε λάβει απ’ αυτήν τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια, καθώς και αντίγραφα των αντίστοιχων δικών του.  Τα είχε πια απ’ έξω μάθει, τόσες φορές που τα είχε διαβάσει. Μια Χριστουγεννιάτικη κάρτα και μια επιστολή τον Αύγουστο είχαν συμφωνήσει ν’ ανταλλάσσουν το χρόνο, που είχαν εξελιχθεί όλα σε μακροσκελή γράμματα……  “Όσον-ούπω” περίμενε τη 8η επιστολή της, για να στείλει τη δική του,  κάπως ανήσυχος μη διακοπεί αυτό το “serie”!  

           Αλλά - πάλι -  πόσο θα “το τραβούσαν” ακόμα;  Και οι δύο τους  βρίσκονταν  υπό καθεστώς  ιδιότυπης ομηρίας. Μήπως - και οι δύο - είχαν μπλέξει άσχημα;  Οι επιστολές που αντάλλασσαν ήταν πολυσέλιδες, ενδιαφέρουσες, θερμές, αλλά και συγκρατημένες ταυτόχρονα. Όλες οι λέξεις τους προσεκτικά διατυπωμένες. Περιέγραφαν  κυρίως, τη ζωή και τη δουλειά τους στους τόπους  όπου βρίσκονταν, καθώς και γενικά σχόλια για την πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση της χώρας. Ούτε νύξη για την “ταμπακιέρα”. Αναφορές σε πολύ προσωπικά θέματα δεν έκαναν καθόλου, ή έστω αυτές ήταν πολύ “ξώφαλτσες”....  Που, αλήθεια,  το πήγαιναν;

10. Η ζωή στο χωριό της Μακεδονίας

           Η Ευανθία, απόφοιτη της “Μαρασλείου” πλέον και με “Άριστα”, το Σεπτέμβρη του 1920, όπως το είχε ζητήσει η ίδια, στάλθηκε να υπηρετήσει στην διεύθυνση δημοτικής εκπαίδευσης Ανατολικής Μακεδονίας. Μάταια τα παρακάλια του πατέρα της να “λογικευθεί”, “του κάκου” τα κλάματα της μάνας της να γυρίσει στο σπίτι της, εκεί όπου, και “πάνω σε πούπουλα”, την είχαν αναθρέψει.

          Μετά το πρώτο χρόνο, που υπηρέτησε στη πόλη της Καβάλας (όπου αρχικά είχε τοποθετηθεί), ζήτησε να αναλάβει τη κενή θέση σε μονοτάξιο σχολείο ορεινού χωριού της Δράμας, όπου οι διακοπές των μαθητών, όλα παιδιά βοσκών, γίνονταν το χειμώνα. Τότε το χιόνι κάλυπτε τα πάντα και το χωριό εγκαταλείπονταν από τους κατοίκους του. 


          Οι προϊστάμενοι της δίσταζαν να υπογράψουν μια τέτοια μετάθεση, παρ’ όλο που δεν υπήρχε άλλος πρόθυμα διαθέσιμος δάσκαλος. Η μετακίνηση αυτή σαφώς ήταν “δυσμενής” και δεν θα δινόταν σε γυναίκα και μάλιστα “αστέρι”  (όπως την είχαν χαρακτηρίσει). Μόνον όταν τους εξήγησε ότι η μετάθεση αυτή την εξυπηρετούσε ατομικά, διότι είχε εγγραφεί στην Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη διάρκεια του χειμώνα, οπότε θα είχε και αυτή (όπως οι μαθητές της) την άδεια της, θα παρακολουθούσε μαθήματα της σχολής, δέχτηκαν να την εγκρίνουν και πάλι με maximum  παραμονή στην θέση αυτή, όση η προβλεπόμενη διάρκεια σπουδών που είχε ξεκινήσει.

           Στο μικρό ορεινό χωριό της Δράμας η Ευανθία, στα τρία χρόνια που υπηρέτησε, άφησε  σημαντικό, πρωτόγνωρο στην περιοχή, κοινωνικό έργο. Με εθελοντική εργασία κατοίκων  προσέθεσε στο σχολείο νέα αίθουσα διδασκαλίας και χώρο υγιεινής, όπου και λουτρό για τους μαθητές. Πολλά παιδιά λούστηκαν (και με σαπούνι!) για πρώτη φορά μετά τη…… βάφτιση τους!  Καθιέρωσε να λαμβάνουν οι μαθητές υποχρεωτικό πρωινό, με τοπικά προϊόντα (γάλα, τυρί, αυγό, μέλι και γλυκό), που έφερναν κατά τη δυνατότητα τους οι τσομπάνηδες. Συγκέντρωσε βιβλία, δημιούργησε παιδική βιβλιοθήκη. Τα απογεύματα παρέδιδε φροντιστηριακά μαθήματα (δωρεάν – εννοείται) σε τρεις κατηγορίες μαθητών: Στους αδύναμους, ως επανάληψη για την εμπέδωση των μαθημάτων που είχε διδάξει και το πρωί,  στους δυνατούς για περαιτέρω ώθηση και σε εντελώς αναλφάβητους ενήλικες, ώστε να μάθουν ανάγνωση και γραφή, τουλάχιστον.

             Στον Αντώνη  έγραφε με καμάρι για τις καλές επιδόσεις των μαθητών της…… Μια γιαγιά, που ήταν αναλφάβητη, γρήγορα έφθασε σε σημείο να αποστηθίζει εκτεταμένα αποσπάσματα από τον  Όμηρο. Ένας δεκάχρονος μαθητής της, που μόνο το χειμώνα φόραγε είδος παπουτσιών (από δέρμα ζώου), έλυνε “σαν παιγνίδι” δευτέρου και ανωτέρου βαθμού αλγεβρικές εξισώσεις….. Την ιδιαίτερη ευφυΐα του είχε κάνει γνωστή, σε αλληλογραφία της με το υπό ίδρυση εκείνο το καιρό Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης….. Το παιδί, μόλις ενηλικιώθηκε, έγινε δεκτό στο ΜΙΤ (Massachusetts Institute of Technology) της Βοστώνης…..     

          Τις νύκτες μέχρι τα μεσάνυκτα, με φως λάμπας λαδιού, μέσα στην απόλυτη ησυχία του βουνού, που μόνο βουητά του αέρα, θροΐσματα φύλλων δέντρων, βροχές κι’ αστραπόβροντα, κραξίματα από νυχτοπούλια και αλυχτίσματα σκύλων κι’ άλλων άγριων ζώων διέκοπταν, βυθίζονταν στη μελέτη συγγραμμάτων και βιβλίων λογοτεχνίας, μέχρις ότου - αποκαμωμένη - γλυκός ύπνος σφραγίσει τα μάτια της και βυθιστεί στην αγκαλιά του “Μορφέα”! Το πρωί,….. “Ήμος δ’ ηριγένεια φάνη ροδαδάκτυλος Ηώς”….. μόλις ο ήλιος προβάλλει από το βουνό, με το που οι “αλέκτορες φωνήσουν”, ξύπναγε νωχελικά, σηκώνονταν από το αχυρένιο κρεβάτι της και ξεκινούσε με χαρά την ημέρα της…  

11. Ιδεολογικοί προβληματισμοί

           Ο γιατρός, ύστερα από διετή άσκηση σε άλλο μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας, παρ’ όλο που οι προϊστάμενοι του τον εφοδίασαν με άριστες συστάσεις και είχε δελεαστικές προτάσεις για να συνεχίσει να εργάζεται στην πρωτεύουσα, προτίμησε να εγκατασταθεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του, μόνιμα πια. Με την Νίτσα, “καθάρισε” εύκολα, ευκολότερα απ’ όσο περίμενε. Δεν ήθελε κι’ αυτή να το “τραβήξει”, διότι καταλάβαινε ότι τίποτα  δεν θα κέρδιζε, παρά μόνο να κηλιδώσει τ' όνομά της. Της έκανε δώρο και ένα πανάκριβο κόσμημα, διότι σε γενναιοδωρία καθόλου δεν υστερούσε… ήταν “άρχοντας”.... και χώρισαν χωρίς πολλά-πολλά. Το κορίτσι ζήτησε να μετατεθεί αλλού.

          Στην Ιεράπετρα αμέσως φάνηκε ότι τον περίμενε καριέρα λαμπρή. Πολύ καλός γιατρός και φαρμακοποιός, επίμονος, προσεκτικός, εργατικός, προσηνής, σύντομα έγινε “φίρμα” και σε μεγάλο βαθμό εκτόπισε τους “κομπογιαννίτες” και άλλους συναδέλφους του, ξεπερασμένους. Στη κοινωνία παρουσιάστηκε εξ αρχής με σοβαρό χαρακτήρα,  αγνώριστος για όσους τον ήξεραν στα φοιτητικά  του νιάτα. Το “ρέμπελο” παρελθόν του ήταν μια μακρινή ανάμνηση. Αφοσιωμένος αποκλειστικά στη δουλειά του, ιατρική και φαρμακολογία, δεν άφηνε χρόνο για άλλη απασχόληση. Όμως αυτή η κατάσταση καθόλου δεν τον δυσαρεστούσε. Το αντίθετο μάλιστα, γιατί αυτό που τον φόβιζε ήταν η αποτελμάτωση, οι επαρχιώτικες μικρές-ασήμαντες ενασχολήσεις, ο αργόσχολος βίος των συμπολιτών του, οι κενές περιεχομένου συζητήσεις. Καφενεία, χαρτιά-τάβλια, κουτσομπολιά της “πλάκας”, όχι μόνον τον άφηναν αδιάφορο, αλλά τον ενοχλούσαν και τ' αποστρέφονταν, μέχρι του σημείου πολλές φορές να δείχνει “snob”, ή και να αντιδρά με ειρωνεία και σαρκασμό.  

           Τα κοινωνικά προβλήματα και η πολιτική της εποχής του, ενώ πρωτύτερα τον άφηναν αδιάφορο, σιγά-σιγά άρχισαν να τον ενδιαφέρουν. Η έντονη συζήτηση που είχε με την Ευανθία στο καφενείο της πλατείας Συντάγματος - μέσα του παραδεχόταν - ότι τον είχε αρκετά “ταρακουνήσει”. Πάντως τώρα ο γιατρός αναγνώριζε, και δημόσια, ότι ο “δημοκρατικός σοσιαλισμός”  είναι το δικαιότερο σύστημα διακυβερνήσεως και ότι, ηθικά, έχει προβάδισμα έναντι όλων των άλλων κοινωνικών συστημάτων. Διαπίστωνε ότι είχε έρθει πολύ κοντά στις απόψεις του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου.


          Όμως, πίστευε, ότι για να εφαρμοστεί σωστά - χρήσιμα - αποδοτικά ο σοσιαλισμός χρειάζεται ορισμένες προϋποθέσεις. Και αν δεν υπάρχουν αυτές, όπως συμβαίνει σε υπανάπτυκτες κοινωνίες, όπως της Ελλάδας, είναι πρόωρο, αν μη ουτοπία, να μιλά κανείς γι’ αυτόν. Συναφώς, ότι χρειάζονταν ένα πλατύ κίνημα για μεγάλο πνευματικό - πολιτιστικό ανέβασμα όλου του λαού.         

          Πάντως, σε καθυστερημένες χώρες μικρές, λογικές, όχι κραυγαλέες, ανισότητες, τις θεωρούσε κίνητρο γενικότερης προόδου, πέραν του ότι συνιστούν την αναγκαία επιβράβευση των ικανοτήτων και της εργατικότητας των συγκεκριμένων ατόμων. Βέβαια, κράτος χωρίς  μέριμνα για τα αδύναμα μέλη του δεν νοείται και ειδικά στην καταστραμμένη Ελλάδα των χρόνων εκείνων σοβαρά και επείγοντα μέτρα προς την κατεύθυνση αυτή έπρεπε να ληφθούν άμεσα….

           Στις εκλογές της 1ης Νοέμβρη του  1920 και στο δημοψήφισμα που επακολούθησε για τον θρόνο (6-12-1920), η τοποθέτηση του ήταν αναφανδόν με το μέρος των Δημοκρατικών και Φιλελεύθερων δυνάμεων, που έδιναν την μάχη για μια Μεγάλη Ελλάδα με καθεστώς αβασίλευτης Δημοκρατίας.  Τον ενέπνεε η φωτεινή προσωπικότητα του εθνάρχη Ελευθέριου Βενιζέλου.


Αυτό -μάλιστα- υπήρξε αφορμή σοβαρής κόντρας με την οικογένεια του, που τηρώντας τη συνήθη καιροσκοπική της στάση (θα το λέγαμε: που “πηγαίνοντας εκεί όπου φυσάει ο άνεμος”) στις συγκεκριμένες αναμετρήσεις είχε ταχθεί με το μέρος της “Ενωμένης Αντιπολίτευσης”.

          Το εντυπωσιακό όμως είναι ότι και η Ευανθία, στα τελευταία της γράμματα, έδειχνε μια κάποια μετατόπιση από παλιές της, άκαμπτα δογματικές, πολιτικές τοποθετήσεις της!  Έδειχνε να διαφωνεί με τον στείρο και δογματικό τρόπο, ως έλεγε, που το επίσημο κόμμα ερμήνευε - εφάρμοζε τη Μαρξιστική θεωρία. Μάλιστα είχε αποστασιοποιηθεί από τις κομματικές οργανώσεις, καθώς διαπίστωνε ατέλειωτες έριδες, φραξιονισμό, οπορτουνισμό κ.ά. τέτοια, που καθόλου δεν της άρεσαν, δεν ταίριαζαν στις αρχές της.  Αυτός, άλλωστε, ήταν ο πιο σοβαρός λόγος που είχε ζητήσει τη μετάθεση από το σχολείο στη πόλη της Καβάλας, σε εκείνο στην ορεινή Δράμα…..

12. Ώριμες σκέψεις

          Οι δύο δεν είχαν συναντηθεί στη τετραετία που είχε περάσει. Η Ευανθία θα μπορούσε να τον είχε συναντήσει στην Αθήνα το χειμώνα των ετών ’21  και ‘22, στις δυο αυτές χρονιές που ο Αντώνης βρίσκονταν ακόμα στην Αθήνα τελειώνοντας την πρακτική του άσκηση, και αυτή - στις διακοπές του σχολείου της Δράμας - παρακολουθούσε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο.

          Δεν ήθελε όμως να τον “φορτίσει” με μια παρουσία της, να τον πιέσει ψυχολογικά. Ένιωθε ότι και οι δύο ακόμα είχαν μια “πληγή ανοικτή”. Μετά, όταν ο Αντώνης εγκαταστάθηκε στην Ιεράπετρα, η Ευανθία - υπεραπασχολημένη με εργασία και σπουδές - δεν κατέβαινε στην Κρήτη ούτε για ολιγοήμερες διακοπές, καθόλου εύκολα τα ταξίδια εκείνα τα χρόνια άλλωστε.….

           Έτσι, οι επιστολές που αντάλλασσαν ήταν η μόνη “επαφή” τους εκείνα τα χρόνια. Σ’ αυτές άφηναν ανοικτό πάντα ένα “παραθυράκι”, όμως τίποτα συγκεκριμένο. Πάντως, διαφαινόταν κάποιος υπαινιγμός, μια αδιόρατη χαραμάδα προσμονής κι ελπίδας για ένα “σμίξιμο”, μια απροσδιόριστης σημασίας συνάντηση…… Έπαιζαν ένα παιγνίδι, ή τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά;

           Ο βετεράνος “γόης” αναγκάστηκε να παραδεχτεί: “Είχε δαγκώσει τη λαμαρίνα” με την Ανθούλα!  Εξιδανικεύοντας την, τη θεωρούσε ασυναγώνιστα όμορφη και γοητευτική, με ήθος και χαρακτήρα, ιδιώματα που τώρα εκτιμούσε υψηλά. Μακράν η καλλίτερη, απ’ όσες κοπέλες είχε γνωρίσει. Προ ολίγων μηνών ήρθε και το “κερασάκι στη τούρτα” και “έδεσε το πράμα”. Είδε πρόσφατες φωτογραφίες της, από εξάδελφο της και “έπαθε πλάκα”!  Η ομορφούλα δροσερή κοπελίτσα είχε μεταλλαχτεί σε ωραία-ελκυστική “γυναίκα”. Το “μπουμπούκι” είχε ανθίσει. Το χαριτωμένο “παπάκι” είχε μεταμορφωθεί σε πανέμορφο “κύκνο”! Τις φωτογραφίες της αυτές τις αποτύπωσε στο μυαλό του και δεν έφευγαν από την σκέψη του, ούτε στιγμή…       

           Απέκλεισε (δεν το άντεχε ψυχικά) να ξαναζήσει άλλη φορά τη περιπέτεια κύκλου έρωτα και χωρισμού, σαν τους προηγούμενους που είχε βιώσει.  Στον οικογενειακό του κύκλο, που τον “πίεζε” να “νοικοκυρευτεί”, το είχε “ξεκόψει”.  Δεν συζητούσε για προξενιά, που δεν ήταν βέβαια λίγα και ανάξια λόγου. Ως προς την Ανθή, αποφάσισε να εξαντλήσει τα χρονικά του περιθώρια (ποια άραγε;) να μην την ζητήσει σε γάμο, αλλά να επιδιώξει να συναντηθούν και να μιλήσουν, ώριμοι πλέον και “επί άλλης βάσεως”…… Διαισθάνονταν ότι και αυτή διακατεχόταν, ή πάλευε μέσα της, με ανάλογα συναισθήματα…… Ή, στο κάτω-κάτω της γραφής, σκέπτονταν, ας παντρευτεί εκείνη πρώτα…. Μετά  θα άρχιζε το δικό του ψάξιμο “να νοικοκυρευτεί’..…

13. Κάθαρση

           Του Αντώνη του είχε καρφωθεί η ιδέα ότι αυτός, αλλά και η Ευανθία, βρίσκονταν σε μια ιδιότυπη διαδικασία “κάθαρσης”. Κάθαρσης με σημασία ανάλογη αυτής που πιστεύουν οι Καθολικοί ότι δέχονται οι ψυχές των αμαρτωλών στον άλλο κόσμο (στο λεγόμενο “Καθαρτήρι”), προκειμένου να εξαγνιστούν, αλλά και οι ήρωες στις αρχαίες τραγωδίες, όπως οι Έλληνες ποιητές τραγουδούν / δια-τραγωδούν” στα  έργα τους, προκειμένου να λυτρωθούν.

          Την ιδέα αυτή σαν να του την έβαλε η Ευανθία σε κάποιο γράμμα της και έκτοτε την “είχε δέσει κόμπο”. Όμως η “κάθαρση”  είναι κατάσταση ενδιάμεση…. Την (κάθε) κάθαρση δεν ακολουθεί η λύτρωση και η εισαγωγή στον Παράδεισο;

           ……. Αποκοιμήθηκε -τελικά- καμιά ωρίτσα, ξεκουράστηκε καλά. Ήπιε το απογευματινό καφεδάκι του, και λογαριάζοντας τον χρόνο επιστροφής, αποχαιρέτησε τους χωριανούς και ανέβηκε στην άσπρη φοράδα του να φύγει, δύο ώρες πριν βασιλέψει ο ήλιος. “Περί αφάς λύχνων” έμπαινε στην Ιεράπετρα…..

           “Παιδί μου, σήμερα που έλειπες σε ζήτησαν…. αυτοί κι αυτοί… και ο ταχυδρόμος έφερε για σένα ένα γράμμα, στο έχω αφήσει πάνω στο τραπέζι σου…” από τα πρώτα που του διαμήνυσε η μάνα του, σαν έφθασε στο σπίτι.  Σαν σίφουνας μπήκε μέσα στο γραφείο του και με τρεμάμενα χέρια το άνοιξε, διατρέχοντας το στα πεταχτά!...... Διαισθανόταν ότι αυτό θα ήταν “το διαφορετικό”, η…. “τελική λύση”, που την περίμενε  4  χρόνια … Η ψυχή του “πετάριζε”, κόντευε να σπάσει…..  

          Δεν  διαψεύστηκε (!;)

          “……Τον Ιούνιο πήρα το πτυχίο μου της Φιλοσοφικής..... μετατάχθηκα  στη μέση εκπαίδευση ……..με διόρισαν στο Γυμνάσιο της Ιεράπετρας….. από τον ερχόμενο μήνα θα είμαι κάτω, μαζί σας…….. Εσύ;….. δεν αποφάσισες ακόμα να γίνεις πατέρας; ….. που λέγαμε;…. να μάθω στα παιδιά σου - εκτός από την “αρετή”, κοινό χρέος  γονέων και διδασκάλων - και  τα “Ελληνικά”;!

 

Τ Ε Λ Ο Σ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου