ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΓΙΑΒΗΣ
ΘΕΣΕΙΣ
ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
“Εσύ πατέρα μας φώτισες την αλήθεια…”. (Λουκρήτιος DRN III, 9-13)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Ιστορική
αναδρομή
…… Μετά την νικηφόρα για τους Μακεδόνες έκβαση του «Λαμιακού πολέμου»
(323-322), ο νικητής στρατηγός Αντίπατρος,
τοποτηρητής του Αλέξανδρου στη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ασία (επιμελητής
του κράτους τά κατά Μακεδονίαν τε καί τούς Έλληνας) βάδισε κατά της Αθήνας
και απαίτησε να παραδοθούν οι Αθηναίοι άνευ όρων, όπως του είχαν απαντήσει οι
Αθηναίοι όταν είχε ζητήσει κι αυτός ειρήνη, πολιορκημένος στη Λαμία. Οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να υποκύψουν και οι
όροι που έθεσε, και αναγκάστηκαν να δεχτούν οι Αθηναίοι, ήταν βαρύτατοι…… Το
δημοκρατικό πολίτευμα καταργείται και γίνεται τιμοκρατικό (βλ. κεφ. 10.5).
Πολιτικά δικαιώματα και θέσεις εξουσίας θα έχουν πλέον μια μειοψηφία πλουσίων.
Η Αθήνα θα πληρώσει τα πολεμικά έξοδα και πρόστιμο. Μακεδονική φρουρά θα
εγκατασταθεί στη Μουνυχία. Αφαιρούνται από τους Αθηναίους οι περισσότερες
νησιωτικές τους κτήσεις. Οι αντιμακεδόνες αρχηγοί θα
παραδοθούν στους νικητές…… Όλοι οι όροι της συνθήκης εφαρμόστηκαν.
Οι αντιμακεδόνες ηγέτες εξοντώθηκαν: Ο Υπερείδης και τρεις ακόμη
συνελήφθησαν στην Αίγινα και θανατώθηκαν, ο
Δημοσθένης αυτοκτόνησε στον Πόρο. Η πόλη έκτοτε έχασε τη πολιτική της
ανεξαρτησία και τη στρατιωτική της δύναμη, ωστόσο, παραμένει μεγάλη και
σπουδαία πόλη, όπως και σημαντικό πολιτιστικό κέντρο……
Το 317, “την Ελλάδαν πάσαν υπό Κασσάνδρου και Πτολεμαίου
καταδεδουλωμένη”, (Πλούταρχου: “Δημήτριος”
8.1) στην
Αθήνα ορίζεται κυβερνήτης ο επιφανής Αριστοτελικός και φίλτατος μαθητής του Θεόφραστου Δημήτριος Φαληρεύς. Με το
τίτλο “επιμελητής της πόλεως” κυβέρνησε διχτατορικά την Αθήνα σωστά δέκα
χρόνια (317-217) έχοντας στήριγμα τη μακεδονική φρουρά……. Το 307 η Αθήνα
ζει μεθυστικές ημέρες. Ο Δημήτριος (ο μετά την πολιορκία της
Ρόδου το 305 π.Χ. επονομαστείς Πολιορκητής),
ο νεαρός γιος του άρχοντα της Ασίας Αντίγονου του Μονόφθαλμου, στα πλαίσια των ατελείωτων πολέμων των
διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, κατέπλευσε
με 25 καράβια στον Πειραιά και διακήρυξε ότι εξ ονόματος του βασιλιά-πατρός του
απελευθερώνει την Αθήνα και επαναφέρει το πατρικό της πολίτευμα.
Ο
Δ. Φαληρέας ανατρέπεται και καταφεύγει στην Αίγυπτο, ο δημοκρατικός λαός
πανηγυρίζει, οι συνεργάτες της 10χρονης δικτατορίας του διώκονται, μεταξύ αυτών
οι Περιπατητικοί, όπως ακριβώς είχε γίνει, πριν σχεδόν 100 χρόνια, με τη
καταδίκη του Σωκράτη, μετά την κατάλυση του καθεστώτος των Τριάκοντα
τυράννων…. Η χαρά του δημοκρατικού λαού δεν θα βαστούσε πολύ, γιατί, στη
πραγματικότητα, φυσικοί σύμμαχοι των κατακτητών είναι η ολιγαρχία και η
ιδεαλιστική φιλοσοφία…….. Όταν ο Επίκουρος
ιδρύει τη σχολή του, τον «Κήπο» (306), και άρχισε τη διδασκαλία του, η
Ελλάδα είχε καταντήσει προτεκτοράτο των Διαδόχων, που κουβάλησαν από την Ασία
τον ανατολικό δεσποτισμό. Στα μάτια τους η Αθήνα, και μαζί της η Ελλάδα, ήταν
μια σατραπεία και σαν τέτοια έπρεπε να κυβερνηθεί».
(Χαρ. Θεοδωρίδης: «Επίκουρος, Η αληθινή όψη του Αρχαίου
κόσμου» σελ. 86-99)
........ Πίνακας
Περιεχομένων στο τέλος
Κεφ. 1) ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ: “Τί χρὴ μελετᾶν”
«Επίκουρος έλεγε την φιλοσοφίαν
ενέργειαν είναι λόγοις και διαλογισμοίς τον ευδαίμονα βίον περιποιούσαν». (Σέξτος Εμπειρικός, “Προς
μαθηματικούς” ΧΙ 169)
Η
Επικούρεια φιλοσοφία, στοχεύοντας προς άλλη κατεύθυνση, απαντά
διαφορετικά στο πρωταρχικό ερώτημα της φιλοσοφίας: «Γιατί να φιλοσοφούμε»; Αντιπαρέρχεται
(Πλατωνικούς και Αριστοτελικούς)
μεταφυσικούς διαλογισμούς για τη θεωρητική γνώση του ειδέναι, που δεν
ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, απορρίπτει στοχαστικές αναζητήσεις, κενών
περιεχομένου εννοιών, δηλ. ιδεών που βρίσκονται έξω από αισθητηριακή παρατήρηση και εμπειρία, και
αγνοεί την προερχόμενη θεωρητική γνώση απ’ αυτές. Τέτοιες (υπερβατικές) έννοιες είναι: “πρώτες αρχές και αίτια, όν. ουσία, ιδέες/είδη,
λόγος, νους, θεία δημιουργία και πρόνοια… κ.ά.”
«Οὐ προσποιεῖσθαι δεῖ φιλοσοφεῖν, ἀλλ ὄντως φιλοσοφεῖν οὐ γὰρ
προσδεόμεθα τοῦ δοκεῖν ὑγιαίνειν, ἀλλὰ τοῦ κατ’ ἀλήθειαν ὑγιαίνειν». (Επ. Προσφώνησις 54)
Στα νεώτερα χρόνια, ο Alfred North Whitehead (1861-1947) έγραψε:
“Η σύγχρονη επιστήμη και φιλοσοφία
δεν έχουν θέση για την έννοια της ουσίας”.
Ο
Επίκουρος ήταν πεπεισμένος ότι: «Αρχάς είναι των όλων ατόμους και κενόν,
τα δ’ άλλα πάντα νενομίσθαι» (Δημόκριτος), και πάνω στη
Δημοκρίτεια “Ατομική θεωρία” πραγματοποίησε πρωτοπόρες εργασίες…… “Αρχές και
αίτια”, στα φυσικά φαινόμενα, ας μην αναζητούμε πέραν των ατόμων και του κενού…… «Ἀρχὴ δὲ τούτων
οὐκ ἔστιν, αἰτίων τῶν ἀτόμων οὐσῶν καὶ τοῦ κενοῦ». (Προς Ηρόδοτο, 44)
Στην επιστολή “Προς Μενοικέα” (Επ. Μ.)
διαβάζουμε ότι πρέπει να φιλοσοφούμε (να μελετούμε, να ασχολούμαστε) για
πράγματα που φέρνουν ευδαιμονία,
αφού, όταν έχουμε αυτή έχουμε τα πάντα, ενώ όταν απουσιάζει κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε.
«……μελετᾶν οὖν
χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴ περ παρούσης μὲν αὐτῆς
πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν» (Επ. Μ. 122).
Παρακάτω, ο Επίκουρος διαχωρίζει μεταξύ των ανθρωπίνων επιθυμιών τις φυσικές, και εξ αυτών τις
αναγκαίες, από τις επί ματαίωι επιθυμίες. Από δε τις φυσικές
και αναγκαίες επιθυμίες ξεχωρίζει ως υπέρτερες την υγεία του σώματος
και την αταραξία της ψυχής, επειδή αυτές ακριβώς συνιστούν τον σκοπό (= το τέλος) της ευτυχισμένης ζωής.
«…… Και για το λόγο αυτό λέμε ότι
η ηδονή (η ευχαρίστηση
που είναι συνέπεια μιας ευτυχισμένης ζωής) συνιστά αρχή και τέλος (σκοπό) της μακάριας ζωής. Διότι έχουμε συμπεράνει ότι η ηδονή
είναι πρωταρχικό και σύμφυτο αγαθό μέσα
της….».
Θα διευκρινίσει ο Επίκουρος ότι όταν λέμε για τις
ηδονές που συνιστούν σκοπό της ζωής, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και
αυτές που έχουν μόνο αισθησιακή απόλαυση, όπως νομίζουν μερικοί από άγνοια και
επειδή διαφωνούν με εμάς, ή είναι κακώς πληροφορημένοι, αλλά εννοούμε να μην
πονά το σώμα και να μην ταράσσεται η ψυχή.
«…..τὴν τοῦ σώματος ὑγίειαν καὶ
τὴν τῆς ψυχῆς ἀταραξίαν, ἐπεὶ τοῦτο τοῦ μακαρίως ζῆν ἐστι τέλος…… καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἡδονὴν ἀρχὴν καὶ τέλος
λέγομεν εἶναι τοῦ μακαρίως ζῆν· ταύτην γὰρ ἀγαθὸν πρῶτον καὶ συγγενικὸν
ἔγνωμεν…..» (Επ. Μ. 128-129)
«……. Ὅταν οὖν λέγωμεν
ἡδονὴν τέλος ὑπάρχειν, οὐ τὰς τῶν ἀσώτων ἡδονὰς καὶ τὰς ἐν ἀπολαύσει κειμένας λέγομεν,
ὥς τινες ἀγνοοῦντες καὶ οὐχ ὁμολογοῦντες ἢ κακῶς ἐκδεχόμενοι νομίζουσιν, ἀλλὰ τὸ
μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψυχήν….» (Επ. Μ. 131-132)
Επομένως, στο θεμελιακό ερώτημα της φιλοσοφίας για τον σκοπό της,
δίδονται τελείως διαφορετικές απαντήσεις από τους δύο φιλοσόφους. Ο μεν
Αριστοτέλης βλέπει την ανθρώπινη λαχτάρα για (καθαρή, υπερβατική και
βαθιά κρυμμένη) γνώση των πρώτων ουσιών και αιτίων, ο δε Επίκουρος
την φυσική και αναγκαία επιθυμία του ανθρώπου για ηδονή και ευδαιμονία, στη
παρούσα μοναδική ζωή του.
Κεφ. 2) Γνωσιολογία
- Ο
Επικούρειος “Κανόνας”
Από την Επιστολή
προς Ηρόδοτο (Επ.Η, 37, 38, 36):
1) «……Πρώτα Ηρόδοτε, πρέπει να αντιληφθούμε τις έννοιες που συνδέονται με τις
λέξεις, ώστε, ανάγοντας σ’ αυτές τις έννοιες τις γνώμες, ή τα
προβλήματα της έρευνας ή της σκέψης, να μπορούμε να κρίνουμε και να μην μένουν
όλα τα πράγματα αβέβαια για ‘μας και να χανόμαστε σε ατέρμονες ερμηνείες, ή να
χρησιμοποιούμε λέξεις κενές νοήματος……».
«Πρῶτον μὲν οὖν τὰ ὑποτεταγμένα
τοῖς φθόγγοις, ὦ Ἡρόδοτε, δεῖ εἰληφέναι, ὅπως ἂν τὰ δοξαζόμενα ἢ
ζητούμενα ἢ ἀπορούμενα ἔχωμεν εἰς ταῦτα ἀναγαγόντες ἐπικρίνειν, καὶ μὴ ἄκριτα πάντα
ἡμῖν < ᾖ > εἰς ἄπειρον ἀποδεικνύουσιν ἢ κενοὺς φθόγγους ἔχωμεν». (Επ.Η, 37)
2) «Για το λόγο αυτό είναι αναγκαίο η
αρχική νοητική εικόνα που συνδέεται με την κάθε λέξη να είναι φανερή
και να μην χρειάζεται καθόλου απόδειξη, εάν βέβαια θέλουμε να έχουμε κάποιο
κριτήριο στο οποίο να μπορούμε να ανάγουμε το αντικείμενο της έρευνας ή το θέμα
της σκέψης ή τον σχηματισμό της γνώμης».
«Ανάγκη γὰρ τὸ πρῶτον ἐννόημα
καθ' ἕκαστον φθόγγον βλέπεσθαι, καὶ μηθὲν ἀποδείξεως προσδεῖσθαι, εἴπερ ἕξομεν
τὸ ζητούμενον ἢ ἀπορούμενον καὶ δοξαζόμενον ἐφ' ὃ ἀνάξομεν». (Επ.Η, 38)
3) «…….το πιο βασικό γνώρισμα σε κάθε ακριβή γνώση είναι η ικανότητα να
κάνει ταχεία χρήση της παρατήρησης και της κατανόησης και αυτό μπορεί να
γίνεται εάν όλα μπορούν να αναχθούν σε στοιχειώδεις αρχές και τύπους».
«….. ἐπεὶ καὶ τοῦ
τετελεσιουργημένου τοῦτο κυριώτατον τοῦ παντὸς ἀκριβώματος γίνεται, τὸ ταῖς ἐπιβολαῖς
ὀξέως δύνασθαι χρῆσθαι, καὶ < τοῦτο γίνοιτ’ ἂν ἇπάντων > πρὸς ἁπλᾶ
στοιχειώματα καὶ φωνὰς συναγομένων». (Επ.Η, 36)
Με αυτές τις κατευθυντήριες θέσεις, στην Επικούρεια φιλοσοφία,
οικοδομείται ολόκληρο το γνωσιολογικό της σύστημα, που ονομάζεται «Κανονικόν»,
ή «Κανών»….. Κάθε θεωρία, ή κοσμοαντίληψη, εξάγει ασφαλή
συμπεράσματα για τον άνθρωπο, μόνο στον βαθμό που χρησιμοποιεί τον Επικούρειο
Κανόνα. Ένα κανόνα χωρίς
εξαιρέσεις! Και, πρώτιστο ζήτημα το ξεκαθάρισμα των εννοιών των λέξεων,
ειδάλλως η παρανόηση είναι αναπόφευκτη…..
Φερ’ ειπείν, μπορεί να εκλάβουμε
ότι η φυσική, η αρετή, η ηδονή, η ευδαιμονία και άλλες έννοιες
έχουν στον Επίκουρο, όπως περίπου στον
Αριστοτέλη, ενώ στην πραγματικότητα έχουν έως και τελείως διαφορετικές
σημασίες στον καθένα τους….. Κι’ ο Επίκουρος θα θεωρηθεί “αντιγραφέας”,
όντας μεταγενέστερος του Αριστοτέλη.
Ο «Επικούρειος
Κανόνας» μας διδάσκει τα κριτήρια, δηλ. του κανόνες
τους οποίους πρέπει να ακολουθεί η γνώση, για να είναι ορθή. Συγκροτεί
μεθοδολογία επιστημονικής έρευνας, που στοχεύει στη συναγωγή γνώσεων και
συμπερασμάτων. Με εξαιρετικά αποτελέσματα εφαρμόζεται στην έρευνα φυσικών
φαινομένων. Και αυτή η χρησιμότητα είναι καίρια στον Επικουρισμό, γιατί ο Επίκουρος πίστευε ότι χωρίς την επιστημονική γνώση
της Φύσης, δεν είναι δυνατόν να απαλλαγεί ο
άνθρωπος από το φόβο των θεών, από την διαταραχή που ασκούν στην ψυχή
του οι δεισιδαιμονίες και ο φόβος του θανάτου, ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός
της φιλοσοφίας του, που δεν ήταν άλλος παρά η ανθρώπινη ευδαιμονία.
Η
μέθοδος του “Κανόνα” είναι - κατά βάσιν - μια “Επαγωγική” λογική (Inductive logic)
δηλ. πηγαίνει “από το μερικό στο γενικό”, ή, “από κάτω προς τα πάνω”
(botton – up logic), και βασίζεται στην
παρατήρηση με τις αισθήσεις. Ενδεχομένως, χρησιμοποιείται και η βοήθεια της
“αναλογίας” ως προς παρόμοια φαινόμενα των οποίων καλώς γνωρίζομε τις αιτίες.
Όπως
είδαμε πιο πάνω, η Αριστοτέλεια λογική είναι, κυρίως και
εξ αντιθέτου, “παραγωγική ή απαγωγική (Deductive
logic, top – down logic), στηρίζεται σε “καθολικές
αρχές”, ξεκινά από δεδομένες αρχικές έννοιες - “θέσεις / προκείμενες”. Πάντως, ο Αριστοτέλης στις φυσικές του
έρευνες, εκτιμά δεόντως και την “επαγωγική” διαδικασία,
ενώ και στις δύο ως περιπτώσεις, “απαγωγική” και
“επαγωγική ” προϋποθέτει και την (επ)“ενέργεια
της νοήσεως”».
Ο Επικούρειος
“Κανόνας”
περιλαμβάνει:
1. Τις δύο βασικές αρχές.
2. Τα τέσσερα
κριτήρια αλήθειας: Αισθήσεις – προλήψεις – πάθη – φανταστικές
επιβολές της διανοίας.
3. Την μεθοδολογία
της επιμαρτύρησης ή αντιμαρτύρησης, και
4. Την αποδοχή
περισσότερων της μιας θεωριών.
1.
Οι Δύο βασικές αρχές (ή αξιώματα):
-
Η Αρχή διατηρήσεως της ύλης:
«Πρῶτον μὲν ὅτι οὐδὲν γίνεται ἐκ
τοῦ μὴ ὄντος» (Επ. προς Ηρόδοτο, 38)
- Η Αρχή της αναλογίας: Αν όλα τα γνωστά επιμέρους στοιχεία δύο
σωμάτων είναι όμοια,
τότε θα είναι όμοια και τα άγνωστα στοιχεία τους.
2. Τα Τέσσερα
κριτήρια της αλήθειας:
Αισθήσεις
– προλήψεις – πάθη – φανταστικές επιβολές της διανοίας.
Από την επιστολή προς Ηρόδοτο (Επ.Η, 38):
«Και επιπλέον πρέπει οπωσδήποτε να κάνουμε τις έρευνες μας σύμφωνα με
τις αισθήσεις μας και
συγκεκριμένα σύμφωνα με τις άμεσες παραστάσεις που μας δίνουν είτε ο νους (επιβολές της διανοίας)
είτε οποιοδήποτε άλλο από τα κριτήρια, καθώς επίσης και σύμφωνα με τα συναισθήματα που υπάρχουν μέσα
μας, ώστε να μπορούμε με τη βοήθειά τους να βγάζουμε συμπεράσματα γι’ αυτά που
προσμένουν επιβεβαίωση και γι’ αυτά που είναι αφανή».
«Ἔτι τε κατὰ
τὰς αἰσθήσεις δεῖ πάντα τηρεῖν καὶ ἁπλῶς <κατὰ> τὰς
παρούσας ἐπιβολὰς εἴτε διανοίας εἴθ' ὅτου δήποτε τῶν κριτηρίων,
ὁμοίως δὲ <κατά> τὰ ὑπάρχοντα πάθη, ὅπως ἂν καὶ τὸ προσμένον
καὶ τὸ ἄδηλον ἔχωμεν οἷς σημειωσόμεθα». (Επ.Η, 38)
- Οι
αισθήσεις
Στην Επικούρεια Ηθική, οι αισθήσεις μπορούν να θεωρηθούν ως φορείς της ζωής, αφού θάνατος είναι η στέρηση των αισθήσεων (Προς Μενοικέα, 124)……
«……ἐπεὶ πᾶν ἀγαθὸν καὶ κακὸν ἐν αἰσθήσει·
στέρησις δέ ἐστιν αἰσθήσεως ὁ θάνατος….».
Από τις «Κύριες Δόξες» (23 και 24):
«Αν
αντιμάχεσαι όλες τις αισθήσεις, δεν θα έχεις ούτε εκείνες στις οποίες
(στηριζόμενος) θα κρίνεις ότι διαψεύσθηκες σε κάτι, κάνοντας την αναγωγή».
«Εἴ μάχῃ πάσαις ταῖς αἰσθήσεσιν,
οὐχ ἕξεις οὐδ' ἃς ἂν φῇς αὐτῶν διεψεῦσθαι πρὸς τί ποιούμενος τὴν ἀναγωγὴν κρίνῃς». (Κ.Δ. 23)
«Αν απορρίπτεις γενικά την αίσθηση και
δεν διαχωρίσεις την γνώμη για κάτι, που περιμένει επιβεβαίωση από αυτό που
είναι ήδη παρόν (και επομένως αισθητό) στην αίσθηση, στα πάθη, και
στην κάθε φανταστική επιβολή της διανοίας, θα συνταράξεις και τις υπόλοιπες
αισθήσεις με μια λάθος γνώμη, έτσι ώστε θα οδηγηθείς να απορρίψεις κάθε
κριτήριο.
Εάν θεωρήσεις βέβαιο και κάθε τι που
περιμένει επαλήθευση πάνω στις υποκειμενικές έννοιες και αυτό που δεν έχει την
επιμαρτύρηση, δεν θα αποφύγεις την διάψευση, επειδή θα έχεις διατηρήσει κάθε
αμφισβήτηση σε κάθε σου κρίση περί του ορθού ή του μη ορθού».
«Εἴ
τιν' ἐκβαλεῖς ἁπλῶς αἴσθησιν καὶ μὴ διαιρήσεις τὸ δοξαζόμενον
κατὰ τὸ προσμένον καὶ τὸ παρὸν ἤδη κατὰ τὴν αἴσθησιν καὶ τὰ πάθη καὶ πᾶσαν
φανταστικὴν ἐπιβολὴν τῆς διανοίας, συνταράξεις καὶ τὰς λοιπὰς αἰσθήσεις τῇ ματαίῳ
δόξῃ, ὥστε τὸ κριτήριον ἅπαν ἐκβαλεῖς. εἰ δὲ βεβαιώσεις καὶ τὸ προσμένον ἅπαν ἐν
ταῖς δοξαστικαῖς ἐννοίαις καὶ τὸ μὴ τὴν ἐπιμαρτύρησιν, οὐκ ἐκλείψεις τὸ
διεψευσμένον· ὡς τετηρηκὼς ἔσῃ πᾶσαν ἀμφισβήτησιν κατὰ πᾶσαν κρίσιν τοῦ ὀρθῶς ἢ
μὴ ὀρθῶς». (Κ.Δ. 24)
Στην επιστολή προς Ηρόδοτο (50)
διαβάζουμε:
«……. Και κάθε εικόνα που
προσλαμβάνουμε με ενεργητική αντίληψη από μέρους του νου ή από μέρους των
αισθήσεων, είτε πρόκειται για το σχήμα ή για τις ιδιότητες, αυτή η εικόνα
είναι (εννοεί: αυτή η εικόνα είναι η πραγματική, ως προς) το
σχήμα ή οι ιδιότητες του στερεού αντικειμένου
και παράγεται από την συνεχή επανάληψη
της εικόνας ή του αποτυπώματος που έχει αφήσει.……..
Το σφάλμα ή η πλάνη βρίσκεται πάντοτε
στην προσθήκη της γνώμης σε σχέση με αυτό που προσμένει είτε επιβεβαίωση είτε
μη διάψευση. Το σφάλμα ή η πλάνη
βρίσκεται πάντοτε στην προσθήκη της γνώμης σε σχέση με αυτό που προσμένει είτε
επιβεβαίωση είτε μη διάψευση, και ύστερα δεν επιβεβαιώνεται ή διαψεύδεται……».
«…… Καὶ
ἣν ἂν λάβωμεν φαντασίαν ἐπιβλητικῶς τῇ διανοίᾳ ἢ τοῖς αἰσθητηρίοις εἴτε μορφῆς
εἴτε συμβεβηκότων, μορφή ἐστιν αὕτη τοῦ στερεμνίου, γινομένη κατὰ
τὸ ἑξῆς πύκνωμα ἢ ἐγκατάλειμμα τοῦ εἰδώλου· τὸ δὲ ψεῦδος καὶ τὸ διημαρτημένον ἐν
τῷ προσδοξαζομένῳ ἀεί ἐστιν <ἐπὶ τοῦ προσμένοντος> ἐπιμαρτυρηθήσεσθαι ἢ μὴ
ἀντιμαρτυρηθήσεσθαι, εἶτ' οὐκ ἐπιμαρτυρουμένου <ἢ ἀντιμαρτυρουμένου>…..». (Επ.Η, 50)
Η αντίληψη, λοιπόν, που αποκτούμε για τα
πράγματα, μέσω των αισθητηρίων οργάνων μας, δηλ. η εικόνα που μας δίνουν
οι αισθήσεις (μετά το φιλτράρισμα
τους στην νόηση) - σε σχέση με την ανθρώπινη υπόσταση - αυτή είναι και η ουσία
των πραγμάτων.
Η ιδεαλιστική φιλοσοφία, από τον Ηράκλειτο,
έως τον Πυθαγόρα, τον Παρμενίδη, τον Πλάτωνα (ο οποίος έφτασε μέχρι του σημείου
να θεωρεί τα επίγεια σαν ξεπεσμό και άτεχνη απομίμηση αντίστοιχων ουράνιων Ιδεών)
και τον Αριστοτέλη, θεωρούν ότι οι αισθήσεις
ξεγελούν τον άνθρωπο, άρα, δεν μπορούμε να βασιζόμαστε σ’ αυτές.
Και σ’ αυτή την άποψη, όπως δεν θα
περίμενε ίσως κανείς, συμφώνησε και ο υλιστής Δημόκριτος…..
Την εγκυρότητα των αισθήσεων, ο Επίκουρος υποστήριξε ανεπιφύλακτα και μετ’
επιτάσεως, μάλιστα σε σφοδρή αντιπαράθεση με τις άλλες φιλοσοφικές σχολές. Και δεν
υπάρχει σφάλμα στις αισθήσεις….. “μηδέποτε
ψευδομένης της αισθήσεως…” (Σέξτος
Εμπειρικός “Προς λογικούς” Β΄
185), παρεκτός αν δημιουργηθεί μέσα μας,
κατά την νοητική ενεργητική επεξεργασία των εικόνων, και έτσι δημιουργηθεί
πλάνη, αν δεν υπάρξει επιβεβαίωση ή διάψευση.
«Ο Καρλ Μαρξ και ο Λένιν,
ως προς το πρόβλημα της γενέσεως της γνώσεως απεδέχθησαν άνευ της παραμικράς
τροποποιήσεως τας διδασκαλίας του Επικούρου. Ας σημειωθεί και ότι, ως προς την
εκτίμησιν της γνωσιολογικής αξίας των δεδομένων των αισθήσεων, διαφωνεί ο
Επίκουρος προς τον Δημόκριτον, όστις είχε τονίσει τον υποκειμενικόν
χαρακτήρα ωρισμένων αισθησιακών δεδομένων». (Κ. Δ. ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ: Ιστορία της Ελ. Φιλοσοφίας, σελ. 426-427)
- Οι προλήψεις:
Οι προλήψεις
(όρος που εισήχθη στη φιλοσοφική ορολογία, το πρώτον, από τον Επίκουρο) είναι έννοιες
αποθηκευμένες στου νου, προερχόμενες από επανειλημμένες αισθητηριακές
αντιλήψεις… «…μνήμην του
πολλάκις έξωθεν φανέντος…» (Δ.Λ. Χ, 31)
- Τα πάθη: Είναι τα συναισθήματα: Πόνος –
Ηδονή (Βλ. κεφ. 9.10)
- Οι φανταστικές επιβολές της διανοίας:
Είναι διορατικές συλλήψεις του νου,
χωρίς αισθητηριακή παρεμβολή – διαμεσολάβηση, είτε εστιάσεις του νου σε
νοητικές εικόνες. Συμβαίνει, όταν λεπτοφυή είδωλα ατόμων αδυνατούν
να παραληφθούν από τις αισθήσεις μας, και τα αντιλαμβάνεται μόνον ο νους (κι’
αυτό δύσκολα, στον ύπνο ευκολότερα), ενεργώντας σαν αισθητήριο όργανο.
Η φανταστική επιβολή της διανοίας μπορεί να θεωρηθεί
ως διανοητική
ενόραση, δια της οποίας αποκτούμε αντίληψη πραγμάτων-όντων κειμένων πέραν
των ορίων της εποπτείας.
Από την επιστολή προς Ηρόδοτο (Επ.Η, 51):
«Διότι και η ομοιότητα μεταξύ των
πραγμάτων που υπάρχουν, και τα οποία ονομάζουμε πραγματικά, και των εικόνων
που λαμβάνουμε ως ομοιώματα των πραγμάτων και παράγονται είτε στο ύπνο είτε
μέσω κάποιων άλλων πράξεων αντίληψης από μέρους του νου ή των άλλων κριτηρίων,
δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει, εκτός αν υπήρχαν κάποιες εκπομπές με αυτή τη
φύση που πραγματικά να έρχονται σε επαφή με τις αισθήσεις μας. Και δεν θα
υπήρχε σφάλμα, εκτός εάν και κάποιο άλλο είδος κίνησης δημιουργείτο μέσα
μας, συνδεδεμένο στενά με την νοητική ενεργητική αντίληψη των εικόνων, αλλά
που διαφέρει από αυτήν. Και αυτό [που συνδέεται με την ενεργητική αντίληψη,
αλλά διαφέρει από αυτήν] εάν δεν επιβεβαιώνεται ή διαψεύδεται,
δημιουργεί την πλάνη, αλλά εάν επιβεβαιώνεται, ή δεν διαψεύδεται, είναι το
αληθές».
«Ἥ τε γὰρ ὁμοιότης τῶν φαντασμῶν οἱον εἰ ἐν εἰκόνι λαμβανομένων ἢ
καθ' ὕπνους γινομένων ἢ κατ' ἄλλας τινὰς ἐπιβολὰς τῆς διανοίας ἢ τῶν λοιπῶν
κριτηρίων οὐκ ἄν ποτε ὑπῆρχε τοῖς οὖσί τε καὶ ἀληθέσι προσαγορευομένοις, εἰ μὴ ἦν
τινα καὶ τοιαῦτα προσβαλλόμενα· τὸ δὲ διημαρτημένον οὐκ ἂν ὑπῆρχεν εἰ μὴ ἐλαμβάνομεν
καὶ ἄλλην τινὰ κίνησιν ἐν ἡμῖν αὐτοῖς συνημμένην μὲν <τῇ φανταστικῇ ἐπιβολῇ,>
διάληψιν δὲ ἔχουσαν· κατὰ δὲ ταύτην [τὴν συνημμένην τῇ φανταστικῇ ἐπιβολῇ, διάληψιν
δὲ ἔχουσαν], ἐὰν μὲν μὴ ἐπιμαρτυρηθῇ ἢ ἀντιμαρτυρηθῇ, τὸ ψεῦδος γίνεται· ἐὰν δὲ
ἐπιμαρτυρηθῇ ἢ μὴ ἀντιμαρτυρηθῇ, τὸ ἀληθές». (ΕπΗ, 51)
Επικούρειοι δάσκαλοι του 1ου π.Χ. αι. περιγράφουν
τις περιπτώσεις όπου φαινόμενο, ως ένδειξη ενός αδήλου πράγματος (δηλ. αντικειμένου έξω της εμπειρίας) και όχι ως το
πραγματικό είδωλο του, συν-εδρεύει σταθερά στο νου (“συνεδρεύον
αχωρίστως”). Ερευνούν
(και αντιπαρατίθενται με τους Στωικούς) Ζήνων ο Σιδώνιος, με μεθοδολογία αναλογική και επαγωγικούς συλλογισμούς, καθώς
και (ο
μαθητής του) Φιλόδημος ο Γαδαρηνός, στο σύγγραμμά του “Περί σημείων)”, μεταχειριζόμενος το «κριτήριο της αδιανοησίας»….. «Κάτι που στερείται κάθε
ομοιότητας με το φαινόμενο είναι αδιανόητο» (Φιλόδημος)
Η “Περί
σημείων” θεωρία
-υπόθεση θα αποδειχθεί γόνιμη, μάλιστα στη νεώτερη φιλοσοφική έρευνα
δημιούργησε, ως κλάδο της, την «Σημειωτική ή Σημειολογία».
3. Η
Μεθοδολογία της επιμαρτύρησης ή της αντιμαρτύρησης:
Συνιστά
εμπειρική μέθοδο, απαραίτητη προϋπόθεση,
στον έλεγχο και για την αποδοχή (ή την απόρριψη) κάθε πρότασης…. «ἂν μὲν γὰρ ἐπιμαρτυρῆται ἢ μὴ ἀντιμαρτυρῆται,
ἀληθῆ εἶναι· ἐὰν δὲ μὴ ἐπιμαρτυρῆται ἢ ἀντιμαρτυρῆται, ψευδῆ τυγχάνειν». (Δ.Λ. Χ, 34)
4. Η Αποδοχή
περισσότερων της μιας θεωριών:
«Ενδέχεται
πλεοναχώς γενέσθαι». (Επ. προς Πυθοκλή, 87)
Η
άποψη αναφέρεται στη δυνατότητα ερμηνείας φαινομένων και με διαφορετικούς
τρόπους εάν δεν διαπιστώνεται “αντιμαρτύρησις”. Και συμφωνεί με την τυχαιότητα,
την απροσδιοριστία, καταστάσεις που
έχουν μελετηθεί από τον Επίκουρο, συσταίνει δε λογική “πλειότιμη”,
σχετιζόμενη με τη σύγχρονη θεωρία του «Επιστημολογικού πλουραλισμού».
Ο Επίκουρος στις επιστολές του προς Ηρόδοτο (80)
και Πυθοκλή (86-87, 98, 99, 113):
α) «Έτσι,
πρέπει να εξετάζουμε με προσοχή με πόσους τρόπους ένα παρόμοιο φαινόμενο
εμφανίζεται στη γη, όταν ερευνούμε με τη λογική τις αιτίες των ουρανίων
φαινομένων και όλων αυτών που είναι πέραν από την ικανότητα των αισθήσεων». (Επ.Η, 80)
Τα
πάντα, λοιπόν, διατηρούνται ακλόνητα ακόμα και σε διεργασίες που ερμηνεύονται
με πολλούς τρόπους, αρκεί να επισυμβαίνουν σε αρμονία με τα φαινόμενα και
βέβαια να αποδεχόμαστε, όπως επιβάλλεται, τις πειστικές ερμηνείες τους. Όταν όμως κάποιος αποδέχεται μια ερμηνεία και
απορρίπτει μιαν άλλη, που εξ ίσου είναι σύμφωνη με τα φαινόμενα, τότε είναι
φανερό πως καταλείπει τη φυσιολογία και κατρακυλά στο μύθο …». (Επ.Π,
86-87)
γ) «….. Όμως αυτοί που δέχονται μια μόνn
εξήγηση, και μάχονται ενάντια στη μαρτυρία των φαινομένων, έχουν υποπέσει σε
λάθη σχετικά με την δυνατότητα του ανθρώπου να επιτύχει την γνώση». (Επ.Π, 98)
δ) «….
Αλλά σε ποιές περιπτώσεις οφείλονται στη μια αιτία ή στην άλλην δεν είναι
δυνατόν να το γνωρίζουμε….».
«….ἐπὶ δὲ ποίοις παρὰ τοῦτο ἢ τοῦτο τὸ αἴτιον γίνεται οὐκ ἔστι
συνιδεῖν» (Επ.Π, 99)
ε) «…. Αλλά το να αποδίδει κανείς μια μοναδική
αιτία σε αυτά τα φαινόμενα, ενώ αυτά τα φαινόμενα απαιτούν πολλές αιτίες, είναι
παραφροσύνη, και γίνεται εντελώς λανθασμένα από άτομα που είναι οπαδοί των
ανόητων αντιλήψεων της αστρολογίας, με την οποίαν δίνουν μάταιες ερμηνείες για
τις αιτίες μερικών φαινομένων, και διαρκώς δεν απαλλάσσουν καθόλου την θεία
φύση από το βάρος της ευθύνης της»
«…… Τὸ δὲ μίαν αἰτίαν τούτων ἀποδιδόναι,
πλεοναχῶς τῶν φαινομένων ἐκκαλουμένων, μανικὸν καὶ οὐ καθηκότως πραττόμενον ὑπὸ
τῶν τὴν ματαίαν ἀστρολογίαν ἐζηλωκότων καὶ εἰς τὸ κενὸν αἰτίας τινῶν ἀποδιδόντων,
ὅταν τὴν θείαν φύσιν μηθαμῇ λειτουργιῶν ἀπολύωσι». (Επ.Π, 113)
ΕΝΑΡΓΕΙΑ - ΕΠΑΙΣΘΗΣΗ - ΕΠΙΛΟΓΙΣΜΟΣ:
Για τη νοητική επεξεργασία των προσλαμβανόμενων από τις αισθήσεις
πληροφοριών, ο Επίκουρος -πρώτος- έθεσε το πρόβλημα της ενάργειας,
την οποίαν όρισε ως σαφήνεια και ευκρίνεια της σκέψης.
Η ενάργεια έκτοτε
κατατάσσεται μεταξύ των κυριότερων γνωσιολογικών προβλημάτων. Ο Καρτέσιος τη θεώρησε χαρακτηριστικό της
αληθείας, η φαινομενολογία του Χούσσερλ την προήγαγε.
Μεταχειριζόταν και τον όρο «επαίσθηση» (Επ.
προς Ηρόδοτο 52-53). Δι’ αυτής προκύπτει η κατανόηση, δηλ. αποκτούμε την πραγματική
γνώση του πράγματος (επιλογισμός)……Και
με άλλους, πιο πολλούς, τρόπους αυτό μπορεί να γίνεται, αν κάποιος δύναται
να συλλογίζεται σύμφωνα με τα
φαινόμενα…..
«Καὶ κατ' ἄλλους δὲ πλείονας τρόπους τοῦτο
δυνατὸν συντελεῖσθαι, ἐάν τις δύνηται τὸ σύμφωνον τοῖς φαινομένοις συλλογίζεσθαι». (Επ. προς Πυθοκλή, 112)
«Πρέπει να συλλογιζόμαστε (επιλογιζόμαστε) τον ουσιαστικό
σκοπό της ζωής και όλη την πραγματική αλήθεια (ενάργεια), που πάνω της
στηρίζουμε αυτά που νομίζουμε σωστά. Ειδάλλως, τα πάντα θα είναι γεμάτα από
λαθεμένες κρίσεις και ταραχή».
«Τὸ
ὑφεστηκὸς δεῖ τέλος ἐπιλογίζεσθαι καὶ πᾶσαν τὴν ἐνάργειαν, ἐφ' ἣν τὰ δοξαζόμενα
ἀνάγομεν· εἰ δὲ μή, πάντα ἀκρισίας καὶ ταραχῆς έσται μεστά». (ΚΥΡΙΑΙ ΔΟΞΑΙ
22)
Κεφ. 3) Φυσική
3.1) Η Επικούρεια “Φυσιογνωσία”
«Ὁ
τῆς φύσεως πλοῦτος καὶ ὥρισται καὶ εὐπόριστός ἐστιν· ὁ δὲ τῶν κενῶν δοξῶν εἰς ἄπειρον
ἐκπίπτει». (Κύριαι Δόξαι 15)
H μελέτη της φύσης (φυσιογνωσία ό
όρος που χρησιμοποιεί ο Επίκουρος), γίνεται με μια σειρά ενεργειών, όπου με την
παρατήρηση, σύμφωνη και ελεγμένη με τον Επικούρειο «Κανόνα» και με την
με ενεργητική αντίληψη (επεξεργασία) από μέρους του νου, μεταβαίνουμε στην
πραγματική γνώση (βλ.
πιο πάνω την Επ. προς Ηρόδοτο 50).
Η μεθοδολογία αυτή, καθώς γνωρίζουμε,
λέγεται «Επαγωγή» (οδηγείται από τα επί μέρους στο γενικό) και, βέβαια,
για την νεότερη φυσική επιστήμη συνιστά απαράβατο νόμο.
Πόσο χρήσιμη είναι η επιστήμη της φυσικής στον άνθρωπο; H φυσιογνωσία, κατά
τον Επίκουρο, διασφαλίζει στον άνθρωπο, και αυτό - πρωτίστως - ενδιαφέρει την
φιλοσοφία του, αταραξία, ευδαιμονία.
Για τη χρησιμότητα της φυσικής επιστήμης τα παρακάτω εδάφια:
1) «….. Εάν δεν μας ενοχλούσαν καθόλου οι υποψίες μας σχετικά με
τα επουράνια και με τον θάνατο, μήπως έχουν ή μήπως δεν έχουν κάποια σχέση
με μας, και ακόμη αν δεν μας ενοχλούσε το ότι δεν κατανοούμε τα όρια των πόνων
και των επιθυμιών, δεν θα είχαμε ανάγκη την φυσιολογία».
«Εἰ
μηθὲν ἡμᾶς αἱ τῶν μετεώρων ὑποψίαι ἠνώχλουν καὶ αἱ περὶ θανάτου, μή ποτε πρὸς ἡμᾶς
ᾖ τι, ἔτι τε τὸ μὴ κατανοεῖν τοὺς ὅρους τῶν ἀλγηδόνων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν, οὐκ ἂν
προσεδεόμεθα φυσιολογίας. (Κ.Δ. 11)
2) «……Η φυσιολογία παρασκευάζει
ανθρώπους που ούτε καυχιούνται, ούτε είναι αερολόγοι, ούτε επιδεικνύουν την
περιμάχητη(περιζήτητη) από τους πολλούς παιδεία, αλλά σοβαρούς και αυτάρκεις,
που φροντίζουν τα μέγιστα επί των δικών τους αγαθών και όχι επί των πραγμάτων» .
«Οὐ
κόμπους οὐδὲ φωνῇς ἐργαστικούς οὐδὲ περιμάχητον παρὰ τοῖς πολλοῖς παιδείαν ἐνδυκνυμένους
φιλοσοφία παρασκευάζει, ἀλλὰ σοβαροὺς καὶ αὐτάρκεις καὶ ἐπὶ τοῖς ἰδίοις ἀγαθοῖς,
οὐκ ἐπὶ τοῖς τῶν πραγμάτων μέγα φρονοῦντες».
(Επ. Προσφ. 45)
3) «…… Πρώτα απ’ όλα, δεν πρέπει να έχεις κατά
νου ότι υπάρχει κάποιος άλλος σκοπός για τη γνώση για τα ουράνια
φαινόμενα είτε αυτά θεωρούνται σε σχέση με τις άλλες φυσικές θεωρίες είτε
αυτοτελώς, εκτός από την αταραξία και την απόκτηση μιας σταθερής
πεποίθησης, όπως συμβαίνει και με τις άλλες γνώσεις».
«…….Πρῶτον
μὲν οὖν μὴ ἄλλο τι τέλος ἐκ τῆς περὶ μετεώρων γνώσεως εἴτε κατὰ συναφὴν λεγομένων
εἴτε αὐτοτελῶς νομίζειν εἶναι ἤπερ ἀταραξίαν καὶ πίστιν βέβαιον, καθάπερ καὶ ἐπὶ
τῶν λοιπῶν». (Επ. Πυθοκλή, 85)
4) «……Δεν είναι δυνατόν να διαλύει κανείς τους φόβους για τα πιο σημαντικά
φαινόμενα όταν δεν γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος αλλά ερμηνεύει τις
υποψίες του για κάτι σύμφωνα με τους μύθους. Επομένως δίχως την μελέτη της
φύσης δεν είναι δυνατόν να απολαμβάνει κανείς ακέραιες τις ηδονές».
«Οὐκ ἦν τὸ φοβούμενον λύειν ὑπὲρ τῶν κυριωτάτων
μὴ κατειδότα τίς ἡ τοῦ σύμπαντος φύσις, ἀλλ' ὑποπτευόμενόν τι τῶν κατὰ τοὺς μύθους·
ὥστε οὐκ ἦν ἄνευ φυσιολογίας ἀκεραίους τὰς ἡδονὰς ἀπολαμβάνειν». (Κ.Δ. 12 = Επ. Προσφ. 49)
5) «….Επιπλέον πρέπει
να θεωρούμε ότι το έργο της “φυσιολογίας” είναι να εξακριβώσουμε την αιτία των πιο βασικών
φαινομένων της. Και η ευδαιμονία μας
βρίσκεται στη γνώση των ουράνιων φαινομένων (των μετεώρων) και στην
κατανόηση της φύσης των οντοτήτων που βλέπουμε σε αυτούς τους ουράνιους
σχηματισμούς καθώς και όλων αυτών “όσα συγγενή προς την εις τούτο ακρίβειαν”…..
Και κάποιοι που γνωρίζουν μεν τα ουράνια φαινόμενα, αλλά ακόμα
αγνοούν τη φύση αυτών των πραγμάτων και τις βασικές της αιτίες, νοιώθουν τον
ίδιο φόβο που θα ένοιωθαν αν δεν τα γνώριζαν καθόλου, ίσως και μεγαλύτερο…….Και πρέπει να εξετάζουμε με προσοχή, με
πόσους τρόπους ένα φαινόμενο εμφανίζεται στη γη, όταν ερευνούμε με τη
λογική της αιτίες των ουράνιων φαινομένων και όλων αυτών που είναι πέραν από
την ικανότητα των αισθήσεων…. Επειδή, αν μελετήσουμε προσεκτικά όλα αυτά, θα
εξιχνιάσουμε ορθά τις αιτίες που προκαλούν την ταραχή και τον φόβο μας, και
καθορίζοντας τις πραγματικές αιτίες των ουράνιων φαινομένων και όλων των άλλων
φαινομένων που συμβαίνουν τυχαία κάθε τόσο, θα απαλλαγούμε από όλα αυτά που
φοβίζουν στον ύψιστο βαθμό τους άλλους ανθρώπους». (Επ. προς Ηρόδοτο, 77-81)
3.2) Η
ατομική θεωρία στον Επίκουρο
Ο Επίκουρος, φιλόσοφος υλιστής, όχι απλά
είχε αποδεχτεί την ατομική θεωρία, που πρώτοι
διατύπωσαν στην Ελλάδα οι Λεύκιππος και Δημόκριτος περίπου 120
χρόνια πριν απ’ αυτόν, αλλά και την μελέτησε επισταμένως κάνοντας σημαντικές
παρατηρήσεις….. Στον Επίκουρο, “η
άτομος” (τα άτομα, από ύλη) και “το κενό” (ο άδειος από ύλη χώρος)
είναι οι μόνες ύστατες πραγματικότητες. Τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει πέραν
τούτων.
Τα άτομα ονομάστηκαν έτσι επειδή δεν τέμνονται
περαιτέρω. Αν τα άτομα τέμνονταν επ’ άπειρον, τότε θα κατέληγαν στο “μη ον”.
Είναι, λοιπόν, αδιαίρετα, διακριτά,
έχουν δηλ. κβαντική (δεματική) υπόσταση. Μικρότατα, μη ορατά δια γυμνού
οφθαλμού, όμως δεν έχουν κάθε δυνατό μέγεθος.
Το
κενό, στον Επίκουρο, είναι μια φυσική
πραγματικότητα, δεν ταυτίζεται με το “μη όν / μη είναι” (όπως αυτό του
Παρμενίδη ο οποίος, ακολουθώντας μέθοδο απαγωγής, δεν δέχονταν καμία
κίνηση ή αλλαγή, το γίγνεσθαι γενικότερα, φαινόμενα που θεωρούσε αυταπάτες). Η
ύπαρξη του κενού (κενόν και χώρος
και αναφής (= ανέγγιχτη) φύση) είναι
απαραίτητη:
«Και
εάν δεν υπήρχε αυτό που ονομάζουμε κενό και χώρο και ανέγγιχτη φύση,
τότε τα σώματα δεν θα είχαν που να σταθούν ούτε που να κινηθούν, ενώ όπως
φαίνεται κινούνται. Και πέραν από αυτά τα δύο πράγματα, τα σώματα και το
κενό, τίποτα άλλο δεν μπορούμε να διανοηθούμε, ούτε μέσω της άμεσης
αντίληψης ούτε σε αναλογία με πράγματα που γίνονται άμεσα αντιληπτά…..»
«….. Εἰ <δὲ> μὴ ἦν ὃ κενὸν καὶ χώραν καὶ ἀναφῆ φύσιν ὀνομάζομεν,
οὐκ ἂν εἶχε τὰ σώματα ὅπου ἦν οὐδὲ δι' οὗ ἐκινεῖτο, καθάπερ φαίνεται κινούμενα.
Παρὰ δὲ ταῦτα οὐθὲν οὐδ' ἐπινοηθῆναι δύναται οὔτε περιληπτικῶς οὔτε ἀναλόγως τοῖς
περιληπτοῖς ὡς καθ' ὅλας φύσεις λαμβανόμενα….».
(Επ. προς Ηρόδοτο, 40)
Το κενό λοιπόν, είναι απαραίτητο για την κίνηση, η οποία είναι αχώριστα συνδεμένη και με τον χρόνο, ο οποίος δεν υπάρχει από μόνος
του αφού μόνο από τα ίδια τα πράγματα βγαίνει η αίσθηση του παρελθόντος, του
παρόντος, του μέλλοντος. (DRN Ι, 259-263)
Από την επιστολή προς Ηρόδοτο:
1)
“Αυτά εδώ, που κάνουν τα σύνθετα, είναι άτμητα και αμετάβλητα,
εφόσον δεν θέλουμε όλα τα πράγματα να καταστραφούν στο μη ον, αλλά να
παραμείνουν, μετά την διάλυση των συνθέτων, εντελώς ανθεκτικά στοιχεία μιας
συμπαγούς φύσης, και να μην μπορούν με κανένα τρόπο να διαλυθούν.
Συνεπώς, τα πρωταρχικά στοιχεία είναι
κατ’ ανάγκην οι άτμητες υλικές οντότητες”.
«ταῦτα δέ ἐστιν ἄτομα καὶ
ἀμετάβλητα, εἴπερ μὴ μέλλει πάντα εἰς τὸ μὴ ὂν φθαρήσεσθαι, ἀλλ' ἰσχῦον τι ὑπομένειν
ἐν ταῖς διαλύσεσι τῶν συγκρίσεων, πλήρη τὴν φύσιν ὄντα, οὐκ ἔχοντα ὅπῃ ἢ ὅπως
διαλυθήσεται. Ὥστε τὰς ἀρχὰς ἀτόμους ἀναγκαῖον εἶναι σωμάτων φύσεις». (Επ.Η, 41)
2) «Είναι επομένως αναγκαίο όχι
μόνο να απορρίψουμε την διαίρεση σε όλο και μικρότερα μέρη επ’ άπειρον,
ώστε να μην εξασθενήσουμε όλα τα πράγματα, και έτσι στην ένωση των
συνθέτων σωμάτων να αναγκαζόμαστε να συνθλίβουμε και να σπαταλάμε τα
πράγματα που υπάρχουν στο μη όν, αλλά ούτε πρέπει ακόμη να νομίζουμε
ότι στα πεπερασμένα σώματα υπάρχει η δυνατότητα να συνεχίζεται επ’ άπειρον η
μετάβαση και σε μικρότερα και ακόμη μικρότερα μέρη».
«Ὥστε οὐ μόνον τὴν εἰς ἄπειρον τομὴν ἐπὶ τοὔλαττον ἀναιρετέον,
ἵνα μὴ πάντα ἀσθενῆ ποιῶμεν κἀν ταῖς περιλήψεσι τῶν ἀθρόων εἰς τὸ μὴ ὂν ἀναγκαζώμεθα
τὰ ὄντα θλίβοντες καταναλίσκειν, ἀλλὰ καὶ τὴν μετάβασιν μὴ νομιστέον
γενέσθαι ἐν τοῖς ὡρισμένοις εἰς ἄπειρον μηδ' <ἐπὶ> τοὔλαττον». (Επ.Η, 56)
3) «Κανένα μέγεθος δεν τους
ταιριάζει. Ουδέποτε άτομος έγινε αντιληπτή με τις αισθήσεις».
«Πᾶν
δὲ μέγεθος μὴ εἶναι περὶ αὐτάς· οὐδέποτε γοῦν ἄτομος ὤφθη αἰσθήσει». (Επ.Η. 44)
4) «Επιπλέον
ούτε πρέπει να θεωρούμε ότι τα άτομα έχουν κάθε δυνατό μέγεθος, εάν δεν
θέλουμε να βρεθούμε σε αντίφαση με τη μαρτυρία των φαινομένων, αλλά πρέπει να
δεχθούμε ότι υπάρχουν κάποιες παραλλαγές ως προς τα μεγέθη τους…..».
«Ἀλλὰ μὴν οὐδὲ δεῖ νομίζειν πᾶν μέγεθος ἐν ταῖς ἀτόμοις ὑπάρχειν,
ἵνα μὴ τὰ φαινόμενα ἀντιμαρτυρῇ· παραλλαγὰς δέ τινας μεγεθῶν
νομιστέον εἶναι…..». (Επ.Η. 55)
3.2.1) Ιδιότητες και ενώσεις των ατόμων
Τα άτομα, ενώ στον Δημόκριτο έχουν (μόνον) σχήμα και μέγεθος, στον
Επίκουρο έχουν τρεις ιδιότητες: σχήμα,
μέγεθος και βάρος. Δεν έχουν χρώμα ή άλλα δευτερεύοντα γνωρίσματα, δεν
έχουν αίσθηση και καμία από τις ιδιότητες των (συγκροτημένων από αυτά) συνθέτων
σωμάτων.
Στην επιστολή προς Ηρόδοτο (54) ο Επίκουρος
σημειώνει:
«Πρέπει επιπλέον να δεχθούμε ότι τα άτομα
δεν διαθέτουν καμία από τις ιδιότητες που ανήκουν στα σώματα που είναι αισθητά,
εκτός από το σχήμα, το βάρος, και το μέγεθος, και κάθε τι που κατ’ ανάγκην
γεννιέται με το σχήμα. Επειδή κάθε ιδιότητα αλλάζει, τα άτομα, αντιθέτως,
δεν υφίστανται καμία αλλαγή, επειδή όταν διαλύονται τα σύνθετα σώματα
πρέπει να μένει κάτι στερεό και αδιάλυτο, κάτι που μπορεί να προκαλέσει
αλλαγές, που δεν θα καταλήγουν στο μη όν ούτε θα γίνονται από το μη ον, αλλά
αλλαγές που γίνονται με μεταθέσεις κάποιων ατόμων, και κάποτε με προσθήκες ή
απομειώσεις κάποιων άλλων.
Επομένως είναι αναγκαίο να δεχθούμε
ότι τα στοιχεία που μετατοπίζονται πρέπει να είναι άφθαρτα και να μην έχουν
μεταβλητή φύση, αλλά να έχουν δικά τους μεγέθη και σχήματα, γιατί αυτά πρέπει
αναγκαστικά να έχουν αμετάβλητη υπόσταση».
«Καὶ μὴν καὶ τὰς ἀτόμους
νομιστέον μηδεμίαν ποιότητα τῶν φαινομένων προσφέρεσθαι πλὴν σχήματος καὶ βάρους
καὶ μεγέθους καὶ ὅσα ἐξ ἀνάγκης σχήματος συμφυῆ ἐστι. Ποιότης γὰρ πᾶσα μεταβάλλει·
αἱ δὲ ἄτομοι οὐδὲν μεταβάλλουσιν, ἐπειδήπερ δεῖ τι ὑπομένειν ἐν ταῖς διαλύσεσι
τῶν συγκρίσεων στερεὸν καὶ ἀδιάλυτον, ὃ τὰς μεταβολὰς οὐκ εἰς τὸ μὴ ὂν ποιήσεται
οὐδ' ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, ἀλλὰ κατὰ μεταθέσεις ἐν πολλοῖς < τινῶν> , τινῶν δὲ
καὶ προσόδους καὶ ἀφόδους. Ὅθεν ἀναγκαῖον τὰ μὲν μετατιθέμενα ἄφθαρτα εἶναι καὶ
τὴν τοῦ μεταβάλλοντος φύσιν οὐκ ἔχοντα, ὄγκους δὲ καὶ σχηματισμοὺς ἰδίους· ταῦτα
γὰρ καὶ ἀναγκαῖον ὑπομένειν». (ΕπΗ, 54)
Τα άτομα, λοιπόν, με τις αμέτρητες μεταξύ τους επαφές, από τις χωρίς
τελειωμό κινήσεις τους, δημιουργούν ενώσεις, δηλ. αυτά τα
στοιχεία που σήμερα αποκαλούμε “μόρια”. Η σύνδεση και η αποσύνδεση
ατόμων δημιουργούν και τις διαδικασίες γένεσης και φθοράς. Με τις συνδέσεις των
ατόμων, οι οποίες έχουν τελείως διαφορετικές ιδιότητες από τα άφθαρτα κι’
αμετάβλητα άτομα με τα οποία συγκροτούνται, προκύπτει η ύλη, όλη η ανόργανη και η οργανική ύλη με τα
πάσης φύσεως είδη της, που έχει μεταβλητή υπόσταση.
3.2.2) Πλήθος,
είδη και μέγεθος των ατόμων ( & Υποατομικά σωματίδια)
Στο σύμπαν, το μεν πλήθος των ατόμων είναι άπειρο, όμως τα είδη
των ατόμων, όπως και το μέγεθος των ατόμων, είναι αριθμοί πεπερασμένοι. Ο
Επίκουρος, λοιπόν, θέτει όρια στα είδη και στο μέγιστο και στο ελάχιστο μέγεθος
των ατόμων, την ποικιλομορφία των ατόμων.
Στην προς Ηρόδοτο επιστολή (55 - 56):
«…… Επιπλέον ούτε πρέπει να θεωρούμε ότι
τα άτομα έχουν κάθε δυνατό μέγεθος, εάν δεν θέλουμε να βρεθούμε σε αντίφαση
με τη μαρτυρία των φαινομένων, αλλά πρέπει να δεχθούμε ότι υπάρχουν κάποιες
παραλλαγές ως προς τα μεγέθη τους. Διότι αν δεχθούμε αυτό το πράγμα θα
μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε καλύτερα όσα σχετίζονται με τις αισθήσεις και με τα
συναισθήματα. Και ούτε χρειάζεται,
για να εξηγήσουμε τις διαφορές των ιδιοτήτων των πραγμάτων, η ύπαρξη
κάθε δυνατού μεγέθους στα άτομα, διότι τότε θα έπρεπε να είχαμε κάποια
άτομα ορατά, κάτι που δεν φαίνεται να έχει γίνει ποτέ, ούτε είναι δυνατό να
φανταστούμε πως θα μπορούσε ένα άτομο να γίνει ορατό».
«Ἀλλὰ μὴν οὐδὲ δεῖ νομίζειν
πᾶν μέγεθος ἐν ταῖς ἀτόμοις ὑπάρχειν, ἵνα μὴ τὰ φαινόμενα ἀντιμαρτυρῇ· παραλλαγὰς
δέ τινας μεγεθῶν νομιστέον εἶναι. Βέλτιον γὰρ καὶ τούτου προσόντος τὰ κατὰ τὰ πάθη
καὶ τὰς αἰσθήσεις γινόμενα ἀποδοθήσεται. Πᾶν δὲ μέγεθος
ὑπάρχον οὔτε χρήσιμόν ἐστι πρὸς τὰς τῶν ποιοτήτων διαφοράς, ἀφῖχθαί τε ἅμ' ἔδει
καὶ πρὸς ἡμᾶς ὁρατὰς ἀτόμους· ὃ οὐ θεωρεῖται γινόμενον, οὔθ' ὅπως ἂν γένοιτο ὁρατὴ
ἄτομος ἔστιν ἐπινοῆσαι». (Επ.Η, 55 - 56)
Τα άτομα, γνωρίζουμε σήμερα, απαρτίζονται από υποατομικά σωματίδια, που δεν μπορούν
να υπάρξουν μεμονωμένα, διότι αυτά είναι πραγματικά αδιαίρετα – αδιαχώριστα.
Συστατικά των ατόμων είναι το πρωτόνιο,
το νετρόνιο και το ηλεκτρόνιο.
Μετά τα μέσα του 20ου αι. ανακαλύφθηκε ότι τα πρωτόνια και τα νετρόνια
αποτελούνται από στοιχειώδη σωματίδια, τα κουάρκς.
Αργότερα, με
τη χρήση ισχυρότερων επιταχυντών
σωματιδίων, σε εργαστήρια για τη μελέτη της δομής της ύλης, αποκαλύφθηκε η
ύπαρξη της μεγάλου αριθμού ασταθών στοιχειωδών σωματιδίων.
Το εντυπωσιακό είναι ότι και περί αυτών, των υποατομικών σωματιδίων,
ο Επίκουρος, ασαφώς μεν όμως τα υπαινίσσεται,
στην επιτομή της Φυσικής του, προς Ηρόδοτο (58)……. «Πρέπει, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι και το ελάχιστο μέρος του ατόμου
έχει την ίδια σχέση με το συνολικό σώμα».
«Ταύτῃ τῇ ἀναλογίᾳ
νομιστέον καὶ τὸ ἐν τῇ ἀτόμῳ ἐλάχιστον κεχρῆσθαι» (Επ.Η, 58)
Στον Λουκρήτιο….. Τα άτομα είναι συμπαγή και ενιαία, διότι
αποτελούνται από μικροσκοπικά μέρη σφιχτοδεμένα μεταξύ τους (DRN I, 609-610)
και
«η φύση δεν έχει επιτρέψει ως τώρα (iam) να αποσπαστεί κάτι
από αυτά» (DRN Ι, 599-614)
3.2.3) Οι κινήσεις των ατόμων
Τα άτομα, ως λέγει ο Επίκουρος, προσδεμένα - συσσωματωμένα στη μάζα όπου
ανήκουν, σε (νοητό) πλέγμα (το “πλεκτικόν”), κινούνται “κατά πάλσιν
και περίπαλσιν”.
Οι
αδιάκοπες κινήσεις τους εντός του κενού είναι ισοταχείς προς όλες τις
διευθύνσεις, αδιάφορα με το βάρος τους, αν είναι ανεμπόδιστες (Επιστολή προς Ηρόδοτο, 61, κ. ά.).
«Επιπλέον τα άτομα πρέπει να
κινούνται με ίση ταχύτητα, όταν μεταφέρονται μέσα στο κενό, και τίποτα δεν
συγκρούεται με αυτά. Επειδή ούτε τα βαριά άτομα κινούνται πιο γρήγορα
από εκείνα που είναι μικρά και ελαφρά, όταν ακριβώς τίποτα δεν τα συναντά, ούτε
πάλι τα μικρά άτομα κινούνται πιο γρήγορα από τα μεγάλα, έχοντας ομοιόμορφη
την όλη τους κίνηση, όταν πάλι τίποτα δεν συγκρούεται με αυτά. Ούτε η κίνηση
προς τα πάνω, ή προς τα πλάγια, που οφείλεται σε κτυπήματα είναι ταχύτερη, ούτε
πάλι η κίνηση προς τα κάτω που οφείλεται στο ίδιο τους το βάρος. Επειδή, για όσο χρόνο η μια ή η άλλη από
αυτές τις δυο κινήσεις υπερισχύει, για τόσο χρόνο θα έχει κίνηση τόσο
γρήγορη, όσο η σκέψη (“Άμα
νοήματι”), μέχρι τη στιγμή που κάτι το αναχαιτίζει είτε από εξωτερική
αιτία, είτε από το ίδιο του το βάρος, που εξουδετερώνει τη δύναμη αυτού που
έδωσε το κτύπημα». ….».
«Καὶ μὴν καὶ ἰσοταχεῖς ἀναγκαῖον
τὰς ἀτόμους εἶναι, ὅταν διὰ τοῦ κενοῦ εἰσφέρωνται μηθενὸς ἀντικόπτοντος. Οὔτε γὰρ
τὰ βαρέα θᾶττον οἰσθήσεται τῶν μικρῶν καὶ κούφων, ὅταν γε δὴ μηδὲν ἀπαντᾷ αὐτοῖς·
οὔτε τὰ μικρὰ τῶν μεγάλων, πάντα πόρον σύμμετρον ἔχοντα, ὅταν μηθὲν μηδὲ ἐκείνοις
ἀντικόπτῃ· οὔθ' ἡ ἄνω οὔθ' ἡ εἰς τὸ πλάγιον διὰ τῶν κρούσεων φορά, οὔθ' ἡ κάτω
διὰ τῶν ἰδίων βαρῶν. Ἐφ' ὁπόσον γὰρ ἂν
κατίσχῃ ἑκατέρ <α αύτ>ῶν, ἐπὶ τοσοῦτον ἅμα νοήματι τὴν φορὰν
σχήσει, ἕως <ἂν τι> ἀντικόψῃ ἢ ἔξωθεν ἢ ἐκ τοῦ ἰδίου βάρους πρὸς τὴν τοῦ
πλήξαντος δύναμιν». (Επ. προς Ηρόδοτο 61)
Ο
Επίκουρος θεωρεί τις κινήσεις των ατόμων “εγγενή” ιδιότητα της ύλης.
Αιτία της κίνησης τους είναι αυτά τα ίδια “τα άτομα και το κενό”, δεν υφίσταται
άλλη αρχή: “Και
δεν υπάρχει αρχή σε αυτές τις κινήσεις, δεδομένου ότι η αιτία τους είναι τα
άτομα και το κενό”…..
«Ἀρχὴ δὲ τούτων οὐκ ἔστιν, αἰτίων τῶν ἀτόμων οὐσῶν καὶ τοῦ
κενοῦ». (Επ.Η,
44)
Στας “ατόμους” διακρίνοντα τρία είδη
κινήσεως (Προς Ηρόδοτο 43):
α) Η
προκύπτουσα από τις αλλεπάλληλες μεταξύ τους συγκρούσεις.
β) Η
από το ίδιον βάρος τους, σε μια ευθεία, παράλληλη αλλήλων, πτωτική πορεία.
γ) Η
αιφνίδια, απρόσμενα, αναπάντεχα, αυθόρμητα, προκύπτουσα αλλαγή
(κατ’ απειροελάχιστον) στην πτωτική
κατεύθυνση μιας κίνησης.
«Και
τα άτομα κινούνται συνεχώς στην αιωνιότητα, [πιο κάτω λέει ότι τα άτομα
κινούνται με ίση ταχύτητα, καθώς το κενό παρέχει την ταυτόχρονη άφιξη και στο
πολύ ελαφρύ και στο πολύ βαρύ], άλλα
μεν πίπτοντας κατευθείαν προς τα κάτω, κάποια άλλα παρεκκλίνοντας, και κάποια
αναπηδώντας μετά την σύγκρουσή τους…….».
«Κινοῦνταί τε συνεχῶς
αἱ ἄτομοι [φησὶ δὲ ἐνδοτέρω καὶ ἰσοταχῶς αὐτὰς κινεῖσθαι τοῦ κενοῦ τὴν εἶξιν ὁμοίαν
παρεχομένου καὶ τῇ κουφοτάτῃ καὶ τῇ βαρυτάτῃ] τὸν αἰῶνα, καὶ αἱ μὲν <κατὰ
στάθμην, αἱ δὲ κατὰ παρέγκλισιν, αἱ δὲ κατὰ παλμόν,…..». (Επ. Η, 43)
Η μία από τις πιο πάνω κινήσεις των
ατόμων της ύλης, αληθινά πρωτότυπη,
είναι η περίφημη “Επικούρεια παρέγκλιση (παρέκκλιση)”. Και είναι αυτή, που περισσότερο από τις άλλες, έχει σαν
αποτέλεσμα, μετά από σύγκρουση – συμπλοκή των στοιχειωδών ατόμων της ύλης, την
δημιουργία σύνθετων σωμάτων και ποικίλων μεταλλαγών.
Για την “παρέγκλιση”, η οποία
συμπορεύεται με την κβαντομηχανική (1927) και το βασικό αξίωμα της, την “Αρχή
της Απροσδιοριστίας (ή Αβεβαιότητας) του Χάιζενμπεργκ”, αναφερόμαστε στο κεφ. 4
(Αιτιότητα).
3.2.4) Διαφορές
της Επικούρειας από την Δημοκρίτεια φυσική φιλοσοφία
Μόνο μεταξύ παρομοίων
θεωριών γίνονται συγκρίσεις. Έτσι, στη Φυσική, η Επικούρεια, μόνον με την
Δημοκρίτεια, από την οποίαν άλλωστε προέρχεται, συγκρίνεται. Ο Πλάτωνας και ο
Αριστοτέλης, εννοούν την Φυσική διαφορετικά.
Μεταξύ των φιλοσόφων, Δημόκριτου και Επίκουρου, των μόνων που
αποδέχονταν την «ατομική θεωρία» (….
έως τον 19ο αι.!)
οι σημαντικότερες διαφορές είναι τέσσερις, και αφορούν:
1) Την «παρέγκλιση». Η
«παρέγκλιση» στην κίνηση των ατόμων της ύλης και οι μεγάλες συνέπειες
από αυτήν, είναι η μεγαλύτερη και πιο εντυπωσιακή διαφορά της Επικούρειας από
την Δημοκρίτεια φυσική φιλοσοφία. Βλ. κεφ. 4 (Αιτιότητα).
2)
Τις ιδιότητες των ατόμων. Τα άτομα,
ενώ κατά τον Δημόκριτο έχουν (μόνον) σχήμα και μέγεθος, στον Επίκουρο έχουν
τρεις ιδιότητες: σχήμα, μέγεθος και
βάρος.
3) Το μέγεθος των ατόμων. Ο Δημόκριτος λέει ότι “αι άτομοι είναι άπειροι κατά
μέγεθος”. Δεχόταν ότι υπάρχουν και πολύ μεγάλα άτομα, ακόμα και μέχρι το
μέγεθος του κόσμου. Ο Επίκουρος θέτει
όρια στο μέγιστο και στο ελάχιστο μέγεθος των ατόμων.
4) Τον αριθμό των ειδών των
ατόμων. Στον Επίκουρο, το μεν πλήθος των ατόμων
είναι άπειρο (συμφωνώντας με τον Δημόκριτο), όμως τα είδη των ατόμων είναι
αριθμός πεπερασμένος (διαφωνώντας με τον Δημόκριτο).
Ο
Καρλ Μαρξ, στη διδακτορική διατριβή του, που
είχε ως θέμα την «Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας φυσικής
φιλοσοφίας», διαπίστωσε την υπεροχή των απόψεων του Επίκουρου. Στη μελέτη του αυτή ο Μαρξ προσαγορεύει
τον Επίκουρο μέγιστο Έλληνα διαφωτιστή, που του ταιριάζει ο έπαινος του
Λουκρήτιου (DRN
Ι, 62-79).
3.2.5) Η φύση και η ταχύτητα του φωτός στον
Επίκουρο
Οι Επικούρειες απόψεις ως προς το φως και την ταχύτητα του φωτός είναι:
Από την επιστολή του Επίκουρου προς τον Ηρόδοτο (46 – 47 & 61): «…… Όλες οι μορφές - σώματα (της
στερεάς, αλλά όχι μόνον) ύλης (“τύποι ομοιοσχήμονες
τοις στερεμνίοις / στερέμνια”) που μπορούν να γίνουν ορατές, αυτό το
επιτυγχάνουν με εκπομπή “ειδώλων».
“Είδωλα,”
στη φυσική θεωρία του Επίκουρου, ονομάζονται οι εικόνες που εκρέουν
(ακτινοβολούνται) από τα “στερέμνια” (τα πράγματα) και αποτελούν τα
πλέον λεπτά σωματίδια της φύσης. Μάλιστα, ο Επίκουρος τα χαρακτηρίζει ως “κουφότατες
ατόμους”, δηλ. ως τα πλέον αβαρή άτομα) και όρισε την κίνηση τους τόσο
γρήγορη, ίσο η σκέψη («Άμα νοήματι»)…..
«Πρός
τε τούτοις, ὅτι ἡ γένεσις τῶν εἰδώλων ἅμα νοήματι συμβαίνει». (Επ.Η, 48)
Η
ταχύτητα των “ειδώλων των στερεμνίων”, είναι, λοιπόν, ανυπέρβλητου
μεγέθους. Καλύπτει κάθε απόσταση που μπορεί να φανταστεί κανείς σε χρονικό
διάστημα αδιανόητα μικρό («ἐν ἀπερινοήτῳ
χρόνῳ»)……. «…..γινομένη πᾶν μῆκος περιληπτὸν
ἐν ἀπερινοήτῳ χρόνῳ συντελεῖ….» (Επ.Η, 46)
Παντού, η ταχύτητα των “ειδώλων των
στερεμνίων” είναι η ίδια, και ανεξάρτητη της πηγής από την οποίαν
εκπέμπονται, και του μέσου δια μέσου του οποίου διέρχονται, αφού κανένα από τα
φαινόμενα δεν αντιμαρτυρεί, δηλ. καμιά παρατήρηση δεν διαψεύδει.
Δύο εδάφια από την επιστολή του Επίκουρου προς
τον Ηρόδοτο (Επ.Η, 47, 51 & 61):
1) «Επίσης, κανένα από τα φαινόμενα δεν αντιμαρτυρεί (δηλ. καμιά
παρατήρηση δεν διαψεύδει), ότι τα είδωλα,
μετέρχονται (απαρτίζονται από) τα πιο λεπτά σωματίδια. Kαι ως εκ
τούτου έχουν αξεπέραστες ταχύτητες, με συμμετρία όσον αφορά τον χώρο προέλευσης
και διαβίβασής τους…. ».
«Ειθ’ ότι τα είδωλα ταις λεπτότησιν ανυπερβλήτοις κέχρηνται [ατόμοις], ουδέν
αντιμαρτυρεί των φαινομένων· όθεν και τάχη
ανυπέρβλητα έχει, πάντα πόρον σύμμετρον έχοντα…..». (Επ.Η, 47)
2) «Διότι και η ομοιότητα
μεταξύ των πραγμάτων που υπάρχουν, και τα οποία ονομάζουμε πραγματικά, και
των εικόνων που λαμβάνουμε ως ομοιώματα των πραγμάτων και παράγονται είτε
στο ύπνο είτε μέσω κάποιων άλλων πράξεων αντίληψης από μέρους του νου ή των
άλλων κριτηρίων, δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει, εκτός αν υπήρχαν κάποιες
εκπομπές με αυτή τη φύση που πραγματικά να έρχονται σε επαφή με τις αισθήσεις
μας.
Και δεν θα υπήρχε σφάλμα, εκτός εάν
και κάποιο άλλο είδος κίνησης δημιουργείτο μέσα μας, συνδεδεμένο στενά με την
νοητική ενεργητική αντίληψη των εικόνων, αλλά που διαφέρει από αυτήν. Και
αυτό [που συνδέεται με την ενεργητική αντίληψη, αλλά διαφέρει από αυτήν] εάν
δεν επιβεβαιώνεται ή διαψεύδεται, δημιουργεί την πλάνη, αλλά εάν
επιβεβαιώνεται, ή δεν διαψεύδεται, είναι το αληθές».
«Ἥ τε γὰρ ὁμοιότης τῶν φαντασμῶν οἱον
εἰ ἐν εἰκόνι λαμβανομένων ἢ καθ' ὕπνους γινομένων ἢ κατ' ἄλλας τινὰς ἐπιβολὰς τῆς
διανοίας ἢ τῶν λοιπῶν κριτηρίων οὐκ ἄν ποτε ὑπῆρχε τοῖς οὖσί τε καὶ ἀληθέσι
προσαγορευομένοις, εἰ μὴ ἦν τινα καὶ τοιαῦτα προσβαλλόμενα· τὸ δὲ διημαρτημένον
οὐκ ἂν ὑπῆρχεν εἰ μὴ ἐλαμβάνομεν καὶ ἄλλην τινὰ κίνησιν ἐν ἡμῖν αὐτοῖς συνημμένην
μὲν <τῇ φανταστικῇ ἐπιβολῇ,> διάληψιν δὲ ἔχουσαν· κατὰ δὲ ταύτην [τὴν
συνημμένην τῇ φανταστικῇ ἐπιβολῇ, διάληψιν δὲ ἔχουσαν], ἐὰν μὲν μὴ ἐπιμαρτυρηθῇ
ἢ ἀντιμαρτυρηθῇ, τὸ ψεῦδος γίνεται· ἐὰν δὲ ἐπιμαρτυρηθῇ ἢ μὴ ἀντιμαρτυρηθῇ, τὸ ἀληθές. (ΕπΗ, 51)
Τα “είδωλα” της Επικούρειας θεωρίας αντιστοιχούν στα σύγχρονα “φωτόνια”,
φορείς του φωτός, που λογίζονται σωματίδια χωρίς μάζα και κινούνται με την
μεγίστη στη φύση ταχύτητα c. Εντυπωσιακή
η διαπίστωση ότι ο Επίκουρος είχε φθάσει σε εντελώς
ανάλογα συμπεράσματα, με αυτά της 2ης θεμελιώδους αρχής της Ειδικής Θεωρίας της
Σχετικότητας του Α. Αϊνστάιν.
Κεφ. 4) Αιτιότητα
4.1) Αιτιότητα – Τυχαιότητα
Ο Επίκουρος,
υλιστής και θιασώτης της ατομικής θεωρίας, πίστευε ότι τα μόνα πράγματα που
υπάρχουν στον κόσμο είναι άτομα και
κενό και τα δύο αυτά είναι άπειρα. Το σύμπαν, άρα, είναι απεριόριστο, το
διέπουν δε φυσικοί νόμοι ακλόνητοι και απαραβίαστοι, χωρίς δυνατότητα
παρέμβασης καμίας θείας δυνάμεως. Όλα, όσα συμβαίνουν στον φυσικό κόσμο
προέρχονται από αίτια φυσικά, που ερευνούμε με την παρατήρηση, το πείραμα, την
εφαρμογή του Κανόνα. Όλα τα
γεγονότα έχουν αιτίες, γνωστές ή άγνωστες, οι δε αιτίες των
πραγμάτων είναι τρεις:
«Κάποια πράγματα συμβαίνουν εξ ανάγκης, άλλα από τύχη, άλλα μέσω
κάποιας δικής μας ελεύθερης ενέργειας». (Προς Μενοικέα, 133)
Από τις επιστολές του Επίκουρου και τις
συλλογές αποφθεγμάτων “Κύριες Δόξες”
(Κ.Δ.), και “Επίκουρου
Προσφώνησις” (Ε.Π.), τα παρακάτω
αποσπάσματα:
«…..
Ο (φιλοσοφημένος) άνθρωπος περιγελά το πεπρωμένο που κάποιοι (σημ.: Οι Στωικοί)
το παρουσιάζουν σαν απόλυτο κυρίαρχο των πάντων, λέγοντας μάλλον πως, από
τα πράγματα κάποια γίνονται από ανάγκη, κάποια άλλα από τύχη, άλλα τέλος από
την δική μας βούληση. Γιατί η μεν ανάγκη δεν υπόκειται σε ευθύνη, η
τύχη από την άλλη μεριά είναι άστατη, αλλά η ελευθερία μας δεν εξουσιάζεται από
κανέναν άλλον, και φυσικά επιδέχεται τον ψόγο όσο και τον έπαινο. Επειδή είναι προτιμότερο
να ακολουθούμε τον μύθο για τους θεούς, παρά να υποδουλωνόμαστε στο πεπρωμένο
των φυσικών φιλοσόφων, μιας και ο μύθος μας δίνει την ελπίδα να κάμψουμε
τους θεούς τιμώντας τους, ενώ η αναγκαιότητα είναι αμείλικτη». (Επιστολή προς Μενοικέα, ή “περί βίου”, 133-134)
«….Και πρέπει πάντα να θυμόμαστε την μέθοδο
των πολλαπλών αιτίων, και να ερευνούμε υποθέσεις και αιτίες που είναι
σύμφωνες μ’ αυτές, και να μην αποβλέπουμε σε ανακόλουθες εξηγήσεις που
διογκώνουμε χωρίς αιτία, προκειμένου να καταλήξουμε – με διαφορετικούς
τρόπους κατά περίπτωση – στη μεθοδολογία του ενός - μοναδικού τρόπου
εξήγησης….». (Επιστολή προς Πυθοκλή, ή περί ουρανίων φαινομένων 95)
«…. Και η θεϊκή φύση
καθόλου να μην υπεισέρχεται (στις φυσικές εξηγήσεις), αλλά να την αφήνουμε
μακριά-αμέτοχη και στη πλέρια μακαριότητα της, διότι αν αυτό δε γίνει, όλη
η περί των μετεώρων (ουρανίων σωμάτων) ερμηνεία θα είναι μάταιη……
“Και η θεία φύσις προς ταύτα μηδαμή προσαγέσθω,
αλλ’ αλειτούργητος διατηρείσθω και εν τη πάσει μακαριότητι, ως ει τούτο μη
πραχθήσεται, άπασα η περί των μετεώρων αιτιολογία ματαία έσται”. (Επ. Π. 97)
«…. Αυτοί που δέχονται μία μόνο εξήγηση και
μάχονται ενάντια στη μαρτυρία των φαινομένων έχουν υποπέσει σε λάθη σχετικά με
την δυνατότητα του ανθρώπου να επιτύχει τη γνώση….. Διότι αν και οι δύο εξηγήσεις δεν αντιμάχονται
τα φαινόμενα, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε σε ποιες περιπτώσεις οφείλονται
στην μία (εξήγηση) τα αίτια, και σε ποιες στην άλλη….(“επί δε ποίοις παρά τούτο
ή τούτο το αίτιον γίνεται ουκ έστι συνιδείν”)..... Αλλά το να αποδίδει κανείς μία μοναδική
αιτία σε φαινόμενα, όταν αυτά υπόκεινται σε πολλές, είναι παραφροσύνη. Και
γίνεται εντελώς εσφαλμένα, από άτομα που είναι οπαδοί ανόητων αστρολογικών
αντιλήψεων, που δίδουν ερμηνείες εις μάτην, για τις αιτίες κάποιων από τ'
φαινόμενα, ενώ δεν απαλλάσσουν πάντα τη θεία φύση από βάρος ευθύνης». (Επ. προς Πυθοκλή 98-113)
«….. Και πάνω απ’ όλα, να αφιερώσεις τον
εαυτό σου Πυθοκλή, στην μελέτη των πρώτων αρχών, του απείρου, και των
συγγενών θεμάτων με αυτά. Και επίσης (στην μελέτη) των κριτηρίων της
αλήθειας και των συναισθημάτων, καθώς και της αιτίας για την οποίαν
ερευνούμε όλα αυτά. Επειδή, όταν όλα αυτά τα πράγματα μελετηθούν διεξοδικά,
θα μας κάνουν ικανούς να κατανοήσουμε εύκολα της αιτίες των επιμέρους
φαινομένων». (Επ. προς Πυθοκλή 116)
Αναφορικά
με την άστατη τύχη, μικρά εμπόδια αυτή θέτει στο
σοφό, αφού τα μέγιστα και κυριότατα ζητήματα ο λογισμός του τα έχει διαχειριστεί,
και σε όλη τη διάρκεια του βίου τα διαχειρίζεται και θα τα διευθετήσει. «Βραχέα
σοφῷ τύχη παρεμπίπτει, τὰ δὲ μέγιστα καὶ κυριώτατα ὁ λογισμὸς διῴκηκε καὶ κατὰ
τὸν συνεχῆ χρόνον τοῦ βίου διοικεῖ καὶ διοικήσει». (ΚΥΡΙΑΙ ΔΟΞΑΙ 16)
Μητρόδωρος ο
Λαμψακηνός, δεν πτοείται από τις αντιξοότητες της ζωής, άφοβος και μπροστά στο θάνατο… «Ω τύχη, σε πρόλαβα και έφραξα
κάθε σου πέρασμα».
«Ω τύχη, σε
πρόλαβα και έφραξα κάθε σου πέρασμα. Και ούτε σε σένα, ούτε σε καμία άλλη περίσταση,
θα αφήσουμε τους εαυτούς μας εκτεθειμένους. Αλλά όταν θα πρέπει να
τελειώνουμε……..θα φύγουμε από τη ζωή, τραγουδώντας έναν όμορφο ύμνο για το πόσο
ωραία ζήσαμε».
«Προκατείλημμαι σέ, ὦ
τύχῃ, καὶ πᾶσαν σήν παρείσδυσιν ἐνέφραξα, καὶ οὔτε σοὶ οὔτε ἅλλῃ οὐδεμιᾷ
περιστάσει δώσομεν ἑαυτοὺς ἐκδότους ἀλλ ὅταν ἡμᾶς τὸ χρεὼν ἐξάγῃ, μέγα
προπτύσαντες τῷ ζῆν καὶ τοῖς αὐτῷ κενῶς περιπλαττομένοις ἀπίμεν ἐκ τοῦ ζῆν μετὰ
καλοῦ παιῶνος ἐπιφωνοῦντες ὡς ἠμῖν βεβίωται». (Επικούρου Προσφώνησις 47)
Ως προς το ζήτημα της μαντικής
(μαντείας), όπως και για τις συναφείς θεωρίες περί πεπρωμένου, μοίρας,
ειμαρμένης, αστρολογίας, κλπ. δήθεν τεχνών που προβλέπουν το μέλλον ή
κατευνάζουν τους θεούς, ο Επίκουρος, ασφαλώς, υπήρξε - κάθετα -
αντίθετος:
«Μαντικὴν
δ' ἅπασαν ἐν ἄλλοις ἀναιρεῖ, ὡς καὶ ἐν τῇ Μικρᾷ ἐπιτομῇ. καί φησι· "μαντικὴ
οὖσα ἀνύπαρκτος, εἰ καὶ ὑπαρκτή, οὐθὲν παρ' ἡμᾶς ἡγητέα τὰ γινόμενα."
Τοσαῦτα καὶ περὶ τῶν βιωτικῶν· καὶ ἐπὶ πλείω διείλεκται ἀλλαχόθι». (Διογένης Λαέρτιος Χ, 135, fg. 395 Us.)
«Πρέπει
να θυμάσαι ότι το μέλλον δεν είναι ούτε δικό μας ούτε πέρα από μας, ώστε μήτε να προσμένουμε
ότι σίγουρα θα έλθει, ούτε ν’ απελπιζόμαστε ότι οπωσδήποτε δεν θα έρθει».
«Μνημονευτέον
δὲ ὡς τὸ μέλλον οὔτε ἡμέτερον οὔτε πάντως οὐχ ἡμέτερον, ἵνα μήτε πάντως
προσμένωμεν ὡς ἐσόμενον μήτε ἀπελπίζωμεν ὡς πάντως οὐκ ἐσόμενον». (Προς Μενοικέα, 124)
4.2) “Παρέγκλιση”, το μεγάλο
επαγωγικό άλμα
Η φιλοσοφία του Επίκουρου απέρριψε
κάθε ιδέα αρχικής αιτίας και τελικής αιτίας στα γεγονότα της Φύσης.
Περαιτέρω, προχώρησε στον καθορισμό της Φυσικής επιστήμης ως πειραματικής, όχι με απόλυτη αιτιοκρατική
θεμελίωση (όπως πίστευε ο Δημόκριτος και οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι), διότι, μετά
από έρευνες των φυσικών φαινομένων με μεθόδους «Επαγωγικής λογικής»
σύμφωνες με τον «Κανόνα»,
διατύπωσε τη καινοτόμο και πρωτότυπη ιδέα της “παρέγκλισης” των
ατόμων της ύλης (λατ.: clinamen).
Έτσι, ο Επίκουρος “παρεκκλίνει”
από το αυστηρά αιτιοκρατικό φυσικό μοντέλο και προς την τυχαιότητα των
φυσικών γεγονότων…..
Πως, αλήθεια,
συλλαμβάνει ένας επιστήμονας μια ρηξικέλευθη ιδέα; Ο Αμερικανός συγγραφέας Τζων
Στάινμπεκ (1902-1968) γράφει στο έργο του “Γλυκιά Πέμπτη”:
«Η
φλόγα από την σύλληψη μιας ιδέας φουντώνει κι αμέσως σβήνει, αφήνοντας τους
ανθρώπους συνταραγμένους, να νοιώθουν ταυτόχρονα δυστυχία και φόβο. Βέβαια, υπάρχουν πάντα
πολλά πράγματα που προμηνύουν τον ερχομό της. Όλοι ξέρουν για το “μήλο του Νεύτωνα”.
Η “Καταγωγή των ειδών” άστραψε, για μια στιγμή, ολοκληρωμένη μέσα στη σκέψη του
Δαρβίνου, κι ύστερα αυτός πέρασε όλη του τη ζωή κάνοντας μελέτες για να
την αποδείξει. Ο Αϊνστάιν
συνέλαβε την “θεωρία της σχετικότητας” σε χρόνο ίσο μ’ αυτόν που μας χρειάζεται
για να κτυπήσουμε τα χέρια σ’ ένα και μοναδικό χειροκρότημα.
Αυτό είναι το μεγαλύτερο
μυστήριο σχετικά με την ανθρώπινη σχέση – το «επαγωγικό άλμα». Ξαφνικά όλα βρίσκουν τη θέση τους, τα
άσχετα αποκτούν συνοχή, η ασυμφωνία μετατρέπεται σε αρμονία και η ασυναρτησία
φοράει την κορόνα της ξεκάθαρης έννοιας. Όμως, το άλμα που οδηγεί στο φως έχει σαν αφετηρία του το πλούσιο έδαφος της
σύγχυσης και ο άλτης δεν αποφεύγει να γνωρίσει τον πόνο».
Πρέπει να σημειώσουμε ότι το φαινόμενο της Επικούρειας
παρέγκλισης αναφέρεται στη κίνηση των στοιχειωδών σωματιδίων (δηλ. των ατόμων)
της ύλης. Είναι μια -από τις τρεις- μορφή κίνησης των ατόμων. Ο Επίκουρος δεν σημειώνει
απροσδιοριστίες πουθενά στον μεγάκοσμο.
Έτσι, σε μακροσκοπικό (όπως θα λέγαμε σήμερα) επίπεδο δεν χάνονται
αναγκαίως οι λογικές ερμηνείες, η τάξη και η κανονικότητα, ενώ με την “παρέγκλιση”, πρώτη και
κυριότατη αρχή της δημιουργίας (όπως
το BING BANG?), ο Επίκουρος καταφέρνει να ερμηνεύσει καλλίτερα:
1) Την πορεία - εξέλιξη της δημιουργίας, το
τυχαίο, το απρόοπτο, το απροσδόκητο,
τον αυθορμητισμό, την ενδεχομενικότητα
στα φυσικά φαινόμενα.
2) Την ύπαρξη ελεύθερης βούλησης και
συνεπακόλουθα την ελευθερία του ατόμου, την χειραφέτηση του από τα δεσμά της
μοίρας, καθώς και την έννοια της
υπευθυνότητας και ηθικής ευθύνης του.
Κατά τον Επίκουρο, τα άτομα της ύλης προσδεμένα / συσσωματωμένα
στην μάζα όπου ανήκουν σε (νοητό) πλέγμα (το “πλεκτικόν”), κινούμενα “κατά πάλσιν και περίπαλσιν”,
και βρισκόμενα σε κατακόρυφη πτώση μέσα
στο πελωρίων διαστάσεων μεταξύ τους κενό, λόγω του βάρους τους, σε
κάποιο απροσδιόριστο, τυχαίο, σημείο της διαδρομής τους και κατά χρονικά
διαστήματα παντελώς ανύποπτα, “παρεκκλίνουν”
της κατακόρυφης πορείας τους.
Ο Στοβαίος γράφει
επιγραμματικά: “Επίκουρος {λέει ότι} ….. κινείσθαι δε τα άτομα τότε
μεν κατά στάθμην, τότε δε κατά παρέγκλισιν, τα δε άνω κινούμενα κατά πληγήν
και υπό παλμόν ……”.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, συνδέονται,
συμπλέκονται, συγκρούονται, φθείρουν, διαλύουν κλπ. άλλα άτομα. Πρόκειται για
μια εντελώς αναπάντεχη και αναιτιολόγητη εκδήλωση της ύλης, στο χαμηλότερο
επίπεδο ύπαρξης της, το άτομο. Με τη διαδικασία αυτή, κατά τον Επίκουρο,
δημιουργούνται όλα τα συμβαίνοντα στη φύση και ποικιλόμορφα γεννιούνται,
μεταλλάσσονται και πεθαίνουν όλα τα είδη (Επιστολή προς Ηρόδοτο).
Στο έργο του Λουκρήτιου “De Rerum
Natura” υπάρχει εκτενής σχετική αναφορά, που εστιάζεται ακριβώς στην αναίτια (sine causa) “παρέγκλιση (Declinatio)”.
«….. Όταν τα άτομα
φέρονται από το ίδιο τους βάρος μες στο κενό, σε στιγμές ακαθόριστες και σε
τόπους ακαθόριστους παρεκκλίνουν κάπως από την τροχιά τους, τόσο μόνο, όσο που
να μπορείς να πεις ότι διαφοροποιήθηκε η κίνηση τους. Αν δεν υπήρχε αυτή η παρέκκλιση, όλα τα άτομα
θα έπεφταν σα σταγόνες βροχής στα τρίσβαθα του κενού και δεν θα προέκυπτε καμιά
επαφή, καμιά πρόσκρουση μεταξύ των αρχικών στοιχείων, κι έτσι η φύση δεν θα
έφτιαχνε ποτέ τίποτα….»
Η επανεμφάνιση του
ποιήματος “De Rerum Natura”, από τον Poggio Bracciolini το 1417,
υπήρξε η ίδια μια “παρέκκλιση”, από τη πορεία προς τη λήθη που όδευε το ποίημα
και η φιλοσοφία του! (Stephen Greenblatt “The Swerve, How the Renaissance Began” σελ. 19)
Μέχρι και τα νεώτερα χρόνια, η
“λεπτομέρεια” της παρέγκλισης είχε έντονα κατακριθεί, ή είχε περάσει
απαρατήρητη…… Ο Κικέρων (106-43) γράφει: «…. και δεν υπάρχει τίποτε πιο
ντροπιαστικό για ένα φυσικό από το να λέει ότι κάτι γίνεται “δίχως αιτία (sine causa”)...». (“De Finibus bonorum et malorum” I,6)
Συμπερασματικά και ανακεφαλαιώνοντας, η “παρέγκλιση” των ατόμων
της ύλης, έχει σαν συνέπεια η όλη φυσική (και ηθική) φιλοσοφία του Επίκουρου να
καθίσταται, επιπροσθέτως, και
τυχαιοκρατική, μη αυστηρά και καθολοκληρίαν αιτιοκρατική. Και αυτό δεν συνιστά αντίφαση. Είναι
γνωστό εξ άλλου ότι ο Επίκουρος είναι ανοικτός στην έρευνα και δεκτικός σε
πολλαπλές ερμηνείες, αρκεί βέβαια τα πειραματικά δεδομένα τους να μην
«αντι-μαρτυρούνται».
«….Και πρέπει πάντα να θυμόμαστε την μέθοδο
των πολλαπλών αιτίων, και να ερευνούμε τις υποθέσεις και τις
αιτίες που είναι σύμφωνες με αυτές, και να μην αποβλέπουμε σε ανακόλουθες
εξηγήσεις που διογκώνουμε χωρίς αιτία, προκειμένου να καταλήξουμε - με
διαφορετικούς τρόπους κατά περίπτωση - στη μεθοδολογία του της-μοναδικού
τρόπου εξήγησης….». (Επιστολή προς Πυθοκλή 95)
Mε την παρέγκλιση, η ατελέσφορη νομοκρατία παύει
να διαφεντεύει τον κόσμο, η λογική αιτιοκρατία δεν συνιστά τον μοναδικό κανόνα
των αλλαγών στην Φύση, η οποία δεν χρειάζεται δημιουργό θεό, ή κάποια
ρυθμιστική αρχή. Και η “παρέγκλιση” της
Επικούρειας φυσικής είναι εναρμονισμένη εντυπωσιακά με την “Αρχή της αβεβαιότητας
(απροσδιοριστίας) του Heinsenberg”, της Κβαντικής θεωρίας.
Κατά την άποψη μας, η αυθόρμητη και
τυχαία παρέγκλιση, και είναι αυτές πραγματικά απειράριθμες, η οποία
είναι μια δύναμη εσωτερική των ατόμων ως την όρισε ο Επίκουρος, μετά την
επέλευση της εξαφανίζεται και στη συνέχεια αφήνει ξανά το χώρο ανοικτό στην αναγκαιότητα, στον φυσικό
νόμο.
Αν αυτό τελικά ισχύει, μπορεί να
υποστηριχθεί ότι: Αιτιοκρατία και αναιτιοκρατία συνυπάρχουν και συγκυβερνούν τον κόσμο.
4.3) Η
Ελεύθερη βούληση στον Επίκουρο
«Κακὸν
ἀvάγκη, ἀλλ’ οὐδεμία ἀvάγκη ζῆν μετὰ ἀvάγκης» (Επ. Προσφ. 9)
Δεχόμαστε ότι η Φυσική δεν είναι ούτε
επιστημονικά, ούτε οντολογικά ουδέτερη, και το “αληθές” των Φυσικών επιστημών
(πρέπει να) ταυτίζεται με το “δίκαιο” των Ανθρωπιστικών. Και αφού, κατά τους
ντετερμινιστές, οι φυσικοί νόμοι και όσα εξ αυτών συνεπάγονται, συνιστούν
εκδηλώσεις άτεγκτης αναγκαιότητας, κατ’ επέκτασιν και ο άνθρωπος, αναπόσπαστο
μέρος της φύσης, διαγράφει πορεία καθορισμένη από μια αδιάκοπη αλληλουχία
αιτιών και αποτελεσμάτων, σε μια ατελείωτη αιτιοκρατική αλυσίδα, απ’ την οποίαν
δεν μπορεί να ξεφύγει.
Έτσι, η ζωή, σαν όλα τα φυσικά φαινόμενα
που υπακούουν στην αδυσώπητη αιτιοκρατία - αναγκαιότητα, βρίσκεται κι’ αυτή σ’
ένα μονόδρομο, χωρίς δυνατότητα διαφυγής. “Λογικό συμπέρασμα” μετά απ’ αυτά, θα ήταν ότι στους ανθρώπους
δεν λειτουργεί “Ελεύθερη βούληση”,
κατά συνέπεια δεν μπορεί να
καταλογιστεί ποτέ καμία ευθύνη, σε κανέναν άνθρωπο, για οποιαδήποτε πράξη του!
Πρόκειται για σοβαρό επακόλουθο -
παρενέργεια του άκρατου ντετερμινισμού, που όπως καθαρά βλέπουμε έχει
τρομακτικές συνέπειες και σε εκτός της Φυσικής πεδία, όπως είναι αυτά της
Ηθικής, της Κοινωνιολογίας, της Νομικής και του Δικαίου.
Και τίθεται το αδυσώπητο ερώτημα:
Ανεξήγητη, λοιπόν, είναι, και θα παραμείνει εσαεί, η από την φυσική
πραγματικότητα, τις θρησκείες και τους κειμένους νόμους αναγνωρισμένη
“Ελευθερία βούλησης” του ανθρώπου; Ο Επίκουρος έδωσε απάντηση σ’ αυτό το
δύσκολο ερώτημα, στα πλαίσια της λογικής και των δυνατοτήτων της αρχαίας
Ελληνικής φιλοσοφίας.
Η “Ελευθερία βούλησης” του
ανθρώπου, την οποίαν αποδέχεται ο Επικουρισμός, ερμηνεύεται όμοια με την
τυχαία και απρόβλεπτη συμπεριφορά των ατόμων της ύλης κατά την κίνηση τους,
όπως διατυπώνεται στην Επικούρεια θεωρία της “παρέγκλισης”. Με άλλα
λόγια, η “παρέγκλιση” (στην ύλη) συνιστά και την γενεσιουργό αιτία της
ελεύθερης βούλησης (στον άνθρωπο).
Η ανθρώπινη ελευθερία, όπως πρώτος ο
Επίκουρος υπέδειξε, δεν είναι συμβατή με τον ντετερμινισμό. Μόνον, κάποιες
απρόβλεπτες διακοπές των άτεγκτων νόμων της αιτιότητας, μπορούν να
απελευθερώνουν τις πράξεις μας από τον προκαθορισμό.
«Ο
αυθορμητισμός, αρχίζοντας στα άτομα της ύλης με την παρέγκλιση, φτάνει στον
θρίαμβο του στην ανθρώπινη συνείδηση». (Χ.
ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ: “ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ”, σελ. 368)
“Πεπρωμένο” (πολλοί πιστεύουν είναι και….
“γραπτό”!), θεία επιβράβευση ή τιμωρία, ή πρόνοια και τα τοιαύτα, που είναι ανεπιβεβαίωτα όμως
καταδυναστεύουν τους θνητούς, εξοβελίζονται από τη ανθρώπινη ζωή με την “παρέγκλιση”
και την συνεπακόλουθη “ελευθερία βούλησης”…….
Σχετικά, ο Επίκουρος διεμήνυσε στον
Μενοικέα:
“Την δε ειμαρμένη που προτείνουν μερικοί {οι Στωικοί} ως
κυρίαρχο των πάντων, [ο σοφός] την κοροϊδεύει…, γιατί είναι προτιμότερο να
ακολουθούμε το μύθο περί θεών παρά να υποτασσόμαστε στην ειμαρμένη των φυσικών
{Στωικών} φιλοσόφων. Γιατί ο μύθος περί θεών αφήνει να διαφαίνεται κάποια
ελπίδα εξιλέωσης μέσω απόδοσης τιμών προς αυτούς, ενώ η ειμαρμένη, κατ’
ανάγκην, δεν αφήνει καμία ελπίδα εξιλέωσης”….. (Επ. Μ. 133-134)
Ο Καρνεάδης,
σκεπτικιστής σχολάρχης της Ακαδημίας (2ος π.Χ. αι.), δεν είναι αρνητικός στην ελευθερία της βούλησης,
όμως μέμφεται τους Επικούρειους, διότι -πιστεύει- ότι το πρόβλημα της
ελευθερίας, αντί να το περιορίσουν στον άνθρωπο ως από τη φύση του, μέσω της
παρέγκλισης τους (στην κίνηση των ατόμων), το μετέφεραν και στο σύμπαν, στην
όλη Φύση.
Οι γνωστοί πολέμιοι του Επικουρισμού
Κικέρωνας και Πλούταρχος θα αναγνωρίσουν ότι η βασική αυτή υπόθεση του
Επίκουρου, η αυθόρμητη “παρέγκλιση”, συνυφασμένη με τα όντα, σκοπεύει…… “ να σώσει την
εξουσία μας πάνω στον εαυτόν μας (δηλ. να διασώσει την ελευθερία μας)….όπως το εφ΄ημίν μη απόληται”!
Πλούταρχου: “Πότερα τῶν ζῴων φρονιμώτερα τὰ χερσαία ἢ τὰ ἔνυδρα (De sollertia animalium)”, βιβλ. XII, 66.
Jean-Marie Guyau “Η Ηθική του Επίκουρου”, σελ. 113-114.
Σωστά, λοιπόν, ισχυρίζεται ο Λουκρήτιος
ότι τα άτομα με την απόκλιση τους από την ευθεία κίνηση σπάζουν τα “δεσμά της οικουμένης” (fati foedera),
έτσι που πια, να μην ακολουθεί επ’ άπειρον η μία αιτία την άλλη, έτσι που η δύναμη της βούλησης,
αποσπασμένη από το πεπρωμένο, να μας οδηγεί και να προχωρούμε εκεί, όχι επειδή
είναι προκαθορισμένο, αλλά επειδή εμείς έτσι το θέλουμε! (DRN. 254-260)
Επισήμανση μας: Όπως η παρέγκλιση (στα άτομα της ύλης) αποτελεί
αποκλειστικά φυσικό φαινόμενο του μικρόκοσμου, δεν παρατηρείται στον
ορατό-αισθητό κόσμο και εξελίσσει μεν, αλλά δεν καταργεί τους νόμους της Φύσης
ούτε δημιουργεί αταξία και παραλογισμό (βλ.
κεφ. 4.5), το ίδιο σε
αντιστοιχία συμβαίνει και με την εφαρμογή της παρέγκλισης στην ελευθερία
βουλήσεως.
Η παρέγκλιση, όπως μας εξηγεί ο
Επικουρισμός, στην ανθρώπινη συμπεριφορά και το ηθικό πεδίο, γίνεται αιτία να
αλλάξουν απόψεις και αποφάσεις μας, δίνει αυθορμητισμό και τυχαιότητα σε
πράξεις μας, όμως δεν μεταβάλει βαθιά και άμεσα τον χαρακτήρα μας, δεν
παραλλάσσει την ιδιοσυγκρασία μας.
Κεφ.
5) Μαθηματικά
5.1) Επικούρειες θέσεις πάνω στη Μαθηματική επιστήμη
Σημαντικό, να διευκρινισθούν οι θέσεις των Επικουρείων για τα
Μαθηματικά, με νέα ματιά και υπό το πρίσμα των σύγχρονων θεωριών, πολύ
περισσότερο που η κρατούσα αντίληψη αδικεί
τον Επικουρισμό, ο οποίος προήγαγε μεγάλες και πρωτοπόρες θεωρίες, τόσο
στον τομέα της γνωσιολογίας, όσο και σ’ αυτόν της Φυσικής, δύο τομείς της
επιστήμης απόλυτα συνδεδεμένους με τα μαθηματικά. Επομένως, θα συνιστούσε ασυνέπεια εάν και γι’ αυτά ο Επικουρισμός δεν επεδείκνυε ανάλογη στάση…..
Για την, από πολλούς, νομιζόμενη
“αρνητική θέση των Επικουρείων απέναντι στα
Μαθηματικά” διασαφηνίζουμε, ότι αυτή αφορά τα ξεκομμένα από πρακτικές
εφαρμογές θεωρητικά Μαθηματικά, αυτά που διδάσκονταν με σχολαστικό τύπο και σαν
αυτοσκοπός στις άλλες σχολές, ως σημειώνει ο καθηγητής Χαρ. Θεοδωρίδης (“Επίκουρος. Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου”)
Είναι
αλήθεια ότι απέναντι στα Μαθηματικά της εποχής, οι Επικούρειοι προέβαλαν αντιρρήσεις, αυτές όμως είχαν να κάνουν
με τα θεωρητικά ζητήματα της
επιστήμης αυτής. Και αυτές οι αντιρρήσεις προέκυψαν λόγω του αφηρημένου,
ξεκομμένου από τα πραγματικά προβλήματα ης κοινωνίας, χαρακτήρα των θεωριών που υποστηρίχθηκαν και
διδάχτηκαν κυρίως από δύο εκ των μεγαλύτερων φιλοσοφικών σχολών της
αρχαιότητας, που προϋπήρχαν του Κήπου του Επίκουρου:
1) Της Πυθαγόρειας σχολής όσον αφορά τις, μυστικοπαθούς –
θεολογικού χαρακτήρα και εκτός αισθητηριακής
εμπειρίας ιδεοληψίες του ιδρυτή της σχολής Πυθαγόρα, οι οποίες εξαιρετικά
επηρέασαν και τον Πλάτωνα. Ας σημειώσουμε εδώ ότι η φημισμένη θεωρία του “Περί
Ιδεών”, ουσιαστικά, δεν διαφέρει από την “Περί αριθμών” του
Πυθαγόρα, όπως αναφέρει στα έργα του και ο Αριστοτέλης.
Για την θεολογικού τύπου
Πυθαγόρεια αριθμολογία και γεωμετρία, η
Επικούρεια απόκριση υπήρξε ορθολογική, απλή κι’ ευνόητη. Δεισιδαιμονίες,
προλήψεις, μυστικισμοί και μεταφυσικές έννοιες μέσα σε αριθμούς και σχήματα, που
βρίθουν μέσα στις Πυθαγόρειες, αλλά και στις Πλατωνικές ιδεαλιστικές
κοσμοθεωρίες, δεν γίνονται δεκτές, καθότι βρίσκονται στον αντίποδα της
Επικούρειας υλιστικής φιλοσοφίας.
2) Της Πλατωνικής Ακαδημίας όσον αφορά τα σκοτεινού χαρακτήρα μαθηματικά – γεωμετρικά προβλήματα – γυμνάσματα, όπως είναι η χρησιμοποίηση μόνον κανόνα και
διαβήτη στη γεωμετρία, που υπήρξε τροχοπέδη στην ανάπτυξη της χρήσιμης -
κοινωφελούς μηχανικής κατασκευαστικής και την οποίαν ο Πλάτωνας επέβαλε στους
μαθητές του, προκειμένου να αποδειχθούν “προκείμενες” που είχε θέσει,
στα πλαίσια της εκπαιδευτικής του τακτικής, αδιάφορα κατά πόσον ή όχι ήταν
αληθείς.
Τα Μαθηματικά, κατά την άποψη της Ακαδημίας, ήταν προπαιδεία για
τη φιλοσοφία, επομένως ήταν κατώτερα αυτής. Συνιστούσαν, ωστόσο, μια ουσιώδη
προεισαγωγή στη “Πλατωνική Διαλεκτική”. Τα μαθηματικά αξιώματα, πίστευε
ο Πλάτων, πηγάζουν από τη Διαλεκτική και αποτελούν μια καλή
εκπαίδευση στην αφηρημένη νόηση και ένα καλό μέσο για την ανύψωση του πνεύματος
στον κόσμο των Ιδεών. («Πολιτεία»
Ζ΄ 521 - 527)
Αρνητική υπήρξε, επομένως, η
Επικούρεια τοποθέτηση και απέναντι σε μαθηματικά έξω από πρακτικές - χρηστικές εφαρμογές, δηλ.
απέναντι στα μαθηματικά της καθαρής και της αφηρημένης νόησης, ωφέλιμα μόνον
σαν προγύμνασμα και εργαλείο σκέψης για την “Πλατωνική Διαλεκτική”.
Διότι ο Πλάτων, επαναλαμβάνουμε,
χρησιμοποίησε τα μαθηματικά, ως εργαλείο όξυνσης της
σκέψης για τη Διαλεκτική του. Και γι’ αυτόν, τα μαθηματικά όντα δεν είναι αισθητά, αλλά ιδεατά, και έχουν τέλειες -
ιδεατές ιδιότητες.
Η Ακαδημία, η
φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε και διηύθυνε ο Πλάτων, υπήρξε κέντρο θεωρητικής μαθηματικής έρευνας.
Εκεί συνέρρεαν οι ικανότεροι μαθηματικοί απ’ όλα τα μέρη. Στην Ακαδημία,
αναγνωρίζεται τεράστια συνεισφορά στη διάδοση και προαγωγή της γεωμετρίας, στη
μεθοδολογία της και στην “αξιωματικοποίση” της.
3) Αλλά και για
την “αξιωματική” γεωμετρία του (σύγχρονου του Επίκουρου) Ευκλείδη, εκφράστηκαν απορίες
και αντίλογοι. Ήταν όμως μαθηματικού χαρακτήρα, και διατυπώθηκαν σε βιβλία από
Επικούρειους δασκάλους, γνώστες της μαθηματικής, τα οποία βιβλία ευρέως
κυκλοφόρησαν και συζητήθηκαν επί αιώνες στην αρχαιότητα.
Οι παρατηρήσεις και αμφισβητήσεις
αυτές, όπως τις εξέφρασαν Επικούρειοι δάσκαλοι, ειδήμονες μαθηματικοί, απέναντι
σε σημεία της Ευκλείδειας γεωμετρίας από τη φύση τους δύσκολα κι’ αμφιλεγόμενα,
συνιστούν ζήτημα με ιδιαίτερη βαρύτητα. Κι’ αυτό γιατί, οι αντιλογίες των
Επικουρείων απέναντι στον Ευκλείδη, τις δύο
αλληλένδετες επιστήμες -
Μαθηματική και Φυσική - τις συμπληρώνουν, διευκρινίζουν και εμπλουτίζουν,
μάλιστα στις πιο καίριες περιοχές τους, εκεί που αυτές φθάνουν στα αξεπέραστα
όρια τους.
5.2)
Επικούρειοι μαθηματικοί
Οι σπουδαιότεροι Επικούρειοι μαθηματικοί της κλασικής αρχαιότητας, που
άσκησαν κριτική στην Ευκλείδεια γεωμετρία (ουσιαστικά, σε “αξιώματα”
της), ήταν:
α) Ο Πολύαινος. Καθηγεμόνας στη σχολή του
“Κήπου”, μαζί με τους Μητρόδωρο και Έρμαρχο, ήταν παράλληλα και ικανός
μαθηματικός. Συνέγραψε μαθηματικό βιβλίο με τον τίτλο “Απορίαι”, όπου
ασκείτο κριτική της γεωμετρίας του Ευκλείδη, όπως αυτή διατυπώνονταν στο βιβλίο
του “Τα Στοιχεία”, που είχε πρωτο-κυκλοφορήσει κατ’ εκείνη την εποχή.
Η κριτική του Πολύαινου ήταν γενικότερη και επί αρχών, αλλά και ειδικότερη
σε κάποια από τα ονομαστά “αιτήματα”, δηλ. τις αναπόδεικτες προτάσεις
που εδέχετο η Ευκλείδεια γεωμετρία.
Ιδιαίτερα, η κριτική του
Πολύαινου αφορούσε το περίφημο “πέμπτο
αίτημα” του Ευκλείδη, το οποίο
είναι και το πλέον συζητημένο στους αιώνες και
του οποίου ο Πρόκλος έδωσε την (ισοδύναμη-ισότιμη) διατύπωση που έκτοτε
καθιερώθηκε και η οποία είναι:
“Με δεδομένη μία ευθεία γραμμή
και ένα σημείο εκτός αυτής, μόνον μία παράλληλη
μπορεί να αχθεί προς την ευθεία, η οποία να διέρχεται από το σημείο”.
β) Ο Δημήτριος ο Λάκων. Συνέγραψε
τα βιβλία: “Περί γεωμετρίας” και “Προς Πολυαίνου απορίας”, όπου
φέρεται να επαναδιατυπώνει τις αντιρρήσεις του Πολύαινου, είτε να προσπαθεί να
συμβιβάσει ή προσαρμόσει την γεωμετρία με την Επικούρεια φυσική, δηλ. την
ατομική θεωρία.
γ) Ο Ζήνωνας ο Σιδώνιος. Πιστός στην Επικούρεια φυσική θεωρία περί
των ατόμων, “ελαχίστων” μεν αλλά που διαθέτουν στοιχειώδες - υπαρκτό μέγεθος,
θεωρούσε ότι (“κατ’ αναλογίαν”) αυτό είχε εφαρμογή της και στα
μαθηματικά. Έκρινε ότι, όπως η διαίρεση των υλικών αντικείμενων κάπου σταματά,
ειδάλλως το αντικείμενο θα εξαφανίζετο, κατά την Επικούρεια θεωρία,
ανάλογα και στα μαθηματικά θα συμβαίνει το ίδιο. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να
υπάρχουν αδιάστατα μαθηματικά στοιχεία, όπως είναι τα σημεία τομής στον Ευκλείδη.
Συνάγεται ότι, οι αναφερθέντες μαθηματικοί Επικούρειοι δάσκαλοι δέχονταν
ότι και ο γεωμετρικός χώρος είναι
“κβαντισμένος”, σαν συνέπεια του φυσικού “ατομισμού” της Επικούρειας
φιλοσοφίας τους.
Ένας άλλος Επικούρειος φιλόσοφος,
διάσημος και σαν μαθηματικός, ήταν ο Φιλωνίδης ο Λαοδίκειος (200
- 130). Μέλος της βασιλικής αυλής των Σελευκιδών,
προσπάθησε να προσηλυτίσει τον Αντίοχο Δ΄ τον Επιφανή στον Επικουρισμό.
Μεγάλο θέμα
για τους Επικούρειους ήταν ότι προτάσεις που ο Ευκλείδης θεωρούσε “προφανείς”,
όφειλαν πριν να έχουν στηριχθεί πάνω και σε άλλες προϋποθέσεις και
πρόσθετα αξιώματα. Το ερώτημα, στην επόμενη βαθμίδα, γενικεύονταν και ήταν αν η
αμφισβήτηση έπρεπε να επεκταθεί και σε όλη τη γεωμετρία. Τέτοιους προβληματισμούς εξέφρασαν στα έργα
τους οι τρείς προαναφερθέντες μαθηματικοί – Επικούρειοι: Πολύαινος Λ., Δημήτριος Λ., Ζήνων Σ., όπως προκύπτει από
τις πηγές.
Συνεπώς, δεν θα μπορούσαν παρά να είναι επικριτικοί στη Ευκλείδεια γεωμετρία, ως προς το θέμα του
“συνεχούς”, δηλ. της επ’ άπειρον διαιρετότητας και μη καταμετρητότητας των
μαθηματικών μεγεθών…..
…. Αμφέβαλλαν
(“απορίες” εξέφραζαν) αν η φυσική τους για τα άτομα και το
κενό συμβιβάζεται με την Ευκλείδεια Γεωμετρία, όπως και πιο
πάνω είπαμε, αν δηλ. η διακριτότητα των ατόμων της
ύλης, όπου τα ελάχιστα Επικούρεια (τας ατόμους) διαθέτουν χωρικές
διαστάσεις, συνάδει με την απ’ άπειρον διαιρετότητα και το “ασύμμετρο”,
που σημαίνει “μη καταμετρητότητα των μαθηματικών μεγεθών”.
Η θεωρία ότι η γραμμή, κατά συνέπεια και ο χώρος
(το ίδιο και η κίνηση και ο χρόνος), δεν
είναι συνεχή μεγέθη αλλά αποτελούνται από μικρά, διακριτά άτομα, ήταν μια ιδέα
που συζητήθηκε στην αρχαιότητα…..
…. Το μικρό
ψευδό-αριστοτελικό έργο: «Περί ατόμων γραμμών» (ίσως γράφτηκε από
μαθητή του Αριστοτέλη) στοχεύει ακριβώς στην αναίρεση της αντίληψης
αυτής, δηλ. ότι ο χώρος, η κίνηση και ο χρόνος είναι όντα
ασυνεχή/“κβαντισμένα”, κάποιων υποστηρικτών της, που δεν ήταν μόνο οι πιστοί
της Δημοκρίτειας ατομικής θεωρίας, αλλά και οπαδοί του Ξενοκράτη, του 2ου
διαδόχου του Πλάτωνα στην Ακαδημία.
(Βασ. Καρασμάνη: “Μαθηματικά και Τεχνολογία στην αρχαία Ελλάδα”). Παράφραση του έργου: “Περί ατόμων γραμμών”, είχε
συμπεριληφθεί στο μεγάλης σπουδαιότητας και εκτάσεως φιλοσοφικό σύγγραμμα του
Βυζαντινού λόγιου Γ. Παχυμέρη (1242–1310) και είχε πάρει την θέση
“Αριστοτελικού” κειμένου σε όλες τις
εκδόσεις των Αριστοτελικών Απάντων του Άλδου Μανούτιου, από το 1497 έως το
1556.
Οι άλλες σχολές (Ακαδημεικοί,
Περιπατητικοί, Στωικοί), αντεπεξέρχονταν
αυτό το πρόβλημα, αφού η (όποια) Φυσική τους ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη
της Επικούρειας, τα φυσικά “minima” τους ήταν συνεχή, ενώ -μαθηματικώς- εδέχοντο
την επ’ άπειρον διαιρετότητα και μη καταμετρητότητα.
Αργότερα, κυρίως μετά τον Αρχιμήδη και
τη ξακουστή μέθοδο του για την προσεγγιστική εύρεση του “π”, όλες οι σχολές αναγκάστηκαν να προβληματισθούν περεταίρω πάνω
στην διαιρετότητα της ύλης, καθώς και επί της “καταμετρητότητας ή μη” των
ελάχιστων φυσικών μεγεθών…..
Πάντως, οι Επικούρειες πάνω στα μαθηματικά απόψεις,
απορίες και αμφισβητήσεις, προκαλούσαν
μεγάλες έως σφοδρές αντιδράσεις, καθόσον δυναμιτίζανε την καθιερωμένη γεωμετρία
συθέμελα…..
Ο “πολύς” Μάρκος Τύλλιος Κικέρων (106-43)
στο “De Finibus”, σημειώνοντας ότι
ο Επίκουρος απέρριπτε τη φορμαλιστική λογική και την αφαιρετική μέθοδο εξαγωγής
συμπερασμάτων, τον κατακρίνει λέγοντας ότι είναι ανάξιο για ένα φυσικό φιλόσοφο
να αρνείται την επ’ άπειρον διαιρετότητα.
Σε άλλη αναφορά του ο Κικέρων κατατάσσει τον Πολύαινο, επειδή τελούσε
κάτω από την επιρροή του δασκάλου του Επίκουρου, σ’ αυτούς που διαλογίσθηκαν τη
γεωμετρία όλη εσφαλμένη, ενώ δεν παραλείπει, να προσθέσει επιτιμητικά ότι ο
Επίκουρος, όχι ειδικά πεπαιδευμένος ο ίδιος, τουλάχιστον ας μην απέτρεπε άλλους
από το μελετήσουν τα μαθηματικά, κι’ ας άφηνε τον φίλο του Πολύαινο να διδάξει
τη γεωμετρία, αντί να τον ωθεί να την ξεμάθει κι ο ίδιος! Πιο
“δηκτικός” ο “ιερός” Αυγουστίνος (354-430), επτά
αιώνες αργότερα, θα γράψει:……. «Ο
Επίκουρος μίλησε με τόση αυθάδεια για τη γεωμετρία επειδή, υποθέτω, τίποτε δεν
καταλάβαινε απ’ αυτήν»….. και άλλα τέτοια πολλά. (Χ.
Θεοδωρίδης, σελ. 222-223)
Ωστόσο, αμφισβητήσεις, σαν αυτές, του
Πολύαινου ιδιαίτερα απέναντι στο “πέμπτο
αίτημα” του Ευκλείδη, που τόσο επικρίθηκαν στην αρχαιότητα, υπήρξαν ιδέες
που εξαιρετικά μελετήθηκαν στα κατοπινά χρόνια και πολύ γόνιμα
αξιοποιήθηκαν…. Στην αμφισβήτηση στο “πέμπτο
αίτημα” του Ευκλείδη στηρίζεται η
λεγόμενη “Απόλυτη (ή Ουδέτερη) Γεωμετρία”, την οποίαν επινόησε ο Ούγγρος
Μπόγιαϊ / Bolyai János και την δημοσίευσε το 1832, και η οποία θεμελιώνεται στα
πρώτα τέσσερα αιτήματα του Ευκλείδη και καταργεί πλήρως το 5ο αίτημα, αυτό της
παραλληλίας. Το 1829, ένας άλλος σπουδαίος μαθηματικός, ο Ρώσος Nikolai
Lobatchewsky, επικαλέστηκε αίτημα κατά το οποίον από σημείο εκτός ευθείας
άγονται άπειρες παράλληλοι προς αυτήν. Λίγα χρόνια μετά, ο Bernhard Riemann κατέθεσε πρόταση, ότι καμία
παράλληλος δεν άγεται.
Από δε τον 19ο αι. και έπειτα στην
Επιστήμη υπήρξε πραγματική επανάσταση.
Γυρίζοντας σελίδα, εισήλθε στη
μετα-Νευτώνια εποχή της. Μη Ευκλείδειες
γεωμετρίες και νέα Μαθηματικά αναπτυχθήκαν, και επειδή αποδείχθηκαν πιο σωστά προσαρμοσμένα στη φυσική πραγματικότητα,
εξηγούν καλλίτερα και τα φαινόμενα της…... Και όπως για όλες τις επιστήμες -
σήμερα – ισχύει, και για τα Μαθηματικά απώτερη επιδίωξη είναι το κοινό όφελος ….. «Κύριος σκοπός των
μαθηματικών είναι το κοινό όφελος και η εξήγηση των
φυσικών φαινομένων». Jean-Baptiste-Joseph Fourier (1768-1830) μαθηματικός
Έτσι, η επιμονή των Επικούρειων
μαθηματικών της αρχαιότητας και σε “γεωμετρικό
ατομισμό”, αξεχώριστο με τη φυσική ατομιστική θεωρία, συνεπακόλουθα η
αντίθεση τους στην επ’ άπειρον διαιρετότητα και στην μη καταμετρητότητα των
μαθηματικών μεγεθών, είναι αιτιολογημένη στα νεότερα χρόνια. Άλλωστε,
είναι συνηθισμένο πια ο μαθηματικός να δημιουργεί μαθηματικές οντότητες με τη
βοήθεια αυθαιρέτων συμβάσεων, κυρίως όμως κάθε θεωρία στη φυσική (επιστήμη
που αποσκοπεί στο κοινό όφελος) αδιάρρηκτα να συνδέεται με τη
μαθηματική της υπόβαση.
Σήμερα, αποτελεί κοινό τόπο ότι τα “φυσικά ελάχιστα
” συνδέονται με τα “μαθηματικά
ελάχιστα” και ότι το πρόβλημα του “συνεχούς”
αφορά αλληλένδετα τη δομή της ύλης με τον χώρο, και βέβαια ότι το “μαθηματικώς
αληθές” έχει απόλυτη σχέση με τα “αξιώματα” που έχουν γίνει δεκτά….
Ακόμα, αν οι παραπάνω μαθηματικές
Επικούρειες αντιλήψεις, τότε “σαθρές επίνοιες” (ως τις είχε χαρακτηρίσει ο πολυμαθής Στωικός Ποσειδώνιος) - τώρα δεκτές ή και επιβεβαιωμένες με τις πιο
σύγχρονες θεωρίες και εφαρμοσμένες στην πράξη, αντιμετωπίζονταν χωρίς λυσσαλέες
αντιδράσεις, θα μπορούσε να είχαν διανοιχθεί νωρίτερα στην ιστορία οι δρόμοι
προόδου της επιστήμης..…
Βλ. άρθρο μου “ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ
και ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ” (blog 11/12/2020)
Κεφ.
6) Ψυχή
- Νους
Η
ψυχή, ξεκάθαρα
κατά τον Επίκουρο, είναι υλικής - σωματικής
φύσεως, ενεργεί και παθαίνει (ποιεί και πάσχει).
Είναι, χωρίς αμφιβολία, θνητή. Αποτελείται από πολύ λεπτά μέρη, που
είναι διασκορπισμένα σε ολόκληρο το σωματικό σύνολο…..
«……Επιπλέον,
πρέπει επίσης να κατανοήσουμε καλά, ότι το ασώματο χρησιμοποιείται σύμφωνα με
τη γενική αποδοχή του όρου, δηλ. γι’ αυτό που μπορεί να νοηθεί ως ανεξάρτητη
οντότητα. Διότι είναι αδύνατον να αντιληφθούμε το ασώματο ως ξεχωριστή
οντότητα, εκτός από το κενό. Και το κενό δεν μπορεί ούτε να ενεργεί ούτε να
πάθει κάτι, αλλά μόνο παρέχει σε σώματα τη δυνατότητα για κίνηση μέσα από
αυτό. Ώστε, αυτοί που λένε ότι η
ψυχή είναι ασώματη λένε ανοησίες.
Διότι αν ήταν ασώματη, δεν θα ήταν ικανή να ενεργεί ή να παθαίνει
κάτι από καμία άποψη. Τώρα όμως και τα δύο αυτά συμπτώματα (δηλ. του ποιείν και του πάσχειν) φαίνεται εναργώς ότι διαλαμβάνονται περί την ψυχήν».
«…… Ἀλλὰ μὴν καὶ τόδε γε δεῖ προσκατανοεῖν, ὅ τι τὸ ἀσώματον λέγομεν κατὰ
τὴν πλείστην ὁμιλίαν τοῦ ὀνόματος ἐπὶ τοῦ καθ' ἑαυτὸ νοηθέντος ἄν· καθ' ἑαυτὸ δὲ
οὐκ ἔστι νοῆσαι τὸ ἀσώματον πλὴν τοῦ κενοῦ. Τὸ δὲ κενὸν οὔτε ποιῆσαι οὔτε παθεῖν
δύναται, ἀλλὰ κίνησιν μόνον δι' ἑαυτοῦ τοῖς σώμασι παρέχεται. Ὥστε οἱ λέγοντες
ἀσώματον εἶναι τὴν ψυχὴν ματᾴζουσιν. Οὐθὲν γὰρ ἂν ἐδύνατο ποιεῖν οὔτε πάσχειν, εἰ ἦν
τοιαύτη· νῦν δ' ἐναργῶς ἀμφότερα ταῦτα διαλαμβάνεται περὶ τὴν ψυχὴν τὰ συμπτώματα». (Προς
Ηρόδοτο 67)
«Μετά απ’ αυτά, αναφερόμενοι πάντοτε στις
αισθήσεις και στα συναισθήματα, διότι με αυτό τον τρόπο θα αποκτήσουμε
ακλόνητη πεποίθηση, πρέπει να θεωρήσουμε ότι η ψυχή είναι σώμα που
αποτελείται από πολύ λεπτά μέρη, που είναι διασκορπισμένα σε ολόκληρο το
σωματικό σύνολο…..».
«Μετὰ δὲ ταῦτα δεῖ συνορᾶν ἀναφέροντα ἐπὶ
τὰς αἰσθήσεις καὶ τὰ πάθη (οὕτω γὰρ ἡ
βεβαιοτάτη πίστις ἔσται) ὅτι ἡ ψυχὴ
σῶμά ἐστι λεπτομερὲς παρ' ὅλον τὸ ἄθροισμα παρεσπαρμένον,…..» (Προς Ηρόδοτο 63)
Περισσότερες Επικούρειες απόψεις ως προς τη φύση και τη δομή του νου και της ψυχής στο
έργο του Λουκρήτιου “De Rerum Natura”: «Πρώτα
το νου λέγω, που λογικό συχνά τον λέμε, όπου εδρεύει η φρόνηση και η
διακυβέρνηση της ζωής»……. “Primum
animum dico, mentem quem saepe vocamus, in quo Consilium vitae regimenque locatum est….”
Ο νους (animus) και η ψυχή (anima) είναι υλικές οντότητες, άρα φθαρτές. Ο Λουκρήτιος εξηγεί τη φύση και σύστασή τους
και δείχνει ότι γεννιούνται και πεθαίνουν μαζί με το σώμα. Ο νους (animus)
είναι έδρα των συναισθημάτων και της σκέψης και βρίσκεται στο στήθος. Η ψυχή
(anima) είναι μια άλλη υλική οντότητα, στην οποίαν εδρεύουν οι
αισθήσεις, και η οποία είναι διάχυτη σ’
ολόκληρο το σώμα (φλέβες-σάρκα-νεύρα). Ο νους (animus) και η ψυχή (anima)
κρατιούνται σφιχτοδεμένα μεταξύ τους κι’ αποτελούν μια ενιαία φύση. Ο Νους,
φύση με 3+1 στοιχεία, κινητοποιείται γρηγορότερα απ’ ο,τιδήποτε άλλο βλέπουν τα
μάτια μας στο κόσμο. Νους και ψυχή αποτελούνται από λεπτότατα, εξαιρετικά
μικρά, ολοστρόγγυλα, ευκίνητα σωματίδια και…… μόλις κυριέψει τον άνθρωπο η
γαλήνη του θανάτου, και τον εγκαταλείψουν, δεν παρατηρείς σ’ ολόκληρο το σώμα
καμιά απώλεια, μήτε στην όψη, μήτε στο βάρος…
(“DRN”
ΙΙΙ, 94-416)
6.2) Για τον
θάνατο
«Γεγόναμεν ἅπαξ, δὶς δὲ οὐκ ἔστι
γενέσθαι. δεῖ δὲ τὸν αἰῶνα μηκέτι εἶναι. σὺ δὲ οὐκ ὢν τῆς αὔριον κύριος ἀναβάλλῃ
τὸ χαῖρον. ὁ δὲ βίος μελλησμῷ παραπόλλυται καὶ εἷς ἕκαστος ἡμῶν ἀσχολούμενος
ἀποθνῄσκει». (Επ. Προσφώνησις 14)
Αναφορικά με τον θάνατο, το “φρικωδέστατον τῶν κακῶν”,
το πιο κάτω χωρίο από την επιστολή του Επίκουρου προς τον Μενοικέα:
«……Να συνηθίζεις να θεωρείς ότι ο
θάνατος είναι ένα τίποτα για μας, γιατί κάθε καλό και
κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση, και ο θάνατος
είναι η στέρηση της αίσθησης. Έτσι η επίγνωση ότι ο
θάνατος είναι ένα τίποτα για μας, κάνει απολαυστική
την θνητή ζωή μας, όχι επειδή προσθέτει άπειρο χρόνο σ’ αυτήν, αλλά γιατί
αφαιρεί τον πόθο της αθανασίας. Γιατί τίποτα δεν είναι φοβερό στη ζωή για
όποιον έχει πραγματικά κατανοήσει ότι τίποτα φοβερό δεν υπάρχει στο να μη
ζει κανείς. Είναι ανόητος λοιπόν αυτός που λέει ότι φοβάται τον θάνατο όχι
γιατί θα υποφέρει όταν έρθει, αλλά διότι τον θλίβει η προσμονή του.
Διότι άδικα λυπάται κανείς προσμένοντας
ένα πράγμα που δεν ενοχλεί όταν είναι παρόν. Έτσι λοιπόν,
το πιο φρικτό από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτα για μας, επειδή
ακριβώς όταν εμείς υπάρχουμε ο θάνατος δεν υπάρχει, όταν δε ο θάνατος έρθει,
τότε εμείς δεν υπάρχουμε. Ο θάνατος λοιπόν δεν υπάρχει ούτε για τους
ζωντανούς ούτε για τους νεκρούς, επειδή δεν έχει σχέση με τους πρώτους, ενώ οι
τελευταίοι δεν υπάρχουν πλέον……».
«…… Συνέθιζε δὲ ἐν τῷ
νομίζειν μηθὲν πρὸς ἡμᾶς εἶναι τὸν θάνατον· ἐπεὶ πᾶν ἀγαθὸν καὶ κακὸν ἐν
αἰσθήσει· στέρησις δέ ἐστιν αἰσθήσεως ὁ θάνατος. ὅθεν γνῶσις ὀρθὴ τοῦ
μηθὲν εἶναι πρὸς ἡμᾶς τὸν θάνατον ἀπολαυστὸν ποιεῖ τὸ τῆς ζωῆς θνητόν, οὐκ ἄπειρον
προστιθεῖσα χρόνον ἀλλὰ τὸν τῆς ἀθανασίας ἀφελομένη πόθον. οὐθὲν γάρ ἐστιν ἐν τῷ
ζῆν δεινὸν τῷ κατειληφότι γνησίως τὸ μηθὲν ὑπάρχειν ἐν τῷ μὴ ζῆν δεινόν· ὥστε μάταιος
ὁ λέγων δεδιέναι τὸν θάνατον οὐχ ὅτι λυπήσει παρὼν ἀλλ' ὅτι λυπεῖ μέλλων. ὃ γὰρ
παρὸν οὐκ ἐνοχλεῖ προσδοκώμενον κενῶς λυπεῖ. τὸ φρικωδέστατον
οὖν τῶν κακῶν ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδή περ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν,
ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν· ὅταν δ' ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν.
οὔτε οὖν πρὸς τοὺς ζῶντάς ἐστιν οὔτε πρὸς τοὺς τετελευτηκότας, ἐπειδή περ περὶ
οὓς μὲν οὐκ ἔστιν, οἱ δ' οὐκέτι εἰσίν…». (Δ.Λ. Χ, 124-125)
Μητρόδωρος ο
Λαμψακηνός, δεν πτοείται από αναποδιές της τύχης, μάλιστα, άφοβα προκαλεί ακόμα και
τον θάνατο, τραγουδώντας παιάνα για τη
ζωή…. «Ω τύχη, σε πρόλαβα και έφραξα κάθε
σου πέρασμα. Και ούτε σε σένα, ούτε σε καμία άλλη περίσταση, θα αφήσουμε τους εαυτούς μας εκτεθειμένους. Αλλά
όταν θα πρέπει να τελειώνουμε, αφού φτύσουμε το ζην κι’ αυτούς που αερολογώντας
είναι γαντζωμένοι σ’ αυτό, θα φύγουμε από τη ζωή, τραγουδώντας έναν
όμορφο ύμνο για το πόσο ωραία ζήσαμε».
«Προκατείλημμαι σέ, ὦ τύχῃ, καὶ πᾶσαν
σήν παρείσδυσιν ἐνέφραξα, καὶ οὔτε σοὶ οὔτε ἅλλῃ οὐδεμιᾷ περιστάσει δώσομεν
ἑαυτοὺς ἐκδότους ἀλλ ὅταν ἡμᾶς τὸ χρεὼν ἐξάγῃ, μέγα προπτύσαντες τῷ ζῆν καὶ
τοῖς αὐτῷ κενῶς περιπλαττομένοις ἀπίμεν ἐκ τοῦ ζῆν μετὰ καλοῦ παιῶνος
ἐπιφωνοῦντες ὡς ἠμῖν βεβίωται». (Επικούρου
Προσφώνησις 47)
Ο Λουκρήτιος εκτενέστατα
αναφέρεται και στο θέμα του θανάτου και την θνητότητα της ψυχής,
αποδοκιμάζοντας και τον φόβο του θανάτου. Χαρακτηρίζει, ακόμα και την ιδέα του
θανάτου, πηγή ανθρώπινης δυστυχίας. (“De Rerum Natura” ΙΙΙ, 417-1094).
«Για τους ανόητους, τελικά, η κόλαση
βρίσκεται εδώ, πάνω στη γη» (DRN ΙΙΙ, 1024)
Διογένης ο Οινοανδέας….. «Καθώς
πια γέρασα και όσον ούπω φεύγω απ’ τη
ζωή, ας φύγω μ’ ένα όμορφο τραγούδι….»…… «Δια το γήρας δη όσον ούπω μέλλοντες αναλύειν από του
ζην μετά καλού παιάνος….».
Για την υπάρχουσα αντίληψη, ότι αφού σεβόμαστε
τους πεθαμένους και τους τιμούμε με πατροπαράδοτες τελετές, αυτό σημαίνει και
ότι οι νεκροί ζουν, ο σοφός
Άραβας Ibn Khaldun
(1332-1406) απαντά ότι, αντίθετα, οι ζωντανοί είναι νεκροί….
Κεφ. 7) Οι
θεοί του Επίκουρου
…..
ο θεός είναι ον ζωντανό αθάνατο και μακάριο…..
….. οι θεοί υπάρχουν, επειδή η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι ολοφάνερη, όμως δεν
είναι έτσι όπως τους πιστεύει ο πολύς ο κόσμος……
Από την Επιστολή προς
Μενοικέα (123-124):
«Τα πράγματα δε που
συνεχώς σου συνιστούσα, αυτά να πράττεις και να στοχάζεσαι, θεωρώντας ότι αυτά
είναι βασικές αρχές της ευτυχισμένης ζωής. Πρώτα απ’ όλα αποδεχόμενος ότι ο
θεός είναι ον ζωντανό αθάνατο και μακάριο, όπως η κοινή
παράσταση του θεού έχει αποτυπωθεί, και να μην του προσάπτεις τίποτα που θα
ήταν ξένο προς την αφθαρσία του, μήτε αταίριαστο προς την μακαριότητά του.
Αλλά, να πιστεύεις γι’ αυτόν κάθε τι που είναι ικανό να διαφυλάξει την
αφθαρσία και την μακαριότητά του.
Διότι οι θεοί υπάρχουν, επειδή η γνώση που
έχουμε γι’ αυτούς είναι ολοφάνερη. Αλλά δεν είναι οι θεοί έτσι όπως τους
πιστεύει ο πολύς ο κόσμος. Διότι δεν διατηρεί
ακέραιη την αρχική παράσταση για τους θεούς. Και ασεβής δεν είναι αυτός που
δεν αποδέχεται τους θεούς των πολλών ανθρώπων, αλλά αυτός που αποδίδει στους
θεούς αυτά που οι πολλοί πιστεύουν
γι’ αυτούς. Διότι αυτά τα οποία
φρονούν οι πολλοί άνθρωποι για τους θεούς δεν είναι αντιλήψεις αλλά ψεύτικες
δοξασίες….»
«Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ
καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων. πρῶτον
μὲν τὸν θεὸν ζῷον ἄφθαρτον καὶ μακάριον νομίζων, ὡς ἡ κοινὴ τοῦ θεοῦ νόησις ὑπεγράφη, μηθὲν μήτε τῆς ἀφθαρσίας ἀλλότριον
μήτε τῆς μακαριότητος ἀνοίκειον αὐτῷ πρόσαπτε· πᾶν δὲ τὸ φυλάττειν αὐτοῦ δυνάμενον
τὴν μετὰ ἀφθαρσίας μακαριότητα περὶ αὐτὸν δόξαζε. θεοὶ
μὲν γὰρ εἰσίν· ἐναργὴς γὰρ αὐτῶν ἐστιν ἡ γνῶσις. οἵους δ' αὐτοὺς <οἱ>
πολλοὶ νομίζουσιν οὐκ εἰσίν· οὐ γὰρ
φυλάττουσιν αὐτοὺς οἵους νομίζουσιν. ἀσεβὴς δὲ οὐχ ὁ τοὺς τῶν πολλῶν θεοὺς ἀναιρῶν,
ἀλλ' ὁ τὰς τῶν πολλῶν δόξας θεοῖς προσάπτων. οὐ γὰρ προλήψεις εἰσὶν ἀλλ' ὑπολήψεις
ψευδεῖς αἱ τῶν πολλῶν ὑπὲρ θεῶν ἀποφάσεις……».
(Επ.Μ.
123-124)
Ο Επίκουρος, υλιστής και
υποστηρικτής της ατομικής θεωρίας, πίστευε στη ύπαρξη θεού, ως όντος
άφθαρτου και μακάριου, πάντως, όχι σύμφωνα με την κοινή (λαϊκή) αντίληψη
των περισσοτέρων. Γι’ αυτό άλλωστε, με πάθος και ανυποχώρητα, αγωνίστηκε
ενάντια στη θρησκοληψία, σε κάθε είδους προλήψεις και δεισιδαιμονίες, που
θεωρούσε πηγές δυστυχίας των ανθρώπων. Στη περί του θεού εικόνα, καθόλου δεν
περιλαμβάνεται και αυτή του Θεού – Δημιουργού, ούτε βέβαια οι
θεοί έχουν τη παραμικρή σχέση με τα φυσικά φαινόμενα, που οι εύπιστοι τους
αποδίδουν με τη φαντασία τους, επειδή αγνοούν τις φυσικές αιτίες που τα
προκαλούν. Οι θεοί ,“ἀνθρωποειδεῖς”,
καθώς Επίκουρος νόμιζε είναι,
συνίσταντο από λεπτά ευγενή άτομα ύλης, που συνεχώς εκρέουν από το σώμα τους.
Αυτά τα σωματίδια είναι τόσο λεπτά-ισχνά που δεν συλλαμβάνονται από τις
αισθήσεις, αλλά μόνον από τον νου….. πρόκειται για περίπτωση εφαρμογής
της λεγόμενης: “Φανταστικής επιβολής
της διάνοιας”. (Βλ. το 3ο/ 4, “Κριτήρια
της αλήθειας του Κανόνα”)
Μπροστά στο καθολικό γεγονός της πίστης
στους θεούς, και λόγω της ενάργειας και της αξιοπιστίας αυτής της γενικής ιδέας
- πρόληψης (βλ. “Τα τέσσερα
κριτήρια αλήθειας του Επικούρειου Κανόνα” στο κεφ. 2.3), δηλ. της ιδέας του θεού απ’ όλους
τους ανθρώπους…….και δεδομένου ότι οι προλήψεις σχηματίζονται από τη
συσσώρευση αισθητηριακών εντυπώσεων και κάθε αίσθηση είναι πραγματική…..ο
Επίκουρος φθάνει στο σημείο να θεωρήσει σίγουρη την ύπαρξη θεών …….
Σίγουρα οι αισθήσεις δεν κάνουν
ποτέ λάθος,…. όμως κανείς άνθρωπος (και ο Επίκουρος δεν εξαιρείται)
δεν είναι αλάνθαστος!...... Το λάθος παρεισδύει κατά την επεξεργασία
– ερμηνεία της αισθητηριακής αντίληψης από τη νόηση.
Ο Γερμανός υπαρξιστής Χάιντεγκερ λέει ότι προχωρούμε στην έρευνα
των πραγμάτων, όχι απροκαλύπτως, αλλά σύμφωνα με κάποια προκαταβολική θεώρηση,
κάποια πρόβλεψη (vorgriff). Όταν
π.χ. ερωτούμε περί του θεού, προϋποτίθεται ότι έχουμε κάποια, έστω αόριστη,
γνώση περί αυτού.
Ο Κικέρων, γράφει πως πρώτος ο Επίκουρος απ’ όλους τους
φιλοσόφους, επικαλέστηκε υπέρ της θεϊκής ύπαρξης την καθολική πίστη των
ανθρώπων, και από μια τελείως υποκειμενική βάση προσπάθησε να βγάλει μια
αντικειμενική βεβαιότητα. (“De Natura Deorum”,
I,
16, 43)
Ο Επίκουρος, ως μαρτυρείται, τηρούσε με
σεβασμό όλες τις πατροπαράδοτες εορτές και θυσίες, μάλιστα τον μαθητή του….. “Κωλώτη
πάντων τε όρκων και πάσης θεολογίας επιμελείσθαι συμβούλευε”.
Από τον Επικούρειο φιλόσοφο Φιλόδημο
(Πάπυροι του Herculaneum)….. «Λέγουν ότι η προσευχή ταιριάζει στην σοφία,
όχι επειδή στεναχωριούνται οι θεοί εάν δεν προσευχηθούμε, αλλά λόγω της σαφούς
αντίληψης ότι είναι φύσεις ανώτερες σε δύναμη και σπουδαιότητα».
«ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΘΑΙ ΓΑΡ ΟΙΚΕΙΟΝ ΕΙΝΑΙ ΣΟΦΙΑΙ ΦΗΣΙΝ, ΟΥΧ ΩΣ ΑΧΘΟΜΕΝΩΝ
ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΕΙ ΜΗ ΠΟΙΗΣΟΜΕΝ, ΑΛΛΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΝΟΙΑΝ ΤΩΝ ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΘΣΩΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΚΑΙ
ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΙ ΦΥΣΕΩΝ».
(ΠΕΡΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ P. Herc. 1077)
«Αυτά λοιπόν και τα σχετικά μ’ αυτά,
να συλλογίζεσαι μέρα και νύχτα, μόνος σου και με άλλον όμοιό σου, και ποτέ δεν
θα ταραχθείς ούτε στον ξύπνιο σου ούτε στον ύπνο σου, αλλά θα ζήσεις σαν
θεός ανάμεσα σε ανθρώπους. Γιατί δεν μοιάζει καθόλου με θνητό πλάσμα
ένας άνθρωπος που ζει ανάμεσα σε αθάνατα αγαθά».
«Ταῦτα οὖν καὶ τὰ τούτοις συγγενῆ μελέτα πρὸς σεαυτὸν ἡμέρας καὶ
νυκτὸς πρός <τε> τὸν ὅμοιον σεαυτῷ, καὶ οὐδέποτε οὔθ' ὕπαρ οὔτ' ὄναρ
διαταραχθήσῃ, ζήσεις δὲ ὡς θεὸς ἐν ἀνθρώποις. οὐθὲν γὰρ ἔοικε θνητῷ ζῴῳ
ζῶν ἄνθρωπος ἐν ἀθανάτοις ἀγαθοῖς».
(Επ.Μ. 125)
Οι θεοί, ξένοιαστοι, απολαμβάνουν την
ατέλειωτη μακαριότητα τους, αυτοεξόριστοι στα πέρατα του κόσμου, άπειροι σε
αριθμό όπως οι ίδιοι οι κόσμοι. (Κικέρων “De finibus…” I,XIX,50). Διαμένουν στις ιερές κατοικίες τους τις
ολωσδιόλου διαφορετικές από τις δικές μας (λεπτές ανάλογα με τα σώματά τους)
κάπου στα “μετακόσμια” διαστήματα (…στο έξ από ‘δώ δηλαδή), με
τα εγκόσμια καθόλου να μην τους απασχολούν μήτε τώρα - μήτε ποτέ. (“DRN” V, 146-154). Και, ως προς τα ανθρώπινα, ούτε έχουν -
ούτε δίνουν οτιδήποτε, ούτε οργίζονται, ούτε χαρίζονται, γιατί τέτοια
ταιριάζουν σε ατελή όντα. Θεία πρόνοια, επομένως, δεν υφίσταται.
Και είναι μάταιο να ζητάμε από θεούς πράγματα που καθένας μας είναι ικανός να
χορηγήσει στον εαυτό του…..
“Τὸ
μακάριον καὶ ἄφθαρτον οὔτε αὐτὸ πράγματα ἔχει οὔτε ἄλλῳ παρέχει, ὥστε οὔτε ὀργαῖς
οὔτε χάρισι συνέχεται· ἐν ἀσθενεῖ γὰρ πᾶν τὸ τοιοῦτον”. (Κ. Δ. 1)
«Μάταιόν
ἔστι παρὰ θέων αἰτεῖσθαι ἅ τις ἑαυτῷ χορηγήσαι ἱκανός ἔστι». (Επ. Προσφ. 65)
Στη Φύση, τον ουρανό και τη γη, το
γράψαμε και πιο πάνω, ουδέποτε οι θεοί επεμβαίνουν για να ελέγξουν, ή για να
ρυθμίσουν οποιοδήποτε από τα φυσικά φαινόμενα, ούτε βέβαια τέτοιες ενέργειες
έκαναν ποτέ ή προτίθενται να κάνουν. Επίσης, καμία θεία δημιουργία υπήρξε, ούτε
οι φυσικοί νόμοι ορίσθηκαν από κάποιο
θεϊκό νου. Ο κόσμος, εξ αιτίας μιας αρχικής
συσσώρευσης άπειρης ποσότητας ύλης δημιουργήθηκε, κι έτσι προκλήθηκε και ο νόμος της περιοδικότητας
στη κίνηση του….
«……. Επιπλέον, δεν πρέπει να θεωρούμε
ότι η κίνηση των ουρανίων σωμάτων και η αλλαγή στην κατεύθυνση τους και η
έκλειψη και η ανατολή και η δύση και τα παρόμοια με αυτά φαινόμενα οφείλονται
σε κάποιο ον που τα ελέγχει και τα ρυθμίζει, ή που τα έχει ρυθμίσει, και
ταυτόχρονα απολαμβάνει απόλυτη μακαριότητα μαζί με αθανασία».
«…….Καὶ μὴν <καὶ τὴν> ἐν τοῖς
μετεώροις φορὰν καὶ τροπὴν καὶ ἔκλειψιν καὶ ἀνατολὴν καὶ δύσιν καὶ τὰ σύστοιχα
τούτοις μήτε λειτουργοῦντός τινος νομίζειν δεῖ γενέσθαι καὶ διατάττοντος ἢ διατάξαντος
καὶ ἅμα τὴν πᾶσαν μακαριότητα ἔχοντος μετὰ ἀφθαρσίας». (Επιστολή προς Ηρόδοτο, 76)
«……εξ αιτίας του αρχικού σχηματισμού της ύλης σε τέτοιες
συσσωρεύσεις, στη φάση της γέννησης του κόσμου, προκαλείται και της ο νόμος της
περιοδικότητας στη κίνηση του…».
«Ὅθεν δὴ κατὰ τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐναπολήψεις
τῶν συστροφῶν τούτων ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει δεῖ δοξάζειν καὶ τὴν ἀνάγκην ταύτην
καὶ περίοδον συντελεῖσθαι». (Επιστολή προς Ηρόδοτο,
77)
Ωστόσο…….οι Επικούρειοι θεοί στη
πράξη είναι όντα περιττά και ανώφελα, αλαζονικά και αυτάρεσκα, εντελώς αδιάφορα
και ασυγκίνητα στον ανθρώπινο πόνο και δυστυχία…. Εντούτοις, για τον Επίκουρο,
οι αθάνατοι αποτελούν υπόδειγμα και ιδανικό της υπέρτατης ευδαιμονίας
των θνητών. Και μόνη χρησιμότητα απομένει γι’ αυτούς το να αποτελούν παραδείγματα προς μίμησιν, κι
αυτό ίσως αποτελεί το μόνο λόγο και για να τους λατρεύουμε, αφού ούτε ελπίζουμε
τίποτα απ’ αυτούς, ούτε τους φοβόμαστε.
Προκύπτουν σοβαρά ερωτηματικά στην όλη
περί των θεών θεωρία του Επίκουρου, όπως:
1ο) Ισχύει ή όχι η κοινή, ως λέγει ο
Αριστοτέλης, σαν αντίληψη των ανθρώπων και δική του, ότι η Φύση δεν δημιουργεί
τίποτα άνευ λόγου (εις μάτην);
2ο) Η λεγόμενη “οντολογική απόδειξη”,
με βάση την οποίαν ο Επίκουρος συμπεραίνει την ύπαρξη του θεού, επειδή είναι
εναργής η αντίστοιχη έννοια (…. “η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι
ολοφάνερη”) πόσο πείθει; Ο Ι. Καντ, πάντως, δεν πείθεται…… Και, δεν
υπάρχουν ένα σωρό έννοιες εναργείς, αλλά ανυπόστατες;
3ο) Αν η
χρησιμότητα των θεών (μοναδική κατά τον Επίκουρο) είναι ν’ αποτελούν
παραδείγματα προς μίμησιν στους ανθρώπους, αυτό δεν αποτελεί απόδειξη ότι
υπήρξε θεϊκό σχέδιο Δημιουργίας, Δημιουργός του κόσμου και του ανθρώπου;
Επίσης, δεν υπονοείται φροντίδα-ενδιαφέρον-πρόνοια των θεών για τα
δημιουργήματά τους;
Ο Επικουρισμός, ωστόσο, στην εποχή του,
διατύπωσε ρηξικέλευθες απόψεις περί της θεότητας. Εύκολα, θα μπορούσε να πει
κανείς για τους θεούς του ότι αποτελούσαν ιδεώδη, μάλλον, παρά όντα με
υπόσταση. Σε συνδυασμό δε με τις προοδευτικές αντιλήψεις του για τον διαφωτισμό
των ανθρώπων και την απαλλαγή τους από τις δεισιδαιμονίες, γρήγορα παρεξηγήθηκε
και πολλοί, καλόπιστοι και μη, αντελήφθησαν την Επικούρεια φιλοσοφία
ανειλικρινή στη θεολογική της άποψη, ακόμα -υποκρυπτόμενα- αθεϊστική.
Η φήμη δε αυτή ήταν πολύ διαδεδομένη,
από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια έως τα σημερινά. Και η αθεΐα, χειρότερη από την
ετεροδοξία, χαρακτηριζόταν έγκλημα, σε παλαιότερα, βέβαια, χρόνια…..
Το
έτος 432 ο Αθηναϊκός δήμος είχε ψήφισμα περί “ασεβείας”, του Διοπείθη
ονομαζόμενο. Το «Διάταγμα του Διοπείθη» προέβλεπε εξορία ή θάνατο και μ’
αυτό επαπειλήθηκαν (συνήθως συνυπήρχαν πολιτικοί κ.ά. λόγοι) φιλόσοφοι όπως
Αναξαγόρας, Αριστοτέλης, Θεόφραστος, Σωκράτης….
Στη «Θεία Κωμωδία»,
το αλληγορικό (με έντονα τα σκωπτικά στοιχεία) έργο του Δάντη,
στον έκτο κύκλο της «Κόλασης» τιμωρούνται εκείνοι που «βγάζουν την ψυχή
νεκρή από το σώμα», δηλαδή οι Επικούρειοι και γενικά οι αιρετικοί,
τοποθετημένοι μέσα σε μεγάλες πύρινες σαρκοφάγους!
Αυτά που ενοχλούσαν στον Επίκουρο, και
για τα οποία η φιλοσοφία του αντιμετώπισε λυσσαλέες επικρίσεις επί αιώνες, ήταν
ότι:
1) Αρνείτο
την Θεία Πρόνοια, άρα, και την ωφελιμότητα των ιερατείων. Δεν πίστευε στην αθανασία της ψυχής. Πίστευε
στην ελεύθερη βούληση, που συνεπάγεται ευθύνη για την απόφαση.
2) Πίστευε
ότι τα φυσικά φαινόμενα διέπονται κυρίως από νόμους της φύσης, αλλά και από το τυχαίο γεγονός. Πίστευε στη ύπαρξη
πολλών κόσμων, που ολοένα γεννιούνται και καταστρέφονται (δηλ. δεν
αποδεχόταν την αιωνιότητα τους), χωρίς θεϊκή παρέμβαση.
3) Θεωρούσε
ύψιστο αγαθό την ηδονή και στόχο ζωής την ευδαιμονία.
Χαρακτηριστική της Επικούρειας άποψης
περί θεών είναι η πιο κάτω συλλογιστική. Την παραθέτει ο σκεπτικιστής Σέξτος
ο Εμπειρικός (2ος-3ος μ.Χ. αι.) σαν
απάντηση στον Λακτάντιο:
“Αυτός που λέει ότι υπάρχει θεός, ισχυρίζεται ότι ο θεός είτε προνοεί
για τα εγκόσμια είτε ότι δεν προνοεί, και ότι, αν προνοεί, προνοεί είτε για τα
πάντα είτε για κάποια πράγματα. Αλλά αν προνοούσε για τα πάντα, δεν θα υπήρχε
το κακό και η κακία στον κόσμο. Όμως λένε ότι τα πάντα είναι μεστά από κακία.
Άρα δεν μπορούμε να πούμε ότι ο θεός προνοεί για τα πάντα. Αν όμως προνοεί για
κάποια πράγματα, τότε γιατί για άλλα προνοεί και για άλλα όχι;
Δηλαδή, ο θεός και θέλει και μπορεί να προνοεί για τα πάντα, ή
θέλει αλλά δεν μπορεί, ή μπορεί αλλά δεν θέλει ή ούτε θέλει ούτε μπορεί. Αλλά εάν ήθελε και μπορούσε θα προνοούσε για
τα πάντα, αλλά όμως δεν προνοεί για τα πάντα σύμφωνα με τα προλεγόμενα. Ωστόσο
εάν θέλει και δεν μπορεί, είναι πιο αδύναμος από την αιτία που δεν μπορεί να
προνοεί για όσα δεν προνοεί. Είναι όμως αντίθετο με την έννοια του θεού να
είναι πιο αδύναμος από κάτι άλλο. Εάν πάλι μπορεί να προνοεί για τα πάντα και
δε θέλει, τότε θα μπορούσε να θεωρηθεί κακόβουλος. Αν όμως ούτε θέλει ούτε
μπορεί, είναι και κακόβουλος και ανίσχυρος, πράγμα που αποτελεί ασέβεια να
λέγεται για τον θεό. Άρα ο θεός δεν προνοεί για τα εγκόσμια”.
Το περίφημο ρητό, που θαυμάσια
συμπυκνώνει τα κυριότερα Επικούρεια δόγματα της Ηθικής του φιλοσοφίας, είναι η “Τετραφάρμακος”, Φιλόδημου του Γαδαρηνού….
Και δια παντός έστω και πανταχήι παρεπόμενον η “Τετραφάρμακος”…..
«ΑΦΟΒΟΝ Ο ΘΕΟΣ
- ΑΝΥΠΟΠΤΟΝ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
ΚΑΙ Τ’ ΑΓΑΘΟΝ ΜΕΝ ΕΥKTHTON - ΤΟ
ΔΕ ΔΕΙΝΟΝ ΕΥEΚKΑΡΤΕΡΗΤΟΝ»
(“Προς Σοφιστάς”, από
τους παπύρους του Herculaneum)
ΕΠΙΜΥΘΙΟ στη ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ – ΘΕΟΛΟΓΙΑ
1)
“Φαμέν
τον θεόν είναι ζώον αΐδιον άριστον, ώστε ζωή και αιών συνεχής και αΐδιος
υπάρχει τω θεώ, τούτο γαρ θεός” ……
….. “Eίς κοίρανος”. (Αριστοτέλης, “Μετά τα Φυσικά”)
2) “Άφοβον
ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος….”. (Η Επικούρεια “Τετραφάρμακος”)
3) “Ουκ ο ων εκ της ουσίας, αλλ’ η
ουσία εκ του όντος . αυτός γαρ όλον εν εαυτώ συνείληφε το είναι”.
(Γρηγόριος ο Παλαμάς)
4) “Εις:
Ζευς, Σάραπις, Ήλιος…. Κοσμοκράτωρ – Ανίκητος”. (Ελληνιστικό-Ρωμαϊκή
εποχή)
5) “…. tantum religio potuit suadere malorum….”. (Λουκρήτιος DRN I, 101)
6) “Και
τρισμακάριοι όσοι κρατούν, και δε λυγούν, απάνω στους ώμους τους, το μέγα, εξαίσιο, αποτρόπαιο μυστικό:
Και
το ένα τούτο δεν υπάρχει”. (Ν. Καζαντζάκης “Ασκητική”)
Κεφ. 8) Το Επικούρειο (υλικό) Σύμπαν
…… Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης……
……. οι εισηγητές της λογικής, αμυθολόγητης κοσμοερμηνείας.
«….καὶ τὸ πᾶν ἐστι <σώματα καὶ τόπος>….» (Προς Ηρόδοτο
39)
«…… μη σου
φορέσει χαλινάρι η θρησκεία και πεις πως η γη κι ο ήλιος
κι ο ουρανός, ο ωκεανός και τ’ άστρα κι η σελήνη έχουνε σώμα θεϊκό και πρέπει
να υπάρχουνε στον αιώνα τον άπαντα….».
(Λουκρήτος, “De Rerum Natura”, V, 14-16)
Από την Επιστολή προς
Ηρόδοτο:
1. «Επιπλέον
το σύμπαν είναι άπειρο. Επειδή κάθε τι που είναι περιορισμένο, έχει
κάποιο άκρο και αυτό εδώ το άκρο γίνεται αντιληπτό σε σχέση με κάτι άλλο. Έτσι
ώστε καθώς δεν έχει άκρο δεν έχει πέρας, αλλά εάν δεν έχει πέρας, είναι
άπειρο και δεν είναι περιορισμένο.
Το
σύμπαν είναι επίσης άπειρο σε σχέση με το πλήθος των σωμάτων και την έκταση του
κενού» .
«Ἀλλὰ μὴν καὶ τὸ πᾶν ἄπειρόν ἐστι.
Τὸ γὰρ πεπερασμένον ἄκρον ἔχει τὸ δὲ ἄκρον παρ' ἕτερόν τι θεωρεῖται. Ὥστε οὐκ
ἔχον ἄκρον πέρας οὐκ ἔχει· πέρας δὲ οὐκ ἔχον ἄπειρον ἂν εἴη καὶ οὐ πεπερασμένον.
Καὶ μὴν καὶ τῷ πλήθει τῶν σωμάτων ἄπειρόν ἐστι τὸ πᾶν καὶ τῷ μεγέθει τοῦ
κενοῦ». (Επ.Η, 41)
2. «Και πάλι, αν αυτό που
εξαφανίζεται καταστρεφόταν στο μη ον, όλα τα πράγματα θα είχαν ήδη χαθεί,
δεδομένου ότι αυτά στα οποία θα διαλύονταν δεν θα υπήρχαν. Και όμως το
σύμπαν ήταν πάντοτε το ίδιο που είναι τώρα και θα είναι το ίδιο πάντοτε.
Πράγματι δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο θα μπορεί να μεταβληθεί, επειδή δεν
υπάρχει τίποτα έξω από το σύμπαν που θα μπορούσε να εισδύσει και να προκαλέσει
την αλλαγή».
«Καὶ εἰ ἐφθείρετο δὲ τὸ ἀφανιζόμενον
εἰς τὸ μὴ ὄν, πάντα ἂν ἀπωλώλει τὰ πράγματα, οὐκ ὄντων εἰς ἃ διελύετο. Καὶ μὴν
καὶ τὸ πᾶν ἀεὶ τοιοῦτον ἦν οἷον νῦν ἐστι, καὶ ἀεὶ τοιοῦτον ἔσται. Οὐθὲν γάρ
ἐστιν εἰς ὃ μεταβάλλει. Παρὰ γὰρ τὸ πᾶν οὐθέν ἐστιν, ὃ ἂν εἰσελθὸν εἰς αὐτὸ τὴν
μεταβολὴν ποιήσαιτο». (Επ.Η, 39)
3. «Ομοίως, υπάρχουν άπειροι
κόσμοι, άλλοι μεν όμοιοι με τον δικό μας και άλλοι που διαφέρουν από
αυτόν. Επειδή καθώς τα άτομα είναι άπειρα σε αριθμό, όπως έχει ήδη
αποδειχθεί, μεταφέρονται στις πιο μακρινές αποστάσεις στο διάστημα»
«Ἀλλὰ μὴν καὶ κόσμοι ἄπειροί εἰσιν,
οἵ θ' ὅμοιοι τούτῳ καὶ ἀνόμοιοι. Αἵ τε γὰρ ἄτομοι ἄπειροι οὖσαι, ὡς ἄρτι ἀπεδείχθη,
φέρονται καὶ πορρωτάτω». (Επ.Η, 45)
4. «……ούτε
πρέπει πάλι να νομίζουμε ότι τα ουράνια σώματα, που δεν είναι παρά φωτιά
συσσωρευμένη σε μάζα, κατέχουν την μακαριότητα και ότι εκτελούν όλες αυτές
τις κινήσεις από δική τους ελεύθερη βούληση……Συνεπώς πρέπει να θεωρούμε ότι εξαιτίας
του αρχικού σχηματισμού της ύλης σε τέτοιες συσσωρεύσεις στη φάση της γέννησης
του κόσμου, προκαλείται και αυτός ο νόμος της περιοδικότητας στην κίνησή τους».
«……μήτε αὖ πῦρ ἅμα ὄντα συνεστραμμένον
τὴν μακαριότητα κεκτημένα κατὰ βούλησιν τὰς κινήσεις ταύτας λαμβάνειν·………Ὅθεν
δὴ κατὰ τὰς ἐξ ἀρχῆς ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν τούτων ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει
δεῖ δοξάζειν καὶ τὴν ἀνάγκην ταύτην καὶ περίοδον συντελεῖσθαι». (Επ.Η, 77)
Από την Επιστολή προς Πυθοκλή:
5. «Είναι δε δυνατόν να κατανοήσουμε ότι υπάρχουν
απειράριθμοι κόσμοι τέτοιου είδους, και ότι ένας κόσμος αυτού του είδους
μπορεί να γεννηθεί είτε μέσα σε άλλο κόσμο είτε στο μετακόσμιο, όπως ονομάζουμε
το διάστημα ανάμεσα στους κόσμους, σε χώρο που περιέχει πολύ κενό, αλλά όχι σε
χώρο μεγάλο, καθαρό και κενό, όπως λένε μερικοί.
Η
γέννηση της κόσμου συμβαίνει όταν κάποια κατάλληλα σπέρματα ξεχύνονται από έναν
κόσμο ή μετακόσμιο, ή ακόμη από περισσότερους κόσμους, τα οποία λίγο - λίγο
δημιουργούν ενώσεις τα μεν με τα δε και διαρθρώσεις και μετατοπίσεις προς
άλλο χώρο, εάν τύχει, και δέχονται εμποτισμό από τα κατάλληλα άτομα, μέχρι να
καταλήξουν σε κατάσταση ολοκλήρωσης και σταθεροποίησης, η οποία διαρκεί για όσο
χρόνο τα θεμέλια, που έχουν τεθεί, είναι ικανά να τα δεχθούν»
«Ὅτι δὲ καὶ τοιοῦτοι κόσμοι εἰσὶν ἄπειροι τὸ πλῆθος ἔστι
καταλαβεῖν, καὶ ὅτι καὶ ὁ τοιοῦτος δύναται κόσμος γίνεσθαι καὶ ἐν κόσμῳ καὶ
< ἐν > μετακοσμίῳ ὃ λέγομεν μεταξὺ κόσμων διάστημα, ἐν πολυκένῳ τόπῳ καὶ
οὐκ ἐν μεγάλῳ εἰλικρινεῖ καὶ κενῷ, καθάπερ τινές φασιν, ἐπιτηδείων τινῶν σπερμάτων
ῥυέντων ἀφ' ἑνὸς κόσμου ἢ μετακοσμίου ἢ καὶ ἀπὸ πλειόνων κατὰ μικρὸν προσθέσεις
τε καὶ διαρθρώσεις καὶ μεταστάσεις ποιούντων ἐπ' ἄλλον τόπον, ἐὰν οὕτω τύχῃ, καὶ
ἐπαρδεύσεις ἐκ τῶν ἐχόντων ἐπιτηδείως ἕως τελειώσεως καὶ διαμονῆς ἐφ' ὅσον τὰ ὑποβληθέντα
θεμέλια τὴν προσδοχὴν δύναται ποιεῖσθαι».
(Επ.Π, 89)
6. «Ο ήλιος
και η σελήνη και τ’ άλλα άστρα δεν δημιουργήθηκαν ανεξάρτητα και στη συνέχεια
συμπεριλήφθηκαν στον κόσμο, αλλά από την αρχή σχηματίστηκαν και σιγά - σιγά
αυξήθηκαν σε μέγεθος με τις προσθέσεις και τις περιστροφές σωμάτων με λεπτότατα
μέρη, που η φύση τους είναι αέρας ή φωτιά ή και τα δύο, επειδή αυτά μας
παρουσιάζουν οι αισθήσεις».
«Ἥλιός τε καὶ σελήνη καὶ τὰ λοιπὰ ἄστρα
<οὐ> καθ' ἑαυτὰ γενόμενα ὕστερον ἐμπεριελαμβάνετο ὑπὸ τοῦ κόσμου, ἀλλ' εὐθὺς
διεπλάττετο καὶ αὔξησιν ἐλάμβανεν κατὰ προσκρίσεις καὶ δινήσεις λεπτομερῶν
τινων φύσεων, ἤτοι πνευματικῶν ἢ πυροειδῶν ἢ τὸ συναμφότερον· καὶ γὰρ ταῦτα οὕτως
ἡ αἴσθησις ὑποβάλλει». (Επ.Π, 90)
7. «…… Και πρέπει να μην
αφήνουμε την θεϊκή φύση να εισέρχεται καθόλου σε τέτοιες εξηγήσεις, αλλά να την
αφήνουμε ανενόχλητη και στην πλήρη της μακαριότητα».
«….. καὶ ἡ θεία φύσις πρὸς ταῦτα
μηδαμῇ προσαγέσθω, ἀλλ' ἀλειτούργητος διατηρείσθω καὶ ἐν τῇ πάσῃ μακαριότητι». (Επ.Π, 97)
Ο Επίκουρος έχει στοχαστεί πάνω σε 4
δυνατές περιπτώσεις για τον κόσμο:
1)
απειρομεγέθες σύμπαν – άπειρος αριθμός ατόμων
2)
απειρομεγέθες σύμπαν – πεπερασμένος
αριθμός ατόμων
3)
πεπερασμένο σύμπαν – άπειρος αριθμός ατόμων
4)
πεπερασμένο σύμπαν – πεπερασμένος αριθμός ατόμων
Από
τις 4 αυτές δυνατότητες ο Επίκουρος δέχεται την πρώτη, με το εξής
σκεπτικό:
Αν
το σύμπαν είναι απειρομεγέθες, θα πρέπει και ο αριθμός των ατόμων να είναι
άπειρος, επειδή, αν ο αριθμός των ατόμων ήταν πεπερασμένος μέσα στο άπειρο
σύμπαν, αυτά θα μπορούσαν, με μια άπειρη αραίωση, να απέχουν άπειρες αποστάσεις
μεταξύ τους, και τότε δεν θα είχαμε συγκροτημένο σύμπαν με αλληλεπιδρώντα μέρη,
αλλά επί μέρους απομονωμένα άτομα.
Άλλωστε, σ’ ένα σύμπαν πεπερασμένο με αριθμό ατόμων άπειρο, θα είχαμε
φαινόμενα γειτνίασης ατόμων, χωρίς κενό μεταξύ τους, κάτι που απαγορεύει κάθε
κίνηση…..
Δεν υπάρχει διακριτή στιγμή γένεσης του
κόσμου. Η φύση, η οποία υπάρχει ανέκαθεν, πειραματίζεται αενάως. Όλα τα
όντα, από τα φυτά ως τον άνθρωπο, έχουν δημιουργηθεί κατά τύχη
κατόπιν μακράς σειράς συνδυασμών και δοκιμών συνενώσεων, επιτυχημένων ή
εσφαλμένων. Επίσης, όλα τροποποιούνται, εξελίσσονται, βελτιώνονται ή
χειροτερεύουν, κατόπιν μακρόσυρτων, σύνθετων και πολύπλοκων διαδικασιών ελέγχων, που επιτελεί η φύση……
Ο Κικέρων, γι’ αυτές, τις περί
των τυχαίων συνδυασμών στη φύση, απόψεις των Επικουρείων λέγει ότι αυτό
ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό πως με τυχαία ανάμειξη των γραμμάτων του αλφάβητου,
θα μπορούσε, μετά από άπειρου πλήθους δοκιμές, να γραφούν τα “Χρονικά” του
Εννίου. (“Περί της
φύσεως των θεών”, 2,
37, 93)
Η παρέγκλιση
– δημιουργός, ως είδαμε, δεν ενεργεί αντίθετα με την κατεύθυνση της φύσης, ούτε
πραγματικά αντιβαίνει, ή παρεμποδίζει τους νόμους της. Και η “τάξη του
σύμπαντος” δεν διασαλεύεται από την αποδοχή της τυχαιότητας στη φυσιολογία.
9.1)
Η Δικαιοσύνη
«Τὸ τῆς φύσεως δίκαιόν ἐστι
σύμβολον τοῦ συμφέροντος εἰς τὸ μὴ βλάπτειν ἀλλήλους μηδὲ βλάπτεσθαι». (Κ.Δ. 31)
Το Δίκαιο, που πηγάζει από τη φύση, ο Επίκουρος βλέπει αρχικά σαν
συμφωνία μεταξύ των ανθρώπων για κοινό συμφέρον, στο να μην
βλάπτει ο ένας τον άλλο, ούτε να βλάπτεται. Όταν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία
(δηλ. να μην ενοχλεί και βλάπτει ο ένας το άλλο) δεν γίνεται λόγος για δίκαιο ή
άδικο. Το ίδιο ισχύει και για όσους λαούς
δεν μπόρεσαν, ή δεν θέλησαν, να προβούν σε ανάλογες συμφωνίες. Πρόκειται
για δίκαιο συμβασιακού τύπου, που έχει μελετηθεί από σοφιστές και
τον Αριστοτέλη.
Στον αληθινό φυσικό κόσμο, πάντως, κυριαρχεί το δίκαιο του
ισχυρότερου. Στην (ευνομούμενη) πολιτεία δίκαιο θεωρείται ό,τι λέει ο νόμος. Στις καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων, η
δικαιοπραξία δεν αντιστοιχεί σε μια αφηρημένη ιδέα που εδρεύει στον ουρανό,
αλλά σε μια συνομολόγηση μεταξύ εχεφρόνων ανθρώπων, για κοινές ή παράλληλες
δράσεις, επ’ αμοιβαίου συμφέροντος χωρίς συγκρούσεις.
- «Οὐκ ἦν τι καθ’ ἑαυτὸ
δικαιοσύνη, ἀλλ’ ἐν ταῖς μετ‘ ἀλλήλων συστροφαῖς (=αμοιβαίες επαφές) καθ’ ὁπηλίκους δή ποτε ἀεὶ τόπους συνθήκη
τα ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἢ βλάπτεσθαι».
(Κ.Δ.
33)
- «Ὅσα τῶν ζῴων μὴ ἐδύνατο συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν
ἄλληλα μηδὲ βλάπτεσθαι, πρὸς ταῦτα οὐθὲν ἦν δίκαιον οὐδὲ ἄδικον. ὡσαύτως δὲ καὶ
τῶν ἐθνῶν ὅσα μὴ ἐδύνατο ἢ μὴ ἐβούλετο τὰς συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ
βλάπτειν μηδὲ βλάπτεσθαι». (Κ.Δ. 32)
Τέτοιες αντιλήψεις συνιστούν τις
βασικές θέσεις αυτού που θ’ αποκληθεί «κοινωνικό
συμβόλαιο», και θ’ αναπτυχθεί σε θεωρία από πολλούς διανοούμενους,
αρχίζοντας από τους Hobbes
και Rousseau.
Ο
Επίκουρος δίδει βαρύτητα σε, συνεπακόλουθες της αδικίας, ψυχολογικές
καταστάσεις.
- «Ἡ ἀδικία οὐ καθ’ ἑαυτὴν κακόν,
ἀλλ’ ἐν τῷ κατὰ τὴν ὑποψίαν φόβῳ εἰ μὴ λήσει τοὺς ὑπὲρ τῶν τοιούτων ἐφεστηκότας
κολαστάς». (Κ.Δ. 34)
Συνάγεται από τα παραπάνω ότι, η αδικία δεν συνιστά καθαυτή κακό,
όμως (γίνεται κακό) από τον φόβο
εκείνου που την διαπράττει ότι δεν θα ξεφύγει από τους εντεταλμένους για την
τιμωρία παρόμοιων πράξεων. Αλλά για τους σώφρονες μια άδικη πράξη από μέρους
τους είναι και περιττή, δηλ. δεν υπάρχει λόγος να διαπράττουν ανομίες, αφού οι
φυσικά αναγκαίες επιθυμίες τους εύκολα ικανοποιούνται. Μάλιστα, ο σοφός έχοντας
περιοριστεί στα αναγκαία, γνωρίζει περισσότερο να προσφέρει παρά να
παίρνει……
«Ὁ σοφὸς εἰς τὰ ἀναγκαῖα συγκριθεὶς
μᾶλλον ἐπίστασαι μεταδιδόναι ἡ μεταλαμβάνειν τηλικοῦτον αὐταρκείας εὑρὲ
θησαυρόν».
(Επ.
Προσφ. 44)
Και
χρειάζεται προσοχή, μιας και…… «κανείς δεν αποφεύγει το κακό βλέποντάς το,
αλλά νομίζοντάς το σαν κάτι καλό, παγιδεύεται σε ένα κακό μεγαλύτερο απ’ αυτό»…….
«Οὐδεὶς
βλεπῶν τὸ κακὸν αἱρεῖται αὐτὸ ἀλλὰ δελεασθείς ὡς ἀγαθῷ πρὸς τὸ μεῖζον αὐτοῦ κακὸν
ἐθηρεύθη». (Επ. Προσφ. 16)
Γενικά, το δίκαιο αφορά τους πάντες, διότι δημιουργεί και διασφαλίζει
κάτι ωφέλιμο στην κοινωνική ζωή. Εκείνο, που επιμαρτυρείται ότι εξυπηρετεί τις
ανάγκες της κοινωνίας, πρέπει να έχει ισχύ δικαίου, είτε είναι, είτε δεν
είναι το ίδιο για όλους, αυτό δε ποικίλει, ανάλογα με την ιδιαιτερότητα του
κάθε τόπου και των συνθηκών, εκάστοτε.
- «Κατὰ μὲν
<τὸ> κοινὸν πᾶσι τὸ δίκαιον τὸ αὐτό, συμφέρον γάρ τι ἦν ἐν τῇ πρὸς ἀλλήλους
κοινωνίᾳ· κατὰ δὲ τὸ ἴδιον χώρας καὶ ὅσων δή ποτε αἰτίων οὐ πᾶσι συνέπεται τὸ αὐτὸ
δίκαιον εἶναι». (Κ.Δ..36)
- «Τὸ μὲν ἐπιμαρτυρούμενον ὅτι συμφέρει ἐν ταῖς χρείαις τῆς πρὸς ἀλλήλους
κοινωνίας τῶν νομισθέντων εἶναι δικαίων ἔχει τὸ ἐν τοῦ δικαίου χώρᾳ εἶναι, ἐάν
τε τὸ αὐτὸ πᾶσι γένηται ἐάν τε μὴ τὸ αὐτό…..». (Κ.Δ. 37)
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ζούμε φρόνιμα, καλά και δίκαια
προκειμένου να απολαμβάνουμε μια ευδαίμονα ζωή (“ἡδέως ζῆν”), η
οποία, βέβαια, ευδαίμων ζωή αδιάρρηκτα συνδέεται με την αρετή……
«……..Δεν
μπορεί να είναι η ζωή ευχάριστη δίχως να ζούμε με φρόνηση και καλώς και δικαίως. Ούτε να ζούμε με φρόνηση, καλώς
και δικαίως χωρίς να είναι ευχάριστη η ζωή. Όταν δεν υπάρχει αυτό, ούτε να
ζούμε με φρόνηση, καλώς και δικαίως υπάρχει, και δεν μπορεί τούτο να είναι ευχάριστη ζωή».
- “Οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ
δικαίως, <οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως> ἄνευ τοῦ ἡδέως. ὅτῳ δὲ τοῦτο μὴ ὑπάρχει ἐξ οὗ ζῆν φρονίμως,
καὶ καλῶς καὶ δικαίως ὑπάρχει, οὐκ ἔστι τοῦτον ἡδέως ζῆν».
(Κ.Δ. 5)
- “……συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως,
καὶ τὸ ζῆν ἡδέως τούτων ἐστὶν ἀχώριστον….”.
(Επιστολή προς Μενοικέα, 132)
Φρόνηση, αγαθόν, δικαιοσύνη, αρετή, ευδαιμονία….. αλληλένδετα - αχώριστα. Όλες οι αρετές,
ενέργειες και καταστάσεις, υπηρετούν-στοχεύουν στην ευδαιμονία του ατόμου….
9.2) Φιλία
και
Ανθρωπισμός στον
Επίκουρο
Την κάθε φιλία την ξεχωρίζουμε ένεκα της
ιδίας. Ξεκινά, πάντως, από την ωφέλεια.
«Πᾶσα
φιλία δι ἑαυτὴν αἱρετὴ ἀρχὴν δὲ εἴληφεν ἀπὸ τῆς ὠφελείας».
(Επικ. Προσφ. 23)
Η Επικούρεια Φιλία, ήδη από την
αρχαιότητα, είχε καταστεί παροιμιώδης:
-
«Ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην κηρύττουσα
δὴ πᾶσιν ἡμῖν ἐγείρεσθαι ἐπὶ
τὸν μακαρισμόν». (Επ.
Προσφ. 52)
- «Ὧν ἡ
σοφία παρασκευάζεται εἰς τὴν τοῦ ὅλου βίου μακαριότητα, πολὺ μέγιστόν
ἐστιν ἡ τῆς φιλίας κτῆσις». (Κύριαι Δόξαι 27)
- «Ὁ γενναῖος
περὶ σοφίαν καὶ φιλίαν μάλιστα γίγνεται, ὧν τὸ μέν ἐστι θνητὸν
ἀγαθόν, τὸ δὲ
ἀθάνατον». (Επ. Προσφ. 78)
- «Συμπαθῶμεν τοῖς φίλοις οὐ θρηνοῦντες ἀλλὰ
φροντίζοντες». (Επ.
Προσφ. 66)
- «Οὔτε τοὺς προχείρους εἰς
φιλίαν οὔτε τοὺς ὀκνηροὺς δοκιμαστέον.
Δεῖ δὲ καὶ παρακινδυνεῦσαι χάριν, χάριν φίλιας». (Επ. Προσφ. 28)
- «καὶ ὑπὲρ φίλου
ποτὲ τεθνήξεσθαι. (Δ.
Λ. Χ 120, fg. 590 Us.)
- «Και όσοι μπόρεσαν να είναι ασφαλείς, προπαντός με τους γείτονές
τους, πέρασαν ιδανικά μαζί τους, έχοντας
την πιο σίγουρη εγγύηση. Και σαν απόλαυσαν την πιο γεμάτη φιλική σχέση, δεν οδύρονται για ‘κείνον που η
ζωή του τέλειωσε πριν από την δική του, σαν να τον λυπούνται».
«Ὅσοι
τὴν δύναμιν ἔσχον τοῦ ταὸ θαρρεῖν μάλιστα ἐκ τῶν ὁμορούντων παρασκευάσασθαι, οὕτω
καὶ ἐβίωσαν μετ’ ἀλλήλων ἥδιστα τὸ βεβαιότατον πίστωμα ἔχοντες, καὶ πληρεστάτην
οἰκειότητα ἀπολαβόντες οὐκ ὠδύραντο ὡς πρὸς ἔλεον τὴν τοῦ τελευτήσαντος
προκαταστροφήν». (Κύριαι Δόξαι 40)
Μελετώντας τις Επικούρειες τοποθετήσεις
για την φιλία, μπορούμε να της αποδώσουμε τους εξής χαρακτηρισμούς, που
εκφράζουν αντίστοιχα ανθρώπινα συναισθήματα: Επιφυλακτική-επιλεκτική (“αἱρετὴ”), ωφελιμιστική-ρεαλιστική (“ἀπὸ τῆς ὠφελείας”), αλτρουιστική (“Δεῖ
δὲ καὶ παρακινδυνεῦσαι χάριν, χάριν φίλιας”..…. “καὶ ὑπὲρ φίλου ποτὲ τεθνήξεσθαι”), εξαιρετικά
ευάρεστη (“ἐπὶ τὸν μακαρισμόν”). Μια δυνατή
φιλία, ξεπερνώντας την ιδιοτέλεια (ωφέλεια), οικειοθελώς και ως
αυτοσκοπός (δι ἑαυτὴν αἱρετὴ),
μπορεί να φθάσει μέχρι της αυτοθυσίας (ὑπὲρ φίλου ποτὲ τεθνήξεσθαι)
……
Η φιλία,
στα χρόνια του Επίκουρου, αναπτύσσεται μέσα σε συνθήκες δυστυχίας του λαού ως
από τα σκληρά πολεμικά γεγονότα, την συνεπακόλουθη παρακμή των θεσμών, του
κλονισμού του δουλοκτητικού συστήματος κ.ά., με εξαθλιωμένο μεγάλο τμήμα των
ελεύθερων πολιτών που είχε καταντήσει
πλήθος (όχλος), αγόμενο και φερόμενο χωρίς αξίες και ιδανικά…. .
Καὶ χαλεπωτάτων δὲ καιρῶν κατασχόντων
τηνικάδε τὴν Ἑλλάδα.. (Δ.
Λ. Χ, 10)
Ο
Επίκουρος έδινε καθ’ ημέραν μάχη για να κρατήσει και στηρίξει την ανθρώπινη
αξιοπρέπεια. Γυναίκες, παιδιά και δούλοι δεν ήταν γι’ αυτόν ούτε πράγμα, ούτε
εργαλείο, όπως ήταν για τους Πλάτωνα και Αριστοτέλη, αλλά άνθρωποι, όπως όλοι.
Η θέση του στον ιδιαίτατα δύσκολο -άλυτο για ‘κείνη την εποχή- θεσμό της δουλείας, ήταν
ανθρωπιστική και θαρραλέα. Οι δούλοι αντιμετωπίζονται σαν άνθρωποι, θύματα των σκληρών-ανελέητων συνθηκών της
εποχής, που δικαιούνται την ανθρωπιστική μεταχείριση των συνανθρώπων τους.
Καμία σκέψη ότι οι δούλοι εξομοιώνονται με σύνεργα.
9.3)
Ο «Κήπος των Αθηνών» / Ο άνθρωπος Επίκουρος
Στον «Κήπο»,
σχολή και κοινότητα φίλων που ίδρυσε ο Επίκουρος το έτος 306, ζούσαν,
μαθήτευαν και δίδασκαν, αδελφωμένοι και ισότιμοι, ελεύθεροι και δούλοι, νόμιμες
γυναίκες και εταίρες, περήφανοι πολίτες αλλά και περιφρονημένοι από την
κοινωνία άνθρωποι. Μάλιστα, την διεύθυνση της φιλικής αυτής παρέας αναλάμβαναν
διαδοχικά όλοι οι τρόφιμοι του Κήπου.
«Στο “Κήπο”, έγινε κάτι, που ξεπερνάει
ό,τι ως τότε είχε γίνει στην Ελλάδα. Η γυναίκα κέρδισε κάποιο βάθρο, ανασαίνει
ανετότερα, αναμετρά το μυαλό τα με το ανδρικό και βλέπει πως η χιλιοειπωμένη
κατωτερότητά τα είναι μύθος. Η εταίρα προπάντων νιώθει ανακούφιση σ΄ εκείνο το
κλίμα. Κάποιος ή κάποιοι αναγνωρίζουν πως έχει ψυχή, νοιάζονται γι’ αυτήν, την
τριγυρίζουν μ΄ εκτίμηση και στοργή». (Χ. Θεοδωρίδης: Επίκουρος. Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου)
Τα
μαθήματα στον Κήπο δεν είχαν συστηματικό χαρακτήρα, όπως στη Πλατωνική Ακαδημία
και στο Λύκειο του Αριστοτέλη. Γίνονταν με ομιλίες και συζήτηση μέσα από
την καθημερινή συναναστροφή.
Σκοπός
της Επικούρειας διδασκαλίας, ήταν ένας - μόνος: Ο Διαφωτισμός,
δηλ. η απαλλαγή των ανθρώπων από τις πλάνες και τις δεισιδαιμονίες, προκειμένου να ζήσει
ευδαιμονικά.
Ο
Επίκουρος
θεωρούσε τη φιλοσοφία του χαρά και παλμό της
ζωής, έναν θριαμβικό “παιάνα” και όχι
αυστηρά μαθήματα, διαλέξεις, πραγματείες υπό κεφάλαια, διαιρέσεις,
υποδιαιρέσεις, παραγράφους.
Ο δάσκαλος, πρώτος έδινε το παράδειγμα
αδελφικής φιλίας και πατρικής στοργής. Στη φοβερή πείνα, κατά τη πολιορκία των
Αθηνών (το 296) από τον Αντιγονίδη Δημήτριο,
συντήρησε τους μαθητές του με κουκιά, που μοίραζε ένα-ένα…. «..…τότε και τον φιλόσοφον Επίκουρον ιστορούσι διαθρέψαι τους
συνήθεις κυάμους προς αριθμόν μετ’ αυτών διανεμόμενον…». (Πλούταρχου: “Δημήτριος”
34)
Μεταξύ των δούλων διακρινόταν κάποιος
ονομαζόμενος Μυς, τον οποίον ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει ως ενδοξότατο,
προφανώς επειδή διακρινόταν. Ο Επίκουρος με την διαθήκη του, μεριμνά
για τα παιδιά φίλων που είχαν αποβιώσει πριν απ’ αυτόν, και ελευθερώνει
τους δούλους (μάλιστα, αποκαλώντας τους “παίδας”).
“……ἀφίημι δὲ τῶν παίδων ἐλεύθερον Μῦν, Νικίαν,
Λύκωνα· ἀφίημι δὲ καὶ Φαίδριον ἐλευθέραν". (Δ.
Λ. Χ, 21)
Φίλοι του
Επίκουρου υπήρξαν και μαθητές του, όπως οι τρείς καθηγεμόνες
του Κήπου: Μητρόδωρος,
Πολύαινος (απεβίωσαν πριν από αυτόν) και Έρμαρχος για τον οποίον
λέγει ότι γέρασε μαζί του στην φιλοσοφία (“συγκαταγεγηρακότος
ἡμῖν ἐν φιλοσοφίᾳ”) και που μετά τον θάνατό του καθιστά διάδοχό του
στη σχολή (ηγεμόνα των συμφιλοσοφούντων).
Είναι
φανερό, ότι η φιλία του Επίκουρου δεν ήταν η πολιτική φιλία, η
υπηρετούσα σκοπούς της πολιτείας-κράτους, όπως την εννοούσαν ο Πλάτωνας και
ο Αριστοτέλης. Ήταν το αίσθημα συμπάθειας, που συνέδεε, σαν
απλούς ανθρώπους, τον κύκλο των μαθητών και των
πολυάριθμων θαυμαστών της φιλοσοφίας του. Στα χρόνια που ζούσε και
δίδασκε ο Επίκουρος, αλλά και στους επόμενους αιώνες που η διδασκαλία του είχε
απλωθεί σ’ όλο το κόσμο της Μεσογείου και τα πολιτικά πράγματα εξελίσσονταν
ολοένα προς το χειρότερο, η Επικούρεια φιλία αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη αξία,
η φιλοσοφία του μεγαλύτερο κύρος. Έτσι,
ο Επίκουρος και η φιλοσοφία του γρήγορα, παρά τις μανιασμένες αντιδράσεις,
απέκτησαν μεγάλη εκτίμηση και σεβασμό, έως και τα τελευταία χρόνια της
αρχαιότητας……
Ο Διογένης ο
Λαέρτιος (3ος αι. μ.Χ.), στο έργο του: «Βίοι φιλοσόφων» βιβλ. Χ (10ο) καταγράφει
και μερικές κακόβουλες αναφορές,
για αισχρές πράξεις…. του προσήψαν ως
και απαιδευσία….“….. ἔν τε τῇ πρὸς Πυθοκλέα ἐπιστολῇ
γράφειν Παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενος”…. (Δ. Λ. Χ, 6). Ο Σέξτος ο Εμπειρικός έγραψε ότι ο
Επίκουρος δεν “χώνευε” τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, επειδή αυτοί
ήταν….. “φωστήρες” στα γράμματα (“πολυμαθείς γεγονότας”). Ο Κικέρων
έγραψε ότι δεν σκάμπαζε από μαθηματικά, οι Χριστιανοί τον κακολογούσαν για
όλα…..
O Διογένης Λαέρτιος αναιρεί τις λοιδορίες,
καταγράφοντας επαίνους για τον Επίκουρο (Δ. Λ. Χ, 9 -12):
«……. Αυτοί (οι κακολογούντες τον Επίκουρο), όμως, έχουν
χάσει τα λογικά τους, διότι για τον Επίκουρο υπήρξαν και άνδρες πολλοί,
που μαρτυρούν την ανυπέρβλητη καλή διάθεσή του προς
όλους. Η πατρίδα του για να τον τιμήσει του αφιέρωσε χάλκινες προτομές. Οι
φίλοι του ήταν τόσοι σε πλήθος, ώστε δεν ήταν δυνατόν να μετρηθούν σ’ όλες τις
πόλεις. Όλοι όσοι γνώριζαν τις φιλοσοφικές του απόψεις προσδένονταν απ’ αυτές
σαν να άκουγαν το τραγούδι των σειρήνων…..
Η δε
διαδοχή της Σχολής του Επίκουρου παρέμενε σταθερή και αναρίθμητοι άνδρες την
διεύθυναν ο ένας μετά τον άλλο, όταν οι άλλες φιλοσοφικές σχολές είχαν
εκλείψει. Η προς τους γονείς του ευγνωμοσύνη και τα καλά που έκανε προς
τους αδερφούς του και η προς τους δούλους του ημερότητα, όπως αυτό
δηλώνεται στην διαθήκη του και από το ότι αυτοί συμφιλοσοφούσαν μαζί του, όπως
ο διαπρεπέστατος (“ενδοξότατος”) Μυς.
Γενικά
ήταν φιλάνθρωπος προς όλους. Η οσιότητα που έδειχνε προς τους Θεούς και η
φιλία του προς την πατρίδα, δεν περιγράφεται με λέξεις. Από την υπερβολική του
ευσέβεια δεν επεδίωξε να καταλάβει πολιτειακά αξιώματα. Ακόμη και σε
χαλεπώτατους καιρούς δεν εγκατάλειψε στιγμή την Ελλάδα και τον τόπο που
κατοικούσε. Μόνο δυο-τρεις φορές επισκέφθηκε τους φίλους του στην Ιωνία ενώ
αυτοί από όλους τους τόπους έφθαναν και συμβίωναν μαζί του στον Κήπο, όπως είπε
ο Απολλόδωρος. Τον Κήπο είχε αγοράσει 80 μνες….
Μνα: Μονάδα μέτρησης της
μάζας, ζύγιζε περίπου 433 γραμμ. Χρησιμοποιούνταν επίσης ως νόμισμα,
ισοδυναμούσε με 100 δραχμές….. Μεγάλο ποσόν.
Πιθανολογείται ο μαθητής του Επίκουρου Ιδομενέας, που κατά
μαρτυρία του Σενέκα ήταν αξιωματούχος του Λυσίμαχου, έδωσε το ποσόν στο δάσκαλό
του….. Ο κωμικός ποιητής Μάχων αφηγείται πως η εταίρα Φρύνη ζητούσε μία
μνα για κάθε νύχτα. Η Φρύνη πέθανε στην Αθήνα το 310.
Σύμφωνα με
τον Διοκλή ζούσαν εκεί με οικονομία και τρέφονταν λιτά και αρκούνταν σε
μια κούπα κρασί, γιατί το κυρίως ποτό γι’ αυτούς ήταν το νερό. Και δεν αξίωνε
από τους φίλους να καταθέτουν την περιουσία τους σε κοινό ταμείο, όπως ο
Πυθαγόρας, που είχε δόγμα “κοινά τα των φίλων”. Διότι, έλεγε ο Επίκουρος, ότι
αυτό δηλώνει έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους φίλους, και με δυσπιστία δεν
υπάρχει φιλία.
Ο
Επίκουρος είχε πει στις επιστολές του ότι αρκείται μόνο σε νερό και λιτό ψωμί,
ενώ κάποτε είπε σε φίλο του “Στείλε μου ένα δοχειάκι από εκείνο το τυρί, ώστε,
όταν θέλω, να μπορώ να ζω με
πολυτέλεια”. Τέτοιος ήταν
εκείνος που όρισε ότι ο σκοπός της ζωής είναι η ηδονή, ὃν καὶ Ἀθήναιος
δι' ἐπιγράμματος οὕτως ὑμνεῖ·
«Άνθρωποι, μοχθείτε για τα χειρότερα,
και για το κέρδος αρχίζετε φιλονικίες και
πολέμους, άπληστοι.
Όμως, ο πλούτος της φύσης έχει συγκεκριμένα όρια,
ενώ οι κούφιες κρίσεις διατρέχουν απέραντη οδό.
Αυτό άκουσε ο συνετός γιός του Νεοκλή,
είτε από τις μούσες είτε από τον ιερό τρίποδα της
Πυθίας.
Εισχωρούμε και πολλά θα καρπωθούμε από τις
δοξασίες και τα λόγια του».
«ἄνθρωποι, μοχθεῖτε τὰ χείρονα, καὶ διὰ κέρδος ἄπληστοι νεικέων ἄρχετε καὶ
πολέμων·
τᾶς φύσιος δ' ὁ πλοῦτος ὅρον τινὰ βαιὸν ἐπίσχει, αἱ δὲ κεναὶ κρίσιες τὰν ἀπέραντον
ὁδόν,
τοῦτο Νεοκλῆος πινυτὸν τέκος ἢ παρὰ
Μουσέων ἔκλυεν ἢ Πυθοῦς ἐξ ἱερῶν τριπόδων.
εἰσόμεθα δὲ καὶ μᾶλλον προϊόντες ἔκ τε τῶν δογμάτων ἔκ τε τῶν ῥητῶν αὐτοῦ».
Ο Επίκουρος ασκούσε ακατανίκητη γοητεία για
την πνευματική ανωτερότητα του, και για την ηπιότητα του χαρακτήρα του.
Λατρεύτηκε σαν θεός από τους μαθητές και οπαδούς του. Ο
Λουκρήτιος του αφιέρωσε τέσσερις μεγαλειώδεις ύμνους στο αξεπέραστης
φιλοσοφικής αξίας και λογοτεχνικής ομορφιάς ποίημα του. Ο Μένανδρος τον
παράβαλε με τον Θεμιστοκλή που έσωσε την Ελλάδα από την δουλεία, όπως ο Επίκουρος
την ξεσκλάβωσε από την μωρία.
Αλλά και σφοδροί αντίπαλοι της
φιλοσοφίας του, τον εκτίμησαν…. Ο Αυγουστίνος έγραψε ότι ήταν διατεθειμένος
μεταξύ όλων των ειδωλολατρών φιλοσόφων να προτιμήσει τον Επίκουρο, αν είχε κάμει λόγο
περί αμοιβών και ποινών στην μετά το θάνατο ζωή.
Ο
Επίκουρος είχε το προνόμιο ν’ ανταμειφθεί και εν ζωήι. Πέθανε
ευτυχισμένος, με την συναίσθηση ότι είχε υψωθεί ως την μακαριότητα,
αυτή που πάντα επιζητούσε για όλους τους ανθρώπους….
«Πορευόμενος τη μακαρία και τελευταία
ημέρα του βίου μου σου γράφω αυτά. Ο υπερβολικός πόνος από τη συνεχή
δυσουρία και δυσεντερία δεν απολείπεται του μεγέθους του. Αντιπαραθέτω σ’
όλα αυτά την χαρά της ψυχής επί των γεγονότων που ανακαλώ στη μνήμη μου.
Εσύ όμως που άξια παραστάθηκες προς εμένα και την φιλοσοφία από νεαρός, να
επιμεληθείς τα παιδιά του Μητρόδωρου».
«Τὴν μακαρίαν ἄγοντες καὶ ἅμα
τελευταίαν ἡμέραν τοῦ βίου ἐγράφομεν ὑμῖν ταυτί. στραγγουρικά τε παρηκολούθει
καὶ δυσεντερικὰ πάθη ὑπερβολὴν οὐκ ἀπολείποντα τοῦ ἐν ἑαυτοῖς μεγέθους. ἀντιπαρετάττετο
δὲ πᾶσι τούτοις τὸ κατὰ ψυχὴν χαῖρον ἐπὶ τῇ τῶν γεγονότων ἡμῖν διαλογισμῶν μνήμῃ.
σὺ δ' ἀξίως τῆς ἐκ μειρακίου παραστάσεως πρὸς ἐμὲ καὶ φιλοσοφίαν ἐπιμελοῦ τῶν
παίδων Μητροδώρου». (Επιστολή προς
Ιδομενέα, Δ.Λ. Χ, 22)
Χαρακτηρίζουν την Επικούρεια
φιλοσοφία “ατομικιστική - εγωιστική”, πέραν, “ηδονιστικής -
ευδαιμονιστικής”, ενώ παραβλέπουν τον διαφωτιστικό χαρακτήρα της.
Ωστόσο, οι για την
Φιλία και τον Ανθρωπισμό θέσεις του Επίκουρου, όπως και ο άμεμπτα ηθικός
βίος του, αποδυναμώνουν τους μειωτικούς χαρακτηρισμούς.
9.4) Ηδονή και
Ευδαιμονία στον Επίκουρο
«Καμία ηδονή καθαυτὴ κακή. Ωστόσο, τα επακόλουθα
μερικών ηδονών επιφέρουν πολύ περισσότερες οχλήσεις παρά τέρψεις».
«Οὐδεμία
ἡδονὴ καθ΄ ἑαυτὴν κακόν· ἀλλὰ τὰ τινῶν ἡδονῶν
ποιητικὰ πολλαπλασίους ἐπιφέρει τὰς ὀχλήσεις τῶν ἡδονῶν». (Επ. Προσφώνησις 50)
Η ηδονή
είναι η απώτερη επιδίωξη όλων των όντων, απόλυτα συγγενής με τη φύση τους. Επιζητείται από τα όντα εξ ενστίκτου, εκτός
και πέραν της λογικής. Ωστόσο, η επιδίωξη της ηδονής από τους ανθρώπους πρέπει
να γίνεται με φρόνηση και με εγκράτεια, προκειμένου να αποφεύγονται
πολλές επώδυνες συνέπειες, όπως ασθένειες, δυστυχία, όνειδος, τιμωρία από
τα νόμους κ.ά. Κι αυτό, ασφαλώς, είναι ορθή-λογική πράξη, διότι, σε τελευταία
ανάλυση, χωρίς την ύπαρξη της ζωής δεν έχει νόημα τίποτα….. Ο Χομπς βάζει την “αυτοσυντήρηση”, πάνω
από την ηδονή-ευδαιμονία, σαν υπέρτατο σκοπό των πράξεων μας.
Ο
πόνος είναι το αντίθετο. Πανάκεια -φευ- δεν υπάρχει για τον πόνο,
όμως Φιλόδημος ο Γαδαρηνός, στη
τετραφάρμακο, μας έχει πει ότι «το δεινόν ευεκαρτέρητον», έχοντας
υπ’ όψιν του το του Επικούρου…….
«Δεν χρονίζει ο σωματικός πόνος, αλλά ο μεν ακρότατος πόνος
διαρκεί ελάχιστα, ο δε πόνος που υπερβαίνει την ηδονή του σώματος δεν
διαρκεί πολλές ημέρες. Οι δε πολυχρόνιες αρρώστιες δίδουν παραπάνω το
γλυκύ στο σώμα σε αντιστάθμισμα του άλγους».
«Οὐ χρονίζει τὸ ἀλγοῦν συνεχῶς
ἐν τῇ σαρκί, ἀλλὰ τὸ μὲν ἄκρον τὸν ἐλάχιστον χρόνον πάρεστι, τὸ δὲ μόνον
ὑπερτεῖνον τὸ ἡδόμενον κατὰ σάρκα οὐ πολλὰς ἡμέρας συμμένει. αἱ δὲ πολυχρόνιοι
τῶν ἀρρωστιῶν πλεονάζον ἔχουσι τὸ ἡδόμενον ἐν τῇ σαρκὶ ἤπερ τὸ ἀλγοῦν». (ΚΥΡΙΑΙ ΔΟΞΑΙ 4)
Γενικά, ό,τι
είναι σύμφωνο με τη φύση είναι αγαθό, εκείνο που είναι αντίθετο μ’ αυτήν είναι κακό.
Η ηδονή
είναι, άρα, το αγαθό, και ο
πόνος το κακό. Διότι, στην υγεία του σώματος και στην αταραξία τα ψυχής
βρίσκεται ο τελικός σκοπός τα μακάριας ζωής.
Συνιστάται, πάντως, ο άνθρωπος να
αποφεύγει όποια ηδονή επιφέρει πόνο, αλλά και να μην αποφεύγει τον πόνο, εάν
αυτός ως συνέπεια έχει την ηδονή.
«Ὅταν οὖν λέγωμεν
ἡδονὴν τέλος ὑπάρχειν, οὐ τὰς τῶν ἀσώτων ἡδονὰς καὶ τὰς ἐν ἀπολαύσει
κειμένας λέγομεν, ὥς τινες ἀγνοοῦντες καὶ οὐχ ὁμολογοῦντες ἢ κακῶς ἐκδεχόμενοι
νομίζουσιν, ἀλλὰ τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι». (Επιστολή
προς Μενοικέα, 131)
Στην
επιστολή προς Μενοικέα διαβάζουμε…..
«……Και πράγματι, μία αλάνθαστη
θεώρηση των επιθυμιών πρέπει να ανάγει κάθε προτίμηση και κάθε αποφυγή στην υγεία του σώματος και την αταραξία τα ψυχής,
επειδή εκεί βρίσκεται ο τελικός σκοπός της μακάριας ζωής. Επειδή κάνουμε τα πάντα για να
αποφύγουμε τον σωματικό πόνο και την ταραχή της ψυχής. Και από την στιγμή που
το επιτύχουμε, σταματά κάθε ψυχική ταραχή, επειδή το ζωντανό ον δεν χρειάζεται
πλέον να κινηθεί προς κάτι που του λείπει, ούτε να αναζητήσει κάτι άλλο για να
συμπληρώσει το καλό της ψυχής και του σώματος. Διότι τότε χρειαζόμαστε την
ηδονή, όταν πονούμε εξ’ αιτίας της απουσίας της, και όταν δεν πονούμε,
δεν χρειαζόμαστε καθόλου την ηδονή. Και για τούτο λέμε ότι η ηδονή είναι αρχή και τέλος (σκοπός) της ευτυχισμένης ζωής.
Γιατί έχουμε διαγνώσει ότι η ηδονή
είναι το πρωταρχικό και σύμφυτο αγαθό μέσα μας, και ότι με αυτήν ως
αφετηρία διαλέγουμε τι θα πράξουμε και τι θα αποφύγουμε, και ότι σε αυτήν
καταλήγουμε πάλι, όταν αποτιμάμε κάθε αγαθό με γνώμονα αυτό που αισθανόμαστε.
Και ακριβώς επειδή η ηδονή είναι το πρωταρχικό και σύμφυτο αγαθό μέσα μας,
δεν επιλέγουμε κάθε ηδονή, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις όπου προσπερνάμε τα
ηδονές όταν μετά απ’ αυτές έπονται μεγαλύτερες ενοχλήσεις.
«……τούτων
γὰρ ἀπλανὴς θεωρία πᾶσαν αἵρεσιν καὶ φυγὴν ἐπανάγειν οἶδεν ἐπὶ τὴν τοῦ σώματος ὑγίειαν
καὶ τὴν τῆς ψυχῆς ἀταραξίαν, ἐπεὶ τοῦτο τοῦ μακαρίως ζῆν ἐστι τέλος. Τούτου γὰρ
χάριν πάντα πράττομεν, ὅπως μήτε ἀλγῶμεν μήτε ταρβῶμεν· ὅταν δ’ ἅπαξ τοῦτο περὶ
ἡμᾶς γένηται, λύεται πᾶς ὁ τῆς ψυχῆς χειμών, οὐκ ἔχοντος τοῦ ζῴου βαδίζειν ὡς
πρὸς ἐνδέον τι καὶ ζητεῖν ἕτερον ᾧ τὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ἀγαθὸν συμπληρώσεται.
Τότε γὰρ ἡδονῆς χρείαν ἔχομεν ὅταν ἐκ τοῦ μὴ παρεῖναι τὴν ἡδονὴν ἀλγῶμεν· <ὅταν
δὲ μὴ ἀλγῶμεν,> οὐκέτι τῆς ἡδονῆς δεόμεθα. Καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἡδονὴν ἀρχὴν
καὶ τέλος λέγομεν εἶναι τοῦ μακαρίως ζῆν· ταύτην γὰρ ἀγαθὸν πρῶτον καὶ
συγγενικὸν ἔγνωμεν, καὶ ἀπὸ ταύτης καταρχόμεθα πάσης αἱρέσεως καὶ φυγῆς καὶ ἐπὶ
ταύτην καταντῶμεν ὡς κανόνι τῷ πάθει πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες. Καὶ ἐπεὶ πρῶτον ἀγαθὸν
τοῦτο καὶ σύμφυτον, διὰ τοῦτο καὶ οὐ πᾶσαν ἡδονὴν αἱρούμεθα, ἀλλ’ ἔστιν
ὅτε πολλὰς ἡδονὰς ὑπερβαίνομεν, ὅταν πλεῖον ἡμῖν τὸ δυσχερὲς ἐκ τούτων ἕπηται· (Επ. Μ. 128-129)
Σύμφυτες με την ανθρώπινη φύση, και
προανάκρουσμα της ηδονής, είναι οι επιθυμίες, οι οποίες κατά τον Επίκουρο διακρίνονται σε τρία είδη:
1)
Φυσικές και ἀναγκαῖες. Αυτές που διώχνουν τον πόνο, όπως το
ποτό διώχνει την δίψα.
2) Φυσικές και μη ἀναγκαῖες. Αυτές
που διανθίζουν την ευχαρίστηση μόνον, χωρίς να
διώχνουν τον πόνο, όπως είναι τα πολυτελή φαγητά.
3) Σ’ αυτές που δεν είναι ούτε φυσικές
ούτε ἀναγκαῖες, αλλά δημιουργούνται από κούφια ματαιοδοξία, όπως είναι
αυτές για στεφάνια και αναθέσεις κατασκευής ανδριάντων.
«Τῶν
ἐπιθυμιῶν αἱ μέν εἰσι φυσικαὶ καὶ <ἀναγκαῖαι· αἱ δὲ φυσικαὶ καὶ> οὐκ ἀναγκαῖαι·
αἱ δὲ οὔτε φυσικαὶ οὔτ‘ ἀναγκαῖαι ἀλλὰ παρὰ κενὴν δόξαν γινόμεναι. φυσικὰς
καὶ ἀναγκαίας ἡγεῖται ὁ Ἐπίκουρος τὰς ἀλγηδόνος ἀπολυούσας, ὡς ποτὸν ἐπὶ δίψους·
φυσικὰς δὲ οὐκ ἀναγκαίας δὲ τὰς ποικιλλούσας μόνον τὴν ἡδονήν, μὴ ὑπεξαιρουμένας
δὲ τὸ ἄλγημα, ὡς πολυτελῆ σιτία· οὔτε δὲ φυσικὰς οὔτ‘ ἀναγκαίας, ὡς στεφάνους
καὶ ἀνδριάντων ἀναθέσεις. (Κύριαι
Δόξαι 29)
Ο Επίκουρος διακρίνει δύο είδη ηδονής: Την “κινητική”,
της παρούσας στιγμής, αυτή που αντλείται
από την διαδικασία για την ικανοποίηση της επιθυμίας, και την “καταστηματική”,
αυτή που διέπεται από το λογικό, και την απολαμβάνει κανείς όταν ικανοποιεί τις
φυσικές και αναγκαίες επιθυμίες του, συγχρόνως με απουσία πόνου. Προκρίνει δε
την “καταστηματική ηδονή”, ως τέλος
της ζωής…..
H λέξη “τέλος”
έχει διπλή σημασία, κάποιες φορές ταυτόχρονα. Έτσι σημαίνει (κυρίως) σκοπό
– στόχο, αλλά και κατακλείδα – πέρας, όταν η έρευνα του θέματος καταλήγει
εκεί.
Άλλωστε,
μόνο η αδιάλειπτη, δηλ. η μόνιμου χαρακτήρα ηδονική κατάσταση, η απαλλαγμένη από φόβους και δεισιδαιμονίες,
εξαιτίας της γνώσης των πραγματικών αιτιών των φυσικών φαινομένων, απολυτρώνει
τον άνθρωπο από την ταραχή και φέρνει στη ψυχή του γαλήνη και αταραξία.
Η αταραξία
της ψυχής, είναι η κατάσταση όπου οι εύλογες, φυσικές και αναγκαίες επιθυμίες
του ανθρώπου είναι ικανοποιημένες, μάλιστα αυτό δεν είναι τόσο δύσκολο, διότι “το
αγαθόν εύκτητον, “Τετραφάρμακος”. Έτσι, ο
άνθρωπος, αόχλητος, γαληνεύει…….. Ο
ατάραχος γαληνεύει, μη οχλούμενος ούτε απ’ τον ίδιο και ούτε από άλλους…… «Ὁ ἀτάραχος
ἑαυτῷ καὶ ἑτέρῳ ἀόχλητος».
(Επ. Προσφώνησις 79)
Υπ’
όψιν, η αταραξία δεν αντιστοιχεί στην απάθεια των
Στωικών, ούτε στην αθαμβία (την κατάσταση να μην να
“θαμπώνεται” κανείς με τα ανεξήγητα που βλέπει)
του Δημόκριτου, αλλά αφορά την (ψυχική) υγεία του οργανισμού, ένα θέμα που
αναγνωρίζεται ως κορυφαίο στον Επικουρισμό…
Ο Επίκουρος ως ανώτερες ηδονές θεωρεί τις πνευματικές,
δηλ. αυτές της ψυχής…. («Μείζονας ηδονάς είναι τας της ψυχής»), ωστόσο, δεν
θα ήταν ειλικρινής, μάλλον υποκριτική σεμνοτυφία θα έδειχνε, εάν
υποτιμούσε και τις σωματικές ηδονές, οι οποίες έντονα και
αναπόδραστα συνδέονται με τη φύση μας και είναι απολύτως απαραίτητες στη
σωματική και ψυχική υγεία - συναισθηματική
ισορροπία μας.
«….
Διότι δεν μπορώ να εννοήσω σε τι συνίσταται το αγαθόν, αν εξαιρέσω τις
ηδονές που προέρχονται από τα γεύματα, τις γενετήσιες πράξεις, τα ακροάματα, τα
εικαστικά…».
«Οὐ
γὰρ ἔγωγε ἔχω τί νοήσω τἀγαθόν, ἀφαιρῶν μὲν τὰς διὰ χυλῶν ἡδονάς, ἀφαιρῶν δὲ τὰς
δι' ἀφροδισίων καὶ τὰς δι' ἀκροαμάτων καὶ τὰς διὰ μορφῆς…..». (Δ.Λ.
Χ, 6)
Και ο καθηγεμόνας
του Κήπου Μητρόδωρος ο Λαμψακηνός:
«….Όλες οι ωραίες, οι σοφές και
οι λαμπρές επινοήσεις της ψυχής έχουν εμφανιστεί για χάρη της σαρκικής ηδονής,
ή της προσδοκίας για την απόκτησή της. και είναι μάταιο κάθε έργο που δεν
οδηγεί προς αυτό το σκοπό». (Πλούταρχος, “Προς
Κολώτην”, 1125 b)
Εξάλλου,…… «Αν οι πράξεις των ασώτων
που φέρνουν σ’ αυτούς ηδονές, έδιωχναν τους φόβους που μας κάνουν όλους μας να
νοιαζόμαστε και για τα ανεξήγητα στον ουρανό και για τον θάνατο και για τους
πόνους, κι’ αν μας δίδασκαν τα όρια των επιθυμιών, τότε δεν θα μπορούσαμε να
τους κατηγορήσουμε ποτέ για κάτι, επειδή θα ικανοποιούσαν από παντού τις ηδονές
και από πουθενά δεν θα είχαν τον πόνο ή την λύπη, που αυτό ακριβώς είναι το
κακό».
«Εἰ τὰ ποιητικὰ τῶν περὶ
τοὺς ἀσώτους ἡδονῶν ἔλυε τοὺς φόβους τῆς διανοίας τούς τε περὶ μετεώρων καὶ θανάτου
καὶ ἀλγηδόνων, ἔτι τε τὸ πέρας τῶν ἐπιθυμιῶν ἐδίδασκεν, οὐκ ἄν ποτε εἴχομεν ὅ
τι μεμψαίμεθα αὐτοῖς πανταχόθεν ἐκπληρουμένοις τῶν ἡδονῶν καὶ οὐθαμόθεν οὔτε τὸ
ἀλγοῦν οὔτε τὸ λυπούμενον ἔχουσιν, ὅπερ ἐστὶ τὸ κακόν».
(Κύριαι
Δόξαι 10)
Για τον Επίκουρο, απαραίτητη
προϋπόθεση της ευδαιμονίας είναι η φρόνηση….. Η φρόνηση είναι όχι μόνον αχώριστη από τις
άλλες αρετές, αλλά αυτές από τη φρόνηση απορρέουν, και επειδή η φρόνηση
διδάσκει «τὸ ζῆν ἡδέως», έπεται ότι η αρετή και η ευδαιμονία είναι -αχώριστα- σύμφυτες…….
Οι
Στωικοί πίστευαν ότι η αρετή από μόνη της αρκεί για την ευδαιμονία…. όμως
διαφορετικό είναι το περιεχόμενο των εννοιών της “αρετής” και της “ευδαιμονίας” στις φιλοσοφίες των Επίκουρου
και Ζήνωνα…..
«……Γι’ αυτό είναι πολυτιμότερη από την
φιλοσοφία η φρόνηση, από την οποία απορρέουν και οι υπόλοιπες άλλες αρετές, και
είναι αυτή που διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ευχάριστα αν η ζωή
του δεν έχει φρόνηση, ομορφιά και δικαιοσύνη, και ούτε πάλι μπορεί να έχει η
ζωή του φρόνηση ομορφιά και δικαιοσύνη αν δεν έχει ευχαρίστηση. Γιατί…… οι
αρετές έχουν την ίδια φύση με την ευδαιμονία (ζῆν ἡδέως), και η ευχάριστη ζωή
δεν ξεχωρίζει από αυτές».
«διὸ
καὶ φιλοσοφίας τιμιώτερον ὑπάρχει φρόνησις, ἐξ ἧς αἱ λοιπαὶ πᾶσαι πεφύκασιν
ἀρεταί, διδάσκουσα ὡς οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως,
<οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως> ἄνευ τοῦ ἡδέως· συμπεφύκασι γὰρ
αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως, καὶ τὸ ζῆν ἡδέως τούτων ἐστὶν
ἀχώριστον».
(Επ.
προς Μενοικέα, 132)
Ο Επίκουρος φτάνει μέχρι του σημείου να
θεωρεί ότι ο σοφός άνθρωπος «…..πιστεύει τελικά ότι είναι καλύτερα να
ατυχήσει σε κάτι που σκέφτηκε σωστά, παρά να ευτυχήσει χωρίς να έχει
συλλογισθεί, γιατί είναι καλύτερο τα ανθρώπινες πράξεις να αποτύχει εκείνο
που επιλέχθηκε σωστά, παρά να επιτύχει από ευνοϊκή τύχη εκείνο που κακώς
επιλέχθηκε»……
«……κρεῖττον
εἶναι νομίζοντος εὐλογίστως ἀτυχεῖν ἢ ἀλογίστως εὐτυχεῖν· βέλτιον γὰρ ἐν ταῖς
πράξεσι τὸ καλῶς κριθὲν <μὴ> ὀρθωθῆναι διὰ ταύτην». (Επιστολή
τα Μενοικέα, 135)
Ο σοφός, φθάνοντας στην κορυφή έχει βρει
τεράστιο θησαυρό αυτάρκειας. Ασύγκριτος από πάσης απόψεως, δεν προσλαμβάνει
πλέον, παρά μόνον προσφέρει.
«Ὁ σοφὸς εἰς τὰ ἀναγκαῖα συγκριθεὶς μᾶλλον ἐπίστασαι
μεταδιδόναι ἡ μεταλαμβάνειν τηλικοῦτον αὐταρκείας εὑρὲ θησαυρόν». (Επ. Προσφώνησις 44)
Ο δε σεβασμός, που εύλογα δικαιούται ο
σοφός, τιμά πρωτίστως (συνιστά ἀγαθὸν μέγα) εκείνον που τον σέβεται….. «Ο του σοφοῦ σεβασμός
ἀγαθὸν μέγα τῷ σεβομένω ἐστί». (Επ. Προσφώνησις 32)
Η ηδονή, λοιπόν, συνιστά
την αρχή και το τέλος (σκοπό) της ευτυχισμένης
ζωής. Η ευδαιμονία έγκειται, ή και
ταυτίζεται με την ηδονή. Και το πιο πάνω αξίωμα αποτελεί θεμελιώδες
Επικούρειο δόγμα, αφού αποβλέπει στο σπουδαιότερο από τα ανθρώπινα ζητήματα,
δηλ. “εις την του όλου βίου μακαριότητα”.
Η πιο πάνω βασική θέση τονίζεται από
τον Επίκουρο επανειλημμένα, με σαφήνεια, σε όλους τους τόνους και με κάθε
ευκαιρία. Μάλιστα, μετά το πλήρες ξεκαθάρισμα των εννοιών της ηδονής και της
ευδαιμονίας, συνιστά και την πιο χαρακτηριστική διαφορά του Επικουρισμού έναντι
όλων των άλλων φιλοσοφικών δογμάτων, στο ηθικό πεδίο. Πρέπει, επομένως, να
ασχολούμαστε με πράγματα που φέρνουν ευδαιμονία, γιατί όταν την
έχουμε, έχουμε τα πάντα, ενώ σαν λείπει κάνουμε τα πάντα για να την
αποκτήσουμε…..
«…..μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴ περ
παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν…..».
(Προς Μενοικέα,
122)
….αλλά και διότι η ανθρώπινη
ευδαιμονία αυξάνει με την προσθήκη ηδονών (και μειώνεται όταν αφαιρούνται), σε
αντίθεση με την ακρότατη θεϊκή ευδαιμονία που δεν επιδέχεται μεταβολή…..
«…… Τὴν εὐδαιμονίαν διχῆ νοεῖσθαι,
τήν τε ἀκροτάτην, οἵα ἐστὶ περὶ τὸν θεόν, ἐπίτασιν οὐκ ἔχουσαν· καὶ τὴν <κατὰ
ταὴν> προσθήκην καὶ ἀφαίρεσιν ἡδονῶν».
(Προς Μενοικέα,
121)
Διότι: «……. Όταν τα λέμε ότι η
ηδονή είναι ο σκοπός (της ζωής), δεν εννοούμε τα ηδονές των ασώτων και
αυτές που συνίστανται στην αισθησιακή απόλαυση, όπως νομίζουν μερικοί από
άγνοια και διαφωνούν, ή είναι κακώς πληροφορημένοι, αλλά εννοούμε να μην
πονά το σώμα και να μην ταράσσεται η ψυχή.
Γιατί, την ευχάριστη ζωή, δεν την
γεννούν τα ποτά και οι συνεχείς διασκεδάσεις, ούτε οι απολαύσεις αγοριών και
γυναικών, ούτε ψαριών και των άλλων εδεσμάτων που προσφέρουν τα πολυτελή
τραπέζια, αλλά ο νηφάλιος λογισμός, που ερευνά τις αιτίες για
κάθε προτίμηση ή αποφυγή και διώχνει τις δοξασίες από τις οποίες προέρχεται η
μεγαλύτερη ταραχή που καταλαμβάνει τα ψυχές μας».
«…Ὅταν
οὖν λέγωμεν ἡδονὴν τέλος ὑπάρχειν, οὐ τὰς τῶν ἀσώτων ἡδονὰς καὶ τὰς ἐν ἀπολαύσει
κειμένας λέγομεν, ὥς τινες ἀγνοοῦντες καὶ οὐχ ὁμολογοῦντες ἢ κακῶς ἐκδεχόμενοι
νομίζουσιν, ἀλλὰ τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψυχήν. οὐ γὰρ πότοι
καὶ κῶμοι συνείροντες οὐδ’ ἀπολαύσεις παίδων καὶ γυναικῶν οὐδ’ ἰχθύων καὶ τῶν ἄλλων
ὅσα φέρει πολυτελὴς τράπεζα τὸν ἡδὺν γεννᾷ βίον, ἀλλὰ νήφων λογισμὸς καὶ
τὰς αἰτίας ἐξερευνῶν πάσης αἱρέσεως καὶ φυγῆς καὶ τὰς δόξας ἐξελαύνων ἐξ ὧν πλεῖστος
τὰς ψυχὰς καταλαμβάνει θόρυβος. (Επ.Μ.130-131)
9.5)
Αυτάρκεια και λιτότητα βίου
«Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και
λιτοδίαιτο, ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή τα
θάλασσας. Τίποτα άλλο». (Ν.
Καζαντζάκης, «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»).
Για την
ανθρώπινη ευδαιμονία, για μια ζωή χωρίς
να πονά το σώμα και να ταράσσεται η ψυχή, ο Επίκουρος συνιστά αυτάρκεια
και λιτότητα, διότι έτσι καρπωνόμαστε το μεγάλο αγαθό τα ελευθερίας: «Τῆς αὐταρκείας καρπὸς μέγιστος ἐλευθερία». (Επικούρου Προσφώνησις 77)
Μας το λέει η ίδια η φύση μας: «Σαρκὸς
φωνῇ τὸ μὴ πεινῆν, τὸ μὴ διψῆν, τὸ μὴ ῥιγουν ταὐτὰ γὰρ ἔχων τις καὶ ἐλπίζων ἕξειν
κἀν <Διὶ> ὑπὲρ εὐδαιμονίας μαχέσαιτο». (Επ. Προσφ. 33)
Από την άλλη μεριά, η απόκτηση πλούτου έχει βαρύ τίμημα και δεν συνάδει
με την ελευθερία του ανθρώπου, αφού….. «Σε
ελεύθερο βίο δεν μπορείς ν’ αποκτήσεις χρήματα πολλά. Διότι αυτή η κατάσταση (η
απόκτηση πλούτου) δεν είναι εύκολη, χωρίς να υπηρετήσεις τον όχλο ή τους
δυνάστες, αφού όλα αυτά αποκτώνται με τέτοιους τρόπους, συνεχώς».
«Ελεύθερος βίος οὔ δυναταὶ κτήσαθαι χρήματα πολλὰ διὰ τὸ πρᾶγμα
μὴ ῥᾴδιον εἶναι χωρὶς θητείας ὄχλων ἤ δυναστῶν, ἀλλὰ συνέχει δαψιλείᾳ πάντα
κέκτηται». (Επ. Προσφ. 67)
Η
ανθρώπινη πλεονεξία - βαρέλι δίχως πάτο
- δεν ικανοποιείται με τίποτα, μάλιστα για εκείνον που θεωρεί λίγο το
αρκετό, τίποτε δεν είναι αρκετό…… «Οὐδὲν ἱκανὸν ὦ ὀλίγον ἱκανόν». (Επ. Προσφ. 68)
Ο Ιωάννης
Στοβαίος (5ος αι. μ.Χ.) διέσωσε
και το πιο κάτω χαρακτηριστικό Επικούρειο χωρίο (III XVII 23) ……
«Αν θες
να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή, μην του δίνεις χρήματα, αφαίρεσέ του
επιθυμίες».
Από τη συλλογή: «Επικούρου Προσφώνησις»:
- Η άδικη φιλαργυρία είναι ασέβεια, αλλά και
η δίκαιη είναι αισχρή. Γιατί συνιστά απρέπεια να φέρεσαι με ευτελείς τρόπους
ακόμη και αν τα το δίκιο με το μέρος σου……. «Φιλαργυρεῖν ἄδικα μὲν ἀσεβεῖς,
δικαία δὲ αἰσχρὸν ἀπρεπὲς γὰρ ῥυπαρῶς φείδεσθαι καὶ μετὰ τοῦ δικαίου». (Επ. Προσφ. 43)
- Δεν χρειάζεται ν’ απαξιώνουμε αυτά που
έχουμε ήδη, από την επιθυμία όσων δεν έχουμε, αλλά να σκεφτόμαστε ότι κι’ αυτά
που έχουμε, κάποτε τα λαχταρούσαμε…….. «Οὐ δεῖ λυμαίνεσθαι τὰ
παρόντα τῶν ἀπόντων ἐπιθυμία ἀλλ΄ ἐπιλογίζεσθαι ὅτι καὶ ταὐτὰ τῶν εὐκταίων ἤν». (Επ. Προσφ. 34)
Από την επιστολή
τα Μενοικέα (130-131):
«Και θεωρούμε
την αυτάρκεια μεγάλο αγαθό, όχι για να χρησιμοποιούμε τα λίγα, αλλά για να
αρκούμαστε στα λίγα όταν δεν έχουμε τα πολλά, έχοντας την πεποίθηση ότι
απολαμβάνουν πολύ ευχάριστα την πολυτέλεια αυτοί που την χρειάζονται λιγότερο
και ότι κάθε τι που είναι φυσικό αποκτιέται εύκολα, ενώ κάθε τι που είναι
μάταιο αποκτιέται δύσκολα. Και οι λιτές τροφές προσφέρουν ίση ηδονή με τα πολυτελή
γεύματα, όταν εξαλείφουν τελείως όλο τον πόνο που προέρχεται από την έλλειψη,
και το ψωμί και το νερό προκαλούν την πιο δυνατή ηδονή σ’ αυτόν που τα γεύεται
αφού έχει νοιώσει την ανάγκη τα. Το να συνηθίζει
λοιπόν κανείς στην απλή διατροφή και όχι στην πολυτελή διατροφή, και
εξασφαλίζει την υγεία και κάνει τον άνθρωπο ακούραστο τα αναγκαίες ενασχολήσεις
τα ζωής του και τα κάνει να νοιώθουμε πιο ευχάριστα όταν, κατά διαστήματα,
πηγαίνουμε σε πολυτελή γεύματα, και τα προετοιμάζει να μην φοβόμαστε τα
εναλλαγές τα τύχης……».
«…καὶ τὴν αὐτάρκειαν δὲ ἀγαθὸν μέγα νομίζομεν, οὐχ ἵνα πάντως
τοῖς ὀλίγοις χρώμεθα, ἀλλ’ ὅπως ἐὰν μὴ ἔχωμεν τὰ πολλά, τοῖς ὀλίγοις χρώμεθα,
πεπεισμένοι γνησίως ὅτι ἥδιστα πολυτελείας ἀπολαύουσιν οἱ ἥκιστα ταύτης δεόμενοι,
καὶ ὅτι τὸ μὲν φυσικὸν πᾶν εὐπόριστόν ἐστι, τὸ δὲ κενὸν δυσπόριστον. Οἵ τε λιτοὶ
χυλοὶ ἴσην πολυτελεῖ διαίτῃ τὴν ἡδονὴν ἐπιφέρουσιν ὅταν ἅπαν τὸ ἀλγοῦν κατ’ ἔνδειαν
ἐξαιρεθῇ· καὶ μᾶζα καὶ ὕδωρ τὴν ἀκροτάτην ἀποδίδωσιν ἡδονὴν ἐπειδὰν ἐνδέων τα αὐτὰ
προσενέγκηται.
Τὸ συνεθίζειν οὖν ἐν ταῖς ἁπλαῖς καὶ οὐ
πολυτελέσι διαίταις καὶ ὑγιείας ἐστὶ συμπληρωτικὸν καὶ πρὸς τὰς ἀναγκαίας τοῦ βίου
χρήσεις ἄοκνον ποιεῖ τὸν ἄνθρωπον καὶ τοῖς πολυτελέσιν ἐκ διαλειμμάτων
προσερχομένους κρεῖττον ἡμᾶς διατίθησι καὶ πρὸς τὴν τύχην ἀφόβους παρασκευάζει.….». (Επ.Μ.130-131)
Τι
πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε στη ζωή;
«Να
γελάμε, πρέπει, συνάμα να φιλοσοφούμε και ν’ ασχολούμαστε με τα του οίκου μας,
και καθόλου να μην λησμονούμε τις συμβουλές της σωστής φιλοσοφίας».
«Γελᾶν ἅμα δεῖ καὶ φιλοσοφεῖν καὶ οἰκονομεῖν καὶ τοῖς λοιποῖς οἰκειώμασι
χρῆσθαι καὶ μηδαμῇ λήγειν τὰς ἐκ τῆς ὀρθῆς φιλοσοφίας φωνὰς ἀφιέντας». (Επ. Προσφ. 41)
«Ας απελευθερώσουμε τους εαυτούς
μας από τη φυλακή των καθημερινών υποθέσεων και της πολιτικής». “Ἐκλυτέον ἑαυτοὺς ἐκ τοῦ περὶ τὰ ἐγκύκλια καὶ πολιτικὰ
δεσμωτηρίου”. (Επικ. Προσφ. 58)
Ο Διογένης Λαέρτιος (“ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ”, βιβλ. Χ, 117-121), γράφει μεταξύ άλλων, σχετικά με τις απόψεις του Επίκουρου και των
οπαδών του περί των θεμάτων της ζωής και με το τι
πρέπει να επιλέγουμε και τι ν’ αποφεύγουμε (“περί
των βοιωτικών και όπως χρη τα μεν ημάς αιρείσθαι, τα δε εκφεύγειν”), τα εξής:
«Ο
σοφός ακόμα κι αν βασανιστεί δεν παύει να ευδαιμονεί. Ο σοφός μόνον ευγνωμοσύνη
αισθάνεται, ενώ για τους φίλους του -εξίσου για παρόντες και απόντες- έχει
πάντα καλά λόγια να πει. Όταν βασανίζεται βογγά και οδύρεται…...Ούτε γάμο θα
κάνει, ούτε παιδιά θα αποκτήσει ο σοφός, όπως αναφέρει ο Επίκουρος στις
“Διαπορίες” και στο “Περί φύσεως” έργο του. Σε ειδικές περιπτώσεις της ζωής του
θα κάνει γάμο, αν και μερικοί θα τον αποφύγουν……
Ούτε θα
πολιτευθεί, όπως λέει (ο Επίκουρος) στο πρώτο βιβλίο του
“Περί βίων” έργου του, ούτε
τύραννος θα γίνει, ούτε κυνικός, όπως
λέει στο δεύτερο βιβλίο του “Περί βίων” έργου του…..και θα δικασθεί και
συγγράμματα θ’ αφήσει πίσω του, αλλά δεν θα γράψει πανηγυρικούς λόγους, και για
τ' αποκτήματά του θα προνοήσει και για το μέλλον του, και θ’ αγαπήσει την
αγροτική ζωή, και θ’ αντιταχθεί στην κακοτυχία και δεν θα εγκαταλείψει κανέναν
φίλο του και θα φροντίσει για την φήμη του, τόσο όσο χρειάζεται για να μην
καταφρονηθεί, και στα θεάματα θα ευχαριστηθεί περισσότερο από τους άλλους. Θα
αφιερώσει και αναθήματα. Είτε είναι πλούσιος, είτε είναι φτωχός του είναι
αδιάφορο…..
Όταν χάσει
τους πόρους του θα δεχτεί χρήματα, αλλά μόνο για τη σοφία του. Στην κατάλληλη
στιγμή θα υπηρετήσει και κάποιον μονάρχη, ενώ θα χαρεί όταν κάποιος διορθωθεί. Και σχολή θα ιδρύσει, αλλά όχι για μπούγιο (οχλαγωγία),
και θα κάνει δημόσιες διαλέξεις αλλά όχι με δική του πρωτοβουλία. Θα είναι
δογματικός και όχι σκεπτικιστής. Και στον ύπνο του τέτοιος θα είναι, και για
χάρη ενός φίλου του μπορεί να πεθάνει ….». (Δ.Λ.
117-121)
Για την
ενασχόληση των ανθρώπων με ζητήματα τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας, που όχι
σπάνια δημιουργούν μεγάλες αναστατώσεις και διχόνοιες, οι Επικούρειοι
διατύπωναν σοβαρές επιφυλάξεις. Άλλωστε, η άσκηση της πολιτικής συνιστά
τον ιδανικό χώρο άσκησης και της σοφιστικής τεχνουργίας, που έχει σκοπό, μέσω
της δημιουργίας παραποιημένων ή ψευδών αντιλήψεων, την παραπλάνηση των πολιτών,
που ζημιώνει τους πολλούς χάριν
εξυπηρετήσεως των συμφερόντων λίγων.
Ο σοφός, δεν
είναι ένα άτομο χωρίς κοινωνική ζωή, αναχωρητής κατά κάποιο τρόπο. Αποφεύγει
δραστήρια ανάμειξη στα δημόσια πράγματα διότι θέλει να ζει ήσυχα, μακριά από τη
δημοσιότητα, χωρίς να προβάλλεται, δηλ. θέλει να περνά τη ζωή του σύμφωνα με
την αρχή του «λάθε βιώσας»……
Το παράγγελμα «λάθε βιώσας» μνημονεύεται στην πραγματεία του Πλουτάρχου(“Ηθικά”):
“Ει καλώς είρηται το λάθε βιώσας”.
Ο σοφός, δεν
πασχίζει να κερδίσει αναγνωρισιμότητα, τον θαυμασμό και τους επαίνους του
πλήθους, διότι αυτά δεν ανήκουν “οὔτε
στις φυσικές, οὔτε στις ἀναγκαῖες επιθυμίες͵ ἀλλὰ παρὰ κενὴν δόξαν γίγνονται”. Άλλωστε….
….«Δεν
λύνει την ταραχή της ψυχής, ούτε δίνει αξιόλογη χαρά, ακόμα και ο μεγαλύτερος
πλούτος που υπάρχει, ούτε η τιμή και η υπόληψη του πλήθους, ούτε ό,τι άλλο
προέρχεται από αβέβαιες αιτίες».
«Οὐ λύει
τὴν τῆς ψυχῆς ταραχὴν οὐδὲ τὴν ἀξιόλογον ἀπογέννα χαρὰν οὔτε πλοῦτος ὑπάρχων ὁ
μέγιστος οὔθ’ ἡ παρὰ τοῖς πολλοῖς τιμὴ καὶ περιβλέψις οὔτ ἄλλο τι τῶν παρὰ τὰς ἀδιορίστους
αἰτίας». (Επ. Προσφ. 81)
Και πως,
αλήθεια, αυτοί που είναι μπλεγμένοι με παραταξιακές αντιπαραθέσεις και εμφύλιες
διαμάχες, μπορούν να κατέχονται συγχρόνως και από το ύψιστο αγαθό της αταραξίας
του πνεύματος, που συνιστά απαραίτητο όρο ψυχικής υγείας, άρα, και της
ευδαιμονίας τους; Οι Επικούρειοι έθεταν ως προϋπόθεση ενασχόλησης με τη
πολιτική, αυτή να ασκείται μετά «καλοκαγαθίας». Μάλιστα, κάτω απ’
αυτήν την προϋπόθεση, θεωρούσαν ότι θα αποφέρει πολλά και μεγάλα αγαθά στις
πόλεις….
“Πολιτική πολλάκις αίτιον και συμφορών
ανηκέστων. μετά μέντοι καλοκαγαθίας λαμβανομένην ταις μεν πόλεσιν αγαθά πολλά
συμβάλλεσθαι και μεγάλα”. Φιλόδημος. Απόσπασμα από το «Περί Ρητορικής»
έργο του.
Η αποστροφή από τα κοινά δεν συνιστά
απαράβατο δόγμα: «…. Ο Επίκουρος είπε πως ο σοφός δεν ασχολείται με την
πολιτική, παρεκτός κι αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι». (Σενέκας “Περί ησυχίας” 30.2)
Στον Πλούταρχο (“Περί
ευθυμίας”) αναφέρεται και η εξής Επικούρεια παραίνεση:
«Όσοι φλέγονται από επιθυμία και φιλοδοξία και δεν
μπορούν να κάνουν διαφορετικά, ας ακολουθήσουν τη φυσική τους ορμή για
πολιτική. Γιατί η απραγμοσύνη, όσο δεν κάνουν αυτό που ορέγονται, θα τους
ταράξει περισσότερο». ……
Οι Ρωμαίοι Επικούρειοι,
μάλιστα, έκαναν κατάχρηση αυτής της αναγκαστικής εξαίρεσης, από το
Επικούρειο δόγμα!
Με βάση
τέτοιες, ριζοσπαστικές - επαναστατικές, αρχές, οι Επικούρειοι ξεπερνούν
και τις εθνικιστικές προκαταλήψεις…. Στη μεγάλη
πέτρινη επιγραφή στα Οινόανδα, σκάλισε -ανεξίτηλα- ο Διογένης:
- «….Γιατί,
λοιπόν, να τρέχουμε πίσω από πράγματα που τα ορίζουν άλλοι»;
- «….
διότι κάθε φορά που διαιρείται η γη, άλλη πατρίδα έχει ο καθ’ ένας. Αλλ’ αυτός
ο κόσμος περιλαμβάνει όλες τις περιοχές και όλοι μας μια πατρίδα έχουμε,
ολόκληρη τη γη. Και μια κατοικία έχουμε, ολόκληρο τον κόσμο».
Ο Επίκουρος γράφει στο δοκιμαζόμενο
φίλο του Μιθρή, ένα Σύρο αξιωματούχο του Λυσίμαχου: «….. Χρειάζεται
ν’ αντέχεις, ως έρχονται τα πράγματα. Γιατί δεν αξίζει να φοβάσαι την ενόχληση
που προκαλεί η οποιαδήποτε μεταβολή της τύχης….. Πράγματι, μα τους θεούς,
φάνηκες με όλο το ήθος σου άξιος για μια ζωή ελεύθερη και διαφορετική απ’
αυτή που θεσπίζουν οι νόμοι». (Πλούταρχος “Προς Κολώτην” 1127
d-e)
Κεφ. 11) Ρητορική
Κατηγορηματικά απέναντι στη Ρητορική βρίσκεται και ο Επίκουρος,
στη λογική πως οι διφορούμενες και ασαφείς έννοιες, “οι σοφιστείες”,
λεκτικές και νοητικές ακροβασίες, που μπορεί να υποκρύπτουν άγνοια είτε κακή
πρόθεση, εξαπατούν και παγιδεύουν τον νου. Ο Διογένης Λαέρτιος γράφει ότι οι
Επικούρειοι ονόμαζαν σοφιστές όσους διαστρέβλωναν την διδασκαλία τους. Ο
Επίκουρος απαιτούσε από τον ρήτορα σαφήνεια, και κάθε συζήτηση να ξεκινά με
ριζικό ξεκαθάρισμα των εννοιών…..
«Πρῶτον μὲν οὖν τὰ ὑποτεταγμένα
τοῖς φθόγγοις, ὦ Ἡρόδοτε, δεῖ εἰληφέναι,….» (Προς
Ηρόδοτο 37)
Ο Μητρόδωρος έγραψε
βιβλίο 9 τόμων "Εναντίον των Σοφιστών".
Τον ρήτορα δεν τον κάνουν τα τεχνάσματα, παρά η φύση…. «Φύσις γαρ εστιν η κατορθούσα λόγους, τέχνη δε ουδεμία».
Ο Φιλόδημος
έγραψε "Περί ρητορικής", λίγα αποσπάσματα διασώθηκαν στους
παπύρους του Ερκουλάνουμ.
Ο Διογένης Λαέρτιος γράφει επίσης ότι οι Επικούρειοι…….
«Την διαλεκτικήν,
ως παρέλκουσαν, αποδοκιμάζουσιν»….. Την διαλεκτική, όχι με την πρωτογενή σημασία της («διαλέγειν κατά γένη και
σκοπείν τι έκαστον είη των όντων»), αλλά όπως ο Πλάτων (και ο Αριστοτέλης) εννοούσαν, ως “θριγκό ναού – τέλος (σκοπό) τα των μαθημάτων” (της δικής τους φιλοσοφίας).
Ο Επίκουρος
στόχο είχε μοναδικό την απόκτηση γνώσης που να συμβάλλει στην ανθρώπινη
ευδαιμονία. Δεν εκπαίδευε μέλλοντες πολιτικούς ή στρατιωτικούς ηγέτες, ιερείς ή
μεταπράτες. Ούτε συνηγόρους υπεράσπισης ιδιοτελών συμφερόντων ή επιδεικτικούς
ρήτορες – υποκριτές, αναγκαίους σε κοινωνίες «αγορών». Πανηγυρικοί λόγοι - ανθρώπινες ματαιοδοξίες, ήταν
ξένες προς την Επικούρεια αντίληψη.
Κατά τους
Επικούρειους, ο σοφιστής - ρήτορας, θεωρώντας ότι κατέχει την γνώση και την
αλήθεια, με ομιλία όπου ο εντυπωσιασμός και το πυροτέχνημα παίζει πιο σημαντικό
ρόλο από την ουσία των λεγομένων, προσπαθεί να την μεταδώσει και να την
επιβάλει στους απέναντι. Έτσι, έριδες και ταραχές -μάλλον- προκύπτουν παρά
γόνιμα αποτελέσματα.
Στους
Επικούρειους η γνώση θεμελιώνεται όχι πάνω στην τεχνική του ρήτορα να πείθει
ότι οι ισχυρισμοί του (που
άλλωστε αλλάζουν κατά τα συμφέροντα του εντολέα) είναι σωστοί, αλλά πάνω σε θεμέλιο επιστημονικό, και αυτό είναι ο “Επικούρειος
Κανόνας”. Έτσι, οι Επικούρειοι
αντιπαρέρχονταν τις άσκοπες και ανώφελες, αν μη βλαπτικές λογομαχίες. Αντ’
αυτών προέκριναν συζητήσεις “φιλικού τύπου”. Σε κάθε φιλικού τύπου
συζήτηση επιζητείται η έρευνα της -για όλους ωφέλιμης- γνώσης, χωρίς να της
λείπει η ζωντάνια, η κριτική, η παρρησία.
Και από ένα τέτοιο διάλογο βγαίνουν όλοι κερδισμένοι, ή μάλλον, πιο κερδισμένος
βγαίνει αυτός που θεωρείται “ηττημένος”, καθώς αυτός κάτι παραπάνω
μαθαίνει, που δεν το ήξερε προηγουμένως!
«Εν φιλολόγω συζητήσει
πλείον ήνυσεν (κέρδισε/ανύω=επιτελώ, κατορθώνω) ο ηττηθείς, καθ’ ο
προσέμαθεν (δηλ. έμαθε περισσότερα)». (Επικούρου Προσφώνησις 74)
Κεφ. 12) Περί μουσικής και ποιητικής
Κατά τον Επίκουρο: «Μόνον ο σοφός είναι σε θέση να μιλήσει σωστά για
ποίηση και μουσική. ο ίδιος βέβαια δεν θα γράψει ποιήματα».
«Μόνον τε τον σοφόν ορθώς αν περί μουσικής και ποιητικής διαλέξασθαι. ποιήματά
τε ἐνεργείᾳ οὐκ ἂν ποιῆσαι» (Διογένης Λαέρτιος Χ, 121)
Σχετικά με τις απόψεις του Επικούρου για την μουσική και το
θέατρο, οι Σέξτος, Κικέρων, Πλούταρχος, Πρόκλος, έχουν γράψει:
- «Η
μουσική δεν συντελεί στην ευδαιμονία, της αρέσει η σκόλη, το κρασοπότηρο, το
ρεμπελιό»
(Σέξτος)
- «Η
ποίηση δεν δίδει καμιά στέρεη ωφέλεια. Το πολύ είναι μια διασκέδαση» (Κικέρων, De Finibus)
-
«Τη χειρότερη θέση έχει το παραμύθι, οι ψευτιές που κοπανάν οι αοιδοί. Γι’
αυτό η προκατάληψη της σχολής για τους ποιητές και η λίγη ευλάβεια ακόμα και
στον Όμηρο».
«Ποιητική τύρβη….Ομήρου μωρολογήματα»
(Πλούταρχος)
-
«Οι Πλατωνικοί μύθοι πάνε δίπλα με τους Ομηρικούς κι είναι στην ουσία από
την ίδια οικογένεια»
(Πρόκλος)
Για την τέχνη: «Τέχνη εστί
μέθοδος ενεργούσα τω βίω το συμφέρον» (αρχαίος σχολιαστής)
(Χ. ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ: “ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ / Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ
ΚΟΣΜΟΥ”, σελ. 223, 256-261)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ:
«Η σοφία δεν έχει προχωρήσει ούτε ένα
βήμα μετά τον Επίκουρο και συχνά βρίσκεται χιλιάδες βήματα πίσω του». Φρ.
Νίτσε (1844-1900)
«Ο Επίκουρος είναι, λοιπόν, ο μέγιστος
Έλληνας διαφωτιστής, και του ταιριάζει ο έπαινος του Λουκρήτιου: “Humana ante
oculos… (DRN I, 62-79”)». Καρλ Μαρξ
(1818-1883)
Διδακτορική διατριβή: “Διαφορά της
Δημοκρίτειας και Επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας”
«Εσύ
πατέρα μας φώτισες την αλήθεια…/ Tu, pater, es rerum inverto….. (DRN III, 9-13) ». Ισαάκ Νεύτων (1643-1727). Προοίμιο του έργου:
“Opuscula mathematica, philosophica et philologica”
«Χαίρε
των Νεοκλειδών δίδυμη γενιά. Απ’ αυτούς, την πατρίδα μας ο ένας έσωσε από τη
δουλεία, ο άλλος από τη βλακεία». Μένανδρος (342-292
π.Χ.) (Παλατινή Ανθολογία VII. 72)
«Χαίρε
Νεοκλείδα δίδυμον γένος, ων ο μεν ημών
πατρίδα δουλοσύνας ρύσασθ’, ο δ’ αφροσύνας». / Αφορά τους Θεμιστοκλή και
Επίκουρο. Νεοκλής ονομάζονταν οι
πατεράδες και των δύο.
Πίνακας Περιεχομένων
Εισαγωγή - Ιστορική αναδρομή…..................... σελ. 1
1) Γενικές
Αρχές “Τί
χρὴ μελετᾶν”...................
σελ. 1
2) Γνωσιολογία
- Ο Επικούρειος “Κανόνας”……σελ. 2
3) Φυσική
3.1)
“Φυσιογνωσία” …………………………………… σελ. 7
3.2)
Η ατομική θεωρία …………………………………σελ. 8
3.2.1)
Ιδιότητες και ενώσεις των ατόμων…………………………………..σελ. 9
3.2.2) Πλήθος, είδη, μέγεθος των ατόμων…………………………………σελ. 9
3.2.3) Οι κινήσεις των ατόμων…………………………………………………. σελ. 10
3.2.4) Διαφορές της Επικούρειας από τη Δημοκρίτεια φυσική….σελ. 11
3.2.5) Η φύση και η ταχύτητα του φωτός…………………………………. σελ. 11
4) Αιτιότητα
4.1) Αιτιότητα – Τυχαιότητα…...
σελ. 12
4.2) “Παρέγκλιση”……………….....
σελ. 14
4.3) Η ελεύθερη βούληση…….....
σελ. 15
5) Μαθηματικά
5.1)
Θέσεις στη μαθηματική επιστήμη..... σελ. 16
5.2)
Επικούρειοι μαθηματικοί...……………… σελ. 17
6) Ψυχή
/ Νους
6.1)
Για τη Ψυχή και τον Νου…. σελ. 20
6.2)
Για τον θάνατο……………...... σελ. 20
7)
Οι θεοί του Επίκουρου………......... σελ. 21
8) Το Επικούρειο (υλικό) σύμπαν…… σελ. 25
9) Η Επικούρεια Ηθική
9.1)
Δικαιοσύνη……………………………………….. σελ. 26
9.2)
Φιλία και Ανθρωπισμός…………………….. σελ. 27
9.3)
Ο «Κήπος» - Ο άνθρωπος Επίκουρος.... σελ. 28
9.4) Ηδονή και Ευδαιμονία…………………….... σελ. 30
9.5)Αυτάρκεια και λιτότητα βίου…………..... σελ. 34
10) Πολιτική................................................................
σελ. 35
11) Ρητορική...............................................................
σελ. 36
12) Περί μουσικής και ποιητικής.................................σελ.
37
ΕΠΙΛΟΓΟΣ………………....................................................
σελ. 37
Πίνακας Περιεχομένων…………………………………………… σελ. 37
ΤΕΛΟΣ
ΑΡΘΡΟΥ
Ανάρτηση στο: Pgiavis.blogspot.com (9/2/2025)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου