Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023

Η ΣΤΕΨΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥΗΛ

 

Η  ΣΤΕΨΗ  ΤΟΥ  ΜΑΝΟΥΗΛ

Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (1350 –  1425)

   Ακριβώς ένα χρόνο μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου ανεβαίνει στο θρόνο του Βυζαντίου ο γιος του Μανουήλ …..


      Ιωάννης Ε´ Παλαιολόγος (1332 - 1391). Κυβέρνησε επισήμως από το 1341 (τότε 9ετής) μέχρι το θάνατό του το 1391 (58 ετών). Ουσιαστικά όμως άσκησε  διοίκηση μετά το 1354, όταν ο συναυτοκράτορας του Ιωάννης ΣΤ´ Καντακουζηνός (1292 - 1383) λαβών το όνομα Ιωάσαφ  παραιτήθηκε για να μονάσει.

      Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (1350 – 1425). Υπήρξε αυτοκράτορας για 34 χρόνια, από το 1391 έως το 1425. Το 1399, με την “αυτοκρατορία” του να βρίσκεται σε προφανή αδυναμία, ξεκίνησε μια πολύχρονη (υπέρ τα 2 έτη) περιοδεία στις Αυλές της Δυτικής Ευρώπης, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια. Επισκέφθηκε τη Βενετία, το Παρίσι και το Λονδίνο, με πενιχρά αποτελέσματα. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που βυζαντινός αυτοκράτορας επισκεπτόταν την Αγγλία.

Οι ντόπιοι χρονικογράφοι εντυπωσιάσθηκαν από τη μόρφωση, την ευγενική μορφή και την αρχοντιά του Μανουήλ, που «άλλαζε άλογα και δεν καταδεχόταν να πατήσει στο χώμα».

      Στην διάρκεια της βασιλείας του έγινε η αποφασιστική μάχη της Αγκύρας (20 Ιουλίου 1402), όπου ο Ταμερλάνος, νικώντας τους Οθωμανούς, έδωσε ανάσα ζωής για μισό ακόμη αιώνα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

     Έμεινε παράλυτος από εγκεφαλικό το 1422, όμως ο νους του δεν επηρεάστηκε και συνέχισε να κυβερνά για άλλα τρία χρόνια. Πέθανε, αφού πρώτα εκάρη μοναχός, κατά την υστεροβυζαντινή αυτοκρατορική παράδοση, παίρνοντας το όνομα Ματθαίος. Με τη πολυσχιδή δραστηριότητά του σφράγισε τις τελευταίες δραματικές δεκαετίες της φθίνουσας αυτοκρατορίας.

Η Βυζαντινή αυτοκρατορία το 1403

      Η σύζυγός του Μανουήλ, Ελένη Δραγάση (1372 – 1450, ήταν κόρη του Σέρβου ηγεμόνα Κονσταντίν Ντράγκας Ντεγιάνοβιτς (Ελληνικά: Κων/νος Δραγάσης). Είδε τους γιους της Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο και Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο να γίνονται αυτοκράτορες…. ήσαν οι τελευταίοι….

      Ο Μανουήλ Β' επανήλθε στο προσκήνιο στις 12 Σεπτεμβρίου 2006, όταν ο Πάπας Βενέδικτος ο 16ος σε μια ομιλία του στο Πανεπιστήμιο του Ρέγκεσπουργκ, στο οποίον υπήρξε καθηγητής θεολογίας, αναφέρθηκε σε μια ρήση του Μανουήλ από το βιβλίο του «26 Διάλογοι με ένα Πέρση». Συνομιλώντας ο αυτοκράτορας με έναν Πέρση μουσουλμάνο λόγιο, του λέει:

      «Δείξε μου τι καινούριο έφερε στον κόσμο ο Μωάμεθ και θα συναντήσεις μόνο σατανικές και απάνθρωπες ιδέες, όπως η επιταγή του να εξαπλωθεί η πίστη που δίδαξε διά πυρός και σιδήρου». Η αναφορά αυτή του Ποντίφικα προκάλεσε κύμα διαμαρτυριών από του Μουσουλμάνους και ανάγκασε το Βατικανό να αναδιπλωθεί.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/267

      Την μεγαλοπρεπή τελετή στέψης του Μανουήλ Β΄, στις 20/2/1392, στο ναό της Αγίας Σοφίας έτυχε να παρακολουθήσει ένας Ρώσος μοναχός, ονομαζόμενος Ιγνάτιος, ο οποίος και την περιγράφει λεπτομερώς σε κεφάλαιο, που έχει τίτλο «Η στέψη του αυτοκράτορα Μανουήλ και της αυτοκράτειρας», του ανεκτίμητης αξίας οδοιπορικού του. Πρόκειται για αυθεντική, άμεση μαρτυρία, πιο πειστική και αξιόπιστη από τις αφηγήσεις των Βυζαντινών χρονικογράφων και ιστορικών…….

     Γράφει ο Ρώσος μοναχός Ιγνάτιος:

        …….. «Το έτος 6.898 (από κτίσεως κόσμου. Αντιστοιχεί στο 1389-1390 μ.Χ.……αφού, “ως γνωστόν”, ο κόσμος δημιουργήθηκε 5.508 έτη π.Χ.!), Φεβρουαρίου 20, ημέρα Κυριακή, ο Άγιος Πατριάρχης Αντώνιος έστεψε τον αυτοκράτορα Μανουήλ και την αυτοκράτειρα. Το θέαμα ήταν επιβλητικό. Την παραμονή έγινε ολονύκτια λειτουργία στην Αγία Σοφία. Την αυγή πήγα κι’ εγώ και βρήκα κιόλας πολύν κόσμο. Οι άνδρες είχαν πάρει θέση στο εσωτερικό της εκκλησίας και οι γυναίκες στις εξέδρες.

     Η τελετή ήταν αριστουργηματικά οργανωμένη. Οι γυναίκες είχαν τοποθετηθεί πίσω από διαφανή μεταξωτά παραπετάσματα. Και ενώ δεν μπορούσε κανείς να δει τις χάρες των ωραίων, ωχρών προσώπων τους, εκείνες έβλεπαν τα πάντα στο ναό.

     Οι ψαλτάδες στέκονταν όρθιοι, ντυμένοι μεγαλόπρεπα. Φορούσαν μακριά και πλατειά φελόνια και στη μέση ζώνες. Τα μανίκια ήταν κι’ αυτά φαρδιά και μακριά, άλλα δαμασκηνά και άλλα από μετάξι με επωμίδες στολισμένες με δαντέλες, χρυσάφι και μαργαριτάρια. Στο κεφάλι φορούσαν πίλους μυτερούς στολισμένους με δαντέλες. Ήταν πολυάριθμοι και στέκονταν ασάλευτοι, έτσι που θαρούσες πως έβλεπες εικόνες ζωγραφιστές. Ο πρωτοψάλτης ήταν ένας άντρας καταπληκτικής ομορφιάς με μαλλιά άσπρα σαν το χιόνι.

     Υπήρχαν εκεί Φράγκοι του Γαλατά, Βυζαντινοί, Ρωμαίοι, Ισπανοί, Γερμανοί, Γενοβέζοι, Βενετοί και θαύμαζες να τους βλέπεις. Στέκονταν σε δυο σειρές και καθένας είχε το έμβλημα της χώρας του. Άλλοι φορούσαν στολές από πορφυρό βελούδο κερασί κι’ άλλοι από βελούδο βαθυγάλαζο. Από το λαιμό τους κρέμονταν χρυσά ή μαργαριταρένια περιδέραια και χρυσές καδένες.

     Δεξιά, κάτω από τα υπερώα, είχε στηθεί μια εξέδρα με ολοπόρφυρο κάλυμμα. Πάνω από την εξέδρα υπήρχαν δύο χρυσοί θρόνοι.

      ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι Βυζαντινοί ιστορικοί Γεώργιος Κίνναμος και Νικήτας Χωνιάτης περιγράφουν τη σκηνή ως εξής: «….. Σε μια ψηλή εξέδρα σκεπασμένη με πολύτιμο τάπητα, είχε τοποθετηθεί ένας χρυσός θρόνος στολισμένος με πετράδια. Πάνω του κρέμονταν ένα διάδημα όπου έλαμπαν τα καλύτερα μαργαριτάρια της Ανατολής. Ο πρίγκιπας, καθισμένος στο θρόνο, ήταν ντυμένος με πορφύρα απαστράπτουσα στολισμένη από πάνω ως κάτω με μαργαριτάρια και πολύχρωμα πετράδια, πιο όμορφα συραμμένα κι’ από τα λουλούδια στο πιο ωραίο ανθοκήπιο. Στο στήθος του κρεμόταν από χρυσή καδένα ένα πελώριο αστραφτερό ρουμπίνι. Τη μεγαλοπρέπεια αυτού του κοσμήματος ξεπερνούσε η λάμψη του διαδήματος. Η αίθουσα έμοιαζε με παλάτι του ήλιου…».       

      Ο αυτοκράτορας μπήκε στο ναό από την πρώτη μεγάλη θύρα της εισόδου, που ονομάζεται αυτοκρατορική. Στο μεταξύ οι υμνωδοί έψελναν έναν ύμνο θαυμαστής μελωδίας.

     Η αυτοκρατορική πομπή προχωρούσε τόσο αργά που χρειάστηκαν τρεις ώρες για να καλύψει την απόσταση από τη μεγάλη πύλη ως το θρόνο. Δώδεκα ένοπλοι άντρες, σιδηρόφρακτοι από την κορυφή ως τα νύχια, βάδιζαν γύρω από τον αυτοκράτορα. Μπροστά του προχωρούσαν δυο μακρυμάλληδες σημαιοφόροι με αυτοκρατορικά λάβαρα. Τα κοντάρια των σημαιών, οι στολές τους και τα καπέλα τους ήταν κατακόκκινα. Ακόμα πιο μπροστά βάδιζαν οι κήρυκες. Οι λαβές των ράβδων τους ήταν ασημένιες και καταστόλιστες από μαργαριτάρια.

     Ο αυτοκράτορας ανεβαίνει στο θρόνο, περιβάλλεται με αυτοκρατορική πορφύρα, περιζώνεται το αυτοκρατορικό διάδημα και φοράει το στέμμα με τον οδοντωτό γύρο. Έπειτα, κατεβαίνει από το θρόνο και μαζί με την αυτοκράτειρα κάθονται στα χρυσά καθίσματα. Κι’ αμέσως αρχίζει η θεία λειτουργία.

     Πριν από την έξοδο των “Τιμίων Δώρων” δύο αρχιεπίσκοποι πλησιάζουν τον αυτοκράτορα και, κλίνοντας την κεφαλή, του απευθύνουν χαιρετισμό. Ο αυτοκράτορας σηκώνεται και προχωρεί προς το Ιερό. Προπορεύονται οι δύο σημαιοφόροι, γύρω του πάντοτε βρίσκονται οι δώδεκα σιδερόφρακτοι. Ο αυτοκράτορας μπαίνει στο Ιερό, ενώ οι δύο σημαιοφόροι και οι δώδεκα ένοπλοι παίρνουν θέση μπροστά από τις δύο πλευρές της “Ωραίας Πύλης”.

     Μόλις βγαίνουν τα “Τίμια Δώρα” ο αυτοκράτορας προχωρεί κρατώντας μια λαμπάδα στο χέρι, ενώ ο πατριάρχης Αντώνιος μένει στη θέση του, στη μέση του ναού. Ύστερα πατριάρχης και αυτοκράτορας ανεβαίνουν στον άμβωνα και σ’ ένα δίσκο φέρνουν στον πατριάρχη τα δύο αυτοκρατορικά στέμματα.  Η αυτοκράτειρα προσέρχεται στη βάση του άμβωνα, ενώ δύο αρχιδιάκονοι, αφού λάβουν πατριαρχική ευλογία, την πλησιάζουν  και της απευθύνουν βαθύ χαιρετισμό.

     Ο πατριάρχης κρεμά στο λαιμό του αυτοκράτορα έναν σταυρό, ενώ έναν άλλο σταυρό του δίνει στο χέρι. Ύστερα, ευλογώντας τον, τοποθετεί την κορώνα στην κεφαλή του και, δίδοντας του την άλλη κορώνα, τον προστάζει να κατέβει και να την αποθέσει στην κεφαλή της αυτοκράτειρας. Ο αυτοκράτορας, κατεβαίνει από τον άμβωνα, στέφει την αυτοκράτειρα και χαιρετά με το χέρι τον πατριάρχη, ο οποίος όρθιος πάνω στον άμβωνα ευλογεί από μακριά το αυτοκρατορικό ζεύγος, το οποίον γυρίζει και κάθεται στους χρυσούς τους θρόνους.

     Ο πατριάρχης εισέρχεται στο Ιερό από την “Ωραία Πύλη”, και η θεία λειτουργία συνεχίζεται. Μόλις ακουσθεί το “χερουβικό” οι αρχιδιάκονοι πλησιάζουν και χαιρετούν όπως έκαναν προηγουμένως με την αυτοκράτειρα, τον αυτοκράτορα, ο οποίος σηκώνεται και με ευλάβεια και φόβο μπαίνει στο Ιερό.

      Κατόπιν, ο αυτοκράτορας κρατώντας μια λαμπάδα μπροστά από τα “Τίμια Δώρα”, τίθεται επικεφαλής της Πομπής των Τιμίων Δώρων και όλος ο κλήρος ακολουθεί με την καθιερωμένη τάξη.

      Η “πομπή των Τιμίων Δώρων” διαρκεί όσο και το “χερουβικό”. Ξαναμπαίνοντας στο Ιερό ο αυτοκράτορας θυμιατίζει την “Αγία Τράπεζα” και θα παραμείνει στο Ιερό μέχρι τη στιγμή της “Θείας Κοινωνίας”, οπότε πάλι οι αρχιδιάκονοι του απευθύνουν νέο χαιρετισμό, προκειμένου να λάβει την “Θεία Κοινωνία” από τα χέρια του πατριάρχη.

      Όταν η αυτοκράτειρα κατεβεί από την εξέδρα του θρόνου για να μεταλάβει κι’ αυτή, όλο το εκκλησίασμα ορμά για να ξεσκίσει το ύφασμα που καλύπτει το θρόνο. Όλοι προσπαθούν να κρατήσουν ως ενθύμιο, ένα έστω μικρό κομμάτι υφάσματος! (Σημείωση: Πρόκειται για παλαιότατο έθιμο κατά τη διάρκεια πριγκιπικών ή βασιλικών γάμων).

      Ύστερα, ο πατριάρχης γυρίζει στον πατριαρχικό του θρόνο, όπου πηγαίνει ο αυτοκράτορας, ντυμένος τον βασιλικό μανδύα και φορώντας το στέμμα του, προκειμένου να λάβει την ευλογία του. Ο πατριάρχης ευλογεί το αυτοκρατορικό ζεύγος και καλεί τον αυτοκράτορα να αγρυπνεί για την ενότητα της Ορθοδοξίας. Τον εξορκίζει να σέβεται τους παλιούς νόμους, να μην αξιώνει εκείνο που δεν του οφείλουν, να τον συνέχει φόβος θεού και να θυμάται ότι «χους ει και εις χουν απελεύσει».

      ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Βυζαντινός χρονογράφος Γεώργιος Κωδινός αναφέρει τον όρκο των αυτοκρατόρων κατά την τελετή της στέψεως: Ο αυτοκράτορας ορκίζονταν ότι θα είναι αφοσιωμένος στην Εκκλησία (πιστός και γνήσιος δούλος και υιός της Εκκλησίας) και προστάτης του λαού και «απέχεσθαι φόνων και ακρωτηριασμών και των ομοίων τούτοις κατά το δυνατόν».

      Ύστερα απ’ αυτά τα λόγια του πατριάρχη κανείς - ούτε πρίγκιπες, ούτε μεγιστάνες, ούτε στρατηγοί - δεν τολμά να πλησιάσει τον αυτοκράτορα για να τον συγχαρεί. Όμως…….

      ….. ξαφνικά τον κυκλώνουν οι μαρμαράδες και οι ταφοποιοί, που ήρθαν να του παρουσιάσουν δείγματα μαρμάρου και πέτρας και τον ρωτούν από ποιο προτιμάει η Μεγαλειότης του να χτιστεί το μνήμα του, ενθυμίζοντας του την παραβολή ότι ο άνθρωπος είναι θνητός και περαστικός απ’ αυτή τη μάταιη ζωή, που τόσο γρήγορα χάνεται.

       Του έλεγαν: «Πρόσεχε την ψυχή σου, κυβέρνα με ευλάβεια την αυτοκρατορία σου. Να έχεις ταπείνωση στη μεγαλωσύνη σου. Φοβού τον Κύριο και έσο ταπεινός και φιλάνθρωπος. Και η Θεία Χάρη θα σε σώσει».

     Τότε, πλησίασαν τον εστεμμένο αυτοκράτορα οι πρίγκιπες, οι στρατηγοί, οι ιερείς και όλοι οι ευγενείς και του είπαν ό,τι συνηθίζεται σ’ αυτές τις περιστάσεις. Ύστερα από τη στέψη ο αυτοκράτορας, αφού πήρε (ξανά) τη ευλογία του πατριάρχη, βγήκε από το ναό, “μετά φόβου Θεού”. Και καθώς έβγαινε, ο λαός τον έραινε με χρυσά νομίσματα. Τα πετούσε με τις χούφτες, έτσι που έπεφταν σαν βροχή πάνω στην αυτοκράτειρα……».

Πηγή:

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ: «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», Τόμος Α΄, σελ. 260 – 264. 

   

To έμβλημα της δυναστείας των Παλαιολόγων


Ασημένιο νόμισμα της εποχής του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου.

Επιγραφή: ΜΑΝΟΥΗΛ ΔΕCΠΟΤΗC Ο ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟC / ΘΕΟΥ ΧΑΡΙΤΙ ΒΑCIΛΕΥC TΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ






       

              

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου