Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

Επικούρειες θεωρίες - πρόδρομοι σύγχρονων της Φυσικής

Θεωρίες της Επικούρειας φιλοσοφίας - 

πρόδρομοι σύγχρονων θεωριών της Φυσικής 



        Στο άρθρο αυτό καταγράφονται προτάσεις, θέσεις και δόγματα από την Επικούρεια φυσική φιλοσοφία, που εντυπωσιακά συνάδουν με αντίστοιχα πορίσματα των σύγχρονων   επιστημών. Και η διαπίστωση αυτή δεν είναι υπεροπτική, ή υπερβολική, “τηρουμένων των αναλογιών” ασφαλώς, διότι η Επικούρεια Φυσική, όπως θα δείξουμε, αποδείχτηκε τελικά  σωστή και ιδιαίτερα καινοτόμος και πρωτοποριακή.

         Στην Επικούρεια Φυσική – Φυσιογνωσία μεγαλύτερη αξία προσδίδει και το γεγονός ότι συνάντησε σφοδρή  πολεμική στη διάρκεια όλων των αιώνων, αφού οι στοχασμοί τόσων πολλών άλλων και μεγάλων φιλοσόφων της αρχαιότητας - καθοδηγητών της ανθρωπότητας, όπως του Πυθαγόρα, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Ηράκλειτου, Στωικών, Ελεατών, κ.ά., κινήθηκαν σε τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις, στα περισσότερα και σημαντικότερα από τα ζητήματα στα οποία θα αναφερθούμε.

      Οι ενορατικές και εποικοδομητικές τοποθετήσεις των Επικουρείων πάνω στη φύση των πραγμάτων, δεν υπήρξαν προϊόν “θείας κάποιας εμπνεύσεως”, αλλά ο καρπός της πολυετούς, συστηματικής και κοπιώδους πνευματικής εργασίας του Αθηναίου φιλοσόφου Επίκουρου (341-270 π.Χ.), ιδρυτή και “ηγεμόνα”  της φιλοσοφικής σχολής του «Κήπου».

      Ο Επίκουρος, σαν οδηγό της σκέψης του είχε την "Επαγωγική λογική" και τον “Κανόνα”, το είδος γνωσιολογίας που επινόησε και προήγαγε, που βασίζεται στο αληθές των αισθήσεων, στο πείραμα, στην επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων, στην απόρριψη προλήψεων και δεισιδαιμονιών κλπ. 

       Σε νεώτερους επιστήμονες, η Επικούρεια (ατομική) Φυσική είχε καθοριστική επίδραση, στην έμπνευση και διατύπωση των σύγχρονων θεωριών τους. Σημαίνοντες διανοητές της εποχής μας δεν έκρυψαν τον θαυμασμό τους για τον Έλληνα φιλόσοφο Επίκουρο, το ίδιο και για τον Ρωμαίο ποιητή του 1ου π.Χ. αι. Λουκρήτιο, ο οποίος στο ξακουστό έργο του «De Rerum Natura / Περί της φύσεως των πραγμάτων», πιστά και  εύληπτα αφηγείται την Επικούρεια Φυσιογνωσία.

       Ενδεικτικά, και προς επίρρωσιν των όσων ισχυριζόμαστε στο παρόν, αναφέρω τι έγραψαν για τον Επίκουρο, τέσσερις σημαντικοί διανοούμενοι του καιρού μας:

      α) Ισαάκ Νεύτων, ο οποίος στο προοίμιο / praefatio, του σημαντικού έργου του: “Opuscula mathematica, philosophica et philologica” / “Φυλλάδια μαθηματικά, φιλοσοφικά και φιλολογικά” (βλ. την εικόνα επάνω) αναγράφει απόσπασμα από έναν θαυμάσιο “Ύμνο προς τον Επίκουρο” του Λουκρήτιου: «Tu, pater, es rerum inverto ……/ Εσύ πατέρα μας φώτισες την αλήθεια…..κλπ. » (De Rerum Natura  III, 9-13).

        β) Αλμπερτ Αϊνστάιν, που προλογίζοντας έκδοση του ποιήματος του Λουκρήτιου, από  τον Γερμανό λόγιο Hermann Diels, γράφει μεταξύ άλλων:

        «….. Το έργο του Λουκρήτιου θα ασκήσει την γοητεία του σε όποιον δεν έχει εντελώς απορροφηθεί από το πνεύμα της εποχής μας….. Εδώ βλέπει κανείς πώς ένας ανεξάρτητος άνθρωπος εξοπλισμένος με ζωηρές αισθήσεις και λογική και προικισμένος με επιστημονική και ερευνητική περιέργεια φαντάζεται τον κόσμο, ένας άνθρωπος που δεν έχει την παραμικρή ιδέα για τα αποτελέσματα της σημερινής επιστήμης και πριν να είμαστε σε θέση συνειδητά, πόσο μάλλον κριτικά, να τα αντιμετωπίσουμε….

       Η σταθερή εμπιστοσύνη που ο Λουκρήτιος σαν πιστός μαθητής του Δημόκριτου και του Επίκουρου εναποθέτει στη δυνατότητα της κατανόησης του κόσμου, με άλλα λόγια στην αιτιατή σχέση όλων όσων συμβαίνουνε, σίγουρα πρέπει να προκαλεί βαθιά εντύπωση. Είναι σταθερά πεπεισμένος και πιστεύει ότι μπορεί ακόμα και να το αποδείξει ότι όλα βασίζονται στην ομαλή κίνηση αμετάβλητων ατόμων, αποδίδοντας στα άτομα όχι άλλες ιδιότητες πέρα από γεωμετρικό-μηχανικές……

     Δηλώνει ότι κύριο αντικείμενο της εργασίας του είναι η απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τον υποδουλωτικό φόβο που επιφέρουν η θρησκεία και η δεισιδαιμονία που βλέπει ότι τον εκτρέφουν και τον εκμεταλλεύονται οι ιερείς για ιδιοτελείς σκοπούς……

     Ο σεβασμός του για τον Επίκουρο, τον Ελληνικό πολιτισμό και την Ελληνική γλώσσα που θεωρεί πολύ πιο ανώτερα από τον Λατινικό πολιτισμό και την Λατινική γλώσσα, είναι εξαιρετικά συγκινητικός…….

       γ)  Φρειδερίκο Νίτσε, ο οποίος δήλωσε ότι: «Η σοφία δεν έχει προχωρήσει ούτε ένα βήμα μετά τον Επίκουρο και συχνά βρίσκεται χιλιάδες βήματα πίσω του».

       δ) Κάρολο Μαρξ, που στην διδακτορική διατριβή του για την  «Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας, διαπιστώνοντας την υπεροχή των απόψεων του Επίκουρου, γράφει συμπερασματικά: «Ο Επίκουρος είναι, λοιπόν, ο μέγιστος Έλληνας διαφωτιστής, και του ταιριάζει ο έπαινος του Λουκρήτιου: Humana ante oculos……./ Η ανθρωπότητα, μπρος στα μάτια όλων….. κλπ.» (De Rerum Natura I, 62-79) .

                 Ο Επίκουρος καθ’ όλη την αρχαιότητα (Ελληνική - Ελληνιστική - Ρωμαϊκή) έχαιρε εξαιρετικά μεγάλης εκτίμησης για το πρωτοποριακό  φιλοσοφικό έργο του. Είχε πληθώρα αφοσιωμένων οπαδών -  φίλων, οι οποίοι απεριόριστα τον θαύμαζαν. Ενδεικτικά, τρείς απ’ αυτούς είναι και:

 

      1)  Ο ποιητής Μένανδρος (342-292), που είχε συνθέσει το πιο κάτω στιχούργημα για τον Επίκουρο συγχρόνως και για τον  Θεμιστοκλή, εξυμνώντας τους και  λογοπαίζοντας με το  όνομα Νεοκλής, που έτυχε να έχουν οι πατέρες και των δύο μεγάλων αυτών ανδρών:    

  


      «Χαίρε Νεοκλείδα δίδυμον γένος,  ων ο μεν ημών πατρίδα δουλοσύνας ρύσασθ’, ο δ’ αφροσύνας».
‘Παλατινή Ανθολογία’ (VII. 72)

      Σε μετάφραση: «Χαίρε των Νεοκλειδών δίδυμη γενιά. Απ’ αυτούς ο μεν την πατρίδα μας από την δουλεία έσωσε, ο δε από την βλακεία».

 

                       2) Ο συγγραφέας του 3ου αι. μ.Χ.  Διογένης Λαέρτιος, ο οποίος, στο 10ο βιβλίο του περιώνυμου έργου: "Βίοι φιλοσόφων", γράφει για τον Επίκουρο:   

           

     «Η πατρίδα του για να τον τιμήσει του αφιέρωσε χάλκινες προτομές. Οι φίλοι του ήταν τόσοι καλοί και πολλοί στο πλήθος, ώστε δεν ήταν δυνατόν να μετρηθούν. Όλοι όσοι γνώριζαν τις φιλοσοφικές του απόψεις προσδένονταν από΄ αυτές σαν να άκουγαν το τραγούδι των σειρήνων».

       «ἥ τε πατρὶς χαλκαῖς εἰκόσι τιμήσασα, οἵ τε φίλοι τοσοῦτοι τὸ πλῆθος ὡς μηδ' ἂν πόλεσιν ὅλαις μετρεῖσθαι δύνασθαι·οἵ τε γνώριμοι πάντες ταῖς δογματικαῖς αὐτοῦ σειρῆσι προσκατασχεθέντες,……».

 

                           3) Ο Ρωμαίος ποιητής (1ου π.Χ. αι.) Λουκρήτιος ο οποίος στο μνημειώδες έργο του «Περί της φύσεως των πραγμάτων («DE RERUM NATURA»), πέραν του ότι καταγράφει πιστά την Φυσική (και όλη την) Επικούρεια φιλοσοφία αφιερώνει ειδικά στον Επίκουρο τέσσερα άκρως εγκωμιαστικά ποιήματα…… (όμως έστω και μια μικρή αναφορά μας σ’ αυτά ξεφεύγει από τα πλαίσια του παρόντος). 

          

                          Η Επικούρεια φιλοσοφία γνώρισε βέβαια και φανατικούς πολέμιους και  διαστρεβλωτές των δοξασιών του. Στην δε μακρά και σκοτεινή περίοδο του Μεσαίωνα είτε αγνοείτο, είτε αναφερόταν τελείως διαστρεβλωμένη.  

      Η εργασία μας αυτή είναι συνοπτική, περιγραφική, αποσπασματική και δεν συνιστά,  μικρή έστω, περίληψη της Φυσικής θεωρίας του Επίκουρου, ούτε, βέβαια, υποκαθιστά μια εμβριθή μελέτη των Επικούρειων κειμένων στο σύνολο τους. Εδώ, παραθέτω -μόνον- μερικά, αλλά χαρακτηριστικά, εδάφια από:

  α) Τα γνωμικά (“Κύριες Δόξες” και “Επικούρου Προσφώνησις”) και τις τρεις  επιστολές του Επίκουρου, που διασώθηκαν.  Επιστολές δε είναι: Η προς τον Ηρόδοτο και προς τον Πυθοκλή, που συνιστούν την επιτομή της Επικούρειας φυσιογνωσίας, και η προς τον Μενοικέα, που συνιστά την επιτομή της Επικούρειας Ηθικής. Και

 β)  Το φιλοσοφικό ποίημα “De Rerum Natura / Περί της φύσεως των πραγμάτων” του Λουκρήτιου, το οποίον, πέραν της μεγάλης καλλιτεχνικής του αξίας,  περιγράφει με απόλυτη συνέπεια την Φυσική του Επίκουρου.

             Τα εδάφια από την Επικούρεια Φυσική που επέλεξα να μνημονεύσω στο παρόν, μέσα από πληθώρα και άλλων παρεμφερών, κατάσπαρτων σε όλα τα Επικούρεια έργα, τα αφήνω “να μιλήσουν μόνα τους”, χωρίς πολλές αναλύσεις και περιττούς ή ευνόητους σχολιασμούς.

       Τα εδάφια αυτά, αντιπαραβάλλονται με πορίσματα από αντίστοιχες σύγχρονες φυσικές  θεωρίες. Πλέον, απομένει στον αναγνώστη να κάνει παραλληλισμούς και να βγάλει συμπεράσματα, με μόνον λίγες, τις πιο απαραίτητες, υποδείξεις. Στις συγκρίσεις των απόψεων του Επίκουρου με τις αντίστοιχες των σύγχρονων θεωριών, εννοείται, δεν πρέπει να μας διαφεύγει η τεράστια διαφορά επιπέδου των επιστημονικών γνώσεων, δυνατοτήτων, μέσων έρευνας, τρόπων έκφρασης κλπ. του τότε (2 χιλ. χρόνια πριν) και του τώρα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

         1η)   Ο Επίκουρος (3ος αι. π.Χ.) υπήρξε πολυγραφότατος. Ο Διογένης Λαέρτιος, στο 10ο βιβλίο των «Βίων των φιλοσόφων» του, απαριθμεί πολλές δεκάδες τίτλους βιβλίων που συνέγραψε, όπως: «Περί Φύσεως» 37 βιβλία, «Περί ατόμων και κενού», «Επιτομή των προς τους φυσικούς», «Περί κριτηρίου ή Κανών», «Περί του οράν», «Περί της εν ατόμω γωνίας», «Περί αφής», «Περί παθών δόξαι προς Τιμοκράτην», «Περί ειδώλων», «Περί φαντασίας», «Περί νόσων δόξαι προς Μίθρην», κ.ά. Επίσης, πολλοί από τους μαθητές του και από τους  διάδοχους του στη Σχολή του Κήπου, έγραψαν ουκ ολίγα βιβλία…… Από το πιο πάνω συγγραφικό έργο, των πολλών δεκάδων βιβλίων και μάλιστα ευρέως διαδεδομένων στην αρχαιότητα, ελάχιστα μόνον μέρη διασώθηκαν.  

       Ωστόσο, η Επικούρεια φιλοσοφία έχει ικανοποιητικά και ορθά ανασυνταχθεί (κατά το δυνατόν) από μεταγενέστερους διανοητές (πρώτος και σημαντικότερος ο Pierre Gassendi -17ος αι.), μέσα και από ένα πλήθος άλλων αξιόπιστων γραπτών, κατάλοιπων της αρχαιότητας, κυριότατο των οποίων είναι το: «Περί της φύσεων των πραγμάτων (DE RERUM NATURA) του Ρωμαίου ποιητή και φιλόσοφου του 1ου π.Χ. αι. Τίτου Λουκρήτιου Κάρου.

        2η) Πηγές μου, για τον Επικουρισμό, απετέλεσαν τα δύο σπουδαιότερα έργα εξ όσων διασώθηκαν από την αρχαιότητα { δηλ. το 10ο βιβλίο των «Βίων των φιλοσόφων» του Διογένη Λαέρτιου (3ος αι. μ.Χ.) και το «Περί της φύσεως των πραγμάτων» του Λουκρήτιου (1ος αι. π.Χ.) }. Επίσης, αναφορές από τη σύγχρονη βιβλιογραφία και αρθρογραφία, ιδιαίτερα αυτές του φυσικού κ. Γ. Αλεξάκη. Στις σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες αναφέρομαι  ακροθιγώς, χωρίς εξηγήσεις.       

    3η)  Τα εδάφια και οι μεταφράσεις τους, κατά το μεγαλύτερο μέρος, προέρχονται, για μεν τα αρχαία ελληνικά από τον ιστότοπο των φίλων της Επικούρειας φιλοσοφίας www.epicuros.gr, όπου μεταφραστής ο Λ. Αλεξανδρίδης, για δε το έργο του Λουκρητίου, από το ομώνυμο βιβλίο των εκδόσεων «ΘΥΡΑΘΕΝ», όπου μεταφραστές από τα λατινικά οι Θ. Αντωνιάδης και Ρ. Χαμέτη.

        Υπ’ όψιν: Η φιλοσοφία του Επίκουρου σύγκειται από τρία αλληλένδετα μέρη: Τον Κανόνα  (Γνωσιολογία), την Φυσική (Φυσιογνωσία) και την Ηθική.  Σκοπός δε της Επικούρειας φιλοσοφίας είναι η Ευδαιμονία (τὸ ζῆν ἡδέως), που επισυνάπτει όλες τις αρετές.   

         «…….συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως, καὶ τὸ ζῆν ἡδέως τούτων ἐστὶν ἀχώριστον». (Προς Μενοικέα, 132).

        Πιο κάτω απογράφω μέσα σε εφτά κεφάλαια (που αντιστοιχούν σε εφτά μεγάλους τομείς της επιστήμης) τις Επικούρειες τοποθετήσεις, όπου και όπως αυτές διαπιστώνεται να έχουν τέτοιες ομοιότητες, ώστε να μπορούν να θεωρηθούν πρόδρομοι σύγχρονων θεωριών των Φυσικών Επιστημών.

      Κεφ. 1)  Θεωρία της Γνώσης (Γνωσιολογία)

      Κεφ.2)  Ατομική θεωρία και οι ιδιότητες των ατόμων

      Κεφ.3)  Κλασική φυσική

      (Κεφ.4)  Θεωρία της Σχετικότητας

      Κεφ.5)  Κβαντομηχανική και Αρχή της Αβεβαιότητας

      Κεφ.6)  Μαθηματικά

      Κεφ.7)  Κοσμογονία και Εξέλιξη – Φυσική επιλογή των ειδών      




ΚΕΦ. 1:   Θεωρία της Γνώσης (Γνωσιολογία)

   

 Ο Επικούρειος “Κανόνας” (Εισαγωγή)

1. Δύο βασικές αρχές

2. Τα τέσσερα κριτήρια της αλήθειας

(Αισθήσεις – προλήψεις – πάθη - φανταστικές επιβολές της διανοίας)

  3. Η Μεθοδολογία της επιμαρτύρησης ή της αντιμαρτύρησης

4. Η Αποδοχή περισσότερων της μιας θεωριών


Επίκουρος (341-270)

Ο Επικούρειος “Κανόνας”

(Εισαγωγή)

           Ας ξεκινήσουμε με τρία αποσπάσματα από την Επιστολή προς Ηρόδοτο (ΕπΗ, 37, 38, 36):

            1ο) «……Πρώτα Ηρόδοτε, πρέπει να αντιληφθούμε τις έννοιες που συνδέονται με τις λέξεις, ώστε, ανάγοντας σ’ αυτές τις έννοιες τις γνώμες, ή τα προβλήματα της έρευνας ή της σκέψης, να μπορούμε να κρίνουμε και να μην μένουν όλα τα πράγματα αβέβαια για ‘μας και να χανόμαστε σε ατέρμονες ερμηνείες, ή να χρησιμοποιούμε λέξεις κενές νοήματος……» (ΕπΗ, 37).

       «Πρῶτον μὲν οὖν τὰ ὑποτεταγμένα τοῖς φθόγγοις, ὦ Ἡρόδοτε, δεῖ εἰληφέναι, ὅπως ἂν τὰ δοξαζόμενα ἢ ζητούμενα ἢ ἀπορούμενα ἔχωμεν εἰς ταῦτα ἀναγαγόντες ἐπικρίνειν, καὶ μὴ ἄκριτα πάντα ἡμῖν < ᾖ > εἰς ἄπειρον ἀποδεικνύουσιν ἢ κενοὺς φθόγγους ἔχωμεν».

 

               2ο) «Για το λόγο αυτό είναι αναγκαίο η αρχική νοητική εικόνα που συνδέεται με την κάθε λέξη να είναι φανερή και να μην χρειάζεται καθόλου απόδειξη, εάν βέβαια θέλουμε να έχουμε κάποιο κριτήριο στο οποίο να μπορούμε να ανάγουμε το αντικείμενο της έρευνας ή το θέμα της σκέψης ή τον σχηματισμό της γνώμης» (ΕπΗ, 38).

      «Ανάγκη γὰρ τὸ πρῶτον ἐννόημα καθ' ἕκαστον φθόγγον βλέπεσθαι, καὶ μηθὲν ἀποδείξεως προσδεῖσθαι, εἴπερ ἕξομεν τὸ ζητούμενον ἢ ἀπορούμενον καὶ δοξαζόμενον ἐφ' ὃ ἀνάξομεν» .

 

             3ο)  «…….το πιο βασικό γνώρισμα σε κάθε ακριβή γνώση είναι η ικανότητα να κάνει ταχεία χρήση της παρατήρησης και της κατανόησης και αυτό μπορεί να γίνεται εάν όλα μπορούν να αναχθούν σε στοιχειώδεις αρχές και τύπους» (ΕπΗ, 36).

                        «….. ἐπεὶ καὶ τοῦ τετελεσιουργημένου τοῦτο κυριώτατον τοῦ παντὸς ἀκριβώματος γίνεται, τὸ ταῖς ἐπιβολαῖς ὀξέως δύνασθαι χρῆσθαι, καὶ < τοῦτο γίνοιτ’ ἂν ἇπάντων > πρὸς ἁπλᾶ στοιχειώματα καὶ φωνὰς συναγομένων».

  Και, από τις «Κύριες Δόξες» του Επικούρου η 24η:

            «Αν απορρίπτεις γενικά την αίσθηση και δεν διαχωρίσεις την γνώμη για κάτι, που περιμένει επιβεβαίωση από αυτό που είναι ήδη παρόν (και επομένως αισθητό) στην αίσθηση, στα πάθη και στην κάθε φανταστική επιβολή της διανοίας, θα συνταράξεις και τις υπόλοιπες αισθήσεις με μια λάθος γνώμη, έτσι ώστε θα οδηγηθείς να απορρίψεις κάθε κριτήριο.

            Εάν θεωρήσεις βέβαιο και κάθε τι που περιμένει επαλήθευση πάνω στις υποκειμενικές έννοιες και αυτό που δεν έχει την επιμαρτύρηση, δεν θα αποφύγεις την διάψευση, επειδή θα έχεις διατηρήσει κάθε αμφισβήτηση σε κάθε σου κρίση περί του ορθού ή του μη ορθού» (Κύριαι Δόξαι, 24)

         «Εἴ τιν' ἐκβαλεῖς ἁπλῶς αἴσθησιν καὶ μὴ διαιρήσεις τὸ δοξαζόμενον κατὰ τὸ προσμένον καὶ τὸ παρὸν ἤδη κατὰ τὴν αἴσθησιν καὶ τὰ πάθη καὶ πᾶσαν φανταστικὴν ἐπιβολὴν τῆς διανοίας, συνταράξεις καὶ τὰς λοιπὰς αἰσθήσεις τῇ ματαίῳ δόξῃ, ὥστε τὸ κριτήριον ἅπαν ἐκβαλεῖς. εἰ δὲ βεβαιώσεις καὶ τὸ προσμένον ἅπαν ἐν ταῖς δοξαστικαῖς ἐννοίαις καὶ τὸ μὴ τὴν ἐπιμαρτύρησιν, οὐκ ἐκλείψεις τὸ διεψευσμένον· ὡς τετηρηκὼς ἔσῃ πᾶσαν ἀμφισβήτησιν κατὰ πᾶσαν κρίσιν τοῦ ὀρθῶς ἢ μὴ ὀρθῶς».

              Με αφετηρία τις πιο πάνω διατυπωμένες αρχές, δηλ. την καθαρή αντίληψη των εννοιών και την παρατήρηση (μέσω των αισθήσεων, των παθών και της φανταστικής επιβολής της διανοίας), ακόμα, την (κατα)νόηση, την αναγωγή σε στοιχειώδες αρχές κλπ. συγκροτήθηκε  αυστηρή μεθοδολογία στην αναζήτηση της ακριβούς γνώσης, της αλήθειας περί τα πράγματα, την οποίαν ο Επίκουρος ονόμασε “Κανόνα”.  Ο “Κανών” αποτελεί την Επικούρεια γνωσιολογία. Και ο «Επικούρειος Κανόνας» έχει θεμελιώδεις διαφορές….

      α) με την “Διαλεκτική”, τόσον εκείνη που εφάρμοζε ο Πλάτωνας, όσο και εκείνη των Σοφιστών, τις οποίες ο  Επίκουρος θεωρούσε τακτικές ατελέσφορες, αποπροσανατολιστικές και ρητορείες,

      β) αλλά και με την φορμαλιστική μεθοδολογία της “Αριστοτέλειας Λογικής”  (χαρακτηριστικό της οποίας ήταν το motto: “Ό,τι δεν είναι όχι Α είναι Α”) η οποία κυριάρχησε για πολλούς αιώνες, και εν πολλοίς ισχύει ακόμα, στην ανθρωπότητα.    

              Ο Επίκουρος, λοιπόν, προκειμένου να προσεγγίσει την φυσική πραγματικότητα, και να γνωρίσει τους ακλόνητους νόμους που την διέπουν, δημιούργησε την (εμπειρικού τύπου) μεθοδολογία του “Κανόνα”, η οποία συνιστά μια διαδικασία, έρευνας και βέβαιης γνώσης των θεμάτων, που εκάστοτε εξετάζονται. Η μέθοδος του “Κανόνα” είναι - κατά βάσιν - μια λογική  “Επαγωγική ” (Inductive logic)  δηλ. πηγαίνει “από το μερικό στο γενικό”, ή,  “από κάτω προς τα πάνω” (botton – up logic),  και  βασίζεται στην παρατήρηση με τις αισθήσεις. Ενδεχομένως χρησιμοποιείται και η βοήθεια της “αναλογίας” με παρεμφερή φαινόμενα των οποίων καλώς γνωρίζομε τις αιτίες.

      H Αριστοτέλεια λογική είναι, κυρίως και εξ αντιθέτου, “Απαγωγική (Deductive logic), καλείται επίσης και “αξιωματική”, ή παραγωγική, ή αφαιρετική”. Είναι top – down logic,  στηρίζεται σε “καθολικές αρχές”, ξεκινά από δεδομένες αρχικές έννοιες - “θέσεις”. Συνιστά λογική “δίτιμη”, που σημαίνει ότι κάτι είναι (οπωσδήποτε) είτε σωστό, είτε λάθος.


 Ο Επικούρειος “Κανόνας”, περιλαμβάνει:

1. Δύο βασικές αρχές

2. Τέσσερα κριτήρια της αλήθειας

(Αισθήσεις – προλήψεις – πάθη - φανταστικές επιβολές της διανοίας)

3. Μεθοδολογία της επιμαρτύρησης ή της αντιμαρτύρησης

4. Αποδοχή περισσότερων της μιας θεωριών

 

1. Δύο βασικές αρχές (ή αξιώματα)     Προκύπτουν από την εμπειρία, και αυτές είναι:

        -  1η) Η Αρχή διατηρήσεως της ύλης.

         Τίποτα δεν προκύπτει από το τίποτα, όπως και δεν καταλήγει στο τίποτα.  

         Θεϊκός σχεδιασμός, θεία βούληση ή παρέμβαση είναι αδιανόητα.          

       - «Πρῶτον μὲν ὅτι οὐδὲν γίνεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος» (Επιστολή προς Ηρόδοτο, 38).

                  -  «Η αρχή που θα χρησιμεύει από δω και πέρα για ξεκίνημα, είναι ότι τίποτα δεν    δημιδημιουργείται ποτέ από το τίποτε, με θεϊκή βούληση» (De Rerum Natura Ι, 149-150).

       -  2η)  Η Αρχή της αναλογίας.  Αν όλα τα γνωστά επιμέρους στοιχεία δύο σωμάτων είναι όμοια, τότε θα είναι όμοια και τα άγνωστα στοιχεία τους.        

 2.  Τέσσερα κριτήρια της αλήθειας.  Από την επιστολή προς Ηρόδοτο (ΕπΗ, 38) :

     

           «Και επιπλέον πρέπει οπωσδήποτε να κάνουμε τις έρευνες μας σύμφωνα με τις αισθήσεις μας και συγκεκριμένα σύμφωνα με τις άμεσες παραστάσεις που μας δίνουν είτε ο νους (επιβολές της διανοίας) είτε οποιοδήποτε άλλο από τα κριτήρια, καθώς επίσης και σύμφωνα με τα συναισθήματα που υπάρχουν μέσα μας, ώστε να μπορούμε με τη βοήθειά τους να βγάζουμε συμπεράσματα γι’ αυτά που προσμένουν επιβεβαίωση και γι’ αυτά που είναι αφανή» (ΕπΗ, 38).

       

        "Ἔτι τε κατὰ τὰς αἰσθήσεις δεῖ πάντα τηρεῖν καὶ ἁπλῶς <κατὰ> τὰς παρούσας ἐπιβολὰς εἴτε διανοίας εἴθ' ὅτου δήποτε τῶν κριτηρίων, ὁμοίως δὲ <κατά> τὰ ὑπάρχοντα πάθη, ὅπως ἂν καὶ τὸ προσμένον καὶ τὸ ἄδηλον ἔχωμεν οἷς σημειωσόμεθα.

    (1ο) Οι αισθήσεις. Πέραν των πιο πάνω από τον Επίκουρο, τρία αποσπάσματα από τον Λουκρήτιο:

             α)  «…….. Ποιο άλλο κριτήριο μπορούμε να επικαλεστούμε; Ποιόν άλλο οδηγό ασφαλέστερο από τις αισθήσεις μας έχουμε για τη γνώση και του ψευδούς και του αληθούς;» (DRN Ι, 699-701).

            β)  «……. Βλέπουμε όμως κι άλλα πολλά παράξενα, που θαρρείς και ζητούν να κλονίσουν την πίστη μας στις αισθήσεις. Μάταια όμως, γιατί το μεγαλύτερο μέρος απ’ αυτά μας εξαπατά εξαιτίας των κρίσεων, που ο ίδιος ο νους μας προσθέτει στα δεδομένα, και νομίζουμε πως είδαμε πράγματα, που δεν τα είδαν οι αισθήσεις μας» (DRN ΙΙΙ, 462-466).

             γ) «……… η έννοια της αλήθειας γεννήθηκε μέσα από τις αισθήσεις, και οι αισθήσεις δε γίνεται να βγουν ψεύτικες»  (DRN ΙV, 478-479).  

 

       ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην Επικούρεια «Ηθική», οι Αισθήσεις μπορούν να θεωρηθούν ως  φορείς της ζωής (και της ευδαιμονίας του ανθρώπου), αφού θάνατος είναι η  στέρηση των αισθήσεων…… «ἐπεὶ πᾶν ἀγαθὸν καὶ κακὸν ἐν αἰσθήσει· στέρησις δέ ἐστιν αἰσθήσεως ὁ θάνατος….» (Από την επιστολή προς τον Μενοικέα, 124). 

 (2ο) Οι προλήψεις. Είναι έννοιες αποθηκευμένες στου νου, προερχόμενες από επανειλημμένες αισθητηριακές αντιλήψεις.

  (3ο) Τα πάθη, δηλ. τα συναισθήματα. Αυτά διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τον πόνο, και την ηδονή.

  (4ο) Οι φανταστικές επιβολές της διανοίας.

                        Είναι διορατικές συλλήψεις του νου, χωρίς αισθητηριακή παρεμβολή – διαμεσολάβηση, είτε εστιάσεις του νου σε νοητικές εικόνες.

3. Μεθοδολογία της επιμαρτύρησης ή της αντιμαρτύρησης. Συνιστά εμπειρική μέθοδο,  απαραίτητη προϋπόθεση, στον έλεγχο και για την αποδοχή (ή την απόρριψη) κάθε πρότασης.

4. Αποδοχή περισσότερων της μιας θεωριών.

                   Το Επικούρειο “Ενδέχεται πλεοναχώς γενέσθαι(ΕπΠ, 87), αναφέρεται στην  (ενδεχομένη) ερμηνεία φαινομένων τινών με τρόπους πολλούς, εφ’ όσον δεν διαπιστώνεται  “αντιμαρτύρησις”.  Η αντίληψη αυτή συμφωνεί - αντιλαμβανόμαστε - με τον αυθορμητισμό, την τυχαιότητα, την απροσδιοριστία,  καταστάσεις που έχουν μελετηθεί από τον Επίκουρο. Συσταίνει λογική “πλειότιμη”, σχετιζόμενη με την σύγχρονη θεωρία του «Επιστημολογικού  πλουραλισμού».  

 Εξηγεί ο Επίκουρος στις επιστολές του (ΕπΗ, 80 και ΕπΠ, 86-87, 98-99, 113):  

 α)      «Έτσι πρέπει να εξετάζουμε με προσοχή με πόσους τρόπους ένα παρόμοιο φαινόμενο εμφανίζεται στη γη, όταν ερευνούμε με τη λογική τις αιτίες των ουρανίων φαινομένων και όλων αυτών που είναι πέραν από την ικανότητα των αισθήσεων». (ΕπΗ, 80)

 β)  «….. Και ούτε πρέπει να προσπαθούμε να επιβάλλουμε με τη βία μια απίθανη θεωρία, ούτε να επιζητούμε η θεωρία κάποιων φαινομένων να είναι σε όλα όμοια  άλλων περιπτώσεων που επιδέχονται μία και μοναδική εξήγηση σύμφωνη με τα φαινόμενα, όπως για παράδειγμα είναι ότι το σύμπαν αποτελείται από σώματα και από ανέγγιχτη φύση. Μοναδική εξήγηση δεν μπορούμε να δώσουμε για τα ουράνια φαινόμενα, που επιδέχονται πολλαπλές αιτιολογήσεις ως προς τη γένεση τους και πολλαπλές αιτίες ως προς την φύση τους, που όμως είναι όλες σύμφωνες με τις αισθήσεις.

      Διότι δεν πρέπει να μελετούμε τη φύση σύμφωνα με κενές υποθέσεις και αυθαίρετους νόμους, αλλά σύμφωνα με αυτά που απαιτούν τα φαινόμενα. Επειδή η ζωή μας δεν έχει ανάγκη τώρα από παραλογισμούς και κενές δοξασίες, αλλά από το να ζούμε χωρίς ταραχή.

       Τα πάντα, λοιπόν, διατηρούνται ακλόνητα ακόμα και σε διεργασίες που ερμηνεύονται με πολλούς τρόπους, αρκεί να επισυμβαίνουν σε αρμονία με τα φαινόμενα και βέβαια να αποδεχόμαστε, όπως επιβάλλεται, τις πειστικές ερμηνείες τους.

       Όταν όμως κάποιος αποδέχεται μια ερμηνεία και απορρίπτει μιαν άλλη, που εξ ίσου είναι σύμφωνη με τα φαινόμενα, τότε είναι φανερό πως καταλείπει τη φυσιολογία και κατρακυλά στο μύθο …… (ΕπΠ, 86-87).

       “…… Ταύτα γαρ ενδέχεται πλεοναχώς γενέσθαι.” (ΕπΠ, 87).

 γ)  «….Όμως αυτοί που δέχονται μια μόνn εξήγηση, και μάχονται ενάντια στη μαρτυρία των φαινομένων, έχουν υποπέσει σε λάθη σχετικά με την δυνατότητα του ανθρώπου να επιτύχει την γνώση». (ΕπΠ, 98)

«….Οἱ δὲ τὸ ἓν λαμβάνοντες τοῖς τε φαινομένοις μάχονται καὶ τοῦ ᾗ δυνατὸν ἀνθρώπῳ θεωρῆσαι διαπεπτώκασιν». 

  δ) «…. Αλλά σε ποιές περιπτώσεις οφείλονται στη μια αιτία ή στην άλλην δεν είναι δυνατόν να το γνωρίζουμε». (ΕπΠ, 99)

«….ἐπὶ δὲ ποίοις παρὰ τοῦτο ἢ τοῦτο τὸ αἴτιον γίνεται οὐκ ἔστι συνιδεῖν».

      ε) «….Αλλά το να αποδίδει κανείς μια μοναδική αιτία σε αυτά τα φαινόμενα, ενώ αυτά τα φαινόμενα απαιτούν πολλές αιτίες, είναι παραφροσύνη, και γίνεται εντελώς λανθασμένα από άτομα που είναι οπαδοί των ανόητων αντιλήψεων της αστρολογίας, με την οποίαν δίνουν μάταιες ερμηνείες για τις αιτίες μερικών φαινομένων, και διαρκώς δεν απαλλάσσουν καθόλου την θεία φύση από το βάρος της ευθύνης της» (ΕπΠ, 113).

                       «…… Τὸ δὲ μίαν αἰτίαν τούτων ἀποδιδόναι, πλεοναχῶς τῶν φαινομένων ἐκκαλουμένων, μανικὸν καὶ οὐ καθηκότως πραττόμενον ὑπὸ τῶν τὴν ματαίαν ἀστρολογίαν ἐζηλωκότων καὶ εἰς τὸ κενὸν αἰτίας τινῶν ἀποδιδόντων, ὅταν τὴν θείαν φύσιν μηθαμῇ λειτουργιῶν ἀπολύωσι».


        Σήμερα, οι επιστήμες είναι δεκτικές όχι μόνον αλλαγών, αλλά και ολωσδιόλου διαψεύσεως…… 

       Ο Kurt Gödel  στη “Θεωρία της μη πληρότητας” (1931)  μας έδειξε ότι πάντα θα υπάρχει αδυναμία αποδείξεως προτάσεων, όχι επειδή αυτές είναι λανθασμένες, αλλά επειδή, απλά, αυτές είναι ανεπίδεκτες τεκμηρίωσης (μέσα από το σύστημα τους), αν και είναι αληθινές.

       Ο Karl Popper διατύπωσε την “Αρχή της διαψευσιμότητας” (1963), σύμφωνα με την οποία, για να είναι χρήσιμη (ή έστω επιστημονική) μια επιστημονική θέση, θεωρία, νόμος, αρχή κ.λπ. πρέπει να είναι και διαψεύσιμη, δηλαδή να μπορεί ελεγχόμενη να αποδειχτεί λανθασμένη.

       Στην Κβαντική θεωρία, ως κορυφαίο παράδειγμα συνύπαρξης περισσότερων της μιας θεωριών, που ερμηνεύουν, κάθε μια με ίδιο τρόπο το ίδιο φαινόμενο, είναι ο “κυματο-σωματιδιακός δυισμός”, ο οποίος δέχεται ότι οι θεμελιώδεις οντότητες - δηλ. τα “σωματίδια” της φύσης - παρουσιάζουν  (όχι πάντως ταυτόχρονα) διττή συμπεριφορά: Σωματιδιακή (ως κομμάτι ύλης τριών διαστάσεων) και Κυματική (ως διαταραχή ενός ελαστικού μέσου, ή ενός πεδίου) συμπεριφορά.

        Και, για τη διπλή αυτή συμπεριφορά της ύλης έχουν  διατυπωθεί και οι μαθηματικές σχέσεις που συνδέουν τα σωματιδιακά (ενέργεια και ορμή) με τα κυματικά (συχνότητα και μήκος κύματος) χαρακτηριστικά τους.

       Για το φως, ο Γερμανός θεωρητικός φυσικός Pascual Jordan, που σε εργασία με τον Χάιζενμπεργκ και τον Μπορν συνέβαλε σημαντικά στην κβαντική μηχανική, καθώς και την κβαντική θεωρία πεδίου,  ισχυρίζονταν ότι:……  «Στην πραγματικότητα το φως δεν είναι ούτε κύμα, ούτε σωματίδιο, αλλά κάτι “τρίτο” (…sondern einDrittes”)»   (Βλ. «Η κρίση στη Φυσική και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης» των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, σελ. 165)

         Ο “Κανόνας” του Επίκουρου, υπήρξε ο κυριότερος παράγοντας που η Φυσιογνωσία του υπήρξε ρεαλιστική, αληθινή. Η φυσική πραγματικότητα δεν έχει άλλο τρόπο να γίνει αντιληπτή, παρά μόνο μέσω των αισθήσεων και των άλλων κριτηρίων της αλήθειας, με την παρατήρηση και το πείραμα, ελεγχομένη με την διαδικασία της επιμαρτύρησης ή της αντιμαρτύρησης.

                     Στην επιστολή προς Ηρόδοτο (50) διαβάζουμε: 

        «……. Και κάθε εικόνα που προσλαμβάνουμε με ενεργητική αντίληψη από μέρους του νου ή από μέρους των αισθήσεων, είτε πρόκειται για το σχήμα ή για τις ιδιότητες, αυτή η εικόνα είναι (εννοεί: αυτή η εικόνα  είναι η πραγματική, ως προς) το σχήμα ή οι ιδιότητες του στερεού αντικειμένου και παράγεται από την συνεχή επανάληψη της εικόνας ή του αποτυπώματος που έχει αφήσει.……..

        Το σφάλμα ή η πλάνη βρίσκεται πάντοτε στην προσθήκη της γνώμης σε σχέση με αυτό που προσμένει είτε επιβεβαίωση είτε μη διάψευση. Το σφάλμα ή η πλάνη βρίσκεται πάντοτε στην προσθήκη της γνώμης σε σχέση με αυτό που προσμένει είτε επιβεβαίωση είτε μη διάψευση, και ύστερα δεν επιβεβαιώνεται ή διαψεύδεται……».

   

    «…… Καὶ ἣν ἂν λάβωμεν φαντασίαν ἐπιβλητικῶς τῇ διανοίᾳ ἢ τοῖς αἰσθητηρίοις εἴτε μορφῆς εἴτε συμβεβηκότων, μορφή ἐστιν αὕτη τοῦ στερεμνίου, γινομένη κατὰ τὸ ἑξῆς πύκνωμα ἢ ἐγκατάλειμμα τοῦ εἰδώλου· τὸ δὲ ψεῦδος καὶ τὸ διημαρτημένον ἐν τῷ προσδοξαζομένῳ ἀεί ἐστιν <ἐπὶ τοῦ προσμένοντος> ἐπιμαρτυρηθήσεσθαι ἢ μὴ ἀντιμαρτυρηθήσεσθαι, εἶτ' οὐκ ἐπιμαρτυρουμένου <ἢ ἀντιμαρτυρουμένου> [κατά τινα κίνησιν ἐν ἡμῖν αὐτοῖς συνημμένην τῇ φανταστικῇ ἐπιβολῇ, διάληψιν δὲ ἔχουσαν, καθ' ἣν τὸ ψεῦδος γίνεται»  (ΕπΗ. 50).

        

         Η εγκυρότητα των αισθήσεων, που ο Επίκουρος ανεπιφύλακτα και μετ’ επιτάσεως  προέταξε, μάλιστα σε σφοδρή αντιπαράθεση με τις άλλες φιλοσοφικές σχολές, μετά και τους Άγγλους αισθησιοκράτες και εμπειριστές των 17ου - 18ου αι., πλέον, δεν αμφισβητείται. Ούτε, βέβαια και η εμπειρική μεθοδολογία και η επαγωγική διαδικασία, οι οποίες  αποτελούν την βάση ανάπτυξης των φυσικών επιστημών στα νεότερα χρόνια.

    Κατά τον Επίκουρο, λοιπόν: Ο “Κανόνας” είναι απαραίτητο εργαλείο για την γνώση της Φύσης, της Επιστήμης όπως θα λέγαμε σήμερα, και απαιτεί συνεχή απασχόληση. Όμως, συνεπακόλουθα, η Φυσιογνωσία  εξυψώνει τον ανθρώπινο χαρακτήρα και συντελεί στην απόκτηση πεποίθησης («πίστης») και αυτάρκειας. Είναι δε «Τῆς αὐταρκείας καρπὸς μέγιστος ἐλευθερία». (Βλ. στη συνέχεια “Επικούρου Προσφώνησις” 45 και 77 και  ΕπΠ, 85).

          Συνεπώς, η Φυσιογνωσία διασφαλίζει στον άνθρωπο (και αυτό σε  τελευταία ανάλυση  ενδιαφέρει την Επικούρεια φιλοσοφία) αταραξία, γαλήνη και ευδαιμονία.

            “Επικούρου Προσφώνησις” (45):

          «Η φυσιολογία (η μελέτη της Φύσης, η επιστήμη) παρασκευάζει ανθρώπους που ούτε καυχιούνται, ούτε είναι αερολόγοι, ούτε επιδεικνύουν την περιμάχητη(περιζήτητη) από τους πολλούς παιδεία, αλλά σοβαρούς και αυτάρκεις, που φροντίζουν τα μέγιστα επί των δικών τους αγαθών και όχι επί των πραγμάτων»  (Επ. Προσφώνησις, 45)..

          

 «Οὐ κόμπους οὐδὲ φωνῇς ἐργαστικούς οὐδὲ περιμάχητον παρὰ τοῖς πολλοῖς παιδείαν ἐνδυκνυμένους φιλοσοφία παρασκευάζει, ἀλλὰ σοβαροὺς καὶ αὐτάρκεις καὶ ἐπὶ τοῖς ἰδίοις ἀγαθοῖς, οὐκ ἐπὶ τοῖς τῶν πραγμάτων μέγα φρονοῦντες».

 

           Προς δε Πυθοκλή (85) και “Κύριες Δόξες” (49) (αυτό το ίδιο και στην “Επ. Προσφώνηση” (49)):

              -  «…… Πρώτα απ’ όλα, δεν πρέπει να έχεις κατά νου ότι υπάρχει κάποιος άλλος σκοπός για τη γνώση για τα ουράνια φαινόμενα είτε αυτά θεωρούνται σε σχέση με τις άλλες φυσικές θεωρίες είτε αυτοτελώς, εκτός από την αταραξία και την απόκτηση μιας σταθερής πεποίθησης, όπως συμβαίνει και με τις άλλες γνώσεις» (ΕπΠ, 85).

          «…….Πρῶτον μὲν οὖν μὴ ἄλλο τι τέλος ἐκ τῆς περὶ μετεώρων γνώσεως εἴτε κατὰ συναφὴν λεγομένων εἴτε αὐτοτελῶς νομίζειν εἶναι ἤπερ ἀταραξίαν καὶ πίστιν βέβαιον, καθάπερ καὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν».

 

              -    «Δεν είναι δυνατόν να διαλύει κανείς τους φόβους για τα πιο σημαντικά φαινόμενα όταν δεν γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος αλλά ερμηνεύει τις υποψίες του για κάτι σύμφωνα με τους μύθους. Επομένως δίχως την μελέτη της φύσης δεν είναι δυνατόν να απολαμβάνει κανείς ακέραιες τις ηδονές» (“Κύριαι Δόξαι” 12 , Επικούρου Προσφώνησις 49).



ΚΕΦ. 2:   Ατομική θεωρία και οι ιδιότητες των ατόμων.

1. Άτομα και κενό

2. Υποατομικά σωματίδια

3. Ιδιότητες και ενώσεις των ατόμων

4. Πλήθος, είδη και μέγεθος των ατόμων

5. Οι κινήσεις των ατόμων – Η ταχύτητα κίνησης των ατόμων

6. Διαφορές της Επικούρειας από την Δημοκρίτεια φυσική φιλοσοφία




1. Άτομα και κενό

      Ο Επίκουρος, ως υλιστής φιλόσοφος, μόνος αυτός για δυο χιλιάδες χρόνια, όχι μόνον είχε αποδεχτεί την ατομική θεωρία, που πρώτοι διατύπωσαν στην Ελλάδα οι Λεύκιππος και Δημόκριτος, περίπου 120-130 χρόνια πριν απ’ αυτόν, αλλά και επισταμένως την μελέτησε. Στην Δημοκρίτεια ατομική θεωρία ο Επίκουρος επέφερε αλλαγές, κάποιες απ’ αυτές ουσιώδεις, επίσης την επεξέτεινε….... 

       Στον Επίκουρο, η άτομος (“τα άτομα” , η  ύλη) και το κενό(ο άδειος από ύλη χώρος) είναι οι μόνες ύστατες πραγματικότητες. Τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει πέραν τούτων.

       «Η φύση καθαυτή από δύο πράγματα είναι φτιαγμένη, την ύλη και το κενό όπου τα σώματα βρίσκουν τη θέση τους και κινούνται με ποικίλους τρόπους….» (DRN I, 418-421).

      Μοναδική και εξ αναλογίας δυνατή επαλήθευση (“επιμαρτύρηση”) της ύπαρξης ατόμων  μπορεί να θεωρηθεί η λεγόμενη “Κίνηση Brown”, που σίγουρα  ήταν γνωστή στον Επίκουρο, στον δε Λουκρήτιο (DRN II, 112-124) περιγράφεται, με θαυμαστή ακρίβεια.

       Οι άλλοι διανοητές στο σύνολο τους, από την αρχαιότητα έως και πριν 200 χρόνια (του μεγάλου Ισαάκ Νεύτωνα, πατέρα της κλασικής Φυσικής, μη εξαιρουμένου) την απέρριπταν, προσκολλημένοι  στην θεωρία των τεσσάρων στοιχείων (Αέρα, Φωτιά, Γη, Νερό) του Εμπεδοκλή, μάλιστα “φορτωμένη”  με μεταφυσικές προεκτάσεις – βαρίδια. Μόλις στις αρχές του 19ου αι., η ατομική θεωρία θα επανακάμψει. Θα “επανα/ανακαλυφθεί” από τον Τζον Ντάλτον, προκειμένου να ερμηνεύσει τις χημικές αντιδράσεις.

         Πυθαγόρειοι και Πλάτωνας αντιστοιχούσαν σε κάθε στοιχείο ένα γεωμετρικό στερεό.  Ο Πλάτωνας στα τέσσερα στοιχεία πρόσθεσε και ένα πέμπτο, τον “αιθέρα” ( πέμπτη ουσία / “πεμπτουσία”), για να τα αντιστοιχίσει στα πέντε κανονικά στερεά του, για τα οποία η εμμονή του ήταν όλως ιδιαίτερη.

         Μάλιστα, αυτά τα πέντε Πλατωνικά στερεά, ο (μετέπειτα) μέγας νομοθέτης του σύμπαντος, ο Γιοχάννες Κέπλερ, στο πρώτο σημαντικό αστρονομικό έργο του Mysterium Cosmographicum (1596) θεώρησε ότι υπαγορεύουν τη δομή του σύμπαντος και αντανακλούν το σχέδιο του Θεού μέσω της γεωμετρίας!……

       Πυθαγόρειες και Πλατωνικές αντιλήψεις, μαζί με το Αριστοτελικό κοσμοείδωλο….. σύμφωνα με το οποίο ως φύσις νοείται μόνον η υποσελήνια περιοχή - δηλ. η Γη -  ενώ στους ουρανούς, στον ήλιο και στους πλανήτες βασιλεύει αιώνια και αδιατάρακτη τάξη…. καθήλωσαν την πρόοδο της ανθρωπότητας για δύο χιλιετίες…..

             Στην νεώτερη μας εποχή «άτομα» ονομάζονται τα χημικά στοιχεία που περιέχονται στον «Πίνακα του Μεντελέγιεφ», ο οποίος περιέχει 103 στοιχεία, συν μερικά ακόμα, ασταθή, που δημιουργούνται σε  εργαστήρια της Φυσικής.

       Κατά τον Επίκουρο το κενό, ως μια  φυσική πραγματικότητα, για κανέναν λόγο δεν μπορεί να ταυτιστεί με το “μη όν / μη είναι”, όπως αυτό του Παρμενίδη ο οποίος, ακολουθώντας κανόνες της λογικής απαγωγής, δεν δέχονταν οποιαδήποτε κίνηση ή αλλαγή, το γίγνεσθαι γενικότερα, φαινόμενα που θεωρούσε αυταπάτες.

       Είναι δε η ύπαρξη του κενού (χώρος, ή, ανέγγιχτη φύση) απαραίτητη, διότι (ΕπΗ, 40):

        «Και εάν δεν υπήρχε αυτό που ονομάζουμε κενό και χώρο και ανέγγιχτη φύση, τότε τα σώματα δεν θα είχαν που να σταθούν ούτε που να κινηθούν, ενώ όπως φαίνεται κινούνται. Και πέραν από αυτά τα δύο πράγματα, τα σώματα και το κενό, τίποτα άλλο δεν μπορούμε να διανοηθούμε, ούτε μέσω της άμεσης αντίληψης ούτε σε αναλογία με πράγματα που γίνονται άμεσα αντιληπτά…..» (ΕπΗ, 40).

«Εἰ <δὲ> μὴ ἦν ὃ κενὸν καὶ χώραν καὶ ἀναφῆ φύσιν ὀνομάζομεν, οὐκ ἂν εἶχε τὰ σώματα ὅπου ἦν οὐδὲ δι' οὗ ἐκινεῖτο, καθάπερ φαίνεται κινούμενα. Παρὰ δὲ ταῦτα οὐθὲν οὐδ' ἐπινοηθῆναι δύναται οὔτε περιληπτικῶς οὔτε ἀναλόγως τοῖς περιληπτοῖς ὡς καθ' ὅλας φύσεις λαμβανόμενα….».

       Το κενό λοιπόν, είναι απόλυτα απαραίτητο για την κίνηση, η οποία κίνηση αχώριστα είναι συνδεμένη και με τον χρόνο, ο οποίος χρόνος δεν υπάρχει από μόνος του, αφού μόνο από τα ίδια τα πράγματα βγαίνει η αίσθηση του παρελθόντος, του παρόντος, του μέλλοντος (DRN Ι, 259-263 - Βλ. κεφ. 4).  

      Τα άτομα (της ύλης), ονομάστηκαν έτσι επειδή δεν τέμνονται περαιτέρω. Αν τα άτομα τέμνονταν επ’ άπειρον, τότε θα κατέληγαν στο “μη ον”. Είναι, λοιπόν,  αδιαίρετα,  μικρότατα, μη ορατά δια γυμνού οφθαλμού, όμως δεν έχουν κάθε δυνατό μέγεθος…...

       Παρακάτω, πέντε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την προς Ηρόδοτο επιστολή:

             1ο)   “Αυτά εδώ, που κάνουν τα σύνθετα, είναι άτμητα και αμετάβλητα, εφόσον δεν θέλουμε όλα τα πράγματα να καταστραφούν στο μη ον, αλλά να παραμείνουν, μετά την διάλυση των συνθέτων, εντελώς ανθεκτικά στοιχεία μιας συμπαγούς φύσης, και να μην μπορούν με κανένα τρόπο να διαλυθούν. Συνεπώς, τα πρωταρχικά στοιχεία είναι κατ’ ανάγκην οι άτμητες υλικές οντότητες” (ΕπΗ, 41).

        «ταῦτα δέ ἐστιν ἄτομα καὶ ἀμετάβλητα, εἴπερ μὴ μέλλει πάντα εἰς τὸ μὴ ὂν φθαρήσεσθαι, ἀλλ' ἰσχῦον τι ὑπομένειν ἐν ταῖς διαλύσεσι τῶν συγκρίσεων, πλήρη τὴν φύσιν ὄντα, οὐκ ἔχοντα ὅπῃ ἢ ὅπως διαλυθήσεται. Ὥστε τὰς ἀρχὰς ἀτόμους ἀναγκαῖον εἶναι σωμάτων φύσεις».

               2ο)    «Είναι επομένως αναγκαίο όχι μόνο να απορρίψουμε την διαίρεση σε όλο και μικρότερα μέρη επ’ άπειρον, ώστε να μην εξασθενήσουμε όλα τα πράγματα, και έτσι στην ένωση των συνθέτων σωμάτων να αναγκαζόμαστε να συνθλίβουμε και να σπαταλάμε τα πράγματα που υπάρχουν στο μη όν, αλλά ούτε πρέπει ακόμη να νομίζουμε ότι στα πεπερασμένα σώματα υπάρχει η δυνατότητα να συνεχίζεται επ’ άπειρον η μετάβαση και σε μικρότερα και ακόμη μικρότερα μέρη» (ΕπΗ, 56).

      «Ὥστε οὐ μόνον τὴν εἰς ἄπειρον τομὴν ἐπὶ τοὔλαττον ἀναιρετέον, ἵνα μὴ πάντα ἀσθενῆ ποιῶμεν κἀν ταῖς περιλήψεσι τῶν ἀθρόων εἰς τὸ μὴ ὂν ἀναγκαζώμεθα τὰ ὄντα θλίβοντες καταναλίσκειν, ἀλλὰ καὶ τὴν μετάβασιν μὴ νομιστέον γενέσθαι ἐν τοῖς ὡρισμένοις εἰς ἄπειρον μηδ' <ἐπὶ> τοὔλαττον».

    3ο)   «Κανένα μέγεθος δεν τους ταιριάζει. Ουδέποτε άτομος έγινε αντιληπτή με τις αισθήσεις» (ΕπΗ. 44).

   «Πᾶν δὲ μέγεθος μὴ εἶναι περὶ αὐτάς· οὐδέποτε γοῦν ἄτομος ὤφθη αἰσθήσει».

 

4ο)      «Επιπλέον ούτε πρέπει να θεωρούμε ότι τα άτομα έχουν κάθε δυνατό μέγεθος, εάν δεν θέλουμε να βρεθούμε σε αντίφαση με τη μαρτυρία των φαινομένων, αλλά πρέπει να δεχθούμε ότι υπάρχουν κάποιες παραλλαγές ως προς τα μεγέθη τους…..».  (ΕπΗ. 55).

   «Ἀλλὰ μὴν οὐδὲ δεῖ νομίζειν πᾶν μέγεθος ἐν ταῖς ἀτόμοις ὑπάρχειν, ἵνα μὴ τὰ φαινόμενα ἀντιμαρτυρῇ· παραλλαγὰς δέ τινας μεγεθῶν νομιστέον εἶναι…..».

 

       Και ούτε για την «ψυχή» υπάρχει εξαίρεση, αν θέλουμε η πίστη μας να είναι ακλόνητη.  Όπως όλα τα πράγματα στον κόσμο….. ακόμα και οι θεοί, που απολαμβάνουν ξένοιαστοι την μακαριότητα τους στα «μετακόσμια» διαστήματα…. και η ψυχή αποτελείται, κι’ αυτή, από (λεπτότατα) άτομα ύλης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, (θνητότητα, ασθένειες κλπ.).

 

 5ο)   «Μετά από αυτά, αναφερόμενοι πάντοτε στις αισθήσεις και στα συναισθήματα, διότι με αυτό τον τρόπο θα αποκτήσουμε ακλόνητη πεποίθηση, πρέπει να θεωρήσουμε ότι η ψυχή είναι σώμα που αποτελείται από πολύ λεπτά μέρη, που είναι διασκορπισμένα σε ολόκληρο το σωματικό σύνολο,…..» (ΕπΗ. 63).

        «Μετὰ δὲ ταῦτα δεῖ συνορᾶν ἀναφέροντα ἐπὶ τὰς αἰσθήσεις καὶ τὰ πάθη (οὕτω γὰρ ἡ βεβαιοτάτη πίστις ἔσται) ὅτι ψυχὴ σῶμά ἐστι λεπτομερὲς παρ' ὅλον τὸ ἄθροισμα παρεσπαρμένον,…..».


Τα άτομα, λοιπόν, υπάρχουν αιώνια άφθαρτα:  «Αϊδίων των ατόμων ουσών και του κενού»

              (Τα άτομα και το κενό είναι παντοτινά)  (Προς Ηρόδοτο, 44)

-  «Τα πάντα αποτελούνται από αθάνατα στοιχεία»  (DRN Ι, 220-221).

- «Τίποτα δεν μπορεί να γεννηθεί από το τίποτα, κι ούτε πάλι, μετά τη γέννηση του      να επιστρέψει στο μηδέν» (DRN Ι, 265-268).

          - «Τη στιγμή που όλα τα σώματα υπόκεινται σε διάλυση, η ίδια η ύλη, που      αποτελείται  από στερεά στοιχεία, παραμένει αιώνια» (DRN Ι, 517-519).

     Στη κλασική Φυσική, για οποιοδήποτε κλειστό σύστημα, ισχύει το Αξίωμα διατήρησης της μάζας. Σημαίνει ότι σε όλες τις μεταφορές μαζών, εντός του συστήματος, η συνολική ποσότητα ύλης παραμένει σταθερή, ούτε μπορεί να αυξηθεί, ούτε να ελαττωθεί. Η αρχή διατήρησης της μάζας, δημοσιοποιήθηκε το πρώτον στα νεώτερα χρόνια  το 1773, από τον  Antoine Lavoisier, τεκμηριωμένη από μια σειρά πειραμάτων του.

       Στη Σχετικιστική Φυσική, ισχύει η “Αρχή διατήρησης της μάζας - ενέργειας”,  σύμφωνα με την γνωστή εξίσωση: E = mc2, που διατύπωσε ο Albert Einstein.

         Κατά την θεωρία της Γενικής Σχετικότητας (1915), της Αϊνστάνειας θεωρίας για την βαρύτητα των σωμάτων, στο κόσμο απλώνεται ένα «χωροχρονικό συνεχές» («χωροχρόνος»), και, από τις μάζες (κατανομή της ύλης) και την όλη ενέργεια που εμπεριέχει, αυτό καμπυλώνεται. Τα άτομα θεωρούνται διεγέρσεις – ιδιομορφίες του «πεδίου», στις καμπυλώσεις του οποίου οφείλεται και το φαινόμενο της βαρύτητας.

     Το κενό, λοιπόν, αποκτά μια δυναμική φυσική οντότητα που διαθέτει και γεωμετρία, συνεπώς είναι πολύ διαφορετικό, με ό,τι δεχόμαστε στο παρελθόν…..ίσως να μην υπάρχει καν έτσι όπως το θεωρούσαμε με την παλιά (κλασική) αντίληψη!  


 2. Υποατομικά σωματίδια      

        Τα άτομα, καθώς γνωρίζουμε σήμερα, απαρτίζονται από  υποατομικά σωματίδια, που δεν μπορούν να υπάρξουν μεμονωμένα, διότι αυτά είναι πραγματικά αδιαίρετα – αδιαχώριστα.

        Συστατικά των ατόμων είναι το πρωτόνιο, το νετρόνιο και το ηλεκτρόνιο.  Μετά τα μέσα του 20ου αι. ανακαλύφθηκε ότι τα πρωτόνια και τα νετρόνια αποτελούνται από στοιχειώδη σωματίδια, τα κουάρκς.

            Αργότερα, με τη  χρήση ισχυρότερων επιταχυντών σωματιδίων, σε εργαστήρια για τη μελέτη της δομής της ύλης, αποκαλύφθηκε η ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού ασταθών στοιχειωδών σωματιδίων.

       Το εντυπωσιακό είναι ότι και περί αυτών, των υποατομικών σωματιδίων, ο Επίκουρος, ασαφώς μεν  όμως τα υπαινίσσεται, στην επιτομή της Φυσικής του (…. Όλα τα 37 περί Φυσικής  κ.ά. βιβλία του έχουν καθολοκληρίαν χαθεί…..), γράφοντας στον Ηρόδοτο (58)…..

        «……Πρέπει, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι και το ελάχιστο μέρος του ατόμου έχει την ίδια σχέση με το συνολικό σώμα» (ΕπΗ. 58).     

        «…… Ταύτῃ τῇ ἀναλογίᾳ νομιστέον καὶ τὸ ἐν τῇ ἀτόμῳ ἐλάχιστον  κεχρῆσθαι»·

    

       Ωστόσο, ο Λουκρήτιος είναι σαφής, όταν  γράφει:

        «Τα άτομα είναι συμπαγή και ενιαία, επειδή αποτελούνται από μικροσκοπικά μέρη σφιχτοδεμένα μεταξύ τους. (DRN I, 609-610)…..και ότι:

         «…..η φύση δεν έχει επιτρέψει ως τώρα (iam) να αποσπαστεί κάτι από αυτά….» (DRN Ι, 599 - 614)……. Λες και γνώριζε ο ποιητής ότι κάποτε κι’ αυτό θα συμβεί, ότι δηλ. ο άνθρωπος θα καταφέρει την διάσπαση του ατόμου!

        

-       Τα άτομα – σωματίδια, λοιπόν, είναι συμπαγή και ενιαία, επειδή αποτελούνται από μικροσκοπικά μέρη σφιχτοδεμένα μεταξύ τους. (DRN I, 609-610).

-           Δεν σχηματίστηκαν από μια συνένωση μερών. Περισσότερο οφείλουν τη δύναμη τους στην αιώνια ατομικότητα (αδιαιρετότητα), καθώς η φύση δεν έχει επιτρέψει ως τώρα να αποσπαστεί κάτι από αυτά, δεν επιτρέπει τη μείωση τους, και έτσι τα διατηρεί σαν σπέρματα των πραγμάτων»  (DRN Ι, 610 - 614). 

 

 3. Ιδιότητες και ενώσεις των ατόμων

             Τα άτομα, ενώ κατά τον Δημόκριτο έχουν (μόνον) σχήμα και μέγεθος, στον Επίκουρο έχουν τρεις ιδιότητες:  σχήμα, μέγεθος και βάρος. Δεν έχουν χρώμα ή άλλα δευτερεύοντα γνωρίσματα, δεν έχουν αίσθηση και καμία από τις ιδιότητες των (συγκροτημένων από αυτά) συνθέτων σωμάτων.

                            Στον Ηρόδοτο (54) ο Επίκουρος σημειώνει:

                   «Πρέπει επιπλέον να δεχθούμε ότι τα άτομα δεν διαθέτουν καμία από τις ιδιότητες που ανήκουν στα σώματα που είναι αισθητά, εκτός από το σχήμα, το βάρος, και το μέγεθος, και κάθε τι που κατ’ ανάγκην γεννιέται με το σχήμα. Επειδή κάθε ιδιότητα αλλάζει, τα άτομα, αντιθέτως, δεν υφίστανται καμία αλλαγή……» (ΕπΗ, 54).


«Καὶ μὴν καὶ τὰς ἀτόμους νομιστέον μηδεμίαν ποιότητα τῶν φαινομένων προσφέρεσθαι πλὴν σχήματος καὶ βάρους καὶ μεγέθους καὶ ὅσα ἐξ ἀνάγκης σχήματος συμφυῆ ἐστι. Ποιότης γὰρ πᾶσα μεταβάλλει· αἱ δὲ ἄτομοι οὐδὲν μεταβάλλουσιν……».

        Τα άτομα, λοιπόν, με τις αμέτρητες μεταξύ τους επαφές, από τις χωρίς τελειωμό κινήσεις τους, δημιουργούν ενώσεις, δηλ. αυτά τα στοιχεία που σήμερα αποκαλούμε “μόρια”.

        Τα μόρια, τα οποία έχουν τελείως διαφορετικές ιδιότητες από τα άτομα από τα οποία προκύπτουν,  συγκροτούν την ύλη, όλη την ανόργανη και την οργανική ύλη με τα πάσης φύσεως είδη…..

             Γράφει ο Επίκουρος στον Ηρόδοτο (ΕπΗ, 54):

                   «Πρέπει επιπλέον να δεχθούμε ότι τα άτομα δεν διαθέτουν καμία από τις ιδιότητες που ανήκουν στα σώματα που είναι αισθητά, εκτός από το σχήμα, το βάρος, και το μέγεθος, και κάθε τι που κατ’ ανάγκην γεννιέται με το σχήμα. Επειδή κάθε ιδιότητα αλλάζει, τα άτομα, αντιθέτως, δεν υφίστανται καμία αλλαγή, επειδή όταν διαλύονται τα σύνθετα σώματα πρέπει να μένει κάτι στερεό και αδιάλυτο, κάτι που μπορεί να προκαλέσει αλλαγές, που δεν θα καταλήγουν στο μη όν ούτε θα γίνονται από το μη ον, αλλά αλλαγές που γίνονται με μεταθέσεις κάποιων ατόμων, και κάποτε με προσθήκες ή απομειώσεις κάποιων άλλων.

           Επομένως είναι αναγκαίο να δεχθούμε ότι τα στοιχεία που μετατοπίζονται πρέπει να είναι άφθαρτα και να μην έχουν μεταβλητή φύση, αλλά να έχουν δικά τους μεγέθη και σχήματα, γιατί αυτά πρέπει αναγκαστικά να έχουν αμετάβλητη υπόσταση». (ΕπΗ, 54).

               «Καὶ μὴν καὶ τὰς ἀτόμους νομιστέον μηδεμίαν ποιότητα τῶν φαινομένων προσφέρεσθαι πλὴν σχήματος καὶ βάρους καὶ μεγέθους καὶ ὅσα ἐξ ἀνάγκης σχήματος συμφυῆ ἐστι. Ποιότης γὰρ πᾶσα μεταβάλλει· αἱ δὲ ἄτομοι οὐδὲν μεταβάλλουσιν, ἐπειδήπερ δεῖ τι ὑπομένειν ἐν ταῖς διαλύσεσι τῶν συγκρίσεων στερεὸν καὶ ἀδιάλυτον, ὃ τὰς μεταβολὰς οὐκ εἰς τὸ μὴ ὂν ποιήσεται οὐδ' ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, ἀλλὰ κατὰ μεταθέσεις ἐν πολλοῖς < τινῶν> , τινῶν δὲ καὶ προσόδους καὶ ἀφόδους. Ὅθεν ἀναγκαῖον τὰ μὲν μετατιθέμενα ἄφθαρτα εἶναι καὶ τὴν τοῦ μεταβάλλοντος φύσιν οὐκ ἔχοντα, ὄγκους δὲ καὶ σχηματισμοὺς ἰδίους· ταῦτα γὰρ καὶ ἀναγκαῖον ὑπομένειν».

 

        Ο Λουκρήτιος:

         - « Σημασία έχει το πώς συνδυάζονται τα άτομα και ποιες θέσεις κατέχουν, και ποιες κινήσεις δέχονται και προκαλούν αμοιβαία» (DRN  ΙΙ, 1003-1005).  

        - «Η διάταξη των στοιχειωδών μορίων είναι αυτή που κάνει τη διαφορά» (DRN  ΙΙ, 1020).


4. Πλήθος, είδη και μέγεθος των ατόμων

         Στον Επίκουρο: Το μεν πλήθος των ατόμων στο σύμπαν είναι άπειρο, όμως τα είδη των ατόμων, όπως και το μέγεθος των ατόμων, είναι αριθμοί πεπερασμένοι.

        Ο Επίκουρος, λοιπόν, θέτει όρια στα είδη και στο μέγιστο και στο ελάχιστο μέγεθος των ατόμων, την ποικιλομορφία των ατόμων, στην δε προς Ηρόδοτο επιστολή (55 - 56),  δικαιολογεί την άποψη του:

                 «Επιπλέον ούτε πρέπει να θεωρούμε ότι τα άτομα έχουν κάθε δυνατό μέγεθος, εάν δεν θέλουμε να βρεθούμε σε αντίφαση με τη μαρτυρία των φαινομένων, αλλά πρέπει να δεχθούμε ότι υπάρχουν κάποιες παραλλαγές ως προς τα μεγέθη τους. Διότι αν δεχθούμε αυτό το πράγμα θα μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε καλύτερα όσα σχετίζονται με τις αισθήσεις και με τα συναισθήματα.

         Και ούτε χρειάζεται, για να εξηγήσουμε τις διαφορές των ιδιοτήτων των πραγμάτων, η ύπαρξη κάθε δυνατού μεγέθους στα άτομα, διότι τότε θα έπρεπε να είχαμε κάποια άτομα ορατά, κάτι που δεν φαίνεται να έχει γίνει ποτέ, ούτε είναι δυνατό να φανταστούμε πως θα μπορούσε ένα άτομο να γίνει ορατό».  (ΕπΗ, 55 - 56).

          «Ἀλλὰ μὴν οὐδὲ δεῖ νομίζειν πᾶν μέγεθος ἐν ταῖς ἀτόμοις ὑπάρχειν, ἵνα μὴ τὰ φαινόμενα ἀντιμαρτυρῇ· παραλλαγὰς δέ τινας μεγεθῶν νομιστέον εἶναι. Βέλτιον γὰρ καὶ τούτου προσόντος τὰ κατὰ τὰ πάθη καὶ τὰς αἰσθήσεις γινόμενα ἀποδοθήσεται. Πᾶν δὲ μέγεθος ὑπάρχον οὔτε χρήσιμόν ἐστι πρὸς τὰς τῶν ποιοτήτων διαφοράς, ἀφῖχθαί τε ἅμ' ἔδει καὶ πρὸς ἡμᾶς ὁρατὰς ἀτόμους· ὃ οὐ θεωρεῖται γινόμενον, οὔθ' ὅπως ἂν γένοιτο ὁρατὴ ἄτομος ἔστιν ἐπινοῆσαι».

         Στον Λουκρήτιο (DRN IΙ, 480 - 483), εξ άλλου, διαβάζουμε:

         «……Η ποικιλομορφία των ατόμων είναι περιορισμένη. Γιατί αν δεν ήταν έτσι θα έπρεπε να υπάρχουν και κάποια άτομα με άπειρο όγκο. Γιατί μες στο περιορισμένο μέγεθος οποιουδήποτε ατόμου, οι αποκλίσεις των μορφών δεν μπορεί να είναι μεγάλες».

                   Η νεότερη Φυσική επιδοκιμάζει τις πιο πάνω Επικούρειες θέσεις.  Στον σύγχρονο «Πίνακα του Μεντελέγιεφ», όπου απαριθμούνται ταξινομημένα όλα τα (χημικά) άτομα του απέραντου σύμπαντος περιλαμβάνονται -μόνον- 103 (φυσικά) στοιχεία, συν μερικά ακόμα (ασταθή) στοιχεία, δημιουργήματα των εργαστηρίων.

             

  5. Οι κινήσεις των ατόμων

       Τα άτομα, ως λέγει ο Επίκουρος, προσδεμένα - συσσωματωμένα στη μάζα όπου ανήκουν, σε (νοητό) πλέγμα (το “πλεκτικόν”), κινούνται “κατά πάλσιν και περίπαλσιν”.  Οι αδιάκοπες κινήσεις τους εντός του κενού είναι ισοταχείς προς όλες τις διευθύνσεις, αδιάφορα με το βάρος τους, αν είναι ανεμπόδιστες (Επιστολή προς Ηρόδοτο, 61, κ. ά.)…..

 

        «Επιπλέον τα άτομα πρέπει να κινούνται με ίση ταχύτητα, όταν μεταφέρονται μέσα στο κενό, και τίποτα δεν συγκρούεται με αυτά. Επειδή ούτε τα βαριά άτομα κινούνται πιο γρήγορα από εκείνα που είναι μικρά και ελαφρά, όταν ακριβώς τίποτα δεν τα συναντά, ούτε πάλι τα μικρά άτομα κινούνται πιο γρήγορα από τα μεγάλα, έχοντας ομοιόμορφη την όλη τους κίνηση, όταν πάλι τίποτα δεν συγκρούεται με αυτά. Ούτε η κίνηση προς τα πάνω ή προς τα πλάγια που οφείλεται σε κτυπήματα είναι ταχύτερη, ούτε πάλι η κίνηση προς τα κάτω που οφείλεται στο ίδιο τους το βάρος….» (ΕπΗ, 61).

       

       «Καὶ μὴν καὶ ἰσοταχεῖς ἀναγκαῖον τὰς ἀτόμους εἶναι, ὅταν διὰ τοῦ κενοῦ εἰσφέρωνται μηθενὸς ἀντικόπτοντος. Οὔτε γὰρ τὰ βαρέα θᾶττον οἰσθήσεται τῶν μικρῶν καὶ κούφων, ὅταν γε δὴ μηδὲν ἀπαντᾷ αὐτοῖς· οὔτε τὰ μικρὰ τῶν μεγάλων, πάντα πόρον σύμμετρον ἔχοντα, ὅταν μηθὲν μηδὲ ἐκείνοις ἀντικόπτῃ· οὔθ' ἡ ἄνω οὔθ' ἡ εἰς τὸ πλάγιον διὰ τῶν κρούσεων φορά, οὔθ' ἡ κάτω διὰ τῶν ἰδίων βαρῶν……».

 

       Ο Επίκουρος θεωρεί τις κινήσεις των στοιχειωδών σωματίων «εγγενή» ιδιότητα της ύλης. Αιτία της κίνησης τους είναι αυτά-τούτα “τα άτομα και το κενό”, δεν υφίσταται άλλη αρχή:   

         «Και δεν υπάρχει αρχή σε αυτές τις κινήσεις, δεδομένου ότι η αιτία τους είναι τα άτομα και το κενό» (ΕπΗ, 44).   Ἀρχὴ δὲ τούτων οὐκ ἔστιν, αἰτίων τῶν ἀτόμων οὐσῶν καὶ τοῦ κενοῦ».

       Διακρίνονται δε τρία είδη  κινήσεως στας “ατόμους” (Προς Ηρόδοτο 43):

 α)  Η προκύπτουσα από τις αλλεπάλληλες μεταξύ τους συγκρούσεις.

 β)  Η από το ίδιον βάρος τους, σε μια ευθεία, παράλληλη αλλήλων, πτωτική πορεία.

 γ)  Η  αιφνίδια – απρόσμενα – αναπάντεχα - αυθόρμητα προκύπτουσα αλλαγή (κατ’  απειροελάχιστον) στην πτωτική κατεύθυνση μιας κίνησης.

        «Και τα άτομα κινούνται συνεχώς στην αιωνιότητα, [και πιο κάτω λέει ότι τα άτομα κινούνται με ίση ταχύτητα, καθώς το κενό παρέχει την ταυτόχρονη άφιξη και στο πολύ ελαφρύ και στο πολύ βαρύ], άλλα μεν <πίπτοντας κατευθείαν προς τα κάτω, κάποια άλλα παρεκκλίνοντας, και κάποια αναπηδώντας μετά την σύγκρουσή τους…….» (ΕπΗ, 43).

 «Κινοῦνταί τε συνεχῶς αἱ ἄτομοι [φησὶ δὲ ἐνδοτέρω καὶ ἰσοταχῶς αὐτὰς κινεῖσθαι τοῦ κενοῦ τὴν εἶξιν ὁμοίαν παρεχομένου καὶ τῇ κουφοτάτῃ καὶ τῇ βαρυτάτῃ] τὸν αἰῶνα, καὶ αἱ μὲν <κατὰ στάθμην, αἱ δὲ κατὰ παρέγκλισιν, αἱ δὲ κατὰ παλμόν,…..»

                Η μία από τις πιο πάνω κινήσεις των ατόμων της ύλης, αληθινά πρωτότυπη, είναι η περίφημη «Επικούρεια παρέκκλιση». Και είναι αυτή, που περισσότερο από τις άλλες, έχει σαν αποτέλεσμα, μετά από σύγκρουση – συμπλοκή των στοιχειωδών ατόμων της ύλης, την δημιουργία σύνθετων σωμάτων και ποικίλων μεταλλαγών.

       Βλ. για την παρέγκλιση πιο αναλυτικά, παρακάτω στο 5ο κεφάλαιο. Η παρέγκλιση συνιστά  πρωτοτυπία,  και είναι η μεγαλύτερη διαφορά των δύο ατομικών θεωριών (Επικούρειας και  Δημοκρίτειας).

 

               Η “Επικούρεια παρέγκλιση” έντονα κατακρίθηκε, ήδη από την αρχαιότητα, όμως αυτή  εκπληκτικά συμπορεύεται με την σύγχρονη κβαντομηχανική (1927) και το βασικό αξίωμα της, την “αρχή της απροσδιοριστίας (ή αβεβαιότητας) του Χάιζενμπεργκ”.

 

  Ως προς την ταχύτητα κινήσεως των στοιχειωδών σωματιδίων της ύλης (ατόμων):

         Ο Επίκουρος στην προς τον Ηρόδοτο επιστολή του (61):

        «Επιπλέον τα άτομα πρέπει να κινούνται με ίση ταχύτητα, όταν μεταφέρονται μέσα στο κενό, και τίποτα δεν συγκρούεται με αυτά. Επειδή ούτε τα βαριά άτομα κινούνται πιο γρήγορα από εκείνα που είναι μικρά και ελαφρά, όταν ακριβώς τίποτα δεν τα συναντά, ούτε πάλι τα μικρά άτομα κινούνται πιο γρήγορα από τα μεγάλα, έχοντας ομοιόμορφη την όλη τους κίνηση, όταν πάλι τίποτα δεν συγκρούεται με αυτά. Ούτε η κίνηση προς τα πάνω ή προς τα πλάγια που οφείλεται σε κτυπήματα είναι ταχύτερη, ούτε πάλι η κίνηση προς τα κάτω που οφείλεται στο ίδιο τους το βάρος.

       Επειδή, για όσο χρόνο η μια ή η άλλη από αυτές τις δυο κινήσεις υπερισχύει, για τόσο χρόνο θα έχει κίνηση τόσο γρήγορη, όσο η σκέψη  (“Άμα νοήματι”), μέχρι τη στιγμή που κάτι το αναχαιτίζει είτε από εξωτερική αιτία, είτε από το ίδιο του το βάρος, που εξουδετερώνει τη δύναμη αυτού που έδωσε το κτύπημα» (ΕπΗ, 61).

         “Καὶ μὴν καὶ ἰσοταχεῖς ἀναγκαῖον τὰς ἀτόμους εἶναι, ὅταν διὰ τοῦ κενοῦ εἰσφέρωνται μηθενὸς ἀντικόπτοντος. Οὔτε γὰρ τὰ βαρέα θᾶττον οἰσθήσεται τῶν μικρῶν καὶ κούφων, ὅταν γε δὴ μηδὲν ἀπαντᾷ αὐτοῖς· οὔτε τὰ μικρὰ τῶν μεγάλων, πάντα πόρον σύμμετρον ἔχοντα, ὅταν μηθὲν μηδὲ ἐκείνοις ἀντικόπτῃ· οὔθ' ἡ ἄνω οὔθ' ἡ εἰς τὸ πλάγιον διὰ τῶν κρούσεων φορά, οὔθ' ἡ κάτω διὰ τῶν ἰδίων βαρῶν. Ἐφ' ὁπόσον γὰρ ἂν κατίσχῃ ἑκατέρ <α αύτ>ῶν, ἐπὶ τοσοῦτον ἅμα νοήματι τὴν φορὰν σχήσει, ἕως <ἂν τι> ἀντικόψῃ ἢ ἔξωθεν ἢ ἐκ τοῦ ἰδίου βάρους πρὸς τὴν τοῦ πλήξαντος δύναμιν.

        Και ο  Λουκρήτιος, βέβαια, εκτενώς αναφέρεται στα άτομα και στις κινήσεις τους, που.….

        «…. θα πρέπει να έχουν ιλιγγιώδη ταχύτητα και να κινούνται πολύ πιο γρήγορα από το φως του ήλιου και στον ίδιο χρόνο να διανύουν πολλαπλάσια απόσταση από εκείνην που διανύουν οι ακτίνες του ήλιου στον ουρανό» (DRN  ΙΙ, 161-164)


 6. Διαφορές της Επικούρειας από την Δημοκρίτεια φυσική φιλοσοφία

               Τέσσερις είναι οι σημαντικότερες διαφορές, πάνω στη φυσική θεωρία, των δύο ατομικών  φιλοσόφων της αρχαιότητας. Και, όπως και πιο πάνω αναφέραμε, αυτές αφορούν:

  1)  Την «παρέγκλιση».

              Η «παρέγκλιση» στην κίνηση των ατόμων της ύλης, και οι μεγάλες συνέπειες από αυτήν, είναι η μεγαλύτερη και πιο εντυπωσιακή διαφορά της Επικούρειας από την Δημοκρίτεια φυσική φιλοσοφία. Για αυτήν, ως είπαμε, αναφερόμαστε στο κεφάλαιο 5 παρακάτω.

      2) Τις ιδιότητες των ατόμων.

              Τα άτομα, ενώ κατά τον Δημόκριτο έχουν (μόνον) σχήμα και μέγεθος, στον Επίκουρο έχουν τρεις ιδιότητες:  σχήμα, μέγεθος και βάρος.

  3) Το μέγεθος των ατόμων.

              Ο Δημόκριτος λέει ότι “αι άτομοι είναι άπειροι κατά μέγεθος”. Δεχόταν ότι υπάρχουν και πολύ μεγάλα άτομα, ακόμα και μέχρι το μέγεθος του κόσμου.  Ο Επίκουρος θέτει όρια στο μέγιστο και στο ελάχιστο μέγεθος των ατόμων.

  4)   Τον αριθμό των ειδών των ατόμων.

                 Στον Επίκουρο: Το μεν πλήθος των ατόμων είναι άπειρο (συμφωνώντας με τον Δημόκριτο), όμως τα είδη των ατόμων είναι αριθμός πεπερασμένος (διαφωνώντας με τον Δημόκριτο).

                  Ο Επίκουρος θεωρούσε, λοιπόν, ότι ο αριθμός των ειδών των ατόμων είναι πεπερασμένος, και αυτό…… όπως ο φυσικός και φίλος κ. Γιάννης Αλεξάκης πρώτος διατύπωσε …… αρμόζει στις σύγχρονες αντιλήψεις,  λόγω της απαγόρευσης που θέτει, για την απειρία των ειδών και μεγεθών, το  θεώρημα των Bolzano – Weirstrass…..

 

  ……. Επειδή, ειδάλλως, θα είχαμε την περίπτωση ενός φραγμένου απειροσυνόλου μεγεθών (bounded infinite set), που κατά το θεώρημα των Bolzano-Weirstrass έχει τουλάχιστον ένα οριακό σημείο, δηλαδή ένα σημείο συσσώρευσης (accumulation or cluster point).  Στο σημείο αυτό (ορθότερα: στην γειτονία αυτού του σημείου) θα ήταν συσσωρευμένα απειράριθμα μεγέθη (είδη) ατόμων, που δεν θα ήταν διακριτά μεταξύ τους, και η περί ατόμων θεωρία, που προϋποθέτει την διακριτότητα, και θα κατέρρεε…..

Αλλά και επειδή με άπειρα είδη ατόμων δεν μπορεί να υπάρξει συστηματικά δομημένο, “κεκοσμημένο Σύμπαν”. Αν τα είδη των ατόμων ήταν απειράριθμα δεν θα ήταν εφικτή η ταξινόμηση, η κόσμηση του Σύμπαντος, ούτε και θα ήταν εφικτή η συστηματική μελέτη της, κάτι που επίσης αντιβαίνει την “Ανθρωπική Αρχή”.    (Γιάννης Αλεξάκης)

        Η άποψη του Επίκουρου για πεπερασμένο αριθμό ειδών των ατόμων,  επιβεβαιώνεται σήμερα από την Χημεία και την Σωματιδιακή Φυσική, καθόσον συμφωνεί με την διακριτότητα και την κβαντική (δεματική) υπόσταση των ατόμων.

       Όπως, και εισαγωγικά στο παρόν άρθρο μας γράψαμε, ο Κάρολος Μαρξ, στην πρωτοποριακή διδακτορική διατριβή του που είχε ως θέμα την  «Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας, διαπίστωσε την υπεροχή των απόψεων του Επίκουρου, στις διαφορές τους με αυτές του Δημόκριτου.


     

ΚΕΦ. 3:  Κλασική φυσική


Η Ελεύθερη πτώση των σωμάτων στο κενό

Οι Νόμοι κινήσεως του Νεύτωνα - Η Αρχή  της  αδρανείας

Η Ελεύθερη πτώση των σωμάτων στο κενό

        Ο Γαλιλαίος, πειραματιζόμενος, είχε ρίξει μπάλες απ’ το ίδιο υλικό αλλά με διαφορετικές μάζες (βάρη), από τον Πύργο της Πίζας για να αποδείξει ότι ο χρόνος καθόδου τους ήταν ανεξάρτητος από τη μάζα τους. Το συμπέρασμα του ήταν εντελώς αντίθετο με ό,τι δίδασκε ο Αριστοτέλης, και μέχρι τότε πίστευε όλος ο κόσμος, ότι δηλαδή τα βαριά αντικείμενα πέφτουν πιο γρήγορα από τα ελαφρύτερα.  

       

         Σε κάθε περίπτωση, απλά πειράματα με στερεά αντικείμενα διαφορετικού βάρους, που έπεφταν με την ίδια ταχύτητα στο κενό, αναφέρονται σε παλαιότερα γνωστά έργα, όπως αυτά του Ιωάννη Φιλόπονου, Αλεξανδρινού θεολόγου και συγγραφέα, του 6ου μ.Χ. αι. Πιθανότατα ο Γαλιλαίος ήταν γνώστης τέτοιων πειραμάτων, και ίσως αυτών των Επικουρείων,  που υπήρξαν  πρωτοπόροι και σ’ αυτό το θέμα, διότι στην επιστολή του Επικούρου προς τον Ηρόδοτο (43)διαβάζουμε:  

                         «Κινούνται τε συνεχώς αι άτομοι ισοταχώς, διότι η ενδοτικότητα  (είξις = υποχώρησις, ενδοτικότητα….. Βλ. λεξικό ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ, όπου ως παράδειγμα αναγράφεται και το παρόν Επικούρειο απόσπασμα) του κενού παρέχει την ίδια δυνατότητα και στο ελαφρότατο και στο βαρύτατο»

        «Κινούνται τε συνεχώς αι άτομοι φησί δε ενδοτέρω και ισοταχώς του κενού την είξιν ομοίαν παρεχομένουκαι τη κουφωτάτη και τη βαρυτάτη….» (ΕπΗ, 43)

         

         ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

         Ο Επίκουρος, έχει αχθεί στο συμπέρασμα της ισοταχούς κίνησης των ατόμων στο κενό αδιάφορα με το βάρος τους, μέσω της εφαρμογής του «Κανόνα» του (Το βάρος, ως γράψαμε, είναι κατά τον Επίκουρο, η μία από τις τρεις ιδιότητες των ατόμων). Εφόσον τα άτομα είναι αόρατα με γυμνό μάτι, ο Επίκουρος εφαρμόζει γι’ αυτά την «Αρχή της Αναλογίας» από τον «Κανόνα», γνωρίζοντας, μετά από πειράματα ασφαλώς, ότι τα (ορατά) σώματα της φύσης πέφτουν στο κενό, ισοταχώς, άσχετα με το βάρος τους.

 

        -  Στον Λουκρήτιο (DRN II, 225-230):

                «Όποιος τυχαίνει να πιστεύει πως τα βαρύτερα άτομα μπορούν λόγω ταχύτερης κατακόρυφης πτώσης στο κενό να πλήξουν από τα πάνω άλλα άτομα ελαφρύτερα, προκαλώντας έτσι χτυπήματα ικανά να παράγουν κινήσεις απαραίτητες για τη δημιουργία των όντων, έχει ξεστρατίσει μακριά από την αλήθεια»  (DRN II, 225-230).

 

                                    

Οι Νόμοι κινήσεως του Νεύτωνα - Η Αρχή  της  αδρανείας

       Κατά τον Αριστοτέλη, και ως πίστευαν μέχρι την εποχή του Γαλιλαίου, η κίνηση οποιουδήποτε σώματος προϋπέθετε μια δύναμη να επενεργεί σταθερά και αδιάληπτα επάνω του.  Όμως, ο Sir Isaac Newton απέδειξε την διαφορετική άποψη, και την διατύπωσε στο μνημειώδες έργο του: “Philosophiæ Naturalis Principia Mathematica” (1687).

       Κατά τον πρώτο Νόμο του Νεύτωνα (Αρχή της αδρανείας):

      "Κάθε σώμα, που βρίσκεται μέσα σε ένα αδρανειακό σύστημα, διατηρεί την κατάσταση ηρεμίας, ή εκτελεί ευθύγραμμη ομαλή κίνηση, εφόσον καμία εξωτερική δύναμη δεν επιδρά για τη μεταβολή της η συνισταμένη των δυνάμεων ισούται με μηδέν (0)". Ο Επίκουρος συμφωνεί με τον Άγγλο μέγα φυσικό, καθώς γράφει στην επιστολή του προς τον Ηρόδοτο (61):

                «Επιπλέον τα άτομα αναγκαίως κινούνται με ίση ταχύτητα, όταν μεταφέρονται μέσα στο κενό και τίποτα δεν τα εμποδίζει»  (ΕπΗ, 61).

       «Και μην και ισοταχείς αναγκαίον τας ατόμους είναι, όταν δια του κενού εισφέρονται μηθενός αντικόπτοντος».



 ΚΕΦ. 4:  Θεωρία της Σχετικότητας

Η φύση  και  η ταχύτητα του φωτός στον Επίκουρο

Ο Χωροχρόνος στο έργο του Λουκρήτιου


Η φύση και η ταχύτητα του φωτός στον Επίκουρο

        Παραθέτουμε, πιο κάτω συνοπτικά, τις Επικούρειες έννοιες και απόψεις ως προς το φως και την ταχύτητα του φωτός.  Εντυπωσιακή θα προκύψει η διαπίστωση ότι ο Επίκουρος είχε φθάσει σε εντελώς ανάλογα συμπεράσματα, με αυτά της 2ης θεμελιώδους αρχής της Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας του Α. Αϊνστάιν:

         Από την επιστολή του Επίκουρου προς τον Ηρόδοτο (46 – 47 & 61):

                 «Όλες οι μορφές - σώματα (της στερεάς, αλλά όχι μόνον) ύλης …… “τύποι ομοιοσχήμονες τοις στερεμνίοις / στερέμνια”…..  που μπορούν να γίνουν ορατές, αυτό το επιτυγχάνουν με εκπομπή “ειδώλων” (ΕΗ, 46).

        

      Τα “είδωλα”, λοιπόν, είναι οι εικόνες των “στερεμνίων”».

      Στον Λουκρήτιο (DRN 51-52):

       “Λέω λοιπόν ότι οι επιφάνειες των σωμάτων (“στερέμνια”) εκπέμπουν προσομοιώσεις τους, λεπτές μορφές των πραγμάτων  (“είδωλα”) - κάτι σαν υμένας ή φλοιός θα μπορούσαμε να πούμε - επειδή κάθε απείκασμα έχει ακριβώς το σχήμα και τη μορφή του σώματος από το οποίο αποσπάστηκε για να περιπλανηθεί”.

        Τα “είδωλα” της φυσικής θεωρίας του Επίκουρου, δηλ. οι εικόνες που εκρέουν (ακτινοβολούνται) από τα “στερέμνια” (τα πράγματα), αποτελούν τα πλέον λεπτά σωματίδια της φύσης.  Μάλιστα, ο Επίκουρος τα χαρακτηρίζει ως “κουφότατες ατόμους”, δηλ. ως τα πλέον αβαρή άτομα) και όρισε την κίνηση τους τόσο γρήγορη, ίσο η σκέψη («Άμα νοήματι»)…..

«….. Πρός τε τούτοις, ὅτι ἡ γένεσις τῶν εἰδώλων ἅμα νοήματι συμβαίνει…..».  (ΕπΗ, 48)   

         Η ταχύτητα των “ειδώλων των στερεμνίων”, είναι, λοιπόν, ανυπέρβλητου μεγέθους. Καλύπτει κάθε απόσταση που μπορεί να φανταστεί κανείς σε χρονικό διάστημα αδιανόητα μικρό («ἐν ἀπερινοήτῳ χρόνῳ»).

 «…..γινομένη πᾶν μῆκος περιληπτὸν ἐν ἀπερινοήτῳ χρόνῳ συντελεῖ….»  (ΕπΗ, 46)   

         Και είναι παντού (η ταχύτητα των “ειδώλων των στερεμνίων”) η  ίδια, και ανεξάρτητη της πηγής από την οποίαν εκπέμπονται και του μέσου δια μέσου του οποίου διέρχονται, αφού κανένα από τα φαινόμενα δεν αντιμαρτυρεί, δηλ. καμιά παρατήρηση δεν διαψεύδει.

             Δύο εδάφια από την επιστολή του Επίκουρου προς τον Ηρόδοτο (ΕπΗ, 47, 51 & 61):

          1ο)     «Επίσης, κανένα από τα φαινόμενα δεν αντιμαρτυρεί (δηλ. καμιά παρατήρηση δεν διαψεύδει), ότι τα είδωλα, μετέρχονται (απαρτίζονται από) τα πιο λεπτά σωματίδια. Kαι ως εκ τούτου έχουν αξεπέραστες ταχύτητες, με συμμετρία όσον αφορά τον χώρο προέλευσης και διαβίβασής τους…. » (ΕπΗ, 47).

      «Ειθ’ ότι τα είδωλα ταις λεπτότησιν  ανυπερβλήτοις κέχρηνται [ατόμοις], ουδέν αντιμαρτυρεί των φαινομένων· όθεν και τάχη ανυπέρβλητα έχει, πάντα πόρον σύμμετρον έχοντα…..»

          2ο)   «Διότι και η ομοιότητα μεταξύ των πραγμάτων που υπάρχουν, και τα οποία ονομάζουμε πραγματικά, και των εικόνων που λαμβάνουμε ως ομοιώματα των πραγμάτων και παράγονται είτε στο ύπνο είτε μέσω κάποιων άλλων πράξεων αντίληψης από μέρους του νου ή των άλλων κριτηρίων, δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει, εκτός αν υπήρχαν κάποιες εκπομπές με αυτή τη φύση που πραγματικά να έρχονται σε επαφή με τις αισθήσεις μας.

          Και δεν θα υπήρχε σφάλμα, εκτός εάν και κάποιο άλλο είδος κίνησης δημιουργείτο μέσα μας, συνδεδεμένο στενά με την νοητική ενεργητική αντίληψη των εικόνων, αλλά που διαφέρει από αυτήν. Και αυτό [που συνδέεται με την ενεργητική αντίληψη, αλλά διαφέρει από αυτήν] εάν δεν επιβεβαιώνεται ή διαψεύδεται, δημιουργεί την πλάνη, αλλά εάν επιβεβαιώνεται, ή δεν διαψεύδεται, είναι το αληθές.» (ΕπΗ, 51).

        «Ἥ τε γὰρ ὁμοιότης τῶν φαντασμῶν οἱον εἰ ἐν εἰκόνι λαμβανομένων ἢ καθ' ὕπνους γινομένων ἢ κατ' ἄλλας τινὰς ἐπιβολὰς τῆς διανοίας ἢ τῶν λοιπῶν κριτηρίων οὐκ ἄν ποτε ὑπῆρχε τοῖς οὖσί τε καὶ ἀληθέσι προσαγορευομένοις, εἰ μὴ ἦν τινα καὶ τοιαῦτα προσβαλλόμενα· τὸ δὲ διημαρτημένον οὐκ ἂν ὑπῆρχεν εἰ μὴ ἐλαμβάνομεν καὶ ἄλλην τινὰ κίνησιν ἐν ἡμῖν αὐτοῖς συνημμένην μὲν <τῇ φανταστικῇ ἐπιβολῇ,> διάληψιν δὲ ἔχουσαν· κατὰ δὲ ταύτην [τὴν συνημμένην τῇ φανταστικῇ ἐπιβολῇ, διάληψιν δὲ ἔχουσαν], ἐὰν μὲν μὴ ἐπιμαρτυρηθῇ ἢ ἀντιμαρτυρηθῇ, τὸ ψεῦδος γίνεται· ἐὰν δὲ ἐπιμαρτυρηθῇ ἢ μὴ ἀντιμαρτυρηθῇ, τὸ ἀληθές.

        Φανερό, ότι τα “είδωλα” της φυσικής θεωρίας του Επίκουρου αντιστοιχούν στα σύγχρονα μας “φωτόνια”, φορείς του φωτός, που λογίζονται σωματίδια χωρίς μάζα και κινούνται με την μεγίστη στη φύση  ταχύτητα c. 

         Οι (άλλοι) αρχαίοι φιλόσοφοι, όπως και o Νεύτων - κλασική φυσική, θεωρούσαν ότι το φως, καθώς και η αλληλεπίδραση των σωμάτων, μεταδίδονται ακαριαία, δηλ. με άπειρη ταχύτητα.  Όμως αυτή, η ανυπέρβλητη ταχύτητα του φωτός, η μεγαλύτερη επιτρεπτή στο φυσικό κόσμο, δεν είναι ακριβώς άπειρη. Είναι πεπερασμένη και μετρήσιμη, μεγέθους εξαρτωμένου από το μέσο και τη διεύθυνση εντός του οποίου γίνεται η διάδοση του φωτός.

           Τον περασμένο αιώνα, υπολογίσαμε την ταχύτητα του φωτός και την βρήκαμε να είναι περίπου 300.000 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο στο κενό, και της δώσαμε συμβολισμό  με το γράμμα c (“φυσική σταθερά”).

         Το 1887, οι Άλμπερτ Μάικελσον και Έντουαρντ Μόρλεϋ  πραγματοποίησαν πείραμα (που φέρει τα ονόματά τους), στόχος του οποίου ήταν η απόδειξη της ύπαρξης ή μη του αιθέρα. Δεν διαπίστωσαν βέβαια την ύπαρξη του υποθετικού αυτού στοιχείου, ουσιαστικά  απέδειξαν τη μη ύπαρξη του αιθέρα, αυτήν την Πλατωνική επινόηση, ανακάλυψαν όμως μια απόλυτη ταχύτητα, “το μέτρο της ταχύτητας του φωτός”, c.

          Το πείραμα των Michelson – Morley ήταν αυτό που οδήγησε τον Άλμπερτ Αϊνστάιν στην Ειδική θεωρία της Σχετικότητας.

           Η θεωρία της σχετικότητας βεβαιώνει:

           “Το μέτρο της ταχύτητας του φωτός”, είναι πάντα ίδιο, προς κάθε κατεύθυνση, ανεξάρτητα από την θέση και κίνηση του παρατηρητή!

          Το πραγματικά δύσκολο για τον άνθρωπο ήταν, και είναι, να κατανοήσει ότι στην μεγίστη μεν, πάντως πεπερασμένη, ταχύτητα του φωτός δεν προστίθενται οι (επίσης πεπερασμένες) ταχύτητες των πηγών που το εκπέμπουν! 

   

Ο Χωροχρόνος στο έργο του Λουκρήτιου

       Εντύπωση προκαλεί η για τον «Χώρο και τον χρόνο» άποψη του Λουκρήτιου.

                - «…….. Χρόνος δεν υπάρχει από μόνος του. Μόνο από τα ίδια πράγματα βγαίνει η αίσθηση για το τι έγινε στο παρελθόν, τι γίνεται τώρα και τι θ’ ακολουθήσει μετά. Ας το παραδεχτούμε λοιπόν ότι κανείς ποτέ δεν μπόρεσε ν’ αντιληφθεί το χρόνο ξεκομμένο από την κίνηση ή τη γαλήνια ακινησία των πραγμάτων» (DRN Ι, 259-263)

         -  «……..Τα γεγονότα σε καμιά περίπτωση δεν έχουν αυτόνομη υπόσταση, όπως η ύλη…. Σωστότερο θα ήταν, να τα ονομάσεις συμπτώματα της ύλης και του χώρου, στον οποίον συμβαίνουν» (DRN Ι, 259-263)

 


  ΚΕΦ. 5:  Κβαντομηχανική και Αρχή της Αβεβαιότητας

1. Η Αιτιότητα και η Τυχαιότητα  2. Η παρέγκλιση

3. Το απειρομεγέθες Σύμπαν και η πολλαπλότητα των κόσμων 


 

1. Η Αιτιότητα και η Τυχαιότητα

       Αναφορικά με το καθολικό θέμα της “Αιτιότητας ή Τυχαιότητας” στα φυσικά φαινόμενα, υπάρχουν (και δίδονται εδώ “όλως σχηματικά”) οι πιο κάτω απόψεις:

          Ο Δημόκριτος ήταν οπαδός της απόλυτης Αιτιοκρατίας (Ντετερμινισμός). 

         Ο Αριστοτέλης είχε αναπτύξει θεωρία ακόμα αυστηρότερη από τον  Δημοκρίτειο Ντετερμινισμό: “Τελολογική” .

         Ο Επίκουρος πίστευε: 

     “Κάποια πράγματα συμβαίνουν εξ ανάγκης, άλλα κατά τύχη, άλλα μέσω της δικής μας πράξεως”.   

      Το σύστημα του Επίκουρου, στο σύνολο του, απορρίπτει κάθε ιδέα αρχικής αιτίας  και τελικής αιτίας.  

         Η Κλασική και Σχετικιστική θεωρίες είναι Αιτιοκρατικές (Ντετερμινιστικές).

         Η Κβαντική θεωρία είναι Αντι-ντετερμινιστική, στατιστική-πιθανολογική. 

        Πιο κάτω, παραθέτω 9 χωρία (Από τις επιστολές και τα γνωμικά του Επίκουρου, καθώς και από το ποίημα του Λουκρήτιου) που είναι ενδεικτικά των Επικούρειων αντιλήψεων πάνω στο μεγάλο φυσικό-φιλοσοφικό ζήτημα της Αιτιότητας και της Τυχαιότητας:

     1)       «……εξ αιτίας του αρχικού σχηματισμού της ύλης σε τέτοιες συσσωρεύσεις, στη φάση της γέννησης του κόσμου, προκαλείται και αυτός ο νόμος της περιοδικότητας στην κίνηση του……..(Προς Ηρόδοτο 77).

      2)   «Επιπλέον πρέπει να θεωρούμε ότι το έργο της φυσικής επιστήμης είναι να ανακαλύψουμε με ακρίβεια την αιτία των πιο βασικών φαινομένων, και ότι η ευδαιμονία μας βρίσκεται στην γνώση των ουρανίων φαινομένων και στην κατανόηση της φύσης των οντοτήτων που βλέπουμε σε αυτά τα ουράνια φαινόμενα, καθώς και όλων αυτών που έχουν στενή σχέση με την ακριβή γνώση για την ανθρώπινη ευδαιμονία. (Προς Ηρόδοτο 78).  

        3)    «….. Και πάνω απ’ όλα, να αφιερώσεις τον εαυτό σου Πυθοκλή στην μελέτη των πρώτων αρχών, του απείρου, και των συγγενών θεμάτων με αυτά. Και επίσης (στην μελέτη) των κριτηρίων της αλήθειας και των συναισθημάτων, καθώς και της αιτίας για την οποίαν ερευνούμε όλα αυτά. Επειδή, όταν όλα αυτά τα πράγματα μελετηθούν διεξοδικά, θα μας κάνουν ικανούς να κατανοήσουμε εύκολα τις αιτίες των επιμέρους φαινομένων……» (Προς Πυθοκλή 116).

      4) «….. Ο (φιλοσοφημένος) άνθρωπος περιγελά το πεπρωμένο που κάποιοι (σημ.: Οι Στωικοί) το παρουσιάζουν σαν απόλυτο κυρίαρχο των πάντων, λέγοντας μάλλον πως, από τα πράγματα κάποια γίνονται από ανάγκη, κάποια άλλα από τύχη, άλλα τέλος από την δική μας βούληση. Γιατί η μεν ανάγκη δεν υπόκειται σε ευθύνη, η τύχη από την άλλη μεριά είναι άστατη, αλλά η ελευθερία μας δεν εξουσιάζεται από κανέναν άλλον, και φυσικά επιδέχεται τον ψόγο όσο και τον έπαινο….. Επειδή είναι προτιμότερο να ακολουθούμε τον μύθο για τους θεούς, παρά να υποδουλωνόμαστε στο πεπρωμένο των φυσικών φιλοσόφων, μιας και ο μύθος μας δίνει την ελπίδα να κάμψουμε τους θεούς τιμώντας τους, ενώ η αναγκαιότητα είναι αμείλικτη» (Προς Μενοικέα 133-135).

      5)  «….Την τύχη όμως ούτε θεό την θεωρεί, όπως πιστεύουν οι πολλοί άνθρωποι - αφού τίποτα δεν γίνεται από τον θεό χωρίς τάξη - ούτε πάλι την θεωρεί ως αβέβαιη αιτία. Δεν πιστεύει ότι από την τύχη δίνεται το καλό ή το κακό στους ανθρώπους για μια ευτυχισμένη ζωή, όμως παρέχει την ευκαιρία και την αρχή για μεγάλα καλά ή μεγάλα δεινά (Προς Μενοικέα 134).

    6) « Αυτοί που φαντάζονται πως όλα τα τακτοποίησαν οι θεοί για χάρη των ανθρώπων, είναι φανερό πως έχουν ξεστρατίσει από το δρόμο της αλήθειας» (DRN ΙΙ, 175-177).

    7)  «…… Πιστεύει τελικά (ο φιλοσοφημένος άνθρωπος) ότι είναι καλύτερα να ατυχήσει σε κάτι που σκέφτηκε σωστά παρά να ευτυχήσει χωρίς να έχει συλλογισθεί, γιατί είναι καλύτερο στις ανθρώπινες πράξεις να αποτύχει εκείνο που επιλέχθηκε σωστά, παρά να επιτύχει από ευνοϊκή τύχη εκείνο που κακώς επιλέχθηκε» (Προς Μενοικέα 135).

    8)   ««Ω τύχη, σε έχω προκαταλάβει και έχω φράξει κάθε σου παρείσφρηση. Και ούτε σε σένα, ούτε σε καμία άλλη περίσταση, θα αφήσουμε τους εαυτούς μας εκτεθειμένους. Όμως, όταν θα πρέπει να αποχωρήσουμε, αφού καταφρονήσουμε τη ζωή και εκείνους που προσκολλώνται σ’ αυτήν αερολογώντας, θα εγκαταλείψουμε τη ζωή τραγουδώντας έναν όμορφο ύμνο για το πόσο ωραία ζήσαμε». 

         «Προκατείλημμαι σέ, ὦ τύχῃ, καὶ πᾶσαν σήν παρείσδυσιν ἐνέφραξα, καὶ οὔτε σοὶ οὔτε ἅλλῃ οὐδεμιᾷ περιστάσει δώσομεν ἑαυτοὺς ἐκδότους ἀλλ ὅταν ἡμᾶς τὸ χρεὼν ἐξάγῃ, μέγα προπτύσαντες τῷ ζῆν καὶ τοῖς αὐτῷ κενῶς περιπλαττομένοις ἀπίμεν ἐκ τοῦ ζῆν μετὰ καλοῦ παιῶνος ἐπιφωνοῦντες ὡς ἠμῖν βεβίωται».

Αποδίδεται στον Μητρόδωρο, (Επικ. Προσφώνηση 47).

    9) Λουκρήτιου:  Ύμνος προς τον Επίκουρο (“De Rerum Natura” I, 62 – 79)   

       "Χάμω σερνόταν η ανθρώπινη ζωή, να την κλαις βλέποντας την μπρος στα μάτια, πλακωμένη κάτω από το βάρος μιας θρησκείας,    που προβάλλοντας κεφάλι απ’ τις χώρες τ’ ουρανού απειλούσε τους θνητούς με τη τρομερή της όψη. Οπότε πρώτος ένας Έλληνας, ένας άνθρωπος, τόλμησε να σηκώσει τα θνητά του μάτια κατεπάνω της και πρώτος να σταθεί μπροστά της      

       Αυτόν δεν τον κράτησαν των θεών τα παραμύθια, ούτε οι κεραυνοί, ούτε ο ουρανός με τ’ απειλητικό μουρμουρητό του. Περίσσια του κέντρισαν της ψυχής το αψύ θάρρος και πιο πολύ του άναψαν τον πόθο να ξετινάξει πρώτος τις σφιχτές της φύσης κλειδωνιές.

      Η ζωντανή ορμή του νου θριάμβευσε. Διάβηκε τους φλογισμένους φράχτες του σύμπαντος και το αμέτρητο όλο περπάτησε με το νου και τη σκέψη. Κείθε μας γύρισε νικητής, για να μας πει τι μπορεί να γίνει και τι όχι, και τους κανόνες που ορίζουν κάθε πράξη, σύμφωνα μ’ ατράνταχτους νόμους. Έτσι, δαμασμένη ή θρησκεία πατιέται με τη σειρά της κάτω από τα πόδια μας, κι εμάς η νίκη μας υψώνει στα ουράνια".

2. Η παρέγκλιση

        Όμως, η ιδιοφυία του Επίκουρου, προχώρησε ακόμα παραπέρα από τις πιο πάνω, αξιοθαύμαστες ως τα σήμερα παρατηρήσεις του για την “φύση των πραγμάτων”, όπου η Φυσιολογία (Φυσική) καθορίζεται ως  πειραματική επιστήμη, ενώ διακρίνεται αιτιοκρατική θεμελίωση και τεκμηρίωση της.

        Συγκεκριμένα ο Επίκουρος, μετά από πολύχρονη μελέτη της Φύσης και των φαινομένων της, με ογική Επαγωγική μέθοδο" και σύμφωνα με τον γνωσιολογικό του "Κανόνα", διατυπώνοντας την ρηξικέλευθη και πρωτότυπη ιδέα της “παρέγκλισης” (λατ.: clinamen) των ατόμων “παρεκκλίνει” από το αιτιοκρατικό φυσικό μοντέλο προς την τυχαιότητα των φυσικών γεγονότων.

        Σε απροσδιόριστο τόπο και χρόνο κάποια άτομα της ύλης, που κινούνται «κατά πάλσιν και περίπαλσιν» με τις ανυπέρβλητες ταχύτητες τους μέσα στο αβυσσαλέο κενό, προσδεμένα, συσσωματωμένα στην μάζα όπου ανήκουν μέσα σε (νοητό) πλέγμα (το «πλεκτικόν»), «παρεκκλίνουν» από την κανονική, την κατακόρυφη πορεία τους (ΕπΗ, 43).

         «Και τα άτομα κινούνται συνεχώς στην αιωνιότητα, [και πιο κάτω λέει ότι τα άτομα κινούνται με ίση ταχύτητα, καθώς το κενό παρέχει την ταυτόχρονη άφιξη και στο πολύ ελαφρύ και στο πολύ βαρύ], άλλα μεν <πίπτοντας κατευθείαν προς τα κάτω, κάποια άλλα παρεκκλίνοντας, και κάποια αναπηδώντας μετά την σύγκρουσή τους. Και από αυτά τα τελευταία, κάποια απομακρύνονται> σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο, ενώ κάποια άλλα ξανά αναπηδούν, και αναπηδούν, κάθε φορά που από τύχη συγκρατούνται από την περιπλοκή τους με άλλα, ή όταν περιβάλλονται από άτομα που έχουν περιπλακεί γύρο τους» (Προς Ηρόδοτο 43).

            «Κινοῦνταί τε συνεχῶς αἱ ἄτομοι [φησὶ δὲ ἐνδοτέρω καὶ ἰσοταχῶς αὐτὰς κινεῖσθαι τοῦ κενοῦ τὴν εἶξιν ὁμοίαν παρεχομένου καὶ τῇ κουφοτάτῃ καὶ τῇ βαρυτάτῃ] τὸν αἰῶνα, καὶ αἱ μὲν <κατὰ στάθμην, αἱ δὲ κατὰ παρέγκλισιν, αἱ δὲ κατὰ παλμόν, τούτων δὲ αἱ μὲν φέρονται> εἰς μακρὰν ἀπ' ἀλλήλων διιστάμεναι, αἱ δὲ αὖ τὸν παλμὸν ἴσχουσιν ὅταν τύχωσι τῇ περιπλοκῇ κεκλειμέναι ἢ στεγαζόμεναι παρὰ τῶν πλεκτικῶν».

         Στον Λουκρήτιο “De Rerum Natura” (II, 216-293), υπάρχει εκτενέστατη αναφορά, που εστιάζεται ακριβώς στην αναίτια (sine causa) κίνηση των ατόμων, την “παρέγκλιση” (“Clinamen, declinatio, inclinatio”).

       Ο Ιωάννης Στοβαίος  (5ος αι. μ.Χ.), στο “Ανθολόγιο” του, αναφέρει: «Επίκουρος (λέει ότι)…..κινείσθαι δε τα άτομα,  τότε μεν κατά στάθμην,  τότε δε κατά παρέγκλισιν,  τα δε άνω κινούμενα  κατά πληγήν και υπό παλμόν»

       Πρέπει να διασαφηνίσουμε ότι το φαινόμενο της παρέγκλισης αναφέρεται στη κίνηση των στοιχειωδών σωματιδίων (των ατόμων) της ύλης. Και οι παρεγκλίσεις των ατόμων είναι κυριολεκτικά απειράριθμες. Η “παρέγκλιση” είναι μια - από τις τρεις - μορφή κίνησης των ατόμων. Πουθενά ο Επίκουρος δεν σημειώνει “παρεκκλίσεις” - απροσδιοριστίες στον μεγάκοσμο. Συνεπώς η “Επικούρεια παρέγκλιση” έχει καθαρά “Κβαντικό χαρακτήρα”.

       Έτσι, σε μακροσκοπικό (όπως θα λέγαμε σήμερα) επίπεδο δεν χάνονται, αναγκαίως, οι λογικές ερμηνείες, η τάξη και η κανονικότητα. Και αυτή η εκδοχή φέρνει ακόμα πλησιέστερα την ατομική φυσική του Επίκουρου στη σύγχρονη κβαντομηχανική.

       Πάντως, με αυτήν, την (μεγαλειώδη) επινόηση της “παρέγκλισης”, πρώτη και κυριότατη αρχή της δημιουργίας (όπως το BING BANG?), ο Επίκουρος καταφέρνει να ερμηνεύσει καλλίτερα:

 1ο)  Την πορεία - εξέλιξη της δημιουργίας, το τυχαίο, το απρόοπτο, το  απροσδόκητο, τον  αυθορμητισμό, την ενδεχομενικότητα στα φυσικά φαινόμενα.

 2ο) Την ύπαρξη ελεύθερης βούλησης και συνεπακόλουθα την ελευθερία του ατόμου - την χειραφέτηση του από τα δεσμά της μοίρας, καθώς και την  έννοια της υπευθυνότητας και ηθικής ευθύνης του.

       Ο καθηγητής Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, στο μνημειώδες έργο του – σταθμό:  «ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου» (σελ. 368) επισημαίνει: «Ο αυθορμητισμός, αρχίζοντας στα άτομα της ύλης με την παρέγκλιση, φτάνει στον θρίαμβο του στην ανθρώπινη συνείδηση».

Η “παρέγκλιση” - το επαναλαμβάνουμε γιατί είναι πολύ σπουδαίο σημείο στον Επικουρισμό - έχει σαν συνέπεια η φυσική (αλλά και ηθική) φιλοσοφία του Επίκουρου να αποκτά και τυχαιοκρατικό χαρακτήρα, ξεφεύγοντας από τα άτεγκτα αιτιοκρατικά δεσμά, αυτήν την ατέρμονη παγκόσμια αλυσίδα από αιτίες και αποτελέσματα. Ο δε άνθρωπος τελικά να κερδίζει “ελευθερία”.

            Με την Παρέγκλιση, η ατελέσφορη Νομοκρατία παύει να διαφεντεύει τον κόσμο, η λογική αιτιοκρατία δεν συνιστά τον μοναδικό κανόνα των αλλαγών στην Φύση, η οποία δεν χρειάζεται δημιουργό θεό ή κάποια ρυθμιστική νόηση. Η ιδέα αυτή του ιδρυτή της σχολής του Κήπου, τολμηρή, καινοτόμα, εντυπωσιακά οξυδερκής..... μέγα "επαγωγικό άλμα" της σκέψης του ...... συνιστά την κορυφαία στιγμή στην εναγώνια προσπάθεια του να ανιχνεύσει την “αλήθεια”, να κατανοήσει το μυστήριο του “είναι και του γίγνεσθαι”, τελικά, να μας προσφέρει την “ελευθερία”, αγαθό υψίστης αξίας σύμφυτο, αναπαλλοτρίωτο.

            Κατά την άποψη μας, η παρέγκλιση, που είναι μια δύναμη εσωτερική των ατόμων ως την όρισε ο Επίκουρος, μετά την επέλευση της, παύει και στη συνέχεια αφήνει ξανά το χώρο ανοικτό στην αναγκαιότητα, στο Νόμο. Με αυτόν τον τρόπο, αν δηλ. κάτι τέτοιο ισχύει, μπορεί να υποστηριχθεί ότι: Η Αιτιοκρατία και η αναιτιοκρατία “συνυπάρχουν και συγκυβερνούν” τον κόσμο.    

     

Περισσότερα για την  “ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ” (στον Επίκουρο, στην  φιλοσοφία και στην Φυσική) σε ιδιαίτερο άρθρο στο μπλογκ μου (ανάρτηση 19/9/2022). 


3. Το απειρομεγέθες Σύμπαν και η πολλαπλότητα των κόσμων

         Κατά τον Επίκουρο υπάρχουν:   Άπειρος αριθμός ατόμων και μέγεθος του κενού, απειρομεγέθες σύμπαν, απειρία κόσμων, άλλοι όμοιοι με τον δικό μας και άλλοι που διαφέρουν από αυτόν.

         Έγραψε ο Επίκουρος στον Ηρόδοτο (ΕπΗ, 41 & 45):

1)          «Επιπλέον το σύμπαν είναι άπειρο. Επειδή κάθε τι που είναι περιορισμένο, έχει κάποιο άκρο και αυτό εδώ το άκρο γίνεται αντιληπτό σε σχέση με κάτι άλλο. Έτσι ώστε καθώς δεν έχει άκρο δεν έχει πέρας, αλλά εάν δεν έχει πέρας, είναι άπειρο και δεν είναι περιορισμένο. Το σύμπαν είναι επίσης άπειρο σε σχέση με το πλήθος των σωμάτων και την έκταση του κενού» (ΕπΗ, 41).

       «Ἀλλὰ μὴν καὶ τὸ πᾶν ἄπειρόν ἐστι. Τὸ γὰρ πεπερασμένον ἄκρον ἔχει τὸ δὲ ἄκρον παρ' ἕτερόν τι θεωρεῖται. Ὥστε οὐκ ἔχον ἄκρον πέρας οὐκ ἔχει· πέρας δὲ οὐκ ἔχον ἄπειρον ἂν εἴη καὶ οὐ πεπερασμένον. Καὶ μὴν καὶ τῷ πλήθει τῶν σωμάτων ἄπειρόν ἐστι τὸ πᾶν καὶ τῷ μεγέθει τοῦ κενοῦ».

2)      «Αυτή η σύντομη έκθεση, εάν όλα αυτά τα πράγματα συγκρατηθούν στη μνήμη, προσφέρουν επαρκές υπόδειγμα για τη κατανόηση της φύσης των πραγμάτων. Ομοίως, υπάρχουν άπειροι κόσμοι, άλλοι μεν όμοιοι με τον δικό μας και άλλοι που διαφέρουν από αυτόν. Επειδή καθώς τα άτομα είναι άπειρα σε αριθμό, όπως έχει ήδη αποδειχθεί, μεταφέρονται στις πιο μακρινές αποστάσεις στο διάστημα. Επειδή αυτά τα άτομα, που έχουν τέτοια φύση ώστε να δίνουν γέννηση σε έναν κόσμο ή να τον συντηρούν, δεν εξαντλούνται από τον σχηματισμό ενός μόνο κόσμου ή περισσοτέρων σε περιορισμένο αριθμό, ούτε από όλους αυτούς τους κόσμους που μοιάζουν μεταξύ τους, ούτε από όλους εκείνους που διαφέρουν από αυτούς τους τελευταίους. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει πουθενά κανένα εμπόδιο στην ύπαρξη μιας απειρίας κόσμων». (ΕπΗ, 45).

         «Ἡ τοσαύτη δὴ φωνὴ τούτων πάντων μνημονευομένων τὸν ἱκανὸν τύπον ὑποβάλλει τῆς τῶν ὄντων φύσεως ἐπινοίαις. Ἀλλὰ μὴν καὶ κόσμοι ἄπειροί εἰσιν, οἵ θ' ὅμοιοι τούτῳ καὶ ἀνόμοιοι. Αἵ τε γὰρ ἄτομοι ἄπειροι οὖσαι, ὡς ἄρτι ἀπεδείχθη, φέρονται καὶ πορρωτάτω. Οὐ γὰρ κατανήλωνται αἱ τοιαῦται ἄτομοι ἐξ ὧν ἂν γένοιτο κόσμος ἢ ὑφ' ὧν ἂν ποιηθείη, οὔτ' εἰς ἕνα οὔτ' εἰς πεπερασμένους, οὔθ' ὅσοι τοιοῦτοι οὔθ' ὅσοι διάφοροι τούτοις. Ὥστε οὐδὲν τὸ ἐμποδοστατῆσόν ἐστι πρὸς τὴν ἀπειρίαν τῶν κόσμων».

 3)        «Επιπλέον, πρέπει να θεωρούμε ότι σε όλους τους κόσμους υπάρχουν ζωντανά όντα και φυτά και άλλα πράγματα που τα βλέπουμε στον κόσμο μας….» (ΕπΗ, 74).

              «ἀλλὰ μήν καὶ πᾶσι τοῖς κόσμοις δεῖ νομίζειν ζῷα καί φυτὰ καὶ τὰ λοιπὰ τὰ παρ’ ἡμῖν θεωρούμενα ἐνεῖναι……»

 

         Αναφορικά με το Σύμπαν, ο Επίκουρος εξετάζει τέσσερες περιπτώσεις:

        1η) απειρομεγέθες σύμπαν – άπειρος αριθμός ατόμων  2η) απειρομεγέθες  σύμπαν – πεπερασμένος αριθμός ατόμων   3η) πεπερασμένο σύμπαν – άπειρος αριθμός ατόμων, και  4η) πεπερασμένο σύμπαν – πεπερασμένος αριθμός ατόμων. Δέχεται την πρώτη εκδοχή: Απειρομεγέθες σύμπαν – άπειρος αριθμός ατόμων…..

       Από τις τέσσερεις παραπάνω πιθανότητες ο Επίκουρος δέχεται την πρώτη:

       Απειρομεγέθες σύμπαν – άπειρος αριθμός ατόμων), και  εξηγεί γιατί:…… «Αν το σύμπαν είναι άπειρο, δηλαδή απειρομεγέθες, θα πρέπει και ο αριθμός των ατόμων να είναι άπειρος, επειδή αν ήταν πεπερασμένος ο αριθμός των ατόμων μέσα στο άπειρο σύμπαν, θα μπορούσαν,, με μια άπειρη αραίωση, να απέχουν άπειρες αποστάσεις η μια από την άλλη, και δεν θα είχαμε συγκροτημένο σύμπαν με αλληλεπιδρώντα μέρη, αλλά επί μέρους απομονωμένες ατόμους.

        Αν πάλι, το σύμπαν ήταν πεπερασμένο και ο αριθμός των ατόμων άπειρος θα είχαμε το απευκταίο φαινόμενο της συμπαγούς συνύπαρξης των ατόμων χωρίς κενό μεταξύ τους, που, όπως αναφέρεται σε άλλο χωρίο, απαγορεύει την κίνηση και ως εκ τούτου οποιαδήποτε λειτουργικότητα…...κλπ. κλπ.» (ΕπΗ, 41 -42).

        Ο Λουκρήτιος, εκτενώς αναφερόμενος στο θέμα,  υποστηρίζει ότι ο αριθμός των κόσμων είναι άπειρος, αλλά, όπως συμβαίνει μ’ όλα τα πράγματα,  όλοι οι κόσμοι, που κάποτε κι’ αυτοί είχαν μιάν αρχή, θα έρθει ‘μέρα που -αναπότρεπτα- θα αφανιστούν……..

         Εγκωμιάζει τον Εμπεδοκλή, πλην επισημαίνει λάθη της θεωρίας του, το ίδιο και με άλλους φυσικούς φιλόσοφους. Αναφέρεται στο σύμπαν….

        «……..που δεν είναι δυνατόν να έχει κέντρο, αφού είναι άπειρο» (DRN, Ι, 1069-1070).

 Ανασκευάζοντας άλλες κοσμογονικές θεωρίες, όπως του Ηράκλειτου, υπογραμμίζει:

        «Διότι οι ανόητοι θαυμάζουν και αγαπούν περισσότερο, ό,τι θαρρούν πως διακρίνουν κρυμμένο κάτω από λόγια διφορούμενα. Και θεωρούν αληθινό μόνον ό,τι τους χαϊδεύει τ’ αυτιά κι είναι φτιασιδωμένο με φράσεις που ηχούν ευχάριστα» (DRN Ι, 661-664).       

         Ισχυρίζεται ότι το Σύμπαν μόνο του δημιουργήθηκε….. μια πολύ τολμηρή, αλήθεια, πρόταση  ακόμα και για την σημερινή εποχή, που όμως τώρα είναι επιστημονικά  παραδεκτή.

       «……. Τα άτομα δεν έχουν πάρει τις θέσεις που κατέχουν, σύμφωνα με κάποιο σχέδιο κάποιου σοφού νου. Κι’ ούτε συμφώνησαν αναμεταξύ τους τι κινήσεις θα κάνει το καθένα. Αλλά αφού πέρασαν, μες στην απεραντοσύνη, από αλλαγές πολλών ειδών και μετατοπίζονταν μες στον άπειρο χρόνο και δέχονταν απανωτές κρούσεις, δοκιμάζοντας κάθε λογής κινήσεις και συνδυασμούς, καταλήγουν στους μεγάλους εκείνους σχηματισμούς που δημιουργούν και συνθέτουν το σύμπαν»  (DRNΙ, 1021-1028).      

        Δίνω ακόμα 5 εδάφια από το χειμαρρώδες ποίημα - αριστούργημα: «DE RERUM NATURA».

 Τα πρώτα τρία είναι από το βιβλίο II, στίχοι  1048 - 1089 και τα άλλα δύο από το βιβλίο V, στίχοι  91 - 109   &   235 - 246.

1o)       «Πρώτα - πρώτα, παντού γύρω μας, απ’ όλες τις μεριές, κι από το πλάι και πάνω και κάτω, το σύμπαν δεν έχει όρια.   Σου το απέδειξα, και πριν.  Μα και τα ίδια τα πράγματα το βροντοφωνάζουν και η φύση ολοφάνερα το μαρτυρά. Αν το διάστημα απλώνεται δίχως όρια προς κάθε κατεύθυνση, και άτομα αναρίθμητα με χίλιους δυο τρόπους παρασυρμένα σε μια αδιάκοπη κίνηση  πετούν σε όλα τα μήκη  και  τα βάθη του σύμπαντος,  με κανένα τρόπο μη το δεχτείς ως πιθανό,  πως η δική μας γη και ο δικός μας ουρανός, είναι τα μόνα που έχουν δημιουργηθεί, και πως όλη η υπόλοιπη ύλη, έξω απ’ αυτά, μένει αδρανής.

       Πόσο μάλλον που ο κόσμος μας είναι έργο της φύσης, τα άτομα από μόνα τους, αυθόρμητα και τυχαία προσέκρουαν μεταξύ τους κι έσμιγαν με χίλιους-δυο τρόπους στα τυφλά, μάταια, και δίχως σκοπό, ώσπου ήρθε η στιγμή, και σχημάτισαν εκείνες τις ενώσεις που στάθηκαν μια για πάντα οι απαρχές των μεγάλων πραγμάτων, της θάλασσας και τ’ ουρανού, της γης και όλων των έμβιων όντων. Για άλλη μια φορά, δεν μπορείς παρά να ομολογήσεις, ότι υπάρχουν και αλλού  συσσωρεύσεις ύλης,  όμοιες με ‘τούτην εδώ, που την αγκαλιάζει άπληστα ο αιθέρας».  

 2o)    «Κι’ έπειτα, όσο υπάρχει άφθονη ύλη διαθέσιμη και χώρος ελεύθερος, και τίποτα και καμιά αιτία δεν στέκεται εμπόδιο, τα πράγματα θα πρέπει το δίχως άλλο να γεννιούνται και να ολοκληρώνονται. Κι αν τη στιγμή αυτή υπάρχει τέτοιο απόθεμα σπερμάτων, που δεν σου φτάνουν όλες οι ζωές όλων των ζωντανών για να τ’ απαριθμήσεις,  κι αν η φύση διατηρεί τη δύναμη να συνδυάζει, με όποιο τρόπο θέλει τα άτομα,  όπως τα συνδύασε εδώ,…… “τότε δεν μένει παρά να ομολογήσεις πως υπάρχουν κι άλλοι κόσμοι - κάπου στο σύμπαν - και διαφορετικές φυλές ανθρώπων και θηρίων”».

3o)    «Κι αναλογίσου ακόμα,  πως το σύμπαν δεν γεννήθηκε ένα και μοναδικό, κανένα δεν αναπτύχθηκε μεμονωμένα, χωρίς να ανήκει σε κάποιο είδος, μαζί με άλλα πολλά όμοια του.  Πρόσεξε πρώτα - πρώτα τα ζωντανά, και θα δεις πως ισχύει αυτό, τόσο για τα θηρία των βουνών, όσο και για το δίφυλλο γένος των ανθρώπων και τα βουβά κοπάδια των ψαριών και κάθε λογής πετούμενο. “Με τη ίδια λογική, θα πρέπει να δεχτούμε πως θάλασσα, γη και ουρανός, σελήνη και όλα τ’ άλλα δεν είναι μοναδικά. Υπάρχουν αμέτρητα”».

4o)    «Και για να μη σε καθυστερώ περισσότερο με υποσχέσεις, παρατήρησε πρώτα τις θάλασσες, τις στεριές και τον ουρανό. Η τριπλή τους φύση, τρία σώματα, τρεις τόσο διαφορετικές μορφές,  τρεις ενώσεις - με τέτοια εξαίρετη συνοχή - μέσα σε μια μέρα μόνο θα παραδοθούν στην καταστροφή, και η πελώρια μηχανή του κόσμου, που άντεξε τόσα χρόνια, θα γκρεμιστεί σε ερείπια. Ξέρω πόσο παράξενη θα σου φανεί τούτη η ιδέα της συντέλειας του ουρανού και της γης, και πόσο δύσκολο μου είναι να σε πείσω μόνο με τα λόγια….  Όμως, θα στο πω παρ’ όλα αυτά:  “Μακάρι η κυβερνήτρα η τύχη να μην αφήσει να μας συμβεί τέτοιο κακό,  και να μας πείθει η λογική μονάχα - κι όχι τα γεγονότα - ότι είναι δυνατό ολόκληρος ο κόσμος να συντριβεί και να καταρρεύσει με πάταγο τρομαχτικό”».

5o)     «Και αφού της γης το σώμα και οι ανάλαφρες πνοές του αέρα και το νερό και της φωτιάς η θέρμη -που όπως φαίνεται συνθέτουν το άθροισμα των πραγμάτων- είναι όλα από ύλη  που γεννιέται και πεθαίνει,  θα πρέπει να συμπεράνουμε πως, και του κόσμου ολάκερου η φύση είναι ίδια.  Όταν βλέπουμε ένα πράγμα, που τα μέρη και τα μέλη του είναι από ύλη που γεννιέται και πεθαίνει, καταλαβαίνουμε ταυτόχρονα πως, και το ίδιο το πράγμα έχει γεννηθεί και πρόκειται να πεθάνει. “Γι’ αυτό σαν βλέπω να χάνονται και να ξαναγεννιούνται τεράστια μέρη του κόσμου τούτου, μπορώ να έχω τη γνώμη πως κι ο ουρανός κι η γη κάποτε είχαν κι’ αυτά μιάν αρχή και κάποτε θ’ αφανιστούν”».    

        ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Υπάρχει μια θεωρία της κβαντομηχανικής, αμφιλεγόμενη - εξωφρενική, η των “ΠΟΛΛΩΝ ΚΟΣΜΩΝ” (Many Interacting Worlds - MIW)  (1957). Ήταν η διδακτορική διατριβή του Αμερικανού φυσικού Χιου Έβερετ του Τρίτου / Hugh Everett  III.   Γι’ αυτήν έχω γράψει άρθρο, που ανάρτησα στο μπλογκ μου (25/9/2020), όμως ξεφεύγει από το θέμα του παρόντος άρθρου μας οποιαδήποτε αναφορά σ’ αυτήν.


ΚΕΦ. 6:  Μαθηματικά

Προκύπτει ζήτημα σημαντικό, να διευκρινισθούν οι θέσεις των Επικουρείων για τα Μαθηματικά, με νέα ματιά και υπό το πρίσμα των σύγχρονων θεωριών, πολύ περισσότερο που η κρατούσα αντίληψη εν πολλοίς αδικεί - όπως θα δείξουμε - τον Επικουρισμό, ο οποίος προήγαγε μεγάλες και πρωτοπόρες θεωρίες, τόσο στον τομέα της γνωσιολογίας, όσο και σ’ αυτόν της Φυσικής, δύο τομείς της επιστήμης απόλυτα συνδεδεμένους με τα μαθηματικά. Επομένως, θα συνιστούσε ασυνέπεια εάν και γι’ αυτά ο Επικουρισμός δεν επεδείκνυε ανάλογη στάση…..

Για την, από πολλούς, νομιζόμενη “αρνητική θέση των Επικουρείων απέναντι στα  Μαθηματικά” διασαφηνίζουμε, ότι αυτή αφορά τα ξεκομμένα από πρακτικές εφαρμογές θεωρητικά Μαθηματικά, αυτά που διδάσκονταν με σχολαστικό τύπο και σαν αυτοσκοπός στις άλλες σχολές, ως σημειώνει ο καθηγητής Χαρ. Θεοδωρίδης (“Επίκουρος, Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου”).

   Είναι αλήθεια ότι απέναντι στα Μαθηματικά της εποχής, οι Επικούρειοι προέβαλαν αντιρρήσεις, αυτές όμως είχαν να κάνουν με τα θεωρητικά ζητήματα της επιστήμης αυτής. Και αυτές οι αντιρρήσεις προέκυψαν λόγω του αφηρημένου, ξεκομμένου από τα πραγματικά προβλήματα ης κοινωνίας,  χαρακτήρα των θεωριών που υποστηρίχθηκαν και διδάχτηκαν κυρίως από δύο εκ των μεγαλύτερων φιλοσοφικών σχολών της αρχαιότητας, που προϋπήρχαν του Κήπου του Επίκουρου:

1) Της Πυθαγόρειας σχολής όσον αφορά τις, μυστικοπαθούς – θεολογικού χαρακτήρα και εκτός αισθητηριακής εμπειρίας ιδεοληψίες του ιδρυτή της σχολής Πυθαγόρα, οι οποίες εξαιρετικά επηρέασαν και τον Πλάτωνα. Ας σημειώσουμε εδώ ότι η φημισμένη θεωρία του “Περί Ιδεών”, ουσιαστικά, δεν διαφέρει από την “περί αριθμών” του Πυθαγόρα, όπως αναφέρει στα έργα του και ο Αριστοτέλης.

Για την “θεολογικού τύπου” Πυθαγόρεια αριθμολογία και γεωμετρία,  η Επικούρεια απόκριση υπήρξε ορθολογική, απλή κι’ ευνόητη. Δεισιδαιμονίες, προλήψεις, μυστικισμοί και μεταφυσικές έννοιες μέσα σε αριθμούς και σχήματα, που βρίθουν μέσα στις Πυθαγόρειες, αλλά και στις Πλατωνικές  κοσμοθεωρίες, δεν γίνονται δεκτές, καθότι βρίσκονται στον αντίποδα της Επικούρειας φιλοσοφίας.

2) Της Πλατωνικής Ακαδημίας όσον αφορά τα σκοτεινού χαρακτήρα μαθηματικά – γεωμετρικά  προβλήματα - γυμνάσματα (όπως η χρησιμοποίηση μόνον κανόνα και διαβήτη στη γεωμετρία, που υπήρξε τροχοπέδη στην ανάπτυξη της χρήσιμης - κοινωφελούς μηχανικής), την οποίαν  ο  Πλάτων επέβαλε στους μαθητές του, προκειμένου να αποδειχθούν “προκείμενες” που είχε θέσει, στα πλαίσια της εκπαιδευτικής του τακτικής, αδιάφορα κατά πόσον ή όχι ήταν αληθείς.

Τα Μαθηματικά, κατά την αντίληψη της σχολής της Ακαδημίας, ήταν προπαιδεία για την Φιλοσοφία, επομένως ήταν κατώτερα αυτής. Συνιστούσαν, ωστόσο, μια ουσιώδη προεισαγωγή στη Πλατωνική Διαλεκτική. Τα μαθηματικά αξιώματα, πίστευε ο Πλάτων, πηγάζουν από τη Διαλεκτική  και αποτελούν μια καλή εκπαίδευση στην αφηρημένη νόηση και ένα καλό μέσο για την ανύψωση του πνεύματος στον κόσμο των Ιδεών («Πολιτεία» Ζ΄ 521 - 527).

Αρνητική υπήρξε, λοιπόν, η Επικούρεια τοποθέτηση και απέναντι σε μαθηματικά, έξω από  πρακτικές - χρηστικές εφαρμογές, δηλ. απέναντι στα μαθηματικά της καθαρής και της αφηρημένης νόησης, ωφέλιμα μόνον σαν προγύμνασμα και εργαλείο σκέψης για την “Πλατωνική Διαλεκτική”. Διότι ο Πλάτων, επαναλαμβάνουμε, χρησιμοποίησε τα μαθηματικά, ως εργαλείο όξυνσης της σκέψης για τη Διαλεκτική του, την όλη  φιλοσοφία του εν γένει.  Και γι’ αυτόν, τα μαθηματικά όντα δεν είναι αισθητά, αλλά ιδεατά, και έχουν τέλειες - ιδεατές ιδιότητες.

       Πάντως, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, η Ακαδημία, η φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε και διηύθυνε όσο ζούσε Πλάτωνας, υπήρξε κέντρο μαθηματικής έρευνας. Εκεί συνέρρεαν οι ικανότεροι μαθηματικοί, απ’ όλα τα μέρη. Στην Ακαδημία, αναγνωρίζεται τεράστια συνεισφορά στη διάδοση και προαγωγή της γεωμετρίας, στη μεθοδολογία της και στην “αξιωματικοποίση” της.

   3)  Αλλά και για την “αξιωματική” γεωμετρία του (σύγχρονου του Επίκουρου) Ευκλείδη, εκφράστηκαν απορίες και αντίλογοι. Ήταν όμως μαθηματικού χαρακτήρα, και διατυπώθηκαν σε βιβλία από Επικούρειους δασκάλους, γνώστες της μαθηματικής, τα οποία βιβλία ευρέως κυκλοφόρησαν και συζητήθηκαν επί αιώνες στην αρχαιότητα.

 Οι παρατηρήσεις και αμφισβητήσεις αυτές, όπως τις εξέφρασαν Επικούρειοι δάσκαλοι, ειδήμονες μαθηματικοί, απέναντι σε σημεία της Ευκλείδειας γεωμετρίας από τη φύση τους δύσκολα κι’ αμφιλεγόμενα, συνιστούν ζήτημα με ιδιαίτερη βαρύτητα.

 Κι’ αυτό γιατί, οι αντιλογίες των Επικουρείων απέναντι στον Ευκλείδη, τις δύο  αλληλένδετες   επιστήμες - Μαθηματική και Φυσική - τις συμπληρώνουν, διευκρινίζουν και εμπλουτίζουν, μάλιστα στις πιο καίριες περιοχές τους, εκεί που αυτές φθάνουν στα  αξεπέραστα  όρια τους.

Οι σπουδαιότεροι Επικούρειοι μαθηματικοί της κλασικής αρχαιότητας, που άσκησαν κριτική στην Ευκλείδεια γεωμετρία (ουσιαστικά, σε “αξιώματα” της), ήταν:

α) Ο Πολύαινος. Καθηγεμόνας στη σχολή του “Κήπου”, μαζί με τους Μητρόδωρο και Έρμαρχο, ήταν παράλληλα και ικανός μαθηματικός. Συνέγραψε μαθηματικό βιβλίο με τον τίτλο “Απορίαι”, όπου ασκείτο κριτική της γεωμετρίας του Ευκλείδη, όπως αυτή διατυπώνονταν στο βιβλίο του “Τα Στοιχεία”, που είχε πρωτο-κυκλοφορήσει κατ’ εκείνη την εποχή.

  Η κριτική του Πολύαινου ήταν  γενικότερη και επί αρχών, αλλά και ειδικότερη σε κάποια από τα ονομαστά “αιτήματα”, δηλ. τις αναπόδεικτες προτάσεις που εδέχετο η Ευκλείδεια γεωμετρία.  Ιδιαίτερα,  η κριτική του Πολύαινου αφορούσε το περίφημο  “πέμπτο αίτημα”  του Ευκλείδη, το οποίο είναι και το πλέον συζητημένο στους αιώνες και  του οποίου ο Πρόκλος έδωσε την (ισοδύναμη-ισότιμη) διατύπωση που έκτοτε καθιερώθηκε και η οποία είναι:

“Με δεδομένη μία ευθεία γραμμή και ένα σημείο εκτός αυτής, μόνον μία παράλληλη  μπορεί να αχθεί προς την ευθεία, η οποία να διέρχεται από το σημείο”.  

                β) Ο Δημήτριος ο Λάκων. Συνέγραψε τα βιβλία: “Περί γεωμετρίας” και “Προς Πολυαίνου απορίας”, όπου φέρεται να επαναδιατυπώνει τις αντιρρήσεις του Πολύαινου, είτε να προσπαθεί να συμβιβάσει ή προσαρμόσει την γεωμετρία με την Επικούρεια φυσική, δηλ. την ατομική θεωρία.

                γ) Ο Ζήνωνας ο Σιδώνιος.  Πιστός στην Επικούρεια φυσική θεωρία περί των ατόμων, “ελαχίστων” μεν αλλά που διαθέτουν στοιχειώδες - υπαρκτό μέγεθος, θεωρούσε ότι (“κατ’ αναλογίαν”) αυτό είχε εφαρμογή της και στα μαθηματικά. Έκρινε ότι, όπως η διαίρεση των υλικών αντικείμενων κάπου σταματά, ειδάλλως το αντικείμενο θα εξαφανίζετο (κατά την Επικούρεια θεωρία), κατ’ ανάλογο συλλογισμό και στα μαθηματικά θα συμβαίνει το ίδιο. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να υπάρχουν αδιάστατα μαθηματικά στοιχεία, όπως είναι τα σημεία τομής στον Ευκλείδη.

              Συνάγεται, ότι οι αναφερθέντες μαθηματικοί Επικούρειοι φιλόσοφοι δέχονταν ότι και ο γεωμετρικός χώρος είναι “κβαντισμένος” (ως συνέπεια του φυσικού “ατομισμού” της Επικούρειας φιλοσοφίας).

               Επακόλουθα δεν θα μπορούσαν αυτοί παρά να είναι επικριτικοί στη Ευκλείδεια γεωμετρία ως προς το θέμα του “συνεχούς”, δηλ. της επ’ άπειρον διαιρετότητας και μη καταμετρητότητας των μαθηματικών μεγεθών.  

 Ωστόσο, αμφισβητήσεις, σαν αυτές, του Πολύαινου ιδιαίτερα απέναντι  στο “πέμπτο αίτημα” του Ευκλείδη, που τόσο επικρίθηκαν στην αρχαιότητα, υπήρξαν ιδέες που εξαιρετικά μελετήθηκαν στα κατοπινά χρόνια και πολύ γόνιμα αξιοποιήθηκαν. 

Μάλιστα, στην αμφισβήτηση στο “πέμπτο αίτημα” του Ευκλείδη  στηρίζεται η λεγόμενη “Απόλυτη (ή Ουδέτερη) Γεωμετρία”, την οποίαν επινόησε ο Ούγγρος Μπόγιαϊ / Bolyai János και την δημοσίευσε το 1832, και η οποία θεμελιώνεται στα πρώτα τέσσερα αιτήματα του Ευκλείδη και καταργεί πλήρως το 5ο αίτημα, αυτό της παραλληλίας.

Το 1829, ένας άλλος σπουδαίος μαθηματικός, ο Ρώσος Nikolai Lobatchewsky, επικαλέστηκε αίτημα κατά το οποίον από σημείο εκτός ευθείας άγονται άπειρες παράλληλοι προς αυτήν. Λίγα χρόνια μετά, ο  Bernhard Riemann κατέθεσε πρόταση, ότι καμία παράλληλος δεν άγεται.

Από δε τον 19ο αι. και έπειτα, μη Ευκλείδειες γεωμετρίες που αναπτυχθήκαν, επειδή αποδείχθηκαν καλά προσαρμοσμένες στη φυσική πραγματικότητα, εξηγούν σωστά και τα φαινόμενα της. Στην Επιστήμη υπήρξε πραγματική επανάσταση, η Φυσική γύρισε σελίδα και εισήλθε στη μετα-Νευτώνια  εποχή της. 

Έτσι, η επιμονή των Επικούρειων μαθηματικών και σε “γεωμετρικό ατομισμό”, αξεχώριστο με τη φυσική ατομιστική θεωρία (συνεπακόλουθα η αντίθεση τους στην επ’ άπειρον διαιρετότητα και στην μη καταμετρητότητα των μαθηματικών μεγεθών) είναι δικαιωμένη στα νεότερα χρόνια, που, άλλωστε, είναι σύνηθες ο μαθηματικός να δημιουργεί μαθηματικές οντότητες με τη βοήθεια αυθαιρέτων συμβάσεων, κυρίως όμως που κάθε θεωρία στη φυσική αδιάρρηκτα συνδέεται με τη μαθηματική της υπόβαση.

 Σήμερα, αποτελεί κοινό τόπο ότι και τα “φυσικά” συνδέονται με τα “μαθηματικά” “ελάχιστα”, και  ότι το πρόβλημα του “συνεχούς” αφορά αλληλένδετα τη δομή της ύλης με τον χώρο…. Ακόμα, ότι το “μαθηματικώς αληθές” έχει απόλυτη σχέση με τα “αξιώματα” που έχουν γίνει δεκτά….

Αν οι παραπάνω μαθηματικές Επικούρειες απόψεις….. τότε “σαθρές επίνοιες” (κατά τον πολυμαθή Στωικό σοφό  Ποσειδώνιο), τώρα επιβεβαιωμένες με τις πιο σύγχρονες θεωρίες, των πιο ιδιοφυών επιστημόνων και εφαρμοσμένες στην πράξη…… αντιμετωπίζονταν χωρίς λυσσαλέες αντιδράσεις, θα μπορούσε να είχαν διανοιχθεί νέοι δρόμοι στην επιστήμη, πολύ νωρίς στην ιστορία..…..

Περισσότερα για “ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ και  ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΕΣ  ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ” σε ιδιαίτερο άρθρο στο μπλογκ μου (ανάρτηση 11/12/2020). 


ΚΕΦ. 7:  Κοσμογονία και Εξέλιξη – Φυσική επιλογή των ειδών


       Επίκουρου: Από τις επιστολές προς Ηρόδοτο (41, 39, 45, 76, 77) και Πυθοκλή (89,  90, 97):

1)    «Επιπλέον το σύμπαν είναι άπειρο. Επειδή κάθε τι που είναι περιορισμένο, έχει κάποιο άκρο και αυτό εδώ το άκρο γίνεται αντιληπτό σε σχέση με κάτι άλλο. Έτσι ώστε καθώς δεν έχει άκρο δεν έχει πέρας, αλλά εάν δεν έχει πέρας, είναι άπειρο και δεν είναι περιορισμένο. Το σύμπαν είναι επίσης άπειρο σε σχέση με το πλήθος των σωμάτων και την έκταση του κενού» (ΕπΗ, 41).

         «Ἀλλὰ μὴν καὶ τὸ πᾶν ἄπειρόν ἐστι. Τὸ γὰρ πεπερασμένον ἄκρον ἔχει τὸ δὲ ἄκρον παρ' ἕτερόν τι θεωρεῖται. Ὥστε οὐκ ἔχον ἄκρον πέρας οὐκ ἔχει· πέρας δὲ οὐκ ἔχον ἄπειρον ἂν εἴη καὶ οὐ πεπερασμένον. Καὶ μὴν καὶ τῷ πλήθει τῶν σωμάτων ἄπειρόν ἐστι τὸ πᾶν καὶ τῷ μεγέθει τοῦ κενοῦ».

 2)   «Και πάλι, αν αυτό που εξαφανίζεται καταστρεφόταν στο μη ον, όλα τα πράγματα θα είχαν ήδη χαθεί, δεδομένου ότι αυτά στα οποία θα διαλύονταν δεν θα υπήρχαν. Και όμως το σύμπαν ήταν πάντοτε το ίδιο που είναι τώρα και θα είναι το ίδιο πάντοτε. Πράγματι δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο θα μπορεί να μεταβληθεί, επειδή δεν υπάρχει τίποτα έξω από το σύμπαν που θα μπορούσε να εισδύσει και να προκαλέσει την αλλαγή» (ΕπΗ, 39).      

           «Καὶ εἰ ἐφθείρετο δὲ τὸ ἀφανιζόμενον εἰς τὸ μὴ ὄν, πάντα ἂν ἀπωλώλει τὰ πράγματα, οὐκ ὄντων εἰς ἃ διελύετο. Καὶ μὴν καὶ τὸ πᾶν ἀεὶ τοιοῦτον ἦν οἷον νῦν ἐστι, καὶ ἀεὶ τοιοῦτον ἔσται. Οὐθὲν γάρ ἐστιν εἰς ὃ μεταβάλλει. Παρὰ γὰρ τὸ πᾶν οὐθέν ἐστιν, ὃ ἂν εἰσελθὸν εἰς αὐτὸ τὴν μεταβολὴν ποιήσαιτο».

 3)   «Ομοίως, υπάρχουν άπειροι κόσμοι, άλλοι μεν όμοιοι με τον δικό μας και άλλοι που διαφέρουν από αυτόν. Επειδή καθώς τα άτομα είναι άπειρα σε αριθμό, όπως έχει ήδη αποδειχθεί, μεταφέρονται στις πιο μακρινές αποστάσεις στο διάστημα» (ΕπΗ, 45).      

         «Ἀλλὰ μὴν καὶ κόσμοι ἄπειροί εἰσιν, οἵ θ' ὅμοιοι τούτῳ καὶ ἀνόμοιοι. Αἵ τε γὰρ ἄτομοι ἄπειροι οὖσαι, ὡς ἄρτι ἀπεδείχθη, φέρονται καὶ πορρωτάτω».

 4) «Είναι δε δυνατόν να κατανοήσουμε ότι υπάρχουν απειράριθμοι κόσμοι τέτοιου είδους, και ότι ένας κόσμος αυτού του είδους μπορεί να γεννηθεί είτε μέσα σε άλλο κόσμο είτε στο μετακόσμιο, όπως ονομάζουμε το διάστημα ανάμεσα στους κόσμους, σε χώρο που περιέχει πολύ κενό, αλλά όχι σε χώρο μεγάλο, καθαρό και κενό, όπως λένε μερικοί. Η γέννηση ενός κόσμου συμβαίνει όταν κάποια κατάλληλα σπέρματα ξεχύνονται από έναν κόσμο ή μετακόσμιο, ή ακόμη από περισσότερους κόσμους, τα οποία λίγο - λίγο δημιουργούν ενώσεις τα μεν με τα δε και διαρθρώσεις και μετατοπίσεις προς άλλο χώρο, εάν τύχει, και δέχονται εμποτισμό από τα κατάλληλα άτομα, μέχρι να καταλήξουν σε κατάσταση ολοκλήρωσης και σταθεροποίησης, η οποία διαρκεί για όσο χρόνο τα θεμέλια, που έχουν τεθεί, είναι ικανά να τα δεχθούν» (ΕπΠ, 89).

           «Ὅτι δὲ καὶ τοιοῦτοι κόσμοι εἰσὶν ἄπειροι τὸ πλῆθος ἔστι καταλαβεῖν, καὶ ὅτι καὶ ὁ τοιοῦτος δύναται κόσμος γίνεσθαι καὶ ἐν κόσμῳ καὶ < ἐν > μετακοσμίῳ ὃ λέγομεν μεταξὺ κόσμων διάστημα, ἐν πολυκένῳ τόπῳ καὶ οὐκ ἐν μεγάλῳ εἰλικρινεῖ καὶ κενῷ, καθάπερ τινές φασιν, ἐπιτηδείων τινῶν σπερμάτων ῥυέντων ἀφ' ἑνὸς κόσμου ἢ μετακοσμίου ἢ καὶ ἀπὸ πλειόνων κατὰ μικρὸν προσθέσεις τε καὶ διαρθρώσεις καὶ μεταστάσεις ποιούντων ἐπ' ἄλλον τόπον, ἐὰν οὕτω τύχῃ, καὶ ἐπαρδεύσεις ἐκ τῶν ἐχόντων ἐπιτηδείως ἕως τελειώσεως καὶ διαμονῆς ἐφ' ὅσον τὰ ὑποβληθέντα θεμέλια τὴν προσδοχὴν δύναται ποιεῖσθαι».

 5)      «Επιπλέον, δεν πρέπει να θεωρούμε ότι η κίνηση των ουρανίων σωμάτων και η αλλαγή στην κατεύθυνση τους και η έκλειψη και η ανατολή και η δύση και τα παρόμοια με αυτά φαινόμενα οφείλονται σε κάποιο ον που τα ελέγχει και τα ρυθμίζει, ή που τα έχει ρυθμίσει, και ταυτόχρονα απολαμβάνει απόλυτη μακαριότητα μαζί με αθανασία» (ΕπΗ, 76).

«Καὶ μὴν <καὶ τὴν> ἐν τοῖς μετεώροις φορὰν καὶ τροπὴν καὶ ἔκλειψιν καὶ ἀνατολὴν καὶ δύσιν καὶ τὰ σύστοιχα τούτοις μήτε λειτουργοῦντός τινος νομίζειν δεῖ γενέσθαι καὶ διατάττοντος ἢ διατάξαντος καὶ ἅμα τὴν πᾶσαν μακαριότητα ἔχοντος μετὰ ἀφθαρσίας».

 6)    «……ούτε πρέπει πάλι να νομίζουμε ότι τα ουράνια σώματα, που δεν είναι παρά φωτιά συσσωρευμένη σε μάζα, κατέχουν την μακαριότητα και ότι εκτελούν όλες αυτές τις κινήσεις από δική τους ελεύθερη βούληση……Συνεπώς πρέπει να θεωρούμε ότι εξαιτίας του αρχικού σχηματισμού της ύλης σε τέτοιες συσσωρεύσεις στη φάση της γέννησης του κόσμου, προκαλείται και αυτός ο νόμος της περιοδικότητας στην κίνησή τους» (ΕπΗ, 77)

           «……μήτε αὖ πῦρ ἅμα ὄντα συνεστραμμένον τὴν μακαριότητα κεκτημένα κατὰ βούλησιν τὰς κινήσεις ταύτας λαμβάνειν·………Ὅθεν δὴ κατὰ τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν τούτων ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει δεῖ δοξάζειν καὶ τὴν ἀνάγκην ταύτην καὶ περίοδον συντελεῖσθαι».

 7)   «Ο ήλιος και η σελήνη και τ’ άλλα άστρα δεν δημιουργήθηκαν ανεξάρτητα και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκαν στον κόσμο, αλλά από την αρχή σχηματίστηκαν και σιγά - σιγά αυξήθηκαν σε μέγεθος με τις προσθέσεις και τις περιστροφές σωμάτων με λεπτότατα μέρη, που η φύση τους είναι αέρας ή φωτιά ή και τα δύο, επειδή αυτά μας παρουσιάζουν οι αισθήσεις» (ΕπΠ, 90).

           «Ἥλιός τε καὶ σελήνη καὶ τὰ λοιπὰ ἄστρα <οὐ> καθ' ἑαυτὰ γενόμενα ὕστερον ἐμπεριελαμβάνετο ὑπὸ τοῦ κόσμου, ἀλλ' εὐθὺς διεπλάττετο καὶ αὔξησιν ἐλάμβανεν κατὰ προσκρίσεις καὶ δινήσεις λεπτομερῶν τινων φύσεων, ἤτοι πνευματικῶν ἢ πυροειδῶν ἢ τὸ συναμφότερον· καὶ γὰρ ταῦτα οὕτως ἡ αἴσθησις ὑποβάλλει».

 8)   «…… Και πρέπει να μην αφήνουμε την θεϊκή φύση να εισέρχεται καθόλου σε τέτοιες εξηγήσεις, αλλά να την αφήνουμε ανενόχλητη και στην πλήρη της μακαριότητα» (ΕπΠ, 97) 

     «….. καὶ ἡ θεία φύσις πρὸς ταῦτα μηδαμῇ προσαγέσθω, ἀλλ' ἀλειτούργητος διατηρείσθω καὶ ἐν τῇ πάσῃ μακαριότητι·».


        Λουκρήτιου: De Rerum Natura”: 

       Στο βιβλίο ΙΙ  ο ποιητής - φιλόσοφος  Λουκρήτιος γράφει:

          «…..Το σύνολο των όντων ανανεώνεται ακατάπαυστα και η ζωή των θνητών είναι ένα αέναο πάρε – δώσε. Άλλα είδη αναπτύσσονται κι άλλα αφανίζονται. Και σε μικρό διάστημα περνούν οι γενιές των εμψύχων και σαν σε σκυταλοδρομία παραδίδουν η μια στην άλλη τη δάδα της ζωής» (DRN ΙΙ, 74-79).

      “Πατέρας είναι ο ουρανός και μάνα μας η γη” «…….. Όλοι προερχόμαστε από ουράνιο σπέρμα. Όλοι έχουμε τον ίδιο πατέρα, κι η μάνα γη που μας τρέφει απ’ αυτόν δέχεται τις διάφανες σταγόνες της βροχής, γονιμοποιείται και γεννοβολά τα θαλερά σπαρτά, τα καρπερά δέντρα και το ανθρώπινο γένος. Γεννά όλα τα άγρια θεριά και τους χαρίζει την τροφή που θρέφει το κορμί τους για να περνούν γλυκιά ζωή και να διαιωνίζουν το είδος τους. Δίκαια λοιπόν της έδωσαν το όνομα της μάνας»  (DRN ΙΙ, 991-997).

       Η Γη, μητέρα των πάντων: «……Γι’ αυτό η Γη, και μόνο αυτή, ονομάστηκε Μεγάλη Μητέρα των θεών, μάνα των άγριων θεριών, μητέρα των ανθρώπων» (DRN ΙΙ, 597-599)……...  Που «μολονότι μεγάλη, αιωρείται στον αιθέρα του διαστήματος και δεν μπορεί να στηρίζεται πάνω σε άλλο έδαφος».  (DRN ΙΙ, 603-604).

       Και….. «Ό,τι προήλθε από τη γη, ξανά στη γη επιστρέφει. Κι ο θάνατος ακόμη, δεν αφανίζει τα μόρια της ύλης όπως καταστρέφει τα πράγματα. Απλώς διαλύει τις ενώσεις τους, κι από κει και πέρα πλάθει καινούργιους συνδυασμούς και κάνει να παίρνουν τα πράγματα αλλιώτικη μορφή»  (DRN ΙΙ, 997-1002).

       Ο δικός μας κόσμος δεν είναι ο μοναδικός  «…..Υπάρχουν και αλλού συσσωρεύσεις ύλης, όμοιες μ’ ετούτην εδώ που αγκαλιάζει άπληστα ο αιθέρας» (DRN ΙΙ, 1065-1066).

      - Στο βιβλίο V, ο  Λουκρήτιος αναφέρεται στην Κοσμογονία, τα ουράνια σώματα καθώς και στην προέλευση και εξέλιξη της ζωής και του πολιτισμού πάνω στη Γη. Δίδει, με άφθαστης ομορφιάς ποιητικό τρόπο, το «πανόραμα» της εξέλιξης και πορείας προόδου της ανθρωπότητας…..

       Οι έννοιες “εξέλιξη”, “φυσική επιλογή” κ.ά., όπως τις εννοούμε σήμερα, ήταν ιδέες ή θεωρίες ριζοσπαστικές, αληθινά πρωτότυπες για ‘κείνη την εποχή. Διάχυτη, ασφαλώς, ήταν η φιλοσοφική αντίληψη, όπως επιγραμματικά την εξέφρασε ο Ηράκλειτος ότι  «Τα πάντα ρει».  Δεν έλειπαν όμως κι’ αυτοί που, όπως ο Παρμενίδης (Ελεατική σχολή), πίστευαν ότι κάθε αλλαγή, εξέλιξη ή φθορά είναι φαινομενική, ούτε λίγο  ούτε πολύ, δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση.

        Και αν την εξέλιξη των όντων θεωρούμε έννοια αυτονόητη στην εποχή μας, ας αναλογιστούμε πόσα εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη –ακόμα και τώρα- είναι προσκολλημένοι στο (θρησκευτικό) δόγμα της σταθερότητας των ειδών. Ας  θυμηθούμε την περίφημη «Δίκη των πιθήκων», μια δίκη του «Δαρβινισμού» και των οπαδών του, το έτος 1925, στην Πολιτεία Τενεσί των ΗΠΑ.   

       Στο βιβλίο V, περιγράφονται -κυρίως- τα κοσμογονικά γεγονότα, οι αλλαγές και εξελίξεις των όντων και εξιστορούνται οι διαδοχικές μεταβολές προς μια καλύτερη και συνθετότερη ζωή του γένους των ανθρώπων, δηλ. η πορεία του ανθρώπινου γένους προς τον πολιτισμό. Από τον καταιγιστικό ποιητικό χείμαρρο του Λουκρήτιου στο βιβλίο V των 1.457 στίχων,  ξεχώρισα (από αναρίθμητο πλήθος)  μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα, που κατέταξα στα πιο κάτω δέκα (10) στάδια.

       1ο) Στο ξεκίνημα:  «…… Το βέβαιο είναι πως τα άτομα δεν έχουν πάρει τις θέσεις που κατέχουν σύμφωνα με κάποιο σχέδιο και κάποιο σοφό νου. Κι’ ούτε συμφωνήθηκαν αναμεταξύ τους τι κινήσεις θα κάνει το καθένα» (DRN V. 418-421).

      Η Κοσμογονία: «Στην αρχή δεν ξεχώριζε ακόμα ο δίσκος του ήλιου να πετά στα ύψη σκορπώντας άπλετο φως, μήτε αστέρια στο μέγα στερέωμα, μήτε θάλασσα, μήτε ουρανός και γη και αέρας – τίποτα που να μοιάζει με το δικό μας κόσμο. Δεν υπήρχε παρά μια καινοφανής καταιγίδα, μια μάζα από αρχικά στοιχεία κάθε λογής που βρίσκονταν σε σύγκρουση κι οι διαδρομές κι οι αποστάσεις τους, οι συνδέσεις, οι κινήσεις κι οι συνενώσεις τους, τα βάρη, οι προσκρούσεις, βρίσκονταν σε ταραχή από τον μεταξύ τους πόλεμο, εξ αιτίας της ανομοιότητας και ποικιλομορφίας τους, κι έτσι δεν μπορούσαν να σχηματίσουν ανθεκτικές ενώσεις και να επιτύχουν μεταξύ τους κατάλληλες κινήσεις.

        Κατόπιν διαχωρίστηκαν από την μάζα αυτή διάφορα μέρη, κι άρχισαν να συνταιριάζουν τα όμοια με τα όμοια και να ξεχωρίζουν τον κόσμο, να διαμοιράζουν τα κύρια μέλη του και να βάζουν σε τάξη – ξέχωρα δηλαδή τη γη απ’ τον ουράνιο θόλο, ξεχωριστά και τα νερά της θάλασσας, ξέχωρες και τις φωνές του αέρα»  (DRN V. 432-448).

      «……. Ύστερα ακολούθησε η γέννηση του ήλιου και της σελήνης, που οι σφαίρες τους περιστρέφονται στον αέρα, ανάμεσα στη γη και τον αιθέρα» (DRN V. 471-473)Ακολουθεί η δημιουργία των άστρων που κινούνται μέσα «στην τεράστια περιστρεφόμενη σφαίρα τ’ ουρανού»  -και-  «η γη καταμεσής του κόσμου»  (DRN V. 509-535).

       2ο) Οι απαρχές της ζωής: Τα πρώτα βοτάνια, χλόη κλπ. κι’ ύστερα πλήθος τα είδη θνητών πλασμάτων. Η Μάνα Γη.  Αλλαγή- Εξέλιξη- Μεταμόρφωση. 

       «…… Γιατί με το πέρασμα του χρόνου αλλάζει η φύση ολάκερου του κόσμου, όλα αναγκαστικά περνούν από τη μια κατάσταση στην άλλη και τίποτα δεν μένει απαράλλαχτο. Όλα εξελίσσονται, όλα τα’ αλλάζει η φύση και τα’ αναγκάζει να μεταμορφώνονται. Τη στιγμή που ένα πράγμα σαπίζει με τον καιρό και καταρρέει, κάποιο άλλο βγαίνει απ’ την αφάνεια κι αναπτύσσεται στη θέση του. Έτσι λοιπόν ο χρόνος αλλάζει τη φύση του κόσμου ολάκερου και η γη περνά από το ένα στάδιο στο άλλο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί πια να παράγει ό,τι μπορούσε πριν, αλλά εκείνα που μέχρι τότε αδυνατούσε να παράγει» (DRN V. 783- 836).   

       3ο) Φυσική επιλογή δια πειραματισμών της φύσης, προϋποθέσεις για την  διαιώνιση  των ειδών:  «……. Γιατί το βλέπουμε πως χρειάζεται να συντρέξουν πολλά πράγματα για να μπορέσει ένα είδος να διαιωνισθεί» (DRN V. 848-850)

       Εξαφάνιση ειδών. Ο αγώνας επιβίωσης: «…… Γιατί όποια πλάσματα βλέπεις τώρα ν’ ανασαίνουν τις ζωογόνες αύρες του αέρα, μόνα τους εξασφάλισαν την επιβίωση τους, από την αρχή ακόμα, θες με τη πονηριά, θες με τη γενναιότητα ή και με τη σβελτάδα τους».  Δίδονται παραδείγματα. Αναφέρονται μυθικά όντα που δεν υπήρξαν (Κένταυροι, σκύλες, χίμαιρες). Η φύση απορρίπτει τις νόθες-μπασταρδεμένες διασταυρώσεις.

        4ο) Οι πρώτοι άνθρωποι, οι πρωτόγονοι και η μακρόχρονη εξέλιξη του είδους μας:

             «…….. Τροχιές αμέτρητες διέγραφε στον ουρανό ο ήλιος, κι εκείνοι περνούσαν τη ζωή τους περιπλανώμενοι σαν τα’ αγρίμια»  (DRN V. 930-932)…. «Κι ούτε τη χρήση της φωτιάς δεν γνώριζαν ακόμη, ούτε να ντύνουν το κορμί τους με τομάρια ζώων.  Ζούσαν σε δάση, σε σπήλαια των βουνών και σε λόγγους».

       Η εξημέρωση του ανθρώπινου γένους, η δημιουργία οικογένειας θεσμών και κοινωνιών:    «……..Τότε άρχισαν οι γείτονες να ενώνονται με φιλικούς δεσμούς, γιατί δεν ήθελαν μήτε να βλάπτονται μήτε να βλάπτουν…….. και το έλεος για τους αδύναμους ήταν δίκαιο για όλους».

       Η δημιουργία της γλώσσας ως φυσική αναγκαιότητα, η δημιουργία   φθόγγων κλπ. «…… Η φύση ανάγκασε τους ανθρώπους να προφέρουν τους διάφορους φθόγγους της γλώσσας και η ανάγκη και χρησιμότητα των πραγμάτων έκανε να σχηματιστούν τα ονόματα τους…. Το ανθρώπινο γένος σημάδεψε τα πράγματα με λέξεις ανάλογα με την αίσθηση που προκαλούσαν».  

       Στην Βίβλο, ο Αδάμ, μάλιστα προ της δημιουργίας της Εύας από το πλευρό του, έδωσε ονόματα σε όλα τα όντα!  «……. Καὶ ἐκάλεσεν Ἀδὰμ ὀνόματα πᾶσι τοῖς κτήνεσι καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ·  (Γένεσις. 2,20). 

       5ο) Ο πολιτισμός:   «……. Ο κεραυνός  ήταν αυτός που κατέβασε πρώτος τη φωτιά στη γη για τους θνητούς»……και όχι βέβαια ο Τιτάνας Προμηθέας από το εργαστήρι του Ηφαίστου!

       Η φωτιά αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων ‘μέρα με τη μέρα’.  Όσοι ξεχωρίζουν στη εξυπνάδα τραβούν το κάρο της προόδου και για τους άλλους. Εγκαθίδρυση και επιβολή  βασιλικών δυναστειών. …….Η σταδιακή επέκταση οικισμών το κτίσιμο πόλεων και φρουρίων. Ομορφιά-δύναμη-εξυπνάδα, αργότερα και ο πλούτος κάνει κάποιους ανθρώπους να διακρίνονται  (DRN V. 1091- 1116).

        6ο) Η αξία του «ορθού λόγου»:

      «…… Πραγματικός πλούτος είναι το να ζούμε με λίγα και με ατάραχο το νου»……. Οι ματαιόδοξες επιδιώξεις των ανθρώπων και οι κίνδυνοι που δημιουργούνται εξ αυτών.  Η δημιουργία κυβερνήσεων και η θέσπιση δίκαιων νόμων στις κοινωνίες του ανθρώπινου γένους, μετά από εποχή έχθρας και βίας/βαρβαρότητας «……. Βρέθηκαν κάποιοι που δίδαξαν να οριστούν εξουσίες και θεμελίωσαν κανόνες, για να θέλουν οι άνθρωποι να ζουν με το νόμο» (DRN V. 1117- 1160).                     

        7ο)  Οι αιτίες της διάδοσης των θρησκειών στις κοινωνίες. Η άγνοια και ο τρόμος των ανθρώπων. Η εξιδανίκευση των θεών:

       «…….Κι έπειτα, παρατηρούσαν τα ουράνια σώματα να περιφέρονται με τάξη, και τις εποχές του έτους να κυλούν περιοδικά, και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τις αιτίες που τα προκαλούσαν όλα ετούτα. Και βρήκαν καταφύγιο στο να τα αποδίδουν στους θεούς και να φαντάζονται πως όλα γίνονται με την θέληση εκείνων» (DRN V. 1161- 1240).

       «Ω, κακόμοιρο γένος των ανθρώπων!..... πόσα δάκρυα στους απογόνους μας!» …….. και λίγο πιο κάτω: «……. Ευσέβεια είναι να μπορείς τα πάντα ν’ αντικρίζεις με λογισμό…. Η «άγνοια των αιτίων βασανίζει το μυαλό» (DRN V. 1194-1197).

         8ο) Διάφορες εφευρέσεις.  Η ανακάλυψη των μετάλλων. Πως οι άνθρωποι από τη φωτιά ανακάλυψαν και – με την πάροδο του χρόνου – μορφοποίησαν όλα τα μέταλλα, και έτσι, σιγά-σιγά, τα χρησιμοποίησαν στη αγροτική ζωή και στον πόλεμο, ενώ τα πρωτόγονα εργαλεία εγκαταλείφθηκαν. Τα ζώα τιθασεύονται και χρησιμοποιούνται σε πολεμικές συρράξεις.  Οι άνθρωποι φτιάχνουν ρούχα, πρώτα πλεκτά και μετά  υφαντά. Κατασκευάζουν-τελειοποιούν αργαλειούς και άλλα εργαλεία (DRN V. 1241- 1360).

        9ο) Οι άνθρωποι παρατηρούν τη φύση, μαθαίνουν να καλλιεργούν τη γη. Βελτιώνουν-μπολιάζουν τα δέντρα. Βρίσκουν καινούργιους τρόπους να αυξάνουν τη παραγωγή τους (DRN V. 1361- 1407).

        «……. Και συνέχισαν κατόπι να δοκιμάζουν καινούργιους τρόπους να καλλιεργούν τα χωραφάκια τους, κι’ είδαν πως με την περιποίηση και την τρυφερή φροντίδα, ημέρευε η γη τους άγριους καρπούς της. Μέρα με τη μέρα ανάγκαζαν τα δάση να υποχωρούν όλο και πιο ψηλά στα βουνά, αφήνοντας στα χαμηλά τόπο για τις καλλιέργειες, για να ‘χουν λιβάδια, λίμνες, ποταμούς, σοδειές και χαρούμενα αμπέλια σε κάμπους και ραχούλες, κι ανάμεσά τους λιόδεντρα γκριζοπράσινα να τρέχουν σε λαγκαδιές και λόφους και πεδιάδες. Και τότε όπως και σήμερα μπορούσες να δεις τη μαγευτική ποικιλία τοπίων που οι άνθρωποι κόσμησαν με γλυκά οπωροφόρα δέντρα και τα περιτριγύρισαν με εύφορους μπαξέδες».  

         Οι άνθρωποι από τους ήχους της φύσης και «…… το κελαρυστό κελάηδημα των πουλιών» μαθαίνουν τη μουσική, ομορφαίνουν τη ζωή τους……..    

        «…… Συχνά σε συντροφιές, ξαπλωμένοι στο μαλακό χορτάρι πλάι σ’ ένα ρυάκι κάτω από τα κλαδιά ενός μεγάλου δέντρου, ευφραίνονταν με ελάχιστα μέσα, προπάντων όταν τους χαμογελούσε ο καιρός κι η εποχή κεντούσε την πράσινη χλόη με λουλούδια. Το ‘ρίχνανε τότε σε παιγνίδια και σε κουβέντες και γέλια φιλικά, γιατί τότε είχε τις δόξες της η μούσα της υπαίθρου κι’ όλο χαρά και κέφι στεφάνωναν τα κεφάλια και του ώμους με άνθη και με φύλλα, και παρακινούνταν σ’ αδέξιους χορούς δίχως ρυθμό, βροντοχτυπώντας άτσαλα τη μάνα γη με τα βαριά τους πόδια. Κι’ αυτό  τους έδινε αφορμή για χαμόγελα και γέλια ασυγκράτητα – γιατί καινούργια ήταν όλα τότε και τους φαίνονταν θαυμαστά…..».

        10ο) Αισιόδοξος! Η ανθρωπότητα προχωρά από το καλό στο καλλίτερο!…… «ως τη στιγμή θα βρεθεί κάτι ακόμη καλύτερο, που αμέσως κάνει το παλιό να χάνει την αξία του κι ό,τι νιώθαμε γι’ αυτό αλλάζει».

      Όμως, μάταιες επιδιώξεις τυραννούν με έγνοιες τη ζωή των ανθρώπων και τους ταλαιπωρούν με πολέμους  «…… Έτσι, το ανθρώπινο γένος μοχθεί πάντα μάταια και άσκοπα, ξοδεύει τα χρήματα του σε ανώφελες έγνοιες. Γιατί οι άνθρωποι δεν κατάλαβαν πως  η ιδιοκτησία έχει το όριο της κι’ η απόλαυση της φθάνει μέχρις ενός σημείου».   

      «…… Μα οι άγρυπνοι φύλακες ο ήλιος κι η σελήνη, που ταξιδεύοντας στον αχανή περιστρεφόμενο θόλο λούζουν με φως τον κόσμο, δίδαξαν τους ανθρώπους πως κάνουν κύκλο οι εποχές του χρόνου». Και «…..Τα πάντα υπακούουν σε νόμους και γίνονται με τάξη καθορισμένη».

       Και τελειώνοντας το βιβλίο V «…… Όλα χωρίς εξαίρεση τα δίδαξε βήμα-βήμα η εμπειρία και η άσκηση του μυαλού των ανθρώπων.  Έτσι, σιγά-σιγά, ο χρόνος αναδεικνύει το κάθε τι κι’ ακόλουθα ο λογισμός το ανυψώνει στο φως. Γιατί οι άνθρωποι βλέπανε τα πράγματα το ένα μετά το άλλο να φωτίζονται στη σκέψη τους, ώσπου να φτάσουν οι τέχνες τους στην κορυφή της τελειότητας»! (V. 1408- 1456). 

          Όπως ο Λουκρήτιος  μας διδάσκει, οι διαφορετικές και απειράριθμες συνθέσεις, δεν παραμένουν, ως ήσαν όταν δημιουργήθηκαν παλιά, ίδιες αμετάβλητες ως τα σήμερα. Από τα αρχικά σπέρματα, χρειάστηκαν φυσικές διαδικασίες αιώνων και σκληροί αγώνες για επιβίωση και ανάδειξη προκειμένου να φθάσουμε στη σημερινή κατάσταση.

          Όλα τα όντα, υφίστανται πολλές, ποικίλες και μακροχρόνιες διεργασίες, μεταβολές, διακλαδώσεις και μεταλλάξεις, μέσα από τις οποίες τα πιο δυνατά, τα πιο έξυπνα και προσαρμοστικά, επιβιώνουν και συνεχίζουν. Όλα αυτά απαιτούν το χρόνο τους…...

       -  Στο βιβλίο VΙ ο Λουκρήτιος  αναφέρεται στα μετεωρολογικά και άλλα γήινα φαινόμενα. Οι εξηγήσεις που δίδονται είναι απαλλαγμένες από κάθε μεταφυσικό στοιχείο, δίδονται μάλιστα με χιούμορ και ειρωνεία…..  

       « Αν ο Δίας κι οι άλλοι θεοί είναι αυτοί που τραντάζουν τα λαμπερά παλάτια τ’ ουρανού με βρόντο τρομερό και ρίχνουν φωτιά όπου τους κάνει κέφι, γιατί δεν κοιτούν να χτυπήσουν ανθρώπους που εγκλημάτησαν φριχτά, να τους κάνουν να ξεράσουν από τα τρύπια στήθη τους φλόγες της αστραπής, δίδοντας μάθημα σκληρό στους  θνητούς;……..

       Τέλος,  γιατί δεν ρίχνει ποτέ ένα αστροπελέκι και δεν βροντάει όταν ο ουρανός είναι παντού καθαρός;….. Στη θάλασσα, πάλι, για ποιο λόγο ρίχνει κεραυνό; Τι του ‘φταίξαν τα κύματα κι οι υδάτινες οι μάζες κι οι κάμποι του νερού;»  (DRN VΙ, 387-405).

 Επίλογος: Όλα τα γήινα φαινόμενα, το ίδιο και  οι αρρώστιες και οι επιδημίες, έχουν αμιγώς φυσικά αίτια, προκαλούνται από δυνάμεις της φύσης, συνεπώς μόνο λογικές εξηγήσεις χωρούν.

     Περισσότερα για “ Κοσμογονία, εξέλιξη των ειδών και φυσική επιλογή -Το πανόραμα της προόδου της ανθρωπότητας- στον Λουκρήτιο ”, σε ιδιαίτερο άρθρο στο μπλογκ μου (ανάρτηση 18/12/2020).

 

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ


“Θεωρίες της Επικούρειας φιλοσοφίας - πρόδρομοι σύγχρονων θεωριών της Φυσικής”

(“Theories of Epicurean philosophy - precursors of modern theories of Physics”)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου